ΒΒ, β, βῆτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
βαβαὶ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ [ηχομιμ.] βάδην ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ βάδην. [*βα-δ- < *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -ην, πβ. τροχάδ-ην]. βαδίζω ΡΗΜΑ
1. προχωρώ με βήμα πεζού, βαδίζω. ≠ τρέχω. 2. πηγαίνω κάπου: οὐδεὶς ἤθελε βαδίζειν = κανένας δεν ήταν πρόθυμος να πάει. ἐπ' οἰκίας βαδίζω = πηγαίνω στο σπίτι μου. 3. μεταφορικά αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον = οι τιμές έπεφταν. παράγ. βάδισις, βάδισμα, σύνθ. συμβαδίζω. ΝΕ βαδίζω. [παράγ. λ. *βα-δ- (< *βα- < βαίνω) + παρ. επίθ. -ίζω]. βαθμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σκαλί, σκαλοπάτι, κατώφλι. 2. μεταφορικά μέγεθος, βαθμός. παράγ. βαθμίς, βαθμηδόν. ΝΕ βαθμός (με τη σημ. 2). Προς τη σημ. 1 συγγενής σημασιολογικά λέξη είναι η βαθμίδα στη φρ. οι βαθμίδες της ιεραρχίας. [παράγ. λ. *βα- (< βαίνω) + σ (πβ. βασ-μός) + παρ. επίθ. -μός]. βάθος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. βάθος ή ύψος, ανάλογα με την κατεύθυνση προς τα πάνω ή προς τα κάτω: αἰθέρος βάθος = το ύψος της ατμόσφαιρας. Ταρτάρου βάθη = τα βάθη του Κάτω Κόσμου. 2. το βάθος μιας στρατιωτικής παράταξης, σε αντίθεση προς το μέτωπο: τοὺς πρώτους οὐ πλέον ἢ ἐπὶ δώδεκα ἐποίησαν, τὸ βάθος δ' ἐπὶ πολλῶν = έφτιαξαν το μέτωπο της στρατιωτικής παράταξης όχι με περισσότερους από δώδεκα στρατιώτες, ενώ το βάθος με πολλούς. ΝΕ βάθος (με τις σημ. 1, 2). [παράγ. λ. βαθύς + παρ. επίθ. -ος > βάθος, που υποκατέστησε τη λ. βένθος, -ους, τό = ο βυθός της θάλασσας]. βάθρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. βάση: ἐπειρῶντο τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν = προσπαθούσαν να αφαιρέσουν τα αγάλματα από τα βάθρα τους. 2. θρανίο σε σχολείο, ή κάθισμα σε βουλευτήριο: οἱ διδάσκαλοι παρατιθέασιν αὐτοῖς ἐπὶ τῶν βάθρων ποιήματα = οι δάσκαλοι τους παρουσιάζουν πάνω στα θρανία ποιήματα. οἱ τριάκοντα ἐκάθηντο ἐπὶ τῶν βάθρων = οι Τριάκοντα (τύραννοι) κάθονταν στις έδρες τους. ΝΕ βάθρο. [παράγ. λ. *βα- (< βαίνω) + παρ. επίθ. -θρον]. βαθύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. βαθύς ή ψηλός, ανάλογα με τη θέση του παρατηρητή. 2. ως προσδιορισμός χρόνου βαθὺ γῆρας = βαθιά γεράματα. ὄρθρος βαθύς = βαθιά ξημερώματα, μόλις αρχίζει να χαράζει. παράγ. βαθύνω, σύνθ. βαθύπλουτος. ΝΕ βαθύς (με τις σημ. 1, 2). [αβέβ. ετυμ.]. βαίνω ΡΗΜΑ
