ΕΕ, ε, ἒ ψιλόν, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ἔαρ, ἔαρος & ἦρος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἐαρινός «ανοιξιάτικος». ΝΕ λόγ. εαρινός (λ.χ. εαρινή ισημερία, εαρινό εξάμηνο). [*Fέσαρ, ομόρρ. με λιθ. vasarà «έτος»]. ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς, ἑαυτοῦ & αὑτοῦ, αὑτῆς, αὑτοῦ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [προσωπ. αντων. ἓ κτλ. + αὐτοῦ κτλ.]. ἐάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. αφήνω, επιτρέπω: οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιον = δε με αφήνει να κοιμηθώ ο θρίαμβος του Μιλτιάδη. = ἀφίημι. 2. αφήνω κάτι ήσυχο, κατά μέρος, δε σκοτίζομαι: ἐὰν ἐπὶ τὰ μείζω ἔλθῃς ἐάσας ἤδη φιλοσοφίαν = αν καταπιαστείς με σοβαρότερα θέματα αφήνοντας πια κατά μέρος τη φιλοσοφία. παράγ. ἐατέος. [*σεF- + παρ. επίθ. -άω, αβέβ. ετυμ.]. ἐβίων ΡΗΜΑ αόρ. β΄ του ρ. ζήω -ῶ. ἐγγίγνομαι ΡΗΜΑ
1. γεννιέμαι, δημιουργούμαι, μέσα σε κάτι. 2. απρόσωπο ἐγγίγνεται είναι επιτρεπτό ή δυνατό. [σύνθ. λ. ἐν + γίγνομαι]. ἐγγράφω ΡΗΜΑ
1. εγχαράσσω (λ.χ. στην πέτρα επιγραφή). 2. εγγράφω, καταχωρίζω: καθ᾿ ἑκάστην δὲ ἡμέραν ἀργύριον λαμβάνων τοὺς μὲν ἐνέγραφε, τοὺς δὲ ἐξήλειφεν = και παίρνοντας καθημερινά χρήματα άλλους νόμους έγραφε και άλλους αφαιρούσε. 3. κατηγορώ για παράνομη ενέργεια ή ηθική παράβαση: ἐγγράφω τινὰ λιποταξίας = κατηγορώ κάποιον για λιποταξία. παράγ. ἐγγραφή. ΝΕ εγγράφω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐν + γράφω]. ἐγγυάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. δίνω ή εγχειρίζω κάτι ως ενέχυρο. 2. κυρίως για τον πατέρα αρραβωνιάζω: ἢν μή περ ὁ πατὴρ αὐτὴν ἐγγυήσῃ = αν ο πατέρας μιας κόρης δεν την αρραβωνιάσει. 3. μέση φωνή ἐγγυῶμαι α. αρραβωνιάζομαι ή δέχομαι γυναίκα ως σύζυγο: καὶ ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν μητέρα τὴν ἐμὴν παρὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Τιμοκράτους = και αρραβωνιάζεται ο πατέρας τη δική μου μητέρα από τον αδελφό της Τιμοκράτη. β. εγγυώμαι, δίνω εγγύηση. γ. υπόσχομαι, διαβεβαιώνω: καὶ ἠγγυᾶτο μηδὲν αὐτοὺς κακὸν πείσεσθαι πειθομένους Σεύθῃ = και τους υποσχέθηκε ότι δε θα πάθουν κανένα κακό, εάν υπακούσουν στο Σεύθη. παράγ. ἐγγυητής, ἐγγύησις «ασφάλεια, αρραβώνας». ΝΕ εγγυώμαι (με τις σημ. 3β, 3γ). [παράγ. λ. ἐγγύη + παρ. επίθ. -άω]. ἐγγύη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ενέχυρο που τοποθετείται στο χέρι κάποιου, και γενικά ασφάλεια, βεβαίωση, εγγύηση που παίρνει ή δίνει κανείς: μεγάλας ἐγγύας ἀποτίνω = πληρώνω μεγάλες εγγυήσεις. 2. αρραβώνας: ποιοῦμαι τὴν ἐγγύην γυναικός τινος = αρραβωνιάζομαι κάποια γυναίκα. παράγ. ἐγγυάω. [σύνθ. λ. ἐν + *γύα, *γύη «καμπυλότητα, χέρι»]. ἐγγύθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. ἐγγύ-ς + παρ. επίθ. -θεν]. ἔγγυος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. *ἐγγυ- (ἐγγυάω) + παρ. επίθ. -ος]. ἐγγὺς ΕΠΙΡΡΗΜΑ
1. με γενική του τόπου δίπλα, κοντά (με ρήματα στάσεως σημαντικά): ὑμεῖς δὲ θρηνεῖτ᾿ ἐγγὺς ἑστῶτες τάφου = εσείς λοιπόν κοντά στον τάφο κάθεστε και θρηνείτε. 2. για δήλωση χρόνου προσεχώς, στο άμεσο μέλλον: ἄντρες φίλοι, ὁ μὲν ἀγὼν ἐγγὺς ἡμῖν = άντρες, η διαμάχη είναι κοντά μας. 3. με αριθμούς περίπου, σχεδόν, κοντά: ἐγγὺς εἴκοσι ἔτη = σχεδόν είκοσι χρόνια. παράγ. ἐγγύθεν, ἐγγύτης «εγγύτητα», ἐγγίζω. ΝΕ στη φρ. στο εγγύς μέλλον (με τη σημ. 2). [*ἐγγύ- + -ς των επιρρημάτων (συγγεν. με ἐγγυάω) στη σημασία «κοντά στο χέρι, κοντά»]. ἐγείρω ΡΗΜΑ
1. αφυπνίζω, ξυπνώ κάποιον: ἐγείρω τινὰ ἐξ ὕπνου = σηκώνω κάποιον από τον ύπνο. 2. ξεσηκώνω κάποιον, τον διεγείρω. 3. σηκώνω από τους νεκρούς, ανασταίνω: ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε = να θεραπεύετε τους αρρώστους, να γιατρεύετε τους λεπρούς, να ανασταίνετε τους νεκρούς. 4. στην παθ. φωνή μαζί με τον αμετάβ. παρακ. και υπερσ. ἐγείρομαι είμαι ξύπνιος: Σώκρατες, ἔφη, ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις; = Σωκράτη, είπε, ξύπνιος είσαι ή κοιμάσαι; παράγ. ἔγερσις «αφύπνιση, ξεσήκωμα», ἐγερτήριον. ΝΕ εγείρεται ένα ζήτημα (τίθεται, προκύπτει). [ο τύπος ἐγρήγορα αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. jāgāra, αρχ. περσ. jagára «είμαι ξύπνιος»· τη βάση αποτελεί το ἐ-γέρ-jω > ἐγείρω, όπου το ἐ- είναι αυτό του αορίστου β΄ ἔ-γρετο, ο οποίος δημιούργησε τον ενεστώτα ἐγείρω]. ἐγκαθίστημι ΡΗΜΑ
τοποθετώ, εγκαθιστώ: τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκατέστησε = τοποθέτησε τα παιδιά του ως ηγεμόνες. παράγ. ἐγκατάστασις. ΝΕ εγκαθιστώ (με την ίδια σημ.). [σύνθ. λ. ἐν + καθίστημι]. ἐγκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. απαιτώ κάτι που μου χρωστούν: ἐγκαλῶ τὰς τριακοσίας δραχμὰς = απαιτώ να πάρω πίσω τις τριακόσιες δραχμές. 2. κατηγορώ κάποιον: οἱ μὲν δὴ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν = οι στρατιώτες λοιπόν κατηγορούσαν τον Ξενοφώντα ότι δεν είχαν πάρει το μισθό τους. = αἰτιάομαι. παράγ. ἔγκλημα «κατηγορία». ΝΕ λόγ. εγκαλώ (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐν + καλέω]. ἔγκειμαι ΡΗΜΑ παθητ. του ἐντίθημι.
1. βρίσκομαι, είμαι καλυμμένος, μέσα σε κάτι. 2. πιέζω ασφυκτικά, απειλώ (ιδίως ένα στράτευμα που έχει ηττηθεί ή υποχωρεί). 3. σε πολιτικές αντιπαραθέσεις αντίκειμαι, εναντιώνομαι: ἐνέκειντο τῷ Περικλεῖ = εναντιώνονταν στον Περικλή. ΝΕ έγκειμαι (με τη σημ. 1, λ.χ. έγκειται στην καλή του θέληση το αν θα επιστρέψει τα λεφτά). [σύνθ. λ. ἐν + κεῖμαι]. ἔγκλημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ έγκλημα «εγκληματική ενέργεια κτλ.». [σύνθ. λ. ἐν + *κλη- (καλῶ) + παρ. επίθ. -μα]. ἐγκλίνω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάτι να κλίνει, το γέρνω, το λυγίζω: ἐγκλίνω τὰ σκέλη. ἐγκλίνω τι εἰς δεξιά = γέρνω κάτι προς τα δεξιά. 2. στη γραμματική προφέρω μια λέξη με έγκλιση τόνου (λ.χ. ἄνθρωπός τις). ΝΕ εγκλίνω (με τη σημ. 2). παράγ. ἔγκλισις. [σύνθ. λ. ἐν + κλίνω]. ἐγκράτεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυριαρχία, έλεγχος πάνω σε κάτι: ἡ σωφροσύνη ἐστὶν καὶ ἡδονῶν τινων καὶ ἐπιθυμιῶν ἐγκράτεια = η σωφροσύνη είναι ο έλεγχος κάποιων ηδονών και επιθυμιών. 2. εγκράτεια, αυτοκυριαρχία: ἐγκράτεια καλόν τε κἀγαθὸν ἀνδρὶ κτῆμά ἐστιν = η εγκράτεια είναι καλό και ωφέλιμο απόκτημα στον άνθρωπο. = σωφροσύνη «εγκράτεια». ΝΕ εγκράτεια (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐγκρατής + παρ. επίθ. -εια]. ἐγκρατής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. που έχει εξουσία πάνω σε κάτι: ἐγκρατὴς γαστρός = που ελέγχει την κοιλιά του, ο μη κοιλιόδουλος. 2. που έχει αυτοκυριαρχία, εγκρατής. = σώφρων «εγκρατής». ΝΕ εγκρατής (με τη σημ. 2). παράγ. ἐγκράτεια, ἐγκρατῶς. [σύνθ. λ. ἐν + κράτ-ος + -ής]. ἐγκρίνω ΡΗΜΑ
επιλέγω, αποδέχομαι κάποιον, εισδέχομαι κάποιον, δηλ. του επιτρέπω την είσοδο σε ένα σωματείο κτλ.: ἐγκρίνω τινὰ εἰς τὴν γερουσίαν = δέχομαι κάποιον στη γερουσία. ≠ ἀποκρίνω «απορρίπτω κάποιον». παράγ. ἔγκρισις, ἔγκριτος, ἐγκριτέος. ΝΕ εγκρίνω «αποδέχομαι». [σύνθ. λ. ἐν + κρίνω]. ἐγκύκλιος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. κυκλικός: ἐγκύκλιος κίνησις. 2. τακτικός, καθημερινός: ἐγκύκλιοι διακονίαι = καθημερινές υποχρεώσεις. ΝΕ η εγκύκλιος (ως ουσιαστ. «έγγραφη κρατική εντολή που κυκλοφορεί στις υπηρεσίες»). [σύνθ. λ. ἐν + κύκλ-ος + παρ. επίθ. -ιος]. ἐγκύμων (ὁ, ἡ), ἔγκυμον (τό), -ονος ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. ἐν + *κυ- (κυέω) + παρ. επίθ. -μων]. ἐγκωμιάζω ΡΗΜΑ
επαινώ, εκθειάζω: ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐγκωμιάζουσι δικαιοσύνην = αυτά και άλλα παρόμοια εγκώμια έχουν για τη δικαιοσύνη. = ἐπαινέω. παράγ. ἐγκωμιαστής, ἐγκωμιαστικός. ΝΕ εγκωμιάζω. [παράγ. λ. ἐγκώμιον + παρ. επίθ. -άζω]. ἐγκώμιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. επαινετική ωδή: καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἐποίησεν ἐγκώμιον ἄξιον ἀρετῆς αὐτῶν = και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, έπλεξε επαινετική ωδή για την ανδρεία τους. 2. γενικά εγκώμιο, πανηγυρικός λόγος: ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν. ΝΕ εγκώμιο (με τη σημ. 2). [ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐγκώμιος, -ιον (ενν. ᾆσμα) < ἐν + κῶμος «γλέντι» + παρ. επίθ. -ιος]. ἐγρήγορα ἐγείρω. ἐγρήγορσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ εγρήγορση «ετοιμότητα». [παράγ. λ. ἐγρήγορ-α (ἐγείρομαι) + παρ. επίθ. -σις]. ἐγχειρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. παίρνω κάτι στο χέρι, επιχειρώ, αναλαμβάνω.
2. απλώνω τα χέρια, επιτίθεμαι: καὶ ὁ μὲν ἔμελλεν ἐγχειρήσειν ταῖς πόλεσι ταύταις = και εκείνος επρόκειτο να επιτεθεί κατά των πόλεων αυτών. παράγ. ἐγχείρημα, ἐγχείρησις «επιχείρηση, απόπειρα», ἐγχειρητέον, ἐγχειρητής, ἐγχειρητικός. [σύνθ. λ. ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -έω]. ἐγχειρίζω ΡΗΜΑ
με δοτ. του προσώπου και αιτ. του πράγματος βάζω κάτι στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι: ἐγχειρίζω τοὺς ἄνδρας τοῖς στρατηγοῖς = εμπιστεύομαι τους άνδρες στους στρατηγούς. παράγ. ἐγχείρισις, ἐγχειρισμός. ΝΕ εγχειρίζω (λόγ., «βάζω στο χέρι»). [σύνθ. λ. ἐν + χείρ + παρ. επίθ. -ίζω]. ἔγχελυς, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἐγχελύδιον. ΝΕ χέλι. [συγγεν. με ἔχις, -εως, ὁ/ἡ «οχιά», ομόρρ. με λατ. anguis «χέλι»]. ἐγχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. παρέχω χώρο για να κάνει κανείς κάτι, επιτρέπω: ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ = ο χρόνος δεν επιτρέπει. 2. απρόσ. ἐγχωρεῖ υπάρχει ακόμη χρόνος: ἀλλὰ μηδὲν ἐπείγου, ἔτι γὰρ ἐγχωρεῖ = αλλά μη βιάζεσαι καθόλου [ενν. να πιεις το κώνειο, Σωκράτη], διότι υπάρχει ακόμη χρόνος. παράγ. ἐγχώριος. [σύνθ. λ. ἐν + χωρέω]. ἐγχώριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἐγχωρίως. ΝΕ εγχώριος. [παράγ. λ. ἔγχωρος + παρ. επίθ. -ιος]. ἐγὼ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
ΝΕ εγώ. [*εγωμ-, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ahám, λατ. egō]. ἐγᾦδα, ἐγᾦμαι ἔδεσμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ έδεσμα (λόγ.) [σύνθ. λ. ἔδω + παρ. επίθ. -μα > *ἔδμα, που διαμορφώθηκε σε ἔδεσ-μα κατά το ἐδέσθην]. ἕδρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάθισμα, και ειδικότερα τιμητική θέση: τούτους καὶ δώροις καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς ἐγέραιρεν = αυτούς συνήθιζε να τους τιμά με δώρα και τιμητικές θέσεις και όλες τις τιμές. 2. τόπος όπου βρίσκεται κάτι, η θέση του: ἡ ἕδρα τοῦ ἥπατος = η θέση του συκωτιού. παράγ. ἑδράζω, ἑδραῖον, ἕδρανον. ΝΕ έδρα (με τη σημ. 2, λ.χ. η έδρα του ΟΗΕ). [*σεδ- (ἕζομαι «κάθομαι») + παρ. επίθ. -ρα]. ἐδώδιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. φαγώσιμος. 2. ως ουσιαστικό τὰ ἐδώδιμα τα φαγώσιμα, οι προμήθειες. ΝΕ εδώδιμος, τα εδώδιμα. [παράγ. λ. ἐδωδή (< παράγ. ἔδω + παρ. επίθ. -ή) + παρ. επίθ. -ιμος· το ἐδ-ωδ-ὴ προκύπτει με αναδιπλασιασμό της ρίζας *εδ- (ἔδ-ομαι): *εδ- εδ- και έκταση του δεύτερου ε σε ω, πβ. *αγ- αγ- (ἄγω) > ἀγ-ωγ-ή]. ἐθέλω & θέλω ΡΗΜΑ
1. είμαι πρόθυμος, εκφράζει κυρίως συγκατάθεση παρά προτίμηση και επιθυμία, σε αντίθεση προς το βούλομαι: εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω = αν θελεις, εγώ είμαι πρόθυμος. 2. με άρνηση οὐκ ἐθέλω σχεδόν σημαίνει δεν μπορώ: τὰ μὲν χωρία καὶ τὰ δένδρα οὐδὲν μ' ἐθέλει διδάσκειν = οι τόποι της υπαίθρου και τα δέντρα δεν μπορούν να με διδάσκουν τίποτε. παράγ. ἐθελοντής, ἐθελούσιος, θέλησις, θέλημα. ΝΕ θέλω (που σημαίνει ό,τι το αρχαίο βούλομαι). [*θελ-, *φελ-, *φαλ-, πβ. φαλίζει· θέλει· η εναλλαγή φ και θ οδηγεί σε υπερωικοχειλικό gwh> φ ή θ]. ἐθίζω ΡΗΜΑ
1. ενεργ. συνηθίζω κάποιον σε κάτι ή να κάνει κάτι: ἐθίζω ἐμαυτὸν τοῖς αὐτοῖς τῷ δεσπότῃ χαίρειν = συνηθίζω τον εαυτό μου να χαίρεται με τα ίδια πράγματα με τον τύραννο. 2. παθ., με απαρέμφ. ἐθίζομαι είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω: ἄνθρωποι εἰθισμένοι ἀναισχυντεῖν = άνθρωποι συνηθισμένοι να μην ντρέπονται. παράγ. ἐθισμός «συνήθεια», ἐθιστέον, ἐθιστός. ΝΕ εθίζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἔθος + παρ. επίθ. -ίζω]. ἐθνικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ανήκει σε ένα έθνος. 2. στη χριστιανική περίοδο μη Εβραίος, αυτός που δεν ανήκει στην ιουδαϊκή θρησκεία (λ.χ. οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι). ≠ ἰουδαῖος. ΝΕ εθνικός (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἔθνος + παρ. επίθ. -ικός]. ἔθος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
παράγ. ἐθίζω. ΝΕ λόγ. έθος. [*σFεθ- (ἔθω), ΙΕ *swedhos, πβ. αρχ. ινδ. svadhá «συνήθεια»]. ἔθω ΡΗΜΑ
είμαι συνηθισμένος, έχω μια συνήθεια, συνηθίζω: οἱ Ἀθηναῖοι εἰώθασι τὰ πολεμικὰ ἀσκεῖν = οι Αθηναίοι συνηθίζουν να ασκούνται στην πολεμική τέχνη. = ἐθίζομαι.
