ΓΓ, γ, γάμμα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
γαῖα, γαίης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ποιητικός τύπος της λέξης γῆ. χώμα: γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν = ας είναι ελαφρό το χώμα σου (ευχή την ώρα που ενταφιάζεται ο νεκρός).
[*γαFjα, γῆ, αβέβ. ετυμ.]. Γαῖα, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*γαFjα, γῆ, αβέβ. ετυμ.]. γαλῆ, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*γαλέjᾱ > γαλῆ, ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. girikā «ποντίκι», αρχικά όνομα της νυφίτσας που ως οικόσιτο ζώο χρησίμευε για το κυνήγι των ποντικιών]. γαμέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. για τον άντρα παίρνω γυναίκα, νυμφεύομαι: οὗτος γήμας Λυσιδίκην ἐποίησεν παῖδας ἐξ αὐτῆς δύο = αυτός, αφού παντρεύτηκε τη Λυσιδίκη, έκανε από αυτήν δύο παιδιά. = ἄγομαι γυναῖκα. 2. για τη γυναίκα παθ. φωνή γαμοῦμαι παντρεύομαι: γαμοῦμαι, ἡ τάλαινα, βίᾳ = παντρεύομαι, η δυστυχισμένη, παρά τη θέλησή μου. παράγ. γαμήλιος, γαμβρός, σύνθ. νεόγαμος. [παράγ. λ. *γάμ- (πβ. γάμ-ος) + παρ. επίθ. -έω]. Γαμηλιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *γαμήλ(ι)- (πβ. γαμήλ-ιος, γαμήλευμα «γάμος») + παρ. επίθ. -ών]. γὰρ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. αιτιολογικός διότι, επειδή, γιατί: μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον = μην κατηγορήσεις κανένα για τις συμφορές του, γιατί η τύχη είναι ίδια για όλους μας και το μέλλον άγνωστο. 2. επεξηγηματικός δηλαδή: ὅμως δὲ λεκτέα ἃ γιγνώσκω, ἔχει γὰρ ἡ χώρα πεδία κάλλιστα = αλλά όμως πρέπει να πω όσα γνωρίζω, έχει δηλαδή η χώρα πολύ ωραίες πεδιάδες. [σύνθ. γε + ἄρα]. γαστήρ, γαστρός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. γάστρων «κοιλαράς», σύνθ. γαστρί-μαργος. ΝΕ γαστέρα «κοιλιά». [αβέβ. ετυμ., ίσως από το *γρα-στήρ < γράω «χωνεύω»]. γε ΕΓΚΛΙΤΙΚΟ ΜΟΡΙΟ 1. συχνά με αντωνυμίες τουλάχιστον, πάντως, εν πάση περιπτώσει: ἔγωγε = εγώ τουλάχιστον. 2. με βεβαιωτική σημασία πάντως: ὅτι ἤκουσά γε ταῦτα, εὖ οἶδα = ότι πάντως τα άκουσα αυτά, είμαι βέβαιος. [αβέβ. ετυμ., ΙΕ αρχής]. γέγηθα ΡΗΜΑ παρακ. του ρήματος γηθέω με σημασία ενεστώτα. χαίρομαι: φαιδρὸς καὶ γεγηθώς = εύθυμος και χαρούμενος. = χαίρω. ≠ λυπέομαι, ἄχθομαι. παράγ. γηθοσύνη «χαρά», γηθόσυνος «χαρούμενος». [*γᾱθ-, πβ. λατ. gaudeo]. γελάω ΡΗΜΑ
γελώ: γελῶ ἐπί τινι = κοροϊδεύω κάποιον. ΝΕ γελώ. [*γελ-, συγγεν. με γαλ-ήνη (διαφορετικό φωνήεν, α-ε)]. γέλως, -ωτος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γέλιο: κινῶ τὸν γέλωτα = προκαλώ το γέλιο. γέλωτα ὀφλισκάνω = προκαλώ σε βάρος μου τα γέλια.
