ν' → να1
να1
να2
ναδίρ
ναζί
νάζι
ναζιάρης → νάζι
ναζιάρικα → νάζι
ναζιάρικος → νάζι
ναζισμός → ναζί
ναζιστής → ναζί
ναζιστικά → ναζί
ναζιστικός → ναζί
ναζίστρια → ναζί
ναι
νανο-
νανό- → νανο-
νανοδευτερόλεπτο → νανο-
νανοεξάρτημα → νανο-
νάνος
νανοτεχνολογία → νανο-
ναός
νάρθηκας
νάρκη1
νάρκη2
ναρκισσισμός → νάρκισσος
νάρκισσος
ναρκοθέτηση → νάρκη2
ναρκοθετώ → νάρκη2
ναρκομανής → νάρκη1
ναρκοπέδιο → νάρκη2
ναρκώνω → νάρκη1
νάρκωση → νάρκη2
ναρκωτικό → νάρκη1
ναρκωτικός → νάρκη1
νάτριο
ναυάγιο
ναυαγός → ναυάγιο
ναυαγοσώστης
ναυαγοσωστικό → ναυαγοσώστης
ναυαγοσωστικός → ναυαγοσώστης
ναυαγοσώστρια → ναυαγοσώστης
ναυαγώ → ναυάγιο
ναυαρχείο → ναύαρχος
ναυαρχίδα → ναύαρχος
ναύαρχος
ναύλο → ναύλος
ναύλος
ναυλώνω → ναύλος
ναύλωση → ναύλος
ναυμαχία
ναυμαχώ → ναυμαχία
ναύτης
ναυτία
ναυτικό → ναύτης
ναυτικός → ναύτης
ναυτιλία
ναυτιλιακός → ναυτιλία
ναφθαλίνη
νεανικά → νέος
νεανικός → νέος
νεανικότητα → νέος
νεαρά → νεαρός
νεαρή → νεαρός
νεαρός
νεκρά → νεκρός
νέκρα → νεκρός
νεκρικός → νεκρός
νεκροθάφτης → νεκροταφείο
νεκρός
νεκροταφείο
νεκρώνω → νεκρός
νέκρωση → νεκρός
νεκρώσιμος → νεκρός
νέο → νέος
νεο-
νεό- → νεο-
νεογέννητος → νεο-
νεογνό → σχ. βρέφος
νεολαία
νεολιθικός → νεο-
νεοορθόδοξος → νεο-
νεορεαλισμός → νεο-
νέος
νεοσύστατος → νεο-
νεότητα → νέος
νεόφερτος → νεο-
νερό
νέρωμα → νερό
νερώνω → νερό
νετρόνιο
νεύμα
νευριάζω → νεύρο
νευρικά → νεύρο
νευρικός → νεύρο
νευρικότητα → νεύρο
νεύρο
νευρώδης → νεύρο
νεύω → νεύμα
νέφος |
νεφρικός → νεφρός
νεφρό → νεφρός
νεφρός
νέφωση → νέφος
νήμα
νησί
νησίδα
νησιώτης → νησί
νησιωτικός → νησί
νησιώτισσα → νησί
νήσος → νησί
νηστεία
νηστεύω → νηστεία
*νηστήσιμος → νηστίσιμος
νηστικός
νηστίσιμος → νηστεία
νηφάλια → νηφάλιος
νηφάλιος
νηφαλιότητα → νηφάλιος
νιάτα
νίβω
νίκελ → νικέλιο
νικέλινος → νικέλιο
νικέλιο
νικελώνω → νικέλιο
νίκη → νικώ
νικητήριος → νικώ
νικητής → νικώ
νικήτρια → νικώ
νικηφόρα → νικηφόρος
νικηφόρος
νικοτίνη
νικώ
νίπτω → σχ. νίβω
νιώθω
νοερά → νοερός
νοερός
νοερώς → νοερός
νόημα
νοηματικά → νόημα
νοηματικός → νόημα
νοήμονας → νοημοσύνη
νοημοσύνη
νοήμων → νοημοσύνη
νόηση → νους
νοητικά → νους
νοητικός → νους
νοητός → νους
νοθεία → νόθος
νοθεύω → νόθος
νόθος
νοιάζει → έννοια2
νοιάζομαι → έννοια2
νοικάρης → νοίκι
νοικάρισσα → νοίκι
νοίκι
