σ’ → σε
σαγηνευτής → σαγήνη
σαγηνευτικά → σαγήνη
σαγηνευτικός → σαγήνη
σαγηνεύτρια → σαγήνη
σαγηνεύω → σαγήνη
σαγήνη
σαθρός
σαθρότητα → σαθρός
σάκχαρο → ζάχαρο
σαλεύω
σαλιάρα → σάλιο
σαλιάρης → σάλιο
σάλιο
σαλιώνω → σάλιο
σάλος
σαν1
σαν2
σανίδα
σανίδι → σανίδα
σανίδωμα → σανίδα
σανιδώνω → σανίδα
σαπίζω → σάπιος
σαπίλα → σάπιος
σάπιος
σάπισμα → σάπιος
σάρκα
σαρκάζω
σαρκασμός → σαρκάζω
σαρκαστής → σαρκάζω
σαρκαστικά → σαρκάζω
σαρκαστικός → σαρκάζω
σαρκικά → σάρκα
σαρκικός → σάρκα
σαρκώδης → σάρκα
σαρώνω
σάρωση → σαρώνω
σαρωτής → σαρώνω
σαρωτικά → σαρώνω
σαρωτικός → σαρώνω
σας → εσύ
σατανάς
σατανικά → σατανάς
σατανικός → σατανάς
σατανισμός → σατανάς
σατανιστής → σατανάς
σατανίστρια → σατανάς
σάτιρα
σατιρίζω → σάτιρα
σατιρικά → σάτιρα
σατιρικός → σάτιρα
σατυρικός → Σάτυρος
Σάτυρος
σαφήνεια → σαφής
σαφής
σαφώς → σαφής
σβήνω
σβήσιμο → σβήνω
σβηστήρα → σβήνω
σβηστήρι → σβήνω
σβηστός → σβήνω
σβήστρα → σβήνω
*σβύνω → σβήνω
σε → εσύ
σε
σέβας → σέβομαι
σεβάσμιος → σέβομαι
σεβασμός → σέβομαι
σεβαστός → σέβομαι
σέβομαι
σειρά
σεισμικά → σεισμός
σεισμικός → σεισμός
σεισμικότητα → σεισμός
σεισμός
σείω → σεισμός
σελήνη
σεληνιάζομαι → σελήνη
σεληνιακός → σελήνη
σεληνιασμός → σελήνη
σελίδα
σελιδοποιώ → -ποιώ
σεμνά → σεμνός
σεμνός
σεμνότητα → σεμνός
σένα → εσύ
σέρνω
σήκωμα → σηκώνω
σηκωμός → σηκώνω
σηκώνω
σηκωτός → σηκώνω
σήμα
σημαδεύω → σημάδι
σημάδι
σημαδιακά → σημάδι
σημαδιακός → σημάδι
σημαία
σημαίνω → σημασία
σημαντικά → σημασία
σημαντικός → σημασία
σημασία
σημειακός → σημείο
σημείο
σημείωμα → σημειώνω
σημειώνω
σημείωση → σημειώνω
σημειωτέος → σημειώνω
σήμερα
σημερινός → σήμερα
σήψη → σάπιος
σθεναρά → σθένος
σθεναρός → σθένος
σθεναρώς → σθένος
σθένος
σιάζω → ίσιος
σιγά
σιγανά → σιγά
σιγανός → σιγά
σιγή → σιγά
σιγο-
σιγοβράζω → σιγο-
σιγοβρέχει → σιγο-
σιγοκαίω → σιγο-
σιγοκλαίω → σιγο-
σιγοκουβεντιάζω → σιγο-
σιγομουρμουρίζω → σιγο-
σιγοπίνω → σιγο-
σιγοσβήνω → σιγο-
σιγοτραγουδώ → σιγο-
σίγουρα → σίγουρος
σιγουρεύω → σίγουρος
σιγουριά → σίγουρος
σίγουρος
σιγοψήνω → σιγο-
σιγοψιθυρίζω → σιγο-
σίδερα → σίδερο1
σιδεράδικο → σίδερο1
σιδεράς → σίδερο1
σιδερένιος → σίδερο1
σιδεριά → σίδερο1
σίδερο1
σίδερο2
σιδέρωμα → σίδερο2
σιδερώνω → σίδερο2
σιδερώστρα → σίδερο2
σιδερωτήριο → σίδερο2
σίδηρος
σιδηρουργείο → σίδηρος
σιδηρουργία → σίδηρος
σιδηρουργός → σίδηρος
σιχαίνομαι
σίχαμα → σιχαίνομαι
σιχαμάρα → σιχαίνομαι
σιχαμερά → σιχαίνομαι
σιχαμερός → σιχαίνομαι