2. η αιτία που προκαλεί γέλιο, ο περίγελος: γέλως γίγνομαί τινι = γίνομαι περίγελος σε κάποιον. σύνθ. γελωτοποιός, κλαυσίγελως «κλάμα και γέλιο μαζί». [*γελω- (πβ. γελάω -ῶ) + -ς]. γένειον, -είου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. γενειάς. ΝΕ γένι. [*γενεF- (< γένυς, -υος, ἡ «σαγόνι») + παρ. επίθ. -ιον]. γένεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αρχή, προέλευση: ἡ γένεσις τοῦ Οὐρανοῦ. 2. δημιουργία, κατασκευή: γένεσις πύου. γένεσις ἱματίων. ΝΕ γένεση (με τη σημ. 1). [*γενε- (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -σις]. γενναῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει υψηλή, αριστοκρατική, καταγωγή. 2. για πράγματα καλός στο είδος του: γενναῖα σῦκα. παράγ. γενναίως, γενναιότης, σύνθ. γενναιοπρεπής. ΝΕ γενναίος (που αντιστοιχεί σημασιολογικά όχι στο αρχαίο γενναῖος αλλά στο ἀνδρεῖος). [παράγ. λ. γέννα «γέννηση» (< γίγνομαι) + παρ. επίθ. -αῖος]. γένος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συγγένεια εξ αίματος: γένει υἱός = γιος εξ αίματος (και όχι από υιοθεσία). 2. απόγονος ή απόγονοι: ἐκεῖνοι καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ' ἐκείνων = εκείνοι και οι απόγονοί τους. 3. φυλή, φύλο: τὸ δωρικὸν γένος. 4. σύνολο ανθρώπων με την ίδια περίπου ηλικία, γενιά: τὸ χρυσοῦν γένος = η (μυθική) γενιά των εκλεκτών ανθρώπων. παράγ. γενικός. ΝΕ γένος (με τις σημ. 2, 3). [*γενε-σ- (< γίγνομαι) και με τροπή του ε σε ο > γένο-ς]. γεραιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. μόνο στην ποίηση χρησιμοποιείται με τη σημ. γέρος, σεβάσμιος. 2. στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται στον πληθ. με πολιτική σημασία οἱ γεραιοί η γερουσία, οι προύχοντες. [*γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος]. γεραίρω ΡΗΜΑ
τιμώ κάποιον με δώρα και γενικότερα τιμώ: γεραίρω δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς = τιμώ με δώρα και με όλες τις τιμές. παράγ. γεραρός. [παράγ. λ. *γεραρ- (πβ. γεραρός) + παρ. επίθ. -jω > *γεράρ-jω > γεραίρω]. γέρας, γέρως, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. γεράσμιος, σύνθ. γερασφόρος. [γέρα-ς, γῆρα-ς, πβ. αρχ. ινδ. jarás- «ηλικία»]. γερουσία, -ας ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ γερουσία. [παράγ. λ. *γεροντ- (πβ. γέρων, -οντος) + παρ. επίθ. -ία > *γερονσία > γερουσία]. γέρων, -οντος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γέροντας: οὕτως ἀνόητος ἐγεγενήμην καὶ γέρων; = τόσο ανόητος έγινα και τόσο γέρασα; ≠ νέος, ἔφηβος. 2. οἱ γέροντες οι προύχοντες. παράγ. γερόντειος, γερουσία. ΝΕ γέρος (με τη σημ. 1). [αρχικά τύπος μετοχής *γεροντ-, πβ. αρχ. ινδ. járant- = γέρος]. γεύω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάποιον να γευτεί κάτι. 2. μέση φωνή γεύομαι δοκιμάζω κάποια τροφή, γεύομαι: γεύομαι μέλιτος.
