ΤΤ, τ, ταῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
τάλαντον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ μονάδα βάρους: χίλια τάλαντα ἀνηνέγκαμεν νομίσματος εἰς τὴν Ἀκρόπολιν = ανεβάσαμε στην Ακρόπολη χίλια τάλαντα χρήματος. Το τάλαντον είχε ανταλλακτική αξία και το χρησιμοποιούσαν ως χρήμα. Στην Αθήνα 1 τάλαντον ισοδυναμούσε με 60 μνᾶς και κάθε μνᾶ με 100 δραχμάς. 1 δραχμὴ ισοδυναμούσε με 6 ὀβολούς.
ΝΕ τάλαντο. [*ταλα- «βάρος που ζυγίζεται» + παρ. επίθ.
-ντ-ον, ομόρρ. με ταλαντ-εύομαι «ισορροπώ στη ζυγαριά», συγγενικό του επιθέτου
τάλας, τάλαινα, τάλαν ΕΠΙΘΕΤΟ [*ταλα- «υποφέρω» + παρ. επίθ. -ν-ς > τάλας, *τάλαν-jα > τάλαινα, τάλα-ν]. τάξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διάταξη, τάξη: συνέχουσιν τὴν τῶν ὅλων τάξιν ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον = συγκρατούν τη διάταξη του σύμπαντος έτσι, ώστε να είναι αγέραστη και χωρίς σφάλματα. ≠ ἀταξία. 2. στρατιωτική παράταξη (και ιδιαίτερα της μάχης): εἰς τάξιν καθίσταμαι = μπαίνω στην παράταξη για μάχη. ΝΕ τάξη (και με τις δύο σημ.). [παράγ. λ. *τάγ- (τάττω) + παρ. επίθ. -σις]. ταπεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. χαμηλός: ταπεινὰ χωρία = χαμηλοί τόποι. ≠ ὑψηλός. 2. για πρόσωπα ταπεινωμένος, υποταγμένος: ταπεινοὺς ὑμῖν παρέχω τοὺς Μυσούς = κάνω τους Μυσούς να υποταχθούν σε σας. 3. με αρνητική ηθική σημ. πρόστυχος, ευτελής: ταπεινὸς φαίνεται = φαίνεται ευτελής. 4. με θετική ηθική σημ. ταπεινόφρων: πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ = είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά.
ΝΕ ταπεινός (με τη σημ. 3, π.χ. ταπεινά ελατήρια, και τη σημ. 4). [πιθ. *ταπ- «χαμηλός»]. ταράττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι ταράσσω
ταράσσω, αναστατώνω: ἄνεμοι ταράττουσι θάλατταν. φόβος ταράττει τὴν ψυχήν = ο φόβος αναστατώνει την ψυχή.
ΝΕ ταράζω. [*ταραχ- (πβ. ταραχ-ή) + παρ. επίθ. -jω, αβέβ. ετυμ.]. τάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι τάσσω
1. παρατάσσω: τοὺς ὁπλίτας τάττω. 2. διατάζω: τοὺς μὲν αὐτῶν ἔταξε τοὺς θησαυροὺς παραλαμβάνειν = διέταξε μερικούς από αυτούς να παραλάβουν τους θησαυρούς. 3. τοποθετώ: ἀργύριον τὸ κάλλιστον πρῶτον τάττω = τοποθετώ πρώτο το πιο όμορφο χρήμα.
ΝΕ τάσσω (με σημ. 3) & τάζω «υπόσχομαι». [*ταγ- (πβ. ταγ-ὸς «αρχηγός») + παρ. επίθ. -jω, αβέβ. ετυμ.]. ταῦτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ ταύτῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ταὐτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
[από το ουδ. τὸ αὐτόν (όπου το -ν δεν είναι οργανικό, πβ. ουδ. αὐτό) > ταὐτόν (κράση), που επεκτάθηκε και στο αρσ. και θηλ.]. τάφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τάφος, μνήμα. 2. οι τελετές της κηδείας: τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο = τέτοιες υπήρξαν οι τελετές της κηδείας τους.