παράγ. εἰωθότως. [*σFεθ- (ἔθος), ἔθος]. εἰ ΜΟΡΙΟ / ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ Α. Επιφωνηματικά: α. η φράση εἰ γὰρ μαζί με ευκτική δηλώνει ευχή μακάρι: εἰ γὰρ γενοίμην ἀντὶ σοῦ νεκρός = μακάρι να ήμουν νεκρός στη θέση σου. β. το εἴθε με ιστορικούς χρόνους της οριστικής δηλώνει ανεκπλήρωτη ευχή μακάρι: εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην = μακάρι, Περικλή, να σε συναναστρεφόμουν τότε. Β. Χρησιμοποιείται σε υποθετικούς λόγους και τότε σημαίνει εάν, αν (η άρνηση είναι μή): α. εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου, για να εκφράσει απλώς μια υπόθεση χωρίς να εξυπονοεί κατά πόσο και σε ποιο βαθμό αληθεύει η υπόθεση αυτή: εἰ θεοί τι δρῶσιν αἰσχρόν, οὔκ εἰσιν θεοί = αν οι θεοί κάνουν κάτι αισχρό, δεν είναι θεοί. β. εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου, για να εκφράσει μια υπόθεση που είναι βέβαιο ότι δεν αληθεύει: εἰ εἶχον χρήματα, ἐδίδουν ἄν σοι = αν είχα χρήματα, θα σου έδινα (αλλά δεν έχω). γ. ἐάν (= εἰ + ἄν) + υποτακτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον: ἐὰν κλέψῃς, δίκην δώσεις = αν κλέψεις θα τιμωρηθείς. δ. εἰ + ευκτική, για να εκφράσει μια υπόθεση που ενδέχεται να επαληθευτεί στο μέλλον αλλά οι πιθανότητες επαλήθευσης είναι περιορισμένες: εἰ ἔλθοις αὔριον τηνικάδε, εἴποιμι ἂν ὅσα χθὲς ἐγένετο = εάν έρθεις (ή ερχόσουν) αύριο τέτοια ώρα, θα σου πω (ή θα σου έλεγα) όσα έγιναν χθες (δε θεωρώ όμως και πολύ πιθανό ότι θα έρθεις όντως). Γ. Σε πλάγιες ερωτήσεις εάν, αν (η άρνηση είναι οὐ): ἐρωτᾷ εἰ πάρεστι ὁ στρατηγός = ρωτά αν είναι ο στρατηγός παρών. [τοπική πτώση των αντωνυμικών μορίων *ε/η, *ο/ω]. εἶδον ΡΗΜΑ εἶδος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ό,τι φαίνεται, η εμφάνιση. 2. μορφή, σχήμα. 3. είδος, η ιδιαίτερη φύση: τὸ εἶδος τῆς νόσου. 4. κατηγορία: ἑνὶ εἴδει τὰ πάντα περιέλαβεν = τα ενέταξε όλα σε μια κατηγορία. παράγ. εἴδωλον, εἰδικός, εἰδικῶς. ΝΕ είδος (με τις σημ. 3, 4). [*Fειδ- (οἶδα, ἰδέα)]. εἴδωλον, εἰδώλου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. άυλο ομοίωμα κάποιου πράγματος (λ.χ. η σκιά του ή η αντανάκλασή του μέσα στο νερό). 2. νοητική παράσταση, ιδέα. ΝΕ είδωλο (με τη σημ. 1). παράγ. εἰδωλολάτρης, εἰδωλολατρία. [παράγ. λ. εἶδος «μορφή» + παρ. επίθ. -ωλο-ν, πβ. φειδ-ωλό-ς]. εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδὸς ΕΠΙΘΕΤΟ μετοχή του οἶδα. αυτός που γνωρίζει κάτι, ο γνώστης. [εἰδ- + -ώς > εἰδώς· *εἰδ-, *οἰδ-, *weid-, ομόρρ. με αρχ. ινδ. védas- «κατοχή, γνώση»]. εἰκάζω ΡΗΜΑ
1. παριστάνω κάτι, το απεικονίζω: γυναῖκα γραφῇ ᾔκασεν = απεικόνισε μια γυναίκα με τη ζωγραφική του. 2. παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο. 3. εικάζω, υποθέτω. παράγ. εἰκασία, εἰκασμός, εἰκαστικός. ΝΕ εικάζω (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. *Fεικ- (εἰκών) + παρ. επίθ. -άζω] εἰκασία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. απεικόνιση. 2. παρομοίωση. 3. εικασία, υπόθεση. ΝΕ εικασία (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. εἰκάζω + παρ. επίθ. -ία, πβ. εἰκα-στός]. εἰκῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ παράγ. εἰκαῖος. [*ἐFεκῇ- (< *Fἑκών) «αυτοβούλως, τυχαία»]. εἰκός, -ότος, τὸ ΜΕΤΟΧΗ / ΕΠΙΘΕΤΟ
1. πιθανό, εύλογο, λογικό: απρόσωπη έκφραση εἰκός (ἐστι) = είναι εύλογο, είναι λογικό, είναι πιθανό.
2. δίκαιο, δικαιολογημένο, εύλογο, λογικό: τούτους εἰκὸς τοιαῦτα παθεῖν οἷά περ αὐτοὶ ποιοῦσιν = είναι δίκαιο αυτοί να πάθουν πράγματα παρόμοια με αυτά που κάνουν οι ίδιοι. [*εἰκ- (ἔοικα) + -ός, ουδ. μτχ. παρακ.]. εἰκότως ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. εἰκός, -ότος (μτχ. του ἔοικα) + παρ. επίθ. -ως]. εἴκω ΡΗΜΑ
υποχωρώ: εἴκω τινί = υποχωρώ, υποκύπτω, σε κάποιον. παράγ. εἰκτέον, σύνθ. ὑπείκω. [*F(ε)ικ- «υποχωρώ»]. εἰκών, -όνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ομοίωμα αντικειμένου ή προσώπου, άγαλμα, ανδριάντας. 2. παρομοίωση. παράγ. εἰκονίζω, εἰκονικός. ΝΕ εικόνα (με τη σημ. 1). [*Fεικ- + παρ. επίθ. -ών, ἔοικα «μοιάζω»]. εἴληφα ΡΗΜΑ εἰλικρινής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αμιγής, καθαρός, όχι ανάμεικτος: εἰλικρινῆ ἕκαστα ἦσαν τὰ φῦλα = καθένα από τα έθνη των πολεμιστών ήταν αμιγές. 2. καθαρός, απόλυτος: τῇ διανοίᾳ εἰλικρινεῖ χρῶμαι = χρησιμοποιώ καθαρά τη διάνοια (και τίποτε άλλο). ΝΕ ειλικρινής «άδολος, αληθινός». [εἰλι-κρινής, όπου το β΄ συνθετ. από το ρ. κρίνω· το α΄ συνθετ. ανερμήνευτο, καθώς η σύνδεση με εἵλη, ἡ «το κάψιμο του ηλίου» δεν είναι ασφαλής]. εἰμὶ ΡΗΜΑ
1. υπάρχω: ἂν ᾖ τὸ στράτευμα = αν το στράτευμα υπάρχει. 2. ως απρόσ. ρήμα που συντάσσεται με απαρέμφατο ἔστι είναι δυνατό: τούτων ἔστι τεκμήρια ὁρᾶν τὰ τρόπαια = είναι δυνατό να βλέπει κανείς ως αποδείξεις τούτων τα τρόπαια. 3. είμαι: σοφός ἐστιν = είναι σοφός. 4. με δοτική κτητική έχω: ἔστι μοι καλὴ θυγάτηρ = έχω όμορφη κόρη. παράγ. οὐσία, ὄν (ὄντος), ὀντότης. ΝΕ είμαι (με τη σημ. 3). [*ἐσ- + -μί, πβ. αρχ. ινδ. ásmi = εἰμί, ási = εἶ, ásti = ἐστί]. εἶμι ΡΗΜΑ
στην αττική διάλεκτο το εἶμι χρησιμοποιείται όχι με σημασία ενεστώτα αλλά ως μέλλοντας του ἔρχομαι 1. πηγαίνω ή έρχομαι. 2. στην προστακτ. ἴθι (δή) εμπρός λοιπόν, εμπρός: ἴθι πέραινε = εμπρός, τέλειωνε! = ἄγε δή, ἴθι δή. παράγ. ἰταμός, ἰσθμός. [*εἶ-μι, ομόρρ. με αρχ. ινδ. é-mi, προστ. ἴ-θι = αρχ. ινδ. i-hi]. εἴπερ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ [σύνθ. λ. εἰ + περ]. εἵργω & εἴργω ΡΗΜΑ
κλείνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, αποκλείω κάποιον από κάπου, εμποδίζω: ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς εἴργομαι = με αποκλείουν από την αγορά. παράγ. εἱρκτή, εἷρξις, εἱργμός. [*ἐFεργ- + -jω > εἴργω]. εἱρκτή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [επίθετο *εἱρκτός, -ή < εἵργ- (εἵργω) + παρ. επίθ. -τός]. εἰς & ἐς ΠΡΟΘΕΣΗ Α. ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική 1. για κίνηση σε τόπο σε, στον, στην, στο, στους, στις, στα, προς τον/την/το, προς τους/τις/τα: εἰσέβαλον εἰς τὴν Ἀττικήν. Κατέβην χθὲς εἰς Πειραιᾶ. 2. για χρόνο μέχρι, ως: εἰς τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκε = ως την επόμενη ημέρα δεν είχε έρθει. 3. δηλώνει το μέτρο ή το όριο: ἐς ὃ ἐμέμνηντο = όσο μπορούσαν να θυμηθούν. ναῦς ἐς τὰς διακοσίας = πλοία μέχρι διακόσια. 4. δηλώνει αναφορά σχετικά με: τὰ εἰς τὸν πόλεμον = τα σχετικά με τον πόλεμο. 5. δηλώνει σκοπό: εἰς συμβουλὴν παρεκάλεσέ με = με κάλεσε για να τον συμβουλεύσω. Β. εἰσ-/ ἐσ- ως α΄ συνθετικό δηλώνει 1. μέσα, π.χ. εἰσέρχομαι. 2. επίταση, π.χ. εἰσορῶ. [αργολ. και κρητ. ἐνς > εἰς, ἐς]. εἷς, μία, ἕν ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΝΕ ένας, μία, ένα. [*σεμς- > εἷς, *σεμ- > ἕν]. εἰσαγγελία, -ας ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ εισαγγελία (όρος της δικαιοσύνης). [παράγ. λ. εἰσαγγέλ-λω + παρ. επίθ. -ία]. εἰσαγγέλλω ΡΗΜΑ
καταγγέλλω κάποιον για κάτι: εἰσαγγέλλω τινὰ εἰς τὸν δῆμον ἐπὶ τυραννίδος αἰτίᾳ = καταγγέλλω κάποιον στην εκκλησία του δήμου με την κατηγορία απολυταρχικής διακυβέρνησης. [σύνθ. λ. εἰς + ἀγγέλλω]. εἰσάγω ΡΗΜΑ
1. οδηγώ κάποιον μέσα σε ένα χώρο. 2. για εμπορεύματα κάνω εισαγωγή. 3. εἰσάγω δίκην / γραφήν καταθέτω αγωγή στο δικαστήριο. ΝΕ εισάγω. [σύνθ. λ. εἰς + ἄγω]. εἴσειμι ΡΗΜΑ
εισέρχομαι, μπαίνω μέσα. παράγ. εἰσιτήριον (< αττ. επιγρ. εἰσιτητήριον). ΝΕ εισιτήριο. [σύνθ. λ. εἰς + εἶμι]. εἰσέρχομαι ΡΗΜΑ
1. μπαίνω μέσα, εισέρχομαι: εἰσέρχομαι εἰς οἴκημα. εἰσέρχομαι εἰς τὸν πόλεμον = μπαίνω στον πόλεμο. 2. παρουσιάζομαι στο δικαστήριο ως κατήγορος ή ως κατηγορούμενος. ΝΕ εισέρχομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. εἰς + ἔρχομαι]. εἰσηγέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. προτείνω κάτι: εἰσηγεῖται γῆς ἀναδασμόν. τίς ἂν εἰσηγήσαιτο τοῖς πολεμίοις ἃ χρὴ ποιεῖν; = ποιος θα συμβούλευε τους εχθρούς αυτό που πρέπει να κάνουν; 2. συμβουλεύω: τοῖς νεωτέροις εἰσηγοῦμαι. παράγ. εἰσήγησις, εἰσηγητής. ΝΕ εισηγούμαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. εἰς + ἡγέομαι]. εἰσφέρω ΡΗΜΑ
1. συνεισφέρω, πληρώνω την εἰσφοράν (το φόρο δηλαδή ακίνητης ιδιοκτησίας, που οι Αθηναίοι πολίτες κατέβαλλαν για σκοπούς πολεμικής προετοιμασίας). 2. εισάγω, προτείνω: εἰσφέρω καινὰ δαιμόνια = εισάγω καινούριους θεούς. παράγ. εἰσφορά. ΝΕ εισφέρω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. εἰς + φέρω]. εἴσω & ἔσω ΕΠΙΡΡΗΜΑ
προς τα μέσα, μέσα: σῶμα εἴσω νοσοῦν = σώμα που νοσεί από μέσα. = ἔνδον. ΝΕ έσω ( λόγ., ο έσω άνθρωπος, εκ των έσω). [πρόθ. εἰς + -ω αναλογικά προς τα ἄν-ω, κάτ-ω κτλ.]. εἶτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. εἰ + τα, πβ. ἔπει-τα]. εἰωθώς, -υῖα, -ὸς ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ στη λόγ. φράση κατά τα ειωθότα. [μτχ. παρακ. του ἔθω]. ἐκ & ἐξ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. συντάσσεται με γενική και δηλώνει 1. κίνηση από έναν τόπο ή πράγμα: ἐξ ἀγορᾶς ἔρχεται = έρχεται από την αγορά. πίνει ἐκ φιάλης = πίνει από μια κούπα. 2. χρονική διάρκεια: ἐκ παιδὸς ἦν αὐτῷ ἑταῖρος = ήταν φίλος του από την παιδική ηλικία. ἐκ πολλοῦ χρόνου = πριν από πολύ χρόνο. 3. καταγωγή: οἱ ἐξ Ἡρακλέους = οι απόγονοι του Ηρακλή. 4. αιτία: ἐτελεύτησεν ἐκ τοῦ τραύματος = πέθανε από το τραύμα. 5. τρόπο: πάτριον ἡμῖν ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι = είναι πατροπαράδοτο σε μας με κόπους να αποκτούμε τις αρετές. 6. ύλη: πλοῖα ἐκ ξύλων. Β. ἐκ-/ ἐξ- ως α΄ συνθετικό δηλώνει 1. έξω, π.χ. ἐξάγω, 2. επίταση, π.χ. ἐκμανθάνω, 3. καταγωγή, π.χ. ἔκγονος. ΝΕ λόγ. εκ, εξ. ἑκὰς & ἕκας ΕΠΙΡΡΗΜΑ [αντων. γ΄ προσ. ἕ + -κάς, λ.χ. ἀνδρα-κὰς «κατά άνδρα»]. ἕκαστος, ἑκὰστη, ἕκαστον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ αόριστη επιμεριστική αντωνυμία ο καθένας, καθένας: ὅσα εἶπον ἕκαστοι, χαλεπὸν διαμνημονεῦσαι = είναι δύσκολο να θυμάται κανείς όσα είπε ο καθένας τους. ΝΕ έκαστος (λόγ., αντί καθένας). παράγ. ἑκάστοτε, ἑκάστοθι, ἑκασταχόσε, ἑκασταχοῦ. [σύνθ. λ. *ἑκάς + τις, γεν. *ἑκάς τεο > ἑκάστου, από όπου η νέα ονομαστ. ἕκαστος]. ἑκάτερος, -τέρα, -τερον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἑκατέρωθεν, ἑκατέρωθι, ἑκατέρωσε, ἑκατεράκις. ΝΕ στη λόγ. φρ. έτερον εκάτερον. [από την ανάλυση του ἕκασ-τος ως ἕκα-στος προέκυψε το ἑκά-τερος, όπου το -τερος είναι το επίθημα για τη σύγκριση]. Ἑκατομβαιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ἑκατόμβαι-ος «αυτός στον οποίο προσφέρονται εκατόμβες» + παρ. επίθ. -ών]. ἑκατόμβη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. ἑκατόν + βοῡς, *ἑκατόμβFᾱ]. ἐκβαίνω ΡΗΜΑ
βγαίνω έξω από κάτι: ἐκ τῆς νεώς = από το πλοίο. τῆς εἰωθυίας διαίτης = από το συνηθισμένο τρόπο ζωής. παράγ. ἔκβασις. ≠ εἰσβαίνω, ἐμβαίνω. [σύνθ. λ. ἐκ + βαίνω]. ἐκβάλλω ΡΗΜΑ
πετάω κάποιον έξω από ένα μέρος, εξορίζω: ἐκβάλλω τινὰ ἔξω τῆς πόλεως. ἐκβάλλω γυναῖκα ἐκ τῆς οἰκίας = διώχνω τη γυναίκα από το σπίτι, τη χωρίζω. ΝΕ εκβάλλω (λόγ.). [σύνθ. λ. ἐκ + βάλλω]. ἐκβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εκδίωξη, εξορία: ἡ τῶν τυράννων ἐκβολή. 2. εκβολή ποταμού. ΝΕ εκβολή (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐκβάλλω + παρ. επίθ. -ή, πβ. βολή < βάλλω]. ἔκγονος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κατάγεται από κάποιον: ἀδικία ὕβρεως ἔκγονος = η αδικία γεννιέται από τη θρασύτητα. 2. ως ουσιαστ. ο απόγονος. [σύνθ. λ. ἐκ + *γον- (γέ-γον-α < γίγνομαι, γόνος)]. ἐκδίδωμι ΡΗΜΑ
1. παραδίδω: ἐκδίδωμι τινὰ τοῖς ἐχθροῖς. 2. ἐκδίδωμί τινι θυγατέρα δίνω την κόρη μου σε κάποιον, για να την παντρευτεί. 3. νοικιάζω κάτι σε κάποιον. 4. για σύγγραμμα δημοσιεύω, εκδίδω. παράγ. ἔκδοσις, ἐκδότης, ἔκδοτος. ΝΕ εκδίδω (με τη σημ. 4). [σύνθ. λ. ἐκ + δίδωμι]. ἐκδύω ΡΗΜΑ
ξεντύνω κάποιον: ἐξέδυσαν αὐτὸν τὸν χιτῶνα = του έβγαλαν το χιτώνα. [σύνθ. λ. ἐκ + δύω]. ἐκεῖ ΕΠΙΡΡΗΜΑ παράγ. ἐκεῖθεν «από εκείνο το μέρος», ἐκεῖσε «προς εκείνο το μέρος». ΝΕ εκεί. [ἐκεῖ-νος]. ἐκεῖνος, -η, -ο ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. για πρόσωπα και πράγματα που βρίσκονται μακριά εκείνος, ο άνθρωπος ή το πράγμα εκεί. 2. όταν το οὗτος και το ἐκεῖνος αφορούν σε δύο πράγματα που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, τότε το οὗτος αφορά στο πλησιέστερο, ενώ το ἐκεῖνος στο πιο απομακρυσμένο. 3. η δοτ. ενικού του θηλ. ως επίρρημα ἐκείνῃ α. σε εκείνο το μέρος. β. με εκείνο τον τρόπο. ΝΕ εκείνος (με τη σημ. 1). [*ε-κε-εν-ος, όπου το *ε- είναι δεικτικό επίρρ. (πβ. ἐ-κεῖ, ρωσ. e-to «ιδού»), το -κε- επίσης δεικτικό (πβ. λατ. ec-ce «ιδού») και για το -εν- πβ. χετιτ. en-is «ο αναφερθείς»]. ἐκκλησία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἐκκλησιάζω, ἐκκλησιαστικός. ΝΕ εκκλησία (με τη θρησκευτική σημ.). [ουσ. του ἐκκλητὸς «καλεσμένος»: *ἐκκλητ-ία> ἐκκλησία, πβ. ἔκκλησις]. ἐκκλησιάζω ΡΗΜΑ
συγκαλώ συνέλευση, συζητώ κάποιο θέμα στη συνέλευση: ἔμελλον ἐκκλησιάσειν περὶ ἀπαλλαγῆς τοῦ πολέμου = επρόκειτο να συζητήσουν στη συνέλευση σχετικά με τη διακοπή του πολέμου. ΝΕ εκκλησιάζομαι «παρίσταμαι στην εκκλησία κτλ.». [παράγ. λ. ἐκκλησία + παρ. επίθ. -άζω]. ἐκκομίζω ΡΗΜΑ
μεταφέρω σε ασφαλές μέρος. [σύνθ. λ. ἐκ + κομίζω]. ἐκκρούω ΡΗΜΑ
1. βγάζω κάτι χτυπώντας το (π.χ. πάσσαλον). 2. αποκρούω: μάχῃ ἐξέκρουσαν τοὺς ἐπιόντας = απέκρουσαν τους επιτιθέμενους στη μάχη. ΝΕ εκκρούω (λόγ.). [σύνθ. λ. ἐκ + κρούω]. ἐκλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. αρπάζω: ἐκλαμβάνω βίᾳ τοὺς παῖδας. 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με έναν ορισμένο τρόπο, εκλαμβάνω: οὕτως ἐκλαμβάνω τοὺς νόμους = έτσι αντιλαμβάνομαι τη σημασία των νόμων. ΝΕ εκλαμβάνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐκ + λαμβάνω]. ἐκλέγω ΡΗΜΑ
1. εκλέγω. 2. συλλέγω (φόρους) κτλ. παράγ. ἐκλογή. ΝΕ εκλέγω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐκ + λέγω]. ἐκλείπω ΡΗΜΑ
1. παραλείπω: εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι = αν τυχόν παρέλειψα κάτι, είναι δικό σου έργο να το συμπληρώσεις. 2. εγκαταλείπω: ἐκλείπω τὴν τάξιν = εγκαταλείπω τη θέση μου στην παράταξη της μάχης. 3. ως αμετάβατο πεθαίνω: οἱ ἐκλιπόντες = οι πεθαμένοι. παράγ. ἔκλειψις (ἡλίου). ΝΕ εκλείπω «εξαφανίζομαι». [σύνθ. λ. ἐκ + λείπω]. ἐκλύω ΡΗΜΑ
1. μέσο ἐκλύομαι απελευθερώνω, λυτρώνω: ἐξελύσαντο τοὺς Ἀργείους. 2. τερματίζω: ἐκλύω ἔριν = θέτω τέρμα στον καβγά. 3. παθ. φωνή ἐκλύομαι χαλαρώνω: ἐξελύθησαν πρὸς τὸν πόλεμον = χαλάρωσαν τις πολεμικές τους προσπάθειες. ΝΕ εκλύω (λόγ., λ.χ. εκλύει μεγάλες ποσότητες ραδιενέργειας). [σύνθ. λ. ἐκ + λύω]. ἑκούσιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ εκούσιος. [παράγ. λ. ἑκών, -όντος + παρ. επίθ. -ιος]. ἐκπίπτω ΡΗΜΑ
1. ναυαγώ. 2. χάνω την περιουσία ή τη δύναμή μου, ξεπέφτω: ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότες = έχοντας χάσει την πατρική περιουσία.