σιχασιά → σιχαίνομαι
σιωπή
σιωπηλά → σιωπή
σιωπηλός → σιωπή
σιωπηρά → σιωπή
σιωπηρός → σιωπή
σιωπητήριο → σιωπή
σιωπώ → σιωπή
σκάβω
σκάζω → σκάω
σκάλα
σκαλί → σκάλα
σκαλίζω
σκάλισμα → σκαλίζω
σκαλιστήρι → σκαλίζω
σκαλιστός → σκαλίζω
σκαλοπάτι → σκάλα
σκανδαλίζω → σκάνδαλο
σκανδαλιστικός → σκάνδαλο
σκάνδαλο
σκανδαλώδης → σκάνδαλο
σκανδαλωδώς → σκάνδαλο
σκασμός → σκάω
σκαφτιάς → σκάβω
σκάψιμο → σκάβω
σκάω
σκελετός
σκεπάζω
σκέπασμα → σκεπάζω
σκεπαστός → σκεπάζω
σκέπαστρο → σκεπάζω
σκεπή → σκεπάζω
σκεπτικά → σκέφτομαι
σκεπτικό → σκέφτομαι
σκεπτικός → σκέφτομαι
σκέπτομαι → σκέφτομαι
σκέτα → σκέτος
σκέτος
σκεφτικά → σκέφτομαι
σκεφτικός → σκέφτομαι
σκέφτομαι
σκέψη → σκέφτομαι
σκηνή
σκηνικό → σκηνή
σκηνικός → σκηνή
σκιά
σκιάζω1→ σκιά
σκιάζω2
σκιερός → σκιά
σκίζω
σκίσιμο → σκίζω
σκιστός → σκίζω
σκιώδης → σκιά
σκλάβα → σκλάβος
σκλαβιά → σκλάβος
σκλάβος
σκλαβώνω → σκλάβος
σκληρά → σκληρός
σκληραγώγηση → σκληραγωγώ
σκληραγωγία → σκληραγωγώ
σκληραγωγώ
σκληράδα → σκληρός
σκληραίνω → σκληρός
σκληρός
σκληρότητα → σκληρός
σκλήρυνση → σκληρός
σκολειό → σχολείο
σκόνη
σκονίζω → σκόνη
σκοπευτήριο → σκοπεύω1
σκοπευτής → σκοπεύω1
σκοπευτικός → σκοπεύω1
σκοπεύτρια → σκοπεύω1
σκοπεύω1
σκοπεύω2→ σκοπός1
σκοπιά1→ σκοπός1
σκοπιά2→ σκοπός2
σκόπιμα → σκοπός1
σκόπιμος → σκοπός1
σκοπιμότητα → σκοπός1
σκοπίμως → σκοπός1
σκοπός1
σκοπός2
σκοπός3
σκορπίζω
σκορπιός
σκόρπιος → σκορπίζω
σκόρπισμα → σκορπίζω
σκορπώ → σκορπίζω
σκοτάδι
σκοτεινά → σκοτάδι
σκοτεινιά → σκοτάδι
σκοτεινιάζω → σκοτάδι
σκοτεινός → σκοτάδι
σκότωμα → σκοτώνω
σκοτωμός → σκοτώνω
σκοτώνω
σκούπα
σκουπίδι
σκουπιδιάρης → σκουπίδι
σκουπιδιάρικο → σκουπίδι
σκουπίζω → σκούπα
σκούπισμα → σκούπα
σκουραίνω → σκούρος
σκούρος
σκύβω
σκύλα → σκυλί
σκυλί
σκυλιάζω → σκυλί
σκυλίσια → σκυλί
σκυλίσιος → σκυλί
σκύλος → σκυλί
σκυφτά → σκύβω
σκυφτός → σκύβω
σκύψιμο → σκύβω
σμίκρυνση
σμικρύνω → σμίκρυνση
σοβαρά → σοβαρός
σοβαρεύω → σοβαρός
σοβαρός
σοβαρότητα → σοβαρός
σοβαροφάνεια → σοβαροφανής
σοβαροφανής
σοβινισμός
σοβινιστής → σοβινισμός
σοβινιστικός → σοβινισμός
σοβινίστρια → σοβινισμός
σόι
σορός
σοσιαλισμός
σοσιαλιστής → σοσιαλισμός
σοσιαλιστικός → σοσιαλισμός
σοσιαλίστρια → σοσιαλισμός
σου → εσύ
σούρσιμο → σέρνω
σοφά → σοφός
σοφία → σοφός
σοφίζομαι → σόφισμα
σόφισμα
σοφιστής → σόφισμα
σοφός
σπάζω → σπάω
σπάθη → σπαθί
σπαθί
σπαθιά → σπαθί
σπάνια → σπάνιος
σπανίζω → σπάνιος
σπάνιος
σπανίως → σπάνιος