ΝΕ τάφος (με τη σημ. 1). [*ταφ- (< *θάπ-τω) + παρ. επίθ. -ος, ΙΕ *dhmοbh-, πβ. αρμ. dambam «τάφρος»]. τάχα ΕΠΙΡΡΗΜΑ συνήθως συνδυάζεται με τα ἄν, τάχ’ ἂν και ακολουθείται κυρίως από ευκτική ίσως, πιθανώς: τάχ’ ἄν τις θαρσοίη ὅτι τοῖς ὅπλοις αὐτῶν ὑπερφέρομεν = ίσως παίρνει κανείς θάρρος, επειδή είμαστε στα όπλα υπέρτεροι από αυτούς. ΝΕ τάχα «δήθεν». [παράγ. λ. ταχ-ύς + παρ. επίθ. -α]. τάχος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ στη φρ. εν τάχει. [ταχ-ύς + παρ. επίθ. -ος]. ταχύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ταχύς, γρήγορος: πτέρωσόν με ταχέσι καὶ κούφοις πτεροῖς = φτέρωσέ με με γρήγορα και ελαφρά φτερά. ≠ βραδύς. 2. ο συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος θᾶττον συνδυάζεται με συνδέσμους ἐπειδὴ θᾶττον & ἐὰν θᾶττον & ἢν θᾶττον μόλις: ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν, εὐθὺς ὡς ἡμᾶς εἰσεπήδησαν = μόλις έπεσε το σκοτάδι, αμέσως πήδησαν προς το μέρος μας. ἢν τὰ τῶν θεῶν ἡμῖν θᾶττον συγκαταινῇ... = μόλις οι θεοί μας δώσουν τη συγκατάθεσή τους... 3. Ο υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος τάχιστα συνδυάζεται με συνδέσμους ὅτι τάχιστα = ὅπως τάχιστα = ὡς τάχιστα όσο το δυνατόν συντομότερα: οὗτος τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν ὅτι τάχιστα τῇ Πελοποννήσῳ πάλιν προσμεῖξαι = αυτός έκλινε κυρίως προς τη γνώμη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο όσο το δυνατόν συντομότερα. 4. ὅταν τάχιστα μόλις: ἡμεῖς δὲ πειρασόμεθα παρεῖναι, ὅταν τάχιστα διαπραξώμεθα τἀγαθὰ ἅ... = εμείς όμως θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σε σένα, μόλις πραγματοποιήσουμε τα καλά που... 5. τὴν ταχίστην (ενν. ὁδόν) από το συντομότερο δρόμο, πολύ γρήγορα: εἰς τὴν Κιλικίαν ἀποπέμπει αὐτὴν τὴν ταχίστην ὁδόν = τη στέλνει στην Κιλικία από το συντομότερο δρόμο.
ΝΕ ταχύς (με τη σημ. 1). [*ταχ- + παρ. επίθ. -ύς > ταχύς, και *θᾱχ- + παρ. επίθ. -jων > θάσσων/θάττων (το *ταχ- από *θαχ- με ανομοίωση του πρώτου από τα δύο δασέα)]. ταὼς & ταῶς, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ανατολικό δάν.]. τε ΜΟΡΙΟ 1. τε... τε... και... και...: ἥ τε νῆσος πολεμία τοῖς Ἀθηναίοις ἔσται ἥ τε ἤπειρος = και το νησί θα είναι εχθρικό στους Αθηναίους και η ηπειρωτική χώρα. 2. τε... καί... (το τε προαναγγέλλει το καὶ και δε χρειάζεται να μεταφραστεί) και: βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται = επιθυμεί και γνωρίζει. [μυκην. qe = kwe > τε, πβ. λατ. que].
1. βρέχω, υγραίνω: τέγγω ἐν θαλάττῃ τοὺς πόδας. 2. χύνω υγρό και ιδίως δάκρυα: τέγγω δάκρυα.
[*τέγγ- + παρ. επίθ. -ω, ομόρρ. με λατ. tingō «εμποτίζω»]. τείνω ΡΗΜΑ
τεντώνω: κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε = τέντωνε το μεγάλο κυκλικό τόξο.
ΝΕ τείνω (με την ίδια σημ. και στη φρ. τείνω ευήκοον ους «τεντώνω τα αφτιά για να ακούσω καθαρά»). [*τέν- + παρ. επίθ. -jω > τείνω, ομόρρ. με λατ. tenus, -oris «τεντωμένος ιμάντας»]. τεκμαίρομαι ΡΗΜΑ
συμπεραίνω με βάση κάποιες ενδείξεις, υπολογίζω: τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρομαι = συμπεραίνω το μέλλον με βάση όσα έγιναν στο παρελθόν.
ΝΕ τεκμαίρομαι (λόγ.). [παράγ. λ. τέκμαρ- «σημείο, όριο, τέλος» + παρ. επίθ. -jομαι]. τεκμήριον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τεκμήριο. [παράγ. λ. τεκμαρ- «σημείο, όριο» / *τεκμηρ- + παρ. επίθ. -ιον]. τέκνον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τέκνο (λόγιο αντί του παιδί). [*τεκ- (ἔ-τεκ-ον < τίκτω) + παρ. επίθ. -νον]. τεκταίνομαι ΡΗΜΑ 1. εκτελώ την εργασία του ξυλουργού, κάνω κατασκευές από ξύλο: τεκταίνομαι ναῦς = κατασκευάζω πλοία. 2. μεταφορικά γενικά δημιουργώ: τεκταίνομαι ἔπη / μαθήματα. ΝΕ η μτχ. τα τεκταινόμενα «αυτά που συμβαίνουν, κατασκευάζονται». [*τεκτ- (τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -αν-jομαι ]. τέκτων, -ονος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τέκτονας και συνήθως αρχιτέκτονας. [*τεκτ- «κατασκευάζω με ξύλινα υλικά» + παρ. επίθ. -ων]. τέλειος & τέλεος, -α & -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για σφάγια ακέραιος, που βρίσκεται στην πλήρη ανάπτυξή του: ἱερὰ τέλεια = σφάγια στην πλήρη ανάπτυξή τους. 2. για ανθρώπους ενήλικος: ὁπόσοιπερ ἂν ὦσιν γυναικῶν εἴτε ἀνδρῶν τέλειοι = όσοι τυχόν από τις γυναίκες ή τους άνδρες είναι ενήλικοι. 3. τέλειος στο είδος του, καλά καταρτισμένος: τούτους φημὶ καὶ φρονίμους εἶναι καὶ τελέους ἄνδρας = λέγω ότι αυτοί είναι και σοφοί και τέλειοι άνδρες. 4. για προσευχές, τάματα εκπληρωμένος: τέλεον ἄρα ἡμῖν τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται = το όνειρό μας βγήκε αληθινό.
