Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Β Δ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Γ

Γ, γ, γάμμα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) είχε τη φωνητική αξία ηχηρού κλειστού φθόγγου και οι αρχαίοι Έλληνες το πρόφεραν ως [g].
  • ως αριθμητικό σύμβολο: γ΄ = 3, αλλά ͵γ = 3.000.

γαῖα, γαίης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ποιητικός τύπος της λέξης γῆ.

χώμα: γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν = ας είναι ελαφρό το χώμα σου (ευχή την ώρα που ενταφιάζεται ο νεκρός).

  • έκφραση γαῖα πυρὶ μειχθήτω = ας ανακατωθεί το χώμα με τη φωτιά (δηλαδή ας γίνει ό,τι θέλει).

[*γαFjα, γῆ, αβέβ. ετυμ.].

Γαῖα,ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύριο όνομα η μητέρα και σύζυγος του Ουρανού, μητέρα των Τιτάνων.

[*γαFjα, γῆ, αβέβ. ετυμ.].

γαλῆ, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γάτα.

[*γαλέjᾱ > γαλῆ, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. girikā «ποντίκι», αρχικά όνομα της νυφίτσας που ως οικόσιτο ζώο χρησίμευε για το κυνήγι των ποντικιών].

γαμέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγάμουν
Μέλλ. γαμῶ (-εῖς, -εῖ κτλ.)
Αόρ. ἔγημα
Παρακ. γεγάμηκα
Υπερσ. ἐγεγαμήκειν
Μέσ. μέλλ. γαμοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐγημάμην
Παθ. αόρ. ἐγαμήθην
Παθ. παρακ. γεγάμημαι

1. για τον άντρα παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι: οὗτος γήμας Λυσιδίκην ἐποίησεν παῖδας ἐξ αὐτῆς δύο = αυτός, αφού παντρεύτηκε τη Λυσιδίκη, έκανε από αυτήν δύο παιδιά. = ἄγομαι γυναῖκα.

2. για τη γυναίκα παθ. φωνή γαμοῦμαι παντρεύομαι: γαμοῦμαι, ἡ τάλαινα, βίᾳ = παντρεύομαι, η δυστυχισμένη, παρά τη θέλησή μου.

familyπαράγ. γαμήλιος, γαμβρός, σύνθ. νεόγαμος.

[παράγ. λ. *γάμ- (πβ. γάμ-ος) + παρ. επίθ. -έω].

Γαμηλιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο έβδομος μήνας του αττικού έτους (15 Δεκεμβρίου-15 Ιανουαρίου), εποχή κατά την οποία τελούνταν συνήθως οι γάμοι.

[παράγ. λ. *γαμήλ(ι)- (πβ. γαμήλ-ιος, γαμήλευμα «γάμος») + παρ. επίθ. -ών].

γὰρ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. αιτιολογικός διότι, επειδή, γιατί: μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον = μην κατηγορήσεις κανένα για τις συμφορές του, γιατί η τύχη είναι ίδια για όλους μας και το μέλλον άγνωστο.

2. επεξηγηματικός δηλαδή: ὅμως δὲ λεκτέα ἃ γιγνώσκω, ἔχει γὰρ ἡ χώρα πεδία κάλλιστα = αλλά όμως πρέπει να πω όσα γνωρίζω, έχει δηλαδή η χώρα πολύ ωραίες πεδιάδες.

[σύνθ. γε + ἄρα].

γαστήρ, γαστρός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η κοιλιά και ειδικότερα το στομάχι: γαστρὶ δουλεύων = κοιλιόδουλος, λαίμαργος.

familyπαράγ. γάστρων «κοιλαράς», σύνθ. γαστρί-μαργος.

ΝΕ γαστέρα «κοιλιά».

[αβέβ. ετυμ., ίσως από το *γρα-στήρ < γράω «χωνεύω»].

γε ΕΓΚΛΙΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ

1. συχνά με αντωνυμίες τουλάχιστον, πάντως, εν πάση περιπτώσει: ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον.

2. με βεβαιωτική σημασία πάντως: ὅτι ἤκουσά γε ταῦτα, εὖ οἶδα = ότι πάντως τα άκουσα αυτά, είμαι βέβαιος.

[αβέβ. ετυμ., ΙΕ αρχής].

γέγηθα ΡΗΜΑ

παρακ. του ρήματος γηθέω με σημασία ενεστώτα.

