ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Ερωτόκριτος
Τα δύο επιλεγμένα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, το πιο γνωστό
και δημοφιλές έργο της κρητικής λογοτεχνίας, προέρχονται από
το τρίτο και τέταρτο μέρος του ποιήματος. Το πρώτο απόσπασμα
τοποθετείται στη μέση περίπου του έργου και θίγει το πρόβλημα
της κοινωνικής διαφοράς ανάμεσα στην οικογένεια της Αρετούσας
και του Ερωτόκριτου. Έχουν προηγηθεί ο έρωτας του Ερωτόκριτου
και η ανταπόκριση της Αρετούσας (Α' Μέρος), καθώς και το
κονταροκτύπημα και η νίκη του Ερωτόκριτου (Β' Μέρος). Μετά τη νίκη
το αίσθημα των δύο νέων γίνεται σφοδρότερο, αρχίζουν οι
ερωτικές συνομιλίες τους στο δώμα του παλατιού, οι οποίες οδηγούν
στην κοινή απόφαση να παρακαλέσει ο Ερωτόκριτος τον πατέρα του
να μιλήσει στο βασιλιά για το γάμο. O πατέρας του Ερωτόκριτου
Πεζόστρατος, παρά τις αντιρρήσεις του, πείθεται και τολμά, με
σύνεση και διστακτικότητα, να μιλήσει στο βασιλιά, όμως εκείνος
τον διώχνει από το παλάτι με ύβρεις και απειλές. Δίνει επίσης
διαταγή να εξοριστεί ο Ερωτόκριτος, ο οποίος με σπαραγμό ψυχής
αποχαιρετά την αγαπημένη του, τον τόπο του και τους δικούς του,
και πηγαίνει στην Έγριπο. Στο τέταρτο μέρος, ο βασιλιάς επιμένει
να παντρέψει την κόρη του με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, η
Αρετούσα αρνείται και ο πατέρας της τη φυλακίζει. Ενώ μπαίνει
ο τέταρτος χρόνος από τη φυλάκιση της Αρετούσας, ο βασιλιάς των
Βλάχων εισβάλλει στο βασίλειο των Αθηνών, παρουσιάζεται όμως
ο Ερωτόκριτος, αγνώριστος, μαυρισμένος από ένα μαγικό υγρό, και
σώζει την Αθήνα, τόσο με τα ανδραγαθήματά του όσο και με την
τελική μονομαχία του με τον Άριστο, το καλύτερο παλικάρι των
Βλάχων. Το δεύτερο απόσπασμα έχει επικό χαρακτήρα και είναι η
αρχή της δικαίωσης του Ερωτόκριτου, η οποία θα οδηγήσει
σταδιακά στο ευτυχισμένο τέλος, στο γάμο των δύο νέων και στην ανάληψη
της βασιλείας.
895
900
905
910
915
920
925
930
935
1005
1010
1015
1020
1025
1030
1035
|
[Γ. 891-936. Διάλογος ρήγα Ηράκλη και Πεζόστρατου]
ΠOΙΗΤΗΣ
Εκείνη η μέρα επέρασε κι η άλλη ξημερώνει
κι ο κύρης* του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει*·
δε θέλει πλιο* να καρτερεί κι ο γιος του να 'χει κρίση *μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Επήγεν εις του βασιλιού να τόνε δικιμάσει
κι ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια* να τον πιάσει·
αγάλια αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά* να παίρνει
και μια και κι άλλη αθιβολήν* αλλοτινή του φέρνει.
ΠΕΖOΣΤΡΑΤOΣ
Λέγει: «Στους παλαιούς καιρούς, που 'σα μεγάλοι αθρώποι*,
τα πλούτη και βασίλεια εκράζουντάνε κόποι,
'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη
παρά τσι χώρες, τσ' αφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι*,
κι εσμίγασι τα τέκνα τως οι αφέντες οι μεγάλοι
με τους μικρούς οπού 'χασι γνώση, αντρειά και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι οι αφεντιές* εσβήνουν και χαλούσι
και μεταλλάσσουν, κι οι καιροί συχνιά τα καταλούσι*,
μα η γνώση εκεί που βρίσκεται και τσ' ευγενιάς τα δώρα ξάζου* άλλο παρά βασιλειά, παρά χωριά και χώρα·
ουδ' ο τροχός δεν έχει εξάν*, ως θέλει να γυρίσει,
τη γνώση και την αρετή ποτέ να καταλύσει».
ΠOΙΗΤΗΣ
Κι ήφερνε ξόμπλια απόμακρα, πράματα περασμένα
και καταπώς του σάζασι* τα 'λεγεν έναν ένα.
Με τούτες τες παραβολές αγάλια αγάλια σώνει*
εις το σημάδι το μακρύ κι ήρχισε να ξαμώνει*.
Αποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει
κι οπίσω τον εγιάγερνε* κι εκράτειέ τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η αγάπη του παιδιού του
και φανερώνει τα κουρφά* και τα χωστά* του νου του·
μα ως ενεχάσκισε* να πει την προξενιά του γάμου,
ΒΑΣΙΛΙΑΣ
του λέγει ο ρήγας: «Πήγαινε και φύγε από κοντά μου!
Πώς εβουλήθης κι είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη*,
γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει;
Φύγε το γληγορύτερο και πλιο* σου μην πατήσεις
εις την αυλή του παλατιού και κακοθανατίσεις.
