Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ι Λ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

K

K, κ, κάππα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμϐολο: κ´ = 20, αλλά ͵κ = 20.000.

καθαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handαἱρέω -ῶ

1. κατεβάζω: ὁ κῆρυξ τὸ σημεῖον καθεῖλεν = ο κήρυκας κατέβασε τη σημαία.

2. καταστρέφω, εξαλείφω: τὸ λῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης = εξάλειψε τους πειρατές από τη θάλασσα.

3. κατεδαφίζω: καθαιρῶ τι τῶν τειχῶν = κατεδαφίζω μέρος από τα τείχη.

4. ακυρώνω: καθαιρῶ τὸ Μεγαρέων ψήφισμα = ακυρώνω το ψήφισμα των Μεγαρέων.

familyπαράγ. καθαίρεσις, καθαιρετέος.

ΝΕ καθαιρώ «παύω από ένα αξίωμα».

[σύνθ. λ. κατά + αἱρέω -ῶ].

καθαίρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκάθαιρον
Μέλλ. καθαρῶ
Αόρ. ἐκάθηρα & ἐκάθαρα
Μέσ. μέλλ. καθαροῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐκαθηράμην
Παθ. αόρ. ἐκαθάρθην
Παθ. παρακ. κεκάθαρμαι

1. καθαρίζω: τραπέζας ὕδατι καθαίρω = καθαρίζω τα τραπέζια με νερό.

2. με θρησκευτική σημ. εξαγνίζω: καθαίρω τινὰ φόνου = εξαγνίζω κάποιον από το φόνο.

3. μέσ. φωνή καθαίρομαι εξαγνίζω τον εαυτό μου: οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι = όσοι εξάγνισαν με τη φιλοσοφία τον εαυτό τους.

familyπαράγ. κάθαρσις, καθαρίζω, σύνθ. ἀκάθαρτος.

[παράγ. λ. καθαρ-ός + -jω > *καθάρ-jω > καθαίρω].

καθάπερ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

όπως ακριβώς: Ἀργείων ξύμμαχοι ἐγένοντο καθάπερ προείρητο = έγιναν σύμμαχοι με τους Αργείους, όπως ακριβώς είχε προκαθοριστεί.

[σύνθ. λ. κατά + ἅπερ].

καθαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός καθαρώτερος
Υπερθετικός καθαρώτατος

1. καθαρός.

2. για χώρο κενός, μη κατειλημμένος από οποιοδήποτε αντικείμενο, ελεύθερος, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να κινηθεί χωρίς εμπόδια: ἐν καθαρῷ = σε ελεύθερο χώρο.

3. με ηθική σημ. αγνός, απαλλαγμένος από κάθε ενοχή ή μίασμα: καθαρὸν παρέχω τινὰ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν = καθιστώ κάποιον αγνό και στο σώμα και στην ψυχή, τον εξαγνίζω και στο σώμα και στην ψυχή. μιαρός, ἐναγής.

familyπαράγ. καθάριος, καθαίρω, καθαρμός.

ΝΕ καθαρός (με τις σημ. 1,3).

[αβέβ. ετυμ., πιθ. συγγεν. με λατ. castus].

καθέζομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκαθεζόμην
Μέλλ. καθεδοῦμαι

1. κάθομαι: ἐπὶ τῶν βάθρων οἱ πρυτάνεις καθέζονται = οι πρυτάνεις κάθονται στις έδρες.

2. στρατοπεδεύω: ὡς ἐκαθέζοντο, προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι = μόλις στρατοπεύδευσαν, ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν επιθέσεις στο τείχος.

3. κάθομαι ως ικέτης: πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκέται καθέζονται = κάθονται ως ικέτες στους ναούς.

[σύνθ. λ. κατά + ἕζομαι].

καθείργνυμι ΡΗΜΑ

Παρατ. καθείργνυν
Αόρ. καθεῖρξα
Για τους άλλους χρόνους handεἵργω

κλείνω κάποιον/κάτι μέσα σε κάτι, φυλακίζω: ἣν δ’ ἂν ἐπιστήμην κτησάμενος καθείρξῃ εἰς τὸν περίβολον... = όποια γνώση αποκτήσει και την κλείσει μέσα στο κλουβί... = ἐγκλείω. ἐλευθερόω.

familyπαράγ. κάθειρξις.

ΝΕ το παράγ. κάθειρξη «εγκλεισμός σε φυλακή».

[σύνθ. λ. κατά + εἵργνυμι].

καθεύδω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκάθευδον & καθηῦδον
Για τους άλλους χρόνους handεὕδω

1. κοιμάμαι: οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν οὔτε καθ’ ἡμέραν = δεν μπορεί να κοιμηθεί ούτε τη νύκτα ούτε στη διάρκεια της ημέρας. ἐγρήγορα «είμαι ξύπνιος».

2. μεταφορικά μένω αδρανής, άπρακτος, κοιμάμαι: ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι ἡμῖν καθεύδειν ἀλλὰ βουλεύεσθαι ὅ τι χρὴ ποιεῖν ἐκ τούτων = νομίζω ότι δεν είναι ώρα να κοιμόμαστε αλλά να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε έπειτα από αυτά.

ΝΕ καθεύδω (λόγ., με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + εὕδω].

καθήκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἥκω

1. φτάνω: ἡ Θυρεᾶτις γῆ μεθορία τῆς Ἀργείας καὶ τῆς Λακωνικῆς ἐστιν, ἐπὶ θάλασσαν καθήκουσα = η περιοχή της Θυρέας βρίσκεται στα σύνορα της Αργολίδας και της Λακωνικής και φτάνει μέχρι τη θάλασσα.

2. α. ως απρόσωπο καθήκει μοι/σοι κτλ. είναι καθήκον μου/σου κτλ: στρατηγὸς πάντων ἀπεδείχθη οἷς καθήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἁθροίζεσθαι = αναδείχθηκε στρατηγός όλων των στρατευμάτων που είναι καθήκον τους να συγκεντρώνονται στην πεδιάδα του Καστωλού. β. συχνά στη μτχ. τὸ καθῆκον καθήκον, χρέος.

ΝΕ καθήκον (με τη σημ. 2β).

[σύνθ. λ. κατά + ἥκω].

κάθημαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκαθήμην
αλλά και χωρίς αύξηση,

καθῆ(σ)το, καθῆσθε, καθῆντο
Μέλλ. καθεδοῦμαι

1. κάθομαι: καθῆστο ἐπί τινος προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ’ ένα σκαμνί με μαξιλάρι.

2. ιδίως για τα μέλη δικαστηρίου, βουλής, συνέλευσης συνεδριάζω: βουλῆς περὶ τούτων καθημένης = όταν η βουλή συνεδρίαζε για αυτά…

3. αδρανώ, μένω άπρακτος: οὐδὲν ποιοῦντες ἐνθάδε καθήμεθα, μέλλοντες ἀεί = καθόμαστε εδώ με τα χέρια σταυρωμένα χωρίς να κάνουμε τίποτε, δείχνοντας διαρκώς αναβλητικότητα. = καθεύδω (μεταφ.).

ΝΕ κάθομαι (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + ἧμαι].

καθίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκάθιζον
Μέλλ. καθιῶ
Αόρ. ἐκάθισα & καθῖσα
Μέσ. μέλλ. καθιζήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκαθισάμην

1. βάζω κάποιον να καθίσει: καθίζω τινὰ εἰς τὸν θρόνον.

2. τοποθετώ κάποιον: καθ’ ἡσυχίαν καθῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον = με την ησυχία τους τοποθέτησαν το στράτευμα σε κατάλληλη θέση.

3. για δικαστήριο, συνέλευση κτλ. συγκαλώ: ἐφ’ ἑκάστῳ τούτων δικαστήριον ἡμῖν ἡ πόλις καθιεῖ = για το καθένα από αυτά η πόλη θα συγκαλεί δικαστήριο για χάρη μας.

4. ενεργ. αμετάβατο ή στη μέση φωνή καθίζω & καθίζομαι κάθομαι: σκόπει ὅπου καθιζησόμεθα = κοίταξε πού θα καθίσουμε.

familyπαράγ. κάθισμα.

ΝΕ καθίζω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + ἵζω].

καθίστημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἵστημι

Α. στους χρόνους της ενεργ. φωνής που έχουν μεταβ. σημ.

1. στήνω κάτι, φέρνω κάτι σε ένα μέρος και το τοποθετώ εκεί: εἰς τὸ φανερόν σε κατέστησαν, ἐπεί γε βασιλέα σε ἐποίησαν πολλῆς χώρας = σε έφεραν στο προσκήνιο, μια και σε έκαναν βασιλιά μεγάλης χώρας.

2. φέρνω, οδηγώ, κάποιον σε έναν τόπο: οἱ Περραιβοὶ κατέστησαν αὐτὸν ἐς Δῖον = Οι Περραιβοί τον οδήγησαν ως το Δίο.

3. παρατάσσω: κατέστησεν ἀντίαν τὴν φάλαγγα = παρέταξε τη φάλαγγα απέναντί τους.

4. διορίζω, ορίζω, καθιερώνω (για αγώνες, διαγωνισμούς), εγκαθιδρύω (για πολίτευμα), θεσπίζω (για νόμους): καθίστημι ἐπὶ τὰς ἀρχὰς τοὺς ἱκανωτάτους τῶν πολιτῶν = διορίζω στα αξιώματα τους πιο ικανούς πολίτες. πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καταστησάντων = πολλές φορές απόρησα με όσους καθιέρωσαν τους αθλητικούς διαγωνισμούς. ὀλιγαρχίαν καθίστημι = εγκαθιδρύω ολιγαρχικό πολίτευμα.

5. φέρνω, οδηγώ, κάποιον σε μιαν ορισμένη κατάσταση: ταῦτα πράξας πάντας ἡμᾶς εἰς ἀσφάλειαν καταστήσεις = αν τα κάνεις αυτά, θα οδηγήσεις όλους μας σε κατάσταση ασφάλειας.

6. αποδίδω σε κάποιον ορισμένη ιδιότητα, τον καθιστώ, τον κάνω, να έχει κάτι: τοῦ Ἡρακλέους τὸν βίον ἐπίπονον κατέστησεν Ζεύς = ο Δίας κατέστησε τη ζωή του Ηρακλή κοπιαστική.

Β. στη μέση και παθ. φωνή καθίσταμαι, στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. φωνής (αόρ. β΄ κατέστην, παρακ. καθέστηκα, υπερσ., καθεστήκειν) και επίσης κάποτε στον αόρ. α΄ της ενεργ.κατέστησα

1. εγκαθίσταμαι: καταστάντες ἐς Ῥήγιον τὸν πόλεμον ἐποιοῦντο μετὰ τῶν ξυμμάχων = αφού εγκαταστάθηκαν στο Ρήγιο άρχισαν, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, τον πόλεμο.

2. παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου: καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε τοιάδε = αφού παρουσιάστηκε μπροστά στο λαό έλεγε περίπου τα ακόλουθα.

3. διορίζομαι.

4. καθεστηκυῖα ἡλικία η μέση ηλικία της ζωής ενός ανθρώπου, η ώριμη ηλικία.

5. περιέρχομαι σε μιαν ορισμένη κατάσταση, γίνομαι, είμαι: εἰς ἔχθραν βασιλεῖ καταστάς = όταν περιήλθε σε κατάσταση εχθρότητας με το μεγάλο βασιλιά.

familyπαράγ. κατάστασις, καταστάτης, κατάστημα.

ΝΕ καθιστώ (με τη σημ. Α6).

[σύνθ. λ. κατά + ἵστημι].

καὶ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

A.

1. για τη σύνδεση λέξεων και προτάσεων και: ἄρκτοι τε καὶ λέοντες = αρκούδες και λιοντάρια.

2. καὶ ταῦτα και μάλιστα: ἀδικεῖς ὅτι ἄνδρα ἡμῖν τὸν σπουδαιότατον διαφθείρεις γελᾶν ἀναπείθων, καὶ ταῦτα οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι = διαπράττεις αδίκημα, επειδή διαφθείρεις τον πιο σοβαρό άνθρωπό μας πείθοντάς τον να γελά, και μάλιστα αυτόν που είναι τόσο αντίθετος με το γέλιο.

3. στην αρχή της πρότασης για την έκφραση έκκλησης ή παράκλησης εμπρός, για...: καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους; = για λέγε μου, τι ισχυρίζεται ότι κάνεις εσύ και διαφθείρεις τους νέους;

4. στην αρχή μιας ερώτησης για την έκφραση αντίρρησης ή έκπληξης καὶ τίς ἂν εὖ φρονῶν, ὦ ἄνδρες, τοιαῦτα περὶ τῶν αὑτοῦ βουλεύσαιτο; = και ποιος συνετός άνθρωπος, κύριοι, μπορεί να σκεφθεί τέτοια πράγματα για την περιουσία του;

5. ύστερα από λέξεις που δηλώνουν ταυτότητα, ομοιότητα ή ισότητα σαν, όπως: ὅ τε γνοὺς καὶ μὴ σαφῶς διδάξας ἐν ἴσῳ καὶ εἰ μὴ ἐνεθυμήθη = όποιος ξέρει (τι πρέπει να γίνει) και δεν το εξηγεί στους άλλους πειστικά είναι όμοιος με εκείνον που δεν έχει τίποτε στο νου του.

6. καί... καί... και... και..., όχι μόνον... αλλά και.

Β. ο καὶ μπορεί να αναφέρεται σε μία μόνο λέξη ή πρόταση

1. και, επίσης: καὶ αὐτοί = και αυτοί, και αυτοί επίσης. καλόν ἐστί, εἴπερ τι καὶ ἄλλο = αυτό είναι καλό περισσότερο από κάθε άλλο (πιο πιστά: αυτό είναι καλό, αν κάτι είναι καλό).

2. (ακόμα) και: θεὸς καὶ ἀμείνονας ἵππους δωρήσαιτο ἄν = ο θεός μπορεί να μας χαρίσει και καλύτερα άλογα.

3. οι φράσεις καὶ εἰ και εἰ καί, αν και μεταφράζονται με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ακόμη και αν, εντούτοις χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές περιπτώσεις: το καὶ εἰ για να δηλώσει υπόθεση που παρουσιάζεται ως κάτι που είναι τελείως απίθανο να εκπληρωθεί, ενώ το εἰ καὶ για να δηλώσει υπόθεση που ακόμη και αν εκπληρωθεί είναι πολύ μικρής σημασίας.

[*κασί (πβ. κυπρ. κὰς «και») > καί].

καινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός καινότερος
Υπερθετικός καινότατος

1. καινούριος: λέγεταί τι καινόν; = λέγεται κάτι καινούριο; (υπάρχει κανένα νέο;) ἐκ καινῆς (ενν. ἀρχῆς) = εκ νέου, ξανά. = νέος. ἀρχαῖος, παλαιός.

2. πρωτοφανής, πρωτόγνωρος, πρωτάκουστος, (με την έννοια:) παράδοξος: καινὰ ὀνόματα = πρωτάκουστες ονομασίες.

familyπαράγ. καινίζω, καινότης, καινόω.

ΝΕ καινούριος (με τη σημ. 1).

[*καν-j-ος > καινός, πβ. αρχ. ινδ. kanyā «νεαρή κόρη»].

καίπερ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

συνήθως με μετοχή αν και: καίπερ χαλεπὸν ὂν εὔπορον ἔσται τοῖς πολεμίοις τὸ χωρίον μηδενὸς κωλύοντος = αν και ο τόπος είναι δύσκολος, θα γίνει ευπρόσιτος για τους εχθρούς μας, αν κανείς δεν τους σταθεί εμπόδιο.

