Στην ενότητα αυτή θα πάρεις πληροφορίες (για):
Τον 5ο μ.Χ. αιώνα οι Σύνοδοι είχαν ήδη αναγνωριστεί ως θεσμός από το εκκλησιαστικό σώμα. Έτσι η Εκκλησία, για να αντιμετωπίσει τις αιρέσεις του Νεστοριανισμού και του Μονοφυσιτισμού, συγκάλεσε δύο Οικουμενικές Συνόδους: την Γ' στην Έφεσο της Μικράς Ασίας (431 μ.Χ.) για το Νεστοριανισμό και τη Δ' στη Χαλκηδόνα, προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική ακτή της Προποντίδας (451 μ.Χ.), για το Μονοφυσιτισμό.
α. «Και Θεός και άνθρωπος» Η Γ' Οικουμενική Σύνοδος (431 μ.Χ.) καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, που υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού και, συνεπώς, ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Η Σύνοδος αποφάσισε ότι ο Κύριος είχε δύο φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη, ενωμένες στο ένα πρόσωπό Του. Η Παναγία γέννησε τον Yιό του Θεού και έδωσε σάρκα στον Θεάνθρωπο Ιησού˙ δε γέννησε απλώς ένα χαρισματικό άνθρωπο που επέλεξε ο Θεός να ονομαστεί Yιός Του. Ο αγέννητος και αιώνιος Θεός γεννάται – σαρκώνεται – από την Παναγία και λαμβάνει την ανθρώπινη φύση. Από τη στιγμή της σύλληψής Του εκ Πνεύματος Αγίου, ο Ιησούς είναι πλήρης Θεός και πλήρης άνθρωπος˙ Αυτόν γέννησε η Μαρία και γι' αυτό ονομάζεται Θεοτόκος.
Είκοσι χρόνια μετά, το 451 μ.Χ., συγκαλείται μια νέα Σύνοδος, που αργότερα θα αναγνωριστεί ως η Δ' Οικουμενική. Ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής υποστήριζε, φτάνοντας στο άλλο άκρο από το Νεστόριο, ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε μέσα στη θεία και, επομένως, ο Ιησούς είχε μόνο μία φύση, τη θεϊκή. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός με επιστολή του προς τους επισκόπους της αυτοκρατορίας συγκάλεσε αυτή την Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα. Ο Μαρκιανός πίστευε πως η Πολιτεία μπορεί να προοδεύσει, όταν, εκτός της σωστής διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων, και η Εκκλησία είναι ενωμένη και ειρηνική.
Η Σύνοδος καταδίκασε το Μονοφυσιτισμό. Διατύπωσε τη θέση, τον «όρο» (το Χριστολογικό δόγμα), ότι στο ένα πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ουσιαστικά η θεία και η ανθρώπινη φύση. |
Αν ο Ιησούς είναι μόνον άνθρωπος, τότε είναι απλώς μία ακόμη χαρισματική φυσιογνωμία στην ιστορία, η οποία προσπάθησε να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντέξουν τις δυσκολίες και τα αναπάντητα ερωτήματα της ζωής και του θανάτου. Όμως, η ζωή θα παρέμενε δυσβάστακτη και ο θάνατος ανερμήνευτος. Αν, πάλι, ο Ιησούς είναι μόνο Θεός, τότε η σωτηρία εξαρτάται μόνον από τη βούληση του Θεού και ο άνθρωπος δε συνεργάζεται γι' αυτήν. Παύει να είναι ελεύθερος, αφού οι επιλογές του δεν έχουν σημασία, και ο Θεός αποφασίζει, ερήμην του ανθρώπου, αν πρέπει να σωθεί ή να αφεθεί να περιπλανάται στα οδυνηρά αδιέξοδα της ζωής. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος αδυνατεί να επικοινωνήσει με το Θεό. Η Γ' και η Δ' Οικουμενικές Σύνοδοι όρισαν ότι στο πρόσωπο του Ιησού έχουμε την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτή η ένωση των δύο φύσεων (θεία και ανθρώπινη) δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να έχει αληθινή και άμεση σχέση με το Θεό, να ενωθεί μαζί Του και, κατά συνέπεια, να μπορέσει να γευτεί τη σωτηρία. Ο Θεός με τη σάρκωσή του δεν χάνει τίποτα απολύτως από τη θεία φύση Του, παραμένει πλήρης Θεός. Tο ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη φύση˙ με την πρόσληψή της από τον Χριστό δεν καταστρέφεται ή διαλύεται μέσα στη θεία φύση, γι' αυτό ο Χριστός είναι και πλήρης άνθρωπος. Το μεγαλύτερο μέρος των πιστών υιοθέτησε τις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και αποδοκίμασε τις απόψεις του Μονοφυσιτισμού. Ένα άλλο μέρος πιστών, οι οπαδοί του Μονοφυσιτισμού, δεν αναγνώρισαν αυτές τις αποφάσεις και αποκόπηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτοί ονομάστηκαν Προχαλκηδόνιοι ή Αντιχαλκηδόνιοι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πληθυσμοί των ανατολικών και αφρικανικών περιοχών (Αίγυπτος, Συρία, Αρμενία), ενώ πολλοί άλλοι που ακολούθησαν τις μονοφυσιτικές απόψεις κατέφυγαν στις περιοχές αυτές.
