ΔΔ, δ, δέλτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
δᾳδοῦχος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. δᾳδουχέω -ῶ, δᾳδουχία, σύνθ. δᾳδοφόρος. [σύνθ. λ. δᾴς, δᾳδό-ς + ἔχω]. δαιμόνιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η θεία δύναμη: πάντῃ ἀψευδὲς τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ θεῖον = η θεία δύναμη και ο θεός είναι εντελώς ξένα προς το ψέμα. 2. κατώτερος θεός, κάτι ανάμεσα στους θεούς και στους θνητούς: καινὰ δαιμόνια = καινούριες θεότητες (στις οποίες κατηγορούσαν το Σωκράτη ότι πίστευε).
3. στην Καινή Διαθήκη το πονηρό πνεύμα: ἐκβάλλω δαιμόνια = διώχνω τα κακά πνεύματα. ΝΕ δαιμόνιο (με τη σημ. 3, αλλά και με τη σημ. «τζίνι των παραμυθιών»). [ουσιαστικοπ. ουδ. του δαιμόνιος, -ία, -ιον]. δαιμόνιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει σχέση με το δαίμονα (δηλ. το θεό), που προέρχεται από αυτόν, και επομένως ο θαυμαστός: εἰ μή τι δαιμόνιον εἴη = αν δεν είναι κάποια θεϊκή παρέμβαση. 2. για πρόσωπα θαυμάσιος, θεϊκός: δαιμόνιος τὴν σοφίαν = έχει θαυμαστή σοφία.
ΝΕ δαιμόνιος (με τη σημ. 2) [παράγ. λ. δαίμων, -ονος + παρ. επίθ. -ιος]. δαίμων, -ονος, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η ακαθόριστη ανώτερη δύναμη που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου. 2. η τύχη ενός ανθρώπου, καλή ή κακή, οι περιστάσεις και συνθήκες της ζωής του. παράγ. δαιμόνιον, δαιμονίως, δαιμονιώδης, σύνθ. κακοδαιμονέω -ῶ, δεισιδαίμων. ΝΕ δαίμονας (με τη σημ. 3). [*δαί- (δαί-ω «τεμαχίζω, μερίζω» < *δαF-jω) + παρ. επίθ. -μων]. δάκνω ΡΗΜΑ
1. δαγκώνω. 2. μεταφορικά, συχνά στην παθ. φωνή ερεθίζω, πληγώνω την ψυχή κάποιου: δηχθεῖσα κέντροις ἠράσθη… = αφού πληγώθηκε από το κεντρί (του έρωτα), ερωτεύτηκε τον… παράγ. δῆγμα «δάγκωμα». ΝΕ δαγκώνω (από τον αόρ. ἔδακον). [*δακ- (από *δενκ- «δαγκώνω») + επίθ. -ν-ω]. δανείζω ΡΗΜΑ
1. δανείζω σε κάποιον χρήματα: ἐδάνεισεν αὐτῷ δισχιλίας δραχμάς = του δάνεισε δύο χιλιάδες δραχμές. 2. μέση φωνή δανείζομαι παίρνω χρήματα με δάνειο: ἀποδώσουσιν οἱ δανεισάμενοι τοῖς δανείσασι τὸ ἀργύριον = θα επιστρέψουν τα χρήματα στους δανειστές αυτοί που τα δανείστηκαν. παράγ. δανεισμός, δανειστής. ΝΕ δανείζω και δανείζομαι. [δάνος, -ους «δώρο, οφειλή» (*δα- < δί-δωμι), *δανεσ-ίζω > δανείζω]. δαπανάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ξοδεύω, δαπανώ: πάντα ἐκ τῶν ἰδίων ἐδαπανῶμεν = εμείς πληρώναμε όλα τα έξοδα με δικά μας χρήματα. 2. μέση φωνή δαπανῶμαι ξοδεύω από τα δικά μου χρήματα. ΝΕ δαπανώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. δαπάνη (*δα-π- «ξοδεύω, τρώγω», πβ. δα-τέομαι «τεμαχίζω κρέας κτλ.») + παρ. επίθ. -άω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dāpayati «μοιράζω»]. δᾴς, δᾳδός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. δᾴδινος, δᾳδίον, σύνθ. δᾳδοῦχος, δᾳδουχέω. ΝΕ δάδα. [*δαι-Fις < *δαF-jω > δαίω «καίω»]. δασύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. τριχωτός, δασύτριχος: δέρμα αἰγὸς δασύ = δασύτριχο δέρμα κατσίκας. 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα ή που είναι καλυμμένος με πυκνόφυλλα φυτά: διὰ τῶν δασέων = μέσα από πυκνά δάση. 3. για φθόγγους αυτός που προφέρεται με μια άχνα, με μια εκβολή αέρος. Στην αρχαία δασέα σύμφωνα ήταν τα θ, φ, χ, που προφέρονταν αντίστοιχα ως τ με άχνα, π με άχνα και κ με άχνα. ≠ ψιλός «που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλαδή χωρίς άχνα», λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ). παράγ. δασύνω, δασύτης, σύνθ. δασύθριξ (γεν. δασύτριχος), δασύμαλλος, δασυπώγων «με δασύ γένι». ΝΕ λόγ. δασύς (και δασύτριχος «με πολλές τρίχες»). [*δασύς, ομόρρ. με λατ. densus]. δαψιλής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. άφθονος: δαψιλεῖς ἔπαινοι. = ἄφθονος. 2. για πρόσωπα γενναιόδωρος ή σπάταλος: δαψιλὴς χορηγός. παράγ. δαψίλεια, ἡ «αφθονία», δαψιλῶς, δαψιλεύομαι. [*δαψ- (ἔ-δαψ-α, αόρ. του δάπ-τω «καταβροχθίζω») + παρ. επίθ. -ιλής]. δὲ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΟ/ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ 1. συχνά προηγείται το μέν εξάλλου, από το άλλο μέρος: πρῶτος μέν… δεύτερος δέ. 2. όταν δεν προηγείται το μέν, το δὲ λειτουργεί α. ως αντιθετικό αλλά: …ἐπ' ἐλευθερώσει δὲ τῶν Ἑλλήνων παρελήλυθα = …αλλά ήρθα για να απελευθερώσω τους Έλληνες. β. ως συνδετικό σε επεξηγηματικές προτάσεις δηλαδή: τὴν νῦν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην = τη σημερινή Βοιωτία, αυτή δηλαδή που την ονόμαζαν παλαιότερα Καδμεία γη. 3. όταν, έπειτα από διακοπή, συνεχίζει κάποιος την ομιλία του λέω λοιπόν, που λέτε: χρόνου δὲ ἐπιγενομένου καὶ κατεστραμμένων πάντων… = αφού πέρασε ο καιρός, που λέτε, και υποδουλώθηκαν όλοι… ΝΕ δε (λόγιο). [μεταπτωτ. τύπος του δή (*δή-, δή)]. -δε ΕΓΚΛΙΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ 1. με ονόματα τόπων δηλώνει κίνηση προς έναν τόπο: οἴκαδε = προς την πατρίδα. Ἀθήναζε (< Ἀθήνασδε) = προς την Αθήνα. 2. με δεικτικές αντωνυμίες επιτείνει τη σημασία τους ὅδε = αυτός εδώ. δέδοικα & δέδια ΡΗΜΑ
παρακείμενος του ρήματος δείδω με ενεστωτική σημασία. 1. φοβάμαι: δέδοικα μή… = φοβάμαι μήπως… δεδιότες μὴ καταλυθείη ὁ δῆμος = φοβούμενοι μήπως καταλυθεί η δημοκρατία. ἐδείσατε ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν = φοβηθήκατε για τον εαυτό σας. ≠ θαρρέω. 2. με αιτιατική φοβάμαι κάποιον: μήτε αἰσχύνεσθαι δεῖ αὐτὸν μήτε δεδιέναι τοὺς γονεῖς = δεν πρέπει ούτε να ντρέπεται ούτε να φοβάται τους γονείς του. παράγ. δειλός, σύνθ. δεισιδαίμων. [*δFει-, δειλός, με αναδιπλ. δέ-δοι-κα]. δέησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ικεσία. 2. ανάγκη, έλλειψη: κατὰ τὰς δεήσεις = ανάλογα με τις ανάγκες τους. ΝΕ δέηση (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. δε-η- (πβ. δεητικός, δέω, δέομαι «στερούμαι» < *δευσ-) + παρ. επίθ. -σις]. δεῖ ΡΗΜΑ απρόσωπο ρ. του προσωπικού δέω
1. με απαρέμφατο ως υποκείμενο πρέπει: δεῖ με ἐλθεῖν = πρέπει να έρθω. δεῖ ἡμᾶς ἀνδρείους εἶναι = πρέπει να είμαστε γενναίοι. οἴομαι δεῖν... = νομίζω ότι πρέπει… = χρή, προσήκει. 2. με γενική πράγματος υπάρχει ανάγκη για κάτι: εὐβουλίας δεῖ = χρειάζεται σύνεση. δεῖ δὴ χρημάτων καὶ ἄνευ τούτων οὐδὲν ἔστι γενέσθαι τῶν δεόντων = χρειάζονται χρήματα και χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει τίποτε από τα αναγκαία.
3. με δοτική προσώπου δεῖ μοί τινος = χρειάζομαι κάποιον ή κάτι. παράγ. το δέον, τα δέοντα, δεόντως. [*δευσ- «υπολείπομαι, έχω ανάγκη», πβ. δέησις, δεύ-τερος «που στερείται τη θέση του πρώτου», πβ. αρχ. ινδ. dosa «έχω έλλειψη από κάτι»]. δείκνυμι & δεικνύω ΡΗΜΑ
1. δείχνω κάποιον ή κάτι: δείκνυμι εἴς τινα = δείχνω προς το μέρος κάποιου. = δηλόω -ῶ. 2. αποδεικνύω: ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες = απέδειξαν πως ήταν έτοιμοι. παράγ. δεῖγμα, δεικτέος, δεικτικός, δεῖξις, σύνθ. ἀναδείκνυμι, ἀποδείκνυμι, ἔνδειξις, παράδειγμα. ΝΕ δείχνω (και με τις δύο σημ.). [*δεικ- + παρ. επίθ. -νυ + -μι, πβ. λατ. dicō, αρχ. ινδ. disáti «δείχνω»]. δείλη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. δειλινός, -ή, -όν. ΝΕ δείλι (ποιητ.), δειλινό. [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δείελος· ὀψὲ δύων «που δύει αργά», χωρίς σαφή ετυμολογία]. δεῖνα, -ος, ὁ, ἡ, τὸ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ αόριστη αντωνυμία. πάντα με άρθρο κάποιος: ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος; = δικός μου ή κάποιου άλλου;
ΝΕ ο δείνα. [αβέβ. ετυμ., κατά τους αρχ. γραμματικούς από *ταδεἶνα < *τάδε ἔνα, πβ. για το -εν- ἐκεῖν-ος < *ἐ-κεν-jος]. δεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός: δεινὸς ἰδεῖν = φοβερός στο να τον βλέπεις. εἰ δεινὰ ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ = αν έκανες φοβερά πράγματα, φοβερά πρέπει και να πάθεις.