3. εξορίζομαι: τῆς πόλεως ἐκπίπτω. παράγ. ἔκπτωσις. ΝΕ εκπίπτω (λ.χ. από ένα αξίωμα αλλά και «ξεπέφτω» με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐκ + πίπτω]. ἐκπληρόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συμπληρώνω (αριθμητικά): ἱππέας ἐξεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους = συμπλήρωσαν τον αριθμό των ιππέων σε δύο χιλιάδες. 2. πληρώνω ολόκληρο ένα χρηματικό ποσό. 3. με τη σημερινή σημ. εκπληρώνω. παράγ. ἐκπλήρωσις. ΝΕ εκπληρώνω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐκ + πληρόω]. ἐκπλήττω ΡΗΜΑ
1. απομακρύνω, διώχνω: φόβος μνήμην ἐκπλήττει. 2. καταπλήσσω κάποιον, του προκαλώ κατάπληξη, τον ξαφνιάζω, τον σαστίζω, τον τρομάζω: ἐκπλαγεὶς τῷ μεγέθει τῶν κακῶν = επειδή εξεπλάγη από το μέγεθος της συμφοράς. παράγ. ἔκπαγλος, ἔκπληξις, ἔκπληκτος, ἐκπληκτικός. ΝΕ εκπλήσσω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐκ + πλήττω]. ἐκποδὼν ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ στη λόγ. φρ. θέτω εκποδών κάποιον. [σύνθ. ἐκ + ποδ- (πούς, ποδ-ός) + παρ. επίθ. -ών]. ἐκπορίζω ΡΗΜΑ
προμηθεύω: ἐκπορίζω τινὶ ὅπλα / χρήματα. [σύνθ. λ. ἐκ + πορίζω]. ἐκτρέπω ΡΗΜΑ
βγάζω από την τροχιά, βγάζω από το δρόμο, κάνω εκτροπή: ἐκτρέπω τὸ ῥεῖθρον τοῦ ποταμοῦ = αλλάζω την κοίτη του ποταμού. παράγ. ἐκτροπή. ΝΕ εκτρέπω (λ.χ. το όχημα εξετράπη της πορείας του). [σύνθ. λ. ἐκ + τρέπω]. ἐκτρέφω ΡΗΜΑ
1. ανατρέφω: ἐκτρέφω παῖδα. 2. για φυτά τρέφω: ἐκτρέφει ἡ γῆ τὸ σπέρμα = η γη εκτρέφει το σπόρο. παράγ. ἐκτροφή. ΝΕ εκτρέφω (με τη σημ. 2 για τα ζώα ή αφηρημένες έννοιες, λ.χ. εκτρέφω ζώα, τη βία). [σύνθ. λ. ἐκ + τρέφω]. ἐκφαίνω ΡΗΜΑ
1. παθ. φωνή ἐκφαίνομαι φανερώνομαι, γίνομαι φανερός. 2. ἐκφαίνω πόλεμον πρός τινα = κηρύσσω πόλεμο εναντίον κάποιου. παράγ. ἔκφανσις. ΝΕ έκφανση. [σύνθ. λ. ἐκ + φαίνω]. ἐκφέρω ΡΗΜΑ
1. βγάζω κάτι έξω από κάπου: ἐκφέρω ὅπλα ἐκ μεγάρου = βγάζω τα όπλα από το ναό. 2. φανερώνω: ἐκφέρω τὴν ἀπάτην. 3. ἐκφέρω πόλεμον = αρχίζω πόλεμο. 4. παθ. φωνή ἐκφέρομαι παραφέρομαι: ὀργῇ ἐκφέρονται = παραφέρονται από οργή. παράγ. ἐκφορά. ΝΕ εκφέρω (λ.χ. εκφέρω άποψη). [σύνθ. λ. ἐκ + φέρω]. ἐκφεύγω ΡΗΜΑ
διαφεύγω, δραπετεύω, ξεφεύγω. ΝΕ εκφεύγω. [σύνθ. λ. ἐκ + φεύγω]. ἑκών, -οῦσα, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [*Fεκ- «θέλω» (ἕνεκα, ἕκατι «εξαιτίας») + παρ. επίθ. -ών]. ἔλαιον, -αίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ έλαιο (λόγ.), λάδι. [πβ. κυπρ. ἔλαιFον = ἔλαιον, μεσογ. λ.]. ἐλάττων, -ονος (ὁ, ἡ), ἔλαττον (τό) ΕΠΙΘΕΤΟ 1. μικρότερος, λιγότερος. ≠ μείζων. 2. κατώτερος σε σχέση με κάτι, που υποκύπτει σε αυτό: ἐλάττων σιτίων = που υποκύπτει στο πολύ φαγητό. παράγ. ἐλαττόω. ΝΕ ελάσσων (λόγ.). [παράγ. λ. ἐλαχὺς «ελαφρός» + παρ. επίθ. -j + παρ. επίθ. -ων, *ἐλάχ-jων > ἐλάττων]. ἐλαύνω ΡΗΜΑ
1. προχωρώ επάνω σε άμαξα: ἐπὶ ζευγῶν ἐλαύνω = προχωρώ με άμαξα που τη σέρνουν δύο άλογα. 2. ως αμετάβατο ἐλαύνω προχωρώ: πόρρω σοφίας ἐλαύνω = προχωρώ μακριά σε σοφία (προοδεύω, προκόβω σε σοφία). 3. παθ. φωνή ἐλαύνομαι καταδιώκομαι: ὑπὸ οἴστρου ἐλαύνομαι = με καταδιώκει ο οίστρος, η βοϊδόμυγα. παράγ. ἔλασις, σύνθ. προέλασις, παρέλασις. ΝΕ ελαύνομαι «οδηγούμαι ασυνείδητα». [*ἐλα-υν-, αβέβ. ετυμ.]. Ἐλαφηβολιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ἐλαφηβόλι-ος «που βάλλει κατά των ελάφων», + παρ. επίθ. -ών]. ἐλαφρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ελαφρύς, ελαφρός. ≠ βαρύς. 2. εύκολος, πιο υποφερτός. 3. ευπροσάρμοστος: ἐμαυτὸν ἐλαφρὸν τοῖς συνοῦσι παρέχω = παρουσιάζομαι προσαρμοστικός με όσους με συναναστρέφονται. ΝΕ ελαφρός (με τη σημ. 1). [*ἐλαφ- (= *ἐλαχ-, ἐλαχ-ύς, ἐλάχιστος) + αρ. επίθ. -ός > *ἐλαφ-ός > ἐλαφ-ρὸς κατά τα επίθετα σε -ρός, λ.χ. ἀνια-ρός]. ἐλάχιστος, -ίστη, -ιστον ΕΠΙΘΕΤΟ υπερθετικός βαθμός του μικρὸς πάρα πολύ μικρός ή πάρα πολύ λίγος: δι᾽ ἐλαχίστου χρόνου = σε πολύ λίγο χρόνο. ἐλάχιστος τὸν ἀριθμόν = πολύ λίγος αριθμητικά.
ΝΕ ελάχιστος. [*ἐλαχύ- + -ς, ομόρρ. του αρχ. ινδ. Laghú- «γρήγορος, ελαφρύς»]. ἐλέγχω ΡΗΜΑ
1. ανακρίνω, εξετάζω. 2. κατηγορώ κάποιον: ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν = θα κατηγορηθεί ότι είναι γελοίος. 3. αποδεικνύω. 4. ανασκευάζω, αναιρώ (επιχείρημα). παράγ. ἔλεγχος, σύνθ. ἀνεξέλεγκτος. ΝΕ ελέγχω (με τη σημ. 1). [*ελεγ-, *ελεχ-, συγγεν. με ἐλαχ-, ἐλάχιστος]. ἐλεεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἐλεεινῶς. ΝΕ ελεεινός (με την ίδια σημ., λ.χ. ελεεινές συνθήκες). [παράγ. λ. μάλλον ἔλεος, ὁ + παρ. επίθ. -εινὸς κατά το ἀλγ-εινὸς παρά ἔλεος, τὸ (< *ελεσε + -ς) + παρ. επίθ. -ινός, εφόσον το ἔλεος, τὸ είναι μεταγεν.]. ἐλεέω -ῶ ΡΗΜΑ
αισθάνομαι συμπόνια για κάποιον, τον συμπονώ, τον λυπούμαι: ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασιν ἐλεῶ τινα = συμπονώ κάποιον για τις συμφορές που δεν προκάλεσε ο ίδιος. παράγ. ἐλεήμων. ≠ οἰκτίρω. [παράγ. λ. ἔλεος + παρ. επίθ. -έω]. ἐλεήμων, -ων, ἐλεῆμον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἐλεημοσύνη «συμπόνια». ΝΕ ελεήμων ή ελεήμονας. [παράγ. λ. ἐλεέω + παρ. επίθ. -μων]. ἔλεος, -έου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἐλεεινός, ἐλεέω. ΝΕ το έλεος (όχι ὁ ἔλεος, όπως στα αρχαία). [πιθ. ηχομιμ., πβ. ἐλελεῦ]. ἐλευθέριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που συμπεριφέρεται ως ελεύθερος άνθρωπος και όχι ως δούλος. 2. γενναιόδωρος: ἐλευθέριος εἰς χρήματα. 3. αυτός που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο: ἐλευθέριος βίος. ΝΕ ελευθέριος (λ.χ. ελευθέριο επάγγελμα). [παράγ. ἐλεύθερος + παρ. επίθ. -ιος]. ἐλευθερόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ελευθερώνω. ≠ δουλόω. 2. αθωώνω. παράγ. ἐλευθέρωσις, ἐλευθερωτής. ΝΕ ελευθερώνω. [παράγ. λ. ἐλεύθερος + παρ. επίθ. -όω]. ἑλίττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι ἑλίσσω
περιστρέφω κάτι, τυλίγω. ΝΕ ελίσσομαι, περιελίσσομαι. [*Fελ-, *Fελικ- (από όπου ἕλιξ, -ικος, ὁ) + παρ. επίθ. -jω]. ἕλκω ΡΗΜΑ μεταγενέστερο ἑλκύω
1. έλκω, σύρω, τραβώ: εἷλκον τὰς νευράς = τραβούσαν τις νευρές των τόξων (ώστε να τα τεντώσουν). 2. ρυμουλκώ (πλοίο). παράγ. ἕλξις, ἑλκτός, σύνθ. ἀμφέλκω, διέλκω. ΝΕ έλκω, εκλκύω. [*ἑλκ- «σύρω», πβ. λιθ. velkù]. Ἑλλανοδίκαι, -ῶν, οἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Ἑλλανο- = Ἑλληνο- + -*δίκας = *δίκης < δικάζω]. ἐλλείπω ΡΗΜΑ
1. παραλείπω να κάνω κάτι: λέγε μηδὲν ἐλλείπων = λέγε χωρίς να παραλείψεις τίποτε. 2. έχω έλλειψη από κάτι: ἐλλείπω χρημάτων. 3. ως απρόσωπο: ἐλλείπει σίτων καὶ ποτῶν = υπάρχει έλλειψη τροφίμων και ποτών. 4. υστερώ σε κάτι, είμαι κατώτερος: ἐμπειρίᾳ οὐκ ἐλλείπω ἐκείνων = δεν υστερώ σε εμπειρία σε σχέση με εκείνους. παράγ. ἐλλιπής, ἔλλειψις, ἔλλειμμα. ΝΕ ελλιπής, έλλειψη, έλλειμμα. [σύνθ. λ. ἐν + λείπω]. ἑλληνίζω ΡΗΜΑ 1. μιλώ ελληνικά. 2. μιλώ και γράφω σωστά ελληνικά. 3. εξελληνίζω. [παράγ. λ. Ἕλλην + παρ. επίθ. -ίζω]. ἐλπίζω ΡΗΜΑ
1. ελπίζω. 2. περιμένω, προσδοκώ, προβλέπω: τοῦτο τὸ κακὸν οὐδέποτε ἤλπισα = ποτέ δεν περίμενα αυτό το κακό. ΝΕ ελπίζω. [παράγ. λ. ἐλπίς + παρ. επίθ. -ίζω > ἐλπίζω < *ἐλπίδ-jω]. ἐλπίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ελπίδα. 2. προσδοκία (είτε καλή είτε κακή), αυτό που περιμένει κανείς: πρᾶγμα μόνον ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον = το μοναδικό πράγμα που έχει ξεπεράσει αυτό που περιμέναμε. ΝΕ ελπίδα. ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [σύνθ. λ. ἐμοῦ + αὐτοῦ]. ἐμβαίνω ΡΗΜΑ
μπαίνω, και ειδικότερα επιβιβάζομαι: ἐμβαίνω ἐς πλοῖον = επιβιβάζομαι σε πλοίο.
ΝΕ μπαίνω. [σύνθ. λ. ἐν + βαίνω]. ἐμβάλλω ΡΗΜΑ
1. ρίχνω κάποιον ή κάτι μέσα σε κάτι: ἐμβάλλω τινὰ εἰς συμφοράς = ρίχνω κάποιον σε συμφορές. 2. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου: ἐμβάλλω λίθον τινὶ εἰς κεφαλήν = ρίχνω πέτρα στο κεφάλι κάποιου. 3. εισβάλλω: ἐμβάλλω εἰς τὸν ᾿Ισθμόν. ΝΕ εμβάλλω (εμβάλλω κάποιον σε υποψίες). [σύνθ. λ. ἐν + βάλλω]. ἐμβιβάζω ΡΗΜΑ
1. βάζω μέσα, επιβιβάζω (σε πλοίο). 2. καθοδηγώ προς ένα πράγμα: εἰς τὴν δικαιοσύνην τοὺς οἰκέτας = καθοδηγώ τους δούλους στη δικαιοσύνη. [σύνθ. λ. ἐν + βιβάζω]. ἐμμένω ΡΗΜΑ
1. μένω κάπου: ἐμμένω ἐν τῇ Ἀττικῇ. 2. μένω σταθερός: ἐμμένω ταῖς συνθήκαις. παράγ. ἐμμενής, ἐμμονή, ἔμμονος. ΝΕ εμμένω (με σημ. 2, λ.χ. στις απόψεις μου). [σύνθ. λ. ἐν + μένω]. ἐμός, -ή, -ὸν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ κτητική α΄προσώπου δικός μου, δική μου, δικό μου: οἱ ἐμοὶ ἑταῖροι = οι σύντροφοί μου. [ἐγώ, γεν. ἐμ-οῦ + -ός]. ἔμπαλιν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. προς τα πίσω: εἰς τοὔμπαλιν ἄπιμεν = γυρίζουμε πίσω. 2. αντίστροφα, αντίθετα: τοὔμπαλιν οὗ βούλονται = το αντίθετο από αυτό που θέλουν. [τὸ ἔμπαλιν < ἐν + πάλιν]. ἐμπίμπλημι ΡΗΜΑ
γεμίζω: ἐμπίμπλημί τινα ἐλπίδων κενῶν = γεμίζω κάποιον με κενές ελπίδες. ≠ ἐκκενόω. [σύνθ. λ. ἐν + πίμπλημι]. ἐμπίμπρημι ΡΗΜΑ
καίω, πυρπολώ: ἐμπίμπρημι οἰκίαν = καίω το σπίτι. = ἐμφλέγω, ἐγκαίω. παράγ. ἐμπρησμός, ἐμπρηστής. ΝΕ (χρησιμοποιούνται τα παραπάνω παράγωγα). [σύνθ. λ. ἐν + πίμπρημι]. ἐμπίπτω ΡΗΜΑ
1. επιτίθεμαι: ἐνέπεσον τοῖς πολεμίοις = επιτέθηκαν στους εχθρούς. 2. για κακό, συμφορά προσβάλλω, πέφτω: λύττα ἐμπέπτωκε τοῖς κυσί = έπεσε λύσσα στα σκυλιά. ΝΕ εμπίπτω (με άλλη σημ., λ.χ. εμπίπτει στην αρμοδιότητα κάποιου). [σύνθ. λ. ἐν + πίπτω]. ἔμπλεως, -ως, -ων ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ έμπλεος (λόγ.). [ἔμπλεως, συνηρημ. από ἔμπλεος < ἐν + *πλε- (πίμ-πλη-μι) + -ος]. ἐμποδὼν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ./σύνθ. ἐν + *ποδ- (πούς, ποδ-ός) + παρ. επίθ. -ών]. ἐμπορία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ εμπορία. [παράγ. λ. ἔμπορ-ος + παρ. επίθ. -ία]. ἔμπορος, -όρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ έμπορος. [σύνθ. λ. ἐν + *πορ- (πορίζομαι) + -ος]. ἔμπροσθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ & ΠΡΟΘΕΣΗ Α. ως επίρρημα 1. τοπικά μπροστά από κάτι: τὸ ἔμπροσθεν & τὰ ἔμπροσθεν = το μπροστινό μέτωπο. εἰς τὸ ἔμπροσθεν = προς τα εμπρός. ἐκ τοῦ ἔμπροσθεν ἔστη = στάθηκε μπροστά. 2. χρονικά προηγουμένως, πριν: τὰ λεχθέντα ὀλίγον ἔμπροσθεν = όσα ειπώθηκαν λίγο πριν. Β. ως πρόθεση, με γενική 1. τοπικά μπροστά από κάτι: ἔμπροσθεν τῆς νεώς = μπροστά στο πλοίο. 2. χρονικά πριν από κάτι: ἔμπροσθεν τῶν πραγμάτων = πριν από τα γεγονότα. [σύνθ. λ. ἐν + πρόσθεν]. ἐμφαίνω ΡΗΜΑ
δείχνω, φανερώνω.