χαίρομαι: φαιδρὸς καὶ γεγηθώς = εύθυμος και χαρούμενος. = χαίρω. λυπέομαι, ἄχθομαι.

familyπαράγ. γηθοσύνη «χαρά», γηθόσυνος «χαρούμενος».

[*γᾱθ-, πβ. λατ. gaudeo].

γελάω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγέλων
Μέλλ. γελάσομαι & μεταγεν. γελάσω
Παθ. μέλλ. γελασθήσομαι
Αόρ. ἐγέλασα
Παθ. αόρ. ἐγελάσθην
Παθ. παρακ. γεγέλασμαι

γελώ: γελῶ ἐπί τινι = κοροϊδεύω κάποιον.

ΝΕ γελώ.

[*γελ-, συγγεν. με γαλ-ήνη (διαφορετικό φωνήεν, α-ε)].

γέλως, -ωτος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γέλιο: κινῶ τὸν γέλωτα = προκαλώ το γέλιο. γέλωτα ὀφλισκάνω = προκαλώ σε βάρος μου τα γέλια.

  • έκφραση σαρδάνιον γέλωτα γελῶ = γελώ πικρά ή ειρωνικά.

2. η αιτία που προκαλεί γέλιο, ο περίγελος: γέλως γίγνομαί τινι = γίνομαι περίγελος σε κάποιον.

family σύνθ. γελωτοποιός, κλαυσίγελως «κλάμα και γέλιο μαζί».

ΝΕ γέλιο (με τη σημ. 1).

[*γελω- (πβ. γελάω -ῶ) + ].

γένειον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το γένι: παροιμία οὐδὲν ἄλλο πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα = μόνο γένια και κέρατα, δηλαδή πετσί και κόκαλο (για αδύνατο ζώο).

familyπαράγ. γενειάς.

ΝΕ γένι.

[*γενεF- (< γένυς, -υος, ἡ «σαγόνι») + παρ. επίθ. -ιον].

γένεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αρχή, προέλευση: ἡ γένεσις τοῦ Οὐρανοῦ.

2. δημιουργία, κατασκευή: γένεσις πύου. γένεσις ἱματίων.

ΝΕ γένεση (με τη σημ. 1).

[*γενε- (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -σις].

γενναῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός γενναιότερος
Υπερθετικός γενναιότατος

1. αυτός που έχει υψηλή, αριστοκρατική, καταγωγή.

2. για πράγματα καλός στο είδος του: γενναῖα σῦκα.

familyπαράγ. γενναίως, γενναιότης, σύνθ. γενναιοπρεπής.

ΝΕ γενναίος (που αντιστοιχεί σημασιολογικά όχι στο αρχαίο γενναῖος αλλά στο ἀνδρεῖος).

[παράγ. λ. γέννα «γέννηση» (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -αῖος].

γένος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. συγγένεια εξ αίματος: γένει υἱός = γιος εξ αίματος (και όχι από υιοθεσία).

2. απόγονος ή απόγονοι: ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ' ἐκείνων = εκείνοι και οι απόγονοί τους.

3. φυλή, φύλο: τὸ δωρικὸν γένος.

4. σύνολο ανθρώπων με την ίδια περίπου ηλικία, γενιά: τὸ χρυσοῦν γένος = η (μυθική) γενιά των εκλεκτών ανθρώπων.

familyπαράγ. γενικός.

ΝΕ γένος (με τις σημ. 2, 3).

[*γενε-σ- (< γίγνομαι) και με τροπή του ε σε ο > γένο-ς].

γεραιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός γεραίτερος
Υπερθετικός γεραίτατος

1. μόνο στην ποίηση χρησιμοποιείται με τη σημ. γέρος, σεβάσμιος.

2. στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται στον πληθ. με πολιτική σημασία οἱ γεραιοί η γερουσία, οι προύχοντες.

[*γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος].

γεραίρω ΡΗΜΑ

Μέλλ. γεραρῶ

τιμώ κάποιον με δώρα και γενικότερα τιμώ: γεραίρω δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς = τιμώ με δώρα και με όλες τις τιμές.

familyπαράγ. γεραρός.

[παράγ. λ. *γεραρ- (πβ. γεραρός) + παρ. επίθ. -jω > *γεράρ-jω > γεραίρω].

γέρας, γέρως, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

προνόμιο, τιμητικό δικαίωμα.

familyπαράγ. γεράσμιος, σύνθ. γερασφόρος.