περπατώ, βαδίζω. παράγ. βάσις, βῆμα, βαθμός, βάθρον, βωμός, βάδην, σύνθ. ἀναβαίνω, ἐπιβαίνω, ἀναβάτης, ἐπιβάτης. [*βᾱν-jω, θέματα: βη-, βᾰ-, βᾱ-]. βακτηρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ραβδί, μπαστούνι. = ῥάβδος. 2. μεταφορικά ράβδος, ως σύμβολο εξουσίας: λαβὼν τὴν βακτηρίαν βαδίζει εἰς τὸ δικαστήριον. [παράγ. λ. *βακ- (αβέβ.) + παρ. επίθ. -τηρ + παρ. επίθ. -ία]. Βάκχος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βακχάω -ῶ, βάκχειος/βακχεῖος, Βάκχη. [ξένη λ., πιθ. αρχ. θρακική]. βαλανεῖον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ μπάνιο < ιταλ. bagno < λατ. balnĕum, balnēum < βαλανεῖον. [παράγ. λ. *βαλανε- (πβ. βαλανεύω = θερμαίνω το λουτρό με βαλανίδια) + παρ. επίθ. -ι-ον]. βάλανος, -άνου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ βαλανίδι. σύνθ. βαλανηφόρος. ΝΕ βαλανίδι, βελανίδι. [*βαλανο- < ΙΕ *gwol-eno]. βαλλάντιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ βαλάντιο «πορτοφόλι». [αβέβ. ετυμ., πιθανότατα δάν.]. βάλλω ΡΗΜΑ
1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου, για να τον χτυπήσω, τον χτυπώ: βάλλω τινὰ δόρατι / κεραυνῷ = χτυπώ κάποιον με το δόρυ / με κεραυνό. = παίω, τύπτω, πλήττω, πατάσσω. 2. γενικά ρίχνω: βάλλω τινὰ ἐν δαπέδῳ = ρίχνω κάποιον κάτω. βάλλω σπόρον = ρίχνω το σπόρο. = ῥίπτω. παράγ. βλῆ-μα, βέλ-ος, βελ-όνη, διά-βολος, σύνθ. ἀντι-παρα-βάλ-λω, δια-βάλ-λω, ἐπι-βάλ-λω, ἀν-υπέρ-βλη-τος. ΝΕ βάζω (ενεστ. από αόρ. έβανα < έβαλα) με σημ. «τοποθετώ». Το σημερινό βάζω οι αρχαίοι το έλεγαν τίθημι. [*βαλ-jω, θέματα βαλ-, βλη-]. βάναυσος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. βαναυσία, βαναυσικός. ΝΕ βάναυσος «βίαιος, σκληρός». [ίσως (με ανομοιωτική έκπτωση του πρώτου από τα δύο υ) *βαυν-αυσος < βαῡν-ος «φούρνος» + αὔω «καίω», πβ. τον ορισμό για τη λ. βαναυσία: πᾶσα τέχνη διὰ πυρός· κυρίως δὲ ἡ περὶ τὰς καμίνους = βαναυσία ονομάζεται κάθε επάγγελμα που χρησιμοποιεί φωτιά και ιδιαίτερα του σιδηρουργού]. βαπτίζω ΡΗΜΑ
1. βυθίζω σε νερό ή σε άλλο υγρό, εμβαπτίζω: βάπτισον σεαυτόν = μπες μέσα στο νερό. 2. βαφτίζω (βουτώντας αυτόν που βαπτίζεται μέσα στο νερό). 3. παθητική φωνή βαπτίζομαι βυθίζομαι.
