παγ- → παν-
πάγ- → παν-
παγάκι → πάγος
παγερά → πάγος
παγερός → πάγος
παγετός
παγετώνας
πάγια → πάγιος
παγίδα
παγίδευση → παγίδα
παγιδεύω → παγίδα
πάγιο → πάγιος
πάγιος
παγιώνω → πάγιος
παγίως → πάγιος
παγκάκι → πάγκος
πάγκος
παγκόσμια → παγκόσμιος
παγκοσμιοποίηση
παγκόσμιος
παγκόσμιος → παν-
παγκοσμίως → παγκόσμιος
πάγκρεας
παγκρήτιος → παν-
παγόβουνο
πάγος
πάγωμα → πάγος
παγωμάρα → πάγος
παγωνιά → πάγος
παγώνω → πάγος
παζάρεμα → παζάρι
παζαρεύω → παζάρι
παζάρι
παθαίνω
πάθημα → παθαίνω
πάθηση → παθαίνω
παθητικά → παθητικός
παθητικό → παθητικός
παθητικός
παθητικότητα → παθητικός
παθιάζω → πάθος
παθολογία
παθολογικά → παθολογία
παθολογικός → παθολογία
παθολόγος → παθολογία
πάθος
παθούσα → παθαίνω
παθών → παθαίνω
παιγνίδι → παίζω
παίγνιο → σχ. παίζω
παιδαγωγικά → παιδαγωγός
παιδαγωγική → παιδαγωγός
παιδαγωγικός → παιδαγωγός
παιδαγωγός
παιδαριώδης
παιδαριωδώς → παιδαριώδης
παιδεία
παίδεμα → παιδεύω
παιδεύω
παιδί
παιδιάστικα → παιδί
παιδιάστικος → παιδί
παιδικός → παιδί
παιδικότητα → παιδί
παίζω
παίκτης → παίζω
παίκτρια → παίζω
παίνεμα → παινεύω
παινεύω
παίξιμο → παίζω
παίρνω
παιχνίδι → παίζω
παίχτης → παίζω
παίχτρια → παίζω
παλ- → παν-
πάλ- → παν-
παλαβά → παλαβός
*παλαβομάρα → παλαβωμάρα
παλαβός
παλάβωμα → παλαβός
παλαβωμάρα → παλαβός
παλαβώνω → παλαβός
παλαιά → παλαιός
παλαιός
παλαιότητα → παλαιός
παλαιστής → πάλη
παλαίστρα → πάλη
παλαίστρια → πάλη
παλαιώνω → παλαιός
παλαίωση → παλαιός
παλάμη
παλεύω → πάλη
πάλη
πάλι
παλιά → παλιός
παλικαράς → παλικάρι
παλικάρι
παλικαρίσια → παλικάρι
παλικαρίσιος → παλικάρι
παλικαρισμός → παλικάρι
παλικαροσύνη → παλικάρι
παλινδρόμηση
παλινδρομικά → παλινδρόμηση
παλινδρομικός → παλινδρόμηση
παλινδρομώ → παλινδρόμηση
παλιννόστηση → παλιννοστώ
παλιννοστούντες → παλιννοστώ
παλιννοστώ
παλιός
παλίρροια
παλιώνω → παλιός
παλλαϊκός → παν-
*παλληκάρι → παλικάρι
πάλλω → παλμός
παλμικά → παλμός
παλμικός → παλμός
παλμός
παμ- → παν-
πάμ- → παν-
παμπάλαιος → παν-
πάμπτωχος → παν-
παν → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες
παν
παν-
πάν- → παν-
παναγροτικός → παν-
πανάκεια
πανάκριβος → παν-
πανάλαφρος → παν-
πανανθρώπινος → παν-
πανάξιος → παν-
πανάρχαιος → παν-
πανελλαδικός → παν-
πανελλήνιος → παν-
πανέμορφος → παν-
πανέξυπνος → παν-
πανεπιστημιακός → πανεπιστήμιο
πανεπιστήμιο
πανεργατικός → παν-
πανέτοιμος → παν-
πανευρωπαϊκός → παν-
πανηγύρι
πανηγυρίζω → πανηγύρι
πανηγυρικά → πανηγύρι
πανηγυρικός → πανηγύρι
πανηγυρισμός → πανηγύρι
πανηγυριώτης → πανηγύρι
πανηγυριώτισσα → πανηγύρι
πανί
πανιάζω → πανί
πανίδα
πανικοβάλλω → πανικός
πανικόβλητος → πανικός
πανικός
πάνινος → πανί
πανόμοιος → παν-
πανόραμα
πανοραμικά → πανόραμα
πανοραμικός → πανόραμα
πανουργία → πανούργος
πανούργος
πάνσοφος → παν-
πανσπουδαστικός → παν-
πάντα → μπάντα1
πάντα
παντελής
παντελώς → παντελής
πάντοτε → πάντα
παντοτινά → πάντα
παντοτινός → πάντα
παντού
παντρειά → παντρεύω
πάντρεμα → παντρεύω
παντρεύω
πάντως
πάνω → επάνω
πανωλεθρία → παν-
παπαδιά → παπάς
παπάς
πάπας
παπικός → πάπας
παπουτσής → παπούτσι
παπούτσι
*παππάς → παπάς
παππούλης → παππούς
παππούς
παρ’ → παρά1
παρ’ όλο → παρόλο
παρ’ ότι → παρότι
παρά1
παρά2→ παρά 1
πάρα
παρα-
παρά- → παρα-
παραβαίνω
παραβάλλω
παράβαση → παραβαίνω
παραβάτης → παραβαίνω
παραβάτιδα → παραβαίνω
παραβατικός → παραβαίνω
παραβατικότητα → παραβαίνω
παραβάτις → παραβαίνω
παραβάτισσα → παραβαίνω
παραβγαίνω → παρα-
παραβιάζω
παραβίαση → παραβιάζω
παραβλέπω1→ παρα-
παραβλέπω2
παράβλεψη → παραβλέπω2
παραβολή → παραβάλλω
παραβρίσκομαι → σχ. παρευρίσκομαι
παραγγελία → παραγγέλλω
παραγγέλλω
παράγγελμα → παραγγέλλω
παραγγέλνω → παραγγέλλω
παραγίνομαι → παρα-
παραγιός → παρα-
παραγνωρίζω
παραγνώριση → παραγνωρίζω
παράγοντας
παραγοντισμός → παράγοντας
παραγοντοποίηση → παράγοντας
παραγραφή → παραγράφω2
παράγραφος
παραγράφω1→ παρα-
παραγράφω2
παράγω
παραγωγή → παράγω
παραγωγικά → παράγω
παραγωγικός → παράγω
παραγωγικότητα → παράγω
παράγωγο → παράγω
παραγωγός → παράγω
παράγωγος → παράγω
παράδειγμα
παραδειγματίζω → παράδειγμα
παραδειγματικά → παράδειγμα
παραδειγματικός → παράδειγμα
παραδειγματισμός → παράδειγμα
παραδεισένια → παράδεισος
παραδεισένιος → παράδεισος
παράδεισος
παραδεκτός → παραδέχομαι2
παραδέχομαι1→ παρα-
παραδέχομαι2