[γέρα-ς, γῆρα-ς, πβ. αρχ. ινδ. jarás- «ηλικία»].

γερουσία, -ας ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η βουλή των γερόντων.

ΝΕ γερουσία.

[παράγ. λ. *γεροντ- (πβ. γέρων, -οντος) + παρ. επίθ. -ία > *γερονσία > γερουσία].

γέρων, -οντος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γέροντας: οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων; = τόσο ανόητος έγινα και τόσο γέρασα; νέος, ἔφηβος.

2. οἱ γέροντες οι προύχοντες.

familyπαράγ. γερόντειος, γερουσία.

ΝΕ γέρος (με τη σημ. 1).

[αρχικά τύπος μετοχής *γεροντ-, πβ. αρχ. ινδ. járant- = γέρος].

γεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔγευον
Μέλλ. γεύσω
Αόρ. ἔγευσα
Μέσ. μέλλ. γεύσομαι
Μέσ. αόρ. ἐγευσάμην
Παθ. παρακ. με μέση σημ. γέγευσμαι

1. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι.

2. μέση φωνή γεύομαι δοκιμάζω κάποια τροφή, γεύομαι: γεύομαι μέλιτος.

  • γενικότερα δοκιμάζω: γεύομαι πόνων = αποκτώ την εμπειρία του μόχθου.

familyπαράγ. γεῦσις, γεῦμα, σύνθ. ἄγευστος.

ΝΕ γεύομαι (με τη σημ. 2).

[*γεύσ-, λατ. gust-are].

γεωργέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. ασχολούμαι με τη γεωργία, είμαι γεωργός: ἐγεώργουν ἐν τῇ Νάξῳ.

2. καλλιεργώ: γεωργῶ γῆν/ἀγρόν.

[παράγ. λ. γεωργ-ός + παρ. επίθ. -έω].

γῆ, γῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αττικός τύπος του γαῖα

1. η γη, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό ή τη θάλασσα, η στεριά: κατὰ γῆν = από την ξηρά. κατὰ γῆς = κάτω από τη γη. ποῦ γῆς; = σε ποιο μέρος της γης; τῆς γῆς ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι (σε αντίθεση με τη χρήση της θάλασσας).

2. χώρα: ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ γῆς = από τη χώρα μου.

3. χώμα.

  • έκφραση γῆν καὶ ὕδωρ δίδωμι = δίνω χώμα και νερό ως σημείο πλήρους υποταγής.

familyπαράγ. γήινος, σύνθ. γηγενής, γήπεδον.

ΝΕ γη (με τις σημ. 1, 2).

[*γᾱFjα hand και γαῖα].

γηραιός, -ὰ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

γέρος.

[*γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος].

γῆρας, γήρως, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η γεροντική ηλικία, τα γεράματα: γῆρας πολιόν = τα λευκά γεράματα. νεότης.

familyπαράγ. γηραιός.

ΝΕ γηρατιά.

[αρχικά γέρας = η γεροντική ηλικία (που εξελίχθηκε σημασιολογικά σε βραβείο των γηρατιών, πβ. γέρων) και έπειτα γῆρας με τροπή του ε σε η κατά τα αντίθετα ἥβη, ἡβάω].

γηράσκω & γηράω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγήρασκον
Μέλλ. γηράσομαι & γηράσω
Αόρ. ἐγήρασα
Παρακ. γεγήρακα

γερνώ, αρχίζω να γίνομαι γέρος. νεάζω, ἡβάσκω.

  • γνωμικό γηράσκω ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος = γερνώ μαθαίνοντας ασταμάτητα πολλά πράγματα.

familyσύνθ. ὑπεργηράσκω.

ΝΕ γερνώ.

[γῆρα-ς + παρ. επίθ. -σκω].

γίγνομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγιγνόμην
Μέλλ. γενήσομαι
Αόρ. β΄ ἐγενόμην
Παρακ. γέγονα & γεγένημαι
Υπερσ. ἐγεγόνειν & ἐγεγενήμην

αποθετικό ρήμα

1. για πρόσωπα γεννιέμαι: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο = από το Δαρείο και την Παρυσάτιδα γεννιούνται δύο παιδιά.

  • κατάγομαι: οὕτως καλῶς καὶ γνησίως γεγόναμεν = από τόσο καλή και ευγενή γενιά καταγόμαστε.

