ΖΖ, ζ, ζῆτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-ζε ΕΓΚΛΙΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ [-ζε < -σδε, θύραζε < θύρασδε «προς τα έξω»]. ζέσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ ζέση. [παράγ. λ. *ζέσ- (ζεσ-τός) + παρ. επίθ. -ις, *jes-, πβ. αρχ. ινδ. yas-ati «κοχλάζω»]. ζευγίτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζώο που το έχουν ζέψει με ένα άλλο: ἡμίονοι ζευγῖται = ένα ζευγάρι μουλάρια. 2. στον πληθυντικό ζευγῖται οι πολίτες που ανήκαν στην τρίτη από τις τέσσερις εισοδηματικές τάξεις (τιμήματα ή τέλη), στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι Αθηναίοι. Λέγονταν επίσης διακοσιομέδιμνοι. (H ανώτατη εισοδηματική τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, η δεύτερη οι ἱππεῖς και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες). [ζεῦγ-ος + παρ. επίθ. -ίτης]. ζεύγνυμι ΡΗΜΑ
1. βάζω ένα ζώο κάτω από το ζυγό, ζεύω. 2. συνδέω, συνενώνω: διῶρυξ ἐζευγμένη πλοίοις = διώρυγα της οποίας τα δύο άκρα ήταν συνδεδεμένα με γέφυρα που σχηματιζόταν από συνεχόμενα πλοία. παράγ. ζευγίτης, ζεῦγος, ζεῦξις, ζυγός / ζυγόν, σύνθ. ζυγομαχέω. ΝΕ ζεύω (με τη σημ. 1). [*ζευγ- (πβ. ζεύγ-λη, ζεῡγ-ος) + παρ. επίθ. -νυ-, ομόρρ. με λατ. jungō, λιθ. jungiù]. ζεῦγος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζευγάρι βοδιών ή αλόγων. 2. άρμα: Διοκλείδην ἐπὶ ζεύγους ἦγον εἰς τὸ Πρυτανεῖον = οδήγησαν το Διοκλείδη πάνω σε άρμα στο Πρυτανείο. 3. άρμα που χρησιμοποιείται σε αρματοδρομίες και σύρεται από τέσσερα άλογα: συνωρίδι ἢ ζεύγει νενίκηκεν = νίκησε με άρμα δύο αλόγων ή με άρμα τεσσάρων αλόγων. = τέθριππον. 4. γενικά ζευγάρι. ΝΕ ζεύγος και ζευγάρι (με τη σημ. 4). [*ζευγ- (πβ. ζεύγ-νυμι) + παρ. επίθ. -ος]. Ζεύς, Διός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ Δίας. [*Δjεύς, αρχ. ινδ. diváh = ΔιFός, Διός]. Ζέφυρος, -ύρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [πιθ. *ζέφος, συγγεν. του ζόφος]. ζέω ΡΗΜΑ
βράζω, είμαι πολύ ζεστός: ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία (παροιμία) = όσο καιρό βράζει η χύτρα, ζει η φιλία (δηλ. όσο καιρό έχει συμφέρον κάποιος από σένα, τόσο μόνο σε έχει φίλο του). παράγ. ζέσις, ζεστός. ΝΕ το ζέον «στην εκκλησία, μικρό σκεύος όπου ζεσταίνεται νερό για την προετοιμασία της θείας κοινωνίας». [*jεσ-ω, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. yasati «βράζω, κοχλάζω»]. ζῆθι ΡΗΜΑ [ζήω -ῶ]. ζῆλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζήλια. 2. άμιλλα: πρῶτον μὲν ζῆλος, ἀπὸ ζήλου δὲ φθόνος = (οι άνθρωποι αυτούς που ευτυχούν) στην αρχή θέλουν να τους μιμηθούν και έπειτα η άμιλλα γίνεται φθόνος. παράγ. ζηλόω -ῶ, ζηλωτής, ζηλωτός, σύνθ. ζηλότυπος, κακόζηλος. ΝΕ ζήλος «μεγάλη διάθεση για κάτι». [μάλλον *δjā-λος «ζητώ, επιδιώκω», συγγεν. του δί-ζημαι «ζητώ»]. ζηλόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. έχω άμιλλα με κάποιον και προσπαθώ να τον μιμηθώ: ἡ ἡμετέρα πολιτεία οὐ ζηλοῖ τοὺς τῶν πέλας νόμους = η πολιτεία μας δεν προσπαθεί να μιμηθεί τους νόμους των γειτόνων μας. 2. με αρνητική σημ. ζηλεύω κάποιον. 