[σύνθ. λ. καί + βεβαιωτ. περ].

καιρός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. για χρόνο κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: καιρὸν παρίημι = αφήνω την ευκαιρία να περάσει. κάλλιστον καιρὸν εἴληφα = έχω βρει ωραιότατη ευκαιρία.

2. στον πληθ. οἱ καιροὶ αλλά και ενικό ὁ καιρὸς οι περιστάσεις και με κακή συνήθως σημ., οι κρίσιμες περιστάσεις, η κρίση: ἐν τοιούτῳ καιρῷ ἐσμεν = βρισκόμαστε σε τέτοια κρίση.

familyπαράγ. καίριος, σύνθ. καιροφυλακτέω.

ΝΕ καιρός (με τη σημ. 1, αλλά κυρίως «οι καιρικές συνθήκες»).

[*κFαρ-j-ός (συγγεν. με κύω «κυοφορώ», συγκυρία) > καιρός].

καίτοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. και πράγματι, και βέβαια.

2. για να δηλώσει ένσταση που εισάγει ο ομιλητής και όμως: καίτοι μελλούσης στρατείας ἐπὶ τοὺς βαρβάρους ἔσεσθαι τίνας χρὴ τὴν ἡγεμονίαν ἔχειν; = και όμως, αν πρόκειται να γίνει εκστρατεία κατά των βαρβάρων, ποιος πρέπει να αναλάβει την αρχηγία;

3. με τη συνοδεία μετοχής αν και: καίτοι ἀσθενῶν ταχύς = γρήγορος, αν και ήταν άρρωστος. = καίπερ.

[καί + βεβαιωτ. τοι].

καίω hand κάω.

κακία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ανικανότητα, αδεξιότητα, ελαττωματικότητα, ατέλεια (σε ποιότητα): κακία ἡνιόχων = η ανικανότητα των ηνιόχων. = ἀρετὴ «ικανότητα, επιδεξιότητα, τελειότητα».

2. δειλία: οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι προσεγένετο = η ήττα μας δεν προκλήθηκε από δική μας δειλία. = ἀνανδρία.

3. με ηθική σημ. κακία. ἀρετὴ «ηθική αρετή».

4. κακή φήμη: κακίαν ἀντιλαμβάνω = αποκτώ κακή φήμη.

ΝΕ κακία (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. κακ-ός + παρ. επίθ. -ία].

κακοήθης, -ης, κακόηθες ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κακοηθέστερος
Υπερθετικός κακοηθέστατος

1. αυτός που έχει κακό ήθος, κακεντρεχής, μοχθηρός.

2. ως ουσιαστικό τὸ κακόηθες κακία, κακοήθεια.

familyπαράγ. κακοήθεια.

ΝΕ κακοήθης (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κακός + ἦθος + -ης].

κακόνους, -ους, -ουν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κακονούστερος
Υπερθετικός κακονούστατος

εχθρικός: τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι = θα είμαι εχθρικός απέναντι στους δημοκρατικούς. εὔνους.

familyπαράγ. κακονοέω, κακόνοια.

[σύνθ. λ. κακός + *νο- (νοέω) + -ος > κακόνοος > συνηρημ. κακόνους].

κακοπραγέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. τα πάω άσχημα, αποτυγχάνω σε ένα εγχείρημα: ἀήθεια τοῦ κακοπραγεῖν = το να είναι κανείς ασυνήθιστος στο να αποτυγχάνει στα εγχειρήματά του.

2. δυστυχώ, είμαι σε κακά χάλια: οἱ κακοπραγοῦντες = όσοι δυστυχούν.

familyπαράγ. κακοπραγία «αποτυχία».

[παράγ. λ. της σύνθ. λ. κακοπραγ-ής + -έω].

κακός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κακίων & χείρων & ἥσσων
Υπερθετικός κάκιστος & χείριστος & ἥκιστος

1. δειλός: οὐδενὶ ἐπιτρέπω κακῷ εἶναι = δεν επιτρέπω σε κανέναν να είναι δειλός.

2. αυτός που δεν κατέχει την τέχνη του καλά, αδέξιος: κακὸς ἰατρός = κακός γιατρός.

3. με ηθική σημ. κακός: ὦ κακῶν κάκιστε = εσύ, ο πιο άθλιος από τους αθλίους.

familyπαράγ. κακίζω, κακότης, σύνθ. ἄκακος.

ΝΕ κακός (με τις σημ. 2, 3).

[αβέβ. ετυμ.].

κακοῦργος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κακουργότερος
Υπερθετικός κακουργότατος

1. φαύλος, μοχθηρός, απατηλός: κακουργότατος λόγος = το πιο παραπλανητικό επιχείρημα.

2. ως ουσ. κακοῦργος, ὁ α. εγκληματίας, κακοποιός, ένοχος κακουργήματος (κατά το νόμο). β. ως τεχνικός όρος κλέπτης, ληστής.

3. αυτός που προξενεί κακό / βλάβη σε κάποιον ή κάτι, επιβλαβής, βλαβερός: κακοῦργοι ἐπιθυμίαι = επιθυμίες βλαβερές.

familyπαράγ. κακουργέω, κακούργημα, κακουργία.

ΝΕ κακούργος (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κακός + ἐργ- (< ἐργ-άζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -ός, *κακοFεργός].

κακόω -ῶ ΡΗΜΑ

1. για πρόσωπα κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, κάποιον: κακῶ τοὺς Ἀθηναίους.

  • παθ. φωνή κακοῦμαι τυγχάνω κακομεταχείρισης, υποφέρω, είμαι σε κακά χάλια: ἐκακοῦτο ὑπὸ τῆς πορείας = υπέφερε από την πεζοπορία.

2. για πράγματα βλάπτω, φθείρω, ταλαιπωρώ, εξασθενίζω κάτι: κακῶ τὸ ναυτικόν = εξασθενίζω το ναυτικό.

familyπαράγ. κάκωσις.

[σύνθ. λ. κακός + παρ. επίθ. -όω].

κάκωσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κακομεταχείριση, κακοποίηση: ἡ τοῦ ἡγεμόνος κάκωσις.

2. ταλαιπωρία, βάσανα: τῶν πληρωμάτων κάκωσις = οι ταλαιπωρίες των πληρωμάτων.

ΝΕ κάκωση «ελαφρό σωματικό τραύμα».

[παράγ. λ. κακόω + παρ. επίθ. -σις].

καλέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκάλουν
Μέλλ. καλῶ (-εῖς, -εῖ κτλ.)
Αόρ. ἐκάλεσα
Παρακ. κέκληκα
Υπερσ. ἐκεκλήκειν
Μέσ. μέλλ. καλοῦμαι (-εῖ, -εῖται κτλ.)
Παθ. μέλλ. κληθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκαλεσάμην
Παθ. αόρ. ἐκλήθην
Παθ. παρακ. κέκλημαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκλήμην

1. καλώ, φωνάζω κάποιον.

2. προσκαλώ κάποιον: καλοῦμαι πρός τινα = προσκαλούμαι στο σπίτι κάποιου.

3. ως δικανικός όρος, για το δικαστή καλώ κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου.

4. στη μέση φωνή χρησιμοποιείται για τον ενάγοντα, δηλ. τον κατήγορο καλοῦμαί τινα ενάγω κάποιον, τον σύρω στο δικαστήριο.

5. ονομάζω.

familyπαράγ. κλητήρ, κλῆσις, σύνθ. ἄκλητος, αὐτόκλητος.

ΝΕ καλώ (με τις σημ. 1, 2, 3).

[μαρτυρείται ως καλFός + παρ. επίθ. -έω, αβέβ. ετυμ.].

κάλλος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ομορφιά του σώματος αλλά και ευρύτερα: τῶν ἔργων τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος = η σπουδαιότητα και η ομορφιά των έργων. αἶσχος «ασχήμια».

ΝΕ κάλλος.

[*κάλλ- (< καλός) + -ος].

καλλωπίζω ΡΗΜΑ

1. ομορφαίνω (πρόσωπο ή πράγμα), καλλωπίζω.

2. μεταφορικά, στη μέση φωνή καλλωπίζομαι α. καυχιέμαι, περηφανεύομαι: καλλωπίζομαί τινι = περηφανεύομαι για κάτι. β. κάνω νάζια, προσποιούμαι ότι δε θέλω, υποδύομαι το μετριόφρονα: παῦσαι πρός με καλλωπιζόμενος = σταμάτα να μου κάνεις νάζια.

ΝΕ καλλωπίζω (με τη σημ. 1).

familyπαράγ. καλλώπισμα, καλλωπισμός, καλλωπιστής.

[παράγ. λ. της σύνθ. λ. *καλλ(ι)ωψ (< καλός + ὤψ, ὠπός) + παρ. επίθ. -ίζω].

καλοκἀγαθία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το ήθος και η συμπεριφορά ενός καλοῦ κἀγαθοῦ, αρετή, ευγένεια.

[παράγ. λ. της σύνθ. λ. *καλοκάγαθος (< καλὸς κἀγαθός) + παρ. επίθ. -ία].

καλοκἄγαθος ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ / ΕΠΙΘΕΤΟ

γράφεται και με δύο λέξεις καλὸς κἀγαθὸς

1. για πρόσωπα έγκριτος, εξαίρετος, αυτός που έχει εγνωσμένη αξία και κύρος.

2. αποδίδεται επίσης σε ιδιότητες, πράξεις κτλ. πραγματικά καλός: κινδυνεύει ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι = φαίνεται ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από εμάς γνωρίζει κάτι πραγματικά καλό.

3. για πράγματα θαυμάσιος, λαμπρός.

ΝΕ καλοκάγαθος «καλοσυνάτος».

[σύνθ. λ. < καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός)].

καλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός καλλίων
Υπερθετικός κάλλιστος

1. όμορφος, ωραίος: εἶδος κάλλιστος = ωραιότατος στην εμφάνιση.

2. όσον αφορά τη χρήση καλός, καλής ποιότητας: καλὸν ἀργύριον/στρατόπεδον .

3. για θυσίες καλός, αίσιος, ευοίωνος, ευνοϊκός: τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν = οι θυσίες ήταν ευνοϊκές.

4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλὸν ηθικό κάλλος, αρετή.

5. επίρρημα καλῶς α. καλά, ορθά, σωστά, δίκαια: σὺ κάλλιον λέγεις = εσύ μιλάς πιο σωστά. β. για καλή τύχη καλά, κατά τρόπον που η τύχη ευνοεί, καλότυχα: καλῶς ἔχει + απαρέμφ. = είναι καλό να...

ΝΕ καλός (με τις σημ. 2, 4). Την κύρια σημ. του νεοελληνικού καλός οι αρχαίοι την εξέφραζαν με το ἀγαθός.

[αβέβ. ετυμ., ίσως ένας συγκρ. *κάλλον (< *καλjον) θεωρήθηκε ως θετικός βαθμός, από όπου νέος συγκρ. *καλλ-jον > κάλλιον].

κάμνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκαμνον
Μέλλ. καμοῦμαι
Αόρ. ἔκαμον
Παρακ. κέκμηκα
Υπερσ. ἐκεκμήκειν

1. αμετάβ. κουράζομαι: μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐεργετῶν = μην κουραστείς να ευεργετείς φίλο σου.

2. είμαι άρρωστος, αρρωσταίνω, υποφέρω: ἔκαμνον καὶ οὐδ’ ἀνιστάμην ἐκ τῆς κλίνης = ήμουν άρρωστος και ούτε σηκωνόμουν από το κρεβάτι.

familyπαράγ. κάματος, σύνθ. ἀκάματος.

ΝΕ κάνω «πράττω, δημιουργώ».

[*καμ- (πβ. κμη-τός) + παρ. επίθ. -νω > κάμνω].

κάμπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκαμπτον
Μέλλ. κάμψω
Αόρ. ἔκαμψα
Παθ. μέλλ. καμφθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκάμφθην
Παθ. παρακ. κέκαμμαι

1. λυγίζω: γόνυ κάμπτω = λυγίζω το γόνατό μου.

2. μεταφορικά, στην παθ. φωνή κάμπτομαι λυγίζω, κάμπτομαι, παύω να προβάλλω αντίσταση: ἐπειδή σου ἀκούω ταῦτα λέγοντος, κάμπτομαι καὶ οἶμαί τί σε λέγειν = επειδή σε ακούω να τα λες αυτά, λυγίζω και νομίζω πως λες κάτι σημαντικό.

familyπαράγ. καμπή, κάμψις, καμπύλος, σύνθ. ἀνακάμπτω.

ΝΕ κάμπτω, κάμπτομαι.

[*κάμπ- + παρ. επίθ. -τ-ω].

κἄν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. τὸ κἂν είναι το καὶ ἂν με κράση. Το καὶ μπορεί να είναι συμπλεκτικό αλλά συχνότερα είναι επιτατικό («ακόμη και»). Το ἂν είναι το δυνητικό μόριο τούτων κἂν ἅψαιο κἂν ἴδοις = αυτά μπορείς και να τα αγγίξεις και να τα δεις (συμπλεκτικό καί). κἂν σύ, εἴ τίς σε διδάξειεν, βελτίων ἂν γένοιο = ακόμα και συ, εάν κάποιος σε διδάξει, μπορείς να γίνεις καλύτερος (επιτατικό καί).

  • στη φράση κἂν εἰ ακόμη και αν: κἂν εἰ πολλαί αἱ ἀρεταί εἰσι, ἕν γέ τι εἶδος ταὐτὸν ἅπασαι ἔχουσιν = ακόμη και αν υπάρχουν πολλές αρετές, έχουν όλες ασφαλώς μία και την ίδια μορφή.

2. το κἂν είναι πάλι το καὶ ἂν με κράση, όμως εδώ το ἂν είναι το υποθετικό ἐὰν και έτσι αυτό το κἂν εκφέρεται με τις εγκλίσεις του ἐὰν ακόμη και αν: κἂν πάνυ καλὸς ᾖ καὶ πλούσιος καὶ τῶν γενναίων = ακόμη και αν είναι πολύ ωραίος και πλούσιος και από αριστοκρατική γενιά... (δε δέχονται να τον ακούσουν)

  • κἄν... κἄν... είτε... είτε...: κἂν μεγάλην πόλιν οἰκῶσι κἂν μικράν... = είτε σε μεγάλη πόλη κατοικούν είτε σε μικρή...

ΝΕ καν (λ.χ. ούτε καν ήρθε).

[σύνθ. λ. καί + ἄν].

κάπηλος, -πήλου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λιανέμπορος, μικρέμπορος. ἔμπορος «ο έμπορος που ταξιδεύει και εισάγει προϊόντα μόνος του».

familyπαράγ. καπηλεῖον, καπηλεύω, καπηλικός.

ΝΕ κάπηλος «που εμπορεύεται, πουλά» (ιδίως σε σύνθετα, λ.χ. πατριδοκάπηλος).

[αβέβ. ετυμ.].

καρκίνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καβούρι.

[*καρκ- (πβ. κάρκ-αρος «σκληρός», λατ. cancer) + παρ. επίθ. -ίνος].

καρπός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. συνήθως για τους καρπούς της γης, τα σιτηρά καρπός: ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν = ήταν απασχολημένοι με τη συγκομιδή των σιτηρών.

2. για ενέργειες καρπός, αποτέλεσμα, κέρδος.

familyπαράγ. καρπίζω, κάρπιμος, καρπόω, σύνθ. ἄκαρπος.

ΝΕ καρπός (και με τις δύο σημ.).

[*καρπ- + -ός, πβ. αρχ. άνω γερμ. herbist «φθινόπωρο», λατ. carpo].

καρτερέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκαρτέρουν
Μέλλ. καρτερήσω
Αόρ. ἐκαρτέρησα
Παθ. παρακ. κεκαρτέρημαι

1. δείχνω καρτερία, εγκαρτέρηση, σταθερότητα.

2. με αιτ. πράγματος υπομένω κάτι καρτερικά: τὸν τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκον μόλις ἂν οἱ δοῦλοι καρτερήσειαν = την αλαζονεία των υπεροπτικών ανθρώπων μόλις και μετά βίας μπορούν να την υπομείνουν ακόμη και ο δούλοι.

familyπαράγ. καρτέρησις, καρτερία.

[παράγ. λ. καρτερός + παρ. επίθ. -έω].

κατὰ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική

1. δηλώνει κίνηση που αρχίζει από πάνω και κατευθύνεται προς τα κάτω κάτω από κτλ: κατὰ τῶν πετρῶν ὠθῶ τινα = ρίχνω κάποιον κάτω από τους βράχους. κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνω = κατεβαίνω τη σκάλα.

2. δηλώνει κίνηση που κατευθύνεται προς τα κάτω και καταλήγει να σημαίνει επάνω σε κάτι: μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέω = χύνω μύρο επάνω στο κεφάλι κάποιου.

3. δηλώνει κίνηση που κατευθύνεται προς τα κάτω και καταλήγει στο εσωτερικό ενός χώρου μέσα σε: ὁ ποταμὸς ἐμπεσὼν ἐνταῦθα, δὺς κατὰ τῆς γῆς, χωρεῖ ἐναντίος τῷ Πυριφλεγέθοντι = ο ποταμός, αφού πέσει από ψηλά εδώ και αφού εισδύσει μέσα στη γη, ρέει αντίθετα με τον Πυριφλεγέθοντα.

3. για όρκο ὄμνυμι κατά τινος = ορκίζομαι στο όνομα κάποιου.

4. με εχθρική σημ. εναντίον κάποιου: ὁ κατὰ Περσῶν πόλεμος = ο πόλεμος εναντίον των Περσών.

5. όσον αφορά κάτι, σε σχέση με κάτι: μὴ κατὰ τῶν ἀνθρώπων μόνον σκόπει τοῦτο ἀλλὰ καὶ κατὰ ζῴων πάντων καὶ φυτῶν = μην εξετάζεις αυτό το θέμα μόνο σε σχέση με τους ανθρώπους αλλά και σε σχέση με όλα τα ζώα και τα φυτά.

Β. με αιτιατική

1. με ή χωρίς την έννοια της κίνησης σε όλη την έκταση: αἱ σκηναὶ αἱ κατὰ τὴν ἀγοράν = οι σκηνές σε όλη την έκταση της αγοράς.

2. απέναντι: κεῖται ἡ Κεφαλληνία κατὰ Ἀκαρνανίαν καὶ Λευκάδα = η Κεφαλλονιά βρίσκεται απέναντι από την Ακαρνανία και τη Λευκάδα.

3. για να εκφραστεί επιμερισμός, διανομή ή το κριτήριο του επιμερισμού κατά: ἐσκήνουν κατὰ τάξεις = κατασκήνωναν κατά τάγματα.

4. για δήλωση κατεύθυνσης προς ένα αντικείμενο ή ένα σκοπό κατὰ θέαν ἥκω = έχω έλθει για να δω.

5. για δήλωση συμφωνίας σύμφωνα με κάτι: κατὰ τὰ παρηγγελμένα = σύμφωνα με όσα είχαν διαταχθεί. κατὰ Πίνδαρον = σύμφωνα με τον Πίνδαρο. εξαιτίας κάποιου πράγματος: οὐ κατὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν τὸ ἡσσᾶσθαι προσεγένετο = η ήττα μας δεν προκλήθηκε εξαιτίας δικής μας δειλίας.

6. σε σχέση με κάτι, ως προς κάτι: τὰ κατὰ τὸν πόλεμον = όσα έχουν σχέση με τον πόλεμο. τὸ κατ’ ἐμέ = όσον αφορά εμένα.

7. για χρόνο α. κατά τη διάρκεια: κατὰ τὸν πόλεμον = στη διάρκεια του πολέμου. β. περίπου κατά: ὁ Λυκοῦργος κατὰ τοὺς Ἡρακλείδας λέγεται γενέσθαι = λέγεται ότι ο Λυκούργος έζησε περίπου κατά την εποχή των Ηρακλειδών.

Γ. στη σύνθεση η κατὰ σημαίνει

1. προς τα κάτω, κάτω: καταβαίνω, καταπέμπω.

2. με εχθρική σημ. εναντίον: κατακρίνω.

3. πίσω, πίσω πάλι: κάτειμι = έρχομαι πίσω.

4. συχνά μόνο για να δυναμώσει τη σημ. της απλής λέξης: κατακόπτω.

5. κάποτε για να δώσει μεταβατική σημ. σε ένα ρήμα αμετάβ.: καταθρηνέω.

6. υποδηλώνει φθορά ή ανάλωση: καταλειτουργέω = κατασπαταλώ την περιουσία μου σε handλειτουργίες.

ΝΕ κατά (με τις σημ. Α4, Β1, 3, 5, 6, 7α, 7β).

[ΙΕ *kata, πβ. χετιτ. kata «μαζί, με»].

καταβαίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handβαίνω

1. κατεβαίνω: ἀπὸ τοῦ ἵππου καταβαίνω. κατὰ τῆς κλίμακος καταβαίνω = κατεβαίνω τη σκάλα.

2. μεταβαίνω από το εσωτερικό της χώρας στα παράλια: καταβαίνω εἰς Πειραιᾶ = κατεβαίνω στον Πειραιά (από την Αθήνα). ἀναβαίνω «μεταβαίνω από τα παράλια στο εσωτερικό της χώρας».

3. κατέρχομαι σε ένα χώρο, για να διαγωνιστώ.

4. για ρήτορα κατεβαίνω από το βήμα (και σταματώ να αγορεύω): βούλομαι ὀλίγα ὑμᾶς ἀναμνήσας καταβαίνειν = αφού σας υπενθυμίσω λίγα πράγματα, επιθυμώ να κατέβω από το βήμα.

familyπαράγ. κατάβασις, καταβατέον, καταβάτης.

ΝΕ κατεβαίνω (με τις σημ. 1,2,3).

[σύνθ. λ. κατά + βαίνω].

καταβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handβάλλω

1. ρίχνω κάτω: καταβάλλω τεῖχος, καταβάλλω τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου.

2. φονεύω: καταβάλλω τινὰ πατάξας = φονεύω κάποιον χτυπώντας τον.

3. πληρώνω: καταβάλλω τἀργύριον = πληρώνω τα χρήματα.

familyπαράγ. καταβλητικός, καταβολή.

ΝΕ καταβάλλω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. κατά + βάλλω].

καταβιβάζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handβιβάζω

κατεβάζω: κατεβίβασαν τοὺς Ἀθηναίους εἰς τὰς λιθοτομίας = κατέβασαν τους Αθηναίους στα λατομεία.

ΝΕ κατεβάζω.

[σύνθ. λ. κατά + βιβάζω].

καταγγέλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἀγγέλλω

1. ανακοινώνω, κηρύσσω: πόλεμον καταγγέλλω = κηρύσσω πόλεμο.

2. καταγγέλλω: τινὸς τὴν ἐπιβουλὴν καταγγέλλω = καταγγέλλω τα κακόβουλα σχέδια κάποιου.

familyπαράγ. καταγγελία, καταγγελτός.

ΝΕ καταγγέλλω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + ἀγγέλλω].

καταγελάω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handγελάω -ῶ

γελώ εις βάρος κάποιου, κοροϊδεύω: κατεγέλων ἡμῶν = γελούσαν εις βάρος μας.

familyπαράγ. καταγέλαστος, κατάγελως.

ΝΕ καταγελώ.

[σύνθ. λ. κατά + γελάω].

καταγιγνώσκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handγιγνώσκω

1. διαπιστώνω, παρατηρώ, ανακαλύπτω (κάτι που βλάπτει την υπόληψη κάποιου ή κάτι εν πάση περιπτώσει κακό επάνω του): καὶ τὰ πατρῷα προσαφελέσθαι ζητοῦσιν ἡμᾶς πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν καταγνόντες = ψάχνουν να μας αφαιρέσουν ακόμη και τα πατρώα, επειδή έχουν διαπιστώσει τη μεγάλη μας εγκατάλειψη.

2. με αιτ. του αδικήματος ή της κατηγορίας προσάπτω κάτι ως κατηγορία ενάντια σε κάποιον: καταγιγνώσκω δωροδοκίαν τινός = προσάπτω την κατηγορία της δωροδοκίας σε κάποιον.

3. με αιτ. της ποινής καταδικάζω σε: καταγιγνώσκω τινὸς θάνατον / φυγήν = καταδικάζω κάποιον σε θάνατο / εξορία. = καταψηφίζομαι.

familyπαράγ. κατάγνωσις, καταγνωστέον.

[σύνθ. λ. κατά + γιγνώσκω].

κατάγνυμι & καταγνύω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἄγνυμι

σπάζω, κομματιάζω, συντρίβω: ἔτυχον ἀλλήλων κατάξαντες τὰς κεφαλάς = συνέβη να σπάσουν τα κεφάλια ο ένας του άλλου.

familyπαράγ. κάταγμα.

ΝΕ το παράγ. κάταγμα.

[σύνθ. λ. κατά + ἄγνυμι].

κατάγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἄγω

1. φέρνω σε κάποιον τόπο (συνήθως από ένα ψηλότερο σημείο σε ένα χαμηλότερο), κατεβάζω: κατάγω τὴν ὕλην ἐκ τῶν ὀρῶν εἰς τὸ ἄστυ = φέρνω την ξυλεία από τα βουνά στην πόλη.

2. φέρνω από το εσωτερικό της χώρας προς τα παράλια: κατάγω ἐπὶ θάλατταν τὸ στράτευμα = φέρνω το στράτευμα στη θάλασσα.

3. φέρνω από το ανοικτό πέλαγος στην ξηρά: κατάγω ναῦν = φέρνω ένα πλοίο στο λιμάνι.

4. επαναφέρω, φέρνω πίσω (συνήθως από την εξορία): τοὺς φυγάδας κατάγω = φέρνω πίσω τους εξόριστους.

familyπαράγ. καταγωγή, καταγώγιον.

ΝΕ κατάγω (λ.χ. νίκη), κατάγομαι (λ.χ. από τη Μακεδονία).

[σύνθ. λ. κατά + ἄγω].

καταισχύνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handαἰσχύνω

1. ντροπιάζω: τοὺς προγόνους καταισχύνω = ντροπιάζω τους προγόνους μου.

2. καταισχύνομαι ντρέπομαι κάποιον/κάτι, νιώθω σεβασμό/ντροπή απέναντί του: καταισχυνθέντες τὴν ἀρετὴν αὐτῶν = αισθανόμενοι σεβασμό απέναντι στην αρετή τους.

ΝΕ καταισχύνω (λόγ., με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + αἰσχύνω].

κατακλείω ΡΗΜΑ

στην αρχαία αττική διάλεκτο ο τύπος είναι κατακλῄω

Για τους χρόνους handκλείω

1. αποκλείω, εγκλωβίζω: τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν = απέκλεισε τους Έλληνες στο νησί.

2. μεταφορ. νόμῳ κατακλείω εξασφαλίζω κάτι, δεσμεύω: ἂν νόμῳ κατακλείσητε πᾶσαν τὴν δύναμιν ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν = αν εξασφαλίσετε ότι ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη θα παραμείνει στον πόλεμο.

3. κλείνω κάτι: κατακλείω τὸν δίφρον = κλείνω το άρμα.

familyπαράγ. κατακλείς, ἡ.

[σύνθ. λ. κατά + κλείω].

κατακλίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handκλίνω

1. βάζω κάποιον να καθίσει ή να ανακλιθεί (για να φάει) ή να πλαγιάσει: κατακλίνω τινὰ πρὸς τὸ πῦρ = βάζω κάποιον να καθίσει κοντά στη φωτιά.

2. παθ. φωνή κατακλίνομαι (με αόρ. α΄ κατεκλίθην και αόρ. β΄ κατεκλίνην) κάθομαι, ανακλίνομαι, στο τραπέζι (για φαγητό): σὺ παρ’ Ἐρυξίμαχον κατακλίνου = εσύ κάτσε κοντά στον Ερυξίμαχο.

familyπαράγ. κατάκλισις, κατακλινής.

ΝΕ κατακλίνομαι (λόγ.).

[σύνθ. λ. κατά + κλίνω].

κατακλύζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handκλύζω

1. κάνω κάτι να πλημυρίσει, σκεπάζω κάτι με νερό: τόπος ὑπ’ ὄμβρων κατακλυζόμενος = τόπος που πλημυρίζει από βροχές.

2. μεταφορικά γεμίζω ασφυκτικά κάτι με κάτι άλλο.

ΝΕ κατακλύζω (και με τις δύο σημ.).

[σύνθ. λ. κατά + κλύζω].

κατακρίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handκρίνω

ορίζω κάτι ως καταδίκη εναντίον κάποιου, καταδικάζω: τὸ τελευτῆσαι πάντων ἡ πεπρωμένη κατέκρινεν = η μοίρα όρισε το θάνατο ως καταδίκη των πάντων (η μοίρα καταδίκασε όλους σε θάνατο). ἂν κατακριθῇ μοι (απρόσωπο) = αν οριστεί καταδίκη σε βάρος μου, αν καταδικαστώ. κατακεκριμένος ἀποθνῄσκειν = καταδικασμένος να πεθάνει. = καταγιγνώσκω.

familyπαράγ. κατάκριτος, κατάκρισις.

ΝΕ κατακρίνω.

[σύνθ. λ. κατά + κρίνω].

καταλαμβάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handλαμβάνω

1. κυριεύω, καταλαμβάνω: κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν = κυρίευσε την ακρόπολη.

2. για καταστάσεις καταλαμβάνω, έρχομαι ξαφνικά, βρίσκω: ἀνήκεστόν τι ἡμᾶς κατέλαβεν = μας βρήκε ξαφνικά κάτι ανεπανόρθωτο.

3. συλλαμβάνω με το μυαλό μου, κατανοώ.

4. ανακαλύπτω, βρίσκω, πετυχαίνω, πιάνωκάποιον/κάτι, τον/το βρίσκω σε συγκεκριμένη κατάσταση: καταλαμβάνω ἀνεῳγμένην τὴν θύραν = πετυχαίνω την πόρτα ανοικτή.

familyπαράγ. καταληπτός, κατάληψις.

ΝΕ καταλαμβάνω (με τις σημ. 1, 2, 3) & καταλαβαίνω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. κατά + λαμβάνω].

καταλέγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handλέγω (Β)

1. λέω κάτι αναλυτικά και κατά σειρά: ἀπὸ Σόλωνος τοὺς ἄρχοντας καταλέγω = λέω αναλυτικά όλους τους άρχοντες αρχίζοντας από το Σόλωνα.

2. συγκαταλέγω, εγγράφω κάποιον σε κατάλογο: καταλέγω τινὰ εἰς τοὺς ὁπλίτας = κατατάσσω κάποιον στην τάξη των οπλιτών.

familyπαράγ. καταλεκτέος, καταλογάδην, καταλογεύς, κατάλογος, σύνθ. συγκαταλέγω.

ΝΕ το σύνθ. συγκαταλέγω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + λέγω].

καταλείπω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handλείπω

1. καταλείπω & στη μέση φωνή καταλείπομαι αφήνω πίσω μου: καταλείπομαι παῖδας = αφήνω πίσω μου παιδιά.