2. φτάνω: ἐγένετο εἰς Ἀθήνας.

3. γίνομαι, αποδεικνύομαι: ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοῦ = να φανείς ενάρετος άνθρωπος.

4. για πράγματα παράγομαι: ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος = το σιτάρι που παράγεται στη χώρα μας.

5. συμβαίνω: ἐγένετο μάχη = έγινε μάχη. τὸ γενόμενον = το γεγονός.

  • στην ευκτική εκφράζει ευχή γένοιτο = μακάρι. εὖ σοι γένοιτο = να είσαι καλά.

6. με γενική της αξίας αξίζω: ὀβολοῦ γίγνεται = έχει την αξία ενός οβολού.

7. το ρήμα γίγνομαι χρησιμοποιείται, όπως και στα νέα ελληνικά, σε πολλές εκφράσεις: γίγνομαι διὰ λόγων = λέγω. δι' ὀργῆς γίγνομαι = οργίζομαι.

familyπαράγ. γενεά, γένος, γένεσις σύνθ. συγγίγνομαι, παραγίγνομαι, περιγίγνομαι.

ΝΕ γίνομαι (με τις σημ. 4, 5).

[*γι-γ(ε)ν-ομαι, ομόρρ. με λατ. gignō, πβ. αρχ. ινδ. jajána = γέγονα].

γιγνώσκω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγίγνωσκον
Μέλλ. γνώσομαι «θα γνωρίσω»
Αόρ. β΄ ἔγνων
Παρακ. ἔγνωκα
Υπερσ. ἐγνώκειν
Παθ. μέλλ. γνωσθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐγνώσθην
Παθ. παρακ. ἔγνωσμαι
Παθ. υπερσ. ἐγνώσμην

1. για αισθητηριακή αντίληψη γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι: ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι γιγνώσκετε αὐτὸν ἅπαντες = εγώ ξέρω ότι τον γνωρίζετε όλοι. γνῶθι σαυτόν = γνώρισε τον εαυτό σου (επίγραμμα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς). γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν = όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν έχουν καμία βοήθεια.

2. νομίζω, έχω μια γνώμη: τἀναντία τούτοις γιγνώσκω = έχω την αντίθετη προς αυτά άποψη.

3. στο διάλογο κυρίως ἔγνων = κατάλαβα!

familyπαράγ. γνώμη, γνῶσις, γνωστός, ἄγνοια, σύνθ. ἀναγιγνώσκω, καταγιγνώσκω.

[*γι-γνώ-σκω, *γνω-, θέματα γνω-, γνο-, ομόρρ. με λατ. nōscō].

γλαὺξ & γλαῦξ, γλαυκός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η κουκουβάγια (πουλί με σπινθηροβόλα αστραφτερά μάτια, που ήταν και το σύμβολο της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας).
  • παροιμία ἄγω γλαῦκ' Ἀθήναζε / εἰς Ἀθήνας = λέω πολύ γνωστά και επομένως περιττά πράγματα.

familyσύνθ. γλαυκώδης.

[αβέβ. ετυμ., αν και οι αρχ. γραμματικοί το συνδέουν με το επίθετο γλαυκός].

γλαφυρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

για πρόσωπα ακριβολόγος, λεπτολόγος: γλαφυρὸς νομοθέτης. γλαφυρὰ διάνοια = κριτικό μυαλό.

familyπαράγ. γλαφυρῶς.

ΝΕ γλαφυρός «σαφής, ολοκάθαρος».

[γλαφυ-ρός < *γλυφυ-ρός < γλύφω με ανομοίωση υ – υ > α – υ].

γλίσχρος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που κολλάει σε κάτι και μεταφορικά αυτός που επιμένει ενοχλητικά ζητώντας κάτι: γίγνεται γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε = σου κολλάει ζητώντας και παρακαλώντας.

2. φειδωλός, σφιχτοχέρης. ἀφειδής.

3. για πράγματα μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα: γλίσχρον οἰκοδόμημα/δεῖπνον. πλούσιος.

familyπαράγ. γλίσχρων, γλίσχρως.

ΝΕ γλίσχρος (με τις σημ. 2, 3).

[*γλι-, πβ. γλίνη «οποιαδήποτε κολλητική ουσία», πβ. ρωσ. glina «άργιλος»].