[σύνθ. λ. ἐν + φαίνω]. ἔμφρων, -ων, -ον, γεν. -ονος ΕΠΙΘΕΤΟ
1. έλλογος: ζῷα ἔμφρονα. 2. συνετός. [σύνθ./παράγ. ἐν + *φρ(εν)- (φρήν, -ενός) + παρ. επίθ. -ων]. ἐν ΠΡΟΘΕΣΗ Α. συντάσσεται με δοτική 1. δηλώνει τον τόπο όπου γίνεται κάτι: ἡ ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχία. 2. μπροστά σε: ἐν τῷ δήμῳ λέγω = μιλάω μπροστά στο λαό. 3. στην εξουσία κάποιου: ἐν ἐμοί ἐστι γενέσθαι τοῦτο = από μένα εξαρτάται να γίνει αυτό. 4. δηλώνει το χρόνο ή τις συνθήκες μέσα στις οποίες γίνεται κάτι: ἐν νυκτί. ἐν πολέμῳ. 5. δηλώνει το μέσο, το όργανο ή τον τρόπο: ἐν λόγοις πείθει = πείθει με λόγια. τὰ πραχθέντα ἐν ἐπιστολαῖς ἴστε = γνωρίζετε τα συμβάντα μέσω των επιστολών. Β. ἐν- ως α΄ συνθετικό δηλώνει μέσα, π.χ. ἐμπίπτω. Γ. η ἐν- γίνεται 1. ἐμ- πριν από χειλικά σύμφωνα (β, μ, π, φ, ψ), π.χ. ἐμβάλλω. 2. ἐγ- πριν από τα γ, κ, ξ, χ, π.χ. ἐγκαλῶ. 3. ἐλ- πριν από το λ, π.χ. ἐλλείπω. 4. ἐρ- πριν από το ῥ, π.χ. ἔρρινον. ΝΕ εν (αρχαιοπρεπές). [*en, λατ. en και in, γοτθ. in κτλ.]. ἐναντίος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. τοπικά ο απέναντι. 2. με εχθρική σημ. ο αντίπαλος. 3. ως ουσ. οἱ ἐναντίοι οι εχθροί. 4. αντίθετος: δύο τὰ ἐναντιώτατα εὐβουλίᾳ, τάχος καὶ ὀργή = δύο πράγματα είναι αντίθετα προς τη σωστή σκέψη, η βιασύνη και ο θυμός. παράγ. ἐναντίως, ἐναντιόω. ΝΕ εναντίον, ενάντιος. [σύνθ. λ. ἐν + ἀντίος]. ἐναργής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
φανερός, σαφής: ἐναργὲς τεκμήριον = φανερή απόδειξη. ΝΕ εναργής. [σύνθ. λ. ἐν + *ἄργ-ος (-εσος > -ους < ἀργός «λαμπρός») + -ής]. ἐναυλίζομαι ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐν + αὐλίζομαι]. ἐνδεής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που στερείται κάτι: πολλῶν ἐνδεής εἰμι = μου λείπουν πολλά. 2. κατώτερος, χειρότερος: τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πράττω = ενεργώ με τρόπο κατώτερο των δυνατοτήτων μου. [σύνθ. λ. ἐν + δέ-ομαι «στερούμαι» + -ής]. ἔνδεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. έλλειψη: δυνάμεως ἐνδείᾳ ἐπάθομεν τοῦτο = αυτό το πάθαμε από έλλειψη δύναμης. 2. φτώχεια. ΝΕ ένδεια (και με τις δύο σημ.). [παράγ. λ. ἐνδε-ής + παρ. επίθ. -εια]. ἐνδείκνυμι & ἐνδεικνύω ΡΗΜΑ
1. δείχνω, υποδεικνύω. 2. καταγγέλλω: ἐνδείκνυμί τινα. 3. μέση φωνή ἐνδείκνυμαι α. επιδεικνύω: ἐνδείκνυμαι εὔνοιάν τινα. β. προσπαθώ να γίνω αρεστός σε κάποιον (τινί). ΝΕ ενδείκνυται «συνιστάται, πρέπει». [σύνθ. λ. ἐν + δείκνυμι]. ἐνδέχομαι ΡΗΜΑ
1. αποδέχομαι κάτι, το εγκρίνω: ἐνδέχομαι τὰ λεγόμενα. 2. για πράγματα επιτρέπω, επιδέχομαι: καθ᾿ ὅσον φύσις ἐνδέχεται = όσο το επιτρέπει η φύση. 3. απρόσωπο ἐνδέχεται είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανόν. ΝΕ ενδέχεται (με τη σημ. 3, «είναι ενδεχόμενο»). [σύνθ. λ. ἐν + δέχομαι]. ἐνδημέω -ῶ ΡΗΜΑ
μένω σε έναν τόπο: μέχρις ἂν ἐνδημῶσιν οἱ πρέσβεις = μέχρις ότου οι απεσταλμένοι μένουν (βρίσκονται) στην πόλη. [παράγ. λ. ἔνδημ-ος + παρ. επίθ. -έω]. ἐνδίδωμι ΡΗΜΑ
1. παραδίδω κάτι ή κάποιον: ἐνδίδωμί τινα τοῖς πολεμίοις = παραδίδω κάποιον στους εχθρούς. 2. προσφέρω: ἐνδίδωμι πρόφασίν τινι. 3. υποχωρώ, υποκύπτω. ≠ εἴκω. παράγ. ἐνδόσιμος. ΝΕ ενδίδω (λόγ., με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐν + δίδωμι]. ἔνδοθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἔνδον + παρ. επίθ. -θεν κατά το οἴ-κο-θεν]. ἔνδον ΕΠΙΡΡΗΜΑ
1. μέσα. 2. μέσα στο σπίτι. παράγ. ἔνδοθεν. ΝΕ στη λόγ. φρ. εκ των ένδον. [δεν υπάρχει σχέση με δόμ-ος κτλ., πβ. χετιτ. andan, λατ. indu-]. ἐνδύω ΡΗΜΑ
1. στον ενεστ., μέλλ. και αόρ. ντύνω κάποιον: ἐνδύω τινά τι = ντύνω κάποιον με κάτι. 2. ο παρακ. με αμετάβ. σημ. ἐνδέδυκα φορώ. παράγ. ἔνδυμα, ἔνδυσις. ΝΕ ντύνω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐν + δύω]. ἔνειμι ΡΗΜΑ
1. ενυπάρχω, βρίσκομαι μέσα: σίτου οὐκ ἐνόντος = καθώς μέσα εκεί δεν υπήρχε σιτάρι. 2. απρόσωπο ἔνεστιν ή ἔνι είναι δυνατό. 3. τὰ ἐνόντα όλα τα διαθέσιμα πράγματα, μέσα. ΝΕ στη λόγ. φρ. εκ των ενόντων «από τα μέσα / υλικά / πόρους που διαθέτουμε». [σύνθ. λ. ἐν + εἰμί]. ἕνεκα & ἕνεκεν ΠΡΟΘΕΣΗ 1. εξαιτίας κάποιου προσώπου ή πράγματος ή χάριν αυτού: τοῦ κοινοῦ συμφέροντος ἕνεκα βούλομαι τοῦτο εἰπεῖν = θέλω να το πω αυτό χάριν του κοινού συμφέροντος. 2. όσον αφορά: ἕνεκέν γε χρημάτων = όσον αφορά τα χρήματα. ΝΕ ένεκα ή ένεκεν (λόγ., με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ., πιθ. Fεκών = ἑκών]. ἐνεός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, ο άλαλος. ΝΕ ενεός (λόγ., έμεινα ενεός «αμίλητος»). [άγν. ετυμ.]. ἔνθα ΕΠΙΡΡΗΜΑ Α. δεικτικό επίρρημα 1. τοπικό εκεί: ἔνθα μέν... ἔνθα δέ... = εδώ... και εκεί... 2. χρονικό τότε: ἔνθα δή = τότε λοιπόν. Β. αναφορικό επίρρημα 1. τοπικό όπου. 2. χρονικό όταν, οπότε. παράγ. ἐνθάδε, ιων. ἐνθαῦτα = ἐνταῦθα. [επίρρ. *ἔν (πβ. επίρρ. ἔνην «μεθαύριο») + θα- (στο ἰ-θα-γενής)]. ἐνθάδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ στη λόγ. φρ. ενθάδε κείται «εδώ βρίσκεται θαμμένος». [παράγ. λ. ἔνθα + παρ. επίθ. -δε]. ἔνθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. *ἔνθ- (ἔνθα) + παρ. επίθ. -εν]. ἐνθένδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. τοπικό από εδώ: ἐνθένδε ἐκεῖσε φέρομαι = μεταφέρομαι από εδώ προς τα εκεί. 2. αναφορικό απ' όπου: ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην = επανέρχομαι εκεί απ' όπου έκανα την παρέκβαση. [παράγ. λ. ἔνθεν + παρ. επίθ. -δε]. ἔνθεος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ ένθεος. [σύνθ. λ. ἐν + *θε- (θεός) + -ος]. ἐνθουσιάζω & ἐνθουσιάω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ ενθουσιάζω κάποιον ως (1) μεταβ. [παράγ. λ. ἐνθεάζω (ἔνθεος + παρ. επίθ. -άζω) «είμαι θεόπνευστος» > ἐνθουσιάζω με επίδραση του θυσιάζω]. ἐνθυμέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
βάζω κάτι στο νου μου, συλλογίζομαι: ἐνεθυμοῦντο ὅσον πλοῦν ἀπεστέλλοντο = συλλογίζονταν σε τι μακρινό ταξίδι τους έστελναν. ὧν ἐνθυμηθέντες = σκεπτόμενοι τα πράγματα αυτά. ΝΕ ενθυμούμαι ή θυμούμαι ή θυμάμαι. Ακριβέστερα το νεοελληνικό θυμάμαι αντιστοιχεί στο αρχαίο μέμνημαι. [σύνθ. λ. ἐν + *θυμ- (θυμός) + -έομαι]. ἐνιαύσιος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ ενιαύσιος (λόγ.). [παράγ. λ. ἐνιαυτός + παρ. επίθ. -ιος]. ἐνιαυτός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ἐνι-αυτός, όπου ἐνι- = έτος, πβ. δί-ενος «δύο ετών», αὐ-τός < αὖ «πάλι» + -τός]. ἐνίημι ΡΗΜΑ
ρίχνω, χύνω μέσα (σε κάτι): πάντα ἔφλεγον ἐνιέντες πῦρ εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ ἱερά = κατέκαιγαν τα πάντα ρίχνοντας φωτιά στις πόλεις και στους ναούς. παράγ. ἔνεσις «ένεση, εισροή υγρού». ΝΕ τα παράγωγα ένεση και ενέσιμος (λόγ). (λ.χ. ενέσιμο φάρμακο). [σύνθ. λ. ἐν + ἵημι]. ἔνιοι, -ιαι, -ια ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [πιθ. *ἕνιοι < ἕν- από εἷς με ιωνική ψίλωση]. ἐνίοτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ ενίοτε (λόγ.). [πιθ. *ἐνι (πβ. ἔνιοι) + ὅτε]. ἐνίστημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ, στήνω κάτι σε έναν τόπο: στήλας ἐνίστη εἰς τὰς χώρας = έστηνε στήλες στις χώρες (από όπου περνούσε). 2. μέσ. αόρ. ἐνεστησάμην άρχισα: ὁ ἐνεστὼς πόλεμος = ο πόλεμος που άρχισε. 3. παθ. φωνή, με αόρ. β΄, παρακ. και υπερσ. ενεργ. φωνής (ἐνέστην, ἐνέστηκα, ἐνεστήκειν), ἐνίσταμαι α. στη μετοχή ενεργ. παρακ. τοῦ ἐνεστῶτος μηνός = του τρέχοντος μηνός. ὁ ἐνεστὼς χρόνος = ο ενεστώτας. β. αντιστέκομαι. γ. αντιλέγω. ΝΕ ενίσταμαι (με τη σημ. 3γ). [σύνθ. λ. ἐν + ἵστημι]. ἐννοέω -ῶ ΡΗΜΑ
ἐννοῶ ή ἐννοοῦμαι σκέπτομαι: ἐννοήσωμεν καὶ τῇδε ὡς πολλὴ ἐλπίς ἐστιν αὐτὸ ἀγαθὸν εἶναι = ας σκεφθούμε και με αυτόν τον τρόπο, ότι δηλαδή είναι πολύ πιθανόν (ο θάνατος) να είναι καλό πράγμα. ΝΕ εννοώ «δηλώνω, υποδηλώνω». [σύνθ. λ. ἐν + νοέω]. ἔννοια, -οίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σκέψη: τοῦτο ἄξιον ἐννοίας = αυτό αξίζει να το σκεφτούμε. 2. έννοια: χρόνου ἔννοια. ΝΕ έννοια (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐννο-έω + παρ. επίθ. -ια]. ἔννομος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ έννομος. [σύνθ. λ. ἐν + *νομ- (νέμω) + -ος]. ἐνταῦθα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. τοπικό α. εδώ, εκεί. β. σε αυτό το σημείο: ἐνταῦθα που ἦμεν τοῦ λόγου, ἐν ᾧ... = βρισκόμασταν κάπου σε αυτό το σημείο της επιχειρηματολογίας, στο οποίο... 2. χρονικό σ᾿ αυτό το χρονικό σημείο, τότε: ἐνταῦθα εἶ τῆς ἡλικίας... = βρίσκεσαι σε αυτό το σημείο της ηλικίας... ΝΕ ενταύθα (λόγ., με τη σημ. 1α). [ἔνθα > ἐνθαῦθα > ἐνταῦθα με ανομοίωση θ – θ > τ – θ, ἔνθα]. ἐντέλλομαι ΡΗΜΑ
δίνω εντολή, παραγγέλλω. παράγ. ἐντολή, ἔνταλμα. ΝΕ εντέλλομαι (λόγ.). [σύνθ. λ. ἐν + τέλλομαι]. ἐντεῦθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. τοπικό από εδώ ή από εκεί. 2. χρονικό από τότε και έπειτα. 3. από αυτήν την πηγή: τὸν βίον ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο = έπαιρναν το εισόδημά τους από αυτήν την πηγή. [παράγ. λ. ἐνταῦθα κατά το ἔνθ-εν < ἔνθα]. ἐντίθημι ΡΗΜΑ
ἐντίθημι ή μέσο ἐντίθεμαι βάζω μέσα: ἐντίθεμαι εἰς τὴν ναῦν φορτία. παράγ. ἔνθεσις, ἔνθετος. ΝΕ το παράγωγο ένθετο (σε εφημερίδες). [σύνθ. λ. ἐν + τίθημι]. ἔντιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
για πρόσωπα αυτός που τον εκτιμούν και τον τιμούν. ≠ ἄτιμος «αυτός που δεν τον εκτιμούν». ΝΕ έντιμος. [σύνθ. λ. ἐν + τιμ- (τιμάω) + -ός]. ἐντυγχάνω ΡΗΜΑ
με δοτική του προσώπου 1. συναντώ κάποιον: ἐνέτυχον αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ = τον συνάντησα στο δρόμο. 2. για πράγματα ἐνέτυχον βιβλίῳ σοφοῦ ἀνδρός = έτυχε να δω το βιβλίο κάποιου σοφού. 3. συνομιλώ με κάποιον. παράγ. ἔντευξις. ΝΕ το σύνθ. συνέντευξη από το παράγ. ἔντευξις. [σύνθ. λ. ἐν + τυγχάνω]. ἐνύπνιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. ουδ. επιθέτου ἐνύπνιος, -ιον]. ἐξ ΠΡΟΘΕΣΗ [πβ. λατ. ex, ΙΕ *eghs ή *eks]. ἐξάγω ΡΗΜΑ
1. βγάζω έξω. 2. εξάγω προϊόντα. 3. παρασύρω κάποιον: ἃ ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι = οσαδήποτε παρασυρθεί κανείς να πράξει. παράγ. ἐξακτέον, ἐξαγωγή. ΝΕ εξάγω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐξ + ἄγω]. ἐξαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ἐξαιρῶ ή μέσο ἐξαιροῦμαι αφαιρώ, απομακρύνω: ἐπιχειρητέον ὑμῶν ἐξελέσθαι τὴν διαβολήν = πρέπει να προσπαθήσω να αφαιρέσω από το μυαλό σας τη συκοφαντία (εις βάρος μου). ≠ προστίθημι. 2. μέση φωνή ἐξαιροῦμαι ελευθερώνω, απαλλάσσω: ἐξαιροῦμαί τινα ἐκ τῶν κινδύνων. 3. καταστρέφω: Ἀμπρακίαν ἐξεῖλον. παράγ. ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος ἐξαιρετός, ἐξαίρετος. ΝΕ εξαιρώ. [σύνθ. λ. ἐξ + αἱρέω]. ἐξαίρω ΡΗΜΑ
1. σηκώνω: ἐξάρας αὐτὸν παίει εἰς τὴν γῆν = αφού τον σήκωσε, τον χτυπάει στο έδαφος. 2. παθητική φωνή ἐξαίρομαι α. υψώνομαι: τὸ τεῖχος ἐξῄρετο διπλάσιον τοῦ ἀρχαίου = το τείχος υψωνόταν διπλάσιο από το παλιό. β. καυχιέμαι, επαίρομαι. ΝΕ εξαίρω «υπερτονίζω, ανυψώνω». [σύνθ. λ. ἐξ + αἴρω]. ἐξαιτέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. απαιτώ: οὐκ ἐξεδίδου τοὺς Σκύθας ἐξαιτοῦντι Κυαξάρῃ = δεν παρέδιδε τους Σκύθες στον Κυαξάρη που τους απαιτούσε. 2. μέση φωνή ἐξαιτοῦμαι ζητώ για τον εαυτό μου: ἐξαιτοῦμαι χάριν παρά τινος. [σύνθ. λ. ἐξ + αἰτέω]. ἐξαμαρτάνω ΡΗΜΑ
1. αποτυγχάνω: βούλομαι καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς = προτιμώ να αποτύχω ενεργώντας σωστά παρά να νικήσω με άδικο τρόπο. 2. κάνω λάθος, σφάλλω. [σύνθ. ἐξ + ἁμαρτάνω]. ἐξανδραποδίζομαι ΡΗΜΑ χρησιμοποιείται συνήθως ο μέσος τύπος
υποδουλώνω κάποιον. παράγ. ἐξανδραποδισμός. ΝΕ εξανδραποδίζω (λόγ.). [σύνθ. λ. ἐξ + ἀνδραποδίζομαι]. ἐξανίστημι ΡΗΜΑ
1. σηκώνω κάποιον. 2. εκδιώκω: ἐξανέστησαν τοὺς Κᾶρας ἐκ τῶν νήσων = εξεδίωξαν [ενν. οι Ίωνες] τους Κάρες από τα νησιά. 3. ως αμετάβ. στην παθ. φωνή και στον αόρ. β΄, παρακ. και υπερσ. της ενεργητικής (ἐξανέστην, ἐξανέστηκα, ἐξανεστήκειν) ἐξανίσταμαι σηκώνομαι: ἐξαναστησόμεθα μετὰ δεῖπνον = θα σηκωθούμε μετά το δείπνο (από το τραπέζι). ΝΕ εξανίσταμαι «ξεσηκώνομαι». [σύνθ. λ. ἐξ + ἀνίστημι]. ἐξάπτω ΡΗΜΑ
1. δένω κάτι από κάπου: ἐξῆψε σχοινίον ἐκ τοῦ ναοῦ = έδεσε ένα σχοινί από το ναό. 2. ανάβω φωτιά. 3. μεταφορικά διεγείρω, εξάπτω. παράγ. ἔξαψις. ΝΕ εξάπτω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐξ + ἅπτω]. ἐξαρκέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. για αντικείμενα είμαι αρκετός, επαρκώ: ἐξαρκῶ εἴς τι = επαρκώ για κάτι. 2. ως απρόσωπο ἐξαρκεῖ είναι αρκετό, φτάνει: ἐξαρκέσει σοι τύραννον γενέσθαι = θα σου είναι αρκετό να γίνεις τύραννος. [σύνθ. λ. ἐξ + ἀρκέω]. ἐξαρτάω -ῶ ΡΗΜΑ
παθ. φωνή ἐξαρτῶμαι α. κρέμομαι από κάτι. β. εξαρτώμαι από κάτι. παράγ. εξάρτησις. ΝΕ εξαρτώμαι (με τη σημ. β). [σύνθ. λ. ἐξ + ἀρτάω]. ἐξαρτύω ΡΗΜΑ 1. προετοιμάζω, εφοδιάζω: ἐξήρτυον τὸν ἐπίπλουν τῶν νεῶν = προετοίμαζαν τα πλοία για να πλεύσουν εναντίον του εχθρού. 2. μέσ. φωνή ἐξαρτύομαι εφοδιάζω τον εαυτό μου. παράγ. ἐξάρτυσις «εφοδιασμός». ΝΕ το παράγ. εξάρτυση «τα ατομικά είδη του στρατιώτη». [σύνθ. λ. ἐξ + ἀρτύω]. ἔξειμι ΡΗΜΑ
εκστρατεύω: ὅταν ἐξῇσαν = όταν εκστράτευαν. ΝΕ (παράγωγο) εξιτήριο. [σύνθ. λ. ἐξ + εἶμι]. ἐξελαύνω ΡΗΜΑ
εκδιώκω κάποιον (από ένα μέρος). παράγ. ἐξέλασις. [σύνθ. λ. ἐξ + ἐλαύνω]. ἐξεργάζομαι ΡΗΜΑ
1. τελειώνω εντελώς: ἠπείγοντο τὰ ἐπιχώματα ἐξεργάσασθαι = βιάζονταν να τελειώσουν τα οχυρώματα. 2. πραγματοποιώ κάτι. παράγ. ἐξεργασία. ΝΕ το σύνθ. επεξεργάζομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐξ + ἐργάζομαι]. ἔξεστι ΡΗΜΑ
απρόσωπο επιτρέπεται, είναι δυνατόν: ἔξεστί μοι = μου επιτρέπεται ή μου είναι δυνατό να... παράγ. ἐξουσία. ΝΕ (παράγ.) εξουσία. [σύνθ. λ. ἐξ + ἐστί]. ἐξετάζω ΡΗΜΑ
1. ερευνώ, εξετάζω: τὸν βίον αὐτοῦ πάντα ἐξετάσω = θα ερευνήσω όλη τη ζωή του. 2. ανακρίνω: ἐξετάζω τινά τι. 3. για στρατεύματα επιθεωρώ. 4. δοκιμάζω, ελέγχω, εξετάζω την ποιότητα ή το χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἐξετάζω τὸν χρυσόν. παράγ. ἐξέτασις, ἐξεταστής. ΝΕ εξετάζω (με τις ίδιες σημ.). [σύνθ. λ. ἐξ + ἐτάζω (< ἐτὸς «αληθινός»)]. ἐξευρίσκω ΡΗΜΑ
1. βρίσκω, ανακαλύπτω: τοὺς συνωμότας ἐξευρεῖν οὐκ εἶχον = δεν μπορούσαν να εξακριβώσουν ποιοι ήταν οι συνωμότες. 2. εφευρίσκω. παράγ. ἐξεύρεσις, ἐξεύρημα. ΝΕ εξευρίσκω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐξ + εὑρίσκω]. ἐξηγέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. διοικώ, είμαι ηγεμόνας: Λακεδαιμόνιοι ἐξηγοῦντο τῶν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ πόλεων = οι Λακεδαιμόνιοι ήταν ηγεμόνες των πελοποννησιακών πόλεων.