ΝΕ τέλειος (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. *τελεσ- (τέλος) + παρ. επίθ. -ιος > *τελεσιος > τέλειος]. τελειόω & τελεόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. τελειώνω, περατώνω, εκτελώ, συμπληρώνω: ἐτελέωσαν τὰς σπονδάς = τέλειωσαν τη συνθήκη. 2. τελειοποιώ. ΝΕ τελειώνω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. τέλει-ος + παρ. επίθ. -όω]. τελευτάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μεταβατικό τερματίζω, τελειώνω κάτι: λόγου τελευτῶ. 2. απολύτως πεθαίνω: ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος ἐτελεύτησεν. 3. αμετάβατο έρχομαι στο τέλος μου, τελειώνω: ὅταν ὁ χειμὼν τελευτήσῃ = όταν τελειώσει ο χειμώνας. 4. τελευτῶν, -ῶσα, -ῶν η μετοχή χρησιμοποιείται με ρήματα ως επίρρημα τελικά, εν τέλει: καὶ πόλεις ἐκάλουν καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους = και πόλεις παρακαλούσαν (για να τους βοηθήσουν) και τελικά τους Λακεδαιμονίους. [παράγ. λ. τελευτή + παρ. επίθ. -άω]. τελευτή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τέλος, τερματισμός: ἡ τελευτὴ τοῦ πολέμου. 2. θάνατος: τῆς εὐπρεπεστάτης λαγχάνω τελευτῆς = μου λαχαίνει ο πιο ένδοξος θάνατος.
[*τελεσ- (*τέλεσ-ος > τέλους) + παρ. επίθ. -jω > τελέω, τελείω > *τελέFω > *τελεύ-ω + παρ. επίθ. -τή > τελευτή (ενν. ὥρα = η τελευταία ώρα) κατά τα ρηματικά επίθετα σε -τός, -τή, -τόν]. τελέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. πληρώνω (τέλος, μισθόν). 2. ειδικότερα πληρώνω το φόρο: τελῶ μετοίκιον = πληρώνω το φόρο του μετοίκου. 3. γενικά ξοδεύω: ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα εἰσί = ξοδεύτηκαν στο δείπνο τετρακόσια τάλαντα. 4. εκτελώ, πραγματοποιώ.
ΝΕ τελώ (με τη σημ. 4, π.χ. τελώ μνημόσυνο). [παράγ. λ. τέλος + παρ. επίθ. -έω]. τέλος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εκπλήρωση: ἢν θεὸς ἀγαθὸν τέλος διδῷ αὐτῷ = αν ο θεός του δώσει καλή εκπλήρωση. 2. σκοπός: τέλος ἐστὶν ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν = σκοπός όλων των πράξεων είναι το καλό. [*τελ- «ανυψώνω» (πβ. τέλλω «ανατέλλω», ανατολή) + παρ. επίθ. -ος]. τελώνης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τελώνης. [σύνθ. λ. τέλος + -ων (< ὠνέομαι «αγοράζω, εισπράττω») + -ης]. τέμενος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τέμενος (λόγ.). [*τεμε- (< τέμνω) + παρ. επίθ. -νος]. τέμνω ΡΗΜΑ
1. κόβω: ὁδὸν ἐποιήσατο τεμὼν τὴν ὕλην = έκανε δρόμο κόβοντας το δάσος. 2. κόβω σε κομματάκια: τέμνω ἰχθῦς. 3. διαιρώ: ὁ ποταμὸς μέσην τέμνει Λιβύην = ο ποταμός διαιρεί στα δύο τη Λιβύη. 4. στην αριθμητική διαιρώ: τέμνω ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ = διαιρώ τον αριθμό σε άρτιο και περιττό.
ΝΕ τέμνω (με τη σημ. 1, στη γεωμετρία). [*τεμ- «κόβω», πβ. ιρλ. tamnaid «κόβει»]. τέρας, -ατος (παλαιότερα -αος/-ως), τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ θεϊκό σημείο, θαυματουργικό σημάδι: τοῖς Ἕλλησι τέρατα πέμπουσιν οἱ θεοί = οι θεοί στέλνουν σημάδια στους Έλληνες.