3. μακαρίζω, θαυμάζω, επαινώ: μακαρίσαντες ὑμῶν τὸ ἀπειρόκακον οὐ ζηλοῦμεν τὸ ἄφρον = αν και σας μακαρίζουμε για την αγαθότητά σας, δε σας θαυμάζουμε για την τρέλα σας. παράγ. ζηλωτός, ζηλωτής, σύνθ. κακόζηλος. ΝΕ ζηλεύω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ζῆλος + παρ. επίθ. -όω]. ζηλωτής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ζηλωτής. [παράγ. λ. *ζηλω- (πβ. ζηλόω) + παρ. επίθ. -τής]. ζημία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. βλάβη, ζημιά: ζημίαν ποιῶ τινι = προκαλώ βλάβη σε κάποιον. 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή: καταβάλλω ζημίαν = πληρώνω πρόστιμο. 3. γενικά τιμωρία, ποινή: ζημία θανάτου = ποινή θανάτου (το είδος της ποινής). ζημία ἀδικήματος = ποινή για αδίκημα (η αιτία της ποινής). παράγ. ζημιόω -ῶ. ΝΕ ζημιά (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ., ίσως *δjā- «ζῆλος», ζῆλος]. ζημιόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. προκαλώ ζημιά, βλάβη σε κάποιον, τον ζημιώνω. = κακῶς ποιέω -ῶ, βλάπτω. ≠ ὠφελέω -ῶ, εὖ ποιῶ.
2. επιβάλλω πρόστιμο: ζημιῶ τινα χιλίαις δραχμαῖς = επιβάλλω σε κάποιον πρόστιμο χιλίων δραχμών. 3. γενικά τιμωρώ: ζημιῶ τινα θανάτῳ/φυγῇ = τιμωρώ κάποιον με θάνατο/με εξορία. παράγ. ζημιώδης «που προκαλεί ζημιά», ζημίωσις. ΝΕ ζημιώνω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ζημία + παρ. επίθ. -όω]. ζητέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ψάχνω, προσπαθώ να βρω κάποιον ή κάτι: ἐζήτουν τοὺς δράσαντας = έψαχναν να βρουν τους δράστες. ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε = να ψάχνετε και θα βρίσκετε (αἰτέω). 2. ερευνώ: οἱ ζητοῦντες τὰ θεῖα = αυτοί που ερευνούν την αλήθεια για τη θεότητα.
παράγ. ζήτημα, ζήτησις, ζητητής. = ἐρευνάω -ῶ, ἐξετάζω. ΝΕ ζητώ (κυρίως με τη σημ. που είχε το αρχαίο αἰτέω). [*δjā- «επιδιώκω», συγγεν. του δί-ζημαι, ζημία]. ζήτησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ζήτηση. [παράγ. λ. *ζήτη- (πβ. ζητέω -ῶ) + παρ. επίθ. -σις]. ζήτω ΡΗΜΑ γ΄ πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του ζήω-ῶ ως επιφώνημα να ζήσει! ΝΕ ζήτω = να ζήσει, μπράβο (π.χ. Ζήτω η 25η Μαρτίου). ζήω -ῶ ΡΗΜΑ
1. υπάρχω στη ζωή, ζω: μεγίστη χρεία ἡ τῆς τροφῆς παρασκευὴ τοῦ ζῆν ἕνεκα = πολύ μεγάλη ανάγκη είναι η προετοιμασία της τροφής, για να μπορούμε να ζούμε. 2. περνώ τη ζωή μου: ζῶ βίον μοχθηρόν = ζω δύσκολη ζωή. ζῶ τὸν βίον ἀσφαλῶς = ζω με ασφάλεια. = βιόω -ῶ. ≠ ἀποθνῄσκω. ΝΕ ζω (και με τις δύο σημ.). [ΙΕ *gwiē-, gwiō-, από όπου ακόμη βίος και ὑγιής]. ζυγόν, -οῦ, τὸ & ζυγός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
1. κατασκευή που προσαρμόζουν στον τράχηλο του ζώου για να το ζέψουν: ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους = έζεψε τα άλογα.