παραδίδω
παραδίνω1→ παρα-
παραδίνω2→ παραδίδω
παραδίπλα → παρα-
παράδοση → παραδίδω
παραδοσιακά → παραδίδω
παραδοσιακός → παραδίδω
παραδοσιακώς → παραδίδω
παραδοτέος → παραδίδω
παραδοχή → παραδέχομαι2
παραείμαι → παρα-
παραζεσταίνω → παρα-
παραθαλάσσιος → παρα-
παράθεση → παραθέτω
παραθέτω
παραθυράκι → παράθυρο
παράθυρο
παραίτηση → παραιτούμαι
παραιτούμαι
παρακαλώ
παρακάμπτω → παρα-
παρακίνηση → παρακινώ
παρακινητής → παρακινώ
παρακινητικά → παρακινώ
παρακινητικός → παρακινώ
παρακινώ
παρακλάδι → παρα-
παράκληση → παρακαλώ
παρακλητικά → παρακαλώ
παρακλητικός → παρακαλώ
παρακμάζω → παρα-
παρακμή → παρα-
παρακμιακός → παρα-
παρακοιμάμαι → παρα-
παρακολούθηση → παρακολουθώ
παρακολουθώ
παρακούω1→ παρα-
παρακούω2
παρακράτος → παρα-
παράκτιος → παρα-
παραλειπόμενα → παραλείπω
παραλείπω
παραλείφθηκα → παραλείπω
παράλειψη → παραλείπω
παραλήρημα → παραληρώ
παραληρηματικά → παραλήρημα
παραληρηματικός → παραληρώ
παραληρώ
παραλήφθηκα → παραλαμβάνω
παραλία
παραλιακά → παραλία
παραλιακός → παραλία
παραλλαγή
παραλλάζω → παραλλαγή
παραλλάσσω → παραλλαγή
παράλληλα → παράλληλος
παραλληλίζω → παράλληλος
παράλληλος
παράλληλος
παραλλήλως → παράλληλος
παράλογα → παρα-
παραλογίζομαι → παρα-
παραλογισμός → παρα-
παράλογος → παρα-
παράλυση → παραλύω
παράλυτη → παραλύω
παράλυτος → παραλύω
παραλύω
παραμεθόριος → παρα-
παραμέληση → παραμελώ
παραμελώ
παραμένω1→ παρα-
παραμένω2
παράμερα
παραμερίζω → παράμερα
παράμερος → παράμερα
παραμετρικά → παράμετρος
παραμετρικός → παράμετρος
παράμετρος
παραμικρός
παραμιλητό → παραμιλώ2
παραμιλώ1→ παρα-
παραμιλώ2
παραμονή1→ παραμένω2
παραμονή2
παραμορφώνω1→ παρα-
παραμορφώνω2
παραμόρφωση → παραμορφώνω2
παραμορφωτικά → παραμορφώνω2
παραμορφωτικός → παραμορφώνω2
παραμύθι
παρανόηση → παρα-
παρανομία → παρα-
παράνομος → παρα-
παρανομώ → παρα-
παρανοώ → παρα-
παράξενα → παράξενος
παραξενεύω → παράξενος
παραξενιά → παράξενος
παράξενος
*παράξω → σχ. παράγω
παραοικονομία → παρα-
παραπαιδεία → παρα-
παραπαίω
παραπανίσιος → παρα-
παραπάνω → παρα-
παραπεμπτικό → παραπέμπω
παραπεμπτικός → παραπέμπω
παραπέμπω
παραπλάνηση → παραπλανώ
παραπλανητικά → παραπλανώ
παραπλανητικός → παραπλανώ
παραπλανώ
παραπλέω → παρα-
παραπληρωματικός
παραπλήσιος → παρα-
παράπλους → παρα-
παραποίηση → παραποιώ
παραποιώ
παραπομπή → παραπέμπω
παραπονετικά → παράπονο
παραπονετικός → παράπονο
παραπονιάρικα → παράπονο
παραπονιάρικος → παράπονο
παραπονιέμαι → παράπονο
παράπονο
παραπονούμαι → παράπονο
παραπόρτι → παρα-
παραποτάμιος → παρα-
παραπόταμος → παρα-
παράπτωμα
παράρτημα
παρασέρνω → παρασύρω
παράσημο
παρασημοφόρηση → παράσημο
παρασημοφορώ → παράσημο
παρασιτικά → παράσιτο
παρασιτικός → παράσιτο
παράσιτο
παρασκευάζω
παρασκεύασμα → παρασκευάζω
παρασκευαστής → παρασκευάζω
παρασκευαστικά → παρασκευάζω
παρασκευαστικός → παρασκευάζω
παρασκευάστρια → παρασκευάζω
παρασκευή → παρασκευάζω
παρασκηνιακά → παρασκήνιο
παρασκηνιακός → παρασκήνιο
παρασκήνιο
παράσταση → παριστάνω
παραστατικά → παριστάνω
παραστατικός → παριστάνω
παραστατικότητα → παριστάνω
παρασύρω
παρατακτικός → παρατάσσω
παράταξη → παρατάσσω
παράταση → παρατείνω
παρατάσσω
παρατείνω
παρατήρηση → παρατηρώ
παρατηρητήριο → παρατηρώ
παρατηρητής → παρατηρώ
παρατηρητικά → παρατηρώ
παρατηρητικός → παρατηρώ
παρατηρήτρια → παρατηρώ
παρατηρώ
παρατίθεμαι → παραθέτω
παρατυπία → παρα-
παράτυπος → παρα-
παρατυπώ → παρα-
παρατώ
παραφορτώνω → παρα-
παραφρονώ → παρα-
παραφροσύνη → παρα-
παράφρων → παρα-
παραφωνία → παρα-
παράφωνος → παρα-
παραχώρηση → παραχωρώ
παραχωρητικά → παραχωρώ
παραχωρητικός → παραχωρώ
παραχωρώ
παρέα
παρεΐστικα → παρέα
παρεΐστικος → παρέα
παρεκκλησιαστικός → παρα-
παρεκκλίνω
παρέκκλιση → παρεκκλίνω
παρέλαβα → παραλαμβάνω
παρέλαση → παρελαύνω
παρελαύνω
παρέλευση
παρελήφθην → παραλαμβάνω
παρελθόν
παρελθοντικός → παρελθόν
παρελθών → παρελθόν
παρεμβαίνω
παρεμβάλλω
παρέμβαση → παρεμβαίνω
παρεμβατικά → παρεμβαίνω
παρεμβατικός → παρεμβαίνω
παρεμβολή → παρεμβάλλω
παρεμποδίζω
παρεμπόδιση → παρεμποδίζω
παρεμφερής
παρεμφερώς → παρεμφερής
παρενέργεια
παρένθεση
παρενθετικά → παρένθεση
παρενθετικός → παρένθεση
παρενθετικώς → παρένθεση
παρεξήγηση → παρεξηγώ
παρεξηγήσιμα → παρεξηγώ
παρεξηγήσιμος → παρεξηγώ
παρεξηγώ
πάρεργο → παρα-
