Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν
του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ* διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης,
και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί
ανήγειραν* τα όπλα εναντίον των Oθωμανών, πως η Πάτρα και οι πλησίον
της χώρες ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβίας, και πως οι
επίλοιπες χώρες, κατά την συμφωνίαν ίσως, είχαν τότε καμωμένον
το ίδιον, αλλά, ως πλέον μακράν, ακόμη η είδησις δεν ήτον
φθασμένη εις την Ζάκυνθον. Oύτως είπεν ο μαύρος,* διότι τέτοια ήτον
η φήμη, οπού παρευθύς έτρεξεν.
Εγώ εις τα λόγια του άκουσα* το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα
από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από
καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις
ανθρώπους, όπου δι' άλλο –καθώς εφαίνετο– δεν επολεμούσαν, παρά
διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν
ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενεί
την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα,
είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου
με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της
γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον
γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το
να παρακαλέσω τον Oυρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν,
και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις
την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και, μαζί με αυτήν,
επιστρεμμένας εις τας καθέδρας* τους τας σεμνάς Μούσας, από τας
οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε
διωγμένας. […]
Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά, που ημπορούν να
συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένην, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν
μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας,
οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα, και την
νομίζουν διά κακήν, οπόταν αυτή ωσάν σκλάβα δεν θέλει να
φέρεται.
Βλέποντας τέλος πάντων και τον αδελφόν μου τοιούτης λογής
ενάντιον εις την γνώμην οπού είχα διά το μοναστήρι, εκοινολόγησα*,
τόσον εις αυτόν ωσάν και εις τον θείον μου, τον στοχασμόν οπού
μου ήλθε διά να υπάγω να ησυχάσω εις εκείνο το μετόχι* μας,
οπού εδώ επάνω ήδη εμελέτησα*.
Χαράλαμπος Παχής, Κερκυραία κόρη
Τούτο το πράγμα εφάνη απαίσιον και εις τους δύο, όθεν εγώ τότε
ευρέθηκα εις την μεγαλυτέραν στενοχωρίαν, οπού δύναται να ευρεθεί
άνθρωπος εις τον κόσμον. Όχι να υπάγω να ησυχάσω* –διατί δεν
ηθέλησαν οι συγγενείς μου– όχι να υπανδρευθώ –διατί εγώ δεν ήθελα– έπρεπε λοιπόν να μείνω διά παντός εις το σπίτι. Διά παντός εις
το σπίτι! Α! τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω· εγώ έβλεπα
καλά πως τούτο το σπίτι εξ αποφάσεως ήθελε μου προξενήσει
γλήγορον και κακόν θάνατον. Μέρα και νύκτα κλεισμένη, χωρίς να δύναμαι
να πηγαίνω μήτε εις εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν*, χωρίς να
έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον ελπίδα διά
να αλλάξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του
πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον ή
τίποτε* συνομιλούσαν μαζί με εμάς τες γυναίκες), ο οποίος άλλο
δεν έκανε, παρά να λέγει τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά
λόγια οπού ποτέ να ειπώθησαν, ήσαν όλα πράγματα, οπού μου
έδιναν μίαν μεγαλοτάτην θλίψιν και στενοχωρίαν, πάθη οπού γλήγορα
εξ αποφάσεως* έμελλε να με γκρεμνίσουν εις το μνήμα.
Τι λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω, και ν'
αποθάνω χωρίς να κάμω καλόν; Χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος*,
διά το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον;
Δυστυχισμένη Ελίζα! Πού είναι τώρα εκείνη η ευτυχεστάτη και ενάρετη
ζωή, την οποίαν επήγαινες προφθάνοντας με του νοός σου τα
μάτια; Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα*, που σας αγαπούσα και ήθελα
το καλόν σας –ό,τι λογής μία αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της– έχετε, κλεισμένα εδώ μέσα που σας έχω, να χορτάσετε την κοιλίαν
των σαράκων*, ή έχει κανένα καιρόν ο αδελφός μου να σας εβγάλει
και να σας δώσει εις τους δούλους του, διά να σας ξεσχίζουν
και να μεταχειρίζονται τα μέλη σας εις τας χρείας* του
μαγειρείου; Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον ο θάνατός μου ήθελε με λυπεί
ολιγότερον,
αν ίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον, εις
κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας*!
Ε. Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία,
Ωκεανίδα
|