2. ζυγαριά: ἵστημί τι ἐν τῷ ζυγῷ = βάζω κάτι στη ζυγαριά (για να υπολογίσω το βάρος του). 3. γραμμή στρατιωτικής παράταξης: ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ ἐμάχοντο = πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή. παράγ. ζύγιος, ζυγόω -ῶ. ΝΕ ζυγός (με όλες τις σημ.). [παράγ. λ. *ζυγ- (πβ. ζεύγ-νυμι) + παρ. επίθ. -όν / -ός]. ζωγραφέω -ῶ ΡΗΜΑ παράγ. ζωγραφία. ΝΕ ζωγραφίζω. [παράγ. λ. ζωγράφος (ζω-ὸς «ζωντανός» + γράφω) + παρ. επίθ. -έω]. ζωγραφία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η τέχνη της ζωγραφικής, η ζωγραφική: τεθαύμακα ἐπὶ ζωγραφίᾳ Ζεῦξιν = έχω θαυμάσει το Ζεύξη για τη ζωφραφική του. 2. ζωγραφιά. ΝΕ ζωγραφιά (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. του συνθ. ζωγραφ-έω + παρ. επίθ. -ία]. ζωγρέω -ῶ ΡΗΜΑ
συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, τον αιχμαλωτίζω: τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, τινὰς δὲ καὶ ἐζώγρησαν = άλλους μεν τους σκότωσαν και μερικούς τους συνέλαβαν ζωντανούς. [σύνθ. λ. *ζω- (< ζω-ὸς «ζωντανός») + ἀγρέω «συλλαμβάνω»]. ζώννυμι & ζωννύω ΡΗΜΑ
1. ζώνω, περιβάλλω. 2. μέση φωνή ζώννυμαι ζώνομαι. παράγ. ζωστήρ, ζῶσις, ζωστός, σύνθ. ἀναζώννυμι, περιζώννυμι. ΝΕ ζώνω (με τη σημ. 1). [ΙΕ *yōs- «ζώνω», αβέβ. ετυμ.]. ζῷον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζωντανό πλάσμα, ζώο: πᾶν ὅ,τι περ ἂν μετάσχῃ τοῦ ζῆν, ζῷον ἂν λέγοιτο = καθετί που μετέχει ζωής, μπορεί να λεχθεί ζωντανό πλάσμα. 2. ομοίωμα, εικόνα, ζωγραφιά, σχέδιο (όχι μόνο ζώου): ζῷα γράφω = ζωγραφίζω. παράγ. ζῳώδης, σύνθ. ζῳογονέω -ῶ, ζῳοφόρος. ΝΕ ζώο «ζώο» (από τη σημ. 1). [*ζω- (πβ. ζωὸς «ζωντανός») + παρ. επίθ. -ιον]. ζωός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [*ζω- (πβ. ζήω-ῶ, ζω-ή) + -ός, ΙΕ *gwyō- > ζω-]. ζωτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δίνει ή που διατηρεί τη ζωή: ζωτικαὶ δυνάμεις. 2. ζωηρός, γεμάτος ζωή: ζωτικὸν παρέχω τινά = δίνω ζωντάνια σε κάποιον. ΝΕ ζωτικός (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. *ζω- (πβ. ζωός «ζωντανός») + παρ. επίθ. -τ -ικός]. |