παράγ. γεῦσις, γεῦμα, σύνθ. ἄγευστος. ΝΕ γεύομαι (με τη σημ. 2). [*γεύσ-, λατ. gust-are]. γεωργέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ασχολούμαι με τη γεωργία, είμαι γεωργός: ἐγεώργουν ἐν τῇ Νάξῳ. 2. καλλιεργώ: γεωργῶ γῆν/ἀγρόν. [παράγ. λ. γεωργ-ός + παρ. επίθ. -έω]. γῆ, γῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η γη, σε αντιδιαστολή προς τον ουρανό ή τη θάλασσα, η στεριά: κατὰ γῆν = από την ξηρά. κατὰ γῆς = κάτω από τη γη. ποῦ γῆς; = σε ποιο μέρος της γης; τῆς γῆς ἐκράτουν οἱ Μυτιληναῖοι = τη στεριά είχαν υπό την κατοχή τους οι Μυτιληναίοι (σε αντίθεση με τη χρήση της θάλασσας). 2. χώρα: ἐκ τῆς ἐμαυτοῦ γῆς = από τη χώρα μου. 3. χώμα.
παράγ. γήινος, σύνθ. γηγενής, γήπεδον. ΝΕ γη (με τις σημ. 1, 2). [*γᾱFjα και γαῖα]. γηραιός, -ὰ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [*γερα- (πβ. γῆρα-ς, γέρ-ων) + παρ. επίθ. -ιος]. γῆρας, γήρως, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. γηραιός. ΝΕ γηρατιά. [αρχικά γέρας = η γεροντική ηλικία (που εξελίχθηκε σημασιολογικά σε βραβείο των γηρατιών, πβ. γέρων) και έπειτα γῆρας με τροπή του ε σε η κατά τα αντίθετα ἥβη, ἡβάω]. γηράσκω & γηράω ΡΗΜΑ
γερνώ, αρχίζω να γίνομαι γέρος. ≠ νεάζω, ἡβάσκω.
σύνθ. ὑπεργηράσκω. ΝΕ γερνώ. [γῆρα-ς + παρ. επίθ. -σκω]. γίγνομαι ΡΗΜΑ
αποθετικό ρήμα 1. για πρόσωπα γεννιέμαι: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο = από το Δαρείο και την Παρυσάτιδα γεννιούνται δύο παιδιά.
2. φτάνω: ἐγένετο εἰς Ἀθήνας. 3. γίνομαι, αποδεικνύομαι: ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοῦ = να φανείς ενάρετος άνθρωπος. 4. για πράγματα παράγομαι: ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος = το σιτάρι που παράγεται στη χώρα μας. 5. συμβαίνω: ἐγένετο μάχη = έγινε μάχη. τὸ γενόμενον = το γεγονός.
6. με γενική της αξίας αξίζω: ὀβολοῦ γίγνεται = έχει την αξία ενός οβολού. 7. το ρήμα γίγνομαι χρησιμοποιείται, όπως και στα νέα ελληνικά, σε πολλές εκφράσεις: γίγνομαι διὰ λόγων = λέγω. δι' ὀργῆς γίγνομαι = οργίζομαι. παράγ. γενεά, γένος, γένεσις σύνθ. συγγίγνομαι, παραγίγνομαι, περιγίγνομαι. ΝΕ γίνομαι (με τις σημ. 4, 5). [*γι-γ(ε)ν-ομαι, ομόρρ. με λατ. gignō, πβ. αρχ. ινδ. jajána = γέγονα]. γιγνώσκω ΡΗΜΑ
1. για αισθητηριακή αντίληψη γνωρίζω, αντιλαμβάνομαι: ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι γιγνώσκετε αὐτὸν ἅπαντες = εγώ ξέρω ότι τον γνωρίζετε όλοι. γνῶθι σαυτόν = γνώρισε τον εαυτό σου (επίγραμμα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς). γνόντες οὐδεμίαν σφίσι τιμωρίαν οὖσαν = όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν έχουν καμία βοήθεια. 2. νομίζω, έχω μια γνώμη: τἀναντία τούτοις γιγνώσκω = έχω την αντίθετη προς αυτά άποψη. 3. στο διάλογο κυρίως ἔγνων = κατάλαβα! παράγ. γνώμη, γνῶσις, γνωστός, ἄγνοια, σύνθ. ἀναγιγνώσκω, καταγιγνώσκω. [*γι-γνώ-σκω, *γνω-, θέματα γνω-, γνο-, ομόρρ. με λατ. nōscō]. γλαὺξ & γλαῦξ, γλαυκός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