2. κληροδοτώ: καταλείπω δόκησιν ἰσχύος καὶ ξυνέσεως ἐς τὸ ἔπειτα = κληροδοτώ στις κατοπινές γενιές τη φήμη της δύναμης και της σύνεσής μου.

3. εγκαταλείπω: οἰκίας τε καὶ ἱερὰ καταλείπουσιν = εγκαταλείπουν τα σπίτια και τα ιερά τους.

familyπαράγ. κατάλειψις. σύνθ. ἐγκαταλείπω.

ΝΕ σύνθ. εγκαταλείπω (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. κατά + λείπω].

καταλύω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handλύω

1. καταλύω, καταστρέφω, ανατρέπω, ακυρώνω: καταλύω τὸν δῆμον = ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα. οἱ Ἀθηναίων τύραννοι κατελύθησαν = οι τύραννοι των Αθηνών ανατράπηκαν. καταλύω νόμους.

2. τερματίζω κάτι: τὸν λόγον καταλύω = τερματίζω την ομιλία μου. καταλύω τὸν πόλεμον.

3. φιλοξενούμαι, μένω, διαμένω: παρ’ ἐμοὶ καταλύει = είναι φιλοξενούμενός μου.

familyπαράγ. κατάλυμα, καταλυτός, καταλύσιμος, κατάλυσις, καταλυτής, καταλύτης.

ΝΕ καταλύω (με τις σημ. 1, 3).

[σύνθ. λ. κατά + λύω].

καταναλίσκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἀναλίσκω

1. δαπανώ, ξοδεύω, σπαταλώ: εἰς τὴν στρατείαν ταύτην πλέον ἢ τάλαντα πεντακισχίλια καὶ μύρια κατηνάλωσεν = στην εκστρατεία αυτή ξόδευσε πάνω από δεκαπέντε χιλιάδες τάλαντα

familyπαράγ. κατανάλωσις.

ΝΕ καταναλώνω & (λόγ.) καταναλίσκω.

[σύνθ. λ. κατά + ἀναλίσκω].

κατανέμω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handνέμω

1. μοιράζω, χωρίζω σε μερίδια: τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη = χώρισε το στράτευμα σε δώδεκα μέρη.

2. μέση φωνή κατανέμομαι μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους: τὰ μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι = μοίρασαν μεταξύ τους τα μακρά τείχη και κατοίκησαν εκεί.

familyπαράγ. κατανομή.

ΝΕ κατανέμω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + νέμω].

καταπλήττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι καταπλήσσω

Για τους χρόνους handπλήττω

1. καταπλήσσω κάποιον/κάτι, τον σαστίζω, του προκαλώ έντονη απορία, τον τρομάζω: ὁπότε γοῦν αἴσθοιτό τι αὐτοὺς παρὰ καιρὸν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι = κάθε φορά λοιπόν που καταλάβαινε ότι αυτοί, άκαιρα, από υπεροψία, γίνονταν υπερβολικά τολμηροί, τους τρόμαζε με τα λόγια του, ώστε να φοβούνται.

familyπαράγ. καταπλήξ ( < *καταπλήγ-ς), κατάπληξις.

ΝΕ καταπλήσσω & καταπλήττω.

[σύνθ. λ. κατά + πλήττω].

κατασκευάζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handσκευάζω

1. εφοδιάζω με όλα τα απαραίτητα, εξοπλίζω: πᾶσι κατασκευάζω τὸ πλοῖον = εξοπλίζω το πλοίο με όλα τα εξαρτήματα.

2. κτίζω, κατασκευάζω: κατασκευάζω γυμνάσια = κτίζω γυμναστήρια.

3. ετοιμάζω, εγκαθιδρύω: κατασκευάζω δημοκρατίαν, συμπόσιον κτλ.

4. καθιστώ, αποδίδω σε κάποιον/κάτι μια ορισμένη ιδιότητα: τὰ φρούρια ὡς ἐχυρώτατα κατασκευάζω = κάνω τα φρούρια όσον το δυνατόν πιο οχυρά.

5. παρουσιάζω κάποιον με ορισμένη ιδιότητα: κατασκευάζω τινὰς ὑβριστάς.

familyπαράγ. κατασκεύασμα, κατασκευασμός, κατασκευαστέος.

ΝΕ κατασκευάζω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. του κατασκευή (σύνθ. λ. κατά + σκευή) + παρ. επίθ. -άζω].

κατασκευή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ετοιμασία, παρασκευή: κατασκευὴ τοῦ πολέμου = προετοιμασία του πολέμου.

2. κτίσιμο, οικοδόμηση: λιμένων κατασκευή = οικοδόμηση λιμανιών.

3. κατάσταση, σύσταση (ενός πράγματος): ἡ τῆς ψυχῆς κατασκευή = η κατάσταση της ψυχής.

4. εγκαταστάσεις, νοικοκυριό: τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη = τα θεμέλια των εγκαταστάσεων.

5. έπιπλα, σκεύη και γενικά κάθε είδος φορητού εξοπλισμού.

ΝΕ κατασκευή (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + σκευή].

καταστρέφω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handστρέφω

1. στη μέση φωνή καταστρέφομαι υποτάσσω κάποιον στην εξουσία μου, καθυποτάσσω: ἐξῆν αὐτοῖς τὰ ἐν Σικελίᾳ καταστρέψασθαι = μπορούσαν να υποτάξουν τη Σικελία.

2. στρέφω κάτι προς ένα ορισμένο τέλος ή κατεύθυνση: κατέστρεψε εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους = έστρεψε τη συζήτηση προς μια ευγενική κατακλείδα.

familyπαράγ. καταστροφή.

ΝΕ καταστρέφω «προκαλώ αφανισμό».

[σύνθ. λ. κατά + στρέφω].

κατατίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handτίθημι

1. βάζω κάτω, τοποθετώ.

2. πληρώνω: κατατίθημι τὸ ὄφλημα = πληρώνω το χρέος μου.

3. μέση φωνή κατατίθεμαι α. θέτω τέρμα σε κάτι: κατατίθεμαι τὸν πόλεμον. β. καταθέτω, αποθηκεύω: χρήματα κατατίθεμαι. κατατίθεμαι σῖτον. γ. θησαυρίζω, εξασφαλίζω: ἀΐδιον δόξαν κατατίθεμαι = εξασφαλίζω αιώνια δόξα. εὐεργεσίαν κατέθετο ἐς βασιλέα = εξασφάλισε τη διάθεση του βασιλιά να τον ευεργετήσει. δ. τοποθετώ κάποιον/κάτι σε ασφαλές μέρος: τοὺς πρέσβεις κατέθεντο ἐς Αἴγιναν. ε. καταθέτω κάτι στη μνήμη μου.

familyπαράγ. καταθήκη.

ΝΕ καταθέτω (με τη σημ. 3β).

[σύνθ. λ. κατά + τίθημι].

καταφανής, -ής, -ὲς ΡΗΜΑ

Συγκριτικός καταφανέστερος
Υπερθετικός καταφανέστατος

1. ορατός: οὔπω καταφανεῖς ἦσαν οἱ πολέμιοι = οι εχθροί δεν ήταν ακόμα ορατοί.

2. φανερός, σαφής: (συχνά με μτχ.) καταφανής ἐστι κακουργῶν = είναι φανερό ότι κάνει άθλιες πράξεις.

familyπαράγ. καταφανῶς.

ΝΕ καταφανής (με τη σημ. 2).

[κατά + *φαν- (ἐ-φάν-ην < φαίνομαι) + παρ. επίθ. -ής ως παράγ. λ. του καταφαίνομαι].

καταφεύγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handφεύγω

καταφεύγω σε μέρος ασφαλές ή σε πρόσωπο έμπιστο, για να γλιτώσω από κίνδυνο, καταφεύγω: εἰς ὑμᾶς καταφεύγω καὶ ἀντιβολῶ = σε σας καταφεύγω και παρακαλώ.

ΝΕ καταφεύγω.

[σύνθ. λ. κατά + φεύγω].

καταφρονέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handφρονέω -ῶ

περιφρονώ: καταφρονῶ τοῦ κινδύνου = περιφρονώ τον κίνδυνο. καταφρονῶ τοὺς ἐπιόντας = περιφρονώ τους εχθρούς.

familyπαράγ. καταφρόνησις, καταφρόνημα, καταφρονητικός, καταφρονητικῶς.

ΝΕ καταφρονώ.

[σύνθ. λ. κατά + φρονέω].

καταχράομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handχράομαι -ῶμαι

με δοτ. και σπάνια αιτιατ. ως αντικείμενο

1. κάνω πλήρη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ: καταχρῶμαι αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως = τους χρησιμοποιώ για ενίσχυση της ενότητας της πόλης.

2. κάνω κακή χρήση, κάνω κατάχρηση: τῇ τῶν προγόνων δόξῃ καταχρῶμαι = κάνω κακή χρήση της δόξας των προγόνων μου.

familyπαράγ. κατάχρησις, καταχρηστέον, καταχρηστικός.

ΝΕ καταχρώμαι (με σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + χρῶμαι].

καταχωρίζω ΡΗΜΑ

Μέλλ. καταχωριῶ
Αόρ. κατεχώρισα
Παθ. αόρ. κατεχωρίσθην
Παθ. παρακ. κατακεχώρισμαι

συνήθως για στρατιώτες τοποθετώ κάποιον στη θέση του: αὐτὸς δὲ τὸ ἄλλο στράτευμα κατεχώριζεν = και αυτός έβαζε το υπόλοιπο στράτευμα στη θέση του.

familyπαράγ. καταχώρισις, καταχωρισμός.

ΝΕ καταχωρίζω (με την ίδια σημ. αλλά όχι για στρατιώτες).

[σύνθ. λ. κατά + χωρίζω].

καταψηφίζομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handψηφίζω

1. ψηφίζω εις βάρος κάποιου, τον καταδικάζω διά της ψήφου μου, τον κρίνω ένοχο: καταψηφίζομαί τινος θάνατον (η ποινή) = καταδικάζω κάποιον σε θάνατο. καταψηφίζομαί τινος δειλίαν (το αδίκημα) = καταδικάζω κάποιον, τον κρίνω ένοχο, για δειλία. = καταγιγνώσκω.

2. παθ. φωνή καταψηφίζομαι καταδικάζομαι.

3. για την απόφαση εκδίδομαι εις βάρος κάποιου: κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος = η απόφαση του θανάτου είχε εκδοθεί εις βάρος μου.

familyπαράγ. καταψήφισις, καταψηφιστέον.

ΝΕ καταψηφίζω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + ψηφίζομαι].

 

κατεπείγω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἐπείγω

1. πιέζω κάποιον, του ασκώ πίεση: οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν = οι δανειστές του τον πίεζαν. οὐδὲν ὑμᾶς κατεπείγει νῦν ἀκοῦσαι περὶ τούτων = τίποτε δε σας πιέζει να ακούσετε τώρα γι' αυτά τα πράγματα.

2. ως αμετάβ. βιάζομαι: ἕπου κατεπείγων = ακολούθα βιαστικά.

ΝΕ κατεπείγω, κατεπείγομαι (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + ἐπείγω].

κατεργάζομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἐργάζομαι

1. εργάζομαι για κάτι, το πραγματοποιώ, το κατορθώνω, το αποπερατώνω: εἰρήνην ἐποιησάμεθα ἣν ἡμῖν Νικίας κατειργάσατο = κάναμε ειρήνη, για την οποία εργάστηκε ο Νικίας.

2. υποτάσσω, νικώ: ἠπίστατο πολλοὺς ἐκ ταπεινῶν πραγμάτων μεγάλας δυναστείας κατεργασαμένους = ήξερε πολλούς οι οποίοι με ταπεινές δυνάμεις υπέταξαν μεγάλες δυναστείες.

3. με διπλή αιτ. κάνω κάτι σε κάποιον: καλόν τι τὴν πόλιν κατεργάζομαι = κάνω στην πόλη κάτι καλό.

ΝΕ κατεργάζομαι «προετοιμάζω μυστικά».

[σύνθ. λ. κατά + ἐργάζομαι].

κατέρχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἔρχομαι

1. κατεβαίνω.

2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (ιδίως στην πατρίδα μου από την εξορία): συνέφυγεν τὴν φυγὴν ταύτην καὶ μεθ' ἡμῶν κατῆλθεν = εξορίστηκε μαζί σας και μαζί σας επέστρεψε στην πατρίδα.

ΝΕ κατέρχομαι (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + ἔρχομαι].

κατέχω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handἔχω

1. συγκρατώ, αναχαιτίζω, εμποδίζω: οὐχ οἷός τ' ἦν κατέχειν τὰ δάκρυα = δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει τα δάκρυά του. κατέχω αὐτοὺς ὥστε μὴ ἀπιέναι = τους εμποδίζω να φύγουν.

2. ως κατακτητής καταλαμβάνω, κατέχω: τὰ ἐχυρὰ κατέχω = έχω υπό την κατοχή μου τα οχυρά.

3. καταλαβαίνω: οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν = δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.

4. στην παθ. φωνή κατέχομαι διακατέχομαι, με κυριεύει το πνεύμα ενός θεού ή μιας μεγάλης προσωπικότητας, είμαι σε κατάσταση έμπνευσης: ἐξ Ὁμήρου κατέχομαι = με κυριεύει το πνεύμα του Ομήρου, τελώ υπό την έμπνευση του Ομήρου.

5. ως αμετάβ. υπερισχύω, επικρατώ: ὁ λόγος κατέχει = επικρατεί η φήμη.

familyπαράγ. κάθεξις, καθεκτός, κατάσχετος.

ΝΕ κατέχω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. κατά + ἔχω].

κατηγορέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. κατηγορώ: κατηγορῶ τῶν λιπόντων τὴν τάξιν = κατηγορώ όσους εγκατέλειψαν τη θέση τους (στο πεδίο της μάχης). ἀπολογοῦμαι ὑπέρ τινος «υπερασπίζομαι κάποιον».

2. απολύτως είμαι κατήγορος σε δίκη.

3. αποτελώ διαβεβαίωση: σαφέστατα κατηγορεῖ ὅτι τοῦτο οὕτως ἔχει = αυτό αποτελεί σαφέστατη διαβεβαίωση ότι το θέμα αυτό είναι έτσι.

familyπαράγ. κατηγόρημα, κατηγορία, κατηγορητέον, κατηγορικός.

ΝΕ κατηγορώ (με τη σημ.1).

[παράγ. λ. κατήγορος + παρ. επίθ. -έω].

κατοικέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handοἰκέω -ῶ

1. κατοικώ: κατοικῶ τόπον = κατοικώ σε έναν τόπο.

2. αμετάβ., για πόλεις βρίσκομαι σε κάποια θέση: πόλεις ἐν Πελοποννήσῳ κατοικοῦσαι = πόλεις που βρίσκονται στην Πελοπόννησο.

familyπαράγ. κατοίκησις, κατοικία, κατοικητήριος.

ΝΕ κατοικώ (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + οἰκέω].

κατοικίζω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους handοἰκίζω

1. βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, τον εγκαθιστώ, ιδρύω (πόλη, οικισμό κτλ): κατοικίζω πόλιν εἰς τόπον. ἡ Ἑλλὰς κατῳκίζετο = η Ελλάδα δεχόταν εγκαταστάσεις πληθυσμού.

2. στη μέση φωνή κατοικίζομαι εγκαθίσταμαι: κατοικισάμενος ἐν Τροιζῆνι = αφού εγκαταστάθηκα στην Τροιζήνα...

familyπαράγ. κατοίκισις, κατοικισμός.

[παράγ. λ. κάτοικος + παρ. επίθ. -ίζω].