σπαρτά → σπέρνω
σπάσιμος → σπάω
σπασμωδικά → σπασμωδικός
σπασμωδικός
σπάω
σπέρνω
σπίτι
σπιτικό → σπίτι
σπιτικός → σπίτι
σπονδυλικός → σπόνδυλος
σπόνδυλος
σπονδυλωτό → σπόνδυλος
σπονδυλωτός → σπόνδυλος
σπορά → σπέρνω
σποραδικά → σποραδικός
σποραδικός
σπόρι → σπέρνω
σπόρος → σπέρνω
σπουδάζω
σπουδαία → σπουδαίος
σπουδαίος
σπουδαιότητα → σπουδαίος
σπουδαστήριο → σπουδάζω
σπουδαστής → σπουδάζω
σπουδάστρια → σπουδάζω
σπουδή → σπουδάζω
σπρωξιά → σπρώχνω
σπρωξίδι → σπρώχνω
σπρώξιμο → σπρώχνω
σπρώχνω
σπυράκι → σπυρί
σπυρί
σπυριάζω → σπυρί
σπυριάρης → σπυρί
σπυρωτός → σπυρί
σταγόνα
σταγονίδιο → σταγόνα
σταδιακά → στάδιο
σταδιακός → στάδιο
στάδιο
σταθερά → σταθερός
σταθεροποιώ → -ποιώ
σταθερός
σταθερότητα → σταθερός
στάθμευση → σταθμός
σταθμεύω → σταθμός
στάθμη
σταθμίζω → στάθμη
σταθμός
σταμάτημα → σταματώ
σταματώ
στάση1→ σταματώ
στάση2
στασιάζω → στάση2
στασιαστικός → στάση2
στάσιμος → σταματώ
στασιμότητα → σταματώ
στατικά → σταματώ
στατικός → σταματώ
στατιστικά → στατιστική
στατιστική
στατιστικός → στατιστική
σταυρός
σταυρώνω → σταυρός
σταύρωση → σταυρός
σταυρωτά → σταυρός
|
σταυρωτής → σταυρός
σταυρωτός → σταυρός
στεγάζω → στέγη
στέγαση → στέγη
στεγαστικός → στέγη
στέγη
στεγνά → στεγνός
στεγνός
στεγνότητα → στεγνός
στέγνωμα → στεγνός
στεγνώνω → στεγνός
στεγνωτήριο → στεγνός
*στείβω → στύβω
στείρος
στειρότητα → στείρος
στειρώνω → στείρος
στείρωση → στείρος
στέκομαι
στέκω
στέλεχος
στελεχώνω → στέλεχος
στελέχωση → στέλεχος
στέλνω
στέμμα → στεφάνι
στενά → στενός
στενάχωρα → στενόχωρος
στεναχώρια → στενόχωρος
στενάχωρος → στενόχωρος
στεναχωρώ → στενόχωρος
στένεμα → στενός
στενεύω → στενός
στενό → στενός
στενός
στενότητα → στενός
στενόχωρα → στενόχωρος
στενοχώρια → στενόχωρος
στενόχωρος
στενοχωρώ → στενόχωρος
στένωμα → στενός
στένωση → στενός
στερεά → στερεός
στέρεα → στέρεος
στερεό → στερεός
στερεός
στέρεος
στερέωμα1→ στερεός
στερέωμα2
στερεώνω → στερεός
στερέωση → στερεός
στέρηση → στερώ
στεριώνω → στερεός
στερώ
στέφανα → στεφάνι
στεφάνη → στεφάνι
στεφάνι
στέφανος → στεφάνι
στεφανώνω → στεφάνι
στέφω → στεφάνι
στέψη → στεφάνι
στήθος
στήλη
στήνω
στήριγμα → στηρίζω
στηρίζω
στηρικτικά → στηρίζω
στηρικτικός → στηρίζω
στήριξη → στηρίζω
στήσιμο → στήνω
στητός → στήνω
*στίβα → στοίβα
στιβάδα
στίβος
στίγμα
στιγματίζω → στίγμα
στιγμή
στιγμιαία → στιγμή
στιγμιαίος → στιγμή
στιχομυθία
στοά
στοίβα
στοιβάζω → στοίβα
στοιχειό
στοιχείο
στοιχειώδη → στοιχείο