γλίχομαι ΡΗΜΑ

χρησιμοποιείται στον ενεστώτα, τον παρατατικό και τον αόριστο ἐγλιξάμην επιδιώκω κάτι, επιθυμώ πολύ: γλίχομαι περὶ ἐλευθερίας = προσπαθώ να κερδίσω την ελευθερία. γλίχομαι τοῦ ζῆν = επιθυμώ να ζήσω. = βούλομαι, ἐπιθυμῶ, ἐφίεμαι.

[*γλι- (< γλίνη) και *γλιχ- (πβ. γλιχὸς «φειδωλός») + -ομαι].

γλυκύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός γλυκίων & γλυκύτερος
Υπερθετικός γλύκιστος & γλυκύτατος

1. γλυκός στη γεύση: γλυκὺ ὕδωρ = το πόσιμο νερό. = ἡδύς. πικρός.

2. ευχάριστος: γλυκὺς ὕπνος.

3. για πρόσωπα αγαπητός: ὦ γλυκύτατε!

familyπαράγ. γλυκέως, γλυκύτης.

ΝΕ γλυκός και γλυκύς (με όλες τις σημ.).

[πιθ. από *δλυκ-ύς, πβ. λατ. dulc-is].

γλύφω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔγλυφον
Μέλλ. γλύψω
Αόρ. ἔγλυψα
Μέσ. αόρ. ἐγλυψάμην
Παθ. παρακ. γέγλυμμαι & (σε σύνθ.) ἐξέγλυμμαι

σκαλίζω με ειδικό όργανο ξύλο, μάρμαρο ή μέταλλο: παιδάριον ὂν ναῦς ἔγλυφεν = όταν ήταν παιδάκι σκάλιζε (στο ξύλο) πλοία.

familyπαράγ. γλύπτης, γλυπτός, γλυφίς, γλύφανος / γλύφανον και γλυφεῖον, γλαφυρός, σύνθ. τοκογλύφος.

ΝΕ γλύφω.

[*γλευφ-, πβ. αρχ. γερμ. klioban «γλύφω», *gleubh-].

γλῶττα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι γλῶσσα

1. η γλώσσα ως ανατομικό όργανο ανθρώπου ή ζώου.

2. η γλώσσα που μιλιέται σε έναν τόπο: βάρβαρον γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν βαρβαρική γλώσσα. δωρίδα γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν δωρική διάλεκτο.

ΝΕ γλώσσα (και με τις δύο σημ.).

[*γλώχ-jα, γλωχὶς «μύτη, αιχμή»].

γνώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σκέψη, κρίση: γνώμην ἱκανός = δυνατός στη σκέψη, μυαλωμένος.

2. θέληση, διάθεση, ζήλος: τῇ ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμῃ = με τη θέλησή του. παρεσκευάζοντο πάσῃ τῇ γνώμῃ = προετοιμάζονταν με πολύ ζήλο.

3. γνώμη, άποψη: Περικλῆς τὴν αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ πρότερον = ο Περικλής είχε την ίδια γνώμη όπως και πριν.

4. γνῶμαι γνωμικά, αποφθέγματα.

5. σκοπός: ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης = με τέτοιο σκοπό.

familyπαράγ. γνωμικός σύνθ. γνωμολογῶ «διατυπώνω γνωμικό».

ΝΕ γνώμη (με τη σημ. 3).

[*γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -μη].

γνωρίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐγνώριζον
Μέλλ. γνωριῶ
Παρακ. ἐγνώρικα

1. κάνω κάτι γνωστό, το γνωστοποιώ: γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι = δείξε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να βαδίσω.

  • παθ. φωνή γνωρίζομαι γίνομαι γνωστός.

2. ανακαλύπτω κάτι, το γνωρίζω.

3. γίνομαι γνώριμος με κάποιον, τον γνωρίζω: οὐκ ἐγνώριζον τοὺς ἀνθρώπους τούτους.

familyπαράγ. γνώρισις «γνωστοποίηση», γνώρισμα «αναγνωριστικό σημάδι», γνωρισμός.

ΝΕ γνωρίζω (με τη σημ. 2).

[*γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -ρ-ίζω ή ουσ. *γνῶρον (πβ. λατ. ignorō) + παρ. επίθ. -ίζω].

γνῶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. διερεύνηση, ιδιαίτερα η δικαστική: αἱ τῶν δικαστηρίων γνώσεις = οι έρευνες των δικαστηρίων.