νοικιάζω → νοίκι
νοικοκυρά → νοικοκύρης
νοικοκυρεύω → νοικοκύρης
νοικοκύρης
νοικοκυριό → νοικοκύρης
νοικοκυροσύνη → νοικοκύρης
*νοιώθω → νιώθω
νομάδας
νομαδικά → νομάδας
νομαδικός → νομάδας
νομάρχης
νομαρχία → νομάρχης
νομαρχιακός → νομάρχης
νομάρχισσα → νομάρχης
νομίζω
νομικά → νόμος
νομική → νόμος
νομικός → νόμος
νομικώς → νόμος
νόμιμα → νόμιμος
νομιμοποιώ → -ποιώ
νόμιμος
νομιμότητα → νόμιμος
νομίμως → νόμιμος
νόμισμα
νομισματικός → νόμισμα
νομοθεσία
νομοθέτης → νομοθεσία
νομοθετικά → νομοθεσία
νομοθετικός → νομοθεσία
νομοθετώ → νομοθεσία
νομός
νόμος
νομοσχέδιο
νομοταγής
νομοτέλεια
νομοτελειακά → νομοτέλεια
νομοτελειακός → νομοτέλεια
νονά → νονός
νονός
νοοτροπία
νοούμαι → νους
νοσηλεία → νοσηλεύω
νοσηλευτής → νοσηλεύω |
νοσηλευτικός → νοσηλεύω
νοσηλεύτρια → νοσηλεύω
νοσηλεύω
νοσήλια → νοσηλεύω
νόσημα → νόσος
νοσηρά → νόσος
νοσηρός → νόσος
νοσηρότητα → νόσος
νοσοκόμα → νοσοκομείο
νοσοκομειακός → νοσοκομείο
νοσοκομείο
νοσοκόμος → νοσοκομείο
νόσος
νοσταλγία
νοσταλγικά → νοσταλγία
νοσταλγικός → νοσταλγία
νοσταλγός → νοσταλγία
νοσταλγώ → νοσταλγία
νόστιμα → νόστιμος
νοστιμάδα → νόστιμος
νοστιμεύω → νόστιμος
νοστιμιά → νόστιμος
νοστιμίζω → νόστιμος
νόστιμος
νοσώ → νόσος
νότα
νοτιά → νότος
νότια → νότος
νοτιάς → νότος
νοτίζω
νότιος → νότος
νοτίως → νότος
νότος
νουβέλα
νουθεσία → νουθετώ
νουθετώ
νούμερο
νουνά → νονός
νουνός → νονός
νους
ντοκιμαντέρ
ντοκουμέντο
*ντοκυμανταίρ → ντοκιμαντέρ
ντομάτα
ντοματιά → ντομάτα
ντόμπρα → ντόμπρος
ντόμπρος
ντομπροσύνη → ντόμπρος
ντόπια → ντόπιος
ντόπιος
ντουέτο
ντουλάπα
ντουλάπι → ντουλάπα
ντουφέκι → τουφέκι
ντουφεκιά → τουφέκι
ντουφεκίζω → τουφέκι
ντουφέκισμα → τουφέκι
ντρέπομαι → ντροπή
ντροπαλά → ντροπή
ντροπαλός → ντροπή
ντροπαλοσύνη → ντροπή
ντροπαλότητα → ντροπή
ντροπή
ντροπιάζω → ντροπή
ντύνω
ντύσιμο → ντύνω
νύκτα → νύχτα
νυκτερινός → νύχτα
νυκτόβια → νυκτόβιος
νυκτόβιος
νυν
νύξη
νύστα
νυστάζω → νύστα
νυσταλέα → νύστα
νυσταλέος → νύστα
νυστέρι
νύφη
νυφιάτικα → νύφη
νυφιάτικος → νύφη
νυφικό → νύφη
νυφικός → νύφη
νύχι
νύχτα
νυχτερίδα
νυχτερινός → νύχτα
νυχτόβια → νυκτόβιος
νυχτόβιος → νυκτόβιος
νυχτώνει → νύχτα
νυχτώνω → νύχτα
νωθρός
νωθρότητα → νωθρός
νωπός
νωρίς
νωρίτερα → νωρίς
νώτα
νωτιαίος
νωχέλεια → νωχελικός
νωχελικά → νωχελικός
νωχελικός |