παράγ. βάπτισμα, βάπτισις. ΝΕ βαπτίζω, βαφτίζω (με σημ. 2). [παράγ. λ. βάπτω + παρ. επίθ. -ίζω]. βάπτω ΡΗΜΑ
1. βυθίζω κάτι σε υγρό: βάπτω εἰς ὕδωρ. 2. βυθίζω σε βαφή, βάφω: ἔρια βεβαμμένα = μαλλιά (ζώων) βαμμένα. παράγ. βαφή, βαφεύς, βάμμα ( < *βάφ-μα), βαπτός. ΝΕ βάφω (με τη σημ. 2). [*βάφ-τ-ω, ΙΕ αρχής]. βάρβαρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που είναι ξένος, ξενικός (σε αντίθεση με το ελληνικός): βάρβαρος φωνή = ξένη, βαρβαρική, γλώσσα. = ξένος. 2. αγενής, απάνθρωπος ή αμόρφωτος: σκαιός ἐστι καὶ βάρβαρος = είναι απαίσιος και απάνθρωπος. παράγ. βαρβαρικός, βαρβαρισμός, βαρβαρόομαι -οῦμαι, σύνθ. βαρβαρόφωνος. ΝΕ βάρβαρος (με τις σημ. 1, 2). [ηχοποίητη λέξη]. βαρύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει μεγάλο βάρος, βαρύς. ≠ ἐλαφρός. 2. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντέξει, οδυνηρός ή ενοχλητικός: βαρεῖα ξυμφορά. 3. έντονος, σφοδρός: βαρεῖα ἐπιθυμία. 4. βαριά οπλισμένος στρατιώτης. 5. για πρόσωπα αυστηρός, σοβαρός. 6. στη μουσική βαρύς ἦχος. ≠ ὀξύς. παράγ. βαρέως, βάρος, βαρύνω, βαρύτης, σύνθ. βαρύθυμος. ΝΕ βαρύς (με τις σημ. 1, 5, 6). [*βαρύ- + -ς, πβ. αρχ. ινδ. gurú-, γοτθ. kaurus]. βασανίζω ΡΗΜΑ
1. δοκιμάζω τη γνησιότητα του χρυσού. 2. ελέγχω κάτι ή κάποιον πολύ προσεκτικά: βεβασανισμένος εἰς δικαιοσύνην = που έχει δοκιμαστεί η πίστη του στη δικαιοσύνη. 3. ανακρίνω κυρίως δούλο χρησιμοποιώντας βασανιστήρια. παράγ. βασανιστής. ΝΕ βασανίζω (με αλλαγή σημ. «ταλαιπωρώ», που είναι επέκταση της σημ. 3). [παράγ. λ. βάσαν-ος + παρ. επίθ. -ίζω]. βάσανος, -άνου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η πέτρα (λυδία λίθος) με την οποία δοκίμαζαν τη γνησιότητα του χρυσού, και κατ' επέκταση ο έλεγχος πράγματος ή προσώπου: πλοῦτος βάσανος ἀνθρώπου τρόπων = ο πλούτος δείχνει το χαρακτήρα του ανθρώπου. 2. βασανιστήριο για να ομολογήσει ένας δούλος: εἰς βάσανον παραδίδωμι τὸν δοῦλον = παραδίδω το δούλο για να βασανιστεί. ΝΕ βάσανο. [δάν. από ανατολ. γλώσσα]. βασιλεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. βασιλιάς. 2. στην Αθήνα ένας από τους ἐννέα ἄρχοντας (ἄρχων). βασιλίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. βασιλ(εύς) + παρ. επίθ. -ίς]. βάσκανος, -κάνου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ως ουσιαστικό α. μάγος. β. συκοφάντης. 2. ως επίθ. βάσκανος, -ος, -ον συκοφαντικός, μοχθηρός. παράγ. βασκανία. ΝΕ βάσκανος στη φρ. βάσκανος οφθαλμός «μάτι που ματιάζει». [πβ. Ησύχιο «βάσκειν· λέγειν, κακολογεῖν», πβ. βά-ζω «λέγω, ομιλώ»]. βδελύττομαι ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι βδελύσσομαι