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος* δε σε ξορίζω,
μα ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ' τσι τόπους οπ' ορίζω.
Τέσσερις μέρες κι όχι πλια* του δίδω να μισέψει*,
τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει
και μην πατήσει ώστε να ζω στα μέρη τα δικά μου,
αλλιώς του δίδω θάνατο για χάρισμα του γάμου.
Κι εκείνο που αποκότησες κι είπες τούτη την ώρα
μη γροικηθεί*, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά* στη χώρα
και κάμω πράμαν εις εσέ οπού να μη σ' αρέσει,
να τρέμου όσοι τ' ακούσουνε κι εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιο να σου μιλώ· στο ρήγα δεν τυχαίνει
τα τόσα να πολυμιλεί· κι απόβγαλ' τον* να πηαίνει».
[Δ. 1003-1038. Μάχη Αθηναίων και Βλάχων]
Ανακατώνεται ο λαός και τα φουσάτα* σμίγου,
μα 'τον ακόμη σκοτεινά και δεν καλοξανοίγου*. Δίδου αναπνιά στα βούκινα*, τσι σάλπιγγες φυσούσι,
πάγει η λαλιά στον ουρανό, τα νέφη αντιλαλούσι.
Με τη βαβούρα* την πολλή και κτύπους των αρμάτω εγροίκησε* ο Ρωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο,
κι ο λογισμός της Αρετής ολίγο τον αφήνει
να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ' τσ' αγάπης την οδύνη.
Άλλο μαντάτο να του που δε στέκει ν' ανιμένει*,
με σπούδα* εκαβαλίκεψε, στον κάμπο κατεβαίνει.
Σαν όντεν* είν' καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,
και ξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει,
με βροντισμό και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει
και πάγει τη τόσο ψηλά, οπού στα νέφη σώσει,
έτσι κι όντεν εκίνησε με τέτοια αντρειά επορπάτει,
οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι.
Μ' έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε* στο φουσάτο,
οπού όποιος κι αν εγλίτωκε με φόβο το εδηγάτο.
Εισέ καιρό ο Ρωτόκριτος ήσωσε στο λιμνιώνα*,
που οι Αθηναίοι εφεύγασι κι οι Βλάχοι τσ' εζυγώνα·
με φόβον εγλακούσανε*, βοήθεια δεν ευρίσκα
κι οι οχθροί τως τους εδιώχνασι κι αλύπητα εβαρίσκα.
Κι ωσά λιοντάρι όντε πεινά κι από μακρά γροικήσει
κι έρχεται βρώμα* οπού 'πασκε* να βρει να κυνηγήσει
κι εις την καρδιά κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη,
τρέχει ζιμιόν* απάνω του κι αγριεύει σαν του λάχει·*
φωτιά πυρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,
καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος βραστός εβγαίνει,
αφροκοπά το στόμα του, το κούφος* του μουγκρίζει,
ανασηκώνει την ορά*, τον κόσμο φοβερίζει,
κατακτυπούν τα δόντια του και το κορμί σπαράσσει, αναχεντρώνουν* τα μαλλιά και τρέχει να το πιάσει· εδέτσι* εξαγριεύτηκε για τα κακά μαντάτα
κι ωσάν αϊτός επέταξε κι εμπήκε στα φουσάτα.
Βλάχοι, κακό το πάθετε εις τό σας ηύρε αφνίδια,
εδά 'ρθασι τ' απαρθινά* κι επάψαν τα παιγνίδια!
Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ερμής
|
|
*κύρης: πατέρας *μερώνει: ηρεμεί * πλιο: πια *κρίση: μαρτύριο, βάσανο *ξόμπλι: παράδειγμα *αποκοτιά: θάρρος *αθιβολή: λόγος *μεγάλοι αθρώποι: σημαντικοί *λογάρι: θησαυρός *αφεντιά: εξουσία *καταλούσι: φθείρουν *ξάζου: αξίζουν *εξά: εξουσία *σάζασι: ταίριαζαν *σώνει, ξαμώνει: φτάνει στο κρίσιμο σημείο και δοκιμάζει να πει *γιαγέρνω: επιστρέφω *κουρφά, χωστά: κρυφά *ενεχάσκισε: τόλμησε *λωλέ, μισαφορμάρη: παλαβέ, μισότρελε *πλιο: στο εξής *γιαύτος: γι' αυτό *πλια: περισσότερο *να μισέψει: να φύγει *γροικηθεί: ακουστεί *εδεπά: εδώ *απόβγαλ' τον: διώξε τον *φουσάτο: στράτευμα *δεν καλοξανοίγου: δεν καλοβλέπουν *δίδου αναπνιά στα βούκινα: φυσούν τις πολεμικές σάλπιγγες *βαβούρα: φασαρία * εγροίκησε: άκουσε *ανιμένει: περιμένει *σπούδα: βιασύνη *όντεν: όταν *ήσωσε: έφτασε *λιμνιώνας: λιμάνι *εγλαυκούσανε: έτρεχαν *βρώμα: τροφή, λεία θηρίου *'πασκε: προσπαθούσε *ζιμιόν: αμέσως *λάχει: τύχει *κούφος: θωρακική κοιλότητα *ορά: ουρά *αναχεντρώνουν: για το τρίχωμα του ζώου που υψώνεται *εδέτσι: έτσι *απαρθινά: αληθινά.
|