στοιχειώδης → στοιχείο
στοιχειωδώς → στοιχείο
στοιχειώνω → στοιχειό
στοίχημα
στοιχηματίζω → στοίχημα
στοιχίζω1
στοιχίζω2
στοίχιση → στοιχίζω2
στολή
στολίδι
στολίζω → στολίδι
στόλισμα → στολίδι
στολισμός → στολίδι
στόλος
στόμα
στοματικός → στόμα
στομάχι
στομαχιάζω → στομάχι
στομαχική → στομάχι
στομαχικός → στομάχι
στόμαχος → στομάχι
στόμιο
στοργή
στοργικά → στοργή
στοργικός → στοργή
στόχαστρο → στόχος
στοχεύω → στόχος
στόχος
στραβά → στραβός
στραβο-
στραβό- → στραβο-
στραβοκαταπίνω → στραβο-
στραβοκοιτάζω → στραβο-
στραβολαιμιάζω → στραβο-
στραβομουτσουνιάζω → στραβο-
στραβοπόδης → στραβο-
στραβός
στραβώνω → στραβός
στρατηγείο → στρατηγός
στρατηγικά → στρατηγός
στρατηγική → στρατηγός
στρατηγικός → στρατηγός
στρατηγός
στρατιά → στρατός
στρατιώτης → στρατός
στρατιωτικά → στρατός
στρατιωτικό → στρατός
στρατιωτικός → στρατός
στρατιωτίνα → στρατός
στρατοπεδεύω → στρατόπεδο
στρατόπεδο
στρατός
στρατώνας → στρατός
στρέφω
στρίβω
στριμμένος → στρίβω
στρίμωγμα → στριμώχνω
στριμωξίδι → στριμώχνω
στριμώχνω
στριμωχτά → στριμώχνω
στριμωχτός → στριμώχνω
στριφτά → στρίβω
στριφτός → στρίβω
στρίψιμο → στρίβω
στρογγυλεύω → στρογγυλός
στρογγυλός
στρόγγυλος → στρογγυλός
στροφή → στρίβω
*στρυμώχνω → στριμώχνω
στρώμα → στρώνω
στρώνω
στρώση → στρώνω
στρωσίδι → στρώνω
στρώσιμο → στρώνω
στρωτά → στρώνω
στρωτός → στρώνω
στύβω
στύλος
στύψιμο → στύβω
συ → εσύ
συ- → συν-
σύ- → συν-
συγ- → συν-
σύγ- → συν-
συγγένεια → συγγενής
συγγενεύω → συγγενής
συγγενής
συγγενικά → συγγενής
συγγενικός → συγγενής
συγγνώμη
σύγγραμμα → συγγράφω
συγγραφέας → συγγράφω
συγγραφή → συγγράφω
συγγραφικός → συγγράφω
συγγράφω
συγκεκριμένα → συγκεκριμένος
συγκεκριμενοποιώ → -ποιώ
συγκεκριμένος
συγκεντρώνω
συγκέντρωση → συγκεντρώνω
συγκεντρωτικά → συγκεντρώνω
συγκεντρωτικός → συγκεντρώνω
συγκεντρωτισμός → συγκεντρώνω
συγκεχυμένος → συγχέω
συγκίνηση
συγκινησιακά → συγκίνηση
συγκινησιακός → συγκίνηση
συγκινητικά → συγκίνηση
συγκινητικός → συγκίνηση
συγκινώ → συγκίνηση
συγκλονίζω
συγκλονιστικά → συγκλονίζω
συγκλονιστικός → συγκλονίζω
συγκοινωνία
συγκοινωνιακός → συγκοινωνία
συγκράτηση → συγκρατώ
συγκρατώ
συγκρίνω
σύγκριση → συγκρίνω
συγκρίσιμος → συγκρίνω
συγκριτικά → συγκρίνω
συγκριτικός → συγκρίνω
συγκρότημα → συγκροτώ
συγκρότηση → συγκροτώ
συγκροτώ
συγκρούομαι
συγκρουόμενα → συγκρούομαι
σύγκρουση → συγκρούομαι
συγχρονίζω → σύγχρονος
συγχαίρω
συγχάρηκα → συγχαίρω
συγχαρητήρια → συγχαίρω
