ΙΙ, ι, ἰῶτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-ὶ ἴαμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*ἰα- (< ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -μα]. ἰάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ
θεραπεύω, γιατρεύω: ἰῶμαι τοὺς κάμνοντας = θεραπεύω τους αρρώστους.
παράγ. ἴαμα, ἰάσιμος, ἴασις, Ἰασώ, ἰατός, ἰατρός, σύνθ. ἀνίατος, δυσίατος. [*ἰά- + -ομαι, πιθ. συγγ. με το ἰαίνω (*ἰ(σ)αν- jω), ομόρρ. με αρχ. ινδ. isanyati «θέτω σε κίνηση»]. ἰάσιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
[παράγ. λ. *ἰασ- (πβ. ἴασ-ις < ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -ιμος]. ἴασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ίαση (λόγ.). [παράγ. λ. *ἰα- (< ἰάομαι-ῶμαι) + παρ. επίθ. -σις]. ἰδέα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εξωτερική εμφάνιση (ορατή μορφή, σχήμα, όψη) ανθρώπου ή πράγματος: τὴν ἰδέαν πάνυ καλός = πολύ ωραίος στην εξωτερική εμφάνιση. τὸ μέγεθος καὶ ἡ ἰδέα = το μέγεθος και η μορφή (το σχήμα). 2. είδος: πολλαὶ ἰδέαι πολέμων = πολλά είδη πολέμων. 3. στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, πληθ. ἰδέαι οι ιδεώδεις μορφές εννοιών ή πραγμάτων. Επίσης και στον ενικό ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέα = η ιδεώδης μορφή του καλού. ΝΕ ιδέα «ιδεατή σύλληψη μιας έννοιας». [*Fειδ-, πβ. λατ. video, ΙΕ *wid-]. ἰδίᾳ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. ἴδιος + παρ. επίθ. -ᾳ]. ἴδιος, -ία & -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ιδιωτικός, ατομικός, προσωπικός: πλοῦτος ἴδιος καὶ δημόσιος. ≠ κοινός, δημόσιος. 2. δικός μου: τὸ χωρίον τοῦτο ἡμέτερον ἴδιόν ἐστι = αυτό το κτήμα είναι δικό μας. ≠ ἀλλότριος «ξένος».
3. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων τούτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία = στο καθένα από τα ονόματα αυτά υπόκειται κάποια ξεχωριστή ουσία. παράγ. ἰδίᾳ, ἰδίως, ἰδιάζω, ἰδιότης. ΝΕ ί-δι-ος (με τρεις συλλαβές) σε λόγιας
προέλευσης φράσεις, με τη σημ. 1. Επίσης ίδ-ιος
(με δύο συλλαβές) «το αυτό πρόσωπο ή
πράγμα».
[αρχαιότερος τύπος *Fhέδιος, ίσως από το *σF- έδ-ιος, πβ. λατ. sed, sē-paro, αργολ. Fhεδιέστας «ιδιώτης»)]. ἰδιωτεύω ΡΗΜΑ 1. περιορίζομαι στην ιδιωτική μου σφαίρα. ≠ δημοσιεύω «ασχολούμαι με τα κοινά», πολιτεύομαι, ἄρχω. 2. είμαι ανίδεος σε κάτι, άσχετος με κάτι: τῆς ἀρετῆς οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν = κανένας (πολίτης) δεν πρέπει να είναι ανίδεος σχετικά με την αρετή (να απέχει από την αρετή). παράγ. ἰδιωτεία. ΝΕ ιδιωτεύω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἰδιώτης + παρ. επίθ. -εύω]. ἰδιώτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σε αντίθεση προς το κράτος, την πόλη ο ιδιώτης, το μεμονωμένο άτομο: πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις = πολύτιμος και για τα κράτη και για τα επιμέρους άτομα. 