ΝΕ τέρας «αλλόκοτο, μη φυσικό ον». [*τερ- «ουράνιο σημείο, αστέρι», πβ. αρχ. ινδ. tárah «αστέρια»]. τερπνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ευχάριστος: τερπνὴ ἀκοή = ευχάριστο άκουσμα. ΝΕ τερπνός. [παράγ. λ. τέρπ-ω + παρ. επίθ. -νός, πβ. αρχ. ινδ. tropyati «είμαι ικανοποιημένος»]. τέρπω ΡΗΜΑ
ευχαριστώ κάποιον: ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα ἡμᾶς τέρψει = με τα έπη του για την παρούσα στιγμή θα μας ευχαριστήσει. = εὐφραίνω.
ΝΕ τέρπω. [*τερπ-, τέρψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ τέρψη. [παράγ. λ. τέρπ-ω + παρ. επίθ. -σις]. τετταράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ ο κοινός τύπος είναι τεσσαράκοντα σαράντα.
ΝΕ σαράντα. [*τετFορ- + παρ. επίθ. -άκοντα]. τέτταρες, οἱ, αἱ, τέτταρα, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ ο κοινός τύπος είναι τέσσαρες, τέσσαρα τέσσερις, τέσσερα. ΝΕ τέσσερις, τέσσερα. [*τετFορ- + παρ. επίθ. -ες, πβ. λατ. quattuor, ομόρρ. με αρχ. ινδ. catrávas]. τετταρεσκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ
[σύνθ. λ. τέτταρες + καί + δέκα]. τέττιξ, -ιγος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ηχομιμ., με εμφατικό διπλασιασμό του τ]. τέφρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τέφρα (λόγ.). [*θεχ- «καίω», *τεφ- + παρ. επίθ. -ρα, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáhati «καίω»]. τέχνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο τρόπος ή τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάτι: ἐδεῖτο αὐτῶν πάσῃ τέχνῃ μὴ ἀπολείπεσθαι = τους παρακαλούσε με κάθε τρόπο να μη μένουν πίσω. 2. τέχνη, μαστορική: τῆς τέχνης ἔμπειρος ἦν. 3. σύνολο κανόνων για την κατασκευή κάποιου πράγματος ή μέθοδος για την επίτευξη κάποιου στόχου: ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη = η μέθοδος για την επίτευξη της πειστικότητας στο λόγο, η ρητορική τέχνη.
ΝΕ τέχνη (με τη σημ. 2). [*τεκτ- (πβ. τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -σνᾱ > τέχνᾱ, τέχνη]. τῇδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. δεικτ. αντων. τῇ + παρ. επίθ. -δε]. τήκω ΡΗΜΑ
[ΙΕ *tē, ελλ. *τηκ- (προέκταση με κ-), ομόρρ. με οσετικό ta-in «λιώνω», λατ. tā-bēs (προέκταση με b-) «ρευστοποίηση»]. τηλικόσδε, -ήδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [παράγ. λ. τηλίκος + παρ. επίθ. -δε]. τηλικοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. σημαίνει ό,τι το τηλικόσδε. 2. τόσο μεγάλος: τὸ γεγενημένον ἀδίκημα τηλικοῦτον ἔχει τὸ μέγεθος = το αδίκημα που έχει γίνει έχει τόσο μεγάλο μέγεθος. [σύνθ. λ. τηλίκος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος]. τηνικάδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. τηνίκα «αυτή την ώρα» + παρ. επίθ. -δε]. τηνικαῦτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. τηνίκα (δεικτ. αντων. τήν + -ίκα) + -αύτα κατά το αὐτά]. τηρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. προσέχω, λαμβάνω τα μέτρα μου: τηρῶ ὅπως κρεῖττον ἔσται τοῦτο τοῦ ἄλλου = λαμβάνω τα μέτρα μου, ώστε τούτο να είναι ισχυρότερο από το άλλο. 2. παραφυλάω: ἔνδον ὄντα ἐτήρησαν αὐτόν = παραφύλαξαν, ώστε να είναι μέσα αυτός.
ΝΕ τηρώ «φυλάσσω, δεν παραβαίνω». [*τηρ- «παρατηρώ», συγγεν. με αρχ. ινδ. cāra- «κατάσκοπος»]. τῆτες ΕΠΙΡΡΗΜΑ
[*τη- (πβ. τή-μερον = σήμερον) + *-Fετες < *Fέτος = ἔτος ]. τίθημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ, βάζω: οὐκ ἔχω ὅποι ταῦτα θήσω = δεν ξέρω πού να τα τοποθετήσω αυτά. 2. ειδικές χρήσεις α. τίθεμαι τὴν ψῆφον ρίχνω την ψήφο μου. β. καταθέτω: θεὶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὰς τετταράκοντα μνᾶς = αφού κατέθεσε στην τράπεζα τις 40 μνες. γ. καταβάλλω, πληρώνω: τόκον τίθημι. δ. η φράση τίθεμαι τὰ ὅπλα σημαίνει α) αποθέτω τα όπλα χωρίς όμως να χάσω την ετοιμότητά μου να τα ξαναπάρω, ώστε να πολεμήσω, β) παίρνω τα όπλα, πολεμώ, γ) παραδίδομαι, καταθέτω τα όπλα. ε. για το νομοθέτη τίθημι νόμον θεσπίζω νόμο. στ. για το λαό τίθεμαι νόμον βάζω να μου κάνουν ένα νόμο για δική μου χρήση. 3. θεωρώ, υποθέτω.