παρερμηνεία → παρερμηνεύω
παρερμηνεύσιμα → παρερμηνεύω
παρερμηνεύσιμος → παρερμηνεύω
παρερμηνεύω
παρέρχομαι → παρέλευση
παρευρίσκομαι
παρέχω
παρήγορα → παρηγοριά
παρηγορητής → παρηγοριά
παρηγορητικά → παρηγοριά
παρηγορητικός → παρηγοριά
παρηγορήτρια → παρηγοριά
παρηγοριά
παρηγόρια → παρηγοριά
παρήγορος → παρηγοριά
παρηγορώ → παρηγοριά
παρθένα → παρθένος
Παρθένος → παρθένος
παρθένος
παρίσταμαι
παριστάνω
παροδικός → πάροδος1
παροδικότητα → πάροδος1
πάροδος1
πάροδος2
παροιμία
παροιμιώδης → παροιμία
παρόλο
παρόμοια → παρόμοιος
παρομοιάζω → παρόμοιος
παρόμοιος
παρομοίως → παρόμοιος
παρομοίωση → παρόμοιος
παρόν → παρών
παροντικός → παρών
παρότι
παρότρυνση → παροτρύνω
παροτρύνω
παρούσα → παρών
παρουσία
παρουσία → πρόθεση - Λέξεις με προθετική λειτουργία
παρουσιάζω → παρουσία
παρουσίαση → παρουσία
παρουσιαστής → παρουσία
παρουσιαστικό → παρουσία
παρουσιάστρια → παρουσία
παροχέας → παρέχω
παροχή → παρέχω
πάροχος → παρέχω
παρών
παρωνυχίδα → παρα-
παρωχημένος
πας → αντωνυμία - Λόγιες αντωνυμίες
πασαλείβω → πασαλείφω
πασάλειμμα → πασαλείφω
πασαλείφω
πασκίζω → πασχίζω
*πασσαλείφω → πασαλείφω
πασχίζω
πάσχω
πάταγος
παταγώδης → πάταγος
παταγωδώς → πάταγος
πατάτα
πατατάκι → πατάτα
πατέρας
πάτημα → πατώ
πατήρ → πατέρας
πατητά → πατώ
πατητή → πατώ
πατητός → πατώ
πατρ- → πατρο-
πατρι- → πατρο-
πάτρια → πατέρας
πατριαρχείο → πατριάρχης
πατριάρχης
πατριαρχία → πατριάρχης
πατριαρχικά → πατριάρχης
πατριαρχικός → πατριάρχης
πατρίδα
πατρικά → πατέρας
πατρικό → πατέρας
πατρικός → πατέρας
πάτριος → πατέρας
πατριώτης → πατρίδα
πατριωτικά → πατρίδα
πατριωτικός → πατρίδα
πατριωτισμός → πατρίδα
πατριώτισσα → πατρίδα
πατρο-
πατροκτόνος → πατρο-
πατροπαράδοτος → πατρο-
πατρότητα → πατέρας
πατρώνυμο → πατρο-
πατώ
πάτωμα
παύση → παύω
παύω
παχαίνω → πάχος
πάχος
παχουλός → πάχος
παχύς → πάχος
πάω → πηγαίνω
πεδιάδα
πεδινά → πεδιάδα
πεδινός → πεδιάδα
πεδίο
πεζά → πεζός
πεζή → πεζός
πεζό → πεζός
πεζογράφημα → πεζογραφία
πεζογραφία
πεζογραφικός → πεζογραφία
πεζογράφος → πεζογραφία
πεζοπόρος → σχ. πόρος
πεζός
πεθαίνω
πεθυμώ → επιθυμία
πειθαρχία → πειθαρχώ
πειθαρχικά → πειθαρχώ
πειθαρχικός → πειθαρχώ
πειθαρχικώς → πειθαρχώ
πειθαρχώ
πειθώ → πείθω
πείθω
πείνα
πεινώ → πείνα
πείρα
πείραγμα → πειράζω
πειράζει → πειράζω
πειράζω
πειρακτικά → πειράζω
πειρακτικός → πειράζω
πείραμα
πειραματίζομαι → πείραμα
πειραματικά → πείραμα
πειραματικός → πείραμα
πειραματισμός → πείραμα
πειρασμός
πειρατεία → πειρατής
πειρατής
πειρατικό → πειρατής
πειρατικός → πειρατής
πειραχτήρι → πειράζω
πειραχτικά → πειράζω
πειραχτικός → πειράζω
πείσμα
πεισματάρης → πείσμα
πεισματάρικα → πείσμα
πεισματάρικος → πείσμα
πεισματικά → πείσμα
πεισματικός → πείσμα
πειστικά → πείθω
πειστικός → πείθω
πειστικότητα → πείθω
πέλαγο → πέλαγος
πέλαγος
πελάγωμα → πέλαγος
πελαγώνω → πέλαγος
πελατεία → πελάτης
πελατειακός → πελάτης
πελάτης
πελάτισσα → πελάτης
πέλμα
πελώριος
πενθ- → πεντα-
πένθ- → πεντα-
πενθήμερος → πεντα-
πένθιμα → πένθος
πένθιμος → πένθος |
πένθος
πεντ- → πεντα-
πέντ- → πεντα-
πεντα-
πεντά- → πεντα-
πεντάγραμμο → πεντα-
πεντάγωνος → πεντα-
πενταετής → πεντα-
πένταθλο → πεντα-
πεντακάθαρος → πεντα-
πεντάλεπτο → πεντα-
πενταμελής → πεντα-
πεντανόστιμος → πεντα-
πεντο- → πεντα-
πεντό- → πεντα-
πεντόλιρο → πεντα-
πεπειραμένος → πείρα
πεπιεσμένος → πιέζω
πέπλο
πεποίθηση
πεπτικός → πέψη
πέρα
περαιτέρω
πέρας
πέραση → περνώ
πέρασμα → περνώ
περασμένος → περνώ
περαστικά → περνώ
περαστικός → περνώ
περατώνω → πέρας
περάτωση → πέρας
περήφανα → περήφανος
*περηφάνεια → περηφάνια
περηφανεύομαι → περήφανος
περηφάνια → περήφανος
περήφανος
περί → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις
περι-
περί- → περι-
περιβάλλον → περιβάλλω
περιβαλλοντικά → περιβάλλω
περιβαλλοντικός → περιβάλλω
περιβάλλω
περίβλημα → περιβάλλω
περιβόητος → περι-
περιβολή → περιβάλλω
περίγραμμα
περιγραφή → περιγράφω
περιγραφικά → περιγράφω
περιγραφικός → περιγράφω
περιγραφικώς → περιγράφω
περιγράφω
περιεκτικά → περιέχω
περιεκτικός → περιέχω
περιεκτικότητα → περιέχω
περίεργα → περιέργεια
περιέργεια
περίεργος → περιέργεια
περιέργως → περιέργεια
περιεχόμενο → περιέχω
περιέχω
περιζήτητος → περι-
περιήγηση → περι-
περιηγητής → περι-
περιηγούμαι → περι-
*περιθάλπτω → σχ. περιθάλπω