2. αυτός που είναι αποτραβηγμένος στην ιδιωτική του σφαίρα, που δεν είναι αναμεμειγμένος στην πολιτική: ἀνὴρ ἰδιώτης. = πολιτευόμενος. 3. αυτός που δεν έχει ειδικές γνώσεις σε έναν τομέα: ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης (σε σχέση αντίθεσης, γιατρός και μη γιατρός). 4. ανίδεος σε κάτι, άσχετος. παράγ. ἰδιωτικός. ΝΕ ιδιώτης (με τις σημ. 1, 2). [παράγ. λ. ἴδιος + παρ. επίθ. -ώτης]. ἰδιωτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ατομικός, ιδιωτικός. ≠ δημόσιος, κοινός. 2. αυτός που γίνεται χωρίς ειδική κατάρτιση, ερασιτεχνικός: τὸ ἐμὸν παράδειγμα τοιοῦτον, ἰδιωτικὸν ἴσως = αυτό ήταν το δικό μου υπόδειγμα, ερασιτεχνικό ίσως. παράγ. ἰδιωτικῶς. ΝΕ ιδιωτικός (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ἰδιώτης + παρ. επίθ. -ικός]. ἱδρύω ΡΗΜΑ
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, τον εγκαθιστώ: ἱδρύσας τὸν στρατὸν ἡσύχαζε = αφού έβαλε το στρατό να στρατοπεδεύσει, περίμενε ήσυχος. 2. μέση φωνή ἱδρύομαι στήνω, ανεγείρω: ἱδρύομαι βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεῶν = ανεγείρω βωμούς και στήνω αγάλματα θεών. παράγ. ἵδρυμα, ἱδρυτέον. ΝΕ ιδρύω «κτίζω, δημιουργώ κτλ.». [*σεδρυ-jω, *σεδ-, πβ. ἕζομαι, στένωση ε > ι]. ἱερεῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ἱερέ- (< ἱερε-ύς) + επίθ. -ιον]. ἱερομηνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ./παράγ. ἱερός + μην- (μήν, μηνός) + παρ. επίθ. -ία]. ἱερομνήμων, -ονος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. ἱερός + μνήμων]. ἱερόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [επίθετο ἱερός, ἱερόν (ενν. οἴκημα)]. ἱερός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. θείος, ιερός (για πράγματα που τα δημιουργεί και τα ορίζει ο θεός): ἱερὸς ποταμός. 2. αυτός που είναι αφιερωμένος στους θεούς, αγιασμένος: ἱερὸς βωμός. ἱερὸν ἄλσος. 3. τόπος που προστατεύεται από κάποιο θεό: ἱεραὶ Ἀθῆναι. 4. ως ουσιαστικό τὰ ἱερά α. σφάγια: ἱερὰ τέλεια = σφάγια που βρίσκονται στην τέλεια ανάπτυξή τους. β. τα σημάδια που παρέχουν οι θυσίες: τὰ ἱερὰ καλὰ ἦν. γ. οι θρησκευτικές τελετές. παράγ. ἱερεῖον, ἱερόω -ῶ. ΝΕ ιερός (με τις σημ. 1,2,3). [*ιε- (eis-/is-, πβ. αρχ. ινδ. isyati «κινώ, βιάζομαι») + παρ. επίθ. -ρ-ός]. ἱερόσυλος, -ύλου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἱεροσυλία, ἱεροσυλέω -ῶ «κλέβω ιερά πράγματα». ΝΕ ιερόσυλος. [σύνθ. λ. ἱερόν + συλάω]. ἱεροφάντης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ./σύνθ. λ. ἱερός + *φαν- (φαίνω) + παρ. επίθ. -της]. ἵημι ΡΗΜΑ
συνήθως σύνθετο, ἀφίημι και ἐφίημι 1. αφήνω κάτι ή κάποιον ελεύθερο από περιορισμούς, αμολάω: οἱ πολέμιοι δείσαντες ἧκαν ἑαυτοὺς εἰς τὴν νάπην= οι εχθροί φοβήθηκαν και αμόλησαν τους εαυτούς τους προς τη δασώδη κοιλάδα. 2. για ήχους βγάζω, εκστομίζω: Δωρίδα γλῶσσαν ἵημι = μιλώ στη δωρική διάλεκτο. χορδαὶ μέλη ἱᾶσι = οι χορδές βγάζουν μελωδικούς ήχους. 3. ρίχνω κάτι μακριά: ἵημι βέλος = ρίχνω βέλος. = βάλλω, ῥίπτω.