ΝΕ θέτω (με τη σημ. 1). [*θη- με αναδιπλασιασμό (*θί-θη-μι)]. τίκτω ΡΗΜΑ
γεννώ: ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ = γεννήθηκε σήμερα ο σωτήρας μας (για το Χριστό).
[τίκ-τω, αβέβ. ετυμ.]. τίλλω ΡΗΜΑ
μαδώ, ξεπουπουλίζω.
[ίσως πτιλ- (< πτίλον «πούπουλο») + παρ. επίθ. -jω > *πτίλλω > τίλλω με ανομοιωτική έκπτωση του π- σε σύνθετα με ἀπό, παρά, περί, *ἀποπτίλλω > *ἀποτίλλω κτλ.]. τιμάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. τιμώ, σέβομαι: τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 2. μέση φωνή τιμῶμαι υπολογίζω την αξία ενός αγαθού: διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο τὰ αὑτοῦ (= την περιουσία του). 3. καθορίζω ποινή.
ΝΕ τιμώ (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. τιμή + παρ. επίθ. -άω, πβ. τί-ω «τιμώ, σέβομαι» + -μή > τιμή]. τίμιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
ακριβός, που έχει ψηλή τιμή, πολύτιμος: τίμιος ἦν ὁ σῖτος = το σιτάρι ήταν ακριβό. ΝΕ τίμιος «που έχει τιμή, υπόληψη». [παράγ. λ. τιμή + παρ. επίθ. -ιος]. τιμωρέω ΡΗΜΑ
1. παίρνω εκδίκηση για κάτι υπέρ κάποιου: εἰ τιμωρήσεις Πατρόκλῳ τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον = αν πάρεις εκδίκηση υπέρ του συντρόφου σου Πατρόκλου, για το φόνο του.
2. βοηθώ, συμπαρίσταμαι: τοῖς ξυμμάχοις τιμωρῶ = συμπαρίσταμαι στους συμμάχους μου. = ἐπικουρέω.
ΝΕ τιμωρώ «επιβάλλω ποινή» (με εξέλιξη της σημ. 1). [παράγ. λ. τιμωρός + παρ. επίθ. -έω, όπου τιμωρός < τιμή + ὁράω, δωρ. τιμάορος]. τιμωρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εκδίκηση: τιμωρίαν ποιοῦμαι = παίρνω εκδίκηση. 2. βοήθεια, συμπαράσταση: περιγιγνόμεθα τῇ ἀφ’ ὑμῶν τιμωρίᾳ = διασωζόμαστε εξαιτίας της βοήθειάς σας. ΝΕ τιμωρία «επιβολή ποινής» (από σημ. 1). [παράγ. λ. τιμωρός + παρ. επίθ. -ία]. τίνω ΡΗΜΑ
πληρώνω την τιμή ενός αντικειμένου (συνήθως ως πρόστιμο ή τιμωρία): τίνω τιμήν τινι = πληρώνω σε κάποιον την τιμή (ενός αντικειμένου). [*τί-νFω, *τεί-νFω, ΙΕ αρχής]. τίς, τίς, τὶ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. σε ερωτηματικές προτάσεις ποιος; ποια; ποιο; / τι;: ὦ ξένοι, τίνες ἐστέ; = ξένοι, ποιοι είστε; 2. το ουδέτερο τί; χρησιμοποιείται ως επίρρημα με ποικίλους τρόπους α. τί μοι/σοι; τι με ενδιαφέρει εμένα; τι σε ενδιαφέρει εσένα;: τί σοι ταῦτα; = τι σε νοιάζουν εσένα αυτά; (κοίτα τη δουλειά σου!). β. γιατί; για ποιο λόγο;: τί δὴ οὕτω πρῲ ἀφῖξαι; = γιατί έχεις φτάσει τόσο πρωί; ΝΕ στη στρατιωτική φρ. αλτ! τις ει; (με τη σημ. 1). [*kwis, θεσσαλ. κις, κυπρ. σις, λατ. quis]. τις, τις, τι ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ / ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ως αόριστη αντωνυμία κάποιος, κάποια, κάποιο πράγμα: ἤν τις παραβαίνῃ, ζημίαν αὐτῷ ἐπέθεσαν = αν κάποιος έκανε παρανομία, του επέβαλαν ποινή. 2. ως επίθετο κάποιος, κάποια, κάποιο: ἄνθρωπός τις εἶχεν δύο υἱούς = κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. [ τίσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. τί-νω «πληρώνω» + παρ. επίθ. -σις]. τιτρώσκω ΡΗΜΑ
πληγώνω. [*τρω- (πβ. τρω-τός) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό τι- + παρ. επίθ. -σκω: τι-τρώ-σκω]. τλήμων, -ονος, ὁ, ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ 1. υπομονετικός, ανεκτικός: θαρσαλέοι καὶ τλήμονες ἄνδρες. 2. δύστυχος, κακόμοιρος: οὐδὲ ἀποθανεῖν οἱ τλήμονες δύνανται = ούτε να πεθάνουν οι δύστυχοι δεν μπορούν.