κατόπιν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. για τόπο πίσω: ἕτεροι κατόπιν τὰς ἀσπίδας ἔφερον = άλλοι πίσω τους κρατούσαν τις ασπίδες τους.

2. για χρόνο μετά, στη συνέχεια: κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν = έχουμε έρθει μετά τη γιορτή.

[κατά + *ὄπις «πίσω, οπίσθιος» όπως στα ὄπισ-θεν, ὀπίσ-ω, μετ-όπιν].

κάτοπτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καθρέφτης.

familyπαράγ. κατοπτρίζω.

[σύνθ. λ. κατά + *οπ- (ὄπ-ωπα, ὄψομαι) + παρ. επίθ. -τρον].

κατορθόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. κατώρθουν
Μέλλ. κατορθώσω
Αόρ. κατώρθωσα
Παρακ. κατώρθωκα

1. εκτελώ επιτυχώς, φέρω κάτι σε επιτυχή έκβαση, κατορθώνω κάτι: εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν, ἅπαντα ἂν ἀπεστερήμην ἐγώ = αν έστω και ένα από όσα είχε επιβουλευτεί πραγματοποιούσε με επιτυχία, εγώ θα έχανα τα πάντα.

2. ως αμετάβ. σημειώνω επιτυχία, πετυχαίνω: μάλιστα κατορθῶ = πετυχαίνω σε πολύ μεγάλο βαθμό. πταίω «αποτυγχάνω».

familyπαράγ. κατόρθωσις.

ΝΕ κατορθώνω (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. κατά + ὀρθόω].

κάτω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Συγκριτικός κατωτέρω
Υπερθετικός κατωτάτω

1. κάτω, προς τα κάτω: κάτω φέρεται = κινείται προς τα κάτω.

2. γεωγραφικά προς τα παράλια ή προς τον νότο: κάτω οἰκῶ = κατοικώ στα παράλια της χώρας.

familyπαράγ. κάτωθεν.

ΝΕ κάτω (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. *κατ- (πβ. κατά) + παρ. επίθ. ].

καῦμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. καύσωνας.

2. υψηλός πυρετός.

[*καF- (καίω) + παρ. επίθ. -μα].

κάω & καίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκαον & ἔκαιον
Μέλλ. καύσω & καύσομαι
Αόρ. ἔκαυσα
Παρακ. κέκαυκα
Μέσ. αόρ. ἐκαυσάμην
Παθ. μέλλ. καυθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκαύθην & ἐκάην
Παθ. παρακ. κέκαυμαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκαύμην

1. ανάβω: πῦρ καίω = ανάβω φωτιά. σβέννυμι.

2. καίω: κάω νεκρούς = καίω τους νεκρούς.

3. παθ. φωνή κάομαι φλέγομαι (από τον πυρετό ή από ερωτικό πάθος).

ΝΕ καίω (με τη σημ. 2).

[*κάF-jω > καίω, κάω].

κεῖμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκείμην
Μέλλ. κείσομαι

εύχρηστο σε ενεστ., παρατ. και μέλλ.

1. είμαι θαμμένος: κεῖμαι ἐν τάφῳ = είμαι θαμμένος σε τάφο.

2. για τόπους ή οικοδομές κείτομαι σε κατάσταση ερειπίων: ἐπανορθῶ εἴ τι πρότερον τῆς πόλεως ἔκειτο = διορθώνω και ό,τι τυχόν προηγουμένως βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση στην πόλη.

3. για τόπους είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι: ἡ νῆσος πρὸ Μεγάρων κεῖται = το νησί βρίσκεται μπροστά από τα Μέγαρα.

4. για πράγματα βρίσκομαι.

5. για προϊόντα, χρήματα είμαι αποθηκευμένος, κατατεθειμένος: πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι = έχω κατατεθειμένα πολλά χρήματα στην τράπεζά του.

6. για νόμους έχω οριστεί/τεθεί: οἱ νόμοι οἱ κείμενοι = οι καθορισμένοι νόμοι.

familyπαράγ. κειμήλιον, κοίτη.

ΝΕ κείμαι (λόγ., με τις σημ. 1, 3, και μετοχή κείμενος με τη σημ. 6).

[*κει- (κεῖμαι, κοίτη, κοιμά-ομαι) + -μαι].

κείρω ΡΗΜΑ

Μέλλ. κερῶ
Αόρ. ἔκειρα
Παρακ. κέκαρκα
Μέσ. μέλλ. κεροῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐκειράμην
Παθ. αόρ. ἐκάρην
Παθ. παρακ. κέκαρμαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκάρμην

1. κουρεύω.

2. στη μέση φωνή κείρομαι κόβω τα μαλλιά μου, κουρεύομαι, κυρίως επειδή πενθώ: ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τὴν Ἑλλάδα = έπρεπε για τον ενταφιασμό αυτό να πενθήσει η Ελλάδα.

3. για χώρα ρημάζω, ερημώνω: τὴν γῆν κείρω = ρημάζω τη χώρα (κατακόβοντας τα σπαρτά και τα κάρπιμα δέντρα της).

familyπαράγ. κέρμα, κορμός, κουρά, σύνθ. ἀποκείρω, κατακείρω, περικείρω.

ΝΕ κείρομαι στη φρ. κείρομαι μοναχός και στη φρ. εν χρω κεκαρμένος «κουρεμένος σύρριζα».

[*κερ-jω > κείρω].

κελεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκέλευον
Μέλλ. κελεύσω
Αόρ. ἐκέλευσα
Παρακ. κεκέλευκα
Μέσ. αόρ. ἐκελευσάμην
Παθ. αόρ. ἐκελεύσθην
Παθ. παρακ. κεκέλευσμαι

1. διατάζω: ἐκέλευσαν τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν αὐτοῖς = διέταξαν τον Αστύοχο να τους βοηθήσει.

2. προτρέπω, παρακινώ, παροτρύνω.

3. προτείνω κάτι: τοὺς ἄλλους ξένους εἶναι κελεύω = προτείνω οι άλλοι να είναι μισθοφόροι.

familyπαράγ. κέλευ(σ)μα, κελευσμός, κελευστής, κελευτιάω.

ΝΕ κελεύω (λόγ., με τη σημ. 1).

[*κελ- (κέλ-λω «προσορμίζω πλοίο») + -εύ-ω].

κενός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κενότερος & κενώτερος
Υπερθετικός κενότατος & κενώτατος

1. άδειος: κεναῖς χερσί = με άδεια χέρια. κενὸς φρονήσεως. πλήρης.

2. μάταιος, άκαρπος, αναποτελεσματικός: κενὴ ἐλπίς = μάταιη ελπίδα.

familyπαράγ. κενότης, κενόω, κενῶς, σύνθ. κενοτάφιον.

ΝΕ κενός (με τις σημ. 1, 2).

[*κενF- + παρ. επίθ. -óς, ιων. κεινός].

κενόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκένουν
Μέλλ. κενώσω
Αόρ. ἐκένωσα
Παρακ. κεκένωκα
Παθ. αόρ. ἐκενώθην

αδειάζω: κενῶ τὴν ναῦν = αδειάζω το καράβι. πληρόω «γεμίζω».

familyπαράγ. κένωσις, κενωτικός.

ΝΕ κενώνω.

[παράγ. λ. κενός + παρ. επίθ. -όω].

κεντέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκέντουν
Μέλλ. κεντήσω
Αόρ. ἐκέντησα
Παθ. μέλλ. κεντηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκεντήθην
Παρακ. κεκέντημαι

1. κυρίως για μέλισσες και σφήκες κεντρίζω, τρυπώ με κεντρί.

2. γενικά πληγώνω με αιχμηρό όργανο, διατρυπώ, μαχαιρώνω: παίομαι καὶ κεντοῦμαι ὑπό τινος = κάποιος με χτυπά και με μαχαιρώνει.

familyπαράγ. κέντρον, κεντρίζω, κεντρόω, σύνθ. κεντρομανής.

ΝΕ κεντώ (λόγ., και «κάνω κέντημα»).

[παράγ. λ. *κεντ- (κέντ-ρον «αγκάθι») + παρ. επίθ. -έω].

κέντρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. βουκέντρα.

2. μεταφορικά ερέθισμα, κίνητρο, κεντρί: πόθου κέντρον = το κεντρί του πόθου.

3. κεντρί (μέλισσας, σκορπιού).

familyπαράγ. κεντρόω, κεντρικός, κέντρων, κεντρώδης.

ΝΕ κέντρο «κεντρικό σημείο».

[παράγ. λ. *κεντ- (κεντέω) + παρ. επίθ. -τρον].

κέραμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χώμα ή πηλός που χρησιμοποιεί ο κεραμέας: κέραμος ὠμός = άψητος πηλός.

2. κεραμίδι: βάλλω τινὰ λίθοις καὶ κεράμῳ = χτυπώ κάποιον πετώντας επάνω του πέτρες και κεραμίδια.

familyπαράγ. κεραμ(ε)ικός, κεραμεύς, κεραμεύω, κεραμίς.

ΝΕ κεραμίδι (με τη σημ. 2).

[αβέβ. ετυμ., πβ. αρχ. γερμ. herd «εστία»].

κεράννυμι & κεραννύω ΡΗΜΑ

Αόρ. ἐκέρασα
Παθ. μέλλ. κραθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκράθην & ἐκεράσθην
Παρακ. κέκραμαι
Υπερσ. ἐκεκράμην

1. αναμειγνύω, ανακατεύω, το κρασί με νερό αραιώνοντάς το, ετοιμάζω κρασί: τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν = ας ετοιμάσουμε κρασί ευχόμενοι προς τους θεούς.

2. γενικά αναμειγνύω, ανακατεύω: κεράννυμί τί τινι = αναμειγνύω κάτι με κάτι. = μείγνυμι.

familyπαράγ. κρᾶσις, κρατήρ, ἀκήρατος, σύνθ. ἀκέραιος.

ΝΕ παράγ. κράση, κρατήρας κτλ.

[*κερασ-, κρασ- (πβ. ἐ-κέρασ-α) + παρ. επίθ. -νυ + -μι].

κέρας, κέρως, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι κέρας, -ατος

1. κέρατο.

2. πτέρυγα στρατεύματος ή στόλου: κέρας δεξιόν/εὐώνυμον = η δεξιά/αριστερή πτέρυγα του στρατεύματος. κατὰ κέρας προσβάλλω = επιτίθεμαι στην πτέρυγα του στρατεύματος, επιτίθεμαι κατά μέτωπο.

familyπαράγ. κεράτιον, κεράτινος, κερατέα, κεράστης, κερατόω, κερατίζω, σύνθ. κερασβόλος, κερασφόρος.

ΝΕ κέρατο (με τη σημ. 1) & κέρας (με σημ. 2).

[*κερασ- (πβ. handκάρα, κρανίον)].

κερδαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκέρδαινον
Μέλλ. κερδανῶ
Αόρ. ἐκέρδανα
Παρακ. κεκέρδηκα

κερδίζω: κερδάναντες ἓξ τάλαντα... = αφού κέρδισαν έξι τάλαντα...

[παράγ. λ. κέρδος + παρ. επίθ. -αίνω < -*αν-jω].

κερκίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. λεπτό, μακρύ και ίσιο ραβδί από ξύλο συνήθως ή άλλο υλικό που μεταχειριζόταν ως εργαλείο ο υφάντης.

2. σφηνοειδής διαίρεση των καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο (τμήμα των εδωλίων ανάμεσα στις κλίμακες).

familyπαράγ. κερκίζω.

ΝΕ κερκίδα (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. κέρκ-ος + παρ. επίθ. -ίς].

κέρκος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ουρά ζώου: τὴν κέρκον ἐξέτεινεν = τέντωσε, ύψωσε, την ουρά του.

[αβέβ. ετυμ.].

κηδεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συγγένεια βασισμένη σε γάμο, όχι εξ αίματος: προμνηστρὶς δεινὴ συνάγειν εἰς κηδείαν = προξενήτρα ικανή στο να οδηγεί ανθρώπους σε γάμο.

ΝΕ κηδεία «φροντίδα για ταφή, ταφή».

[παράγ. λ. κῆδ-ος (πβ. κήδ-ομαι) + παρ. επίθ. -εία, ακριβέστερα *κηδε- + -ια > κηδεία].

κηδεμών, -όνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

προστάτης: κηδεμὼν πόλεως = ο προστάτης της πόλης.

familyπαράγ. κηδεμονία, κηδεμονικός.

ΝΕ κηδεμόνας.

[παράγ. λ. κηδ- (< κήδ-ομαι) + παρ. επίθ. -εμών (κατά το ἡγ-ε-μών)].

κηδεστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συγγενής εξ αγχιστείας, και ειδικότερα:

1. σύζυγος της κόρης μου, γαμπρός.

2. πεθερός.

3. ανδράδερφος (κουνιάδος, ο αδερφός του ανδρός μου), γυναικάδελφος (κουνιάδος, ο αδελφός της γυναίκας μου).

[*κηδεσ- (πβ. κῆδος «φροντίδα, πένθος» < *κηδες + -ς) + παρ. επίθ. -τής].

κήδομαι ΡΗΜΑ

φροντίζω: εἴ τις αὑτοῦ καὶ σμικρὸν κήδεται = αν κάποιος φροντίζει για τον εαυτό του έστω και λίγο.

[*κηδ- (κῆδος) + -ομαι].

κῆρυξ, -υκος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κήρυκας, δημόσιος αγγελιαφόρος.

2. κήρυκας που έκανε διακηρύξεις και τηρούσε την τάξη στις συνελεύσεις.

familyπαράγ. κηρυκεία, κηρύκειος, κηρύκευμα, κηρυκεύω, κηρύσσω.

ΝΕ κήρυκας (με τη σημ. 1).

[*καρυ-ξ, πβ. αρχ. ινδ. kāru «αοιδός, ποιητής»].

κηρύττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι κηρύσσω

Παρατ. ἐκήρυττον
Μελλ. κηρύξω
Αορ. ἐκήρυξα
Παρακ. κεκήρυχα
Παθ. μέλλ. κηρυχθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκηρύχθην
Παθ. παρακ. κεκήρυγμαι

1. ανακηρύσσω κάποιον νικητή: κηρύττεται καὶ ἆθλα λαμβάνει = ανακηρύσσεται νικητής και παίρνει έπαθλα.

2. αναγγέλλω με κήρυκα: προσίεμαι τὰ κεκηρυγμένα = αποδέχομαι όσα έχει αναγγείλει ο κήρυκας.

3. παραγγέλλω με κήρυκα: ἐκήρυξαν, εἰ βούλονται, τὰ ὅπλα παραδοῦναι = τους παρήγγειλαν, αν θέλουν, να παραδώσουν τα όπλα.

familyπαράγ. κήρυγμα, κήρυξις.

ΝΕ κηρύσσω (με τη σημ. 2).

[παραγ. λ. *κηρυ-κ- (πβ. κῆρυξ) + παρ. επιθ. -jω].

κινδυνεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκινδύνευον
Μέλλ. κινδυνεύσω
Παρακ. κεκινδύνευκα
Παθ. μέλλ. κινδυνευθήσομαι
& κεκινδυνεύσομαι

1. ρίχνομαι στον κίνδυνο, επιδεικνύω τόλμη: ἑτοίμως κινδυνεύω πρὸς τοὺς πολεμίους = με προθυμία ρίχνομαι στον κίνδυνο εναντίον των εχθρών.

2. κινδυνεύω, είμαι σε κίνδυνο, διατρέχω κίνδυνο, διακινδυνεύω.