συγχαρητήριος → συγχαίρω
συγχέω
*συγχίζω → συγχύζω
συγχρονισμός → σύγχρονος
σύγχρονος
συγχρόνως → σύγχρονος
συγχύζω
σύγχυση1→ συγχέω
σύγχυση2→ συγχύζω
συγχωρεμένος → συγχωρώ
συγχωρεμένος → συγχωρώ
συγχώρεση → συγχωρώ
συγχωρημένος → συγχωρώ
συγχώρηση → συγχωρώ
συγχωριανός → συν-
συγχωρώ
συζήτηση → συζητώ
συζητήσιμος → συζητώ
συζητητής → συζητώ
συζητήτρια → συζητώ
συζητώ
συζυγικός → σύζυγος
σύζυγος
συθέμελα → συν-
συλ- → συν-
σύλ- → συν-
συλλαμβάνω
συλλέγω
συλλέκτης → συλλέγω
συλλεκτικός → συλλέγω
συλλέκτρια → συλλέγω
σύλληψη → συλλαμβάνω
συλλογή1→ συλλέγω
συλλογή2→ συλλογίζομαι
συλλογιέμαι → συλλογίζομαι
συλλογίζομαι
συλλογικά → σύλλογος
συλλογικός → σύλλογος
συλλογικότητα → σύλλογος
συλλογισμός → συλλογίζομαι
συλλογιστική → συλλογίζομαι
συλλογιστικός → συλλογίζομαι
σύλλογος
συλλυπούμαι → συν-
συμ- → συν-
σύμ- → συν-
συμβαίνει
συμβάλλομαι
συμβάλλω
συμβάν → συμβαίνει
σύμβαση
συμβατικά → σύμβαση
συμβατικός → σύμβαση
συμβεβλημένος → συμβάλλομαι
συμβιβάζω
συμβιβασμός → συμβιβάζω
συμβιβαστικά → συμβιβάζω
συμβιβαστικός → συμβιβάζω
συμβλήθηκα → συμβάλλομαι
συμβλημένος → συμβάλλομαι
συμβολή → συμβάλλω
συμβολίζω → σύμβολο
συμβολικά → σύμβολο
συμβολικός → σύμβολο
συμβολισμός → σύμβολο
σύμβολο
συμβουλευτικά → συμβουλεύω
συμβουλευτικός → συμβουλεύω
συμβουλεύω
συμβουλή → συμβουλεύω
συμβούλιο → συμβουλεύω
συμβούλιο → συν-
σύμβουλος → συμβουλεύω
συμμαχία → σύμμαχος
συμμαχικός → σύμμαχος
σύμμαχος
συμμαχώ → σύμμαχος
συμμετέχω
συμμετοχή → συμμετέχω
συμμέτοχος → συμμετέχω
συμμετρία
συμμετρικά → συμμετρία
συμμετρικός → συμμετρία
συμμορφώνω
συμμόρφωση → συμμορφώνω
συμπάθεια
συμπαθής → συμπάθεια
συμπαθητικά → συμπάθεια
συμπαθητικός → συμπάθεια
συμπαθώ → συμπάθεια
σύμπαν
συμπάσχω → συν-
συμπεραίνω
συμπέρασμα → συμπεραίνω
συμπερασματικά → συμπεραίνω
συμπερασματικός → συμπεραίνω
συμπεριφέρομαι
συμπεριφορά → συμπεριφέρομαι
συμπιέζω
συμπίεση → συμπιέζω
συμπίπτω
συμπλήρωμα → συμπληρώνω
συμπληρωματικά → συμπληρώνω
συμπληρωματικός → συμπληρώνω
συμπληρώνω
συμπλήρωση → συμπληρώνω
συμπονετικός → συμπονώ
συμπόνια → συμπονώ
συμπονώ
συμπρωταγωνιστώ → συν-
σύμπτυξη → συμπτύσσω
συμπτύσσω
συμπτύχθηκα → συμπτύσσω
σύμπτωμα
συμπτωματικά → συμπίπτω
συμπτωματικός1→ συμπίπτω
συμπτωματικός2→ σύμπτωμα
σύμπτωση → συμπίπτω
συμφέρον → συμφέρω
συμφέρω
συμφέρων → συμφέρω
συμφορά
σύμφωνα → συμφωνώ
συμφωνητικό → συμφωνώ
συμφωνία1
συμφωνία2→ συμφωνώ
συμφωνικός → συμφωνία1