2. θαυμαστός, παράξενος: πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει = πολλά είναι τα θαυμαστά, αλλά από τον άνθρωπο δεν υπάρχει τίποτε πιο θαυμαστό. 3. έξυπνος, ικανός: Πρωταγόρας ἦν σοφὸς καὶ δεινὸς ἀνήρ = ο Πρωταγόρας ήταν σοφός και ικανός άντρας.
παράγ. δεινότης, δεινόω, δείνωσις, δεινῶς, σύνθ. δεινοπαθέω. ΝΕ λόγ. δεινός «ικανός» (σημ. 3). [*δFεινός, *δFει- < δείδω «φοβάμαι», πβ. δειλός]. δειπνέω -ῶ ΡΗΜΑ
τρώω, (και ειδικότερα στους αττικούς) τρώω το κύριο φαγητό της ημέρας: δειπνῶ παρά τινι = δειπνώ στο σπίτι κάποιου. [παράγ. λ. δεῖπνον + παρ. επίθ. -έω]. δεῖπνον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. δειπνόω -ῶ, δειπνίζω, σύνθ. δειπνοσοφιστής. ΝΕ δείπνο. [αβέβ. ετυμ., ίσως μεσογειακή λ.]. δεισιδαίμων, -ων, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. με θετική σημ. αυτός που φοβάται τους θεούς και συνεπώς ο ευσεβής, ο θρήσκος: οἱ δεισιδαίμονες ἧττον τοὺς ἀνθρώπους φοβοῦνται = όσοι φοβούνται (σέβονται) τους θεούς, δε φοβούνται τους ανθρώπους. 2. με αρνητ. σημ. αυτός που διακατέχεται από δεισιδαιμονίες. παράγ. δεισιδαιμονία. ΝΕ δεισιδαίμων και δεισιδαίμονας (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. *δFεισιδαίμων < *δFεισι- (< δείδω «φοβάμαι») + δαίμων]. δεκάτη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθέτου δέκατος, -η, -ον]. δελεάζω ΡΗΜΑ 1. πιάνω με δόλωμα. 2. εξαπατώ με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα. παράγ. δελεασμός, δελέασμα. ΝΕ λόγ. δελεάζω (με τη σημ. 2). [δέλε-αρ + -άζω, δέλεαρ]. δέλεαρ, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το δόλωμα. 2. μέσο εξαπάτησης: ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ = η ηδονή παρακινεί στο κακό. = δόλος. παράγ. δελεάζω, δελεασμός. ΝΕ λόγ. δέλεαρ (με τη σημ. 2). [*δέλεFαρ, πβ. αιολ. βλῆρ < *βελ(η)- «καταπίνω», ομόρρ. με *βερη- «βορά»]. Δελφοί, -ῶν, οἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*ΔελφFοί < *δελφ- «μήτρα» + παρ. επίθ. -οί, σε πληθ. κατά τους περισσότερους συνοικισμούς]. δεξιά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. θηλ. δεξιά (χείρ) του επιθέτου δεξιός, -ιά, -ιόν]. δεξιόομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ ΝΕ δεξιώνομαι κάποιον «υποδέχομαι τιμητικά κτλ.». [παράγ. λ. δεξιός + παρ. επίθ. -ό-ομαι]. δεξιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που βρίσκεται από την πλευρά του δεξιού χεριού. ≠ ἀριστερός, εὐώνυμος. 2. αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ο αίσιος: δεξιὸς ὄρνις = αίσιος οιωνός. 3. επιδέξιος, έξυπνος: πολλοὶ κακοῦργοι ὄντες δεξιοὶ κέκληνται = πολλοί, ενώ είναι παλιάνθρωποι, θεωρούνται έξυπνοι. παράγ. δεξιά, δεξιόομαι -οῦμαι, δεξιότης, σύνθ. ἐπιδέξιος, ἀδέξιος. ΝΕ δεξιός (με τις σημ. 1, 2). [*δεξιFός, *δεκ-, δέχομαι, πβ. δεξι-τερός]. δέομαι ΡΗΜΑ αποθετικό ρήμα
1. χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: οὐδὲν δέομαι Σωκράτους = δε χρειάζομαι τίποτε από το Σωκράτη. τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν = αυτό χρειάζομαι ακόμα να καταλάβω. 2. παρακαλώ για κάτι, ζητώ κάτι: τοῦτο δέομαι ὑμῶν = αυτό ζητώ από σας (για τούτο σας παρακαλώ). παράγ. δέησις. ΝΕ δέομαι (με επέκταση της σημ. 2 «προσεύχομαι»). [*δευσ- < δέω «χρειάζομαι», πβ. δεύ-τερος «που υπολείπεται του πρώτου», επίσης δεῖ & δέω (Α)] δέον, -οντος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ το δέον. [*δευσ- < δέω «χρειάζομαι», πβ. δεύ-τερος]. δέος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φόβος: τρέμω τῷ δέει τί πείσομαι = τρέμω από το φόβο τι θα πάθω. τὸ ἀντίπαλον δέος = ο φόβος που προξενεί ο αντίπαλος. 2. σεβασμός. ΝΕ λόγ. δέος (και με τις δύο σημ.). [*δFέιος > δέος, δείδω «φοβάμαι»]. δέρω ΡΗΜΑ
1. γδέρνω (ζώο). 2. δέρνω κάποιον.
παράγ. δέρας, δέρμα, δορά. ΝΕ γδέρνω (< ἐκ-δέρω, με τη σημ. 1) και δέρνω (με τη σημ. 2). [*δέρ-ω «γδέρνω», πβ. λιθ. derù «γδέρνω»]. δεσμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάτι που χρησιμοποιείται για σύνδεση ή για στερέωση. 2. πληθυντικός οἱ δεσμοί = οι αλυσίδες των φυλακισμένων. ΝΕ δεσμός (και με τις δύο σημ.). [παράγ. λ. *δε- (< δέω «δένω» < *δεjω) + παρ. επίθ. -σ-μός]. δεσμωτήριον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λόγ. δεσμωτήριο. [παράγ. λ. *δεσμωτήρ (πβ. δεσμώτης < δεσμόω + παρ. επίθ. -της) + παρ. επίθ. -ιον]. δεσπότης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
1. ο αφέντης (σε αντιδιαστολή προς τον δοῦλον). 2. απόλυτος άρχοντας. παράγ. δέσποινα, δεσπόζω «είμαι κυρίαρχος», δεσποτικός. ΝΕ λόγ. δεσπότης (με την αρχ. σημ.) και δημοτ. δεσπότης «επίσκοπος της Εκκλησίας». [*δεμσ- (δέμω «κτίζω») + *πότις > πόσις «ο κύριος του σπιτιού», πβ. αρχ. ινδ. dámpati «κύριος του σπιτιού»]. δεῦρο ΕΠΙΡΡΗΜΑ / ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ 1. τοπικά εδώ, προς τα εδώ: δεῦρο παρὰ Σωκράτη καθέζου = κάθισε εδώ, κοντά στο Σωκράτη. 2. χρονικά έως τώρα: δεῡρο ἀεί = συνεχώς έως τώρα. 3. ως επιφώνημα εμπρός! έλα! καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ = εμπρός, Μέλητε, πες μου. Στη μεταγενέστερη γραμματεία ως πληθ. του δεῦρο χρησιμοποιήθηκε ο τύπος δεῦτε: δεῦτε λάβετε φῶς = εμπρός (εσείς οι πολλοί) πάρτε φως. ΝΕ στη φρ. δεύρο έξω «έλα έξω». [*δε-υρο ή *δε-αυρο, πβ. λιθ. aurè = δεῦρο]. δέχομαι ΡΗΜΑ
1. δέχομαι, καλωσωρίζω, εγκρίνω, συμφωνώ. 2. περιμένω την επίθεση κάποιου. παράγ. δέκτης, δεξαμενή ( < μτχ. *δεξαμένη), σύνθ. καταδέχομαι, παραδέχομαι. ΝΕ δέχομαι (με τη σημ. 1). [*δεχ-, δεκ-, ΙΕ αρχής]. δέω (Α) ΡΗΜΑ
1. έχω ανάγκη από κάτι: παραδείγματος τοῦτο δεδέηκε = αυτό έχει ανάγκη από παράδειγμα. ὀλίγου δέω δακρῦσαι = λίγο θέλω να δακρύσω. πολλοῦ δέω ἀπολογεῖσθαι = πολύ απέχω από το να υπερασπίσω τον εαυτό μου. παρὰ μικρὸν ἐδέησα ἀποθανεῖν = παρά λίγο να πεθάνω. 2. δέων, -ουσα, -ον ο πρέπων, ο αρμόζων. παράγ. δέησις, σύνθ. ἐνδεής, ἔνδεια. [*δευσ-, δέησις, δεῖ & δέομαι]. δέω (Β) ΡΗΜΑ
1. δένω: δέω κύνα κλοιῷ = δένω το σκυλί με περιλαίμιο. = δεσμεύω. ≠ λύω. 2. επιβάλλω δεσμά σε κάποιον ως μορφή φυλάκισης, τον δένω με αλυσίδες ή χειροπέδες: ἦσαν δεδεμένοι πρὸς ἀλλήλους = ήταν αλυσοδεμένοι ο ένας με τον άλλο. παράγ. δέσις, δέσμη, δεσμός, δέσμιος, δεσμώτης, σύνθ. ὑπόδημα, διάδημα. ΝΕ δένω (με σημ. 1). [*δη-, *δε-, *δέ-jω, πβ. αρχ. ινδ. dıtá- = δετός]. δὴ ΜΟΡΙΟ 1. συνοδεύει επιρρήματα χρόνου: νῦν δή. 2. προσδίδει έμφαση ασφαλώς, βεβαίως, πράγματι: καὶ ἴστε δὴ οἷος... = και γνωρίζετε ασφαλώς ποιος... 3. δηλώνει μετάβαση στα επόμενα, με ή χωρίς συμπερασματική χροιά: γίγνονται δὴ οὗτοι χίλιοι = αυτοί λοιπόν φτάνουν τους χίλιους. [*δη-, δέ-, δέ]. δηλαδὴ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ δηλαδή. [δῆλα + δή, δῆλος]. δηλονότι ΕΠΙΡΡΗΜΑ [δῆλον + ὅτι, δῆλος]. δῆλος, -η & -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