2. α. προηγούμαι και δείχνω το δρόμο: ἕπονται ᾗ οὗτοι ἐξηγοῦνται = ακολουθούν το δρόμο που δείχνουν αυτοί. β. μεταφορικά δείχνω σε κάποιον τι πρέπει να κάνει: ὅ,τι χρὴ ποιεῖν αὐτοῖς ἐξηγοῦ σύ = να τους δείξεις τι πρέπει να κάνουν. 3. ερμηνεύω κάτι. 4. διηγούμαι. ΝΕ εξηγώ (με σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐξ + ἡγέομαι]. ἑξῆς ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με τη σειρά: γέγραπται δὲ ἑξῆς, ὡς ἕκαστα ἐγένετο = έχει γραφτεί ο πόλεμος με τη σειρά, όπως συνέβησαν τα γεγονότα ένα ένα. 2. τὰ τούτων ἑξῆς αυτά που ακολουθούν. ΝΕ εξής (με τη σημ. 2). [*σεχ- (ἔχομαι)]. ἐξικνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
φθάνω: τὸ σὸν ὄμμα ἐπὶ πολλὰ στάδια ἐξικνεῖται = η όρασή σου φτάνει σε μεγάλη απόσταση. [σύνθ. λ. ἐξ + ἱκνέομαι]. ἕξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το να κατέχει κάποιος κάτι: ἐπιστήμης ἕξις. 2. η κατάσταση του σώματος ή της ψυχής. 3. συνήθεια, έξη. ΝΕ έξη (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. *ἕξ- (ἕξω < ἔχω) + παρ. επίθ. -ις]. ἐξίστημι ΡΗΜΑ
1. βγάζω κάτι / κάποιον από τη θέση του: ἐξίστημί τινα τοῦ φρονεῖν = τον κάνω να χάσει τα λογικά του. 2. ως αμετάβατο στη μέση φωνή και στον αόρ. β´, παρακ. και υπερσ. ενεργητικής φωνής (ἐξέστην, ἐξέστηκα, ἐξεστήκειν) ἐξίσταμαι α. απομακρύνομαι από κάπου: ἐκ τοῦ μέσου ἐξίσταμαι = απομακρύνομαι από τη μέση. β. μεταφορικά απομακρύνομαι, εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι: ἐξίσταμαι τῆς φιλίας τῶν μαθητῶν = εγκαταλείπω ( διακόπτω) τη φιλία με τους μαθητές μου. παράγ. ἔκστασις, ἐκστατικός. ΝΕ εξίσταμαι (λόγ. φρ. απορώ και εξίσταμαι). [σύνθ. λ. ἐξ + ἵστημι]. ἔξοδος, -όδου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εκστρατεία: ἔξοδον ἐποιήσαντο ἐπὶ τὸ στρατόπεδον = έκαναν εκστρατεία εναντίον του στρατοπέδου. 2. τέλος: ἐπ᾽ ἐξόδῳ τοῦ ζῆν = στο τέλος της ζωής. 3. το τελευταίο μέρος της τραγωδίας. παράγ. ἐξοδεύω. ΝΕ έξοδος. [σύνθ. λ. ἐξ + ὁδός]. ἐξόλλυμι & ἐξολλύω ΡΗΜΑ
εξολοθρεύω: ἀνθρώπους ἐξόλλυμι. παράγ. ἐξώλης. ΝΕ στη φρ. εξώλης καὶ προώλης «τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος» (σε κατάρες). [σύνθ. λ. ἐξ + ὄλλυμι]. ἐξόμνυμι & ἐξομνύω ΡΗΜΑ
[σύνθ. λ. ἐξ + ὄμνυμι]. ἐξορμάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. στέλνω προς τα έξω: ἐξορμῶ ναῦν = βγάζω το πλοίο στο πέλαγος. 2. παρακινώ: ἐξορμῶ τινα ἐπὶ τὴν ἀρετήν. 3. με τη σημερινή σημασία εξορμώ. παράγ. ἐξόρμησις. ΝΕ εξορμώ (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐξ + ὁρμάω]. ἐξορμίζω ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐξ + ὁρμίζω]. ἐξοστρακίζω ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐξ + ὀστρακίζω]. ἐξυβρίζω ΡΗΜΑ ΝΕ εξυβρίζω. [σύνθ. λ. ἐξ + ὑβρίζω]. ἔξωθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. απ᾿ έξω. 2. έξω. [παράγ. λ. ἔξω + παρ. επίθ. -θεν]. ἐξωθέω -ῶ ΡΗΜΑ
εκδιώκω, απομακρύνω, εξορίζω. ΝΕ εξωθώ «σπρώχνω, παρασύρω». [σύνθ. λ. ἐξ + ὠθέω]. ἐξώλης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που είναι εντελώς κατεστραμμένος, συχνά σε κατάρες και όρκους: ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης, εἰ... = να χαθώ, αν... ΝΕ στη λόγ. φρ. εξώλης και προώλης «άνθρωπος εντελώς διεφθαρμένος». [σύνθ. λ. ἐξ + *ὄλ- (ὄλλυμι) > *ἐξώλ- + -ης]. ἔοικα ΡΗΜΑ
1. μοιάζω με κάποιον / κάτι: δαιμονίᾳ ἔοικεν εὐεργεσίᾳ = μοιάζει (αυτό που συνέβηκε) με θεία ευεργεσία. 2. με απαρέμφατο φαίνομαι να...
3. μετοχή ἐοικὼς ή εἰκώς, ἐοικυῖα, ἐοικὸς ή εἰκός α. που μοιάζει: φόβος οὐδενὶ ἐοικώς = που δε μοιάζει με κανέναν προηγούμενο. β. πιθανός, εύλογος. παράγ. εἰκότως «λογικά». [*Fεικ -, *Fοικ- (εἴκω, εἰκών)]. ἐπαγγελία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ως νομικός όρος καταγγελία: ἐπαγγελία πρὸς τοὺς θεσμοθέτας = καταγγελία (κάποιου) ενώπιον των θεσμοθετών. 2. υπόσχεση, διαβεβαίωση. ΝΕ επαγγελία (με τη σημ. 2 και στη λόγ. φρ. Γη της Επαγγελίας). [παράγ. λ. ἐπαγγέλ-λομαι + παρ. επίθ. -ία]. ἐπαγγέλλω ΡΗΜΑ
1. προκηρύσσω, αναγγέλλω: ἐκεχειρίαν, πόλεμον ἐπαγγέλλω. 2. διατάζω. 3. ως νομικός όρος καταγγέλλω. 4. στη μέση φωνή ἐπαγγέλλομαι α. υπόσχομαι: ἐπηγγείλαντο ξυμπολεμεῖν = υποσχέθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό τους. β. ασκώ ή ασκώ ως επάγγελμα: ἀρετὴν ἐπαγγέλλομαι = ασκώ την αρετή. τοῦτό ἐστι τὸ ἐπάγγελμα ὃ ἐπαγγέλλομαι = αυτό είναι το επάγγελμα που ασκώ. παράγ. ἐπαγγελία, ἐπάγγελμα. ΝΕ επαγγέλλομαι (με τις σημ. 4α, β). [σύνθ. λ. ἐπί + ἀγγέλλω]. ἐπάγω ΡΗΜΑ
1. επιφέρω: κινδύνους ἐπάγω τινί = προκαλώ σε κάποιον κινδύνους. 2. οδηγώ κάποιον (εναντίον κάποιου): ἐπάγω τινὰ ἐπί τινα = οδηγώ κάποιον εναντίον κάποιου. 3. ἐπάγω δίκην / γραφὴν τινί = καταθέτω καταγγελία εναντίον κάποιου στο δικαστήριο. 4. μέση φωνή ἐπάγομαι α. προμηθεύομαι: ἐκ θαλάσσης ὧν δέονται ἐπάξονται = όσα χρειάζονται θα τα προμηθευτούν διά θαλάσσης. β. προσκομίζω (μαρτυρίες κτλ.): ἐπάγομαι τὸν Ἡσίοδον μάρτυρα = προσκομίζω ως μάρτυρά μου τον Ησίοδο. ΝΕ επάγεται «προκύπτει ως αποτέλεσμα, συνεπάγεται». [σύνθ. λ. ἐπί + ἄγω]. ἐπαινέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. εγκρίνω, επιδοκιμάζω: ἐπαινεσάντων δ' αὐτῶν = όταν αυτοί έδωσαν την έγκρισή τους. 2. επαινώ. ΝΕ επαινώ (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + αἰνέω < αἶνος, ὁ «εγκώμιο, έπαινος», ίσως συγγεν. με αρχ. γερμ. eid «όρκος»]. ἐπαίρω ΡΗΜΑ
1. σηκώνω, υψώνω: ἐπαίρω τὴν φωνήν = υψώνω τη φωνή μου. 2. παθ. φωνή ἐπαίρομαι υπερηφανεύομαι: ὑμᾶς χρὴ μὴ πρὸς τὰς τύχας τῶν ἐναντίων ἐπαίρεσθαι = δεν πρέπει να υπερηφανεύεστε για τις δυστυχίες των εχθρών σας. παράγ. ἔπαρσις. ΝΕ επαίρομαι (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + αἴρω]. ἐπαιτιάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ
κατηγορώ: ἐπαιτιῶμαί τινά τινος = κατηγορώ κάποιον για κάτι. [σύνθ. λ. ἐπί + αἰτιάομαι]. ἐπαΐω ΡΗΜΑ εύχρηστο στον ενεστώτα γνωρίζω καλά κάτι: οὐκ ἐπαΐει τι τούτων = δε γνωρίζει καλά κάτι από αυτά.
ΝΕ επαΐων «γνώστης, ειδικός». [σύνθ. λ. ἐπί + ἀΐω]. ἐπακτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. ἐπάγ-ω + παρ. επίθ. -τός]. ἐπάνειμι ΡΗΜΑ
χρησιμοποιείται ως μέλλ. του ἐπανέρχομαι. θα επανέλθω: ἐγὼ δὲ ἔνθεν ἐξέβην ἐπάνειμι = και εγώ θα επανέλθω στο σημείο της διήγησης από όπου είχα κάνει την παρέκβαση.[σύνθ. λ. ἐπαν- (σύνθ. ἐπί + ἀνά) + εἶμι]. ἐπανέρχομαι ΡΗΜΑ
1. επανέρχομαι, επιστρέφω: ἐπανέρχομαι ἐκ Πειραιῶς. 2. ανακεφαλαιώνω: ἐξ ἀρχῆς ἐπάνελθε αὐτά = ανακεφαλαίωσέ τα από την αρχή. ΝΕ επανέρχομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπαν- (σύνθ. ἐπί + ἀνά) + ἔρχομαι]. ἐπανίστημι ΡΗΜΑ
1. υψώνω, χτίζω πάλι κάτι: τὰ τείχη ἐπανέστησαν = ξανάχτισαν τα τείχη. 2. στην παθ. φωνή, στο μέσο μέλλ., στον αόρ. β´ και στον παρακ. ενεργ. φωνής (ἐπαναστήσομαι, ἐπανέστην, ἐπανέστηκα) ἐπανίσταμαι α. σηκώνομαι (από τη θέση μου). β. επαναστατώ: ἢν ἡ δουλεία ἐπανιστῆται = αν επαναστήσουν οι δούλοι. παράγ. ἐπανάστασις. ΝΕ το ομόρριζο επανάσταση. [σύνθ. λ. ἐπαν- (σύνθ. ἐπί + ἀνά) + ἵστημι]. ἐπανορθόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. επανορθώνω, ξαναφέρνω κάτι στην προηγούμενη καλή κατάστασή του: ἐπανορθῶ τὴν δύναμιν. 2. διορθώνω: ἐπανορθῶ τὸ ἁμάρτημα, τοὺς νόμους = διορθώνω το σφάλμα, τους νόμους. ΝΕ επανορθώνω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπαν- (σύνθ. ἐπί + ἀνά) + ὀρθόω]. ἐπαρκέω -ῶ ΡΗΜΑ
χορηγώ, εφοδιάζω: ἐπαρκῶ τινί τι = χορηγώ σε κάποιον κάτι. παράγ. ἐπαρκής, ἐπαρκούντως. ΝΕ επαρκώ «είμαι αρκετός, φτάνω». [σύνθ. λ. ἐπί + ἀρκέω]. ἐπεὶ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. χρονικός αφού, όταν: ἐπεὶ ἡμέρα ἐγένετο = όταν ξημέρωσε... 2. αιτιολογικός επειδή: ἐπεὶ ταῦθ' οὕτως ἔχει = επειδή έτσι έχουν τα πράγματα αυτά. σύνθ. ἐπάν. [σύνθ. λ. ἐπί + εἰ]. ἐπείγω ΡΗΜΑ
1. μέση φωνή ἐπείγομαι επισπεύδω κάτι: ἐπείγεται τὸν πλοῦν. 2. παθ. φωνή ἐπείγομαι βιάζομαι, επείγομαι: ἐπείγετο οἴκαδε = βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του. ΝΕ επείγει «είναι επείγον» & επείγομαι (με τη σημ. 2). [αβέβ. ετυμ.]. ἐπειδὰν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ [σύνθ. λ. ἐπειδή + ἄν]. ἐπειδὴ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. χρονικός αφού, όταν: ἐπειδὴ ἐγγὺς τῆς πόλεως ἦν = όταν έφθασε κοντά στην πόλη. διενείμαντο τὴν ἀρχὴν Ζεὺς καὶ ὁ Ποσειδῶν καὶ ὁ Πλούτων, ἐπειδὴ παρὰ τοῦ πατρὸς παρέλαβον = μοιράστηκαν την εξουσία ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Πλούτωνας, όταν την παρέλαβαν από τον πατέρα τους. 2. αιτιολογικός επειδή. ΝΕ επειδή (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπεί + δή]. ἔπειμι (Α) ΡΗΜΑ
1. είμαι ή υπάρχω επάνω σε κάτι: ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι = στο ποτάμι υπάρχουν περάσματα. 2. για ποινές ή αμοιβές είμαι καθορισμένος: ἔσχαται τιμωρίαι ἐπὶ ταῖς ἐπαγγελίαις ἔπεισιν = έχουν καθοριστεί έσχατες τιμωρίες για τις καταγγελίες. 3. επίκειμαι: ἐπόντος τοῦ φόβου τούτου = καθώς ήταν επικείμενος αυτός ο κίνδυνος... [σύνθ. λ. ἐπί + εἰμί]. ἔπειμι (Β) ΡΗΜΑ
ως μέλλοντας του ἐπέρχομαι 1. επιτίθεμαι: ἐπίωμεν ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας = ας επιτεθούμε σε αυτούς που μας αδικούν.
2. παρουσιάζομαι (για να μιλήσω). 3. κατεβαίνω στο κεφάλι: ὅ,τι ἂν ἐπίῃ μοι = ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. 4. με χρονική σημ., συνήθως στη μτχ. ἐπιών, -οῦσα, -ὸν αυτός που ακολουθεί: ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα = η επόμενη μέρα. ἐν τῷ ἐπιόντι χρόνῳ = στο μέλλον. ΝΕ η επιούσα (λόγ.) «η επόμενη μέρα», ο επιούσιος (άρτος «το ψωμί της αυριανής μέρας»). [σύνθ. λ. ἐπί + εἶμι]. ἐπείπερ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ χρονικός και αιτιολογικός όταν, επειδή. [σύνθ. λ. ἐπεί + περ]. ἐπέκεινα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐπί + ἐκεῖνα]. ἐπελαύνω ΡΗΜΑ
βαδίζω, εκστρατεύω εναντίον κάποιου. παράγ. ἐπέλασις. [σύνθ. λ. ἐπί + ἐλαύνω]. ἐπέξειμι ΡΗΜΑ
ως μέλλοντας του ἐπεξέρχομαι 1. βγαίνω εναντίον κάποιου: ἐπέξειμί τινι ἐς μάχην = βγαίνω εναντίον κάποιου σε μάχη. 2. ασκώ δίωξη εναντίον κάποιου: ἐπέξειμί τινι φόνου = μηνύω κάποιον για φόνο. 3. εξετάζω κάτι λεπτομερώς. [σύνθ. λ. ἐπί + ἔξειμι]. ἐπεξέρχομαι ΡΗΜΑ
1. βγαίνω εναντίον κάποιου: ἐπεξῆλθον διώκοντες ἐπὶ πολύ = βγήκαν εναντίον τους καταδιώκοντάς τους για μεγάλο διάστημα. 2. ασκώ δίωξη εναντίον κάποιου. 3. συζητώ, εξετάζω κάτι λεπτομερώς: ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπεξῆλθον = εξέτασα με όλη τη δυνατή ακρίβεια καθένα από τα γεγονότα (που συνέβησαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, λέγει ο Θουκυδίδης). ΝΕ το σύνθ. αντεπεξέρχομαι. [σύνθ. λ. ἐπί + ἐξέρχομαι]. ἐπέρχομαι ΡΗΜΑ
1. επιτίθεμαι: ἐπέρχονται ἡμῖν ὡς οὐκ ἀμυνουμένοις = μας επιτίθενται νομίζοντας ότι δε θα αμυνθούμε. 2. κατεβαίνω στο κεφάλι: ὅ,τι ἂν ἐπέλθῃ = ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι. ΝΕ επέρχομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + ἔρχομαι]. ἐπερωτάω -ῶ ΡΗΜΑ
ρωτώ, συμβουλεύομαι: τὸ χρηστήριον ἐπερωτῶ = ρωτώ το μαντείο. παράγ. ἐπερώτησις. ΝΕ επερώτηση. [σύνθ. λ. ἐπί + ἐρωτάω]. ἐπέχω ΡΗΜΑ
σταματώ, αναστέλλω: ἐπέσχον τὸ τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιχειρεῖν = σταμάτησαν την εναντίον των Αθηναίων προσβολή. ΝΕ επέχω «μεσολαβώ ως». [σύνθ. λ. ἐπί + ἔχω]. ἐπήκοος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ στη λόγ. φρ. εις επήκοον πάντων. [σύνθ. λ. ἐπί + *ἄκου-ος (ἀκούω), πβ. ἀκο-ή]. ἔπηλυς, -υς, -υ, γεν. ἐπήλυδος ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ έπηλυς (λόγ.). [σύνθ. λ. ἐπί + *ἠλ- (ἐλ- < ἐλ-αύνω, πβ. ἱππ-ηλ-άτης) + -υς, πβ. και ἐλ-ήλυ-θα < ἔρχομαι]. ἐπὴν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ χρονικός, που συντάσσεται με υποτακτική κάθε φορά που, οσάκις. [σύνθ. λ. ἐπεί + ἤν]. ἐπηρεάζω ΡΗΜΑ 1. παρενοχλώ κάποιον. 2. παθ. φωνή ἐπηρεάζομαι προσβάλλομαι: πῶς ἂν μᾶλλον ἐπηρεάζετο = πώς θα υπήρχε τρόπος να προσβληθεί περισσότερο. ΝΕ επηρεάζω «ασκώ επήρεια, επίδραση». [παράγ. λ. *ἐπ-ηρής (< ἀρειὴ «απειλή») + παρ. επίθ. -άζω]. ἐπὶ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική δηλώνει 1. τόπο α. επάνω: ἐπὶ γῆς. β. προς: ἔπλεον ἐπὶ Λέσβου = έπλεαν προς τη Λέσβο. 2. χρόνο κατά, επί: ἐπὶ τοῦ προτέρου πολέμου = κατά τον προηγούμενο πόλεμο. 3. με γενική προσώπου ενώπιον, μπροστά σε: ἐπὶ μαρτύρων, ἐπὶ δικαστοῦ. 4. επικεφαλής: ὁ ἐπὶ τῶν ἵππων = ο αρχηγός του ιππικού. Β. με δοτική δηλώνει 1. επάνω: ἐπὶ ταῖς κεφαλαῖς. 2. κοντά, πλησίον: πόλις ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ. 3. αιτία εξαιτίας, για: ᾐσχύνοντο ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἁμαρτήμασιν = ντρέπονταν για τις κοινές αποτυχίες. 4. σκοπό για να: ἐπὶ τῷ κερδαίνειν πᾶν ἂν οὗτος ποιήσειε = αυτός θα έκανε τα πάντα για το κέρδος. 5. επίβλεψη, αρχηγία: κατέλιπεν ἐπὶ ταῖς ναυσὶν Ἀντίοχον = άφησε τον Αντίοχο ως αρχηγό των πλοίων. 6. όρο, προϋπόθεση: ἠρώτα ἐπὶ τίσιν ἂν σύμμαχος γένοιτο = ρωτούσε με ποιους όρους θα γινόταν σύμμαχος.
Γ. με αιτιατική δηλώνει 1. επάνω: θέμενος κρέα ἐπὶ τὰ γόνατα ἐδείπνει = αφού έβαλε το κρέας πάνω στα γόνατά του, έτρωγε. 2. εναντίον: ἐστράτευσαν ἐπὶ τοὺς πολεμίους = εκστράτευσαν εναντίον των εχθρών. 3. χρονική διάρκεια: ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. 4. σκοπό: ἐπὶ τοῦτο ἦλθον = ήρθαν με αυτόν το σκοπό. Δ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει 1. επάνω, π.χ. ἐπιβαίνω. 2. εναντίον, π.χ. ἐπιχειρῶ. 3. κατόπιν, ύστερα, π.χ. ἐπιγίγνομαι. 4. προσθήκη, π.χ. ἐπαυξάνω. 5. επίταση, π.χ. ἐπιποθῶ. ΝΕ επί (λόγ.). [ομόρρ. με αρχ. ινδ. ápi, αρχ. περσ. apiy κτλ.]. ἐπιβαίνω ΡΗΜΑ
1. πατώ επάνω σε κάτι: ἐπιβαίνω τῶν ὅρων τῆς χώρας = πατώ τα σύνορα της χώρας. 2. ανεβαίνω: ἐπιβαίνω ἐπὶ τὸν ἵππον = ανεβαίνω στο άλογο. με δοτ. ἐπειρῶντο ταῖς ναυσὶν ἐπιβαίνειν = προσπαθούσαν να ανεβούν στα πλοία. ΝΕ επιβαίνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + βαίνω]. ἐπιβάλλω ΡΗΜΑ
1. βάζω ή ρίχνω κάτι επάνω σε κάτι: ἐπέβαλον τοὺς νεκροὺς ἐπὶ τὰς ἁμάξας. 2. πέφτω, αναλογώ σε κάποιον: ὅσον ἐπέβαλεν αὐτοῖς = όσο τους αναλογούσε. τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) = το μερίδιο κάποιου. 3. μέση φωνή ἐπιβάλλομαι βάζω επάνω μου: δουλείαν ἐπιβαλεῖται ἡ πόλις = η πόλη θα επιβάλει στον εαυτό της τη δουλεία. ΝΕ επιβάλλω «ορίζω, καθορίζω» (λ.χ. τιμωρία). [σύνθ. λ. ἐπί + βάλλω]. ἐπιβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το να βάζει κανείς κάτι επάνω σε κάτι άλλο: ἡ τοῦ ἱματίου ἐπιβολή = η κάλυψη (του σώματος) με το ιμάτιο. 2. πρόστιμο: ἐπιβολὰς ἐπιβάλλω = επιβάλλω πρόστιμα. ΝΕ επιβολή «καθορισμός» (λ.χ. φόρου κτλ.). [παράγ./σύνθ. ἐπί + *βολ- (βάλλω) + παρ. επίθ. -ὴ ως παράγ. ουσ. του ἐπιβάλλω]. ἐπιβουλεύω ΡΗΜΑ
1. σκέπτομαι ή σχεδιάζω κάτι κακό: κακὸν ἐπιβουλεύω τῇ πόλει = σχεδιάζω κάτι κακό για την πόλη. 2. με απαρέμφατο σχεδιάζω να..., σκοπεύω να... 3. παθ. φωνή ἐπιβουλεύομαι γίνομαι αντικείμενο επιβουλών. παράγ. ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, ἐπιβουλευτικός, ἐπιβουλή. ΝΕ επιβουλεύομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + βουλεύω]. ἐπιβουλή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επιβουλή (λόγ.). [παράγ. λ. ἐπιβουλ-εύομαι + παρ. επίθ. -ή]. ἐπιγίγνομαι ΡΗΜΑ
1. α. γίνομαι ή έρχομαι, χρονικά, έπειτα από κάποιον ή κάτι: ἀντὶ τῶν θανόντων ἕτεροι ἐπιγενήσονται = στη θέση αυτών που πέθαναν θα έρθουν άλλοι. τῇ ἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ = την επόμενη ημέρα. β. ως ουσιαστικό οἱ ἐπιγενόμενοι οι μεταγενέστεροι (άνθρωποι). 2. συμβαίνω έπειτα από κάτι, επακολουθώ: ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί = μετά την πυρκαγιά ακολούθησε ο άνεμος. ΝΕ επιγενόμενοι (με τη σημ. 1β). [σύνθ. λ. ἐπί + γίγνομαι]. ἐπιγιγνώσκω ΡΗΜΑ
1. ανακαλύπτω, συνειδητοποιώ κάτι. 2. κρίνω, αποφασίζω. παράγ. ἐπίγνωσις. ΝΕ το παράγ. επίγνωση. [σύνθ. λ. ἐπί + γιγνώσκω] ἐπιγράφω ΡΗΜΑ
1. γράφω πάνω σε μια επιφάνεια, εγχαράσσω. 2. καταχωρίζω το όνομα ενός πολίτη στον κατάλογο για σκοπούς φορολόγησης, επιβάλλω δημόσιο βάρος σε κάποιον. 3. γενικά καταχωρίζω το όνομα του πολίτη σε δημόσιο κατάλογο. παράγ. ἐπίγραμμα, ἐπιγραφή. ΝΕ επιγράφω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + γράφω]. ἐπιδείκνυμι & ἐπιδεικνύω ΡΗΜΑ
1. ἐπιδείκνυμι ή συχνότερα στη μέση φωνή ἐπιδείκνυμαι επιδεικνύω: τὴν ἐμαυτοῦ σοφίαν ἐπιδείκνυμαι. 2. αποδεικνύω: ἐπιδείκνυμί τινα δωροδοκήσαντα = αποδεικνύω ότι κάποιος δωροδοκήθηκε. ΝΕ επιδεικνύω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + δείκνυμι]. ἐπιδέξιος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δεξιός: τὰ ἐπιδέξια = η δεξιά πλευρά. 2. επιδέξιος, έξυπνος, ικανός. ΝΕ επιδέξιος (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + δεξιός]. ἐπιδέω ΡΗΜΑ μέση φωνή ἐπιδέομαί τινος μου λείπει κάτι.