σύνθ. ἀφίημι, ἐφίημι, παρίημι, συνίημι, προσίεμαι, ἐπαφίεμαι. [*jε-, *jη-, με αναδιπλ. *jι-jη-μι]. ἴθι ΡΗΜΑ 1. πήγαινε: ἴθι ἐς κόρακα = πήγαινε, άντε στον κόρακα. 2. ως επιφώνημα ενθάρρυνσης εμπρός! έλα!: ἴθι νῦν = έλα τώρα! = ἄγε. [ἴ-θι = αρχ. ινδ. i-hi]. ἱκανός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για πρόσωπα αυτός που έχει τη δύναμη, είναι σε θέση να πετύχει κάτι, ικανός: ἱκανὸς ζημιοῦν = έχει την ισχύ να τιμωρεί. 2. για πράγματα αρκετός, επαρκής: σώματος ἰσχὺς ἱκανὴ ἐπὶ τοὺς πόνους = σωματική δύναμη αρκετή για βαριές δουλειές. 3. επίρρημα ἱκανῶς α. αρκετά, επαρκώς. β. ἱκανῶς ἔχω είμαι αρκετός, επαρκώ. παράγ. ἱκανότης, ἱκανόω -ῶ, ἱκανῶς. ΝΕ ικανός (με τη σημ. 1). [*σ(ε)ικ-, *ἱκ- (πβ. ἵκ-ω, ἱκ-νέομαι-οῦμαι) + παρ. επίθ. -αν + παρ. επίθ. -ός, ομόρρ. με λιθ. siékiu «βρίσκω με το χέρι»]. ἱκνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
εύχρηστο ιδίως ως σύνθετο με προθέσεις ἀπὸ ἀφικνέομαι, ἐξ ἐξικνέομαι, ἐπὶ ἐφικνέομαι. πηγαίνω κάπου, φτάνω. [ἱκ-νέ-ομαι, *ἱκ-, ΙΕ αρχής]. ἱλαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
εύθυμος, χαρωπός: ἱλαραὶ ἀντὶ σκυθρωπῶν ἦσαν = ήταν εύθυμες αντί να είναι σκυθρωπές. = φαιδρός. παράγ. ἱλαρῶς, ἱλαρότης «ευθυμία». ΝΕ ιλαρός (λόγ.). [παράγ. λ. ἵλα-ος + παρ. επίθ. -ρός]. ἵλεως, -ως, -ων ΕΠΙΘΕΤΟ 1. για θεούς ευμενής, που έχει ευνοϊκή διάθεση για τους ανθρώπους: θεὸν ἐπικαλώμεθα, ὁ δὲ ἀκούσας ἵλεως ἡμῖν ἔλθοι = ας επικαλεστούμε το θεό και αυτός, αφού μας ακούσει, ας έρθει ευμενής απέναντί μας. 2. για ανθρώπους πράος, καλός: δέξαι με ἵλεως = να με δεχτείς με καλοσύνη. [*ἵληFος, ομόρρ. με *ἵλημι (μόνο στην προστ. ἵληθι) «είμαι ευμενής», *σλη-, *σλᾱ]. ἰλιγγιάω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ἴλιγγ-ος + παρ. επίθ. -ιάω. ἴλιγγος «ζάλη», *Fελ-, εἰλέω -ῶ «τυλίγω, συστρέφω», και εἴλιγγος, εἶλιγξ]. ἱμάτιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εξωτερικό ρούχο που φορούσαν πάνω από το χιτῶνα· αντιστοιχεί στο δικό μας πανωφόρι. 2. στον πληθ. ἱμάτια τα ρούχα. [υποκορ. του ἷμα/εἷμα < *Fεσ-μα *Fεσ-, πβ. *Fεσ-νυ-μι > ἕννυμι «ενδύω»]. ἵνα (Α) ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. με υποτακτική, όταν η κύρια πρόταση έχει ρήμα αρκτικού και μερικές φορές ιστορικού χρόνου για να: κύνας τρέφεις, ἵνα σοι τοὺς λύκους ἀπὸ τῶν προβάτων ἀπερύκωσιν = τρέφεις σκυλιά, για να σου απομακρύνουν τους λύκους από τα πρόβατα. 2. με ευκτική, όταν η κύρια πρόταση έχει ρήμα ιστορικού χρόνου: ἵνα μὴ ἀτελὴς ὁ λόγος γένοιτο... στάντες ἐν τῷ προθύρῳ διελεγόμεθα = για να μην το αφήσουμε στη μέση το θέμα, σταματήσαμε στην εξώπορτα και συζητούσαμε. 3. η αρνητική μορφή του ἵνα μὴ για να μη: οὗτος τὰ πλοῖα κατέκαυσε, ἵνα μὴ Κῦρος διαβῇ = αυτός έκαψε τα πλοία, για μην περάσει απέναντι ο Κύρος. 