παράγ. δηλονότι, δηλαδή, δηλόω, σύνθ. ἄδηλος, ἔκδηλος. [*δεελος (πβ. αιολ. εὔδειλος = εὔδηλος) > δῆλος]. Δῆλος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [προελλ.]. δηλόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. δείχνω κάτι. = δείκνυμι. 2. αποδεικνύω κάτι: δηλώσω οὐ παραγενόμενος = θα αποδείξω πως δεν ήμουν παρών. 3. ως αμετάβατο είναι ξεκάθαρο (φανερό) ότι...: δηλοῖ δὲ ταῦτα ὅτι οὕτως ἔχει = είναι ξεκάθαρο ότι έτσι έχουν τα πράγματα. ΝΕ δηλώνω «λέω με έμφαση». [παράγ. λ. δῆλος + παρ. επίθ. -όω]. δημαγωγός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. με θετική σημ. ο αρχηγός του λαού, αυτός που επηρεάζει, κατευθύνει το λαό (όπως λ.χ. ο Περικλής): δημαγωγοὶ ἀγαθοί. 2. συνήθως με κακή σημ. δημαγωγός: ἔστιν γὰρ δημαγωγὸς ὁ τοῦ δήμου κόλαξ = γιατί ο δημαγωγός είναι αυτός που κολακεύει το λαό. παράγ. δημαγωγία. ΝΕ δημαγωγός (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. δῆμον + ἄγω]. δημηγορέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. δημηγόρος + παρ. επίθ. -έω]. δημηγορία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ λόγ. δημηγορία. [παράγ. λ. δημηγόρος + παρ. επίθ. -ία]. Δημήτηρ, -τερος & -τρος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. Δημήτριος, Δημήτρια (τά). ΝΕ Δήμητρα. [σύνθ. λ. πιθ. Δᾱ (= Γᾱ = Γῆ) + μήτηρ]. δήμιος, -ίου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ δήμιος (συνήθως με μεταφορ. σημ. «σκληρός κτλ.»). [ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. δήμιος, -ιος, -ιον που αρχικώς σήμαινε «δημόσιος»]. δημιουργός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που ασκεί έργο ωφέλιμο για το δήμο, και κατ' επέκταση ο τεχνίτης. 2. δημιουργός. παράγ. δημιουργέω -ῶ. ΝΕ δημιουργός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. δήμιος + *Fεργ- (πβ. Fέργον = ἔργον) + παρ. επίθ. -ός, *δημιοFεργός]. δημοκρατέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
έχω δημοκρατικό πολίτευμα: πόλις δημοκρατουμένη. ≠ τυραννέομαι -οῦμαι. [σύνθ. λ. δημοκρατ- (< δῆμος + κρατέω) + παρ. επίθ. -έομαι]. δῆμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο απλός λαός (σε αντιδιαστολή προς τους ἄρχοντες). ≠ δυνατοί. 2. με πολιτική σημ. τα μέλη εκείνα του πληθυσμού μιας κοινότητας που διέθεταν πολιτικά δικαιώματα, το σύνολο των πολιτών. 3. το δημοκρατικό πολίτευμα (σε αντιδιαστολή προς τους ὀλίγους) 4. το πολιτειακό όργανο της εκκλησίας του Δήμου. 5. οἱ δῆμοι στην Αττική, οι περιφέρειες που αποτελούσαν κοινότητες, καθώς και οι υποδιαιρέσεις των φυλών: δήμου Δεκελῆθεν = από το δήμο της Δεκέλειας. παράγ. δημεύω, δήμιος, δημοσίᾳ, δημηγορέω -ῶ, σύνθ. δημαγωγός, δημηγορία, δήμαρχος. ΝΕ δήμος (με τη σημ. 5, «διοικητική αρχή σε κάθε πόλη ή κοινότητα»). [*δα-, *δη- (< δαίομαι «διανέμω») + παρ. επίθ. -μος]. δημοσίᾳ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. στη δημόσια ζωή, στο δημόσιο. ≠ ἰδίᾳ. 2. με δημόσια έξοδα: Τέλλον Ἀθηναῖοι δημοσίᾳ ἔθαψαν. ΝΕ δημόσια, (λογ.) δημοσία (π.χ. δημοσία δαπάνη). [παράγ. λ. δημόσιος + παρ. επίθ. -ᾳ]. δημόσιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. δημοσίᾳ, δημοσιεύω «δημεύω κτλ.». [*δημότ-ιος (πβ. δημότης < δῆμος)]. δήπου & δή που ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. βεβαιωτικό βέβαια, εννοείται: οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ... = κανένας βέβαια δεν αγνοεί... 2. ερωτηματικό οὐ δή που; = έτσι δεν είναι; [δή + που]. δῆτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ασφαλώς, βέβαια: οὐ δῆτα = όχι βέβαια. 2. σε ερώτηση έχει συμπερασματική χροιά λοιπόν: τί δῆτα; = τι λοιπόν; [προεκτετ. τύπος του δὴ με το -τα, πβ. ἔπει-τα]. διὰ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. 1. με γενική δηλώνει α. διαμέσου, μέσα από: διὰ τῆς ἀγορᾶς. β. κατά τη διάρκεια: διὰ βίου = κατά (σε όλη) τη διάρκεια της ζωής. γ. το μέσο ή τον τρόπο: ἔλεγε δι' ἑρμηνέως = μιλούσε μέσω διερμηνέα. διὰ βραχέων = με συντομία. 2. με αιτιατική δηλώνει α. την αιτία: ἐπετιμήθη ὑπὸ Κύρου δι' εὔνοιαν = κατηγορήθηκε από τον Κύρο για μεροληπτική συμπεριφορά. β. τον αίτιο, τον υπεύθυνο: οὐ δι' ἐμέ = όχι εξαιτίας μου. γ. το σκοπό: διὰ τοῦτο, ἵνα τὰ λοιπὰ βελτίω γένηται = με αυτόν το σκοπό, για να βελτιωθούν δηλαδή τα υπόλοιπα. Β. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. διαμέσου, π.χ. διαβαίνω. β. μεταξύ, ενδιάμεσα, π.χ. διαλείπω. γ. χωρισμό ή διανομή, π.χ. διακρίνω, διαδίδωμι. δ. διάρκεια, π.χ. διαβιῶ. ε. επίταση, ενίσχυση, π.χ. διαφθείρω. στ. συναγωνισμό, άμιλλα, π.χ. διαγωνίζομαι. ΝΕ διά (με τις σημ. Α1α, Α1γ). [*δισα-, δίς, δύο, πβ. λατ. dis]. διαβαίνω ΡΗΜΑ
1. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο, διαβαίνω: διαβαίνω ποταμόν/διὰ ποταμοῦ = περνώ το ποτάμι/από το ποτάμι. διέβη εἰς Μακεδονίαν = ήρθε (πέρασε από τη Μ. Ασία) στη Μακεδονία. 2. δρασκελώ. παράγ. διάβασις, διαβατήριος. ΝΕ διαβαίνω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. διά + βαίνω]. διαβάλλω ΡΗΜΑ
1. περνώ μέσα από κάτι ή περνώ απέναντι: τὸ Ἰόνιον διαβάλλω = διασχίζω το Ιόνιο πέλαγος. 2. προκαλώ αντιπαράθεση μεταξύ δύο ανθρώπων, τους διαβάλλω: διαβάλλω τινὰς ἀλλήλοις = διαβάλλω τον έναν στον άλλο (και τους κάνω να μαλώσουν).
παράγ. διαβολή, διάβολος. ΝΕ διαβάλλω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. διά + βάλλω]. διαβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ διαβολή. [παράγ. λ. *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ή]. διάβολος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. συκοφαντικός. 2. ως ουσ. ο σατανάς. ΝΕ διάβολος (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. *διαβολ- (< διαβάλλω) + παρ. επίθ. -ος]. διαγγέλλω ΡΗΜΑ
1. μεταφέρω μήνυμα με αγγελιαφόρο: οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς = αυτοί που άκουσαν μετέφεραν το μήνυμα στους στρατηγούς. 2. μέση φωνή διαγγέλλομαι διαβιβάζω μια διαταγή: ἐβούλοντο ἀπιέναι καὶ διηγγέλλοντο = ήθελαν να αποχωρήσουν και διαβίβαζαν τη διαταγή από τον ένα στον άλλο. παράγ. διάγγελος, διαγγελία, διάγγελμα. [σύνθ. λ. διά + ἀγγέλλω]. διαγίγνομαι ΡΗΜΑ
1. περνώ το χρόνο μου, ζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο τη ζωή μου: οὐδὲν ἄλλο ποιῶν διαγεγένηται ἤ… = ζει τη ζωή του μη κάνοντας τίποτε άλλο παρά… = διάγω, ζήω -ῶ. 2. για χρονικό διάστημα περνώ: χρόνου μεταξὺ διαγενομένου = όταν μεσολάβησε κάποιο χρονικό διάστημα. [σύνθ. λ. διά + γίγνομαι]. διαγιγνώσκω ΡΗΜΑ
1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο: διαγιγνώσκω εἰ ὅμοιοί εἰσι = διακρίνω αν είναι ίσοι ή όχι. 2. αποφασίζω έπειτα από ψηφοφορία: διέγνωσαν σφίσι βοηθεῖν = αποφάσισαν να τους βοηθήσουν. 3. βγάζω δικαστική απόφαση. παράγ. διάγνωσις. [σύνθ. λ. διά + γιγνώσκω]. διάγνωσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το να διακρίνω τη διαφορά ανάμεσα σε δύο πράγματα ή καταστάσεις: τὴν διάγνωσιν ἐποιοῦντο, τίς ἐκράτει = προσπαθούσαν να καταλάβουν ποιος νικούσε. 2. σχηματισμός γνώμης, λήψη απόφασης: τὴν διάγνωσιν ποιοῦμαι = παίρνω την απόφαση. ΝΕ διάγνωση (ιδίως ιατρική, με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. διά- + -γνω (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις ως παράγ. ουσ. του σύνθ. διαγιγνώσκω]. διάγω ΡΗΜΑ
1. μεταφέρω, περνώ απέναντι: διάγω τὴν στρατιάν. 2. περνώ το χρόνο, τον καιρό μου: διῆγε τὸν βίον μαχόμενος = περνούσε τη ζωή του πολεμώντας. = διαγίγνομαι.
