Στην ενότητα αυτή θα πάρεις πληροφορίες (για):
Χριστιανισμός και Ελληνισμός: δύο ιστορικά μεγέθη τα οποία με τη συνάντησή τους γέννησαν ένα νέο κόσμο μέσα από τις αλληλεπιδράσεις, τις ανταλλαγές, αλλά και τις συγκρούσεις τους. Σ' αυτή τη διδακτική ενότητα θα γνωρίσουμε τη συνάντησή τους.
α. Η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού Η προετοιμασία για τη γνωριμία του ελληνικού πολιτισμού με τον Χριστιανισμό ξεκίνησε τον 3ο π.Χ. αι. από τον Μ. Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Ολόκληρος ο τότε κόσμος ήταν ενωμένος με βάση έναν πολιτισμό: τον ελληνικό. Στο πλαίσιο αυτού του κόσμου, το Ιουδαϊκό κράτος άρχισε να επηρεάζεται από το ελληνικό πνεύμα στην πολιτική και στην κοινωνική του ζωή, στα γράμματα και στην παιδεία του. Στη συνέχεια, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διατήρησε αυτήν την πολιτική και πολιτισμική ενότητα, εισάγοντας τα ρωμαϊκά ήθη και τους νόμους. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον γεννήθηκε ο Χριστιανισμός.
Αργότερα, τον 1ο μ.Χ. αι., ο Απ. Παύλος με το δυναμικό άνοιγμά του στα έθνη δηλώνει τον οικουμενικό χαρακτήρα του Χριστιανισμού. Κηρύττει σε μια οικουμενική αυτοκρατορία, τη ρωμαϊκή, και σε μια οικουμενική γλώσσα, την ελληνική. Αυτή η εξάπλωση του Χριστιανισμού στον εθνικό κόσμο είχε ως αποτέλεσμα πολλοί καλλιεργημένοι εθνικοί να βαπτιστούν χριστιανοί και αρκετοί από αυτούς να γίνουν και μάρτυρες. Από αυτούς προέρχονται οι Απολογητές και οι Αποστολικοί Πατέρες, οι πρώτοι που συνέδεσαν γόνιμα τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, τα δύο αυτά μεγέθη συμπορεύονται στην ιστορία.
|
β. Προσφορά του Ελληνισμού στον Χριστιανισμό Από την εποχή του Απ. Παύλου και την επίσκεψή του στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα, ο Ελληνισμός άσκησε επιρροή στη μορφή και στον τρόπο έκφρασης του Χριστιανισμού. Ειδικότερα:
γ. «Επιδράσεις του Χριστιανισμού στον Ελληνισμό Ο Χριστιανισμός δεν παρέλαβε μόνο πολιτισμικά αγαθά από τον Ελληνισμό, αλλά προσέφερε με την πνευματικότητά του το «καινό» μήνυμα στην ελληνική σκέψη.
|
δ. Χριστιανισμός και Ελληνισμός: αντίθεση και σύνθεση Η σχέση, όμως, Ελληνισμού και Χριστιανισμού, εκτός από γόνιμους συνδυασμούς, δοκιμάστηκε από κρίσεις και συγκρούσεις. Ο εθνικός κόσμος πολέμησε τον Χριστιανισμό με όπλα του τη φιλοσοφία, τη δύναμη της εξουσίας και τους διωγμούς. Ο Χριστιανισμός, όμως, δεν απέρριψε την ελληνική φιλοσοφία, την τέχνη και τον πολιτισμό˙ αντίθετα, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Πατέρες της Εκκλησίας υποστήριζαν πως «σπέρματα αλήθειας» υπάρχουν και στη σοφία των Ελλήνων.
Αργότερα, ύστερα από την επικράτηση της ανεξιθρησκίας, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να έχουμε εκρήξεις βίας, αυτή τη φορά από την πλευρά των χριστιανών. Ομάδες φανατισμένων χριστιανών κατέστρεφαν εθνικά ιερά και καταδίωκαν όσους δεν ήταν χριστιανοί. Αυτοκράτορες και τοπικοί ηγεμόνες αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη βούληση του «όχλου» και να νομιμοποιήσουν τέτοιες ενέργειες. Αυτές οι πράξεις δεν χαρακτηρίζουν ούτε εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας. Προέρχονται από έναν υπέρμετρο ενθουσιασμό και καταδικάζονται και από την παράδοση της Εκκλησίας και από τους Πατέρες. Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας καταδικάζουν τον αρχαίο κόσμο, απορρίπτουν τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις του, όμως ποτέ δεν απορρίπτουν τους ανθρώπους ούτε προτρέπουν τους πιστούς σε πράξεις βίας κι αντεκδίκησης. Η αρνητική, κάποιες φορές, αναφορά στον όρο «Ἕλλην» στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας αναφέρεται στους εθνικούς, γιατί σ' αυτούς τους αιώνες η λέξη «Έλληνας» δε δηλώνει καταγωγή, αλλά είναι συνώνυμο όσων ακολουθούσαν την εθνική λατρεία, ανεξαρτήτως καταγωγής ή φυλετικής προέλευσης. Ο Χριστιανισμός σέβεται την αρχαία σοφία και τα διδάγματα του ελληνικού πνεύματος. Ο Ελληνισμός είναι το πολιτισμικό λίκνο μέσα στο οποίο εκφράστηκε η Αλήθεια του Χριστιανισμού. Αυτή την κληρονομιά ο χριστιανός δεν την αποβάλλει. Την κρατάει και την πλουτίζει με νέα έμπνευση: την αγάπη, την πίστη, την ελπίδα για το νέο κόσμο του Θεού.
|
|
|