αισθάνομαι αηδία για το φαγητό, και κατ' επέκταση αποστρέφομαι κάτι. παράγ. βδελυγμία. ΝΕ βδελύσσομαι (με την ίδια σημ.). [ηχοποίητη λέξη, πβ. το ηχοποίητο βδέω = πέρδομαι]. βέβαιος, -αιος & -αία, -αιον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. στερεός: βέβαιον ὄχημα. 2. σταθερός, ασφαλής, βέβαιος: ἀρετῆς βέβαιαι αἱ κτήσεις = ασφαλή είναι μόνο όσα αποκτά κανείς με την αρετή. 3. για πρόσωπα αυτός που είναι σταθερός στις ιδέες και στις αποφάσεις του, αξιόπιστος: βέβαιος φίλος. παράγ. βεβαίως, βεβαιότης, βεβαιόω, βεβαιωτικός. ΝΕ βέβαιος. [βε-βαι- < βαίνω με εμφατικό διπλασιασμό συλλαβής]. βέβηλος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός τον οποίο επιτρέπεται να πλησιάσει και να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, σε αντίθεση με αυτόν που είναι ἱερός: βέβηλον ἄλσος = προσιτό δάσος (όχι ἱερὸν ἄλσος). ≠ ἄδυτος. 2. για πρόσωπα αυτός που είναι αμύητος στα θρησκευτικά μυστήρια: ἑκὰς οἱ βέβηλοι = να απομακρυνθούν οι αμύητοι (από τις τελετές των Ελευσινίων μυστηρίων). παράγ. βεβηλόω. ΝΕ βέβηλος «που προσβάλλει τα θεία». [*βέ-βη-λος (< βαίνω) = αυτός όπου μπορεί να μπει άνθρωπος, βέ-βη-(κα) (παρακ. του βαίνω) + παρ. επίθ. -λος]. βέλτιστος, -ίστη, -ιστον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. πάρα πολύ καλός, άριστος: βέλτιστος ἀνήρ. τὰ βέλτιστα τῶν πραγμάτων ἐπιθυμοῦσιν = επιθυμούν ό,τι καλύτερο.
2. οἱ βέλτιστοι η αριστοκρατία ως πολιτική παράταξη (ἀγαθός, κράτιστος). [*βελτ-]. βελτίων, -ίων, βέλτιον ΕΠΙΘΕΤΟ συγκριτικός βαθμός του επιθέτου ἀγαθὸς καλύτερος: τὰ βελτίονα προσδοκῶ = ελπίζω στο καλύτερο.
παράγ. βελτίωσις. ΝΕ βελτίωση. [*βελτ-, ΙΕ αρχής]. βῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η κίνηση των ποδιών στο βάδισμα, το βήμα: σπουδῇ βημάτων πορεύεται = προχωρεί με γρήγορα βήματα. 2. υπερυψωμένη θέση για τον ομιλητή μιας δημόσιας συνέλευσης: προσελθὼν Περικλῆς ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε = και αφού ανέβηκε ο Περικλής σε ένα ψηλό βήμα, για να ακούγεται σε όσο γίνεται περισσότερο πλήθος, έλεγε τα εξής. παράγ. βηματίζω. ΝΕ βήμα (και με τις δύο σημ.). [*βη- (πβ. βέ-βη-κα < βαίνω) + παρ. επίθ. -μα]. βία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βιάζω, βίαιος, βιαιότης. ΝΕ βία στη φρ. διά της βίας. [αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. jiyd- «κυριαρχία», *gwiye-]. βιάζω ΡΗΜΑ
1. μεταχειρίζομαι βία. 2. παθητική φωνή βιάζομαι αναγκάζομαι να κάτι: βιαζόμενοι ὑπὸ τῆς προσβολῆς ἱππέων, ἠπείγοντο πρὸς τὸν ποταμόν = επειδή πιέζονταν από την επίθεση του ιππικού, έσπευδαν προς το ποτάμι. = ἀναγκάζομαι. 3. μέση φωνή βιάζομαι πετυχαίνω κάτι με βία ή με δυναμικό τρόπο: βιάζομαι τὸν ἔκπλουν = κατορθώνω να αποπλεύσω διά της βίας. παράγ. βιασμός, βιαστικός. ΝΕ παθ. βιάζομαι «υφίσταμαι βία» και μέσο βιάζομαι «με κατέχει βιασύνη». [παράγ. λ. βία + παρ. επίθ. -άζω]. βιβάζω ΡΗΜΑ