παράγ. διαγωγή. ΝΕ λόγ. διάγω (σημ. 2, λ.χ. διάγει έντιμο βίο). [σύνθ. λ. διά + ἄγω]. διαγωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μεταφορά, πέρασμα. 2. ο τρόπος ζωής και ειδικότερα η διασκέδαση: ἐλευθέριος διαγωγή = διασκέδαση που ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο (και όχι σε δούλο). ΝΕ διαγωγή «κοινωνική συμπεριφορά». [παράγ. λ. διά + ἀγωγὴ ως ουσ. του διάγω]. διαδίδωμι ΡΗΜΑ
1. παραδίδω κάτι, το περνώ από χέρι σε χέρι: λαμπάδας ἔχοντες διαδιδόασιν ἀλλήλοις = κρατώντας λαμπάδες, τις δίνει ο ένας στον άλλο. 2. παθ. φωνή διαδίδομαι εξαπλώνομαι ως φήμη, διαδίδομαι: λόγος διεδόθη. 3. διανέμω: τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας = (για φάρμακο) που διανέμεται σε όλες τις φλέβες του σώματος. = διανέμω. παράγ. διάδοσις. ΝΕ διαδίδομαι (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. διά + δίδωμι]. διάθεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. οργάνωση, ρύθμιση: ἡ διάθεσις τῆς πολιτείας = η ρύθμιση του πολιτεύματος. 2. διαθήκη. 3. ό,τι διαθέτει κανείς για πώληση, η πώληση: διάθεσις ἄφθονος = άφθονα πράγματα για πούλημα. 4. η σωματική ή ψυχική κατάσταση του ανθρώπου, η διάθεση. ΝΕ διάθεση (σημ. 3, 4). [παράγ. λ. διαθε- (διαθέτω) + παρ. επίθ. -σις ως ουσ. του διαθέτω]. διαθήκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διαθήκη (έγγραφη κατάθεση ενός ατόμου για την περιουσία του κτλ.) 2. συμφωνία, συμβόλαιο, σύμβαση: ἡ Καινὴ Διαθήκη = η καινούρια συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. ΝΕ διαθήκη (με τις σημ. 1, 2). [σύνθ. λ. διά + θήκη ως παράγ. ουσ. του διατίθημι]. δίαιτα, -αίτης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τρόπος ζωής: εὐτελὴς δίαιτα = πολύ απλός τρόπος ζωής. 2. κατοικία ή τόπος κατοικίας. 3. διαιτησία, διάλυση διαφοράς: ἐπιτρέπω τὴν δίαιτάν τινι = αναθέτω τη διαιτησία σε κάποιον. παράγ. διαιτάομαι -ῶμαι. ΝΕ δίαιτα «πρόγραμμα λήψης τροφής». [διά + *αἰτάω (πβ. αἴτιος), ομόρρ. με αἶσα. «μερίδα», *αι- «μερίζω, δίνω»]. διαιτάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μέση & παθ. φωνή διαιτῶμαι ζω με έναν ορισμένο τρόπο: διαιτῶμαι ἐπ' ἀγρῷ = ζω στην εξοχή. 2. γίνομαι κριτής ή διαιτητής, διαιτητεύω: διαιτῶ δίαιταν = είμαι κριτής σε διαιτησία. παράγ. διαιτητής. [παράγ. λ. δίαιτα + παρ. επίθ. -άω]. διάκειμαι ΡΗΜΑ
χρησιμοποιείται ως παθ. φωνή του διατίθημι, συχνά με επίρρημα ή μετοχή βρίσκομαι σε μια ορισμένη σωματική ή ψυχική διάθεση: κακῶς διάκειμαι = έχω κακή διάθεση. εὖ διάκειμαί τινι/πρός τινα = είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον. ὁρᾶτε ὡς διάκειμαι ὑπὸ τῆς νόσου = βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκομαι από την αρρώστια. ΝΕ διάκειμαι (σε λόγιες εκφράσεις, όπως διάκειμαι εχθρικά απέναντι σε κάποιον). [σύνθ. λ. διά + κεῖμαι]. διακελεύομαι ΡΗΜΑ
1. δίνω εντολή, διατάσσω, 2. συμβουλεύω. [σύνθ. λ. διά + κελεύομαι]. διακομίζω ΡΗΜΑ
1. μεταφέρω, μεταβιβάζω, από έναν τόπο σε άλλον: διεκομίσαμεν τὴν εὐδαιμονίαν ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην = μεταφέραμε τον πλούτο από την Ασία στην Ευρώπη. 2. μέση φωνή διακομίζομαι αναλαμβάνω να μεταφέρω δικούς μου ανθρώπους ή κάτι άλλο που μου ανήκει: διεκομίζοντο παῖδας καὶ γυναῖκας = μετέφεραν (πίσω στην πόλη) τα παιδιά και τις γυναίκες. παράγ. διακομιδή «μεταφορά από έναν τόπο σε άλλον». ΝΕ διακομίζω (με τη σημ. 1). [*διακομίδ-jω]. διακονέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συχνά με δοτ. προσώπου υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες: δεσπότῃ διακονῶ. 2. μέση φωνή διακονοῦμαι εξυπηρετώ (τον εαυτό μου): διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς = υπηρετώντας τους άλλους και τους εαυτούς τους. παράγ. διακονία, διακόνημα. ΝΕ διακονώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. διάκονος + παρ. επίθ. -έω]. διακονία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ διακονία. [παράγ. λ. διακονέω + παρ. επίθ. -ία]. διάκονος, -όνου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. διακονέω -ῶ, διακονία. ΝΕ διάκονος και διάκος «κληρικός πρώτου βαθμού ιεροσύνης». [διά + *κεν- (πβ. δια-κον-έω) + παρ. επίθ. -ος]. διακούω ΡΗΜΑ
1. ακούω κάτι (μια διήγηση) μέχρι τέλους: διακήκοα τὰ λεγόμενα ὑπὸ σοῦ = άκουσα μέχρι τέλους όσα είπες. 2. μαθαίνω κάτι από κάποιον άλλο: διήκουσα τὰ δόξαντα τοῖς ἄρχουσιν = έμαθα τις αποφάσεις των αρχόντων.
[σύνθ. λ. διά + ἀκούω]. διακρίνω ΡΗΜΑ
1. χωρίζω το ένα από το άλλο, διαχωρίζω: στήμονας συγκεχυμένους διακρίνω = ξεχωρίζω τα μπερδεμένα στημόνια.
2. καταλαβαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα, τα διακρίνω: διακρίνω τὰς καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους = διακρίνω τις αγνές από τις βρόμικες ηδονές. 3. αποφασίζω για κάτι, το κανονίζω: τοῦτο δὲ ᾍδης διακρινεῖ = γι' αυτό θα αποφασίσει ο Άδης (ως δικαστής). παράγ. διακριτός, διάκρισις. ΝΕ διακρίνω (με τις σημ. 1, 2). [σύνθ. λ. διά + κρίνω]. διακυβεύω ΡΗΜΑ 1. παίζω ζάρια με κάποιον άλλον. 2. μεταφορικά διακινδυνεύω, διακυβεύω κάτι, το παίζω στα ζάρια: διακυβεύω περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος = διακινδυνεύω το βασίλειό μου και τη ζωή μου. ΝΕ διακυβεύω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. διά + κυβεύω]. διακωλύω ΡΗΜΑ
εμποδίζω: διακωλύω τινὰ ποιεῖν τι = εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. διακωλύω τὸν φόνον = εμποδίζω, αποτρέπω το φόνο. = ἐμποδίζω. [σύνθ. λ. διά + κωλύω]. διαλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. παίρνω το μερίδιό μου, όταν έρθει η σειρά μου: διαλαμβάνουσιν ἕκαστοι τὰ ἄξια = παίρνουν όλοι τους το μερίδιο που τους αξίζει. 2. χωρίζω, διαιρώ: διαλαμβάνω εἰς δύο πάντας = τους χωρίζω όλους σε δύο μερίδες. [σύνθ. λ. διά + λαμβάνω]. διαλέγω ΡΗΜΑ 1. ξεχωρίζω κάτι, το ξεδιαλέγω: τὸ πτύον διαλέγει τοὺς ἀθέρας = το φτυάρι ξεδιαλέγει τα στάχυα. = διακρίνω. 2. μέση φωνή διαλέγομαι
συνομιλώ: διαλέγομαί τινι/πρός τινα = συζητώ με κάποιον. παράγ. του διαλέγομαι: διάλεξις, διάλεκτος, διάλογος. ΝΕ διαλέγω (με τη σημ. 1) και διαλέγομαι (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. διά + λέγ-ω, συγγεν. του λατ. legō «διαλέγω» και κατόπιν «διαβάζω»]. διαλείπω ΡΗΜΑ
1. αφήνω ένα ενδιάμεσο κενό: διαλείπω τὸ ὀλίγιστον = αφήνω ένα ελάχιστο κενό. 2. αφήνω να περάσει ένα χρονικό διάστημα: ἐνιαυτὸν διαλείπω = αφήνω διάλειμμα ενός χρόνου. 3. ως αμετάβατο απέχω τοπικά από κάτι: αἱ ὁλκάδες διέλειπον δύο πλέθρα ἀπ' ἀλλήλων = τα εμπορικά πλοία απείχαν μεταξύ τους δύο πλέθρα. 4. μετοχή διαλείπων που συμβαίνει με διαλείμματα, όχι συνεχώς: διαλείποντες πνέουσιν οἱ ἄνεμοι = οι άνεμοι φυσούν κατά χρονικά διαστήματα. παράγ. διάλειμμα. [σύνθ. λ. διά + λείπω]. διάλεκτος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συζήτηση, συνομιλία: ἡ διάλεκτος θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους = η συνομιλία θεών με ανθρώπους. 2. η γλώσσα, ο έναρθρος λόγος, και ειδικότερα η γλώσσα ενός τόπου: ἀττική διάλεκτος. παράγ. διαλεκτικός. ΝΕ διάλεκτος «η γλώσσα ενός τόπου». [παράγ. λ. διαλέγ-ομαι + παρ. επίθ. -τος]. διαλλάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι διαλλάσσω
1. ανταλλάσσω. 2. συμφιλιώνω (δηλ. ανταλλάσσω την έχθρα με τη φιλία). [σύνθ. λ. διά + ἀλλάσσω]. διαλύω ΡΗΜΑ
1. αποχωρίζω τα μέρη ενός συνόλου, απομακρύνω το ένα από το άλλο: διαλύω τὴν πανήγυριν = διαλύω τη συγκέντρωση. 2. διαλύοντας κάτι, το καταστρέφω: διαλύω τὴν πολιτείαν = ανατρέπω το πολίτευμα. 3. δίνω τέλος σε κάτι: διαλύω τὴν ἔχθραν/τὴν φιλίαν/τὸν πόλεμον. διαλύω τὰς διαβολάς = αποδεικνύω ότι οι συκοφαντίες είναι ψεύτικες. παράγ. διάλυσις. ΝΕ διαλύω (με τις σημ. 1, 2, 3). [σύνθ. λ. διά + λύω]. διαμαρτάνω ΡΗΜΑ
1. παραπλανώμαι, πέφτω έξω: διήμαρτε τῆς ὁδοῦ = μπερδεύτηκε και έχασε το δρόμο. 2. αποτυγχάνω εντελώς, ολοκληρωτικά: διαμαρτάνω τῆς εἰρήνης = δεν πετυχαίνω να συνάψω ειρήνη. καὶ τούτου διήμαρτον = απέτυχαν και σε αυτό. παράγ. διαμαρτία. [σύνθ. λ. διά + ἁμαρτάνω]. διαμαρτύρομαι ΡΗΜΑ
1. επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς ή ανθρώπους ότι είμαι αθώος.