[σύνθ. λ. ἐπί + δέω]. ἐπιδημέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ζω στην πατρίδα μου. ≠ ἀποδημέω. 2. επιστρέφω στην πατρίδα μου. 3. για μετανάστες παρεπιδημώ, μένω σε μια (ξένη) χώρα. παράγ. ἐπιδήμησις, ἐπιδημία «διαμονή σε έναν τόπο». [παράγ. λ. ἐπίδημος (σύνθ. ἐπί + δῆμος) + παρ. επίθ. -έω]. ἐπιδημία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επιδημία. [παράγ. λ. ἐπίδημ-ος + παρ. επίθ. -ία]. ἐπιδίδωμι ΡΗΜΑ
1. χαρίζω, και ειδικότερα προσφέρω στην πόλη: τριήρη ἐπέδωκε. 2. δίνω σε κάποιον κάτι στο χέρι, το επιδίδω: ἐπιδίδωμι ἐπιστολήν. 3. ως αμετάβατο αυξάνομαι σε κάτι, δηλαδή χειροτερεύω ή βελτιώνομαι: καθ᾿ ἡμέραν ἐπεδίδοσαν ἐς τὸ ἀγριώτερον = κάθε μέρα γίνονταν και πιο σκληροί. ἑκάστης ἡμέρας ἀεὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι = κάθε μέρα να προοδεύεις συνεχώς προς το καλύτερο. ΝΕ επιδίδω (με τις σημ. 2, 3). [σύνθ. λ. ἐπί + δίδωμι]. ἐπίδοξος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ επίδοξος. [παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + *δοξ- (ἔ-δοξ-α < δοκέ-ω) + -ος]. ἐπίδοσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. προσφορά, ευεργέτημα: οἱ τὰς μεγάλας ἐπιδόσεις ἐπιδόντες = αυτοί που έκαναν μεγάλες προσφορές. 2. αύξηση, πρόοδος. ΝΕ επίδοση (με τη σημ. 2.) [παράγ./σύνθ. ἐπί + *δο- (δί-δω-μι) + παρ. επίθ. -σις]. ἐπιείκεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συγκατάβαση, ανεκτικότητα που δεν είναι αντίθετη προς το δίκαιο, επιείκεια. 2. για ανθρώπους α. τιμιότητα, δικαιοσύνη. β. αρετή, καλοσύνη. ΝΕ επιείκεια (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἐπιεικής + παρ. επίθ. -εια]. ἐπιεικής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. λογικός: ἐπιεικὴς πρόφασις = λογική δικαιολογία. 2. για πρόσωπα α. ικανός (σε δεξιότητες): οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν τριηράρχων = οι πιο ικανοί από τους κυβερνήτες πλοίων. β. καλός, ενάρετος: ἐπιεικεῖς τὴν ψυχήν = άνθρωποι με καλή ψυχή. ΝΕ επιεικής «υποχωρητικός, καλοσυνάτος». [παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + εἰκ- (< ἔοικα) + -ής]. ἐπικαλέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μέση φωνή ἐπικαλοῦμαι καλώ κάποιον ως βοηθό, ως σύμμαχο, ως μάρτυρα: μάρτυρας ἐπεκαλοῦντό τινας = καλούσαν κάποιους ως μάρτυρες. 2. καταλογίζω: ἐπικαλῶ τινί τι = καταλογίζω σε κάποιον κάτι (μια κατηγορία). ΝΕ επικαλούμαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + καλέω]. ἐπικαρπία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επικαρπία «κέρδος από μη ιδιόκτητη περιουσία». [παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + *καρπ- (καρποῦμαι) + παρ. επίθ. -ία]. ἐπίκειμαι ΡΗΜΑ
1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου. 2. επαπειλούμαι: κακὰ ἐπικείμενα. ΝΕ επίκειμαι (κυρίως στο γ΄ ενικό με τη σημ. 2, λ.χ. επίκειται σεισμός). [σύνθ. λ. ἐπί + κεῖμαι]. ἐπικηρυκεύομαι ΡΗΜΑ 1. αναγγέλλω κάτι με κήρυκα. 2. υποβάλλω πρόταση σε κάποιον με κήρυκα για σύναψη ειρήνης: ἐπικηρυκεύομαι πρὸς Λακεδαιμονίους. [σύνθ. λ. ἐπί + κηρυκεύομαι < κῆρυξ]. ἐπίκλησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. επωνυμία, όνομα: τῇ πόλει τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν προσέθεσαν = έδωσαν στην πόλη το χειρότερο όνομα (φήμη). 2. κατηγορία: ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι = κατηγορείται ότι είναι δειλός. 3. το να ζητάει κάποιος τη βοήθεια ή τη μαρτυρία κάποιου. ΝΕ επίκληση (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐπί + κλῆσις]. ἐπικουρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. βοηθώ ως σύμμαχος ή μισθοφόρος. 2. γενικά βοηθώ. ΝΕ επικουρώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπίκουρ-ος + παρ. επίθ. -έω]. ἐπικουρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πολεμική βοήθεια. 2. γενικά βοήθεια. ΝΕ επικουρία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπίκουρ-ος + παρ. επίθ. -ία]. ἐπίκουρος, -ούρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στον πληθ. οἱ ἐπίκουροι (στην Αθήνα) σώμα μισθοφόρων στρατιωτών. 2. ως επίθετο βοηθός: τοῖς ἀδικουμένοις ἐπίκουρος. ΝΕ στη φρ. επίκουρος καθηγητής. [*ἐπί-κορσος < ΙΕ *kros-ō «τρέχω, βοηθώ», από όπου και λατ. currō]. ἐπικράτεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυριαρχία, κατοχή: ἐπικράτεια τῶν ἐπιθυμιῶν = κυριαρχία επί των επιθυμιών. 2. περιοχή που είναι υπό την εξουσία κάποιου: ἡ τῶν Καρχηδονίων ἐπικράτεια. ΝΕ επικράτεια (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπικρατέω + παρ. επίθ. -εια]. ἐπικρατέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. νικώ στη μάχη. 2. είμαι κύριος κάποιου πράγματος: οἱ Μιλήσιοι ἐπεκράτουν τῆς θαλάσσης = οι Μιλήσιοι κυριαρχούσαν στη θάλασσα. 3. γενικά υπερισχύω, επικρατώ: τῷ πεζῷ ἐπεκράτουν = επικρατούσαν ως προς το πεζικό τους. ΝΕ επικρατώ (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐπί + κρατέω]. ἐπικτάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ
προσθέτω κάτι σε αυτά που έχω: ἐπικτῶνται τριήρεις = προσθέτουν πλοία σε αυτά που έχουν, αποκτούν επιπλέον πλοία. παράγ. ἐπίκτητος. ΝΕ το ομόρριζο επίκτητος «πρόσθετος». [σύνθ. λ. ἐπί + κτάομαι]. ἐπιλαγχάνω ΡΗΜΑ
διαδέχομαι κάποιον σε ένα αξίωμα: ἐπιλαγχάνω τινί βουλῆς = διαδέχομαι κάποιον στο αξίωμα του βουλευτή. ΝΕ η μετοχή επιλαχών. [σύνθ. λ. ἐπί + λαγχάνω]. ἐπιλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. παίρνω κάτι επιπλέον, πέρα από αυτό που έχω ήδη. 2. για συμβάντα καταλαμβάνω κάποιον, τον πιάνω: χειμὼν ἐπέλαβε τὴν φυλακήν = τη φρουρά την έπιασε ο χειμώνας. 3. για αρρώστιες προσβάλλω: λοιμὸς ἐπέλαβε τὸν στρατόν = ο λοιμός προσέβαλε το στρατό. 4. σταματώ κάτι (πιέζοντάς το): ἐπιλαμβάνω τὸ ὕδωρ = σταματώ την κλεψύδρα (π.χ. στο δικαστήριο). 5. μέση φωνή ἐπιλαμβάνομαι α. πιάνομαι από κάτι: ἐπιλαμβάνεται τῆς χειρός = πιάνεται από το χέρι. β. επιτίθεμαι σε κάποιον: ἐπιλαμβάνομαί τινος. ΝΕ επιλαμβάνομαι «καταπιάνομαι». [σύνθ. λ. ἐπί + λαμβάνω]. ἐπιλανθάνομαι ΡΗΜΑ
ξεχνώ: ἐπιλήσμων εἰμὶ καὶ ἐπιλανθάνομαι περὶ οὗ ἦν ὁ λόγος = είμαι ξεχασιάρης και ξεχνώ για τι συζητούσαμε. ἐπιλανθάνομαί τινος = ξεχνώ κάτι. παράγ. ἐπιλήσμων. ΝΕ το παράγ. επιλήσμων. [σύνθ. λ. ἐπί + λανθάνομαι]. ἐπιλέγω ΡΗΜΑ
1. λέω κάτι επιπλέον ή κατόπιν. 2. μέση φωνή ἐπιλέγομαι διαλέγω.
ΝΕ επιλέγω (με σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + λέγω]. ἐπιλείπω ΡΗΜΑ
1. παραλείπω: ἄλλα δὲ μύρια ἐπιλείπω λέγειν = και άλλα πάρα πολλά παραλείπω να πω. 2. για πράγματα λείπω, δεν είμαι αρκετός: ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ ἡμέρα τὰ τῶν προδοτῶν ὀνόματα = δε θα μου φτάσει η ημέρα, αν θελήσω να πω τα ονόματα των προδοτών. [σύνθ. λ. ἐπί + λείπω]. ἐπιλήσμων, -ων, ἐπιλῆσμον ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που ξεχνάει εύκολα, ξεχασιάρης. ΝΕ επιλήσμων. [σύνθ. λ. ἐπί + λήσμων]. ἐπιμαρτύρομαι ΡΗΜΑ
1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα: ἐπιμαρτύρομαι τοὺς θεούς. 2. παρακαλώ θερμά. [σύνθ. λ. ἐπί + μαρτύρομαι]. ἐπιμέλεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επιμέλεια. [παράγ. λ. ἐπιμελής + παρ. επίθ. -εια]. ἐπιμελέομαι -οῦμαι & ἐπιμέλομαι ΡΗΜΑ
φροντίζω, ενδιαφέρομαι: οὐδενὸς ἐπιμελεῖται = δε φροντίζει για τίποτε. = κήδομαι, μεριμνάω. ≠ ἀμελέω, ὀλιγωρέω. παράγ. ἐπιμέλημα, ἐπιμελητέον, ἐπιμελητής, ἐπιμελητικός. ΝΕ επιμελούμαι. [παραγ. λ. ἐπιμελής (< σύνθ. ἐπί + μέλομαι) + παρ. επίθ. -έ-ομαι]. ἐπιμελής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι: ἐπιμελὴς ἀγαθῶν, ἀμελὴς κακῶν = αυτός που φροντίζει για τα καλά πράγματα και αδιαφορεί για τα κακά. ΝΕ επιμελής. [παράγ./σύνθ. λ. ἐπί + μέλομαι «φροντίζω» + παρ. επίθ. -ής]. ἐπιμένω ΡΗΜΑ
1. εξακολουθώ να μένω κάπου: ἐπιμένω ἐν τῇ πόλει. 2. εξακολουθώ να ζητώ κάτι, επιμένω. 3. περιμένω: τειχῶν τὴν οἰκοδόμησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι = περίμεναν να γίνει η οικοδόμηση των τειχών τους. ΝΕ επιμένω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + μένω]. Ἐπιμηθεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. ἐπιμηθεύς < ἐπί + *μηθεὺς κατά το προ-μηθεύς < *μῆθος, τό < μανθάνω, μαθεῑν]. ἐπινοέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. επινοώ κάτι. 2. καταστρώνω σχέδια. 3. προτίθεμαι, σκοπεύω. παράγ. ἐπίνοια, ἐπινόημα. ΝΕ επινοώ (με σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + νοέω]. ἐπίνοια, -οίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. (σύνθ. ἐπί + *νοε-, νοέ-ω) + παρ. επίθ. -ια]. ἐπιορκέω -ῶ ΡΗΜΑ
παίρνω ψεύτικο όρκο, παραβαίνω τον όρκο. ΝΕ επιορκώ. [παράγ. λ. ἐπίορκος (< σύνθ. ἐπί + ὅρκος) + παρ. επίθ. -έω (ανερμήνευτο το π- πριν από τη δασεία)]. ἐπιοῦσα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ η επιούσα. [θηλ. της μτχ. του ἐπίειμι < ἐπί + εἶμι]. ἐπιπλέω ΡΗΜΑ
1. πλέω εναντίον κάποιου: ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ. 2. ταξιδεύω με πλοίο. ΝΕ επιπλέω «δε βυθίζομαι σε υγρό». [σύνθ. λ. ἐπί + πλέω]. ἐπίπονος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. κοπιαστικός: ἐπίπονος βίος. ἐπίπονον ἔργον. 2. για πρόσωπα εργατικός. ΝΕ επίπονος (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + *πον- (πονέω) + -ος]. ἐπιρρώννυμι & ἐπιρρωννύω ΡΗΜΑ
1. ενισχύω, ενθαρρύνω: εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς. 2. στην παθ. φωνή ἐπιρρώννυμαι ανακτώ τη δύναμή μου, παίρνω θάρρος: ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών = θα έπαιρνε κανείς θάρρος αν έβλεπε... παράγ. ἐπίρρωσις. ΝΕ το παράγ. επίρρωσις στη λόγ. φρ. εις επίρρωσιν «σε ενίσχυση». [σύνθ. λ. ἐπί + ῥώννυμι]. ἐπίσημος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για μέταλλα που μετατρέπονται σε νομίσματα αυτός που έχει πάρει το επίσημα, τη σφραγίδα του νομίσματος. 2. διακεκριμένος, αξιοσημείωτος: τάφος ἐπισημότατος = ο πιο διακεκριμένος τάφος. ≠ ἄσημος. ΝΕ επίσημος «ξεχωριστός κτλ.». [σύνθ. λ. ἐπί + *σημ- (σημαίνω) + -ος]. ἐπισιτίζομαι ΡΗΜΑ
εφοδιάζομαι με τρόφιμα: ἐκ τῆς πόλεως ἐπισιτίζομαι. ΝΕ επισιτίζω. [σύνθ. λ. ἐπί + σιτίζομαι]. ἐπισκοπέω -ῶ ΡΗΜΑ
στην ενεργ. ή τη μέση φωνή ἐπισκοπῶ ή ἐπισκοποῦμαι 1. επιθεωρώ. 2. εξετάζω καλά κάτι, το σκέπτομαι: ὅ τι ἂν μέλλῃς εἰπεῖν πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ. ΝΕ επισκοπώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπίσκοπος (< σύνθ. ἐπί + σκοπέω) + παρ. επίθ. -έω]. ἐπίσταμαι ΡΗΜΑ
χρησιμοποιείται συνήθως στον ενεστ. και τον παρατ. γνωρίζω καλά: ἐπίσταται ποιεῖν τι = ξέρει να κάνει κάτι. = γιγνώσκω, οἶδα. ≠ ἀγνοέω. παράγ. ἐπιστήμη, ἐπιστήμων, ἐπιστητός. ΝΕ η μετοχή επιστάμενος, το επίρρ. επισταμένως. [σύνθ. λ. ἐπί + ἵσταμαι, που στην ιων. διάλεκτο έπαιρνε ψιλή]. ἐπιστατέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. εποπτεύω, ασκώ την εποπτεία: ἡ ψυχὴ τῷ σώματι ἐπιστατεῖ. 2. στην Αθήνα είμαι ἐπιστάτης, δηλ. πρόεδρος στην ἐκκλησία ή στη βουλή. ΝΕ επιστατώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἐπιστάτης (< σύνθ. ἐπί + *στατ- < ἵσταμαι) + παρ. επίθ. -έω]. ἐπιστέλλω ΡΗΜΑ
1. στέλνω μήνυμα ή απλώς στέλνω. 2. διατάζω: ἐπιστέλλω τινί τι. παράγ. ἐπιστολή. [σύνθ. λ. ἐπί + στέλλω]. ἐπιστήμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γνώση, εμπειρία, ικανότητα: ἐπιστήμη πρὸς τὸν πόλεμον. 2. επιστημονική γνώση: ἰατρική ἐπιστήμη. ≠ δόξα «υποκειμενική γνώμη». ΝΕ επιστήμη (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπι-στη- (ἐπί-στα-μαι) + παρ. επίθ. -μη, ως παράγ. ουσ. του ἐπίσταμαι]. ἐπιστήμων, -ων, ἐπιστῆμον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. έμπειρος, γνώστης, πεπειραμένος: ἐπιστήμων τῆς θαλάττης. 2. αυτός που έχει επιστημονικές γνώσεις. ΝΕ επιστήμων ή επιστήμονας (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπι-στη- (ἐπί-στα-μαι) + παρ. επίθ. -μων]. ἐπιτάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι ἐπιτάσσω
1. διατάζω. 2. ἐπιτάττω ή στη μέση φωνή ἐπιτάττομαι τοποθετώ κάποιον δίπλα ή πίσω από κάποιον άλλο. παράγ. ἐπίταξις. ΝΕ επιτάσσω «τοποθετώ πίσω, προστάζω». [σύνθ. λ. ἐπί + τάττω]. ἐπιτείνω ΡΗΜΑ
1. τεντώνω: ἐπιτείνω τὰς χορδάς. ≠ ἀνίημι «χαλαρώνω». 2. αυξάνω κάτι σε ένταση, σε μέγεθος κτλ., το επιτείνω. ΝΕ επιτείνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. ἐπί + τείνω]. ἐπιτειχίζω ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐπί + τειχίζω]. ἐπιτελέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. εκτελώ: ἐπιτελῶ τὰς ἐντολάς. 2. πληρώνω: πεντακόσια τάλαντα τὸν ἐπέτειον φόρον ἐπιτελοῦσι = πληρώνουν πεντακόσια τάλαντα ως ετήσιο φόρο. ΝΕ επιτελώ (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + τελέω]. ἐπιτερπής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
ευχάριστος. [σύνθ. λ. ἐπί + τέρπ-ομαι + παρ. επίθ. -ής]. ἐπιτήδεια, -είων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐπιτήδειος, -α, -ον (ενν. ἀγαθά)]. ἐπιτήδειος, -εία, -ειον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. κατάλληλος, πρόσφορος: ἐπιτήδειος πρός τι. 2. για πρόσωπα φιλικός, ευνοϊκά διατεθειμένος: ἐπιτήδειον ποιῶ τινα.