4. σε ελλειπτικές χρήσεις ἵνα τί; με ποιο σκοπό, προς τι; ὦ Μέλητε, ἵνα τί ταῦτα λέγεις; = με ποιο σκοπό τα λες αυτά, Μέλητε; ΝΕ να. [ επίρρ. ἵνα (Β)]. ἵνα (Β) ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όπου: ἐν ἀγορᾷ ἵνα ὑμῶν πολλοὶ ἀκηκόατε = και στην αγορά... όπου πολλοί από σας έχετε ακούσει (εμένα το Σωκράτη). 2. προς το μέρος όπου: ἵνα οἴχεται = προς την κατεύθυνση που πήρε φεύγοντας. [πιθ. *jo, *ji (συγγεν. του αναφορικού ὅς) + -να (επίθημα οργανικής πτώσης) = αρχ. ινδ. -na]. ἰός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*Fισ-ος, πβ. λατ. virus]. ἵππαρχος, -άρχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἱππαρχέω -ῶ, ἱππαρχία, ἱππαρχικός. [σύνθ. λ. ἵππος + ἄρχω]. ἱππεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ιππέας. 2. στον πληθ. ἱππεῖς οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη από τις τέσσερεις εισοδηματικές τάξεις στις οποίες υπάγονταν οι Αθηναίοι. Λέγονταν επίσης τριακοσιομέδιμνοι. (H ανώτατη εισοδηματική τάξη ήταν οι πεντακοσιομέδιμνοι, η δεύτερη οι ἱππεῖς, η τρίτη οι ζευγῖται και η τέταρτη και χαμηλότερη οι θῆτες). ΝΕ ιππέας. [παράγ. λ. ἵππ-ος + παρ. επίθ. -εύς]. ἱππεύω ΡΗΜΑ 1. είμαι επάνω σε άλογο, ιππεύω. 2. είμαι έφιππος στρατιώτης, υπηρετώ στο ιππικό: οἱ ἐπὶ τῶν Τριάκοντα ἱππεύσαντες = όσοι υπηρέτησαν στο ιππικό τον καιρό των Τριάκοντα. παράγ. ἱππεία. ΝΕ ιππεύω. [παράγ. λ. ἵππ-ος + παρ. επίθ. -εύω]. ἱππικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει σχέσεις με ιππείς ή με άρματα: ἱππικὸς ἀγών = ιπποδρομία ή αρματοδρομία. 2. αυτός που έχει πείρα στην ιππασία. ≠ ἄφιππος. 3. ως ουσιαστικό α. ἡ ἱππική (ενν. τέχνη) η τέχνη της ιππασίας. β. τὸ ἱππικὸν τμήμα έφιππων στρατιωτών, ιππικό. ΝΕ ιππικός, το ιππικό (με τη σημ. 3β). [παράγ. λ. ἵππ-ος + παρ. επίθ. -ικός]. ἵππος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. άλογο, ίππος: ἡ ἵππος = η φοράδα. 2. ἡ ἵππος το ιππικό: διακοσία ἵππος = ιππικό διακοσίων ιππέων. 3. ὁ δούρειος ἵππος το ξύλινο άλογο με το οποίο κατόρθωσαν οι Έλληνες να κυριεύσουν την Τροία. παράγ. ἱππεύς, ἱππεύω, ἱππικός, ἱππηδόν, ἱππότης «ιππέας», σύνθ. ἵππαρχος, ἱπποκόμος, ἱπποτρόφος. ΝΕ ίππος (λόγ., με τη σημ. 1). [*ekwo-, μυκην. ikwo > ἵππος, πβ. λατ. equus]. ἴσθι ΡΗΜΑ 1. προστακτική του ρήματος εἰμὶ να είσαι. 2. προστακτική του ρήματος οἶδα γνώριζε. Ἴσθμια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ κύριο όνομα πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούνταν προς τιμήν του Ποσειδώνα κάθε δύο χρόνια στον Ισθμό της Κορίνθου. [ουδ. πληθ. του Ἴσθμιος (< Ἰσθμός + παρ. επίθ. -ιος) (ενν. ἱερά)]. ἰσθμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. λωρίδα γης ανάμεσα σε δύο θάλασσες, στενή δίοδος. 