περιθάλπω
περίθαλψη → περιθάλπω
περιθωριακά → περιθώριο
περιθωριακός → περιθώριο
περιθώριο
περιθωριοποιώ → -ποιώ
περικάρπιο → περι-
περικλείνω → περι-
περικλείω → περι-
περικυκλώνω → περι-
περιλαβαίνω
περιλαμβάνω → σχ. περιλαβαίνω
περίλαμπρα → περι-
περίλαμπρος → περι-
περιληπτικά → περίληψη
περιληπτικός → περίληψη
περίληψη
περιμένω
περιοδεία
περιοδεύω → περιοδεία
περιοδικά → περίοδος
περιοδικό → περίοδος
περιοδικός → περίοδος
περιοδικότητα → περίοδος
περιοδικώς → περίοδος
περίοδος
περιορίζω
περιορισμός → περιορίζω
περιοριστικά → περιορίζω
περιοριστικός → περιορίζω
περιοριστικώς → περιορίζω
περιουσία
περιουσιακός → περιουσία
περιοχή
περιπατητής → περίπατος
περιπατητικοί → περίπατος
περιπατητικός → περίπατος
περιπατήτρια → περίπατος
περίπατος
περιπέτεια
περιπετειώδης → περιπέτεια
περιπλάνηση → περι-
περιπλανιέμαι → περι-
περιπλανώμαι → περι-
περιπλέκω
περιπλοκή → περιπλέκω
περίπλοκος → περιπλέκω
περίπου
περίπτωση
περιπτωσιακά → περίπτωση
περιπτωσιακός → περίπτωση
περίσσεια → περισσεύω
περίσσεμα → περισσεύω
περίσσευμα → περισσεύω
περισσεύω
περισσότερο → πολύ
περισσότερος → πολύς
περίσταση
περιστασιακά → περίσταση
περιστασιακός → περίσταση
περιστατικό
περιστοιχίζω → περι-
περιστοίχιση → περι-
περιστρέφω → περι-
περιστροφή → περι-
περιστροφικά → περι-
περιστροφικός → περι-
περιττός
περιφέρεια
περιφερειακά → περιφέρεια
περιφερειακή → περιφέρεια
περιφερειακό → περιφέρεια
περιφερειακός → περιφέρεια
περιφέρω → περι-
περίφημα → περι-
περίφημος → περι-
περιφορά → περι-
περίφραξη → περι-
περίφραση
περιφράσσω → περι-
περιφραστικά → περίφραση
περιφραστικός → περίφραση
περιφρόνηση → περιφρονώ
περιφρονητικά → περιφρονώ
περιφρονητικός → περιφρονώ
περιφρονώ
περνώ
περπάτημα → περπατώ
περπατησιά → περπατώ
περπατώ
πέρσι
περσινός → πέρσι
πέρυσι → πέρσι
περυσινός → πέρσι
πέσιμο → πέφτω
πέταγμα → πετώ1
πετάγομαι → πετώ1
πέταμα → πετώ1
πεταχτά → πετώ1
πεταχτός → πετώ1
πετιέμαι → πετώ1
πέτρα
πετρελαϊκός → πετρέλαιο
πετρέλαιο
πετρελαιοειδές → πετρέλαιο
πέτρινος → πέτρα
πέτρωμα
πετρώνω → πέτρα
πετυχαίνω
πετυχημένα → πετυχαίνω
πετυχημένος → πετυχαίνω
πετώ1
πετώ2→ πετώ1
πέφτω
πέψη
πηγάζω → πηγή
πηγαία → πηγή
*πηγαιμός → πηγεμός
πηγαίνω
πηγαίος → πηγή
πηγεμός → πηγαίνω
πηγή
πήδημα → πηδώ
πηδηχτά → πηδώ
πηδηχτός → πηδώ
πηδώ
πήζω
πηκτικός → πήζω
πηκτικότητα → πήζω
πηκτός → πήζω
πηνίο
πήξη → πήζω
πήξιμο → πήζω
πηχτός → πήζω
πια
πιάνω
πιάσιμο → πιάνω
πιέζω
πίεση → πιέζω
πιεστήριο → πιέζω
πιεστικά → πιέζω
πιεστικός → πιέζω
*πιθανά → σχ. πιθανός
πιθανόν → πιθανός
πιθανός
πιθανότητα → πιθανός
πιθανώς → πιθανός
πικρά → πικρός
πίκρα → πικρός
πικραίνω → πικρός
πικρία → πικρός
πικρίλα → πικρός
πικρός
πιλοτάρω → πιλότος
πιλοτήριο → πιλότος
πιλοτικά → πιλότος
πιλοτικός → πιλότος
πιλότος
πίνακας
πινακίδα
πίνω
πιο
πιοτό → πίνω
πισινά → πίσω
πισινός → πίσω
πιστά → πιστεύω
πιστευτός → πιστεύω
Πιστεύω → πιστεύω
πιστεύω
πίστη → πιστεύω
πιστός → πιστεύω
πιστώνω → πίστωση
πίστωση
πιστωτής → πίστωση
πιστωτικά → πίστωση
πιστωτικός → πίστωση
πιστώτρια → πίστωση
πίσω
πλαγιά
πλάγια → πλάι
πλαγιάζω → πλάι
πλαγιαστά → πλάι
πλαγιαστός → πλάι
πλάγιος → πλάι
πλαγίως → πλάι
πλαδαρά → πλαδαρός
πλαδαρεύω → πλαδαρός
πλαδαρός
πλαδαρότητα → πλαδαρός
πλάθω
πλάι
πλαϊνά → πλάι
πλαϊνή → πλάι
πλαϊνός → πλάι
πλαίσιο
πλαισίωμα → πλαίσιο
πλαισιώνω → πλαίσιο
πλαισίωση → πλαίσιο
πλάκα
πλακάκι → πλάκα
πλάκωμα → πλακώνω
πλακώνω
πλανερά → πλάνη1
πλανερός → πλάνη1
πλανεύω → πλάνη1
πλάνη1
πλάνη2
πλανήτης
πλανητικός → πλανήτης
πλανίζω → πλάνη2
πλάνισμα → πλάνη2
πλάσιμο → πλάθω
πλάσμα1
πλάσμα2
πλασματικά → πλάσμα1
πλασματικός → πλάσμα1
πλάσσω → πλάθω
Πλάστης → πλάθω
πλάστης → πλάθω
-πλάστης → σχ. πλάθω
πλαστικό
πλαστικοποιώ → -ποιώ
πλαστικός1→ πλάθω
πλαστικός2→ πλαστικό
πλαστικότητα → πλάθω
πλαστογράφηση → πλαστογραφώ
πλαστογραφία → πλαστογραφώ
πλαστογράφος → πλαστογραφώ
πλαστογραφώ
πλαστός
πλαταίνω → πλάτος
πλατεία
πλατειάζω
πλατειασμός → πλατειάζω
πλάτη
πλατιά → πλάτος
πλάτος
*πλατυάζω → πλατειάζω
πλατύς → πλάτος
πλατφόρμα
πλέγμα
πλειάδα
Πλειάδες → πλειάδα
πλειονότητα
*πλειονοψηφία → σχ. πλειοψηφώ
πλειοψηφία → πλειοψηφώ
πλειοψηφικά → πλειοψηφώ
πλειοψηφικός → πλειοψηφώ
πλειοψηφώ
πλειστηριασμός
πλείστος
πλεκτάνη
πλεκτό → πλέκω