[παράγ. λ. τλάω «τολμώ» (< *τλα-, τελα- (τάλας «δυστυχισμένος») + παρ. επίθ. -ήμων]. τοίνυν ΜΟΡΙΟ συμπερασματικό επομένως, ως εκ τούτου, άρα: φανερὸν τοίνυν ὅτι... = είναι επομένως φανερό ότι... [σύνθ. λ. βεβαιωτ. τοι + εγκλιτ. μόριο νυν]. τοιόσδε, -άδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ δεικτική αντωνυμία που συνήθως συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος τέτοιος: τοσόσδε καὶ τοιόσδε = τόσος και τέτοιος. τοιόνδε τελευτὴν λέγω, οἷον πέρας καὶ ἔσχατον = ως θάνατο εννοώ κάτι τέτοιο, όπως είναι το πέρας και το έσχατο σημείο.
[παράγ. λ. τοῑος + δεικτ. μόρ. -δε· ακριβέστερα η δεικτική αντων. τοῖος προέρχεται από τη γεν. πληθ. (και για τα τρία γένη ὁ, ἡ, τό) τοίων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. tésān, ΙΕ *toisōm]. τοιοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ δεικτική, που συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος τέτοιος, τέτοιου είδους: τοιοῦτός ἐστι ὁ ἔρως, οἷος τῆς μητρὸς πρὸς τὰ τέκνα = ο έρωτας είναι τέτοιος, όπως της μητέρας προς τα παιδιά της. [σύνθ. λ. τοῑος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος]. τόλμα & τόλμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. θάρρος, τόλμη: τόλμα καλῶν = θάρρος για τα καλά πράγματα. ≠ δειλία. 2. με κακή σημ. θράσος, ιταμότητα: εἰς τοῦτο τόλμης καὶ ἀναιδείας ἥκει, ὥστε... = έφτασε σε τέτοιο σημείο θράσους και αναίδειας, ώστε... ΝΕ τόλμη (με τη σημ. 1). [*τολ- (τλῆναι, τάλας, τλήμων) + παρ. επίθ. -μα / -μη]. τόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κομμάτι, φέτα: τόμος ἀλλάντων / τυροῦ = κομμάτι από σαλάμι / τυρί. 2. κύλινδρος παπύρου, αργότερα τόμος ενός έργου. [*τομ- (τέμ-νω) + -ος]. τόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τέντωμα. 2. για ήχους ένταση, ύψωση: τὰ δάκρυα καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς = τα δάκρυα και η ύψωση της φωνής. 3. στη γραμματική τόνος λέξης ή συλλαβής.
ΝΕ τόνος (με τις σημ. 2, 3). [*τον- (τείνω) + -ος]. τοξεύω ΡΗΜΑ ΝΕ τοξεύω. [παράγ. λ. τόξον + παρ. επίθ. –εύω· το τόξον είναι δάν. από τη γλώσσα των Σκυθών, πβ. σκυθικό κύρ. όν. Τόξαρις και περσ. taχš «τόξο»]. τοξότης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τοξότης. [παράγ. λ. τόξον (περσ. δάν.) + παρ. επίθ. -της]. τοσόσδε, -ήδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [σύνθ. λ. τόσος + δεικτ. μόρ. -δε]. τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. τόσο μεγάλος: πόλις ἑτέρα ἐστὶν τοσαύτη ὅσαι αἱ Συρακοῦσαί εἰσιν = υπάρχει άλλη πόλη τόσο μεγάλη όσο οι Συρακούσες. 2. το ουδέτερο γένος ως ουσιαστ. (και συχνά με προθέσεις) τοσοῦτον: παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου = σε τέτοιο βαθμό κινδύνου έφτασε η Μυτιλήνη. 3. το ουδέτερο γένος ως επίρρημα τοσοῦτον κατά τόσο, τόσο: ἡ ναῦς τοσοῦτον ἔφτασε ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα = το καράβι έφθασε πριν από αυτούς τόσο όσο ο Πάχης να προλάβει να διαβάσει το ψήφισμα. [σύνθ. λ. τόσος + -ουτος κατά την οὗτος].
τοτὲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
[δεικτ. αντων. *το- + παρ. επίθ. -τε, όπως ὅτε, πότε]. τουτέστι ΕΠΙΡΡΗΜΑ = τοῦτ’ ἔστι. δηλαδή: εἶδόν τινας κοιναῖς χερσὶ τοῦτ’ ἔστι ἀνίπτοις ἐσθίοντας ἄρτους = είδαν κάποιους να τρώνε ψωμί με τα χέρια τους όπως ήταν, δηλαδή άπλυτα. ΝΕ τουτέστι (λόγ.). [σύνθ. λ. τοῦτον + ἐστίν]. τράγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τράγος. [*τραγ- (τραγεῑν «τραγανίζω», ἔ-τραγ-ον < τρώγω)]. τραγῳδία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ τραγωδία & τραγούδι (< *τραγῴδιον). [παράγ. λ. τραγῳδός + παρ. επίθ. -ία]. τραγῳδός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μέλος της ομάδας χορευτών μιας τραγωδίας: οὐ καλῶς ὀρχεῖται ὁ τραγῳδὸς οὑτοσί = δε χορεύει καλά αυτός ο χορευτής. 2. στον πληθ. τραγῳδοί τραγωδία ή παράσταση τραγωδίας: τραγῳδοῖς = στη διάρκεια των παραστάσεων τραγωδίας. τυγχάνω τραγῳδοῖς νενικηκώς = έχω νικήσει σε παράσταση τραγωδίας. 3. εκτελεστής, δηλ. υποκριτής ή τραγουδιστής τραγωδίας. 4. τραγικός ποιητής.
[σύνθ. λ. τράγων + ᾠδή + -ός]. τράπεζα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τραπέζι. 2. πάγκος των τραπεζιτών: εἴωθα λέγειν ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν = συνηθίζω να μιλώ στην αγορά στους πάγκους των τραπεζιτών. ΝΕ στη φρ. Αγία Τράπεζα (με τη σημ. 1). [μυκην. torpeza = τόρπεζα = τρά-πεζα, όπου το πεζα- από πεδ- (πβ. πέδον «έδαφος», πούς) + -ja· το έπιπλο που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια]. τρεῖς, οἱ, αἱ, τρία, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ τρεις, τρία. [*τρεj-ες, πβ. λατ. tres]. τρέπω ΡΗΜΑ
στρέφω, κατευθύνω κάτι προς κάτι: τὴν διάνοιάν τινος ἄλλοσε τρέπω = στρέφω το μυαλό κάποιου προς άλλο σημείο.
ΝΕ τρέπω. [*τρεπ- «στρέφω», αρχ. ινδ. trápate «ντρέπομαι»]. τρέφω ΡΗΜΑ
ανατρέφω: τοὺς παῖδας αὐτῶν ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει = τα παιδιά τους θα τα αναθρέψει η πόλη μέχρι την εφηβική ηλικία.
ΝΕ τρέφω. [*θρεφ- «ενεργώ να αυξηθεί κάτι, λ.χ. το τυρί», ρωσ. drobá «μαγιά της μπίρας»]. τρέχω ΡΗΜΑ
τρέχω. ΝΕ τρέχω. [ΙΕ *dhregh-, ομόρρ. με αρχ. ιρλ. droch (= τροχός) αρμ. durgn «τροχός του αγγειοπλάστη»]. τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ τριάντα. [τρία + κοντα- (*(δ)κμοτ-, *δεκομ- του δέκα), ΙΕ *ákomt > *κοντα, όπου το α ανερμήνευτο]. τρίβος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μονοπάτι. 2. μεταφορικά βιότου τρίβον ὁδεύω = περπατώ το δρόμο της ζωής. [παράγ. λ. τρίβω + -ος]. τρίβω ΡΗΜΑ
1. τρίβω: τόν πόδα μύροις τρίβω. 2. παθ. τρίβομαι α. για το χρόνο ξοδεύομαι, δαπανώμαι: ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός. β. ενδιατρίβω σε κάτι, αποκτώ πείρα σε κάτι: τρίβομαι ἐν πολέμῳ. οἱ ἐν ποιήμασι τριβόμενοι. ΝΕ τρίβω (με τη σημ. 1). [*τριβ- < *τερ(ε)ι- ή από *τερ- (τείρω), ΙΕ *terbh-]. τρίβων, -ωνος, ὁ (Α) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. τρίβω + παρ. επίθ. -ων]. τρίβων, -ωνος, ὁ, ἡ (Β) ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. τρίβω + παρ. επίθ. -ων]. τριηραρχέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. διοικώ τριήρη. 2. στην αρχαία Αθήνα εξοπλίζω με δικά μου έξοδα μια τριήρη (η οποία ανήκε στο κράτος. Τα έξοδα αυτά θεωρούνταν λειτουργία, δηλ. συνεισφορά ενός πολίτη από το δικό του βαλάντιο σε έναν κοινωφελή σκοπό): πολλὰ τριηραρχεῖ καὶ λαμπρῶς χορηγεῖ = εξοπλίζει συχνά τριήρεις και υποστηρίζει οικονομικά ομάδες χορευτών. [παράγ. λ. τριήραρχος (σύνθ. τριήρης + ἄρχω) + παρ. επίθ. -έω]. τριήρης, -ους, ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ υπονοείται το ουσιαστικό ἡ ναῦς «το πλοίο» πολεμικό πλοίο (που είχε σε κάθε μακριά πλευρά του τρεις σειρές καθισμάτων τοποθετημένες σε τρία επίπεδα διαφορετικού ύψους. Στην καθεμία καθόταν μία σειρά κωπηλατών): τριήρεις ναυπηγῶ.