2. Ἰσθμὸς ο Ισθμός της Κορίνθου. παράγ. Ἴσθμια, ἴσθμιος, ἰσθμοῖ «στον Ισθμό ή στα Ίσθμια», σύνθ. Ἰσθμιονίκης. ΝΕ ισθμός (με τη σημ. 1) & Ισθμός (με σημ. 2). [*ἰθ- + -μός > *ἰθμός > ἰσθμός (όπου το -σ- μένει ανερμήνευτο)]. ἰσομοιρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. ἰσόμοιρος (σύνθ. ἴσος + μοῖρα) + παρ. επίθ. -ία]. ἰσονομία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ισονομία (από τη ΝΕ σημ. απουσιάζει η πολιτική διάσταση του όρου και ισχύει μόνο η νομική). [παράγ. λ. ἰσόνομος (ἴσος + νόμος) + παρ. επίθ. -ία]. ἰσοπαλής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ 1. ισόπαλος στη μάχη. 2. γενικά ίσος στη δύναμη, στην αξία, στην αποτελεσματικότητα: ἦσαν πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις = ήταν ίσοι ως προς τον αριθμό με τους εχθρούς. παράγ. ἰσοπαλία. [σύνθ. λ. ἴσος + *παλ- (παλαίω) + -ής]. ἴσος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ίσος, αυτός που είναι ίδιος με κάποιον ή κάτι άλλο ως προς το μέγεθος, τη δύναμη, τον αριθμό: ἴσα τὸν ἀριθμόν = ίσα ως προς τον αριθμό. 2. αυτός που είναι ίσα μοιρασμένος ή κατανεμημένος
3. αυτός που βασίζεται στην ισότητα δικαιωμάτων τὴν πολιτείαν ἰσαιτέραν καθίστημι = καθιστώ το πολίτευμα πιο ισόνομο.
4. για πρόσωπα δίκαιος, αμερόληπτος: ἴσος δικαστής. 5. για έδαφος επίπεδος, ομαλός: εἰς τὸ ἴσον κατεβαίνω = κατεβαίνω στην πεδιάδα. 6. επιρρηματικές φράσεις α. ἴσα καὶ σαν: ἐν τῷ ἱερῷ ἐσμεν ἴσα καὶ ἱκέται = στο ιερό βρισκόμαστε σαν ικέτες. β. ἐξ ἴσου εξίσου: σέ τε καὶ τόνδε ἐξ ἴσου οἰκτίρομεν = λυπόμαστε εξίσου και σένα και αυτόν εδώ. παράγ. ἴσως, ἰσαίτερος, ἰσαίτατος, ἰσότης, ἰσάζω, σύνθ. ἰσοβαρής, ἰσοσκελής, ἄνισος. ΝΕ ίσος (με τη σημ. 1). [*FίτσFoς, ΙΕ *weid-s-wos (πβ. εἶδος) «ισόμορφος»]. ἰσοτελής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. ἰσοτέλεια. [σύνθ. λ. ἴσος + *τελεσ- (τέλος) + -ής]. ἰσόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. κάνω κάτι ίσιο, το ισιώνω. 2. παθ. φωνή ἰσοῦμαι γίνομαι ίσος ή όμοιος με κάποιον άλλο, εξισώνομαι ή εξομοιώνομαι: οὔτε κρείττω οὔτε ἰσούμενον ἀνέξομαι αὐτόν = δε θα ανεχτώ να γίνει ούτε ανώτερος ούτε όμοιος με μένα. ΝΕ στο σύνθ. εξισώνω. [παράγ. λ. ἴσος + παρ. επίθ. -όω]. ἰστέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
[*ἰστ- (< ἵστωρ, ἱστορέω) + παρ. επίθ. -έος, *Fειδ-]. ἵστημι ΡΗΜΑ
Α. στους χρόνους της ενεργ. φωνής που έχουν μεταβ. σημ. 1. στήνω κάτι όρθιο, στήνω: ἵστημι ἀνδριάντα/τρόπαια. ἔστησαν τεῖχος = ύψωσαν τείχος. 2. τοποθετώ: τελευταίους ἔστησεν αὐτούς = αυτούς τους τοποθέτησε στο τέλος (της παράταξης). 3. κάνω κάποιον να σταματήσει, τον ακινητοποιώ ή τον αναχαιτίζω: ἔστησαν τὴν φάλαγγα = σταμάτησαν τη φάλαγγα. 4. βάζω κάτι επάνω στη ζυγαριά, το ζυγίζω: ἵστημι τὸν χαλκόν.