πλεκτός → πλέκω
πλέκω
πλένω
πλέξη → πλέκω
πλέξιμο → πλέκω
πλέον
πλεονάζω
πλεόνασμα → πλεονάζω
πλεονασμός → πλεονάζω
πλεοναστικά → πλεονάζω
πλεοναστικός → πλεονάζω
πλεοναστικώς → πλεονάζω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτικός → πλεονέκτημα
πλεονέκτρια → πλεονέκτης
πλεονεκτώ → πλεονέκτημα
πλεονεξία → πλεονέκτης
πλεονέχτρα → πλεονέκτης
πλευρά
πλευρίζω → πλευρά
πλευρικά → πλευρά
πλευρικός → πλευρά
πλεύρισμα → πλευρά
πλευρό → πλευρά
πλεύση → πλέω
πλεχτό → πλέκω
πλεχτός → πλέκω
πλέω
πληγείς → πλήττω2
πληγή
πληγιάζω → πληγή
πλήγμα → πλήττω2
πληγώνω → πληγή
πληθαίνω → πλήθος
πλήθος
πληθυντικός
πληθυσμιακά → πληθυσμός
πληθυσμιακός → πληθυσμός
πληθυσμός
πληθώρα
πληθωρικά → πληθώρα
πληθωρικός → πληθώρα
πληθωρισμός
πληθωριστικά → πληθωρισμός
πληθωριστικός → πληθωρισμός
πληκτικά → πλήττω1
πληκτικός → πλήττω1
πλήκτρο
πληκτρολόγηση → πλήκτρο
πληκτρολογώ → πλήκτρο
πληκτρολογώ → πλήκτρο
πλημμύρα
πλημμυρίζω → πλημμύρα
πλημμύρισμα → πλημμύρα
*πλημύρα → πλημμύρα
πλην
πλήξη → πλήττω1
πλήρης
πληρότητα → πλήρης
πληροφόρηση → πληροφορώ
πληροφορία → πληροφορώ
πληροφοριακά → πληροφορώ
πληροφοριακός → πληροφορώ
πληροφορική
πληροφορικός → πληροφορική
πληροφορώ
πληρώ
πληρωμή → πληρώνω
πληρώνω
πλήρως → πλήρης
πληρωτέος → πληρώνω
πλησιάζω
πλησίασμα → πλησιάζω
πλησιέστερα → πλησίον
πλησιέστερος → πλησίον
πλησίον
πλήττω1
πλήττω2
πλοίο
πλοκή
πλούσια → πλούτος
πλούσιος → πλούτος
πλούτη → πλούτος
πλουτίζω → πλούτος
πλούτος
πλουτώνιο
πλύθηκα → πλένω
πλυμένος → πλένω
πλυντήριο → πλένω
πλύση → πλένω
πλύσιμο → πλένω
πλώρη
πλωτός → πλέω
πνεύμα
πνευματικά → πνεύμα
πνευματικός → πνεύμα
πνευματώδης → πνεύμα
πνεύμονας
πνευμόνι → πνεύμονας
πνευμονία → πνεύμονας
πνευμονικός → πνεύμονας
πνέω
πνιγμός → πνίγω
πνίγω
πνίξιμο → πνίγω
πνοή → πνέω
ποδηλασία → ποδήλατο
ποδηλάτης → ποδήλατο
ποδηλατικός → ποδήλατο
ποδηλάτισσα → ποδήλατο
ποδηλατιστής → ποδήλατο
ποδηλατίστρια → ποδήλατο
ποδήλατο
πόδι
ποδιά
ποδοπάτημα → ποδοπατώ
ποδοπατώ
ποδοσφαιρικός → ποδόσφαιρο
ποδοσφαιριστής → ποδόσφαιρο
ποδοσφαιρίστρια → ποδόσφαιρο
ποδόσφαιρο
πόζα
ποζάρω → πόζα
ποζάτος → πόζα
ποθητός → πόθος
πόθος
ποθώ → πόθος
ποιανού → ποιος
ποίημα
ποίηση → ποίημα
-ποίηση → -ποιώ
ποιητής → ποίημα
ποιητικά → ποίημα
ποιητικός → ποίημα
ποιήτρια → ποίημα
ποικιλία → ποικίλος
ποικίλλω → ποικίλος
ποικίλος
ποικιλότητα → ποικίλος
ποινή
ποινικά → ποινή
ποινικοποιώ → -ποιώ
ποινικός → ποινή
ποιόν
ποιος
-ποιός → -ποιώ
ποιότητα
ποιοτικά → ποιότητα
ποιοτικός → ποιότητα
ποιοτικώς → ποιότητα
ποιώ
-ποιώ
πολέμαρχος → σχ. πόλεμος
πολεμικά → πόλεμος
πολεμικός → πόλεμος
πολέμιος → πόλεμος
πολεμιστής → πόλεμος
πολεμίστρια → πόλεμος
πολεμοκάπηλος → σχ. πόλεμος
πόλεμος
πολεμοφόδιο → σχ. πόλεμος
πολεμοχαρής → σχ. πόλεμος
πολεμώ → πόλεμος
πολεοδομία
πολεοδομικά → πολεοδομία
πολεοδομικός → πολεοδομία
πολεοδόμος → πολεοδομία
πόλη
πολικός → πόλος
πολικότητα → πόλος
πολιορκητής → πολιορκώ
πολιορκητικός → πολιορκώ
πολιορκία → πολιορκώ
πολιορκώ
πολιτεία
πολιτειακός → πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύομαι
πολιτευτής → πολιτεύομαι
πολίτης
πολιτικά → πολίτης
πολιτική → πολίτης
πολιτικοποιώ → -ποιώ
πολιτικός → πολίτης
πολιτικώς → πολίτης
πολιτισμικά → πολιτισμός
πολιτισμικός → πολιτισμός
πολιτισμός
πολιτιστικά → πολιτισμός
πολιτιστικός → πολιτισμός
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός → πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιαστέος → πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιαστής → πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιαστικά → πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιαστικός → πολλαπλασιάζω
πολλαπλάσιο → πολλαπλασιάζω
πολλαπλάσιος → πολλαπλασιάζω
πολλαπλός
πολλή → πολύς
πολλοί → πολύς
πόλος
πολύ → πολύς
πολυ-
πολύ- → πολυ-
πολυαγαπημένος → πολυ-
πολυακόρεστος
πολυαρέσει → πολυ-
πολυάριθμος → πολυ-
πολυάσχολος → πολυ-
πολυγαμία → πολυ-
πολύγαμος → πολυ-
πολύγλωσσος → πολυ-
πολύγωνος → πολυ-
πολυδάπανος → πολυ-
πολυδιαβασμένος → πολυ-
πολυεθνικός → πολυ-
πολυέλαιος → πολυ-
πολυέξοδος → πολυ-
πολυετής → πολυ-
πολύζυγο → πολυ-
πολυθεϊστικός → πολυ-
πολυθέλω → πολυ-
πολυθεσία → πολυ-
πολυκατάστημα → πολυ-
πολυκατοικία → πολυ-
πολυκλινική → πολυ-
