Στην ενότητα αυτή θα πάρεις πληροφορίες (για):
Ενώ οι διώξεις συνεχίζονταν, οι χριστιανοί είδαν στο πρόσωπο ενός διώκτη, του Σαούλ ή Σαύλου, τη βοήθεια που περίμεναν από το Θεό. Αυτός είδαμε ότι ήταν ο νέος που φύλαγε τα ρούχα όσων λιθοβολούσαν τον Στέφανο. Αυτός ο διώκτης του μηνύματος του Χριστού θα γινόταν ο μεγαλύτερος κήρυκάς Του μέχρι τα πέρατα της οικουμένης.
α. Σαούλ ο Φαρισαίος, διώκτης των χριστιανών Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου ... Ο Σαούλ ρήμαζε την εκκλησία. Έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άντρες και γυναίκες και τους έριχνε στη φυλακή (Πράξ. 8,1-3), ή με λόγια του ίδιου του Αποστόλου: Ασφαλώς ακούσατε για τη διαγωγή μου όσο ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, πως κατεδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον Ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις (Γαλ. 1,13-14).
Περιτμήθηκα βρέφος οκτώ ημερών˙ γεννήθηκα Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν˙ Εβραίος γέννημα θρέμμα˙ ως προς την εξήγηση του Νόμου ανήκα στους Φαρισαίους˙ με ζήλο κατεδίωκα την εκκλησία κι ήμουν άμεμπτος σε ό,τι αφορά την τήρηση του Νόμου (Φιλιπ. 3,5-6).
Ο Σαούλ γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας, από Ιουδαίους γονείς, το 5 με 15 μ.Χ. Ο πατέρας του είχε αποκτήσει τη ρωμαϊκή υπηκοότητα, την οποία κληρονόμησε ο γιος του μαζί με τα προνόμια που τη συνόδευαν. Η Ταρσός εκείνη την εποχή ήταν εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο και είχε δεχθεί έντονες επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού. Ανατράφηκε σύμφωνα με τις ιουδαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις, διδάχθηκε όμως και την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία. Στην εφηβική του ηλικία πήγε στα Ιεροσόλυμα και μαθήτευσε κοντά στο φημισμένο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Εκείνη ήταν η εποχή του λιθοβολισμού του Στεφάνου. Ο Σαούλ έγινε φανατικός διώκτης των χριστιανών, όχι μόνο στα Ιεροσόλυμα, αλλά και έξω απ' αυτά, όπου οι διωκόμενοι ζητούσαν καταφύγιο.
|
β. Ο διώκτης γίνεται χριστιανός: η μεταστροφή του Σαούλ και η αρχή της δημόσιας δράσης του Η μεταστροφή ενός ανθρώπου, από την πατροπαράδοτη πίστη του σε μια άλλη που καταδίωκε με μανία, είναι μια προσωπική περιπέτεια με αδιανόητες εναλλαγές βιωμάτων. Μόνον ο ίδιος θα μπορούσε να τη διηγηθεί. Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον ίδιο, τον μετέπειτα Απόστολο Παύλο, να μας αποκαλύψει τα γεγονότα, όπως το έκανε στους συμπατριώτες του (Πράξ. 22,4-16): Ο Σαύλος επικροτούσε τη θανάτωση του Στεφάνου ... Ο Σαούλ ρήμαζε την εκκλησία. Έμπαινε με τη βία στα σπίτια, έσερνε έξω άντρες και γυναίκες και τους έριχνε στη φυλακή (Πράξ. 8,1-3), ή με λόγια του ίδιου του Αποστόλου: Ασφαλώς ακούσατε για τη διαγωγή μου όσο ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, πως κατεδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον Ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις (Γαλ. 1,13-14).
Περιτμήθηκα βρέφος οκτώ ημερών˙ γεννήθηκα Ισραηλίτης από τη φυλή Βενιαμίν˙ Εβραίος γέννημα θρέμμα˙ ως προς την εξήγηση του Νόμου ανήκα στους Φαρισαίους˙ με ζήλο κατεδίωκα την εκκλησία κι ήμουν άμεμπτος σε ό,τι αφορά την τήρηση του Νόμου (Φιλιπ. 3,5-6).