3. δηλώνει αυτό που είναι δυνατό ή πιθανό να συμβεί φαίνεναι δυνατό/πιθανό ότι..., κατά πάσα πιθανότητα...: κινδυνεύει ἡ ἀληθὴς δόξα ἐπιστήμη εἶναι = φαίνεται πιθανό ότι η αληθής γνώμη αποτελεί επιστημονική γνώση. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν = κατά πάσα πιθανότητα μιλάς ορθά.

familyπαράγ. κινδύνευμα, κινδυνευτέον, κινδυνευτής.

ΝΕ κινδυνεύω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. κίνδυν-ος + παρ. επίθ. -εύω].

κινέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκίνουν
Μέλλ. κινήσω
Αόρ. ἐκίνησα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. κινήσομαι
Παθ. μέλλ. κινηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκινήθην

1. θέτω κάτι σε κίνηση.

2. μετακινώ: κινῶ τὸ στρατόπεδον.

3. παρακινώ (κάποιον να μιλήσει).

4. προκαλώ, αρχίζω: κινῶ πολέμους.

5. παθ. φωνή κινοῦμαι συγκινούμαι, ταράζομαι: κεκινημένος.

familyπαράγ. κίνημα, κίνησις, κινητέον, κινητήριος, κινητικός, κινητός, κίνητρον.

ΝΕ κινώ (με τη σημ. 1).

[*κινεύ-ω < *κινέFω].

κίων, -ονος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κίονας, κολόνα.

familyσύνθ. κιονόκρανον.

ΝΕ κίονας.

[*κιο- (πβ. αρμεν. siwn «κίων») + παρ. επίθ. - ων].

κλαίω & κλάω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκλαον
Μέλλ. κλαύσομαι & κλαιήσω
& κλαήσω
Αόρ. ἔκλαυσα

κλαίω. γελάω.

familyπαράγ. κλαῦμα, κλαυ(σ)τός, σύνθ. πολύκλαυστος.

ΝΕ κλαίω.

[*κλαF-jω].

κλάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκλων
Μέλλ. κλάσω
Αόρ. ἔκλασα
Παθ. μέλλ. κλασθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκλάσθην
Παθ. παρακ. κέκλασμαι

σπάζω: τὸν ἄρτον ἔκλασεν = έκοψε το ψωμί σε κομμάτια.

familyπαράγ. κλάσις, κλάσμα, σύνθ. ἄκλαστος.

ΝΕ παράγ. κλάσμα. Το νεοελληνικό κλάση (λ.χ. επιστήμονας διεθνούς κλάσης) προέρχεται όχι από το κλῶ αλλά από το λατινικό classis.

[*κελα- (κλῆ-ρος, κλῆ-μα, κλών)].

κλείς, -δός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κλειδί: τὴν κλεῖν ἐφέλκεται = τραβά το κλειδί (για να το βγάλει από την κλειδαριά της πόρτας).

2. κλείδα (κόκαλο, οστό).

ΝΕ κλειδί (< κλειδ-ίον, με τη σημ. 1) & κλείδα (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *κλᾱF- + παρ. επίθ. -ίδ-ς > *κλᾱFίς (πβ. λατ. clavis) > κληίς, κλείς].

κλείω & κλῄω ΡΗΜΑ

ο τύπος κλῄω ανήκει στην αρχαία αττ. διάλεκτο

Παρατ. ἔκλειον
Μέλλ. κλείσω & κλῄσω
Αόρ. ἔκλεισα & ἔκλῃσα
Παρακ. κέκλεικα & κέκλῃκα
Παθ. μέλλ. κλεισθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκλεισάμην & ἐκλῃσάμην
Παθ. αόρ. ἐκλείσθην & ἐκλῄσθην
Παθ. παρακ. κέκλειμαι & κέκλῃμαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκλείμην

1. κλείνω: κλείω τὰς πύλας.

2. αποκλείω: τοὺς τοῦ λιμένος ἔσπλους κλείω = αποκλείω, φράζω τις εισόδους του λιμανιού.

familyπαράγ. κλεῖθρον, κλείς (-δός), κλῄς (κλῇδος), κλῇσις «κλείσιμο» (π.χ. κλῇσις τῶν λιμένων), κλειδίον, κλεῖστρον, κλειστός, σύνθ. κλειδοῦχος, κλειδοφύλαξ.

ΝΕ κλείνω (και με τις δύο σημ.).

[*κληF-, *κληFί-ω (handκλείς, ἡ) > κλείω].

κλέος, -έους, τó ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δόξα: κλέος τε καὶ ἔπαινος πρὸς ἀνθρώπων τε καὶ θεῶν = δόξα και έπαινος από ανθρώπους και θεούς.

familyπαράγ. κλεινός «ένδοξος», σύνθ. δουρικλειτός (ομηρικό επίθετο «ένδοξος για το δόρυ του»).

[*κλέF-ος].

κλέπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκλεπτον
Μέλλ. κλέψω & κλέψομαι
Αόρ. ἔκλεψα
Παρακ. κέκλοφα
Παθ. αόρ. ἐκλάπην
Παθ. παρακ. κέκλεμμαι

1. κλέβω: κλέπτω ἐξ ἱερῶν = κλέβω από τα ιερά.

2. εξαπατώ: κλέπτεται ὁ ἀκροατής = εξαπατάται, παραπλανάται, ο ακροατής.

3. αποκρύπτω.

familyπαράγ. κλέμμα, κλέπτης, κλεπτέον, σύνθ. κλεψύδρα.

ΝΕ κλέβω (με τη σημ. 1).

[*σκλεπ-, πβ. λατ. cleps, λιθ. slepiù «κρύβω»].

κλῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κλαδί (κυρίως αμπελιού).

familyπαράγ. κλημάτινος, κληματίς.

ΝΕ κλήμα.

[*κλῆ- (= *κλᾱ- handκλάω) + παρ. επίθ. -μα].

κλῆρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. λαχνός, κλήρος: διὰ τὴν τοῦ κλήρου τύχην = επειδή έτσι έτυχε ο λαχνός.

2. κλήρωση.

3. κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον πολίτη κατόπιν κλήρωσης.

4. κληρονομιά.

familyπαράγ. κληρίον, σύνθ. κληρονόμος, κληρονομία, κληροῦχος, κληρουχία.

ΝΕ κλήρος (με τις σημ. 1, 2, 3, 4).

[*κλᾱ-, *κλη- (πβ. κλῆμα, κλάω) + παρ. επίθ. -ρος].

κληρουχία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. η απονομή σε πολίτες μιας πόλης κλήρων γης σε ξένη χώρα.

2. περιληπτικά οι κληροῦχοι, δηλ. πολίτες που παίρνουν τέτοιους κλήρους γης: κληρουχίας ἐκπέμπω = αποστέλλω σε ένα μέρος κληρούχους.

[παράγ. λ. κληροῦχος (< σύνθ. λ. κλῆρος + ἔχω) + παρ. επίθ. -έω].

κληρόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκλήρουν
Μέλλ. κληρώσω
Αόρ. ἐκλήρωσα
Παρακ. κεκλήρωκα

1. αναδεικνύω κάποιον άρχοντα με κλήρο: κληρῶ τὰς ἀρχάς = αναδεικνύω τους άρχοντες με κλήρωση. αἱρέω «αναδεικνύω κάποιον σε κάποιο αξίωμα με τη μέθοδο της εκλογής, εκλέγω», χειροτονέω «εκλέγω κάποιον σε κάποιο αξίωμα σηκώνοντας το χέρι μου».

2. μέση φωνή, για τους υποψήφιους για ένα αξίωμα κληροῦμαι αναδεικνύομαι σε κάποιο αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης: κληροῦμαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων = αναδεικνύομαι ένας από τους εννέα άρχοντες (με κλήρωση). αἱρέομαι, χειροτονέομαι.

3. μέση φωνή κληροῦμαι παίρνω κάτι με κλήρο: ἱερωσύνην κληροῦμαι θεοῦ τινος = λαμβάνω με κλήρο το αξίωμα του ιερέως κάποιου θεού.

4. δίνω, απονέμω: ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν = απένειμαν ένα στον καθένα (δηλ. στον κάθε στρατηγό ένα μέρος της στρατιωτικής δύναμης).

familyπαράγ. κλήρωσις, κληρωτός.

ΝΕ κληρώνω «κάνω κλήρωση, βγάζω έναν αριθμό από την κληρωτίδα».

[παράγ. λ. κλῆρος + παρ. επίθ. -όω].

κλῆσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το να καλεί, να φωνάζει κανείς κάποιον.

2. ως δικανικός όρος κλήση, κλήτευση, καταγγελία, κατηγορία, μήνυση, διώξη: ἀφίημι τὴν κλῆσιν = αποσύρω τη μήνυση.

3. πρόσκληση: κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον.

ΝΕ κλήση (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. *κλη- (< καλέω) + παρ. επίθ. -σις].

κλῖμαξ, -ακος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σκάλα.

2. σκάλα κινητή πολεμική.

familyπαράγ. κλιμάκιον, κλιμακτίς, κλιμακτήρ.

ΝΕ κλίμακα «διαβάθμιση».

[παράγ. λ. κλίμα, τὸ «κλίση από τον ήλιο, περιοχή, γεωγραφικό πλάτος» + παρ. επίθ. -αξ (η έκταση του σε με επίδραση του ρ. κλῑ-νω «γέρνω, ξαπλώνω»). Η σημασία «σκάλα», επειδή χρησιμοποιείται σε πλάγια κλίση].

κλίνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ανάκλιντρο που χρησιμοποιούσαν στα γεύματα.

2. κρεβάτι.

3. νεκρική κλίνη.

familyπαράγ. κλινικός, κλινήρης.

ΝΕ κλίνη (λόγ., με τη σημ. 2).

[*κλῑ- (κλίνω)].

κλίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκλινον
Μέλλ. κλινῶ
Αόρ. ἔκλινα
Παρακ. κέκλικα
Παθ. μέλλ. κλιθήσομαι & κλινήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκλινάμην
Παθ. αόρ. ἐκλίθην & ἐκλίνην

1. κάνω κάτι να γείρει, να υποχωρήσει.

2. αμετάβ. κλίνω έχω κλίση, τάση, ροπή, κλίνω: ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν = η πόλη παρουσίαζε τάση προς το χειρότερο.

familyπαράγ. κλίμα, κλίσις, κλιτύς.

ΝΕ κλίνω (με όλες τις σημ.).

[*κλῐ- + παρ. επίθ. -νω].

κλύδων, -ωνος ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύμα, θαλασσοταραχή.

familyπαράγ. κλυδωνίζω, κλυδωνίζομαι, κλυδωνισμός.

ΝΕ κλύδων (λόγ.).

[*κλύδ-ων, πβ. κλύζω].

κλύζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκλυζον
Μέλλ. κλύσω
Αόρ. ἔκλυσα
Παθ. αόρ. ἐκλύσθην
Παθ. παρακ. κέκλυσμαι

ξεπλένω: κλύζω τὸ ἔκπωμα = ξεπλένω το ποτήρι.

[*κλύδ-jω > κλύζω, πβ. κλύδων].

Κλωθώ, -οῦς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία ἔκλωθεν το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, δηλ. καθόριζε τα περιστατικά μέσα από τα οποία θα διερχόταν η ζωή του (handἌτροπος & Λάχεσις).

κλών, -ωνός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κλωνάρι, κλωνί.

familyπαράγ. κλωνίον, κλωνάριον.

ΝΕ κλωνάρι (< παράγ. λ. κλων-άριον), κλώνος (λόγιο), κλωνί (λαϊκό).

[*κλάων < *κλᾱ-, κλάω].

κόθορνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. παπούτσι που έφτανε ως τη μέση της κνήμης, έδενε στο μπροστινό του μέρος, είχε ψηλούς πάτους και το φορούσαν οι ηθοποιοί των τραγωδιών.

2. άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, που οι απόψεις του αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις (το ουσιαστικό απέκτησε αυτή τη σημασία, επειδή οι κοθόρνοι δε διακρίνονταν σε αριστερό και δεξιό).

[δάν. λ.].

κοιμάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκοιμώμην
Μέλλ. κοιμηθήσομαι
Αόρ. ἐκοιμήθην
Παρακ. κεκοίμημαι

κοιμάμαι, πάω για ύπνο: ποῖόν τινα ὕπνον ἐκοιμῶ; = τι ύπνο κοιμόσουν; = καθεύδω.

familyπαράγ. κοίμημα, κοίμησις.

ΝΕ κοιμάμαι.

[*κοι- < *κει-, όπως κεῖμαι].

κοινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κοινότερος
Υπερθετικός κοινότατος

1. κοινός, αυτός που ανήκει σε όλους ή πάντως σε περισσότερους από έναν: κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα = τα δάκρυα είναι κοινό στοιχείο στη χαρά και τη λύπη. ἴδιος.

2. σε κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις δημόσιος: κοινὰ χρήματα = δημόσια χρήματα.

3. το ουδ. ενικού ως ουσιαστ. τὸ κοινὸν α. το σύνολο των πολιτών, το κράτος: τὸ κοινὸν ὠφελεῖται. β. ιδίως για συμμαχίες, ομοσπονδίες κτλ. η συμμαχία, η ομοσπονδία: τὸ κοινὸν τῶν Θεσσαλῶν. γ. η κυβέρνηση, οι αρχές: ἐπέρχομαι ἐπὶ τὸ κοινόν = παρουσιάζομαι στις αρχές. δ. το δημόσιο ταμείο.

4. το ουδ. πληθ. ως ουσιαστ. τὰ κοινὰ α. οι κοινές υποθέσεις, τα κοινά: τὰ κοινὰ προσῆλθε = αναμείχθηκε στα κοινά. β. τα κοινά χρήματα.

5. συνήθης, συνηθισμένος.

6. για πρόσωπα αμερόληπτος, δίκαιος: κοινοὶ τῷ τε διώκοντι καὶ τῷ φεύγοντι = αμερόληπτοι απέναντι στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.

7. για πρόσωπα ομιλητικός, ευπροσήγορος: κοινὸς ἅπασι = φιλικός απέναντι σε όλους.

familyπαράγ. κοινόν, κοινῶς, κοινότης.

ΝΕ κοινός (με τις σημ. 1, 2) & τα κοινά (με τη σημ. 3α).

[παράγ. λ. *κομ- (πβ. λατ. cum, com) + παρ. επίθ. -jος].

κοινωνέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκοινώνουν
Μέλλ. κοινωνήσω
Παρακ. κεκοινώνηκα
Παθ. μέλλ. κοινωνήσομαι
Παθ. παρακ. κεκοινώνημαι

1. με γεν. πράγματος & δοτ. προσώπου συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάποιον άλλο: κοινωνῶ τῆς ἐν πρυτανείῳ σιτίσεως τοῖς Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος ἀπογόνοις = συμμετέχω στη σίτιση στο πρυτανείο μαζί με τους απογόνους του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.

2. κοινωνῶ τινος συμμετέχω σε κάτι, παίρνω ένα μερίδιο από κάτι: κοινωνῶ σίτου καὶ πότου = παίρνω το μερίδιό μου από το φαγητό και το ποτό.

3. κοινωνῶ τινι έχω δοσοληψίες με κάποιον: ὅπου ἂν δίκαιος ἀνὴρ ἀδίκῳ κοινωνῇ = οποτεδήποτε ένας δίκαιος άνθρωπος έχει δοσοληψίες με έναν άδικο.

4. για πράγματα έχω σχέση με κάτι: οὐδὲν τραγῳδίᾳ κοινωνοῦσιν = δεν έχουν καμία σχέση με την τραγωδία.

familyπαράγ. κοινώνημα, κοινώνησις, κοινωνητέον, κοινωνία.

ΝΕ κοινωνώ «μεταλαμβάνω τη θεία κοινωνία».