πολυκοσμία → πολυ-
πολύκροτος → πολυ-
πολυλογία → πολυ-
πολυμαθής → πολυ-
πολυμελής → πολυ-
πολυμερής → πολυ-
πολυμέσα
πολυμεσικός → πολυμέσα
πολυμίξερ → πολυ-
*πολυόροφος → πολυώροφος
πολύπλευρος → πολυ-
πολυπληθής → πολυ-
πολύπλοκα → πολύπλοκος
πολύπλοκος
πολυπλοκότητα → πολύπλοκος
πολυπόθητος → πολυ-
πολυποίκιλος → πολυ-
πολυπρόσωπος → πολυ-
πολύς
πολυσέλιδος → πολυ-
πολύστροφος → πολυ-
πολυσύλλαβος → πολυ-
πολυσύνθετος → πολυ-
πολυτάλαντος → πολυ-
πολυτάραχος → πολυ-
πολύτεκνος → πολυ-
πολυτέλεια → πολυτελής
πολυτελής
πολυτελώς → πολυτελής
πολύτιμος
πολύφωτο → πολυ-
πολύχρονος → πολυ-
πολύχρωμος → πολυ-
πολυψάχνω → πολυ-
πολυώνυμο → πολυώνυμος
πολυώνυμος
πολύωρος → πολυ-
πολυώροφος → πολυ-
πολώνω → πόλωση
πόλωση
πολωτικά → πόλωση
πολωτικός → πόλωση
πομπεύω → πομπή
πομπή
πομπός
πομπώδης
πομπωδώς → πομπώδης
πονηρά → πονηρός
πονηράδα → πονηρός
πονηρεύω → πονηρός
πονηριά → πονηρός
πονηρός
πόνος
ποντάρω → πόντος2
ποντίκι
ποντικίνα → ποντίκι
ποντικός → ποντίκι
ποντοπόρος → σχ. πόρος
πόντος1
πόντος2
πονώ → πόνος
πορεία
πορεύομαι → πορεία
πορθμείο → πορθμός
πορθμός
πόρισμα
πόρος
πόρτα
πόσιμος → πίνω
ποσό
πόσο → πόσος
πόσος
ποσοστιαίος → ποσοστό
ποσοστό
ποσότητα
ποσοτικά → ποσότητα
ποσοτικός → ποσότητα
ποτάμι
ποταμίσιος → ποτάμι
ποταμός → ποτάμι
ποτέ
πότε
ποτήρι
πότης → πίνω |
ποτίζω
πότισμα → ποτίζω
ποτιστήρι → ποτίζω
ποτιστικός → ποτίζω
ποτό → πίνω
που1
που2
που3
πού
πουθενά
πούλημα → πουλώ
πουλί
πουλώ
πουπουλένιος → πούπουλο
πούπουλο
πράγμα
πραγματεία → πραγματεύομαι
πραγματεύομαι
πραγμάτευση → πραγματεύομαι
πράγματι → πραγματικότητα
πραγματικά → πραγματικότητα
πραγματικός → πραγματικότητα
πραγματικότητα
πραγματοποιώ → -ποιώ
πραγματώνω
πραγμάτωση → πραγματώνω
πρακτικά → πράξη
πρακτική → πράξη
πρακτικό → πράξη
πρακτικός → πράξη
πρακτικότητα → πράξη
πράκτορας
πρακτορείο → πράκτορας
πρακτόρευση → πράκτορας
πρακτορεύω → πράκτορας
πρακτόρισσα → πράκτορας
πράμα → πράγμα
πράξη
πραξικόπημα
πραξικοπηματίας → πραξικόπημα
πράος
πραότητα → πράος
πρασινίζω → πράσινος
πράσινο → πράσινος
Πράσινοι → πράσινος
πράσινος
πράττω → πράξη
πρεμιέρα
πρέπει
πρεσβεία
πρέσβειρα → πρεσβεία
πρεσβευτής → πρεσβεία
πρεσβεύω
πρέσβης → πρεσβεία
πρέσβυς → πρεσβεία
πρεσβυτέρα → πρεσβύτερος
πρεσβυτέριο → πρεσβύτερος
πρεσβύτερος
πρήζω
πρήξιμο → πρήζω
*πρίγκηπας → πρίγκιπας
πρίγκιπας
πριγκιπάτο → πρίγκιπας
πριγκιπέσσα → πρίγκιπας
πριγκίπισσα → πρίγκιπας
πριν1
πριν2→ πριν1
πριν3→ πριν1
πρίσμα
πρισματικά → πρίσμα
πρισματικός → πρίσμα
προ → πρόθεση - Λόγιες προθέσεις
προ-
πρό- → προ-
προαιώνιος → προ-
προασπίζω
προάσπιση → προασπίζω
*προάστειο → προάστιο
προάστιο → προ-
πρόβα
προβαίνω
προβάλλω → προ-
προβάρω → πρόβα
προβλεπτικός → προβλέπω
προβλέπω
πρόβλεψη → προβλέπω
προβλέψιμος → προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικά → πρόβλημα
προβληματικός → πρόβλημα
προγενέστερα → προγενέστερος
προγενέστερος
πρόγευμα → προ-
προγιαγιά → προ-
πρόγνωση
προγνωστικά → πρόγνωση
προγνωστικός → πρόγνωση
προγονή → προγονός
προγονός
πρόγονος → προ-
πρόγονος
προγούλι → προ-
πρόγραμμα
προγραμματίζω → πρόγραμμα
προγραμματικά → πρόγραμμα
προγραμματικός → πρόγραμμα
προγραμματισμός → πρόγραμμα
προγραμματιστής → πρόγραμμα
προγραμματίστρια → πρόγραμμα
προδιαγραφή → προδιαγράφω
προδιαγράφω
προδιάθεση
προδιαθέτω → προδιάθεση
προδιατίθεμαι → προδιάθεση
προδίδω
προδίνω → προδίδω
προδοσία → προδίδω
προδότης → προδίδω
προδοτικά → προδίδω
προδοτικός → προδίδω
προδότισσα → προδίδω
προδότρα → προδίδω
προδότρια → προδίδω
προέβην → προβαίνω
προέβλεψα → προβλέπω
*προεδρεία → προεδρία
προεδρείο → πρόεδρος
προεδρεύω → πρόεδρος
προεδρία → πρόεδρος
προεδρικός → πρόεδρος
προεδρίνα → πρόεδρος
πρόεδρος
προείδα → προβλέπω
προειδοποίηση → προειδοποιώ
προειδοποιητικά → προειδοποιώ
προειδοποιητικός → προειδοποιώ
προειδοποιώ
προείχα → προέχω
προέκταση
προεκτείνω → προέκταση
προέκυψα → προκύπτω
προέλαση → προελαύνω
προελαύνω
προέλευση → προέρχομαι
προεξέχω
προεξόφληση → προεξοφλώ
προεξοφλητικά → προεξοφλώ
προεξοφλητικός → προεξοφλώ
προεξοφλώ
προεξοχή → προεξέχω
προέρχομαι
προετοιμάζω → προ-
προετοιμασία → προ-
προέχει → προέχω
προέχω
προηγούμαι
προηγούμενα → προηγούμαι
προηγουμένη → προηγούμαι
προηγούμενος → προηγούμαι