Β. στην παθ. φωνή ἵσταμαι και στους αμετάβ. χρόνους της ενεργ. φωνής (αόρ. β΄, παρακ., υπερσ.) 1. στέκομαι: σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη… = αφού στάθηκε λοιπόν ο Παύλος στη μέση του Αρείου Πάγου είπε…
2. σταματώ να κινούμαι ή μένω ακίνητος: ἄγε δὴ στῶμεν = έλα λοιπόν, ας σταματήσουμε.
3. για δήλωση χρόνου μὴν ἱστάμενος, μεσῶν, φθίνων η αρχή, τα μέσα, το τέλος του μήνα. παράγ. ἱστός, στήμων, στάσις, στατήρ, σταθμός, στήλη, σύνθ. ἀνίστημι, ἀνθίστημι, ἀφίστημι. ΝΕ στήνω (με τη σημ. Α1). [*σι-στη-μι, από *στᾱ-, ΙΕ αρχής, πβ. αρχ. ινδ. á-sthā-m = ἔ-στην]. ἱστορία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η έρευνα: ἡ περὶ φύσεως ἱστορία = η έρευνα γύρω από τη φύση. 2. οι γνώσεις που προκύπτουν από την έρευνα, η πληροφόρηση: μεγάλ' ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν = μεγάλη ωφέλεια θα έχετε από την πληροφόρησή σας για τις δημόσιες υποθέσεις. 3. η καταγραφή των αποτελεσμάτων της έρευνας, διήγηση, ιστορική διήγηση, ιστορία. παράγ. ἱστορέω «ερευνώ, ρωτώ να μάθω». ΝΕ ιστορία (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. ἱστορέω (ἵστωρ, *Fειδ-, εἶδος, οἶδα) + παρ. επίθ. -ία]. ἰσχνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
για πρόσωπα αδύνατος, αδύναμος. παράγ. ἰσχναίνω. ΝΕ ισχνός. [πιθ. από *σι-σκ-νος, πβ. λατ. secus «ξηρός», ΙΕ *sisqu-, αρχ. περσ. hišku «ξηρός»]. ἰσχυρίζομαι ΡΗΜΑ
1. ενεργοποιώ, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, την ισχύ μου, τη δύναμή μου: ἄνθρωπος οὐδενὸς ἄξιος πλὴν ἴσως τῷ σώματι ἰσχυρίσασθαι = άνθρωπος ανίκανος να κάνει οτιδήποτε εκτός ίσως από το να αξιοποιήσει τη σωματική του ισχύ. 2. εκδηλώνω δύναμη, επιμονή, καθώς λέω κάτι, επιμένω σε κάτι, το υποστηρίζω με επιμονή: ἰσχυρίζομαι ὅτι Ἱππίας πρεσβύτατος ὢν ἦρξε = (εγώ ο Θουκυδίδης) υποστηρίζω με επιμονή ότι ο Ιππίας (και όχι ο Ίππαρχος) σε γεροντική ηλικία ανέλαβε την εξουσία. 3. βασίζω την εσωτερική μου δύναμη σε κάτι, έχω πεποίθηση σε κάτι, το εμπιστεύομαι: ἰσχυρίζομαι τῷ νόμῳ. ΝΕ ισχυρίζομαι (με τη σημ. 1). [ἰσχυρ-ός + παρ. επίθ. -ίζ-ομαι]. ἰσχυρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. δυνατός, ρωμαλέος: ἰσχυρὸς ἀνήρ. ἰσχυρὰ φάλαγξ. = ῥωμαλέος. 