β. Σύνοδοι: η αρχή της συλλογικότητας στην Εκκλησία Τα ζητήματα που αφορούν την πίστη και τη σωτηρία του ανθρώπου αντιμετωπίζονται από την Eκκλησία με τις Συνόδους. Πρότυπο αυτού του τρόπου διαλόγου και αποφάσεων αποτελεί η Αποστολική Σύνοδος του 48 μ.Χ., όπως είδαμε σε προηγούμενη ενότητα. Γενικότερα, Σύνοδος είναι το ανώτατο συλλογικό όργανο της Εκκλησίας το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για θέματα πίστης, διδασκαλίας και οργάνωσης της Εκκλησίας. Oι Σύνοδοι διακρίνονται σε τοπικές και γενικές. Mια Σύνοδος αναγνωρίζεται ως Oικουμενική όχι μόνο από τη μεγάλη συγκέντρωση επισκόπων σ' αυτήν, αλλά εξαιτίας της αποδοχής των αποφάσεων της από το πλήρωμα της Eκκλησίας. Γι' αυτό και αναγνωρίζεται ως Oικουμενική Σύνοδος από μία επόμενη. Στο Bυζάντιο τις Οικουμενικές Συνόδους συγκαλούσε ο αυτοκράτορας με επιστολές – διατάγματα, στα οποία όριζε και τον αριθμό των επισκόπων που θα εξέλεγε κάθε επαρχία. Όλα τα μέλη της Συνόδου ήταν ισότιμα.
Οι σύνοδοι που αντιμετωπίζουν τρέχοντα ζητήματα των τοπικών Εκκλησιών συγκροτούνται από τους επισκόπους των Εκκλησιών αυτών και ονομάζονται τοπικές. Όταν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Εκκλησία αφορούν μια ολόκληρη επαρχία, τότε συγκροτείται σύνοδος των επισκόπων της επαρχίας αυτής και η σύνοδος ονομάζεται επαρχιακή. |
Οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που έχουν δογματικό περιεχόμενο ονομάζονται «όροι» κι «δόγματα». Θέτουν ένα όριο ανάμεσα στην αλήθεια και την αίρεση. «Ιεροί κανόνες» ονομάζονται οι αποφάσεις των Συνόδων που αφορούν θέματα διοίκησης, λατρείας και καθημερινής χριστιανικής ζωής. Όροι και κανόνες αποτελούν εκκλησιαστικούς θεσμούς, καταγράφουν την αλήθεια της Εκκλησίας και υπηρετούν τη σωτηρία των χριστιανών.
γ. «Φύλακας της Ορθοδοξίας είναι ο λαός» Μια Σύνοδος αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται ως έγκυρη, όταν οι αποφάσεις της γίνονται αποδεκτές από το πλήρωμα της Εκκλησίας (κλήρος και λαός). Για παράδειγμα, όπως θα δούμε σε παρακάτω ενότητα, οι αποφάσεις της Συνόδου στη Φεράρα - Φλωρεντία το 1438 απορρίφθηκαν από τους χριστιανούς στην Ανατολή. Με την ελεύθερη αποδοχή των αποφάσεων των Συνόδων οι πιστοί συμμετέχουν στο Σώμα της Εκκλησίας, επιλέγοντας έτσι συνειδητά το δρόμο της σωτηρίας.
|
|