σύμφωνο → συμφωνώ
σύμφωνος → συμφωνώ
συμφωνώ
συμψηφίζω → συν-
συν
συν-
σύν- → συν-
συναγερμός
συναδελφικά → συνάδελφος
συναδελφικός → συνάδελφος
συναδελφικότητα → συνάδελφος
συναδέλφισσα → συνάδελφος
συνάδελφος
συναδερφικά → συνάδελφος
συναδερφικός → συνάδελφος
συναδέρφισσα → συνάδελφος
συνάδερφος → συνάδελφος
συναίνεση → συναινώ
συναινετικά → συναινώ
συναινετικός → συναινώ
συναινώ
συναισθάνομαι
συναίσθημα → συναισθάνομαι
συναισθηματικά → συναισθάνομαι
συναισθηματικός → συναισθάνομαι
συναισθηματισμός → συναισθάνομαι
συναίσθηση → συναισθάνομαι |
συναλλαγή
συναλλάσσομαι → συναλλαγή
συναναστρέφομαι
συναναστροφή → συναναστρέφομαι
συνάντηση → συναντώ
συναντώ
συνάπτω
συναρμολόγηση → συναρμολογώ
συναρμολογώ
συναρπάζω
συναρπαστικά → συναρπάζω
συναρπαστικός → συναρπάζω
συνάρτηση → συναρτώ
συναρτώ
συναφής
συνάφθηκα → συνάπτω
συναφώς → συναφής
σύναψη → συνάπτω
συνδεδεμένος → συνδέω
σύνδεση → συνδέω
σύνδεσμος → συνδέω
συνδετικός → συνδέω
συνδέω
συνδρομή
συνδρομητής → συνδρομή
συνδρομητικά → συνδρομή
συνδρομητικός → συνδρομή
συνδρομήτρια → συνδρομή
συνδυάζω
συνδυασμός → συνδυάζω
συνδυαστικά → συνδυάζω
συνδυαστικός → συνδυάζω
συνέβαινε → συμβαίνει
συνέβαλα → συμβάλλω
συνέβη → συμβαίνει
συνεβλήθην → συμβάλλομαι
συνέδεσα → συνδέω
συνεδριάζω
συνεδριακός → συνεδριάζω
συνεδρίαση → συνεδριάζω
συνέδριο → συνεδριάζω
σύνεδρος → συνεδριάζω
συνείδηση
συνειδησιακά → συνείδηση
συνειδησιακός → συνείδηση
συνειδητά → συνείδηση
συνειδητοποίηση → συνειδητοποιώ
συνειδητοποιώ
συνειδητός → συνείδηση
συνειρμικά → συνειρμός
συνειρμικός → συνειρμός
συνειρμός
συνέκρινα → συγκρίνω
συνεκτικός → συνοχή
συνέλαβα → συλλαμβάνω
συνέλεξα → συλλέγω
συνελήφθην → συλλαμβάνω
συνεννόηση → συνεννοούμαι
συνεννοήσιμος → συνεννοούμαι
συνεννοούμαι
συνέντευξη
συνένωση → συν-
συνεπάγεται
συνεπαγωγή → συνεπάγεται
συνεπαίρνω → συν-
συνέπεια → συνεπής
συνέπεσα → συμπίπτω
συνεπής
συνεπτυγμένος → συμπτύσσω
συνέπτυξα → συμπτύσσω
συνεπώς → συνεπής
συνεργός → συν-
συνέρχομαι
σύνεση
συνεσταλμένος → συστέλλω
συνέστειλα → συστέλλω
συνεστήθην → συνιστώ
συνέστησα → συνιστώ
συνετά → σύνεση
συνεταιρίζομαι → συνέταιρος
συνεταιρικά → συνέταιρος
συνεταιρικός → συνέταιρος
συνεταιρισμός → συνέταιρος
συνεταίρος → συνέταιρος
συνέταιρος
συνέταξα → συντάσσω
συνετέλεσα → συντελώ
συνετελέσθην → συντελώ
συνετίζω → σύνεση
συνετός → σύνεση
συνετρίβην → συντρίβω
συνέτριψα → συντρίβω
συνευρίσκομαι → συν-
συνέφερα → συμφέρω