σύνθ. γλαυκώδης. [αβέβ. ετυμ., αν και οι αρχ. γραμματικοί το συνδέουν με το επίθετο γλαυκός]. γλαφυρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ παράγ. γλαφυρῶς. ΝΕ γλαφυρός «σαφής, ολοκάθαρος». [γλαφυ-ρός < *γλυφυ-ρός < γλύφω με ανομοίωση υ – υ > α – υ]. γλίσχρος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που κολλάει σε κάτι και μεταφορικά αυτός που επιμένει ενοχλητικά ζητώντας κάτι: γίγνεται γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε = σου κολλάει ζητώντας και παρακαλώντας. 2. φειδωλός, σφιχτοχέρης. ≠ ἀφειδής. 3. για πράγματα μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή ποιότητα: γλίσχρον οἰκοδόμημα/δεῖπνον. ≠ πλούσιος. παράγ. γλίσχρων, γλίσχρως. ΝΕ γλίσχρος (με τις σημ. 2, 3). [*γλι-, πβ. γλίνη «οποιαδήποτε κολλητική ουσία», πβ. ρωσ. glina «άργιλος»]. γλίχομαι ΡΗΜΑ [*γλι- (< γλίνη) και *γλιχ- (πβ. γλιχὸς «φειδωλός») + -ομαι]. γλυκύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. γλυκός στη γεύση: γλυκὺ ὕδωρ = το πόσιμο νερό. = ἡδύς. ≠ πικρός. 2. ευχάριστος: γλυκὺς ὕπνος. 3. για πρόσωπα αγαπητός: ὦ γλυκύτατε! παράγ. γλυκέως, γλυκύτης. ΝΕ γλυκός και γλυκύς (με όλες τις σημ.). [πιθ. από *δλυκ-ύς, πβ. λατ. dulc-is]. γλύφω ΡΗΜΑ
σκαλίζω με ειδικό όργανο ξύλο, μάρμαρο ή μέταλλο: παιδάριον ὂν ναῦς ἔγλυφεν = όταν ήταν παιδάκι σκάλιζε (στο ξύλο) πλοία. παράγ. γλύπτης, γλυπτός, γλυφίς, γλύφανος / γλύφανον και γλυφεῖον, γλαφυρός, σύνθ. τοκογλύφος. ΝΕ γλύφω. [*γλευφ-, πβ. αρχ. γερμ. klioban «γλύφω», *gleubh-]. γλῶττα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η γλώσσα ως ανατομικό όργανο ανθρώπου ή ζώου. 2. η γλώσσα που μιλιέται σε έναν τόπο: βάρβαρον γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν βαρβαρική γλώσσα. δωρίδα γλῶτταν ἱᾶσιν = μιλούν δωρική διάλεκτο. ΝΕ γλώσσα (και με τις δύο σημ.). [*γλώχ-jα, γλωχὶς «μύτη, αιχμή»]. γνώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σκέψη, κρίση: γνώμην ἱκανός = δυνατός στη σκέψη, μυαλωμένος. 2. θέληση, διάθεση, ζήλος: τῇ ἀφ' ἑαυτοῦ γνώμῃ = με τη θέλησή του. παρεσκευάζοντο πάσῃ τῇ γνώμῃ = προετοιμάζονταν με πολύ ζήλο. 3. γνώμη, άποψη: Περικλῆς τὴν αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ πρότερον = ο Περικλής είχε την ίδια γνώμη όπως και πριν. 4. γνῶμαι γνωμικά, αποφθέγματα. 5. σκοπός: ἀπὸ τοιᾶσδε γνώμης = με τέτοιο σκοπό. παράγ. γνωμικός σύνθ. γνωμολογῶ «διατυπώνω γνωμικό». ΝΕ γνώμη (με τη σημ. 3). [*γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -μη]. γνωρίζω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάτι γνωστό, το γνωστοποιώ: γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι = δείξε μου, Κύριε, το δρόμο που πρέπει να βαδίσω.