μεταβατικό του βαίνω, που χρησιμοποιείται κυρίως ως β΄ συνθετικό, λ.χ. ἀναβιβάζω διαβιβάζω, μεταβιβάζω, στέλνω. [*βι-βάδ-jω > βιβάζω, < *βαδ- (πβ. βάδ-ην, βαδ-ίζω < *gwnod)]. βίβλος & βύβλος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο πάπυρος (το φυτό). 2. ο παπυρικός κύλινδρος που ήταν η συνηθισμένη μορφή του βιβλίου στην αρχαιότητα, βιβλίο. 3. υποδιαίρεση ενός βιβλίου, κεφάλαιο (λχ. η ιστορία του Ηροδότου περιλάμβανε 9 βίβλους) παράγ. βίβλινος. ΝΕ Βίβλος «η Αγία Γραφή». [Βύβλος, ἡ (αρχαία φοινικική πόλη)]. βίος, -ίου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η ζωή, ο τρόπος ζωής του ανθρώπου: ὁ καθ' ἡμέραν βίος = η καθημερινή ζωή. ἐν εἰρήνῃ διάγω τὸν βίον = ζω μια ζωή ειρηνική. βίος οὐ βιωτός = ζωή ανυπόφορη.
2. τα υλικά μέσα τα απαραίτητα για τη ζωή, και ειδικότερα η περιουσία, το βιος: τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο = από εδώ (από την πειρατεία) απεκόμιζαν τα περισσότερα εισοδήματά τους. παράγ. βιόω -ῶ, σύνθ. βιοδότης. ΝΕ ο βίος (με σημ. 1), το βιος (με σημ. 2). [*βιFος, πβ. λατ. vivus, IE *gwey- από όπου και ὑγιής, πβ. αρχ. ινδ. gàya- «ζωή»]. βιόω -ῶ ΡΗΜΑ
ζω, περνώ τη ζωή μου: βιῶ κοσμίως / παρανόμως. τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα = οι πράξεις της δικής σου και της δικής μου ζωής. = ζήω – ζῶ. ≠ ἀποθνῄσκω.
παράγ. βιοτή, βιώσιμος, βιωτός, ἀβίωτος, σύνθ. ἀναβιόω -ῶ. ΝΕ βιώνω (με αντικ., λ.χ. μια κατάσταση). [παράγ. λ. βίος + παρ. επίθ. -όω]. βιωτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἀβίωτος. [παράγ. λ. βιόω -ῶ + παρ. επίθ. -τός]. βλάξ, βλακός, ὁ, ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ
ανόητος, ηλίθιος: βλὰξ ἄνθρωπος. βλὰξ ἵππος. παράγ. βλακικός, βλακώδης. ΝΕ βλάκας. [*βλᾱ- < *μλᾱ-, πβ. μαλ-ακός]. βλαστάνω ΡΗΜΑ
για φυτά φυτρώνω, αυξάνω, αναπτύσσομαι. [αβέβ. ετυμ.] βλασφημέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μιλώ με ασέβεια για τα ιερά και τα θεία: βλασφημῶ εἰς θεούς (≠ εὐφημῶ). 2. κακολογώ κάποιον ή συκοφαντώ: βλασφημῶ κατά τινος = κατηγορώ κάποιον. παράγ. βλασφημία, βλάσφημος. ΝΕ βλασφημώ (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. *βλάσ- + φημ-έω (παράγ. φήμη + παρ. επίθ. -έω)· το σ- του *βλασ- μένει ανερμήνευτο]. βλέπω ΡΗΜΑ
κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου σε κάτι. παράγ. βλέμμα, βλέψις, σύνθ. διαβλέπω, παραβλέπω. ΝΕ το σημερινό βλέπω αντιστοιχεί όχι στο αρχαίο βλέπω αλλά στο ὁράω -ῶ. [*γλεπ-, *βλεπ-, συγγεν. με αρχ. σλαβ. glipati «βλέπω»]. βλοσυρός, -ὰ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ βλοσυρός «πολύ σοβαρός, άγριος». [αβέβ. ετυμ.]. βλώσκω ΡΗΜΑ ρήμα αυστηρά ποιητικό
εύχρηστο στον αόρ. β΄ ἔμολον = ήλθα: μολὼν λαβέ = έλα να τα πάρεις!