συνέχαιρα → συγχαίρω
συνεχάρην → συγχαίρω
συνέχεα → συγχέω
συνέχεια → συνεχής
συνεχής
συνεχίζω → συνεχής
συνέχιση → συνεχής
συνεχιστής → συνεχής
συνεχώς → συνεχής
συνήγορος
συνηγορώ → συνήγορος
συνήθεια → συνήθης
συνήθειο → συνήθης
σύνηθες → συνήθης
συνήθης
συνηθίζεται → συνήθης
συνηθίζω → συνήθης
συνηθισμένα → συνήθης
συνηθισμένος → συνήθης
συνήθως → συνήθης
συνήλθα → συνέρχομαι
συνήφθην → συνάπτω
συνήψα → συνάπτω
σύνθεση → συνθέτω
σύνθετα → συνθέτω
συνθέτης → συνθέτω
συνθετικά → συνθέτω
συνθετικό → συνθέτω
συνθετικός → συνθέτω
σύνθετο → συνθέτω
σύνθετος → συνθέτω
συνθέτρια → συνθέτω
συνθέτω
συνθήκη
συνθηκολόγηση → συνθηκολογώ
συνθηκολογώ
σύνθημα
συνθηματικά → σύνθημα
συνθηματικός → σύνθημα
συνίζηση
συνίσταμαι
συνιστώ
συννεφιά → σύννεφο
συννεφιάζει → σύννεφο
συννεφιάζω → σύννεφο
σύννεφο
συνοδεία → συνοδεύω
συνοδευτικός → συνοδεύω
συνοδεύω
συνοδός → συν-
συνοδός → συνοδεύω
συνολικά → σύνολο
συνολικός → σύνολο
σύνολο
συνομιλώ → συν-
συνονόματος → συν-
συνορεύω → σύνορο
συνοριακός → σύνορο
σύνορο
συνοχή
σύνταγμα
συνταγματικά → σύνταγμα
συνταγματικός → σύνταγμα
συνταγματικότητα → σύνταγμα
συντάκτης → συντάσσω
συντακτικά → συντάσσω
συντακτικό → συντάσσω
συντακτικός → συντάσσω
συντάκτρια → συντάσσω
σύνταξη1
σύνταξη2→ συντάσσω
συντάξιμος → σύνταξη1
συνταξιοδότηση → σύνταξη1
συνταξιοδοτώ → σύνταξη1
συνταξιούχος → σύνταξη1
συνταράζω → συν-
συντάσσω
συντελεστής → συντελώ
συντελώ
συντεταγμένος → συντάσσω
συντετριμμένος → συντρίβω
συντήρηση → συντηρώ
συντηρητικά → συντηρώ
συντηρητικός → συντηρώ
συντηρητισμός → συντηρώ
συντηρώ
συντίθεμαι → συνθέτω
σύντομα → σύντομος
συντομεύω → σύντομος
συντομία → σύντομος
σύντομος
συντόμως → σύντομος
συντονίζω
συντονισμός → συντονίζω
συντονιστής → συντονίζω
συντονιστικά → συντονίζω
συντονιστικός → συντονίζω
συντονίστρια → συντονίζω
συντριβή → συντρίβω
συντρίβω
συντρίμμια → συντρίβω
συντριπτικά → συντρίβω
συντριπτικός → συντρίβω
συντροφεύω → σύντροφος
συντροφιά → σύντροφος
συντροφικά → σύντροφος
συντροφικός → σύντροφος
συντροφικότητα → σύντροφος
συντρόφισσα → σύντροφος
σύντροφος
συνωμοσία → συνωμοτώ
συνωμότης → συνωμοτώ
συνωμοτικά → συνωμοτώ
συνωμοτικός → συνωμοτώ
συνωμότισσα → συνωμοτώ
συνωμότρια → συνωμοτώ
συνωμοτώ
συνωνυμία → συνώνυμος
συνώνυμο → συνώνυμος
συνώνυμος
συρ- → συν-
σύρ- → συν-
συρρέω → συν-
σύρσιμο → σέρνω
συρτά → σέρνω
συρτός → σέρνω
σύρω → σέρνω
συσ- → συν-
σύσ- → συν-
συσκέπτομαι → συν-