2. ανακαλύπτω κάτι, το γνωρίζω. 3. γίνομαι γνώριμος με κάποιον, τον γνωρίζω: οὐκ ἐγνώριζον τοὺς ἀνθρώπους τούτους. παράγ. γνώρισις «γνωστοποίηση», γνώρισμα «αναγνωριστικό σημάδι», γνωρισμός. ΝΕ γνωρίζω (με τη σημ. 2). [*γνω- (γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -ρ-ίζω ή ουσ. *γνῶρον (πβ. λατ. ignorō) + παρ. επίθ. -ίζω]. γνῶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διερεύνηση, ιδιαίτερα η δικαστική: αἱ τῶν δικαστηρίων γνώσεις = οι έρευνες των δικαστηρίων. 2. γνώση. ≠ ἄγνοια. σύνθ. διάγνωσις, ἀγνωσία, ἀνάγνωσις. ΝΕ γνώση (με τη σημ. 2). [*γνω- (< γι-γνώ-σκω) + παρ. επίθ. -σις]. γόης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μάγος (που έψαλλε τις μαγικές επωδές με γοερές φωνές). 2. απατεώνας: πονηρὸς γόης. παράγ. γοητικός. ΝΕ γόης (με επέκτ. της σημ. 1 «αυτός που μαγεύει με την ομορφιά του»). [*γό- (γοάω «βγάζω κραυγή πόνου, κόπτομαι» + παρ. επίθ. -ης, πβ. πέν-ης, κέλ-ης]. γοητεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ γοητεία (πβ. το ΝΕ γόης στο προηγούμενο λήμμα). [παράγ. λ. γοητε-ύω + παρ. επίθ. -ία]. γόνυ, γόνατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ γόνατο: πρὸς τὰ γόνατά τινος πίπτω = πέφτω στα γόνατα κάποιου. γόνυ κάμπτω = κλίνω τα γόνατα, γονατίζω. σύνθ. γονυπετής. [*γονF-, ομόρρ. με λατ. genū, αρχ. ινδ. jānu]. γοῦν ΜΟΡΙΟ 1. με περιοριστική και συμπερασματική χροιά τουλάχιστον λοιπόν: ἔοικα γοῦν τούτου γε σοφώτερος εἶναι = τουλάχιστον λοιπόν φαίνεται ότι είμαι πιο σοφός από αυτόν. 2. εισάγει παράδειγμα με το οποίο τεκμηριώνεται μια θέση που εκφράστηκε στα αμέσως προηγούμενα. τὸν γοῦν ἄλλον χρόνον... = κατά το παρελθόν πράγματι... [σύνθ. γέ + οὖν]. γράμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζωγραφιά. 2. στοιχείο του αλφαβήτου, γράμμα: γράμματα μανθάνω = μαθαίνω να διαβάζω. 3. στον πληθυντικό γράμματα α. τα έγγραφα: τὰ γράμματα τῆς δίκης. β. το σύγγραμμα, το βιβλίο: τὰ τοῦ Ζήνωνος γράμματα. γ. νόμοι, κανονισμοί: ἡ κατὰ γράμματα πολιτεία = το πολίτευμα που στηρίζεται σε νόμους. δ. μόρφωση: ἄπειρος γραμμάτων = αμόρφωτος. παράγ. γραμματεύς, γραμματεύω «είμαι γραμματέας», γραμματεῖον «πινακίδα πάνω στην οποία έγραφαν», γραμματική, γραμματικός «φιλόλογος», σύνθ. γραμματοδιδάσκαλος, γραμματοφύλαξ. ΝΕ γράμμα (με τη σημ. 2, και γράμματα με τη σημ. 3δ). [παράγ. λ. γράφ-ω + παρ. επίθημ. -μα]. γραμματικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ξέρει πολλά γράμματα, λόγιος, μελετημένος. ≠ ἀγράμματος. 2. ως ουσιαστικό, από την ελληνιστική περίοδο και μετά γραμματικός φιλόλογος, μελετητής της γλώσσας και της γραμματείας. 