[παράγ. λ. κοινωνός + παρ. επίθ. -έω].

κοινωνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επικοινωνία, επαφή, ένωση, συναναστροφή, συμμαχία: κοινωνία πόλεσι = συμμαχία ανάμεσα σε πόλεις.

ΝΕ κοινωνία «το σύνολο των ανθρώπων».

[παράγ. λ. κοινων-έω + παρ. επίθ. -ία].

κολάζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκόλαζον
Μέλλ. κολάσω
Αόρ. ἐκόλασα
Μέσ. μέλλ. κολάσομαι
Παθ. μέλλ. κολασθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκολασάμην
Παθ. αορ. ἐκολάσθην
Παθ. παρακ. κεκόλασμαι

1. περιορίζω, συγκρατώ: κολάζω τὰς ἐπιθυμίας = συγκρατώ τις επιθυμίες μου.

2. τιμωρώ: κολάζω τινὰ πληγαῖς = τιμωρώ κάποιον κτυπώντας τον.

familyπαράγ. κόλασις, κολασμός, κολαστέον, κολαστήριον, κολαστής, κολαστικός.

ΝΕ κολάζω (και με τις δύο σημ.).

[παράγ. λ. κόλ-ος «κολοβός» (< *κλα- < κλάω) + παρ. επίθ. -άζω > κολάζω «μετριάζω»].

κόμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

οι τρίχες της κεφαλής, τα μαλλιά.

familyπαράγ. κομάω, -ῶ «έχω μακριά μαλλιά».

[ίσως από κομ-έω «φροντίζω»].

κομιδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μεταφορά, συγκομιδή: κομιδὴ ἐπιτηδείων = μεταφορά προμηθειών. κομιδὴ τῶν καρπῶν = συγκομιδή των καρπών.

2. είσπραξη χρημάτων.

familyπαράγ. κομιδῇ.

[*κομε-, *κομι- (κάμ-νω)].

κομιδῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ακριβώς: κομιδῇ ὥσπερ ἦν = ακριβώς όπως ήταν.

2. εντελώς, τελείως: κομιδῇ εὔηθες = τελείως ηλίθιο.

3. σε απαντήσεις ακριβώς έτσι.

[παράγ. λ. κομιδή + παρ. επίθ. -ῇ].

κομίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκόμιζον
Μέλλ. κομιῶ
Αόρ. ἐκόμισα
Παρακ. κεκόμικα
Μέσ. μέλλ. κομιοῦμαι
Παθ. μέλλ. κομισθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκομισάμην
Παθ. αόρ. ἐκομίσθην
Μέσ. & παθ. παρακ.
πιο συχνά με μέση σημ.
κεκόμισμαι

1. κομίζω & πιο συχνά στη μέση φωνή κομίζομαι υποδέχομαι κάποιον, τον φιλοξενώ: κομίζομαί τινα εἰς τὴν ἐμαυτοῦ οἰκίαν = φιλοξενώ κάποιον στο σπίτι μου.

2. στη μέση φωνή κομίζομαι παίρνω για τον εαυτό μου, κερδίζω: κομίζομαί τι παρά τινος = αποκτώ κάτι από κάποιον.

3. φέρνω σε έναν τόπο, εισάγω: ξενικὸν νόμισμα κομίζω.

4. μεταφέρω, συνοδεύω: ἐπειδὰν ἀφίκωνται εἰς τὸν τόπον οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει = όταν φτάσουν στον τόπο που μεταφέρει τον καθένα τους ο δαίμονας.

5. στη μέση φωνή κομίζομαι α. ανακτώ, παίρνω πίσω: ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα = αυτά που τώρα δεν μπορούμε να ανακτήσουμε με πόλεμο, αυτά θα τα πάρουμε πίσω εύκολα με πρεσβεία. β. για χρήματα εισπράττω, παίρνω πίσω.

6. στην παθ. φωνή κομίζομαι πηγαίνω ή έρχομαι πίσω, επιστρέφω: κομισθεὶς οἴκαδε.

familyπαράγ. κομιστέον, κομιστής, κόμιστρον, σύνθ. ἀνακομίζω, διακομίζω κτλ.

ΝΕ κομίζω (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. κομ-έω «φροντίζω» + παρ. επίθ. -ίζω].

κομπάζω ΡΗΜΑ

καυχιέμαι.

familyπαράγ. κόμπασμα, κομπασμός, κομπαστής.

ΝΕ κομπάζω.

[παράγ. λ. κόμπος + παρ. επίθ. -άζω].

κόμπος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κομπορρημοσύνη: οὐ λόγων κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων ἀλήθεια = αυτά εδώ δεν είναι λεκτικοί κομπασμοί παρά αλήθεια στηριζόμενη σε έργα.

familyπαράγ. κομπάζω, κομπώδης.

[ηχομιμ., πβ. βόμβος].

κομψός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κομψότερος
Υπερθετικός κομψότατος

1. κομψός, εκλεπτυσμένος.

2. για πρόσωπα ή για τα λόγια ή τις πράξεις τους έξυπνος, ευφυής, επιδέξιος, πνευματώδης, ευφυολόγος, καλλιεργημένος: κομψοὶ περὶ ἀστρονομίαν = διάνοιες στην αστρονομία.

familyπαράγ. κομψῶς, κομψότης, κομψεύομαι.

ΝΕ κομψός (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. *κομ- (πβ. κομέω «φροντίζω») + παρ. επίθ. -σός].

κονία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σκόνη.

2. αλισίβα (είδος απορρυπαντικού).

familyπαράγ. κονιάω, κονίαμα.

[παράγ. λ. κόν-ις (πβ. λατ. cinis, -eris) + παρ. επίθ. -ία].

κόπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκοπτον
Μέλλ. κόψω
Αόρ. ἔκοψα
Παρακ. κέκοφα
Παθ. αόρ. ἐκόπην
Παθ. συντ. μέλλ. κεκόψομαι

1. κτυπώ ζώο με τσεκούρι, για να το σφάξω: κόπτω βοῦς = σφάζω βόδια.

2. αποκόπτω, κόβω κάτι με κτυπήματα: κόπτω δένδρα.

3. κόπτω τὴν θύραν = κτυπώ την πόρτα. = κρούω τὴν θύραν.

4. μέση φωνή κόπτομαι χτυπώ το στήθος ή το κεφάλι μου από θλίψη, χτυπιέμαι: ἐκείνην ἀπῆγόν τινες βοῶσάν τε καὶ κοπτομένην = την απομάκρυναν κάποιοι, ενώ κραύγαζε και χτυπιόταν.

familyπαράγ. κοπτός, σύνθ. ἄκοπος, ἀδιάκοπος.

ΝΕ κόβω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *κοπ- (πβ. λιθ. kapiù «κόβω») + παρ. επίθ. -τ-ω].

κορέννυμαι ΡΗΜΑ

Παθ. αόρ. ἐκορέσθην
Παθ. παρακ. κεκόρεσμαι

είμαι χορτασμένος: καὶ τὰ ἥδιστα τῶν βρωμάτων κεκορεσμένοις βδελυγμίαν παρέχει = ακόμη και τα πιο γευστικά φαγητά στους χορτασμένους προκαλούν αηδία.

familyπαράγ. κορεσμός, σύνθ. ἀκόρεστος.

ΝΕ παράγ. (λόγ.) κορεσμός, ακόρεστος.

[παράγ. λ. *κερη- (κόρος), *κορε- + παρ. επίθ. -σ- + -νυ + -μαι > κορέννυμαι].

κοσμέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκόσμουν
Μέλλ. κοσμήσω
Αόρ. ἐκόσμησα
Παρακ. κεκόσμηκα
Παθ. μέλλ. κοσμηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκοσμήθην
Παθ. παρακ. κεκόσμημαι

1. διευθετώ, τακτοποιώ, παρατάσσω: κοσμῶ τράπεζαν. στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη = στράτευμα παραταγμένο σε έντεκα μέρη.

2. κυβερνώ, διοικώ: νοῦς τὰ πάντα κοσμεῖ = ο νους διοικεί όλα τα πράγματα.

3. κυριολεκτικά ή μεταφορικά στολίζω: ἀκούω τινὸς λόγους κεκοσμημένους = ακούω από κάποιον λόγους στολισμένους.

familyπαράγ. κόσμημα, κόσμησις, κοσμήτωρ, σύνθ. κοσμοκόμης «που χτενίζει την κόμη, δηλ. η χτένα».

ΝΕ κοσμώ (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. κόσμ-ος + παρ. επίθ. -έω].

κόσμιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κοσμιώτερος
Υπερθετικός κοσμιώτατος

1. αυτός που έχει καλή διάταξη, εύτακτος, μετρημένος: κοσμία δαπάνη = μετρημένη (συγκρατημένη) δαπάνη. κοσμία οἴκησις.

2. για πρόσωπα κόσμιος: δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κόσμιοι.

familyπαράγ. κοσμίως, κοσμιότης.

ΝΕ κόσμιος (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. κόσμ-ος + παρ. επίθ. -ιος].

κόσμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τάξη: ἀτάκτως καὶ οὐδενὶ κόσμῳ = ανοργάνωτα και χωρίς καμιά τάξη.

2. για κράτη πολίτευμα, κυβέρνηση: τὸν κόσμον μεθίστημι καὶ ἐς δημοκρατίαν τρέπω = αλλάζω το πολίτευμα και το μετατρέπω σε δημοκρατία.

3. κυριολεκτικά και μεταφορικά κόσμημα, στολίδι, στολισμός, τιμή.

4. ο κόσμος, το σύμπαν (σε αντίθεση προς το Χάος): ὁ περὶ τὴν γῆν ὅλος κόσμος = το όλο σύμπαν που περιβάλλει τη γη.

familyπαράγ. κοσμικός, κόσμιος, σύνθ. κοσμοκράτωρ.

ΝΕ κόσμος (με τη σημ. 4).

[αβέβ. ετυμ.].

κοῦφος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κουφότερος
Υπερθετικός κουφότατος

1. ελαφρός, ελαφρύς. βαρύς.

2. εύκολος, για κυβερνήτη καλότροπος.

3. μάταιος, ανύπαρκτος: εἶχόν τι κούφης ἐλπίδος = είχαν κάποιαν μάταιη ελπίδα.

4. για στρατό ελαφρά οπλισμένος, για καράβι ελαφρά φορτωμένος.

5. ελαφρός, μικρός: κοῦφα ἁμαρτήματα = μικρά σφάλματα.

familyπαράγ. κούφως, κουφότης, σύνθ. κουφολόγος, κουφολογία.

ΝΕ κούφιος (με τη σημ. 3).

[αβέβ. ετυμ.].

κράζω ΡΗΜΑ

Αόρ. β΄ ἔκραγον
Παρακ. με σημ. ενεστ. κέκραγα «κραυγάζω»
Υπερσ. ἐκεκράγειν

φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: πάντες ἅμα ἐκεκράγετε, ἐμανθάνετε δὲ οὐδὲν ἀλλήλων = φωνάζατε όλοι μαζί, δεν ακούγατε ο ένας τον άλλο.

ΝΕ κράζω.

[*κραγ-jω > κράζω, συγγεν. με κρώζ-ω, κόρ-αξ].

κρᾶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ανάμειξη: ἡ τῶν ἐναντίων κρᾶσις = ανάμειξη αντίθετων πραγμάτων.

family σύνθ. εὐκρασία.

ΝΕ κράση.

[παράγ. λ. *κρᾱ- (< κεράννυμι) + παρ. επίθ. -σις].

κράσπεδον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το άκρο ενός πράγματος (συνήθως υφάσματος ή ρούχου).

2. στον πληθ. τὰ κράσπεδα τα άκρα, τα όρια (στρατοπέδου, χώρας, βουνού κτλ.).

ΝΕ κράσπεδο (με τις ίδιες σημ.).

[σύνθ. λ. *κρᾱσ- (πβ. κάρᾱ «κεφαλή», κρανίον) + πέδον].

κρατέω -ῶ ΡΗΜΑ

Αόρ. ἐκράτησα
Παρακ. κεκράτηκα
Παθ. ενεστ. κρατοῦμαι
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. κρατήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκρατήθην
Παθ. παρακ. κεκράτημαι

1. με γενική είμαι κύριος (κυρίαρχος) κάποιου πράγματος, κυριαρχώ: σωφροσύνη τὸ κρατεῖν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν = «σωφροσύνη» (= εγκράτεια) είναι το να είναι κανείς κύριος των ηδονών και των επιθυμιών του, να κυριαρχεί στις ηδονές και τις επιθυμίες του.

2. υπερισχύω, επικρατώ: εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε = αν επικρατήσουν οι Πέρσες. νόμιμα δὲ τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν = επικράτησαν οι θεσμοί οι χαλκιδικοί. κρατῶ τῆς διαβολῆς = υπερισχύω της διαβολής.

3. με αιτ. νικώ κάποιον: τοὺς Σικανοὺς ἐκράτησαν μάχῃ = νίκησαν σε μάχη τους Σικανούς. = νικάω.

4. γίνομαι κύριος κάποιου πράγματος, λαμβάνω υπό την κατοχή μου κάτι: τῆς γῆς ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι.

familyπαράγ. κράτησις, κρατητής, κράτημα.

ΝΕ κρατώ «πιάνω, συλλαμβάνω κτλ.».

[παράγ. λ. κράτ-ος + παρ. επίθ. -έω].

κράτιστος, -τίστη, -τιστον ΕΠΙΘΕΤΟ

υπερθετικός βαθμός του επιθέτου handἀγαθὸς

1. ο πιο δυνατός, ο πιο ισχυρός: εἰ τοὺς κρατίστους ἐνικήσαμεν = εάν νικήσαμε τους πιο δυνατούς.

2. ο άριστος, ο πιο καλός: οἱ κράτιστοι = τα μέλη της αριστοκρατίας (ως πολιτικής τάξης, handἀγαθός, βέλτιστος). πάντων κτημάτων κράτιστον φίλος σαφής = το πιο καλό από όλα τα αποκτήματα είναι ένας αξιόπιστος φίλος.

3. ο άριστος, ο πιο καλός, ο πιο ικανός: ἐν τοῖς πολεμικοῖς τοὺς κρατίστους ἐξευρίσκω = βρίσκω τους πιο καλούς στα πολεμικά.

[*κρατ- (κρατύς) + παρ. επίθ. -ιστος].

κράτος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δύναμη, ισχύς.

  • κατὰ κράτος α. με όλες τις δυνάμεις κάποιου: κατὰ κράτος ἡ Ποτείδαια ἐπολιορκεῖτο = πολιορκούσαν την Ποτείδαια με όλες τις δυνάμεις τους. β. με έφοδο: πόλιν κατὰ κράτος αἱρῶ = κυριεύω μια πόλη με έφοδο.

2. εξουσία: μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος = μεγάλο πράγμα η εξουσία επί της θαλάσσης, η κυριαρχία στη θάλασσα.

3. υπεροχή: κράτος πολέμου καὶ νίκη = υπεροχή στον πόλεμο και νίκη.

familyπαράγ. κρατιστεύω, κρατύνω.

ΝΕ κράτος «η εξουσία του κράτους» & λόγ. φρ. κατὰ κράτος (με τις σημ. 1).

[*κρατ- + παρ. επίθ. -ος, πβ. αρχ. ινδ. krátu- «βία»].

κρατύνω ΡΗΜΑ

στην ενεργ. ή μέση φωνή κρατύνω & κρατύνομαι ενισχύω, ενδυναμώνω: κρατύνω τὴν πόλιν, τὰ τείχη = ενισχύω την πόλη, τα τείχη. τὰς ἐς σφᾶς αὐτοὺς πίστεις ἐκρατύναντο = ενίσχυσαν τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη.