συσκευάζω
συσκευασία → συσκευάζω
συσκευή
σύσκεψη → συν-
συσσώρευση → συσσωρεύω
συσσωρευτής → συσσωρεύω
συσσωρευτικά → συσσωρεύω
συσσωρευτικός → συσσωρεύω
συσσωρεύω
συστάθηκα → συνιστώ
συστάλθηκα → συστέλλω
σύσταση
συστατικό → σύσταση
συστατικός → σύσταση
συστεγάζομαι → συν-
συστέλλω
συστήθηκα → συνιστώ
σύστημα
συστηματικά → σύστημα
συστηματικός → σύστημα
συστηματικότητα → σύστημα
συστηματοποίηση → -ποιώ
συστημένος → συστήνω
συστήνω
σύστησα → συνιστώ
συστολή → συστέλλω
συσχετίζω
συσχετικός → συσχετίζω
συσχέτιση → συσχετίζω
συσχετισμός → συσχετίζω
*συχαίνομαι → σιχαίνομαι
συχνά → συχνός
συχνάζω → συχνός
συχνός
συχνότητα → συχνός
συχωρεμένος → συγχωρώ
σφαγέας → σφάζω
σφαγείο → σφάζω
σφαγή → σφάζω
σφαγιάζω → σφάζω
σφάγιο → σφάζω
σφάζω
σφαίρα
σφαιρικά → σφαίρα
σφαιρικός → σφαίρα
σφαιρικότητα → σφαίρα
σφαλερά → σφάλμα
σφαλερός → σφάλμα
σφάλλω → σφάλμα
σφάλμα
σφάξιμο → σφάζω
σφαχτάρι → σφάζω
σφάχτης → σφάζω
σφαχτό → σφάζω
σφίγγω
σφίξιμο → σφίγγω
σφιχτά → σφίγγω
σφιχτός → σφίγγω
σφουγγαράδικο → σφουγγάρι
σφουγγαράδικος → σφουγγάρι
σφουγγαράς → σφουγγάρι
σφουγγάρι
σφραγίδα
σφραγίζω → σφραγίδα
σφράγισμα → σφραγίδα
σφραγιστός → σφραγίδα
σφυγμός
σφύζω → σφυγμός
σφυράω → σφυρίζω
σφύριγμα → σφυρίζω
σφυρίζω
σφυριχτά → σφυρίζω
σφυριχτός → σφυρίζω
σφυρίχτρα → σφυρίζω
σχεδιάζω → σχέδιο
σχεδίαση → σχέδιο
σχεδιασμός → σχέδιο
σχεδιαστήριο → σχέδιο
σχεδιαστής → σχέδιο
σχεδιαστικά → σχέδιο
σχεδιαστικός → σχέδιο
σχεδιάστρια → σχέδιο
σχέδιο
σχεδόν
σχέση
σχετίζομαι → σχέση
σχετικά → σχέση
σχετικός → σχέση
σχετικότητα → σχέση
σχήμα
σχηματίζω → σχήμα
σχηματικά → σχήμα
σχηματικός → σχήμα
σχηματισμός → σχήμα
σχίζω → σκίζω
σχίσιμο → σκίζω
σχιστός → σκίζω
σχόλασμα → σχολώ
σχολειό → σχολείο
σχολείο
σχολή
σχολιάζω → σχόλιο
σχολιασμός → σχόλιο
σχολιαστής → σχόλιο
σχολιαστικά → σχόλιο
σχολιαστικός → σχόλιο
σχολιάστρια → σχόλιο
σχολικός → σχολείο
σχόλιο
σχολώ
*σωβινισμός → σοβινισμός
σώζω
σωλήνα → σωλήνας
σωλήνας
σωληνοειδής → σωλήνας
σώμα
σωματίδιο → σώμα
σωματικά → σώμα
σωματικός → σώμα
σωματώδης → σώμα
σώνω1→ σώζω
σώνω2
σώος
σωπαίνω → σιωπή
σωρηδόν → σωρός
σωριάζω → σωρός
σωρός
σωσίας
σώσιμο1→ σώζω
σώσιμο2→ σώνω2
σωστά → σωστός
σωστικός → σώζω
σωστό → σωστός
σωστός
σωτήρας → σώζω
σωτηρία → σώζω
σωτήρια → σώζω
σωτήριος → σώζω
σώφρονας → σώφρων
σωφρονίζω → σώφρων
σωφρονισμός → σώφρων
σωφρονιστήριο → σώφρων
σωφρονιστικός → σώφρων
σωφροσύνη → σώφρων
σώφρων |