παράγ. ἐπιτηδειότης. ΝΕ επιτήδειος «καταφερτζής». [παράγ. λ. ἐπιτηδές (< σύνθ. ἐπὶ *τᾱδε < ἐπὶ τάδε) + παρ. επίθ. -ιος με ανέβασμα του τόνου]. ἐπιτήδευμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ στις λόγ. φρ. άδεια/φόρος επιτηδεύματος. [παράγ. λ. ἐπιτηδεύω + παρ. επίθ. -μα]. ἐπιτηδεύω ΡΗΜΑ
ασχολούμαι με κάτι, κάνω κάτι ως κύριο έργο μου ή επάγγελμά μου, ασκώ κάτι συστηματικά: ἐπιτηδεύω τὴν μουσικήν = έχω ως επάγγελμά μου τη μουσική. [παράγ. λ. ἐπιτηδές + παρ. επίθ. -εύω]. ἐπιτίθημι ΡΗΜΑ
1. βάζω κάτι πάνω σε κάτι: λιβανωτὸν τῷ βωμῷ ἐπιτίθημι = βάζω λιβάνι στο βωμό. 2. βάζω κάτι ως τέρμα: πέρας ἐπιτίθημί τινι = θέτω τέρμα σε κάτι. 3. επιβάλλω (ποινή): ἐπιτίθημί τινι θάνατον δίκην = επιβάλλω σε κάποιον ως τιμωρία το θάνατο. 4. μέση φωνή ἐπιτίθεμαι α. επιδίδομαι σε κάτι: ἐπιτίθεμαι τοῖς πολιτικοῖς. β. επιτίθεμαι: ἐπιτίθεμαι τῷ δήμῳ = επιτίθεμαι κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος. παράγ. ἐπίθεσις, ἐπιθετικός, ἐπίθετος, ἐπίθημα. ΝΕ επιθέτω (με τη σημ. 1) και επιτίθεμαι (με τη σημ. 4β). [σύνθ. λ. ἐπί + τίθημι]. ἐπιτιμάω -ῶ ΡΗΜΑ
για πρόσωπα και πράγματα επιπλήττω, κατακρίνω: ἐπιτιμῶ τοῖς ψηφισθεῖσι. παράγ. ἐπιτίμησις, ἐπιτιμητής. ΝΕ επιτιμώ. [παράγ. λ. ἐπίτιμον (< σύνθ. ἐπί + τιμή) + παρ. επίθ. -άω]. ἐπιτίμιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επιτίμιο «συνέπεια, τιμωρία». [ουσιαστικοπ. του ουδ. του ἐπιτίμιος < ἐπί + τιμή + παρ. επίθ. -ιος]. ἐπίτιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ επίτιμος «που έχει έναν τιμητικό τίτλο». [σύνθ. λ. ἐπί + τιμή + -ος]. ἐπιτρέπω ΡΗΜΑ
1. εμπιστεύομαι: ἐπιτρέπω τινὶ τὰ πάντα = εμπιστεύομαι σε κάποιον τα πάντα. 2. αναθέτω σε κάποιον ένα νομικό ζήτημα: τὴν δίαιταν ἐπιτρέπω τινί = αναθέτω σε κάποιον τη διαιτησία. 3. επιτρέπω: ἐπιτρέπω Θηβαίοις αὐτονόμους εἶναι = επιτρέπω στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι. παράγ. ἐπιτροπή, ἐπίτροπος. ΝΕ επιτρέπω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. ἐπί + τρέπω]. ἐπίτροπος, -όπου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. άνθρωπος στον οποίο έχουν εμπιστευτεί τη φροντίδα κάποιου πράγματος: ἐπίτροπος τῶν πατρῴων = αυτός που φροντίζει για την πατρική περιουσία. 2. προστάτης, κηδεμόνας. ΝΕ επίτροπος (με τη σημ. 2 και άλλες σημ.). [σύνθ. λ. ἐπί + *τροπ- (τρέπω) + -ος]. ἐπιτυγχάνω ΡΗΜΑ
1. πετυχαίνω. 2. συναντώ: ἐπιτυγχάνω τινί. παράγ. ἐπίτευξις, ἐπιτυχής. ΝΕ επιτυγχάνω, πετυχαίνω (από τον αόρ. ἐπέτυχον, με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + τυγχάνω]. ἐπιφανής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
λαμπρός, ένδοξος: ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος. παράγ. ἐπιφανῶς. ΝΕ επιφανής. [σύνθ. λ. ἐπί + *φαν- (φαίνομαι) + -ής]. ἐπιφέρω ΡΗΜΑ
1. επιβάλλω, προξενώ: ἐπιφέρω τιμωρίαν, πόλεμόν τινι, τὸ διάφορον τισί = επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον, κινώ πόλεμο εναντίον κάποιου, προκαλώ έριδες ανάμεσα σε κάποιους. 2. αποδίδω σε κάποιον μια κατηγορία: τίνα μέμψιν ἐποίσει ἀνδρί; = ποια κατηγορία θα αποδώσει στον άνθρωπο; 3. παθ. φωνή ἐπιφέρομαι α. ορμώ εναντίον κάποιου: ἐπιφερόμενος ἔπαισεν αὐτόν = όρμησε και τον χτύπησε. β. για απειλή πλησιάζω: ἐπιφέρεται κίνδυνος. ΝΕ επιφέρω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + φέρω]. ἐπιχειρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. προσπαθώ να κάνω κάτι, επιχειρώ: ἐπιχειρῶ ἔργῳ = επιχειρώ ένα έργο. 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω κάποιον. ΝΕ επιχειρώ (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. ἐπί + *χειρ- (χείρ, χειρός) + παρ. επίθ. -έω]. ἐπιχείρημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ επιχείρημα «ισχυρή απόδειξη». [παράγ. λ. ἐπιχειρέω + παρ. επίθ. -μα]. ἐπιχωριάζω ΡΗΜΑ 1. συχνάζω κάπου: ἐπιχωριάζω Ἀθήναζε. 2. για πράγματα συνηθίζομαι κάπου: περὶ Ἀθήνας ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική = στην Αθήνα συνηθιζόταν η χρήση του αυλού. ΝΕ επιχωριάζω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ἐπιχώρι-ος + παρ. επίθ. -άζω]. ἐπιχώριος, -ία ή -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ επιχώριος. [σύνθ. λ. ἐπί + *χωρ- (χώρα) + παρ. επίθ. -ιος]. ἐποικέω -ῶ ΡΗΜΑ
πηγαίνω ως έποικος ή ως άποικος σε έναν τόπο, εγκαθίσταμαι σε μια χώρα. [παράγ. λ. ἔποικος + παρ. επίθ. -έω]. ἔποικος, ἐποίκου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ έποικος. [σύνθ. λ. ἐπί + οἰκέω + -ος]. ἕπομαι ΡΗΜΑ
1. ακολουθώ: ἕπου μετ᾿ ἐμοῦ = ακολούθησέ με. 2. υπακούω: ἕπομαι τῷ νόμῳ. 3. παρακολουθώ: ἕπομαι τοῖς λεγομένοις = παρακολουθώ όσα λέγονται. ΝΕ έπομαι (λόγ., με τη σημ. 1). [ομόρρ. με λατ. sequor, αρχ. ινδ. sácate, *σεπ-]. ἐπόμνυμι & ἐπομνύω ΡΗΜΑ
1. ορκίζομαι: ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν = ορκίζομαι στη φιλία μας. 2. μέσ. ἐπόμνυμαι παίρνω όρκο: ἐπόμνυμαι εἰδέναι Αἰσχίνην = ορκίζομαι ότι γνωρίζω τον Αισχίνη. [σύνθ. λ. ἐπί + ὄμνυμι]. ἐπονείδιστος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἐπονειδίστως. ΝΕ επονείδιστος (λόγ.). [παράγ. λ. ἐπονειδίζω (< σύνθ. ἐπί + ὀνειδίζω) + παρ. επίθ. -τος]. ἔπος, ἔπους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. λέξη, λόγος: ἔργῳ καὶ ἔπει = με έργα και λόγια. 2. έκφραση οὐδὲν πρὸς ἔπος άσχετα προς ό,τι ειπώθηκε: ἐὰν μηδὲν πρὸς ἔπος ἀποκρίνωμαι...= αν δώσω απάντηση άσχετη με αυτό που θα ρωτήσεις... 3. έκφραση ὡς ἔπος εἰπεῖν όπως λέμε. 4. στον πληθ. ἔπη α. επική ποίηση. β. στίχοι, αράδες. ΝΕ έπος (με τη σημ. 4α). [*ἔπ-, ομόρρ. με εἶπ-ον, ΙΕ *wekw-]. ἐπῳδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. ἐπί + ᾠδή (συνηρημ. από ἀοιδή]. ἐπώνυμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. (παθ.) αυτός που παίρνει το όνομά του από κάποιον. 2. (ενεργ.) αυτός που δίνει το όνομά του σε κάποιον ή κάτι.
ΝΕ επώνυμος «ευρύτερα γνωστός» και επώνυμο ως ουσ. [σύνθ. λ. ἐπί + ὄνυμα = ὄνομα + -ος]. ἐράω -ῶ ΡΗΜΑ
αγαπώ, ερωτεύομαι: οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ = αυτό που επιθυμεί και αγαπά. φρονήσεως ἤρων = ποθούσαν τη φρόνηση. = ἀγαπάω, φιλέω. ≠ μισέω. παράγ. ἐραστός, ἐρατός, ἐραστής, ἔρως, σύνθ. ἐρασιχρήματος «που αγαπά το χρήμα». ΝΕ οι μετοχές ερωμένη, ερωμένος. [πιθ. *ερα(σ)-, άγν. ετυμ.]. ἐργάζομαι ΡΗΜΑ
1. κατασκευάζω ή κατεργάζομαι: εἰργάσαντο οἰκοδόμημα = κατασκεύασαν ένα κτίριο. ἐργάζομαι λίθους = κατεργάζομαι πέτρες. 2. κάνω, προξενώ: πολλὰ κακὰ ἡμᾶς εἰργασμένοι εἰσίν = μας έχουν κάνει πολλά κακά. 3. κερδίζω από την εργασία μου: ἐργάζεται τὰ ἐπιτήδεια = κερδίζει τα προς το ζην με την εργασία του. 4. ασκώ τέχνη ή επάγγελμα: τέχνην ἐργάζομαι. ΝΕ εργάζομαι. [*ἔργον + *-άδ-jομαι > ἐργάζομαι, ΙΕ *werg-]. ἔργον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
1. ἔργον ἐστί α. χρειάζεται δουλειά: πολλῆς φυλακῆς ἔργον = χρειάζεται πολλή προσοχή. β. είναι δύσκολο: πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελθεῖν πάντα = θα ήταν πολύ δύσκολο να τα εξετάσουμε όλα. 2. ἔργῳ στην πράξη. 3. ἔργα παρέχω τινί = προκαλώ σε κάποιον προβλήματα, δυσκολίες. σύνθ. ἐργώδης. [*Fεργ- + -ον, πβ. αγγλ. work]. ἐρείδω ΡΗΜΑ
στηρίζω: ἐρείδω τὴν κεφαλὴν ἐπὶ γῆς. παράγ. ἔρεισμα «στήριγμα», ἔρεισις. ΝΕ ερείδομαι (λόγ.) «στηρίζομαι». [*ἐρειδ- (ἀντ-ηρίς, -ίδος), άγν. ετυμ.]. ἐρέτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ἐρέ- + παρ. επίθ. -της, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. ari-tár- «κωπηλάτης»]. ἐρημία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ερημιά, έρημος τόπος. 2. έλλειψη, απουσία: ἐρημία φίλων. ΝΕ ερημιά (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἔρημ-ος + παρ. επίθ. -ία]. ἐρίζω ΡΗΜΑ
φιλονικώ, μαλώνω. παράγ. ἐριστός. ΝΕ ερίζω (λόγ.). [παράγ. λ. ἔρις + παρ. επίθ. -ίζω]. Ἐρινύς, Ἐρινύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ κύριο όνομα, κυρίως στον πληθ. αἱ Ἐρινύες θεότητες που τιμωρούσαν κυρίως τα παιδιά που δολοφονούσαν τους γονείς τους αλλά και άλλα είδη παραπτωμάτων. παράγ. ἐρινυώδης. [άγν. ετυμ.]. ἔριον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ μαλλί. σύνθ. ἐριοπώλης. ΝΕ έριο (λόγ.). [*FερF- (εἶρος, τὸ «μαλλί»), ομόρρ. με ἀρήν, ἀρνὸς «αρνί»]. ἔρις, -ιδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τσακωμός, καβγάς, διαμάχη. 2. ανταγωνισμός. ΝΕ έριδα (με τη σημ. 1). [*ἐριδ-, άγν. ετυμ.]. ἔρομαι ΡΗΜΑ εύχρηστοι χρόνοι είναι μόνον ο μέλλ. και ο αόρ.
οι υπόλοιποι συμπληρώνονται από το ἐρωτάω -ῶ ρωτώ: ὁ δὲ ἤρετο· πολέμιοί εἰσιν οὗτοι; = και αυτός ρώτησε «εχθροί είναι αυτοί;» [*ἐρ-, πβ. ἐρ-ωτάω, άγν. ετυμ.]. ἐρρωμένος, -η, -ον ΜΕΤΟΧΗ
1. αυτός που απολαμβάνει καλή υγεία, δυνατός. ≠ ἀσθενής. 2. ισχυρός (που έχει εξουσία). παράγ. ἐρρωμένως «δυνατά». ΝΕ το παράγ. ερρωμένως. [μτχ. παθ. παρακ. του ῥώννυμι]. ἔρυμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ἐρυ- (< ἐρύ-ομαι «αποκρούω, προστατεύω») + παρ. επίθ. -μα]. ἔρχομαι ΡΗΜΑ
με τη σημερινή σημ. έρχομαι, (αλλά και) πηγαίνω.
1. εἰς πᾶν ἦλθον = χρησιμοποίησα όλα τα μέσα. 2. παρὰ μικρὸν ἦλθον = κόντεψα, λίγο έλειψε να... ΝΕ έρχομαι. [*ἐρχ-, χωρίς ασφαλή ετυμ.]. ἐρωτάω -ῶ ΡΗΜΑ
ρωτώ: ἐρωτῶ τι περί τινος = ρωτώ κάτι για κάποιον. ἤρετο πόθεν εἴη = ρώτησε από πού ήταν. ΝΕ ερωτώ, ρωτώ. [*ἐρϜ, ομόρρ. με ἠρ-όμην (ἐρωτάω), ἐρῶ «θα πω» κτλ., με ασαφή ετυμ.]. ἐσθής, -ῆτος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ἔσθος, τὸ «ρούχο» (< *Fέσ-νυμι > ἕννυμι) > ἐσ-θής]. ἐσθίω ΡΗΜΑ
τρώω: ἐσθίω τινός = τρώω από κάτι. [ἐσθίω και ἔσθω από την προστακτική ἔσθι του ἔδω «τρώγω»]. ἑσπέρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εννοείται το ὥρα απόγευμα, βράδυ. 2. εννοείται το χώρα δύση: τὰ πρὸς ἑσπέραν = τα δυτικά μέρη. ≠ τὰ πρὸς ἕω «τα ανατολικά μέρη». παράγ. ἑσπερινός, ἑσπέριος. ΝΕ λόγ. εσπέρα (με τη σημ. 1, πβ. καλησπέρα < καλή εσπέρα). [*Fεσπερ-, πβ. λατ. vesper, vesperā]. ἔστε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. μέχρι, έως ότου, μέχρι να. α. με οριστική αορ. δηλώνει πραγματικό συμβάν στο παρελθόν παίουσιν αὐτὸν ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι = τον κτυπούσαν έως ότου τον ανάγκασαν να προχωρήσει. β. μαζί με το ἂν και υποτακτική αναφέρεται στο μέλλον, έπειτα από αρκτικό χρόνο στην κύρια πρόταση περιμένετε ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω = περιμένετε μέχρι να έρθω εγώ. γ. μαζί με ευκτική (χωρίς το ἄν) χρησιμοποιείται έπειτα από ιστορικό χρόνο στην κύρια πρόταση ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο = τους διέταξαν να περιμένουν μέχρι να συσκεφθούν. 2. ενόσω (ισχύουν οι υποδιαιρέσεις της προηγούμενης ενότητας) α. ἔστε αἱ σπονδαὶ ἦσαν οὔποτε ἐπαυόμην τὸν βασιλέα μακαρίζων = ενόσω ίσχυε η συνθήκη, ποτέ δε σταματούσα να καλοτυχίζω το βασιλιά. β. ἔστ' ἄν περ ἐπιδεικνύηται τὴν λαμπρότητα, οὐδεὶς ἀπαγορεύει αὐτὸν θεώμενος = ενόσω κάνει επίδειξη της λαμπρότητάς του, κανείς δεν κουράζεται να τον κοιτάζει. γ. ηὔχετο τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη = ευχόταν να ζει μόνον ενόσω θα ήταν νικητής [σύνθ. λ. ἐς + ὅτε]. ἑστίασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράθεση πλούσιου γεύματος, συμπόσιο. σύνθ. συνεστίασις. ΝΕ το σύνθ. συνεστίαση. [παράγ. λ. ἑστιάω + παρ. επίθ. -σις]. ἑστιάω -ῶ ΡΗΜΑ
δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, τον φιλοξενώ: ξένους ἑστιῶ. παράγ. ἑστίασις, ἑστιάτωρ, ἑστιατόριον. ΝΕ τα παράγ. εστιάτορας και εστιατόριο. [παράγ. λ. ἑστία + παρ. επίθ. -άω]. ἔσχατος, -άτη & -ατος, -ατον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που είναι τοπικά τελευταίος, ο πιο απομακρυσμένος: τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς. 2. αυτός που είναι χρονικά τελευταίος: ἔσχατοι ῾Ρωμαίων = οι τελευταίοι Ρωμαίοι. 3. αυτός που βρίσκεται στον ανώτατο βαθμό, ο έσχατος: ὁ ἔσχατος κίνδυνος = ο πάρα πολύ μεγάλος κίνδυνος.
ΝΕ έσχατος (με όλες τις παραπάνω σημ.). [αβέβ., ίσως *ἔξ-κατος, και πάλι με πολλά εμπόδια]. ἑταῖρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ / EΠΙΘΕΤΟ 1. μαθητής κάποιου. 2. ομοϊδεάτης (πολιτικά). 3. ως επίθετο κοινωνός, συνέταιρος: ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν τινῶν ἑταῖρον = το επιθυμητικό είναι κοινωνό κάποιων απολαύσεων. παράγ. ἑταιρ(ε)ία, ἑταιρεῖος, ἑταιρίζω, ἑταιρικός. ΝΕ εταίρος «μέλος εταιρείας κτλ.». [*ἑταρ- (+ -jος), ομόρρ. του ἔτης «σύντροφος»]. ἕτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. ο ένας ή ο άλλος από δύο: ὁ ἕτερος τῶν ὀφθαλμῶν = το ένα από τα δύο μάτια. ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν. 2. άλλος, δεύτερος: προσαγορεύεις αὐτὰ ἑτέρῳ ὀνόματι; 3. άλλος (από πολλούς, όχι από δύο). 4. άλλος, αλλιώτικος, διαφορετικός. παράγ. ἑτεροῖος, ἑτεροιότης, ἑτεροιόω, ἑτεροίωσις. ΝΕ έτερος (λόγ., με τη σημ. 1 και λόγ. φρ. το έτερον ήμισυ, έτερον εκάτερον κτλ.). [< ἅτερος (με αφομοίωση) < *smo-teros = αρχ. ινδ. eka–tara «ο ένας από τους δύο»]. ἔτι ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. για χρόνο ακόμη: ἔτι καὶ νῦν = ακόμη και τώρα. ἔτι πρότερον = ακόμη παλαιότερα. 2. για βαθμό ακόμη, επιπλέον, εκτός τούτου: ἔτι μᾶλλον = ακόμη περισσότερο. παράγ. προσέτι. ΝΕ στη λόγ. φρ. έτι περαιτέρω. [ομόρρ. με αρχ. ινδ. áti, λατ. et]. ἑτοῖμος, -ος, -ον & ἕτοιμος, ἑτοίμη ή -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. έτοιμος: ἑτοῖμα ποιοῦμαι = ετοιμάζω. 2. για πρόσωπα πρόθυμος να κάνει κάτι: ἕτοιμοι ὑπακοῦσαι = πρόθυμοι να υποταχθούν. σύνθ. ἀνέτοιμος, ἑτοιμοθάνατος. ΝΕ έτοιμος (με τη σημ. 1). [αβέβ. ετυμ.]. εὖ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
1. καλά, με καλό τρόπο: εὖ οἶδά τι = γνωρίζω κάτι καλά. 2. όταν συνδυάζεται με άλλα επιρρήματα πολύ, πάρα πολύ: εὖ μάλα πρεσβύτης = πάρα πολύ γέρος. 3. ως ουσιαστικό τὸ εὖ το καλό: οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ. 4. εὖ ποιῶ τινα ευεργετώ κάποιον. 5. ως α΄ συνθετικό σημαίνει α. αφθονία: εὐανδρία. β. ευημερία: εὐδαίμων. γ. ευκολία: εὐάλωτος. σύνθ. εὐδαίμων, εὔδοξος, εὔληπτος, εὔπορος κτλ. ≠ κακῶς, δυσ-. ΝΕ σε λόγ. φρ., λ.χ. ευ ζειν, και ως α΄ συνθ., λ.χ. εύπορος, εύρωστος κτλ. [ουδ. του ἐὺς «καλός», ομόρρ. με αρχ. ινδ. vásu και αρχ. περσ. vohu- «αγαθός»]. εὐαγγέλιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πάντοτε στον πληθ. τὰ εὐαγγέλια τα καλά νέα: εὐαγγέλια θύω = προσφέρω ευχαριστήρια θυσία για τα καλά νέα που άκουσα. 2. η καλή αγγελία της απολύτρωσης του ανθρώπου από την αμαρτία, το Ευαγγέλιο: τὸ Εὐαγγέλιον Ἰησοῦ Χριστοῦ. ΝΕ ευαγγέλιο (με τη σημ. 2). [ουσιαστικοπ. του εὐαγγέλιος, -ιον (ενν. ἄγγελμα)]. εὐάλωτος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που μπορείς εύκολα να τον συλλάβεις. 2. μεταφορικά αυτός που παρασύρεται εύκολα: ὑφ᾿ ἡδονῆς εὐάλωτος = που παρασύρεται από τις απολαύσεις. ΝΕ ευάλωτος (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. εὖ + ἁλωτός < ἁλίσκομαι]. εὖγε & εὖ γε ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. σε απαντήσεις πολύ ωραία, πολύ σωστά. 2. χωρίς ρήμα εύγε! μπράβο! ΝΕ εύγε (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. εὖ + γε]. εὐδαιμονέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ευημερώ (σε κάτι). 2. είμαι πραγματικά ευτυχισμένος. [παράγ. λ. εὐδαίμων, -ονος + παρ. επίθ. -έω]. εὐδαίμων, -ων, εὔδαιμον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει το δαίμονα, δηλ. το θεό, διακείμενο ευνοϊκά απέναντί του, επομένως καλότυχος.