2. γνώση. ἄγνοια.

family σύνθ. διάγνωσις, ἀγνωσία, ἀνάγνωσις.

ΝΕ γνώση (με τη σημ. 2).

[*γνω- (< γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις].

γόης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μάγος (που έψαλλε τις μαγικές επωδές με γοερές φωνές).

2. απατεώνας: πονηρὸς γόης.

familyπαράγ. γοητικός.

ΝΕ γόης (με επέκτ. της σημ. 1 «αυτός που μαγεύει με την ομορφιά του»).

[*γό- (γοάω «βγάζω κραυγή πόνου, κόπτομαι» + παρ. επίθ. -ης, πβ. πέν-ης, κέλ-ης].

γοητεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μαγεία και με επέκταση απάτη.

ΝΕ γοητεία (πβ. το ΝΕ γόης στο προηγούμενο λήμμα).

[παράγ. λ. γοητε-ύω + παρ. επίθ. -ία].

γόνυ, γόνατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γόνατο: πρὸς τὰ γόνατά τινος πίπτω = πέφτω στα γόνατα κάποιου. γόνυ κάμπτω = κλίνω τα γόνατα, γονατίζω.

family σύνθ. γονυπετής.

ΝΕ γόνατο.

[*γονF-, ομόρρ. με λατ. genū, αρχ. ινδ. jānu].

γοῦν ΜΟΡΙΟ

1. με περιοριστική και συμπερασματική χροιά τουλάχιστον λοιπόν: ἔοικα γοῦν τούτου γε σοφώτερος εἶναι = τουλάχιστον λοιπόν φαίνεται ότι είμαι πιο σοφός από αυτόν.

2. εισάγει παράδειγμα με το οποίο τεκμηριώνεται μια θέση που εκφράστηκε στα αμέσως προηγούμενα. τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον... = κατά το παρελθόν πράγματι...

[σύνθ. γέ + οὖν].

γράμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ζωγραφιά.

2. στοιχείο του αλφαβήτου, γράμμα: γράμματα μανθάνω = μαθαίνω να διαβάζω.

3. στον πληθυντικό γράμματα α. τα έγγραφα: τὰ γράμματα τῆς δίκης. β. το σύγγραμμα, το βιβλίο: τὰ τοῦ Ζήνωνος γράμματα. γ. νόμοι, κανονισμοί: ἡ κατὰ γράμματα πολιτεία = το πολίτευμα που στηρίζεται σε νόμους. δ. μόρφωση: ἄπειρος γραμμάτων = αμόρφωτος.

familyπαράγ. γραμματεύς, γραμματεύω «είμαι γραμματέας», γραμματεῖον «πινακίδα πάνω στην οποία έγραφαν», γραμματική, γραμματικός «φιλόλογος», σύνθ. γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφύλαξ.

ΝΕ γράμμα (με τη σημ. 2, και γράμματα με τη σημ. 3δ).

[παράγ. λ. γράφ-ω + παρ. επίθημ. -μα].

γραμματικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που ξέρει πολλά γράμματα, λόγιος, μελετημένος. ἀγράμματος.

2. ως ουσιαστικό, από την ελληνιστική περίοδο και μετά γραμματικός φιλόλογος, μελετητής της γλώσσας και της γραμματείας.

3. ως ουσιαστικό γραμματική (ενν. τέχνη) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη μιας γλώσσας και ειδικά με τη γραμματική της.

ΝΕ γραμματική (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. γράμμα, -ατος (< γράφ-ω) + παρ. επίθ. -ικός].

γραμματιστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δάσκαλος που μαθαίνει στο παιδί τα πρώτα γράμματα.

[παράγ. λ. γραμματίζω + παρ. επίθ. -τής].

γραῦς, γραός, ἡ & γραῖα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γριά γυναίκα.

familyπαράγ. γραώδης. νεᾶνις.

ΝΕ γραία, γριά.

[*γρᾱF-, πβ. διαλ. γραιFία = γραῑα· αρχικά τα γραῡς και γραῑα σήμαιναν «τσίπα του γάλακτος», κατόπιν «ρυτίδα του δέρματος»].

γραφή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ζωγραφική.

2. ζωγραφιά.

3. η χρήση γραμμάτων, και κατ' επέκταση η συγγραφή.

4. ως δικανικός όρος καταγγελία, δίωξη ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλεως: ἀστρατείας γραφή = δίωξη για ανυποταξία. Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες = δίωκες τον Κηφισοφώντα για ιεροσυλία. δίκη «καταγγελία ή δίκη για αδίκημα στρεφόμενο ενάντια σε ιδιώτη».