σύνθ. αὐτόμολος «που εγκατέλειψε το
στρατό», ἡ αὐτομολία «εγκατάλειψη της
στρατιωτικής τάξης».
[*μολ-, *βλω-, συγγεν. με σλαβ. iz-moliti «προκαλώ την εμφάνιση, αναγγέλλω»]. βοάω -ῶ ΡΗΜΑ
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω. παράγ. βοητής. [παράγ. λ. βοά / βοή (ίσως ηχοποίητη) + παρ. επίθ. -άω]. Βοηδρομιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. βοηδρόμι-ος «που τρέχει σε ανταπόκριση μιας βοής (κραυγής), για να παράσχει βοήθεια» + παρ. επίθ. -ών]. βορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*βορ-, βι-βρώ-σκω «τρώω»]. Βορέας, -ου, ὁ & στην αττ. διάλ. Βορρᾶς, -ᾶ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βόρειος. ΝΕ Βορράς. [*βορη-, πβ. σλαβ. gora = βουνό (για τον άνεμο που φυσά από τα βουνά), πβ. αρχ. ινδ. giri = αρχ. περσ. gairi «βουνό»]. βουκόλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βουκολέω «βόσκω βόδια», μεταφορ. «κοιμίζω κάποιον, τον εξαπατώ», βουκολικός (λ.χ. βουκολική ποίησις). [σύνθ. λ. βοῦς + *kwol-os (αἰπόλος)]. βούλευμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -μα]. βουλευτήριον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ βουλευτήριο. [παράγ. λ. βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τήριον, πβ. βουλευ-τήρ = βουλευ-τής]. βουλευτής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ βουλευτής. [παράγ. λ. βουλεύ-ω + παρ. επίθ. -τής]. βουλεύω ΡΗΜΑ
1. αποφασίζω έπειτα από σκέψη ή σύσκεψη: ἐξῆν Ἀθηναίοις βουλεῦσαι περὶ Μυτιληναίων = οι Αθηναίοι είχαν δικαίωμα να αποφασίσουν για την τύχη των Μυτιληναίων. 2. είμαι μέλος της Βουλής: πέρυσιν ἔλαχον βουλεύειν = πέρσι κληρώθηκα βουλευτής. 3. μέση φωνή βουλεύομαι κρίνω, αποφασίζω (όπως στη σημ. 1): ἄριστα περὶ τῶν οἰκείων βουλεύονται = αποφασίζουν για τις υποθέσεις τους με τον καλύτερο τρόπο. παράγ. βουλευτήριος, βουλευτικός, βουλευτής, βούλευμα, βούλευσις, σύνθ. ἐπιβουλεύω, συμβουλεύω. [παράγ. λ. βουλ-ή + παρ. επίθ. -εύω]. βουλή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. θέληση: Διὸς βουλή. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει = άλλα αποφασίζουν οι άνθρωποι και άλλα διατάζει ο Θεός. 2. γνώμη, συμβουλή: οὐ κοινὴ βουλὴ ἡμῖν = δεν έχουμε την ίδια γνώμη. 3. σύσκεψη. 4. συμβούλιο. 5. στην Αθήνα ἡ βουλή η Βουλή των πεντακοσίων. σύνθ. βουληφόρος. [δωρ. βωλά, αιολ. βολλά < *βολνά, πβ. βούλομαι]. βούλησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ βούληση. [παράγ. λ. *βουλη- (πβ. βουλη-τός < βούλομαι) + παρ. επίθ. -σις]. βούλομαι ΡΗΜΑ