προηγουμένως → προηγούμαι
προήλασα → προελαύνω
προθάλαμος → προ-
προθερμαίνω
προθέρμανση → προθερμαίνω
πρόθεση1
πρόθεση2→ προτίθεμαι
προθεσμία
προθεσμιακός → προθεσμία
προθετικός → πρόθεση1
πρόθημα
πρόθυμα → πρόθυμος
προθυμία → πρόθυμος
πρόθυμος
προθύμως → πρόθυμος
προίκα
προικίζω → προίκα
προϊόν
προΐσταμαι
προϊσταμένη → προΐσταμαι
προϊστάμενος → προΐσταμαι
προϊστορία
προϊστορικά → προϊστορία
προϊστορικός → προϊστορία
προκαλώ
προκαταβάλλω
προκαταβολή → προκαταβάλλω
προκαταβολικά → προκαταβάλλω
προκαταβολικός → προκαταβάλλω
προκαταλαμβάνω → προκατάληψη
προκατάληψη
προκαταρκτικά → προκαταρκτικός
προκαταρκτικός
προκατασκευασμένος → προ-
προκατειλημμένα → προκατάληψη
προκατειλημμένος → προκατάληψη
προκείμενος → πρόκειται
προκειμένου → πρόκειται
πρόκειται
πρόκειται
προκήρυξη → προκηρύσσω
προκηρύσσω
πρόκληση → προκαλώ
προκλητικά → προκαλώ
προκλητικός → προκαλώ
προκλητικότητα → προκαλώ
προκόβω
προκοπή → προκόβω
προκριματικά → προκρίνω
προκριματικοί → προκρίνω
προκριματικός → προκρίνω
προκρίνω
πρόκριση → προκρίνω
προκυμαία
προκύπτει → προκύπτω
προκύπτω
προλαβαίνω
προληπτικά → προλαβαίνω
προληπτικός → προλαβαίνω
πρόληψη → προλαβαίνω
προλογίζω → πρόλογος
προλογικός → πρόλογος
πρόλογος
προμήθεια → προμηθεύω
προμηθευτής → προμηθεύω
προμηθευτικός → προμηθεύω
προμηθεύτρια → προμηθεύω
προμηθεύω
προμηνύω → προ-
πρόνοια
προνομιακά → προνόμιο
προνομιακός → προνόμιο
προνόμιο
προνομιούχος → προνόμιο
προνοώ → πρόνοια
προξενείο → πρόξενος
προξενεύω
προξενικός → πρόξενος
προξενιό → προξενεύω
πρόξενος
προξενώ
προοδευτικά → πρόοδος
προοδευτικός → πρόοδος
προοδεύω → πρόοδος
πρόοδος
προοίμιο
προορίζω
προορισμός → προορίζω
προπαγάνδα
προπαγανδίζω → προπαγάνδα
προπαγανδιστικά → προπαγάνδα
προπαγανδιστικός → προπαγάνδα
προπαντός
προπάντων → προπαντός
προπάππος → προ-
προπαραλήγουσα → προ-
προπαροξύτονος → προ-
προπατορικός
προπέρσι → προ-
πρόπερσι → προ-
προπερσινός → προ-
προπέρσινος → προ-
προπέρυσι → προ-
προπληρώνω → προ-
πρόποδες
προπολεμικός → προ-
προπόνηση → προπονώ
προπονητής → προπονώ
προπονήτρια → προπονώ
προπονώ
προπορεύομαι → προ-
προπύλαια
προπύργιο
προπώληση → προ-
προπωλώ → προ-
προς
προσανατολίζω
προσανατολισμός → προσανατολίζω
προσαρμογή → προσαρμόζω
προσαρμόζω
προσαρμοστικός → προσαρμόζω
προσαρμοστικότητα → προσαρμόζω
προσάρτηση → προσαρτώ
προσαρτώ
προσαυξάνω
προσαύξηση → προσαυξάνω
προσβάλλω
πρόσβαση
προσβάσιμος → πρόσβαση
προσβεβλημένος → προσβάλλω
προσβλέπω
προσβλητικά → προσβάλλω
προσβλητικός → προσβάλλω
προσβολή → προσβάλλω
προσγειώνω
προσγείωση → προσγειώνω
προσδίδω
προσδιορίζω
προσδιορισμός → προσδιορίζω
προσδιοριστικά → προσδιορίζω
προσδιοριστικός → προσδιορίζω
προσδοκία → προσδοκώ
προσδόκιμος → προσδοκώ
προσδοκώ
προσεγγίζω
προσέγγιση → προσεγγίζω
προσεγγιστικά → προσεγγίζω
προσεγγιστικός → προσεγγίζω
προσεισμός → προ-
προσεκτικά → προσέχω
προσεκτικός → προσέχω
προσέλαβα → προσλαμβάνω
προσέλευση → προσέρχομαι
προσελήφθην → προσλαμβάνω
προσέλκυση → προσελκύω
προσελκύω
προσέρχομαι
προσευχή
προσεύχομαι → προσευχή
προσεχής
προσεχτικά → προσέχω
προσεχτικός → προσέχω
προσέχω
προσεχώς → προσεχής
προσήλυτη → προσηλυτίζω
προσηλυτίζω
προσηλυτισμός → προσηλυτίζω
προσήλυτος → προσηλυτίζω
προσηλώνω
προσήλωση → προσηλώνω
πρόσθεση → προσθέτω
πρόσθετα → προσθέτω
προσθετέος → προσθέτω
πρόσθετος → προσθέτω
προσθέτω
προσθήκη → προσθέτω
προσιτός
πρόσκαιρα → πρόσκαιρος
πρόσκαιρος
προσκαλώ
προσκεκλημένος → προσκαλώ
προσκήνιο
προσκλήθηκα → προσκαλώ
πρόσκληση → προσκαλώ
προσκλητήριο → προσκαλώ
προσκομίζω
προσκόμιση → προσκομίζω
πρόσκρουση → προσκρούω
προσκρούω
προσκύνημα → προσκυνώ
προσκύνηση → προσκυνώ
προσκυνητής → προσκυνώ
προσκυνήτρια → προσκυνώ
προσκυνώ
προσλαμβάνω
προσλήφθηκα → προσλαμβάνω
πρόσληψη → προσλαμβάνω
προσμένω
προσμονή → προσμένω
προσόν
προσοχή → προσέχω
πρόσοψη
προσπάθεια → προσπαθώ
προσπαθώ
προσπέλαση
προσπελάσιμος → προσπέλαση
προσπέραση → προσπερνώ
προσπέρασμα → προσπερνώ
προσπερνώ
προσποίηση → προσποιούμαι
προσποιητά → προσποιούμαι
προσποιητός → προσποιούμαι
προσποιούμαι
προσταγή
πρόσταγμα → προσταγή
προστάζω → προσταγή
προστακτικά → προσταγή
προστακτική → προσταγή
προστακτικός → προσταγή
προστασία → προστατεύω
προστατευτικά → προστατεύω
προστατευτικός → προστατεύω
