ξ- → ξε-
ξαγρυπνημένος → ξαγρυπνώ
ξαγρυπνισμένος → ξαγρυπνώ
ξάγρυπνος
ξαγρυπνώ → ξενυχτώ
ξαδέλφη → εξάδελφος
ξαδέλφι → εξάδελφος
ξάδελφος → εξάδελφος
ξαδέρφη → εξάδελφος
ξαδέρφι → εξάδελφος
ξάδερφος → εξάδελφος
*ξαίρω → ξέρω
ξαλαφρώνω → ξε-
ξανά
ξανα-
ξαναβάζω → ξανα-
ξαναβγάζω → ξανα-
ξαναγεμίζω → ξανα-
ξαναδίνω → ξανα-
ξαναέρχομαι → ξανα-
ξανακοιμάμαι → ξανα-
ξαναλέω → ξανα-
ξανανάβω → ξανα-
ξαναπέφτω → ξανα-
ξαναρχίζω → ξανα-
ξανάρχομαι → ξανα-
ξαναστέλνω → ξανα-
ξανατρώω → ξανα-
ξαναφτιάχνω → ξανα-
ξαναχορεύω → ξανα-
ξανθαίνω → ξανθός
ξανθό → ξανθός
ξανθός
ξανθωπός → ξανθός
ξάπλωμα → ξαπλώνω
ξαπλώνω
ξαπλωτά → ξαπλώνω
ξαπλωτός → ξαπλώνω
ξαστεριά → ξάστερος
ξάστερος
ξαστερώνει → ξάστερος
ξαφνιάζω
ξάφνιασμα → ξαφνιάζω
ξαφνικό → ξαφνιάζω
ξε-
ξέ- → ξε-
ξεβάφω → ξε-
ξεβιδώνω → ξε-
ξεβολεύω → ξε-
ξεβουλώνω → ξε-
ξεβρομίζω → ξε-
ξεγελώ
ξεγλιστρώ
ξεγνοιάζω
ξεγνοιασιά → ξεγνοιάζω
ξεγράφω
ξεγυμνώνω → ξε-
ξεδιαλέγω → ξε-
ξεδιπλώνω → ξε-
ξεδιψώ → ξε-
ξεθαρρεύω → ξε-
ξεθεώνω
ξεθολώνω → ξε-
ξεθυμαίνω
ξεθυμασμένος → ξεθυμαίνω
ξεθωριάζω
*ξείδι → ξίδι
ξεϊδρώνω → ξε-
ξείπα → ξελέω
ξεκαθάρισμα → ξεκάθαρος
ξεκάθαρος
ξεκαλοκαιριάζω → ξε-
ξεκάνω → ξε-
ξεκάθαρος
ξεκαρδίζομαι
ξεκινώ
ξεκλειδώνω → ξε-
ξεκληρίζω
ξεκόβω
ξεκολλώ
ξεκουμπώνω → ξε-
ξεκουράζω → ξε-
ξεκουρδίζω → ξε- |
ξεκουφαίνω → ξε-
ξεκρεμώ → ξε-
ξελαρυγγιάζομαι → ξε-
ξελασπώνω
ξελαφρώνω → ξε-
ξελέω
ξελογιάζω
ξεμαθαίνω → ξε-
ξεμακραίνω
ξεματιάζω → ξε-
ξεμεθώ → ξε-
ξέμεινα → ξεμένω
ξεμένω
ξεμπερδεύω → ξε-
ξεμπλέκω → ξε-
ξεμυτίζω → ξε-
ξένα → ξένος
ξεναγώ
ξενίζω
ξενικός → ξένος
*ξενιτειά → ξενιτιά
ξενιτιά
ξενοδοχειακός → ξενοδοχείο
ξενοδοχείο
ξένος
ξενοφοβία
ξεντύνω → ξε-
ξενυστάζω → ξε-
ξενύχτι → ξενυχτώ
ξενυχτώ
ξεπαγιάζω
ξεπαγώνω → ξε-
ξεπατώνω
ξεπερνώ
ξεπέφτω
ξεπηδώ → ξε-
ξεπλέκω → ξε-
ξεπλένω
ξεπορτίζω → ξε-
ξεπουλώ
