Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
Εξώφυλλο - Πρόλογος Α Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ

ΑΘΛ
ΑΝΑΤ
ΑΡΧΙΤ
ΑΣΤΡΟΛ
ΑΣΤΡΟΝ
ΒΙΟΛ
ΓΕΩΓΡ
ΓΕΩΛ
ΓΕΩΜ
ΓΛΩΣΣ
ΕΚΚΛ
ΖΩΟΛ
ΗΛΕΚΤΡΟΛ
ΘΡΗΣΚ
ΙΑΤΡ
ΙΣΤ
ΛΟΓ
ΜΑΘ
ΜΗΧΑΝ
ΜΟΥΣ
ΜΥΘΟΛ
ΝΟΜ
ΟΙΚΟΝ
ΠΛΗΡΟΦ
ΠΟΛ
ΣΤΡΑΤ
ΤΕΧΝΟΛ
ΦΙΛΟΛ
ΦΙΛΟΣ
ΦΥΣ
ΧΗΜ
ΨΥΧΟΛ

αθλητισμός
ανατομία
αρχιτεκτονική
αστρολογία
αστρονομία
βιολογία
γεωγραφία
γεωλογία
γεωμετρία
γλώσσα, γλωσσολογία
εκκλησία, εκκλησιαστικός
ζωολογία
ηλεκτρολογία
θρησκεία, θρησκευτικός
ιατρική
ιστορία
λογική
μαθηματικά
μηχανολογία
μουσική
μυθολογία
νομική
οικονομία
πληροφορική
πολιτική
στρατιωτικός
τεχνολογία
φιλολογία, φιλολογικός
φιλοσοφία
φυσική
χημεία
ψυχολογία

EΠIΠEΔA YΦOYΣ – ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ

[ειρων.]
[επίσ.]
[κακόσ.]
[λαϊκ.]
[λόγ.]
[λογοτ.]
[μειωτ.]
[οικ.]
[παρωχ.]
[προφ.]
[υβρ.]
[χαϊδ.]

ειρωνικός
επίσημος
κακόσημος, που έχει πάρει αρνητική σημασία
λαϊκός
λόγιος
λογοτεχνικός
μειωτικός
οικείος
παρωχημένος, παλαιότερος
προφορικός
υβριστικός
χαϊδευτικός

ΛOIΠEΣ ΣYNTOMOΓPAΦIEΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ

αγγλ.
ΑΕ
α' συνθ.
αιγυπτ.
αιτ.
άκλ.
αμτβ.
ανατ.
αναφ.
άνθρ.
αντικ.
αντων.
αόρ.
απαρ.
απρόσ.
αρνητ.
αρσ.
αρχ.
αφηρ.
β' συνθ.
βόρ.
γαλλ.
γεν.
γενικ.
γερμ.
δεικτ.
δηλ.
διαφ.
δοτ.
δυτ.
ειδικ.
έκφρ.
Ελλ.
ελλ.
ελνστ.
εν.
ενεργ.
ενστ.
επέκτ.
επίθ.
επίρρ.
επιφ.
ερωτημ.
θ.
θηλ.
ιδ.
ιταλ.
κ.ά.
καταχρ.
κατηγ.
κλητ.
κπ
κτ
κτλ.
κυρ.
κυριολ.
λ.
λατ.
λόγ.
μέλλ.

αγγλικός
αρχαιοελληνικός
πρώτο συνθετικό
αιγυπτιακός
αιτιατική
άκλιτος
αμετάβατος
ανατολικός
αναφορικός
άνθρωπος
αντικείμενο
αντωνυμία
αόριστος
απαρέμφατο
απρόσωπο ρήμα
αρνητικός
αρσενικός
αρχαίος
αφηρημένος
δεύτερο συνθετικό
βόρειος
γαλλικός
γενική
γενικότερα
γερμανικός
δεικτικός
δηλαδή
διαφορετικός
δοτική
δυτικός
ειδικότερα
έκφραση
Ελλάδα
ελληνικός
ελληνιστικός
ενικός αριθμός
ενεργητικός
ενεστώτας
επέκταση
επίθετο
επίρρημα
επιφώνημα, επιφωνηματικός
ερωτηματικός
θέμα
θηλυκός
ιδίως
ιταλικός
και άλλα
καταχρηστικός
κατηγορούμενο
κλητική
κάποιος
κάτι
και τα λοιπά
κυρίως
κυριολεκτικός
λέξη
λατινικός
λόγιος
μέλλοντας

μόρ.
μπα.
μπε.
μππ.
μσν.
μτβ.
μτγν.
μτφ.
μτφρδ.
μτχ.
νότ.
ΝΕ
ον.
ορθογρ.
οριστ.
ουδ.
ουσ.
π.χ.
παθ.
παράλ. αντικ.
πληθ.
πρβ.
πργ.
πρκ.
πρόθ.
πρόσ.
προστ.
προσωπ.
πρότ.
πρτ.
ρ.
σημ.
σημδ.
σπάν.
στερητ.
συγκρ.
σύνδ.
συνεκδ.
συνήθ.
συχν.
σχ.
τ.
τουρκ.
υπερθ.
υπερσ.
υποκορ.
υποτ.
χρον.


&
~




+

=

γυαλιά

μόριο
μετοχή παθητικού αορίστου
μετοχή παθητικού ενεστώτα
μετοχή παθητικού παρακειμένου
μεσαιωνικός
μεταβατικός
μεταγενέστερος
μεταφορικός
μεταφραστικό δάνειο
μετοχή
νότιος
νεοελληνικός, νεοελληνική γλώσσα
ονομαστική
ορθογραφία, ορθογραφικός
οριστικός
ουδέτερος
ουσιαστικό
παραδείγματος χάριν
παθητική φωνή (όχι διάθεση!)
παράλειψη αντικειμένου
πληθυντικός αριθμός
παράβαλε
πράγμα
παρακείμενος
πρόθεση
πρόσωπο
προστακτική
προσωπικός
πρόταση
παρατατικός
ρήμα
σημασία
σημασιολογικό δάνειο
σπάνιος
στερητικό
συγκριτικός βαθμός
σύνδεσμος
συνεκδοχικά
συνήθως
συχνά
σχόλιο
τύπος
τουρκικός
υπερθετικός βαθμός
υπερσυντέλικος
υποκοριστικό
υποτακτική
χρονικός


συνδέει δύο τύπους
στη θέση του νοείται τύπος του λήμματος
στα παραδείγματα
η λέξη που βρίσκεται στα αριστερά του
προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται
στα δεξιά του
ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης
λέξης
συνώνυμο
αντίθετο
βλ.


Εικόνα