ΝΕ διαμαρτύρομαι «εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου». [σύνθ. λ. διά + μαρτύρομαι]. διαμένω ΡΗΜΑ
επιμένω, μένω σταθερός σε κάτι: χαλεπὸν διαμένειν ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει = είναι δύσκολο να κρατηθεί κανείς σ' αυτή τη συνήθεια (να παραμείνει δηλαδή ενάρετος). παράγ. διαμονή. ΝΕ διαμένω «κατοικώ». [σύνθ. λ. διά + μένω]. διαμερίζω ΡΗΜΑ
[σύνθ. λ. διά + μερίζω]. διανοέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
σπάνιος ο ενεργ. ενεστ. διανοέω -ῶ έχω στο νου να..., σκέπτομαι κάτι: τί διανοούμενος εἶπε; = τι σκεπτόμενος το είπε αυτό; ΝΕ διανοούμαι. [σύνθ. λ. διά + νοέομαι]. διαρρήδην ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ διαρρήδην (λόγ.). [σύνθ. λ. διά + ῥη-θῆναι (πβ. ῥῆ-σις) + παρ. επίθ. -δην (πβ. τροχά-δην)]. διατάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι διατάσσω
τακτοποιώ κάτι. ΝΕ διατάσσω (λόγ. με την ίδια σημ., αλλά και δημοτ. «δίνω διαταγή, εντολή»). [σύνθ. λ. διά + τάττω]. διατίθημι ΡΗΜΑ
1. τακτοποιώ, ρυθμίζω: κράτιστα διέθεσαν τὰ τοῦ πολέμου = τα πολεμικά πράγματα τα ρύθμισαν με άριστο τρόπο. 2. παθ. φωνή διατίθεμαι βρίσκομαι σε μια ορισμένη διάθεση: οὕτως πρός με διατίθεται = τέτοια είναι η διάθεσή του απέναντί μου (διάκειμαι). ΝΕ διαθέτω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. διά + τίθημι]. διατριβή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διασκέδαση: γέλωτα καὶ διατριβὴν παρέχω τινός = δίνω αφορμή (στον κόσμο) να γελά και να διασκεδάζει για κάτι. 2. σοβαρή απασχόληση: διατριβὴν ποιοῦμαι περί τι = ασχολούμαι με κάτι. 3. αργοπορία: διατριβὴν παρέχω = προκαλώ αργοπορία. ΝΕ διατριβή (με επέκτ. της σημ. 2 «πρωτότυπη επιστημονική εργασία»). [παράγ. λ. διατρίβω + παρ. επίθ. -ή]. διατρίβω ΡΗΜΑ
1. περνώ τον καιρό μου ασχολούμενος με κάτι: διατρίβω ἐν γυμνασίοις = περνώ το χρόνο μου στα γυμναστήρια. = διαγίγνομαι. 2. καθυστερώ, σπαταλώ το χρόνο μου: λέγε καὶ μὴ διάτριβε = μίλα και μη χάνεις τον καιρό σου. παράγ. διατριβή. ΝΕ (σύνθ.) ενδιατρίβω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. διά + τρίβω]. διαφέρω ΡΗΜΑ
1. διαβιβάζω κάτι, το περνώ απέναντι: διαφέρω ναῦς τὸν Ἰσθμόν = περνώ τα πλοία μέσα από τον Ισθμό. 2. περνώ (το χρόνο), ζω: διαφέρω τὸν βίον = περνώ τη ζωή μου. 3. αντέχω μέχρι τέλους: διαφέρω τὸν πόλεμον. 4. εξαπλώνω, διαδίδω: διαφέρω φήμην = διαδίδω τη φήμη. 5. ως αμετάβατο είμαι διαφορετικός, διαφέρω: οὐδὲν διαφέρεις Χαιρεφῶντος = δε διαφέρεις καθόλου από το Χαιρεφώντα.
6. μέση φωνή διαφέρομαι έχω διαφορές με κάποιον: διαφέρομαί τινι περί τινος = έχω διαφορές με κάποιον για κάποιο ζήτημα. παράγ. διαφέρον, διαφορά, διάφορος, διαφόρως. ΝΕ διαφέρω (με τη σημ. 5). [σύνθ. λ. διά + φέρω]. διαφθείρω ΡΗΜΑ
1. καταστρέφω εντελώς: διαφθείρω τὴν πόλιν.
2. παθ. φωνή διαφθείρομαι καταστρέφομαι, (και ειδικότερα), φονεύομαι: διαφθείρομαι ἐπὶ τοῖς ἱματίοις = με σκοτώνουν για να μου πάρουν τα ρούχα. 3. μετοχή διεφθαρμένος αυτός που καταστράφηκε υλικά ή ηθικά. παράγ. διαφθορά, διεφθαρμένος. ΝΕ διαφθείρω (με τη σημ. 1β και 3). [σύνθ. λ. διά + φθείρω]. διαφθορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ διαφθορά (με την ηθική σημ.). [σύνθ. λ. διά + *φθορ- (πβ. *φθέρ-jω > φθείρω) + παρ. επίθ. -ὰ ως παράγ. ουσ. του διαφθείρω]. διάφορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. διαφορετικός. 2. εξαιρετικός: διάφορος γλυκύτητι = εξαιρετικός ως προς τη γλύκα. πάντων διάφορος = ο καλύτερος απ' όλους. 3. ως ουσιαστικό τὸ διάφορον α. η διαφορά. β. το συμφέρον. 4. εχθρικός: ἦν διάφορος Κλεομένει = ήταν εχθρικός προς τον Κλεομένη (εχθρός του Κλεομένη). ΝΕ διάφορος (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. διαφέρω (με ετεροίωση *φερ- > *φορ-) + παρ. επίθ. -ος]. διαφορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διαφορετικότητα, διαφορά. ≠ ὁμοιότης. 2. διαφορές, διαφωνίες: διαφοραὶ πρός τινα = διαφωνίες με κάποιον. 3. υπεροχή. ΝΕ διαφορά (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. διάφορος + παρ. επίθ. -ά (πβ. φορά, ἡ)]. διδασκαλία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διδασκαλία. 2. η εκπαίδευση ομάδας χορευτών, για να λάβουν μέρος στην παράσταση αρχαίου δράματος ή στην εκτέλεση διθυράμβου. ΝΕ διδασκαλία. [παράγ. λ. διδάσκαλος + παρ. επίθ. -ία]. διδάσκω ΡΗΜΑ
1. διδάσκω: πολλὰ διδάσκει με ὁ πολὺς βίος = τα πολλά χρόνια της ζωής μου μου μαθαίνουν πολλά.