ξεπροβάλλω → ξε-
ξέρα
ξεραΐλα
ξεραίνω → ξερός
ξέρασα → ξερνώ
ξεριζώνω
ξερνώ
ξερο-
ξερόβηχας → ξερο-
ξεροβήχω → ξερο-
ξεροβόρι → ξερο-
ξερογλείφομαι→ ξερο-
ξεροκαταπίνω → ξερο-
ξεροκεφαλιά → ξερο-
ξεροκέφαλος → ξερο-
ξερόκλαδο → ξερο-
ξεροκόμματο → ξερο-
ξερονήσι → ξερο-
ξερός → ξηρός
ξερός
ξεροσταλιάζω → ξερο-
ξεροσφύρι → ξερο-
ξερότοπος → ξερο-
ξερόχορτο → ξερο-
ξεροψήνω → ξερο-
ξερόψωμο → ξερο-
ξέρω
ξεσηκώνω
ξεσκεπάζω → ξε-
ξεσκονίζω → ξε-
ξεσκουριάζω → ξε-
ξεσπιτώνω → ξε-
ξεσπώ
ξεστομίζω → ξε-
ξεσφίγγω → ξε-
ξετρυπώνω → ξε-
ξετυλίγω → ξε-
*ξευτιλίζω → ξεφτιλίζω
ξεφαντώνω
ξεφεύγω
ξεφορτώνω → ξε-
ξεφουσκώνω → ξε- |
ξέφτι
ξεφτίζω → ξέφτι
ξεφτίλα → ξεφτιλίζω
ξεφτίλας → ξεφτιλίζω
ξεφτιλίζω
ξέφτισμα → ξέφτι
*ξεφτύζω → ξεφτίζω
ξεφτώ → ξέφτι
ξέφυγα → ξεφεύγω
ξεφυσώ → ξε-
ξεφυτρώνω → ξε-
ξέφωτο
ξεχειλίζω
ξεχειμάζω → ξε-
ξεχειμωνιάζω → ξε-
ξεχνώ
ξεχρεώνω → ξε-
ξεχτενίζω → ξε-
ξεχύνομαι → ξε-
ξέχωρα → ξεχωρίζω
ξεχωρίζω
ξέχωρος → ξεχωρίζω
ξέψυχα → ξεψυχώ
ξεψυχώ
ξηλώνω
ξημέρωμα → ξημερώνει
ξημερώνει
ξημερώνομαι → ξημερώνει
ξημερώνω → ξημερώνει
ξηρά
ξήρανση → ξηρός
ξηρασία
ξηρός
ξίδι
ξινός
ξίφος
ξόανο
ξοδεύω
ξομολογώ → εξομολογώ
ξορκίζω → ξοδεύω
ξοφλώ
*ξύδι → ξίδι
ξυλάνθρακας → ξυλο-
ξυλαποθήκη → ξυλο-
ξυλεία → ξύλο
ξυλεμπόριο → ξυλο-
ξυλέμπορος → ξυλο-
ξυλιά → ξύλο
ξυλιάζω → ξύλο
ξύλο
ξυλο-
ξυλογλυπτική → ξυλο-
ξυλοδαρμός → ξυλο-
ξυλοκατασκευή → ξυλο-
ξυλόκολλα → ξυλο-
ξυλοκόπος → ξυλο-
ξυλοκοπώ → ξυλο-
ξυλοπάπουτσο → ξυλο-
ξυλόπορτα → ξυλο-
ξυλοσκεπή → ξυλο-
ξυλουργείο → ξυλο-
ξυλουργός → ξυλο-
ξυλοφορτώνω → ξυλο-
*ξυλώνω → ξηλώνω
*ξυνός → ξινός
ξύνω → ξυράφι
ξύνω
ξύπνιος → ξυπνώ
ξυπνώ
*ξυπόλητος → ξυπόλυτος
ξυπόλυτος
ξυράφι
ξυρίζει → ξυράφι
ξυρίζω → ξυράφι
ξύρισμα → ξυράφι
ξυριστικός → ξυράφι
ξύσμα → ξύνω
ξυστά → ξύνω
ξυστήρα → ξύνω
ξυστήρι → ξύνω
ξύστρα → ξύνω
ξώφαλτσος |