2. πλούσιος: εὐδαίμων χώρα = πλούσια χώρα. 3. ο ευτυχής, και μάλιστα ο αληθινά ευτυχής. παράγ. εὐδαιμονικός, εὐδαιμονία. ΝΕ λόγ. ευδαίμων (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. εὖ + δαίμων]. εὐδία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. του εὔδιος, -ιον «ασυννέφιαστος» θηλ. *εὐδία]. εὐδοκιμέω -ῶ ΡΗΜΑ
χαίρω υπόληψεως, με εκτιμούν: ἐπὶ σοφίᾳ εὐδοκιμῶ = με εκτιμούν για τη σοφία μου. παράγ. εὐδοκιμία. ΝΕ ευδοκιμώ (ως καλλιτέχνης, δικηγόρος κτλ.). [παράγ. λ. εὐδόκιμ-ος + παρ. επίθ. -έω]. εὐδόκιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που έχει καλή φήμη και υπόληψη. ΝΕ ευδόκιμος (χρόνος, προϋπηρεσία κτλ.). [σύνθ. λ. εὖ + δόκιμος]. εὐδοξέω -ῶ ΡΗΜΑ παράγ. εὐδοξία. [παράγ. λ. εὔδοξ-ος (< σύνθ. εὖ + δόξα) + παρ. επίθ. -έω]. εὕδω ΡΗΜΑ
1. κοιμάμαι. 2. αναπαύομαι: Γοργίαν ἐάσωμεν εὕδειν = ας αφήσουμε το Γοργία να ξεκουραστεί. σύνθ. καθεύδω. [*σεύδ-, ομόρρ. του αρχ. ινδ. svapiti «κοιμάται»]. εὔελπις, -ις, -ι ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ Εύελπις, Σχολή Ευελπίδων. [σύνθ. λ. εὖ + ἐλπίς]. εὐεξία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ευεξία. [παράγ. εὐέκ-της «με καλή κατάσταση του σώματος» (< σύνθ. εὖ + ἔχω) + παρ. επίθ. -ία]. εὐήθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. καλό ήθος, καλοσύνη, έλλειψη υστεροβουλίας και πονηριάς. 2. με αρνητική σημ. απλοϊκότητα, αφέλεια, ανοησία: πολλῆς εὐηθείας ὅστις οἴεται... = δείγμα μεγάλης ανοησίας όποιος νομίζει... ΝΕ ευήθεια (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. εὐήθης + παρ. επίθ. -εια]. εὐηκοέω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ το παράγ. ευήκοος στη λόγ. φρ. τείνω ευήκοον ους. [παράγ. λ. εὐήκο-ος (< σύνθ. εὖ + ἀκούω) + παρ. επίθ. -έω]. εὔθυνα, εὐθύνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ συχνά απαντά στον πληθ. αἱ εὔθυναι δημόσια λογοδοσία στην οποία υποβαλλόταν ένας Αθηναίος αξιωματούχος μετά το πέρας της θητείας του στο κρατικό αξίωμα: τοῖς πολίταις οὐδεμίαν ὦφλεν εὔθυναν = σε καμία λογοδοσία του δεν καταδικάστηκε από τους συμπολίτες του. ΝΕ ευθύνη «ηθική ή επαγγελματική υποχρέωση». [παράγ. *ευθυν- (εὐθύνομαι < εὐθύς) + -α]. εὐθύνω ΡΗΜΑ
1. κατευθύνω κάτι, το καθοδηγώ σε μια πορεία: εὐθύνω ἅρματα. 2. κάνω κάτι ευθύ, ίσιο. 3. εξετάζω τη διαγωγή ενός αξιωματούχου. ΝΕ ευθύνομαι «είμαι υπεύθυνος». [παράγ. λ. εὐθύ-ς + παρ. επίθ. -νω]. εὐλαβέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ αποθετικό ρήμα
1. προσέχω, προφυλάττομαι: εὐλαβοῦ τὰς διαβολάς = πρόσεχε τις συκοφαντίες. 2. σέβομαι, τιμώ: εὐλαβοῦμαι τὸν θεόν. παράγ. εὐλαβῶς, εὐλάβεια. ΝΕ ευλαβούμαι (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. εὐλαβής (< σύνθ. εὖ + λαμβάνω) + παρ. επίθ. -έομαι]. εὐλογέω -ῶ ΡΗΜΑ
λέγω καλά λόγια για κάποιον, τον επαινώ. = ἐπαινέω. ≠ κατηγορέω, κακῶς λέγω τινά. ΝΕ ευλογώ (με θρησκευτική σημ.). [παράγ. λ. εὔλογ-ος + παρ. επίθ. -έω]. εὐλογία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ευλογία (με θρησκευτική σημ.). [παράγ. λ. εὔλογ-ος + παρ. επίθ. -ία]. εὐμεγέθης, -ης, εὐμέγεθες ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ ευμεγέθης. [σύνθ. λ. εὖ + μέγεθ- (μέγεθος) + -ης]. εὐμένεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ευμένεια. [παράγ. λ. εὐμενής + παρ. επίθ. -εια] εὐμενής, -ής, -ές, γεν. εὐμενοῦς ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που έχει καλή διάθεση απέναντι σε κάποιον, ευνοϊκός, φιλικός. παράγ. εὐμένεια, εὐμενῶς. ΝΕ ευμενής. [σύνθ. λ. εὖ + μένος + -ής]. Εὐμενίδες, -ων, αἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. εὐμενής + παρ. επίθ. -ίδες]. εὔνοια, -νοίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. εὐνοϊκός. ΝΕ εύνοια. [παράγ. λ. εὔνο-ος ( > εὔνους) + παρ. επίθ. -ια]. εὔνους, -ους, -ουν ΕΠΙΘΕΤΟ
ευνοϊκός, ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον. = εὐμενής. ≠ δυσμενής. παράγ. εὔνοια, εὐνοέω, εὐνόως. ΝΕ ευνοϊκός. [σύνθ. λ. εὖ + *νο- (νο-έω) + -ος]. εὔορκος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που μένει πιστός στον όρκο του. 2. αυτός που είναι σύμφωνος με τον όρκο που έδωσε. [σύνθ. εὖ + ὅρκος]. εὐπάθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ευπάθεια «ευαισθησία κτλ.». [παράγ. λ. εὐπαθής + παρ. επίθ. -εια]. εὐπετής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. εύκολος: οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων = κανένα από τα σημαντικά πράγματα δεν είναι εύκολο. 2. επίρρημα εὐπετῶς εύκολα. [σύνθ. λ. εὖ + *πετ- (πίπτω) + -ής]. εὔπλοια, εὐπλοίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. εὔπλους < εὔπλο-ος + παρ. επίθ. -ια]. εὐπορέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. είμαι πλούσιος. 2. έχω αφθονία από κάτι: χρημάτων εὐπορῶ. 3. παρέχω, προμηθεύω: δέκα μνᾶς εὐπορῶ τινι. ≠ ἀπορῶ. παράγ. εὐπορία. [παράγ. λ. εὔπορος + παρ. επίθ. -έω]. εὐπορία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ευπορία «αφθονία». [παράγ. λ. εὔπορ-ος + παρ. επίθ. -ία]. εὔπορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ευκολοδιάβατος (πόρος, ὁ = διάβαση, πέρασμα ποταμού κτλ.), λ.χ. ποταμός. 2. πλούσιος (πόροι, οἱ = οικονομικά μέσα, χρήματα). παράγ. εὐπόρως. ΝΕ εύπορος (με σημ. 2). [σύνθ. λ. εὖ + πόρος]. εὐπραξία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ευτυχία. 2. καλή διαγωγή. [παράγ. / σύνθ. εὖ + πράττω (< *πράγ-jω) + παρ. επίθ. -σία]. εὐπρέπεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ωραία εμφάνιση. 2. το ευλογοφανές, το φαινομενικά μόνον ευπρεπές. ΝΕ ευπρέπεια (με σημ. 1, σωματική και ψυχική). [παράγ. λ. εὐπρεπής + παρ. επίθ. -εια]. εὐπρεπής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει καλή εξωτερική εμφάνιση. 2. αυτός που είναι φαινομενικά μόνο καλός: εὐπρεπεῖ αἰτίᾳ = με μια φαινομενικά σωστή κατηγορία. ΝΕ ευπρεπής. [σύνθ. λ. εὖ + πρέπ- (πρέπω) + -ής]. εὑρίσκω ΡΗΜΑ
1. βρίσκω: εὑρίσκω εὕρημα = βρίσκω κάτι ανέλπιστο.
2. για εμπορεύματα βρίσκω, πιάνω μια τιμή: πόσον ἂν οἴει εὑρεῖν τὰ σὰ κτήματα πωλούμενα; = πόσα φαντάζεσαι ότι μπορούν να πιάσουν τα κτήματά σου, αν πουληθούν; ΝΕ ευρίσκω (λόγ.) και βρίσκω (με τη σημ. 1). [*ἐFρε-ίσκω, πβ. αρχ. σλαβ. ob-rĕtŭ = εὗρον]. εὖρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ εύρος. [παράγ. λ. εὐρύς + -ος, ομόρρ. με αρχ. ινδ. urú = εὐρύς, αρχ. περσ. vouru-]. εὔρωστος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. εὐρωστία, εὐρώστως. ΝΕ εύρωστος. [παράγ. / σύνθ. εὖ + ῥώννυμι + παρ. επίθ. -τος]. εὐσχήμων, εὐσχήμων, εὔσχημον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει καλή, ευπρεπή, εξωτερική εμφάνιση. 2. για πράγματα αυτός που αρμόζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση: λέγει πρᾶγμα οὐδαμῶς εὔσχημον = λέει κάτι που δεν αρμόζει. [σύνθ. λ. εὖ + σχῆμα + παρ. επίθ. -ων]. εὐτέλεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η φτηνή τιμή ενός εμπορεύματος. 2. λιτότητα, αποφυγή της σπατάλης: φιλοκαλοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας = αγαπάμε το ωραίο, χωρίς να είμαστε σπάταλοι. ΝΕ ευτέλεια (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. εὐτελής + παρ. επίθ. -εια]. εὐτελής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. φτηνός. 2. τιποτένιος: εὐτελὴς βίος = άθλια ζωή. 3. λιτός: εὐτελὴς δίαιτα = λιτός τρόπος ζωής. ΝΕ ευτελής (με τις σημ. 1, 2). [σύνθ. λ. εὖ + τέλος + -ής]. εὐτυχέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ευτυχώ.
2. για πράγματα έχω καλή κατάληξη, πάω καλά: συνέβαινεν εὐτυχεῖν (τὰ πράγματα) αὐτῷ = συνέβαινε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές του. ΝΕ ευτυχώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. εὐτυχής + παρ. επίθ. -έω]. εὐφημέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. τηρώ θρησκευτική σιγή (ώστε να είναι βέβαιο ότι δε θα πω κάτι που θα προκαλέσει δυσοίωνες εξελίξεις στην τελετή): εὐφήμει/εὐφημεῖτε = σιωπή! 2. επαινώ, λέω καλά λόγια για κάποιον. [παράγ. λ. εὔφημ-ος + παρ. επίθ. -έω]. εὔφορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που μεταφέρεται / σηκώνεται εύκολα, ελαφρός: εὔφορα ὅπλα. 2. δυνατός, γερός: εὔφορον σῶμα. 3. εύφορος. ΝΕ εύφορος (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. εὖ + *φορ- (φέρω) + -ος]. εὐφραίνω ΡΗΜΑ
ευχαριστώ κάποιον, τον χαροποιώ. = τέρπω. ≠ ἀνιάω, λυπέω. παράγ. εὐφραντικός. ΝΕ ευφραίνω (λόγ., π.χ. οίνος ευφραίνει καρδίαν). [παράγ. λ. εὔφρων (< σύνθ. εὖ + φρήν) + παρ. επίθ. -αίνω < *αν-jω]. εὐφυής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει φυσική κλίση προς κάτι: εὐφυὴς πρὸς τὰς τέχνας. 2. αυτός που έχει φυσική εξυπνάδα, ευφυής. ΝΕ ευφυής (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. εὖ + φυ- (φύ-ομαι) + -ής]. εὔχομαι ΡΗΜΑ
1. προσεύχομαι. 2. προσεύχομαι ζητώντας κάτι: εὔχομαι τοῖς θεοῖς πολλὰ ἀγαθὰ ὑπέρ τινος = προσεύχομαι στους θεούς ζητώντας πολλά αγαθά για κάποιον. παράγ. εὐχή, εὐκτός, εὐκταῖος. ΝΕ εύχομαι. [*ευχ-, ΙΕ *eughw-, πβ. αρχ. ινδ. vâghát- «που κάνει μια ευχή»]. εὔψυχος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
παράγ. εὐψυχία. ΝΕ εύψυχος. [σύνθ. λ. εὖ + ψυχή + -ος]. εὐώδης, -ης, εὐῶδες ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που αναδίδει ευωδία, ευχάριστη μυρωδιά. ≠ δυσώδης. ΝΕ ευώδης. [σύνθ. λ. εὖ + παραγ. επίθ. -ώδης < ὄζω «μυρίζω» < *ὀδ-jω]. εὐώνυμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. που έχει καλό όνομα, έντιμος. 2. ως ευφημιστικός όρος αριστερός: τὸ εὐώνυμον κέρας = η αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. ΝΕ στη λόγ. φρ. εξ ευωνύμων «από τα αριστερά». [σύνθ. λ. εὖ + ὄνυμα = ὄνομα]. εὐωχέω -ῶ ΡΗΜΑ
κάνω σε κάποιον τραπέζι με πλούσια φαγητά.
[παράγ. λ. εὖ ἔχω «αισθάνομαι ευεξία» + -έω > εὐωχέω με έκταση ε > ο > ω]. ἐφήμερος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ εφήμερος. [σύνθ. λ. ἐπί + *ἡμερ- (ἡμέρα) + -ος]. ἐφίημι ΡΗΜΑ
1. χαλαρώνω (κυρίως το χαλινάρι). 2. παραδίδω: ἐφίημί τινι τὴν ἡγεμονίαν = παραδίδω σε κάποιον την αρχηγία. 3. μέση φωνή ἐφίεμαι α. αποβλέπω σε κάτι: τοῦ ἀγαθοῦ ἐφιέμεθα πάντες = όλοι αποβλέπουμε στο αγαθό. β. επιθυμώ κάτι. παράγ. έφεσις. ΝΕ το παράγ. έφεση. [σύνθ. λ. ἐπί + ἵημι]. ἐφικνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. πλησιάζω κάποιον: τίνος γὰρ οὐκ ἐφίκοντο; = μέχρι ποιον δεν έφτασαν; 2. εκτείνομαι, φθάνω: ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται = μέχρις εκεί που φθάνει η μνήμη των ανθρώπων. 3. φθάνω στο σκοπό μου, πετυχαίνω το στόχο μου: ἠδυνήθησαν τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι = μπόρεσαν να πετύχουν (να κατακτήσουν) την αρετή. [σύνθ. λ. ἐπί + ἱκνέομαι]. ἐφίστημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάποιον επικεφαλής: ἐπέστησε στρατηγὸν τῷ στρατοπέδῳ = τοποθέτησε στρατηγό επικεφαλής του στρατού. 2. στην παθ. φωνή και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. ἐφίσταμαι α. τοποθετούμαι επικεφαλής: ὁ ἐφεστηκώς = ο επικεφαλής. β. στέκομαι κοντά σε κάτι: ἐπέστη ἐπὶ τὰς θύρας = στάθηκε κοντά στην είσοδο του σπιτιού. γ. σταματώ την πορεία μου: ἐπιστὰς περιέμεινα = σταμάτησα και τον περίμενα. ΝΕ εφιστώ (λ.χ. την προσοχή κτλ.). [σύνθ. λ. ἐπί + ἵστημι]. ἐφοράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. επιβλέπω: Ζεὺς ὃς ἐφορᾷ τὰ πάντα = ο Δίας που επιβλέπει τα πάντα. 2. βλέπω, παρακολουθώ: ἐφεώρα τοὺς φίλους εὐδαίμονας γενομένους = έβλεπε τους φίλους που ευτυχούσαν. παράγ. ἐπόπτης. [σύνθ. λ. ἐπί + ὁράω]. ἐφορμέω -ῶ ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. ἐπί + ὁρμέω]. ἐχθρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. μισητός. 2. α. αυτός που μισεί κάποιον, εχθρικός. β. ως ουσ. ὁ ἐχθρὸς ο εχθρὸς. ΝΕ εχθρός. [παράγ. λ. ἔχθ-ος «η ιδιότητα του ξένου» + παρ. επίθ. -ρός]. ἔχω ΡΗΜΑ
έχω. ειδικότερες σημασίες: 1. έχω τη φροντίδα: εἶχε τὰς ἑπομένας ἀγέλας = είχε την επίβλεψη, τη φροντίδα για τις αγέλες που ακολουθούσαν. 2. σε περιφράσεις ἐν ὀργῇ ἔχω τινά = οργίζομαι εναντίον κάποιου. ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχω (= ὀρρωδῶ) φοβάμαι κάτι. 3. κατευθύνομαι (για πλοία σε λιμάνι): ἔσχον πρὸς τὴν Σαλαμῖνα = προσορμίστηκαν στη Σαλαμίνα. 4. εμποδίζω: ἔσχον τοῦ μὴ καταδῦναι = τους εμπόδιζαν να βυθιστούν. 5. σε εκφράσεις α. οὐκ ἔχω δεν ξέρω: οὐκ ἔχει ὅ,τι χρὴ λέγειν = δεν ξέρει τι πρέπει να πει. β. καλῶς ἔχει / κακῶς ἔχει τα πράγματα πηγαίνουν καλά / κακά. γ. ἔχω + απαρέμφατο μπορώ να + ρήμα: ἔχω εἰπεῖν τι = μπορώ να πω κάτι. 6. μέση φωνή ἔχομαι α. κρατιέμαι από κάτι, και μεταφορικά μένω προσηλωμένος σε κάτι, επιμένω σ᾿ αυτό: τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = δεν αλλάζω γνώμη. β. έρχομαι αμέσως μετά: ὑμᾶς χρὴ ἕπεσθαι ἐχομένους τῶν ἁρμάτων = εσείς πρέπει να ακολουθείτε, πηγαίνοντας αμέσως μετά τα άρματα. παράγ. ἑκτέος, ἐχέτης, ἐχυρός. ΝΕ έχω. [*σεχ- (σχέσις, ἐχέτλη, ἴσχω, σχεδόν), *segh- από όπου και αρχ. ινδ. sáhas- «βία, νίκη», γοτθ. sigis «νίκη»]. ἕψω ΡΗΜΑ
βράζω κάτι. παράγ. ἕψησις, ἕψημα (ἀφέψημα), ἑψητὸς «ψητός». ΝΕ ψήνω. [*ἑπ-σ, ΙΕ αρχής] ἕωθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. ἕως + παρ. επίθ. -θεν]. ἑωθινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ λόγ., λ.χ. στη φρ. εωθινό ευαγγέλιο. [παράγ. λ. ἕωθεν + παρ. επίθ. -ινός]. ἑῷος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. πρωινός. 2. ανατολικός: τὸ ἑῷον τεῖχος. [παράγ. λ. ἕω-ς + παρ. επίθ. -ιος]. ἕως, ἕω, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η αυγή, το χάραμα της μέρας: ἅμα ἕῳ = με την αυγή. ≠ δείλη. 2. ανατολή: πρὸς ἕω τῆς πόλεως = προς τα ανατολικά της πόλης. 3. κύριο όνομα ἡ Ἠώς η θεά της αυγής: ἡ ροδοδάκτυλος Ἠώς = η ροδοδάκτυλη αυγή (δηλαδή με τις ρόδινες ακτίνες). παράγ. ἑῷος, ἕωθεν, ἑωθινός. [ΙΕ *ausos (πβ. λατ. aurōra «αυγή») > *ᾱFως > ἕως]. |