2. α. μέση φωνή διδάσκομαι φροντίζω να διδαχθεί κάποιος: διδάσκομαι τὸν υἱόν = στέλνω το γιο μου στο δάσκαλο. β. παθ. φωνή διδάσκομαι μαθαίνω. 3. εξηγώ: πῶς δή; δίδαξον = πώς ακριβώς; εξήγησέ μου. παράγ. δίδαγμα, διδάσκαλος, διδασκαλεῖον, δίδακτρα, σύνθ. ἀναδιδάσκω. ΝΕ διδάσκω (με τη σημ. 1) και διδάσκομαι (με τη σημ. 2β). [*δι-δάσ-κω, *dnos-]. δίδωμι ΡΗΜΑ
1. δίνω: δίδωμι τινί τι = δίνω σε κάποιον κάτι. = παρέχω. 2. σε εκφράσεις δίδωμι λόγον τινί = δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να μιλήσει. δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίδωμι θυγατέρα ἀνδρί = παντρεύω την κόρη μου. παράγ. δόσις, δῶρον, δότης, σύνθ. ἀναδίδωμι, διαδίδωμι, ἀποδίδομαι. ΝΕ δίνω (με τη σημ. 1). [*δω-, *δο-, δί-δω-μι, δό-σις]. διερωτάω -ῶ ΡΗΜΑ
ρωτώ επίμονα: διηρώτων ἂν αὐτούς, ἵνα μανθάνοιμι παρ' αὐτῶν... = θα τους έκανα πολλές ερωτήσεις για να μάθω απ' αυτούς… παράγ. διερωτητέον. ΝΕ διερωτώμαι «ερωτώ τον εαυτό μου». [σύνθ. λ. διά + ἐρωτάω-ῶ]. διήκω ΡΗΜΑ
φτάνω από το ένα μέρος στο άλλο. [σύνθ. λ. διά + ἥκω]. διίστημι ΡΗΜΑ
1. διαχωρίζω: διέστησεν αὐτοὺς εἰς πολλὰ μέρη. 2. η μέση φωνή έχει πάντοτε μεταβατική σημασία διίσταμαι διαχωρίζω: διίσταμαι τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον = είμαι σε θέση να ξεχωρίσω αντιπαραθετικά τον πολύ δίκαιο από τον πολύ άδικο. 3. παθητ. μένω ξεχωριστά, φιλονικώ: κατὰ πόλεις διέσταμεν = φιλονικούμε οι πόλεις μεταξύ μας. [σύνθ. λ. διά + ἵστημι, ἵστημι]. δικάζω ΡΗΜΑ
1. ενεργώ ως δικαστής, εκδίδω δικαστική απόφαση για κάτι: δικάζω ἐμπορικὰς δίκας = βγάζω απόφαση για καταγγελίες σχετικές με εμπορικά αδικήματα.
2. μέση φωνή δικάζομαι καταφεύγω στο δικαστήριο ως αντίδικος: ἐδικάζετο τούτῳ τῶν πληγῶν, ὧν ἔλαβε = τον πήγε στο δικαστήριο για τα χτυπήματα που δέχτηκε. 3. παθ. φωνή δικάζομαι δικάζομαι ως κατηγορούμενος. παράγ. δικαστήριον, δικαστής, δικαστικός, δίκαιος, σύνθ. καταδικάζω, προδικάζω, ἐκδίκασις, διαδικασία. ΝΕ δικάζω (με τη σημ. 1) και δικάζομαι (με τη σημ. 3). [*δικάδ-jω > δικάζω (πβ. δίκ-η, δείκνυμι < *δεικ-)]. δίκαιος, -αία, -αιον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. νόμιμος, δίκαιος. ≠ ἄδικος.
2. αυτός που αρμόζει σε κάποια περίπτωση, ο σωστός: δικαίαν χάριν παρέχω = δείχνω την πρέπουσα ευγνωμοσύνη. 3. δίκαιός εἰμι έχω δικαίωμα ή δίκιο, είναι δίκαιο εγώ να...: δίκαιός εἰμι κολάζειν = έχω δικαίωμα να τιμωρώ. δίκαιός εἰμι ἀπιστεῖν = έχω δίκιο να δυσπιστώ. παράγ. δικαίως, δικαιόω -ῶ, σύνθ. ἄδικος, ἀδικέω -ῶ. ΝΕ δίκαιος (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. δίκη (δικάζω) + παρ. επίθ. -αιος]. δικαιόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. θεωρώ δίκαιο, αξιώνω κάτι, το απαιτώ ( επειδή το θεωρώ δίκαιο): δικαιῶ μὴ ἀφαιρεθῆναι τοιαύτην πόλιν = θεωρώ δίκαιο να μη χάσω μια τέτοια πόλη. 2. μέση φωνή δικαιοῦμαι καταδικάζω, τιμωρώ: κατ' ἀξίαν ἑκάστου ἀδικήματος δικαιοῦμαι = τιμωρώ ανάλογα με τη βαρύτητα κάθε αδικήματος (για δικαστή). 3. παθ. φωνή δικαιοῦμαι α. τιμωρούμαι: εἶδον αὐτὸν δικαιούμενον = τον είδα να τιμωρείται. β. κρίνομαι δίκαιος: οὐκ οἱ ἀκροαταί, ἀλλ' οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται = θα αναγνωριστούν ως δίκαιοι όχι όσοι απλώς ακούουν το θείο νόμο, αλλά και όσοι τον εφαρμόζουν. παράγ. δικαίωσις, δικαίωμα, σύνθ. δικαιοδοτῶ, δικαιοδοσία, δικαιολογέομαι. ΝΕ δικαιώνομαι (με τη σημ. 3β). [παράγ. λ. δίκαιος + παρ. επίθ. -όω]. δικανικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. για πρόσωπα έμπειρος στις δίκες. 2. για πράγματα αυτός που έχει σχέση με τα δικαστήρια και τις δίκες: οἱ δικανικοὶ λόγοι τοῦ Ἰσοκράτους. παράγ. δικανική (τέχνη). ΝΕ λόγ. δικανικός (με τη σημ. 2). [*δικ-αν (< δίκη, πιθ. κατά το νεαν-ικός) + παρ. επίθ. -ικός]. δίκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το δίκαιο, το ορθό. 2. α. η δίκη στο δικαστήριο. = κρίσις. β. ειδικότερα ιδιωτική καταγγελία ή δίκη, δηλ. καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται ενάντια σε ιδιώτη. ≠ γραφή «καταγγελία ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλης». 3. το αποτέλεσμα μιας δίκης, η ποινή που επιβάλλει το δικαστήριο: δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον. δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον: δεῖ ὑμᾶς παρὰ τῶν ἀδικούντων δίκην λαμβάνειν = πρέπει να τιμωρείτε όσους διαπράττουν αδικήματα. δίκην ὀφλισκάνω ὑπό τινος = καταδικάζομαι σε ποινή από κάποιον. 4. θεία Δίκη προσωποποίηση της δικαιοσύνης που τιμωρεί: ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πανθ' ὁρᾷ = υπάρχει η θεία δικαιοσύνη που βλέπει τα πάντα (και τιμωρεί). παράγ. δίκαιος, σύνθ. ἄδικος. ΝΕ δίκη (με τη σημ. 2α). [*δικ- «κατεύθυνση» < *δεικ-, δείκνυμι, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dis- «κατεύθυνση»]. διομολογέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κάνω συμφωνία. 2. παθ. φωνή διομολογοῦμαι συμφωνούμαι: τοῦτό ἐστι διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί = αυτό έχει συμφωνηθεί ανάμεσα σε μένα και σε σένα. 3. μέση φωνή διομολογοῦμαι συμφωνώ αμοιβαία, δίνω και παίρνω υπόσχεση: διομολογησάμενος πρὸς τὸν πατέρα... = αφού συμφώνησε με τον πατέρα του… παράγ. διομολόγησις. [σύνθ. λ. διά + ὁμολογέω]. Διονύσια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [επίθετο Διονύσιος με ουσιαστικοποίηση του ουδ. πληθ. (ενν. ἑορτάσματα) < θρακ. Διόνυσος + παρ. επίθ. -ιος]. διορίζω ΡΗΜΑ
1. χωρίζω, διαιρώ: διορίζω δίχα = χωρίζω στα δύο. 2. καθορίζω, ορίζω: διορίζω περί τινος τί ἐστιν = καθορίζω τι είναι κάτι. 3. μεταφέρω κάποιον έξω από τα σύνορα της χώρας, τον εξορίζω: διορίζω τι ἔξω τῶν ὅρων = μεταφέρω κάτι έξω από τα σύνορα. ΝΕ διορίζω (με επέκτ. της σημ. 2 «τοποθετώ κάποιον σε δημόσια επαγγελματική θέση»). [σύνθ. λ. διά + ὁρίζω]. Διόσκουροι, -κούρων, οἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. Διός + κοῦρος < *κόρFος]. δὶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ
ΝΕ δις. [*δFις, πβ. αρχ. ινδ. dvih, λατ. bis]. δίφρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πολεμικό άρμα ή άμαξα που μπορούσε να χωρέσει μόνο δύο άτομα, τον ἡνίοχον και τον παραιβάτην, δηλαδή τον πολεμιστή. 2. σκαμνί: καθῆστο ἐπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι. παράγ. διφρεύω, σύνθ. διφρηλάτης. [σύνθ. λ. *δι-, *δίς + *φρ- από το *φερ- «φέρω»]. δίχα & διχῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. στα δυο, σε δύο μέρη, κομμάτια κτλ.: δίχα τὸ στράτευμα ποιῶ = χωρίζω το στράτευμα στα δυο. 2. διχῇ με δύο τρόπους: διχῇ βοηθητέον = πρέπει να βοηθήσουμε με δύο τρόπους. παράγ. διχάζω, διχῶς, σύνθ. διχογνωμέω. ΝΕ πβ. δίχως «χωρίς» (< σύμφυρση των δίχα και διχῶς). [ομόρρ. με δίς, *διχ-, από όπου *διχ-jός > δισσός]. διψῶ ΡΗΜΑ ομηρικό και μεταγεν. διψά-ω, αττικό διψή-ω
έχω δίψα, υποφέρω από δίψα. ΝΕ διψώ. [άγν. ετυμ. μαζί με τα ἡ δίψα, τὸ δίψος «δίψα», διψαλέος]. διώκω ΡΗΜΑ