2. αυτός που έχει πολιτική ισχύ, εξουσία: οἱ ἰσχυροὶ ἐν ταῖς πόλεσιν = όσοι ασκούν εξουσία στις πόλεις. 3. για πράγματα πολύ δυνατός: ἰσχυρὸς γέλως = δυνατό γέλιο. ἰσχυρὸν νόσημα = βαριά αρρώστια. 4. επίρρημα ἰσχυρῶς α. με κάθε δύναμη: ἰσχυρῶς ἔγκειμαι = επιτίθεμαι με κάθε δύναμη. β. πάρα πολύ, υπερβολικά: ἰσχυρῶς χρήμασιν ἥδεται = ευχαριστείται υπερβολικά με τα χρήματα. παράγ. ἰσχυρίζομαι. ΝΕ ισχυρός (με τις σημ. 1, 2, 3). [παράγ. λ. ἰσχύ-ς + παρ. επίθ. -ρός]. ἰσχύς, -ύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δύναμη του σώματος: τὴν ἰσχὺν δεινά σώματα = σώματα φοβερά ως προς τη δύναμή τους. = ῥώμη. 2. εξουσία, ισχύς: ἡ τῶν θεῶν ἰσχύς. 3. βία: ἰσχύϊ κατεῖχον τὸ πλῆθος = συγκρατούσαν το λαό με τη βία. παράγ. ἰσχυρός. ΝΕ ισχύς (με τη σημ. 2). [πιθ. *σεχ- του ἔχω, *σί-σχ-ω > ἴσχω + -ύς > ἰσχύς]. ἰσχύω ΡΗΜΑ
1. έχω σωματική δύναμη: ζῶν καὶ ἰσχύων = ζωντανός και δυνατός. = ῥώννυμαι. ≠ ἀσθενέω -ῶ. 2. έχω πολιτική ισχύ και εξουσία, επιβάλλομαι στους άλλους, είμαι ισχυρός: τῆς προσόδου, δι' ἣν ἰσχύομεν, στερήσεσθε = θα στερηθείτε τα έσοδα, χάρη στα οποία είμαστε ισχυροί πολιτικά. ἰσχύομεν πρὸς τοὺς πολεμίους τῷδε = είμαστε ισχυροί απέναντι στους εχθρούς μας χάρη σε αυτό. ΝΕ ισχύω «έχω κύρος, αληθεύω κτλ.». [ἰσχύ-ς + παρ. επίθ. -ω]. ἴσως ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με τον ίδιο τρόπο, κατά τρόπο ίσο. 2. με ισότητα, με δικαιοσύνη: ἴσως λαμβάνω τι = παίρνω κάτι με ίση, δίκαιη μοιρασιά. 3. πιθανώς, ίσως: οὐκ ἴσως, ἄλλ' ὄντως = όχι πιθανόν, αλλά πράγματι. ΝΕ ίσως (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. ἴσος + παρ. επίθ. -ως]. ἰταμός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
θρασύς, απερίσκεπτος: ἰταμὸν ἡ πονηρία = η πανουργία είναι πράγμα θρασύ και αδίστακτο. παράγ. ἰταμότης. ΝΕ ιταμός. [*ει-, εἶμι, *ἰτ- (< εἶμι) + παρ. επίθ. -αμός]. ἰχθύς, -ύος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ψάρι.
2. στον πληθ. οἱ ἰχθύες η ψαραγορά της Αθήνας. ΝΕ ιχθύς (λόγ., με τη σημ. 1). [ι- προθεματικό + -χθ-, πβ. αρμεν. yu-kn «ψάρι»]. ἴχνος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. ἰχναῖος, ἴχνιον, σύνθ. ἰχνηλάτης, ἰχνοπέδη, ἰχνοσκοπέω -ῶ. ΝΕ ίχνος (λόγ.) & χνάρι (λαϊκό, < * ἰχνάριον). [αβέβ. ετυμ., *ἰχ- + παρ. επίθ. -νος, όπως σμῆνος]. |