[παράγ. λ. *κρατυ- (πβ. κρατύ-ς, κράτος) + παρ. επίθ. -νω].

κρείττων, -ων, -κρεῖττον ΕΠΙΘΕΤΟ

ο αρχαίος αττ. τύπος είναι κρείσσων, συγκριτ. βαθμός του επιθέτου handἀγαθὸς

1. πιο δυνατός, πιο ισχυρός: τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον = το συμφέρον του ισχυροτέρου.

2. καλύτερος: οὐκ ἄλλος κρείττων παραμυθεῖσθαι τὰ θρέμματα = κανείς δεν είναι καλύτερος (από το βοσκό) στο να παρηγορεί τα ζώα.

3. με γεν. αυτός που ξεπερνά κάτι: πρᾶγμα μόνον ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον = το μοναδικό πράγμα που έχει ξεπεράσει αυτό που περιμέναμε. κρεῖττον λόγου τὸ κάλλος.

4. κύριος κάποιου πράγματος, αυτός που έχει την ικανότητα να ελέγχει κάποιον ή κάτι (τα πάθη του λ.χ.): κρείττων συμμάχων. κρείττων ἡδονῶν. κρείσσων χρημάτων = που δεν υποκύπτει στον πειρασμό της δωροδοκίας.

[*κρέτ- + παρ. επίθ. -jων > κρείσσων, κρείττων, πβ. κράτος].

κρεμάννυμι & κρεμαννύω ΡΗΜΑ

Μέλλ. κρεμῶ (-ᾷς, -ᾷ)
Αόρ. ἐκρέμασα
Παθ. ενεστ. κρέμαμαι
Παθ. παρατ. ἐκρεμάμην
Παθ. αόρ. ἐκρεμάσθην

1. κρεμώ κάτι: τὴν ἀσπίδα κρεμάννυμι.

2. κρεμώ κάποιον, τον απαγχονίζω.

3. παθ. φωνή κρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.

familyπαράγ. κρεμάθρα, κρεμαστός.

ΝΕ κρεμώ (με τις σημ. 1, 2).

[παράγ. λ. *κερ-, *κρεμ- «κρεμώ» + παρ. επίθ. -*ασ- + νυ + -μι].

κρίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκρινον
Μέλλ. κρινῶ
Αόρ. ἔκρινα
Παρακ. κέκρικα
Μέσ. μέλλ. κάποτε με παθ. σημ. κρινοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐκρινάμην
Παθ. μέλλ. κριθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκρίθην
Παθ. παρακ. κέκριμαι

1. χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω: κρίνω τὸ ἀληθές τε καὶ μή = ξεχωρίζω το αληθές και το μη αληθές.

2. σε συνθήκες ερίδων, διαφορών, δίκης, διλήμματος, διαγωνισμού και γενικά σε καταστάσεις όπου πρέπει κανείς να διακρίνει μεταξύ δύο ή περισσότερων εμπλεκομένων μερών κρίνω: κρίνω τὸ δίκαιον. κρίνω περί τινος.

3. κρίνω κάτι προσπαθώντας να προσδιορίσω την αξία του: πρὸς ἀργύριον τὴν εὐδαιμονίαν κρίνω = κρίνω την ευτυχία με βάση τα χρήματα.

4. θεωρώ, κρίνω: τὴν πόλιν ἀθλιωτάτην ἔκρινας = έκρινες την πόλη αθλιότατη.

5. προκρίνω, προτιμώ: κρίνω Ἀπόλλω πρὸ Μαρσύου = προτιμώ τον Απόλλωνα από το Μαρσύα.

6. περνώ κάποιον από δίκη, δικάζω: κρίνω τινὰ προδοσίας = δικάζω κάποιον για προδοσία.

  • παθ. φωνή κρίνομαι δικάζομαι: κρίνομαι δώρων = δικάζομαι για δωροδοκία.

7. καταδικάζω.

  • παθ. φωνή κρίνομαι καταδικάζομαι.

familyπαράγ. κρίμα, κριτής, κρίσις, κριτήριον, κριτός, κριτικός.

ΝΕ κρίνω (με τις σημ. 2, 3, 4).

[παράγ. λ. *κρί- + παρ. επίθ. -ν + -jω, πβ. λατ. cernō «χωρίζω» < *crinō].

κρίσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κρίση, απόφαση: κατὰ κρίσιν ἐμὴν = κατά την κρίση μου.

2. με νομική σημ. δίκη: εἰς κρίσιν ἄγω τινά = οδηγώ κάποιον σε δίκη. = δίκη.

3. έκβαση, αποτέλεσμα ενός πράγματος: τὸ Μηδικὸν ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν = οι Περσικοί πόλεμοι είχαν ταχεία έκβαση (κρίθηκαν γρήγορα).

ΝΕ κρίση (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. *κρι- (< κρίνω) + παρ. επίθ. -σις].

κρούω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκρουον
Μέλλ. κρούσω
Αόρ. ἔκρουσα
Παρακ. κέκρουκα
Μέσ. μέλλ. κρούσομαι
Μέσ. αόρ. ἐκρουσάμην
Παθ. αόρ. ἐκρούσθην
Παθ. παρακ. κέκρου(σ)μαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκρούσμην

1. κτυπώ: κρούω τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα = κτυπώ τα όπλα το ένα πάνω στο άλλο.

2. κρούω τὴν θύραν κτυπώ την πόρτα. = κόπτω τὴν θύραν.

3. για ναύτες κρούομαι πρύμναν υποχωρώ.

familyπαράγ. κροῦσις, κρουστέον, κρουστικός.

ΝΕ στη φρ. «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. *κρευσ- , *κρουσ- + παρ. επίθ. -jω].

κτάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκτώμην
Μέλλ. κτήσομαι/κεκτήσομαι
Αόρ. ἐκτησάμην
Παθ. αόρ. ἐκτήθην
Παρακ. κέκτημαι & ἔκτημαι
Υπερσ. ἐκεκτήμην

1. αποκτώ.

2. για χάρη, ευγνωμοσύνη κτλ. κερδίζω: τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων κτήσει = θα κερδίσεις την εύνοια από τους Έλληνες.

3. για κακά πράγματα επισύρω επάνω μου κάτι: ἔχθραν κτῶμαι πρός τινα = επισύρω την εχθρότητα κάποιου.

4. στον παρακ. ή υπερσ. και στο μέλλ. κεκτήσομαι έχω αποκτήσει, έχω, κατέχω, έχω υπό την κατοχή μου: δεῖ μὴ μόνον κεκτῆσθαι τὰ τοιαῦτα ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ χρῆσθαι αὐτοῖς = πρέπει όχι μόνο να κατέχει κανείς τέτοια αγαθά αλλά και να τα χρησιμοποιεί.

familyπαράγ. κτῆμα.

[*κτᾱ-, *κτη- + -ομαι].

κτείνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκτεινον
Μέλλ. κτενῶ
Αόρ. ἔκτεινα
Παρακ. ἀπ-έκτονα

σκοτώνω, θανατώνω κυρίως διά νόμου: νόμον θὲς παρ' ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως = να θέσεις εκ μέρους μου νόμο, εκείνον που δεν μπορεί να συμμετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλης. = ἀποκτείνω.

family σύνθ. ἀποκτείνω.

[παράγ. λ. *κτεν- + παρ. επίθ. -jω].

κτῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. απόκτημα: πάντων κτημάτων κράτιστον φίλος σαφής = από όλα τα αποκτήματα το πιο καλό είναι ένας αξιόπιστος φίλος.

2. συχνά στον πληθ. κτήματα υλικά αγαθά, περιουσία.

ΝΕ κτήμα (και με τις δύο σημ.).

[παράγ. λ. *κτη- (κτά-ομαι) + παρ. επίθ. -μα].

κτῆσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. απόκτηση: ἡ φιλοσοφία κτῆσις ἐπιστήμης = η φιλοσοφία είναι απόκτηση γνώσης.

2. απόκτημα, οτιδήποτε αποτελεί ιδιοκτησία κάποιου.

familyπαράγ. κτήσιος.

ΝΕ κτήση (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *κτη- (κτάομαι) + παρ. επίθ. -σις].

κτίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκτιζον
Μέλλ. κτίσω
Αόρ. ἔκτισα
Παρακ. ἔκτικα
Παθ. μέλλ. κτισθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκτίσθην
Παθ. παρακ. ἔκτισμαι

για πόλεις κτίζω, ιδρύω: Σελινοῦντα κτίζουσιν = ιδρύουν το Σελινούντα.

familyπαράγ. κτίσις, κτίσμα, κτίστης.

ΝΕ κτίζω.

[παράγ. λ. *κτιδ- + παρ. επίθ. -jω].

κυβεύω ΡΗΜΑ

1. παίζω ζάρια: ἐν τοῖς σκιραφείοις κυβεύουσιν = παίζουν ζάρια στα τυχερά παιχνίδια.

2. μεταφορ. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω: κυβεύω περὶ τοῖς φιλτάτοις = παίζω στα ζάρια τα πιο αγαπημένα πράγματα, ριψοκινδυνεύω σε σχέση με αυτά.

ΝΕ σύνθ. διακυβεύω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. κύβ-ος «ζάρι» + παρ. επίθ. -εύω].

κύλιξ, -ικος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ποτήρι, συνήθως για κρασί: κύλικες πλήρεις οἴνου = ποτήρια γεμάτα κρασί. ἐπὶ τῇ κύλικι λέγω = μιλώ, αναπτύσσω θέμα, συνοδεύοντας το κρασί μου (ἐπικυλίκειος λόγος).

familyπαράγ. κυλίκιον, κυλίχνη.

[ομόρρ. με κάλυξ «ποτήρι», πβ. αρχ. ινδ. kalása «δοχείο»].

κυνηγέτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κυνηγός.

familyπαράγ. κυνηγέσιον «κυνήγι», κυνηγετικός.

[σύνθ. λ. κύων, κυν-ός + ἡγέτης (ἡγέομαι)].

κύπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔκυπτον
Μέλλ. κύψω
Αόρ. ἔκυψα
Παρακ. κέκυφα

σκύβω: κεκυφότες εἰς τραπέζας = σκυμμένοι πάνω σε τραπέζια.

ΝΕ σκύβω.

[παράγ. λ. *κυφ- (κυφός) + παρ. επίθ. -τ-ω].

κύριος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κυριώτερος
Υπερθετικός κυριώτατος

1. για πρόσωπα αυτός που έχει εξουσία ή κυριότητα επάνω σε κάποιο πράγμα: κυριώτατοι τοῦ ἱεροῦ = αυτοί που έχουν την απόλυτη κυριότητα του ιερού. κύριος καταλύσεως τοῦ πολέμου = αυτός που στο χέρι του είναι ο τερματισμός του πολέμου.

2. κύριός εἰμι + απαρέμφ. ή μετοχή έχω την εξουσία ή το δικαίωμα να κάνω κάτι: οἱ δικασταὶ κύριοι ἀπολέσαι αὐτούς = οι δικαστές έχουν το δικαίωμα να τους καταστρέψουν αυτούς. κύριός εἰμι πριάμενος καὶ πωλῶν = έχω το δικαίωμα να αγοράζω και να πουλώ.

3. για πράγματα έγκυρος: κύριος νόμος. ἄκυρος.

familyπαράγ. κυριεύω, κυριακός, κυριότης, κυρίως.

ΝΕ κύριος (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. κῦρ-ος + παρ. επίθ. -ιος].

κῦρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η ανώτατη εξουσία: αἱ τέσσαρες βουλαὶ τῶν Βοιωτῶν αἵπερ ἅπαν τὸ κῦρος ἔχουσιν = οι τέσσερεις βουλές των Βοιωτών, οι οποίες έχουν την ανώτατη εξουσία.

familyπαράγ. κύριος, κυρόω.

ΝΕ κύρος «αντικειμενική αξία, γενική αναγνώριση προσώπου».

[*κεF- (πβ. κυέω «εγκυμονώ»)].

κυρόω -ῶ ΡΗΜΑ

1. επικυρώνω: ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῦτα διελύθη = η συνέλευση του δήμου επικύρωσε αυτά και διαλύθηκε.

2. στη μέση φωνή κυροῦμαι πετυχαίνω τους σκοπούς μου: λόγῳ κυροῦται τὰ πάντα ἡ ἀστρονομία = η αστρονομία πετυχαίνει όλους τους στόχους της με τη λογική.

familyπαράγ. κύρωσις.

ΝΕ σύνθ. επικυρώνω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. κῦρ-ος + παρ. επίθ. -όω].

κύων, κυνός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

σκύλος αρσενικός ή θηλυκός.

familyπαράγ. κυνικός.

[*κFον- > κύων, γεν. κυνός = αρχ. ινδ. súnas].

κώδων, -ωνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κουδούνι.

familyπαράγ. κωδωνίζω.

ΝΕ κουδούνι.

[αβέβ. ετυμ.].

κώλυμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

εμπόδιο. = κωλύμη.

ΝΕ κώλυμα.

[παράγ. λ. κωλύ-ω + παρ. επίθ. -μα].

κωλύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐκώλυον
Μέλλ. κωλύσω
Αόρ. ἐκώλυσα
Παρακ. κεκώλυκα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. κωλύσομαι
Παθ. μέλλ. κωλυθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐκωλύθην
Παθ. παρακ. κεκώλυμαι
Παθ. υπερσ. ἐκεκωλύμην

1. εμποδίζω: κωλύω τινά τινός = εμποδίζω κάποιον από κάτι. κωλύω τινὰ (μὴ) ποιεῖν τι = εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. κωλύω τὴν πάροδον = εμποδίζω τη διέλευση.

2. συχνά στο γ΄ πρόσωπο οὐδὲν κωλύει τίποτε δεν εμποδίζει, κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει, καμία αντίρρηση δεν υπάρχει, κανένα πρόβλημα: τό γ' ἐμὸν οὐδὲν κωλύει = από την πλευρά μου δεν υπάρχει καμία αντίρρηση.

familyπαράγ. κώλυμα, κωλύμη, κώλυσις, κωλυτέον, σύνθ. παρακωλύω.

ΝΕ κωλύω (λόγ., με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ.].

κώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χωριό ατείχιστο ή οικισμός ατείχιστος.

2. για πόλη συνοικία.

familyπαράγ. κωμήτης.

ΝΕ κώμη «οικισμός με έκταση και πληθυσμό μεγαλύτερο από χωριό και μικρότερο από πόλη».

[παράγ. λ. *κω- (< *κει- < κεῖμαι) + παρ. επίθ. -μη, πβ. λιθ. kiēmas «κώμη»].

κῶμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γλέντι, διασκέδαση: δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι = δείπνα και διασκεδάσεις με αυλητρίδες.

familyπαράγ. κωμάζω, κωμικός.

[αβέβ. ετυμ., ίσως *κωμ-, πβ. κώμη].

κωφός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός κωφότερος
Υπερθετικός κωφότατος

1. για πράγματα αθόρυβος: κωφὸς λιμήν = αθόρυβο λιμάνι (για τα βαθιά νερά του).

2. αυτός που δεν ακούει, κουφός.

3. αυτός που δε μιλά, βουβός, άλαλος: κωφὸν πρόσωπον = βουβό πρόσωπο.

4. αμβλύνους, βλάκας, ηλίθιος: τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν ποιῶ = καθιστώ την ψυχή διανοητικά ασθενή.

familyπαράγ. κωφάω, κωφεύω, κωφόω, κωφότης, κώφωσις.

ΝΕ κουφός (με τη σημ. 2).

[πιθ. συγγεν. του κηφ-ήν].