1. καταδιώκω κάποιον για να τον συλλάβω, τον κυνηγώ. 2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω: διώκω τιμάς. 3. ως δικανικός όρος, συχνά με γεν. που δηλώνει την ποινή ή την αιτία (το αδίκημα) καταγγέλλω κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου: διώκω τινὰ θανάτου = για κατηγορία που τιμωρείται με θάνατο. διώκω φόνου = με την κατηγορία για φόνο. 4. ὁ διώκων ο κατήγορος: κοινοὶ τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι = αμερόληπτοι απέναντι στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. ≠ ὁ φεύγων «ο κατηγορούμενος». παράγ. δίωξις, διώκτης, σύνθ. καταδιώκω, ἐπιδιώκω, καταδίωξις, ἐκδίωξις. ΝΕ διώχνω «εκδιώκω, απομακρύνω» και διώκω (λόγ., με τη σημ. 3). [δίω «εξαναγκάζω σε φυγή» + ρηματ. ένθ. -κ- που ενισχύει τη δράση (*δι-, *δjᾱ-)]. Διώνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Δι-ώνη, πβ. Ζεύς, Διός]. δόγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γνώμη, πεποίθηση: ἔστι ἡμῖν δόγματα ἐκ παίδων περὶ δικαίων = έχουμε από την παιδική μας ηλικία κάποιες πεποιθήσεις για τη δικαιοσύνη. 2. ψήφισμα, απόφαση: τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα = οι αποφάσεις των Αμφικτυόνων. παράγ. δογματικός, δογματίζω, σύνθ. δογματοποιέω, δογματολογία. ΝΕ δόγμα στη φράση τα δόγματα της Εκκλησίας (με σημ. παραπλήσια προς την 1). [παράγ. λ. *δογ- (πβ. δοκέω -ῶ) + παρ. επίθ. -μα]. δοκέω -ῶ ΡΗΜΑ
& ως απρόσωπο
1. νομίζω, υποθέτω, φαντάζομαι: ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα = νομίζω πως άκουσα ότι το όνομά του ήταν Αγάθων. 2. δοκῶ μοι α. νομίζω. β. είμαι αποφασισμένος να... 3. φαίνομαι, θεωρούμαι, δίνω την εντύπωση: δοκεῖ ἐπαίνου ἄξιος εἶναι = θεωρείται ότι είναι άξιος επαίνου. 4. ως απρόσωπο δοκεῖ φαίνεται καλό, αποφασίζεται: ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ... = αποφασίστηκε από τη βουλή και την εκκλησία του δήμου. ἐδόκει αὐτοῖς ὑπουργεῖν τοῖς Συρακουσίοις = αποφάσισαν να βοηθούν τους Συρακουσίους. παράγ. δόγμα, δόκησις, δόκιμος, δόξα, σύνθ. ἔνδοξος, παράδοξος, προσδοκία, εὐδόκιμος. [δοκ-έω < *δεκ-, δέχομαι, δέκομαι]. δόκησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γνώμη, εντύπωση: ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας μόλις βεβαιοῦται = η εντύπωση ότι ο ομιλητής λέει την αλήθεια με δυσκολία εμπεδώνεται. 2. η καλή φήμη: καταλείπω δόκησιν ἰσχύος καὶ συνέσεως = αφήνω την καλή φήμη του ισχυρού και του συνετού. σύνθ. δοκησίσοφος «που έχει την εντύπωση, την ψευδαίσθηση, ότι είναι σοφός», δοκησισοφία. [παράγ. λ. δοκέω -ῶ + παρ. επίθ. -σις]. δοκιμάζω ΡΗΜΑ 1. υποβάλλω κάτι σε δοκιμασία, για να το ελέγξω: δοκιμάζω τὸν χρυσόν (για να δω τη γνησιότητά του). δοκιμάζω τοὺς μηνυτάς (ως προς την αξιοπιστία τους). 2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω: νόμοι δοκιμασθέντες = νόμοι που εγκρίθηκαν. 3. ως πολιτικός όρος εξετάζω την καταλληλότητα ενός πολίτη να αναλάβει ένα αξίωμα: δοκιμασθεὶς ἀρχέτω = αφού κριθεί κατάλληλος, ας αναλάβει την εξουσία. παράγ. δοκιμασία. ΝΕ δοκιμάζω (σημ. 1). [παράγ. λ. δόκιμος + παρ. επίθ. -άζω]. δοκιμασία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ δοκιμασία. [παράγ. λ. δοκιμάζω + παρ. επίθ. -ία]. δόκιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ δόκιμος (λχ. δόκιμο ύφος). [παράγ. λ. δοκέω + παρ. επίθ. -ιμος]. δολιχοδρόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. δόλιχος + *δρομ- (< δραμεῖν, πβ. δρόμος) + παρ. επίθ. -ος]. δόλιχος, -ίχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ σύνθ. δολιχοδρόμος. [από το επίθ. δολιχός «μακρύς» με ανέβασμα του τόνου δολιχός < *δελεχός (πβ. ἐνδελεχής), πβ. λατ. longus]. δόλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δόλωμα για τα ψάρια. 2. τέχνασμα, πανουργία: οὐ κατ' ἰσχύν... δόλῳ δὲ ἐκράτει = δεν υπερίσχυσε με τη δύναμή του, αλλά με τέχνασμα. = ἀπάτη. παράγ. δόλιος, δολιεύομαι, σύνθ. δολοπλόκος, δολοφόνος. ΝΕ δόλος (με τη σημ. 2). [*δόλ-ος, συγγεν. του δέλ-εαρ, λατ. dolus]. δόξα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δοξασία, γνώμη, ιδέα σε αντιδιαστολή, συνήθως, προς τη γνῶσιν και την ἐπιστήμην: κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν = σύμφωνα με τη δική μου γνώμη. δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς. 2. εικασία, υπόθεση: δόξῃ χρῶμαι = μιλώ υποθετικά. 3. η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον: ἀνθρώπων δόξαν ἔχει καλήν = έχουν καλή γνώμη γι' αυτόν. δόξαν κακὴν ἔλαβον = σχημάτισαν γι' αυτούς κακή γνώμη.
παράγ. δοξάζω, δοξασία, σύνθ. ἄδοξος, ἀδοξία, παράδοξος, φιλόδοξος, ἐπίδοξος «πιθανός». ΝΕ δόξα (με τη σημ 3β). [*δοκ- (δοκ-έω) + -σ-α]. δοξάζω ΡΗΜΑ 1. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω: πῶς ταῦτα ἀληθῆ δοξάσω; = πώς να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθινά;
2. εγκωμιάζω κάποιον, τον δοξάζω: δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ = δοξασμένος για τη γενναιότητά του. ΝΕ δοξάζω (με τη σημ. 2). [*δοξάδ-jω < δόξα]. δόρυ, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
σύνθ. δορυφόρος, δοριάλωτος. ΝΕ δόρυ. [*δορF-, συγγεν. του δένδρον, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáru, χετιτ. taru- «ξύλο»]. δορυφόρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κρατά το δόρυ. 2. ως ουσιαστικό ακοντιστής, κυρίως ως σωματοφύλακας βασιλέων ή τυράννων. ΝΕ δορυφόρος «για κράτος που εξαρτάται από άλλο ισχυρότερο». [σύνθ. λ. δόρυ + φέρω]. δουλεία, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος: δουλείας ζυγά = ο ζυγός της δουλείας. 2. περιληπτικά οι δούλοι: ἢν ἡ δουλεία ἐπανιστῆται = αν επαναστατήσουν οι δούλοι. ΝΕ δουλεία (με τη σημ. 1) και δουλειά «εργασία», επειδή η εργασία ήταν το κυριότερο πράγμα που έκανε ο δούλος. [παράγ. λ. δουλεύω + παρ. επίθ. -εία]. δουλεύω ΡΗΜΑ ΝΕ δουλεύω «εργάζομαι», δουλεία. [παράγ. λ. δοῦλος + παρ. επίθ. -εύω]. δοῦλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που γεννήθηκε από γονείς σκλάβους (σε αντιδιαστολή προς το ἀνδράποδον, που έγινε δούλος κατόπιν αιχμαλωσίας). 2. ως επίθ. δοῦλος, -η, -ον δουλικός. παράγ. δουλικός, δούλειος «δουλικός», δουλεύω, δουλόω -ῶ, σύνθ. δουλοπρεπής, δουλοκρατέομαι -οῦμαι. ΝΕ δούλος (με σημ. 1). [πιθ. ξένη λέξη, μυκην. δόελος (ασυναίρ.)]. δουλόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. υποδουλώνω: δουλοῖς καὶ σὲ καὶ πᾶσαν πόλιν = υποδουλώνεις και εσένα και όλη την πόλη. ≠ ἐλευθερόω -ῶ. 2. μέση φωνή δουλοῦμαι κάνω κάποιον δούλο μου: οἵ γε ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ἧκον δουλωσόμενοι = αυτοί ήρθαν στη χώρα μας για να μας υποδουλώσουν. ΝΕ δουλώνω, λ.χ. το φρόνημα ενός λαού (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. δοῦλ-ος + παρ. επίθ. -όω]. δρᾶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. έργο, υπηρεσία, καθήκον: τὸ δρᾶμα τῶν μαιῶν = τα καθήκοντα των μαιών. 2. έργο που παριστάνεται στη σκηνή, θεατρικό έργο, δράμα (τραγωδία, κωμωδία, σατυρικό δράμα): τὰ δράματα μιμοῦνται δρῶντας = τα δράματα παριστάνουν πρόσωπα δρώντα. διδάσκω δρᾶμα = προετοιμάζω και παριστάνω δραματικό έργο. ΝΕ δράμα (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. δράω + παρ. επίθ. -μα]. δράττομαι ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι δράσσομαι
με γεν. πράγματος αρπάζω με το χέρι, παίρνω μια χούφτα από κάτι: δράττομαι τῶν ἁλῶν = παίρνω μια χούφτα αλάτι.
παράγ. δράξ «ό,τι μπορεί να χωρέσει η χούφτα, η δράκα», δραχμή. ΝΕ (μόνο στη λόγια φράση) δράττομαι της ευκαιρίας «αρπάζω» (από τη σημ. 1). [*δερχ-, *δραχ- + παρ. επίθ. -j-ομαι]. δραχμή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ δραχμή. [*δερχ-, *δραχ- (δράττομαι ) + παρ. επίθ. -μή]. δράω -ῶ ΡΗΜΑ
κάνω κάτι: καλῶς τι δρῶ = κάνω κάτι καλά. = ποιέω -ῶ, ἐργάζομαι, ἐνεργέω -ῶ, πράττω.