3. ως ουσιαστικό γραμματική (ενν. τέχνη) ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη μιας γλώσσας και ειδικά με τη γραμματική της. ΝΕ γραμματική (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. γράμμα, -ατος (< γράφ-ω) + παρ. επίθ. -ικός]. γραμματιστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. γραμματίζω + παρ. επίθ. -τής]. γραῦς, γραός, ἡ & γραῖα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ παράγ. γραώδης. ≠ νεᾶνις. ΝΕ γραία, γριά. [*γρᾱF-, πβ. διαλ. γραιFία = γραῑα· αρχικά τα γραῡς και γραῑα σήμαιναν «τσίπα του γάλακτος», κατόπιν «ρυτίδα του δέρματος»]. γραφή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζωγραφική. 2. ζωγραφιά. 3. η χρήση γραμμάτων, και κατ' επέκταση η συγγραφή. 4. ως δικανικός όρος καταγγελία, δίωξη ή δίκη που αφορά αδίκημα που στρέφεται κατά της πόλεως: ἀστρατείας γραφή = δίωξη για ανυποταξία. Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες = δίωκες τον Κηφισοφώντα για ιεροσυλία. ≠ δίκη «καταγγελία ή δίκη για αδίκημα στρεφόμενο ενάντια σε ιδιώτη». ΝΕ γραφή (με τη σημ.3). [παράγ. λ. γράφ-ω + παρ. επίθ. -ή]. γράφω ΡΗΜΑ
1. χαράζω γράμματα, και κατ' επέκταση διατυπώνω γραπτώς, γράφω: γράφω ἐπιστολήν.
2. ζωγραφίζω: ἀνδριάντα γράφω = ζωγραφίζω ένα άγαλμα. εἰκὼν γεγραμμένη. = ζωγραφέω -ῶ. 3. μέση φωνή γράφομαι καταγγέλλω: οἱ γραψάμενοι = αυτοί που έχουν καταγγείλει, οι μηνυτές. τοὺς ἀρχαίους θεοὺς οὐ νομίζοντα ἐγράψατό με = με κατάγγειλε, επειδή δήθεν δεν πιστεύω στους παλιούς θεούς. παράγ. γραφή, γραφεύς, γραφικός, γραφίς, γράμμα, γραπτός, σύνθ. ἀναγράφω, ἐπιγράφω, καταγράφω, συγγράφω. ΝΕ γράφω (με τη σημ. 1). [*γραφ-, ΙΕ αρχής]. γυμνασίαρχος, -άρχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ γυμνασιάρχης «διευθυντής σχολικής μονάδας». [σύνθ. λ. γυμνάσιον + ἄρχω]. γυμνάσιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στον πληθυντικό τὰ γυμνάσια οι γυμναστικές ασκήσεις. 2. γυμναστήριο, χώρος αθλητικής εκπαίδευσης. σύνθ. γυμνασίαρχος. ΝΕ γυμνάσια «ασκήσεις», γυμνάσιο (με επέκτ. της σημ. 2 «χώρος για κάθε είδος εκπαίδευσης, όχι μόνο αθλητικής»). [παράγ. λ. γυμνασ- (< γύμνασ-ις < γυμνάζω) + παρ. επίθ. -ιον]. γυμνικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. γυμνός (*μυγ-νός < *νυγνός, πβ. λατ. nudus) + παρ. επίθ. -ικός]. γυμνόω -ῶ ΡΗΜΑ παράγ. γυμνικός, γυμνῆτες «ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες του πεζικού», σύνθ. γυμνοπαιδίαι, γυμνοσοφισταί. ΝΕ γυμνώνω. [παράγ. λ. γυμνός + -όω]. γυνή, γυναικός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γυναίκα. ≠ ἀνήρ.
2. γυναίκα παντρεμένη, σύζυγος. ≠ παρθένος. 3. θνητή γυναίκα. ≠ θεά. παράγ. γυναικεῖος, γύναιος, γυναικὼν ἡ, γυναικωνῖτις, σύνθ. γυναικοκρατοῦμαι. ΝΕ γυναίκα (με τις σημ. 1, 2). [*γυνᾱ, αρχ. ινδ. gnā- «γυναίκα, θεά»]. γύψ, γυπός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ σύνθ. γυπώδης. ΝΕ γύπας. [*γυ- (γύαλον «κοιλότητα») + παρ. επίθ. -π-ς > γύψ]. |