προστατεύω
προστάτης → προστατεύω
προστάτιδα → προστατεύω
προστάτισσα → προστατεύω
προστάτρια → προστατεύω
προστίθεμαι → προσθέτω
πρόστιμο
πρόστυχα → πρόστυχος
προστυχιά → πρόστυχος
πρόστυχος
πρόσφατα → πρόσφατος
πρόσφατος
προσφάτως → πρόσφατος
προσφέρω
προσφιλής
προσφορά → προσφέρω
πρόσφορος → προσφέρω
πρόσφυγας
προσφυγιά → πρόσφυγας
προσφυγικός → πρόσφυγας
προσφώνηση → προσφωνώ
προσφωνώ
πρόσχημα
προσχηματικά → πρόσχημα
προσχηματικός → πρόσχημα
προσχώρηση → προσχωρώ
προσχωρώ
προσωπείο
προσωπικά → πρόσωπο
προσωπικό
προσωπικός → πρόσωπο
προσωπικότητα
προσωπικώς → πρόσωπο
πρόσωπο
προσωποποίηση
προσωποποιώ → προσωποποίηση
προσωρινά → προσωρινός
προσωρινός
προτάθηκα → προτείνω
πρόταση1
πρόταση2→ προτείνω
προτασιακός → πρόταση1
προτείνω
προτελευταίος → προ-
προτεραιότητα
πρότερος
προτίθεμαι
προτίμηση → προτιμώ
προτιμητέος → προτιμώ
προτιμότερος → προτιμώ
προτιμώ
προτού
προτρεπτικά → προτρέπω
προτρεπτικός → προτρέπω
προτρέπω
προτρέχω
προτροπή → προτρέπω
πρότυπο
πρότυπος → πρότυπο
προϋπάρχω → προ-
προϋπηρεσία → προ-
προϋπόθεση
προϋποθέτω → προϋπόθεση
προϋπολογίζω → προϋπολογισμός
προϋπολογισμός → προ-
προϋπολογισμός
προϋποτίθεμαι → προϋπόθεση
προφανής
προφανώς → προφανής
πρόφαση → προφασίζομαι
προφασίζομαι
προφέρω
προφητεία → προφήτης
προφήτης
προφητικά → προφήτης
προφητικός → προφήτης
προφίλ
προφορά → προφέρω
προφορικά → προφέρω
προφορικός → προφέρω
προφορικώς → προφέρω
προφταίνω
προφτάνω → προφταίνω
προφυλάγω → προφυλάω
προφυλακίζω
προφυλάκιση → προφυλακίζω
προφυλακιστέος → προφυλακίζω
προφυλακτικό → προφυλάω
προφυλακτικός → προφυλάω
προφύλαξη → προφυλάω
προφυλάσσω → προφυλάω
προφυλάω
πρόχειρα → πρόχειρος
πρόχειρος
προχειρότητα → πρόχειρος
προχθές → προ-
προχτές → προ-
προχωρώ
προώθηση → προωθώ
προωθητικά → προωθώ
προωθητικός → προωθώ
προωθώ
πρόωρα → πρόωρος
πρόωρος
πρύμη → πρύμνη
πρύμνη
πρυτανεία → πρύτανης
πρύτανης
πρυτανικός → πρύτανης
πρώην
πρωθ- → πρωτο-
πρωθιερέας → πρωτο-
πρωθυπουργία → πρωθυπουργός
πρωθυπουργικός → πρωθυπουργός
πρωθυπουργός
πρωθύστερο → πρωθύστερος
πρωθύστερος
πρωί
πρώιμος
πρωινιάτικα → πρωί
πρωινιάτικος → πρωί
πρωινός → πρωί
πρωινού → πρωί
πρωτ- → πρωτο-
πρωταγωνιστής
πρωταγωνιστικός → πρωταγωνιστής
πρωταγωνίστρια → πρωταγωνιστής
πρωταγωνιστώ → πρωταγωνιστής
πρωτάθλημα
πρωταθλητής → πρωτάθλημα
πρωταθλητισμός → πρωτάθλημα
πρωταθλήτρια → πρωτάθλημα
πρωταίτιος
πρωταρχικά → πρωταρχικός
πρωταρχικός
πρωτείο → πρωτεύω
πρωτεύουσα → πρωτεύω
πρωτεύω
πρωτεύων → πρωτεύω
πρώτιστα → πρώτιστος
πρώτιστος
πρωτίστως → πρώτιστος
πρωτο-
πρωτό- → πρωτο-
πρωτοβάθμιος → πρωτο-
πρωτοβλέπω → πρωτο-
πρωτοβουλία
πρωτοβρόχια → πρωτο-
πρωτόγονα → πρωτόγονος
πρωτόγονος
πρωτοετής → πρωτο-
πρωτοκόλληση → πρωτόκολλο
πρωτόκολλο
πρωτοκολλώ → πρωτόκολλο
πρωτοκυκλαδικός → πρωτο-
πρωτόπλαστοι → πρωτο-
πρωτοπορία → πρωτοπόρος
πρωτοποριακά → πρωτοπόρος
πρωτοποριακός → πρωτοπόρος
πρωτοπόρος
πρωτοπορώ → πρωτοπόρος
πρωτοστάτης → πρωτοστατώ
πρωτοστατώ
πρωτότοκη → πρωτότοκος
πρωτότοκος
πρωτότυπα → πρωτότυπος
πρωτοτυπία → πρωτότυπος
πρωτότυπο → πρωτότυπος
πρωτότυπος
πρωτοτυπώ → πρωτότυπος
πρωτοφανής
πρωτοφανώς → πρωτοφανής
πτέρυγα
πτερύγιο
πτερωτός → φτερό
πτηνό
πτήση
πτητικός → πτήση
πτοώ
πτυσσόμενος → πτυχή
πτυχή
πτυχιακός → πτυχίο
πτυχίο
πτυχιούχος → πτυχίο
πτώμα
πτώση → πέφτω
πτωτικά → πέφτω
πτωτικός → πέφτω
πτώχευση → πτωχεύω
πτωχεύω
πυγμαχία
πυγμαχικός → πυγμαχία
πυγμάχος → πυγμαχία
πυγμαχώ → πυγμαχία
πυγμή
πυθμένας
πυκνά → πυκνός
πυκνός
πυκνότητα → πυκνός
πυκνώνω → πυκνός
πύκνωση → πυκνός
πυκνωτής
πύλη
πυξίδα
πύο → πύον
πύον
πυρ
πυρά → πυρ
πυρακτώνω
πυράκτωση → πυρακτώνω
πυραμίδα
πυρασφάλεια → σχ. πυρ
πυραυλικός → πύραυλος
πύραυλος
πύργος
πυρετός
πυρετώδης → πυρετός
πυρετωδώς → πυρετός
πυρήνας
πυρηνικός → πυρήνας
πυρίμαχος → σχ. πυρ
πυρίτιο
πυρκαγιά
πυρκαϊά → πυρκαγιά
πυροβολικό → πυροβόλο
πυροβολισμός → πυροβόλο
πυροβόλο
πυροβολώ → πυροβόλο
πυροδότηση → πυροδοτώ
πυροδοτώ
πυρομαχικά
πυρός → πυρ
πυρόσβεση → πυροσβέστης
πυροσβεστήρας → πυροσβέστης
πυροσβέστης
Πυροσβεστική → πυροσβέστης
πυροσβεστικός → πυροσβέστης
πυρπόληση → πυρπολώ
πυρπολητής → πυρπολώ
πυρπολικό → πυρπολώ
πυρπολώ
πυρώνω → πυρ
πυώδης → πύον
πώληση → πωλώ
πωλητής → πωλώ
πωλήτρια → πωλώ
πωλώ
πως
πώς |