παράγ. δρᾶμα, δρᾶσις, δράστης. ΝΕ δρω (με παρόμοια σημ. «αναπτύσσω δράση»). [*δρᾱ-, πβ. λιθ. daraū «κάνω»]. δρέπω ΡΗΜΑ 1. κόβω (καρπούς, άνθη κτλ.). 2. μέση φωνή δρέπομαι κόβω για τον εαυτό μου, δρέπω, συλλέγω: ἀπὸ κρηνῶν μελιρρύτων δρέπομαι μέλη = δρέπω τραγούδια από μελίρρυτους κρουνούς. παράγ. δρεπάνη, δρέπανον, σύνθ. δρεπανοειδής, δρεπανηφόρος. ΝΕ δρέπω (με σημ. 2). [*δρε-π-, δρεπάνη, πιθ. συγγεν. με δέρω «γδέρνω»]. δριμύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. καυστικός, ερεθιστικός (ιδίως για τα μάτια, λ.χ. ο καπνός, και τη γεύση). 2. μεταφορικά για άνθρωπο οξύς, έξυπνος, πανούργος: δριμὺς ἐν τῷ ἀποκρίνεσθαι = έξυπνος στις απαντήσεις. παράγ. δριμύτης «καυστικότητα, εξυπνάδα», δριμύλος. ΝΕ δριμύς «οξύς» (από τη σημ. 2, λ.χ. δριμεία επίθεση). [*δρι-, αβέβ. ετυμ.]. δρόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τρέξιμο: ως επίρρημα δρόμῳ = τρέχοντας. ως προσδιορισμός τόπου ἡμέρας δρόμος = η απόσταση που διανύει κάποιος τρέχοντας σε μία ημέρα, περίπου 1.300 στάδια. 2. αγώνας δρόμου (δηλ. διαγωνισμός στο τρέξιμο): σε παροιμιακές εκφράσεις όπως περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες = αγωνιζόμενοι για να κερδίσουν ή να χάσουν τα πάντα. περὶ ψυχῆς ὁ δρόμος = ο αγώνας είναι για τη σωτηρία της ζωής. 3. τόπος όπου έτρεχαν οι νέοι και, γενικότερα, δημόσιος περίπατος: ἐν εὐσκίοις δρόμοις = στους περιπάτους κάτω από τη σκιά. 4. έκφραση ἔξω/ἐκτὸς δρόμου φέρομαι = ξεφεύγω από το θέμα της συζήτησης. παράγ. δρομικός, δρομαῖος «που κινείται τρέχοντας», δρόμῳ, ὁ/ἡ δρομὰς «που τρέχει». ΝΕ δρόμος «οδός» (και με τη σημ. 1 στη φρ. αγώνας δρόμου). Στα αρχαία το δρόμο τον έλεγαν ἡ ὁδός. [*δρομ-, *δρεμ-, ἔ-δραμ-ον]. Δρυάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ Δρυάδα. [παράγ. λ. δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + -άς]. δρυμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ εθνικός δρυμός «δασώδης έκταση υπό την προστασία νομοθεσίας». [παράγ. λ. δρῦς (*δρυ- από *δερεF-) + παρ. επίθ. -μός]. δρῦς, δρυός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
παράγ. δρυάς, δρύϊνος, δρυμός, σύνθ. δρυοκολάπτης. ΝΕ δρυς. [*δρυ- από *δερεF-, πβ. δόρυ]. δύναμαι ΡΗΜΑ αποθετικό ρήμα
1. είμαι ικανός να κάνω κάτι, μπορώ: οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν = δεν μπορώ να μη γελάσω. οἱ δυνάμενοι = όσοι έχουν δύναμη, εξουσία. 2. συνήθως με άρνηση ανέχομαι να κάνω κάτι: οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν = δεν ανεχόταν πια να ζει με αυτό τον τρόπο. 3. ισοδυναμώ: ὁ σίγλος δύναται δύο ὀβολούς = ο σίγλος ισοδυναμεί με δύο οβολούς. τοὺς λόγους ὡς ἔργα δυναμένους κρίνω = κρίνω τα λόγια σαν να έχουν την ίδια αξία με τις πράξεις. παράγ. δύναμις, δυνάστης, δυνατός, σύνθ. ἀδύναμος, ἀδυναμέω -ῶ, ἀδυναμία. ΝΕ λόγ. δύναμαι. [δύν-α-μαι, αβέβ. ετυμ.]. δύναμις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σωματική δύναμη και με επέκταση, η ικανότητα να πράξει κάποιος κάτι: εἴ μοι δύναμις παρείη = αν είχα τη δύναμη.
2. πολιτική δύναμη, εξουσία, επιρροή. 3. πολεμικές δυνάμεις, στράτευμα: πεζὴ καὶ ναυτικὴ δύναμις = δυνάμεις πεζικού και ναυτικού. 4. ποσοτική ή ποιοτική αξία, ικανότητα: τετρακοσίων ταλάντων ἀργυρίου δύναμις = χρηματική αξία τετρακοσίων ταλάντων. ἡ δύναμις τῆς ὄψεως = η ικανότητα (οξύτητα) της όρασης. ἡ δύναμις τῆς λέξεως = η σημασία της λέξης. ΝΕ δύναμη (με όλες τις σημ.). [δύν-α-μις, δύναμαι]. δυναστεία, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυριαρχία, εξουσία: δυναστεία ὀλίγων ἀνδρῶν. 2. κλειστή ολιγαρχία: δυναστείᾳ μᾶλλον ἢ ἰσονομίᾳ ἐχρῶντο οἱ Θεσσαλοί = οι Θεσσαλοί διοικούσαν μάλλον με ολιγαρχία παρά με ισονομία. ΝΕ δυναστεία (με παρόμoια σημ. προς τη σημ. 2 «διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων»). [παράγ. λ. δυναστεύω (παράγ. δυνάστης + παρ. επίθ. –εύω) + παρ. επίθ. -(ε)ία]. δυνάστης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ δυνάστης (με εξειδίκευση της σημ. «απόλυτος και τυραννικός άρχοντας»). [*δυνά- + -σ- (πβ. δυνασ-θῆναι) + παρ. επίθ. -της]. δυνατός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει σωματική ή ψυχική δύναμη, δυνατός: δυνατοὶ καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς. = ἰσχυρός. 2. ικανός: δυνατὸς λέγειν = ο ικανός στο λόγο, ο εύγλωττος. 3. αυτός που έχει δύναμη εξουσίας ή επιρροής.
4. για πράγματα κατορθωτός.
παράγ. δυνατῶς, δυνατέω -ῶ. ΝΕ δυνατός (με τις σημ. 1, 4). [δυνα- (< δύνα-μαι) + παρ. επίθ. -τός]. δυσ- ΜΟΡΙΟ ΝΕ δυσ-. [δυσ-, ομόρρ. με αρχ. περσ. duš-, π.χ. duš- manah- «δυσμενής»]. δυσειδής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ λόγ. δυσειδής. [σύνθ. λ. δυσ- + εἶδος «μορφή, εμφάνιση»]. δυσκολαίνω ΡΗΜΑ
είμαι δύστροπος ή δυσαρεστημένος. [*δύσκολ-ος, *δυσκολ-αν-jω > δυσκολαίνω]. δύσκολος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που είναι δύστροπος ή κακότροπος: οὐ παύσει δύσκολος ὤν; = δε θα σταματήσεις με τις ιδιοτροπίες σου; ≠ εὔκολος «καλότροπος». 2. για πράγματα κοπιαστικός ή ενοχλητικός: δύσκολος ἡ ἡνιόχησις = η οδήγηση των αλόγων του άρματος είναι κοπιαστική. παράγ. δυσκόλως. ΝΕ δύσκολος «κοπιαστικός». Στα αρχαία το σημερινό δύσκολος το έλεγαν χαλεπός. [δυσ- + *κόλος (μυκην. kwolos), πιθ. *πελ- του πέλω - πέλομαι «υπάρχω, γίνομαι»]. δυσμαθής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που δύσκολα μαθαίνει. ≠ εὐμαθής. παράγ. δυσμάθεια. ΝΕ δυσμαθής. [σύνθ. λ. δυσ- + μαθ- (πβ. ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής]. δυσχεραίνω ΡΗΜΑ
1. μεταβ. φέρω κάτι βαρέως: δυσχεραίνω τὸ ἀδικεῖν = φέρω την αδικία βαρέως, δύσκολα μπορώ να την αντέξω. 2. αμετάβ. δυσαρεστούμαι με κάτι, δυσανασχετώ: δυσχεραίνω ἐπί τινι. παράγ. δυσχερῶς. ΝΕ δυσχεραίνω «δυσκολεύω». [παράγ. λ. δυσχερής (< χερ-, χειρ- «χέρι») + παρ. επίθ. -αίνω]. δυσχερής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για πράγματα α. δυσάρεστος. β. δύσκολος: δυσχερὴς βίος. 2. για πρόσωπα ιδιότροπος. ΝΕ δυσχερής (με τη σημ. 1β). [σύνθ. λ. δυσ- + χερ- (< χείρ) + -ής]. δυσώδης, -ης, δυσῶδες ΕΠΙΘΕΤΟ
που αναδίδει δυσάρεστη μυρωδιά. ≠ εὐώδης. ΝΕ δυσώδης. [σύνθ. λ. δυσ- + παρ. επίθ. -ώδης < ὄζω «μυρίζω» < ὀδ- + jω]. δύω ΡΗΜΑ
στη μέση φωνή και στους χρόνους με μέση σημ. για τον ήλιο δύω, βασιλεύω: πρὸ ἡλίου δύντος = πριν από τη δύση του ήλιου. παράγ. δύσις, δύτης, σύνθ. λωποδύτης, τρωγλοδύτης. ΝΕ δύει ο ήλιος (πβ. και εν-δύ-ομαι και υποδύομαι). [*δύσ- + παρ. επίθ. -jω > δύω, πβ. δύσγω· ἀποδύω]. Δωδώνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Δωδώνα < ποταμός Δώδων + παρ. επίθ. -α, ιλλυρ. λ.]. δωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. δωρίζω. 2. πιο συχνά στη μέση φωνή δωροῦμαι δωρίζω: δωροῦμαί τινί τι = δωρίζω σε κάποιον κάτι. ΝΕ δωρίζω. [παράγ. λ. δῶρον (< *δω-, πβ. δί-δω-μι + παρ. επίθ. -ρον) + παρ. επίθ. -έω]. δωροδοκέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. δωροδοκούμαι: δωροδοκοῦσιν καὶ διαφθείρονται = δωροδοκούνται και διαφθείρονται. 2. δωροδοκώ κάποιον. [σύνθ. λ. δῶρον + δοκέω που έχει δύο σημ., α) παθ. δέχομαι (δοκ-: δέχ-ομαι), β) ενεργ. δίνω, προσφέρω (πβ. το ομώνυμο λατ. doceo «προσφέρω, διδάσκω»]. |