[τρι- (τρία, τρεῑς) + *-ηρη (ἐρέτης «κωπηλάτης»)]. τρίπους, -ποδος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ τρίποδας. [σύνθ. λ. τρι- (τρία, τρεῑς) + πούς]. τριττύς, -ύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. τριττός, τρισσός (< *τριχ-jος, ομορρ. με τρίς, τρεῖς) +παρ. επίθ. -ύς]. τρόπαιον & τροπαῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ τρόπαιο (δηλ. μνημείο που διακηρύσσει την ήττα του αντιπάλου· συνήθως το κατασκεύαζαν από ξύλο αλλά κάποτε και από χαλκό ή πέτρα): τροπαῖον ἵστημι = στήνω τρόπαιο.
ΝΕ τρόπαιο. [παραγ. λ. ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου τροπαῖος < τρέπω + παρ. επίθ. -αῑος]. τρύξ, τρυγός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*τρυγ- συγγεν. με τρυγ-άω, που είναι από τις δάνειες λέξεις του υποστρώματος]. τρυφάω -ῶ ΡΗΜΑ
[παράγ. λ. τρυφή + παρ. επίθ. -άω]. τρυφερός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ τρυφερός. [παράγ. λ. τρυφή + παρ. επίθ. -ερός]. τρυφή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *θρευφ- (θρύπτω) + παρ. επίθ. -ή]. τρώγω ΡΗΜΑ
τρώω τραγανίζοντας, ροκανίζω.
ΝΕ τρώγω, τρώω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἐσθίω. [*τρωγ-/*τραγ-, ΙΕ *trōg- «τρώγω»]. τυγχάνω ΡΗΜΑ
1.για γεγονότα και αντικείμενα συμβαίνω σε κάποιον.
2. συνδέεται συνήθως με μετοχή άλλου ρήματος, για να δηλώσει σύμπτωση ἔτυχον ἐς Κύπρον στρατευόμενοι = έτυχε να βρίσκονται σε εκστρατεία στην Κύπρο. 3. πετυχαίνω το σκοπό μου, πετυχαίνω: τυγχάνουσιν καὶ ἀποτυγχάνουσιν = πετυχαίνουν το σκοπό τους και αποτυγχάνουν. ≠ ἁμαρτάνω «αστοχώ». 4. συναντώ: ἔτυχον ἀγαθῶν ἀνδρῶν = συνάντησαν γενναίους άντρες. 5. αποκτώ κάτι, τυγχάνω κάποιου πράγματος: ἀξιῶ ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν = έχω την αξίωση να τύχω της συγγνώμης σας. ΝΕ τυγχάνω «συμβαίνει να είμαι» & τυχαίνω «αποκτώ κατά τύχη». [*τευχ- (τεύχ-ω) + -άν-ω, ΙΕ *dheugh-]. τύμβος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ τύμβος. [πβ. λατ. tum-ulus «λοφίσκος» και tum-eō «διογκώνομαι», που φαίνεται να συγγενεύουν με το τύμβος, το οποίο θεωρείται κατ’ άλλους παράλληλος τύπος του τάφος, που οφείλεται σε ξένη ΙΕ γλώσσα. Η λ. η τούμπα, προέρχεται απευθείας από το λατ. tumba < αρχ. ελλ. τύμβη, ἡ]. τύπος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εντύπωμα (σφραγίδας). 2. κεντρική ιδέα: ἔχεις τὸν τύπον ὧν λέγω; = συλλαμβάνεις την κεντρική ιδέα των όσων λέω; 3. υπόδειγμα: περὶ πάντα παρεχόμενος σεαυτὸν τύπον καλῶν ἔργων = παρουσιάζοντας σε όλα τον εαυτό σου ως υπόδειγμα καλών έργων.
ΝΕ τύπος (και στη φρ. τύπος και υπογραμμός με τη σημ. 3). [τύπ-τω + -ος]. τύπτω ΡΗΜΑ
χτυπώ, χαστουκίζω: ἐπὶ κόρρης τύπτω τινά = χαστουκίζω κάποιον στον κρόταφο. = πατάσσω, παίω, πλήττω.
ΝΕ μόνο στη φρ. με τύπτει η συνείδησή μου. [*τυπ- «κτυπώ» + -τ-ω, πβ. αρχ. ινδ. tupáti «πληγώνω», αρχ. σλαβ. túpati «κτύπος της καρδιάς»]. τυραννεύω & τυραννέω ΡΗΜΑ
είμαι απόλυτος άρχοντας, μονάρχης: Πολυκράτης Σάμου τυραννῶν ἦν = ο Πολυκράτης ήταν ο απόλυτος άρχοντας της Σάμου. ΝΕ τυραννώ «βασανίζω». [παράγ. λ. τύραννος + παρ. επίθ. -εύω]. τύραννος, τυράννου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. απόλυτος άρχοντας, απόλυτος μονάρχης (του οποίου η εξουσία δε στηριζόταν σε κληρονομικό δικαίωμα ούτε περιοριζόταν από σύνταγμα ή νομοθεσία). 2. με αρνητ. σημ. τυραννικός άρχοντας, τύραννος.
ΝΕ τύραννος (με τη σημ. 2). [μικρασ. δάν. όπως και τα ἄναξ, βασιλεύς]. |