θέλω: οὐ τοῦτο βούλονται. εἰ βούλει = αν θέλεις. = ἐπιθυμέω -ῶ τινος, ἐθέλω. παράγ. βούλησις, βουλητός, σύνθ. βουληφόρος. [παράγ. λ. *βουλ- (βουλή) + παρ. επίθ. -ομαι]. βοῦς, βοός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βόειος, σύνθ. βουκόλος «που βόσκει αγελάδες», βούκεντρον, βουστροφηδόν. ΝΕ βόδι και βόιδι (< βοΐδιον). [βοῦ-ς < *βωῦ-ς < *gwōu-s, ομόρρ. με αρχ. ινδ. gaúh, λατ. bōs, bōvis]. βουστροφηδὸν & βουστρηδὸν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. *βουστροφ- (βοῦς + στροφ- < στρέφω) + παρ. επίθ. -ηδόν, πβ. πρην-ηδόν]. βραβευτής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἡ βραβεία, τὸ βραβεῖον, βραβεύω «κρίνω κάτι». ΝΕ βραβευτής «αυτός που βραβεύει». [αβέβ. ετυμ., πβ. περσ. *mrava- «αυτός που κρίνει το δίκαιο» < αρχ. περσ. mrav(i) «μι- λώ» = αρχ. ινδ. bravīti]. βραδύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αργός: βραδεῖς ἵπποι. ≠ ταχύς. 2. αργός στη σκέψη, βραδύνους: ἐπιλήσμων καὶ βραδύς = ξεχασιάρης και αργόστροφος. ≠ ἀγχίνους. 3. αυτός που αργεί, καθυστερεί: σκόπει, ὅπως μὴ βραδεῖς γένωνται = πρόσεχε να μην καθυστερήσουν (στην εκτέλεση της αποστολής τους). παράγ. βραδύτης, σύνθ. βραδύπους. ΝΕ βραδύς (με τις σημ. 1, 2). [αβέβ. ετυμ.]. βραχύς, -εῖα, - ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
μικρός, λίγος: ἐν βραχεῖ χρόνῳ = σε μικρό χρονικό διάστημα.
παράγ. βραχύνω, βραχύτης, σύνθ. βραχύβιος, βραχυχρόνιος. ΝΕ στη φρ. διά βραχέων «με λίγα λόγια, σύντομα». [*βραχύ-ς, πβ. αρχ. περσ. merezu «βραχύς»]. βροτός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ λέξη ποιητική, κυρίως στον ενικό. ο θνητός άνθρωπος, σε αντίθεση με τον αθάνατο θεό. = θνητός, ἄνθρωπος. ≠ ἀθάνατος, θεός.
[βροτός, αιολ. τύπος αντί *βρατός· η βασική ΙΕ ρίζα είναι *mer- (λατ. morior «πεθαίνω», πβ. μόρ-σιμος «που έχει σχέση με το θάνατο»)]. βρῶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*βρω- (βι-βρώ-σκω «τρώω») + παρ. επίθ. -μα]. βρῶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το φαγητό: ἡ βρῶσις καὶ ἡ πόσις = το φαγητό και το ποτό. 2. η σκουριά (που τρώει το σίδερο): μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει = μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη που τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά (είπε ο Χριστός). παράγ. βρώσιμος. [*βρω- (βι-βρώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις]. βύρσα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. βυρσίνη, σύνθ. βυρσοδέψης, βυρσοπώλης. [άγν. ετυμ., δάν., μη αττικό, καθώς στα αττικά δε γίνεται *βύρρα]. βωμολόχος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που περιμένει κοντά στους βωμούς για να του δώσουν ή για να κλέψει ένα κομμάτι κρέας μετά τη θυσία. 2. χυδαίος άνθρωπος, και ειδικότερα αυτός που λέει χυδαία αστεία. παράγ. βωμολοχέω. ΝΕ βωμολόχος (με τη σημ. 2). [σύνθ. *βωμο- (βωμός) + *λοχ- < *λοχάω -ῶ «ενεδρεύω»]. |