Αμέσως μετά από τα γεγονότα αυτά, ο Σαούλ έγινε ο γνωστός σε όλους ως Απόστολος Παύλος. Άρχισε να κηρύττει στις συναγωγές της Δαμασκού ότι ο Ιησούς είναι ο Yιός του Θεού, εκπλήσσοντας τους Ιουδαίους που τον ήξεραν ως τρομερό διώκτη των χριστιανών και προκαλώντας την οργή τους. Οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να τον φυγαδεύσουν από τα τείχη της πόλης μέσα σε ένα καλάθι. Αποσύρθηκε στην έρημο της Αραβίας, για να προετοιμαστεί για το έργο που του είχε ανατεθεί, να κηρύξει στους εθνικούς τη νέα πίστη. Ξαναγύρισε στη Δαμασκό και δίδαξε για τρία χρόνια. Μετά ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα, όπου γνώρισε τον Πέτρο και τον Ιάκωβο. Η δυσπιστία των εκεί χριστιανών διαλύθηκε μετά την παρέμβαση του Βαρνάβα. Επειδή όμως κινδύνευε η ζωή του, οι χριστιανοί τον φυγάδευσαν στην περιοχή της Συρίας και Κιλικίας.
|
γ. Η πρώτη ιεραποστολική δράση του Παύλου στην Κύπρο και στη Μ. Ασία Το 47 μ.Χ. η Εκκλησία της Αντιοχείας κάλεσε τον Απόστολο Παύλο να αναλάβει μαζί με τον Βαρνάβα ιεραποστολικό έργο. Οι δύο Απόστολοι, αφού πήραν την ευλογία και τις ευχές της Εκκλησίας, ξεκίνησαν για την Κύπρο (δες το χάρτη των περιοδειών στην επόμενη ενότητα). Διέσχισαν όλο το νησί κηρύσσοντας στις εβραϊκές συναγωγές με μεγάλη απήχηση. Στην Πάφο ασπάστηκε το Χριστιανισμό και ο Ρωμαίος ανθύπατος Σέργιος Παύλος (Πράξ. 13,4-12).
Από την Πάφο ο Παύλος και οι συνοδοί του πέρασαν με πλοίο στην Πέργη της Παμφυλίας και από εκεί προχώρησαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Στη συναγωγή της πόλης ο Παύλος, αφού έκανε μια αναδρομή στην ιστορία του ισραηλιτικού λαού και στη δράση του Ιωάννη του Προδρόμου, τόνισε ότι οι Γραφές μιλούσαν για τον ερχομό του Χριστού και την Ανάστασή Του και κάλεσε τους Ιουδαίους να αποδεχθούν το μήνυμα του Χριστού. Οι εθνικοί της πόλης ζήτησαν να μάθουν τι σήμαιναν όσα είχε πει και, σύντομα, πολλοί απ' αυτούς δέχτηκαν το λόγο του Κυρίου και έγιναν χριστιανοί. Αυτό όμως εξόργισε τους Ιουδαίους, που εξανάγκασαν τους Αποστόλους να φύγουν από την πόλη και να κατευθυνθούν στο Ικόνιο (Πράξ. 13,13-52). Παρά και τις εκεί αντιδράσεις των Ιουδαίων, οι Απόστολοι κήρυξαν για αρκετό καιρό στην πόλη και, όταν πλέον υπήρχε κίνδυνος για τη ζωή τους, έφυγαν για τα Λύστρα. Στην πόλη αυτή οι εθνικοί, νομίζοντας ότι οι Απόστολοι ήταν θεοί, θέλησαν να τους προσφέρουν θυσία. Ο Απόστολος Παύλος, όμως, τους εξήγησε την αλήθεια για τον Θεό. Οι κάτοικοι απογοητευμένοι και εξοργισμένοι λιθοβόλησαν τους δύο Αποστόλους, που μόλις διέφυγαν το θάνατο (Πράξ. 14,1-20). Από εκεί επισκέφτηκαν τη Δέρβη και, στη συνέχεια, όλες τις πόλεις απ' όπου είχαν περάσει, στηρίζοντας τους πιστούς και χειροτονώντας πρεσβυτέρους για να συνεχίσουν το έργο τους. Τέλος, επέστρεψαν με πλοίο στην Αντιόχεια της Συρίας. Είχαν περάσει δύο περίπου χρόνια από την έναρξη της πρώτης περιοδείας και τα αποτελέσματά της ήταν σημαντικά, όπως ανακοίνωσαν οι Απόστολοι στην Εκκλησία της Αντιοχείας: «Ο Θεός άνοιξε την πόρτα της πίστης και στους εθνικούς» (Πράξ. 14,27). Το μήνυμα του Ευαγγελίου εξαπλωνόταν πλέον οριστικά έξω από τα όρια του ιουδαϊκού κόσμου και η Εκκλησία άρχισε να αποκτά συνείδηση της οικουμενικότητάς της. Αυτή όμως η εξέλιξη δημιούργησε προβληματισμούς και αντιδράσεις, που οδήγησαν την Εκκλησία να συγκαλέσει Σύνοδο για να βρεθεί μια λύση.
|
|
||
|