ΝΕ γραφή (με τη σημ.3).

[παράγ. λ. γράφ-ω + παρ. επίθ. ].

γράφω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔγραφον
Μέλλ. γράψω
Αόρ. ἔγραψα
Παρακ. γέγραφα
Μέσ. μέλλ. γράψομαι
Παθ. μέλλ. γραφήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐγραψάμην
Παθ. αόρ. ἐγράφην
Παθ. παρακ. γέγραμμαι
Παθ. υπερσ. ἐγεγράμμην

1. χαράζω γράμματα, και κατ' επέκταση διατυπώνω γραπτώς, γράφω: γράφω ἐπιστολήν.

  • γράφω νόμον / ψήφισμα = προτείνω νόμο / ψήφισμα.

2. ζωγραφίζω: ἀνδριάντα γράφω = ζωγραφίζω ένα άγαλμα. εἰκὼν γεγραμμένη. = ζωγραφέω -ῶ.

3. μέση φωνή γράφομαι καταγγέλλω: οἱ γραψάμενοι = αυτοί που έχουν καταγγείλει, οι μηνυτές. τοὺς ἀρχαίους θεοὺς οὐ νομίζοντα ἐγράψατό με = με κατάγγειλε, επειδή δήθεν δεν πιστεύω στους παλιούς θεούς.

familyπαράγ. γραφή, γραφεύς, γραφικός, γραφίς, γράμμα, γραπτός, σύνθ. ἀναγράφω, ἐπιγράφω, καταγράφω, συγγράφω.

ΝΕ γράφω (με τη σημ. 1).

[*γραφ-, ΙΕ αρχής].

γυμνασίαρχος, -άρχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Αθηναίος πολίτης που ήταν υπεύθυνος για τη γυμναστική εκπαίδευση ή διηύθυνε ένα γυμνάσιον, δηλαδή γυμναστήριο.

ΝΕ γυμνασιάρχης «διευθυντής σχολικής μονάδας».

[σύνθ. λ. γυμνάσιον + ἄρχω].

γυμνάσιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. στον πληθυντικό τὰ γυμνάσια οι γυμναστικές ασκήσεις.

2. γυμναστήριο, χώρος αθλητικής εκπαίδευσης.

familyσύνθ. γυμνασίαρχος.

ΝΕ γυμνάσια «ασκήσεις», γυμνάσιο (με επέκτ. της σημ. 2 «χώρος για κάθε είδος εκπαίδευσης, όχι μόνο αθλητικής»).

[παράγ. λ. γυμνασ- (< γύμνασ-ις < γυμνάζω) + παρ. επίθ. -ιον].

γυμνικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που έχει σχέση με τη γυμναστική, αθλητικός: γυμνικὸς ἀγών = διαγωνισμός στη γυμναστική, αθλητικός διαγωνισμός.

[παράγ. λ. γυμνός (*μυγ-νός < *νυγνός, πβ. λατ. nudus) + παρ. επίθ. -ικός].

γυμνόω -ῶ ΡΗΜΑ

γυμνώνω, αφαιρώ τα ρούχα ή το κάλυμμα. ἐνδύω.

familyπαράγ. γυμνικός, γυμνῆτες «ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες του πεζικού», σύνθ. γυμνοπαιδίαι, γυμνοσοφισταί.

ΝΕ γυμνώνω.

[παράγ. λ. γυμνός + -όω].

γυνή, γυναικός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γυναίκα. ἀνήρ.

  • γνωμικό γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας η καλή σύζυγος είναι το τιμόνι του σπιτιού.

2. γυναίκα παντρεμένη, σύζυγος. παρθένος.

3. θνητή γυναίκα. θεά.

familyπαράγ. γυναικεῖος, γύναιος, γυναικὼν ἡ, γυναικωνῖτις, σύνθ. γυναικοκρατοῦμαι.

ΝΕ γυναίκα (με τις σημ. 1, 2).

[*γυνᾱ, αρχ. ινδ. gnā- «γυναίκα, θεά»].

γύψ, γυπός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το αρπακτικό πουλί γύπας.

family σύνθ. γυπώδης.

ΝΕ γύπας.

[*γυ- (γύαλον «κοιλότητα») + παρ. επίθ. -π-ς > γύψ].