|
Εδώ, στην πέτρα τη βαριά, τώρα ας καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι άσειστον ακόμα στυλοβάτη,
εδώ που ο παντοδύναμος και διαλεχτός σου θρόνος
ήταν, του Κρόνου ω Oλύμπιε γιε, ψάχνοντας δώθε κάτι
πάντα κανείς απ' το κρυφό το μεγαλείο θα βρει.
Ω απίστευτο· μήδε κι αυτό της φαντασίας το μάτι
δεν πλάθει ό,τι με κάματο* λες σβήσαν οι καιροί.
Μα οι στύλοι οι περήφανοι δε θεν απ' το διαβάτη
καν να στενάξει· πάνω τους ο Τούρκος ξαποσταίνει*
με δίχως έννοια, κι ο Ρωμιός σφυρίζει και διαβαίνει.
Μ' απ' όλους όσους το Ναό κουρσέψαν κει ψηλά,
όπου η Παλλάδα ίσαμε* χτες λημέρευε μονάχη,
πονώντας και μη θέλοντας ν' αφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σαν ποια πατρίδα νά 'χει
γραφτό ήταν ο υστερότερος στη φαύλην αρπαγή; Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί είχε μάνα εσένα. Αγγλία, δόξα σου, που εσύ δεν είχες τέτοια γέννα,
τι δεν αγγίζει ελεύθερο παρά όποιος σκλαβοβγεί.
Και όμως εβιάσαν και έφεραν κάθε ιερό θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν αποτροπιασμένο.
Oι Πίκτοι* να και σήμερα τι θε ν' αφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς και Παρθενώνες,
που σεβαστήκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αιώνες.
Ω της Αθήνας τα στερνά παντέρμα απομεινάρια!
Όσοι ν' αρπάξουν σκέφτηκαν απ' τη γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στους βράχους της πατρίδας τους που κόβουν τ' ακρογιάλι.
Και, ωιμέ, προστάτες αχαμνοί* μπρος στους βωμούς της τώρα,
να, τα παιδιά της, που ο καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιο πικρό μαράζι.
Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποιος το 'λπιζε, στοχάσου,
πως η Αλβιόνα* έχει χαρές στων Αθηνών το κλάμα.
Μα οι σκλάβοι κι αν τους σπάραξαν, ωιμέ! με τ' όνομά σου,
μη στην Ευρώπη, είναι ντροπή, μην πεις το ανόσιο δράμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.
Ναι, διαφεντεύτρα ευγενική που ο κόσμος αγαπά,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, που και χρόνια
και τύραννοι σεβάστηκαν, μ' αγάπη ή ζηλοφθόνια.
Η αιγίδα* σου η θαυματουργή που ξάφνιασε στη στράτα
τον θεριωμένο Αλάριχο*, Παλλάδα*, τι έχει γίνει;
Τι του Πηλέα γίνηκεν ο γιος*, που τον εκράτα
του κάκου ο Άδης σκλάβο του, και που τη μέρα εκείνη
πετάχτη η σκιά του πάνοπλη στο φως· μη δεν μπορούσε
ξανά ν' αφήσει ο Πλούτωνας* τον ήρωα να βγει,
να σκιάζει* κι άλλον άρπαγα μπροστά στην αρπαγή!
Ω! μπρος στης Στύγας* τις οχθές ανέμελα γυρνούσε
κι αφήκεν απροστάτευτες, τη μαύρη εκείνην ώρα,
μετόπες που διαφέντευεν είκοσι αιώνες τώρα.
|
|
Ω! είναι από πέτρα όποιος για σε δε νιώθει, ωραία Ελλάδα,
ό,τι εραστής όπου θεωρεί μπρος του νεκρή ερωμένη,
κι αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη* απομένει,
μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα
να σου τα γδύνουν Βρετανοί, που θα 'πρεπε ταμένοι
να στέκουν φυλακάτορες στα λείψανα τεμένη*.
Ανάθεμά τη τη στιγμή κουρσάροι που αρμενίζαν
απ' το νησί τους, κι έσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, αρπάζοντας να παν στα βορινά
και μισητά τους κλίματα, θεούς που ανατριχιάζαν.
Λ. Μπάυρον, Τα τραγούδια του για την Ελλάδα,
μτφρ. Στέφανος Μύρτας
|