Γ. Σύνταξη
Οι επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί (δηλαδή, δηλώνουν αιτία, χρόνο, σκοπό κ.ά.) της εξάρτησής τους.
1. Αιτιολογικές
Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα ψυχικού πάθους (δηλαδή, ρήματα που δηλώνουν χαρά, λύπη, έκπληξη, θυμό κ.ά.), αλλά και από κάθε άλλο ρήμα που χρειάζεται αιτιολόγηση.
Εισάγονται κυρίως με τους αιτιολογικούς συνδέσμους ὅτι (αντικειμενική αιτιολογία), ὡς (υποκειμενική αιτιολογία), ἐπεί, ἐπειδή, διότι και εἰ (υποθετική αιτιολογία).
π.χ. Ἀθηναῖοι ἐνόμιζον ἡττᾶσθαι, ὅτι (= επειδή πράγματι) οὐ πολὺ ἐνίκων.
Θαυμάζω σε ἐν ταῖς συμφοραῖς, ὡς (= επειδή κατά τη γνώμη μου) ῥᾳδίως αὐτὰς καὶ πρᾴως φέρεις.
Ὦ Κῦρε, μὴ θαύμαζε εἴ (= στην περίπτωση που) τινες ἐσκυθρώπασαν (= κατσούφιασαν) ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).
π.χ. Ἄξιον Ἡρακλέους μεμνῆσθαι καὶ ὅτι τόνδε τὸν ἀγῶνα πρῶτος συνήγειρε (= διοργάνωσε) δι’ εὔνοιαν τῆς Ἑλλάδος (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Λακεδαιμόνιοι ἄκοντας (= παρά τη θέλησή τους) προσάγουσι τοὺς πολλοὺς ἐς τὸν κίνδυνον, ἐπεὶ οὐκ ἄν ποτε ἐπεχείρησαν (= ποτέ δε θα επιχειρούσαν) ναυμαχεῖν ἑκόντες (δυν. οριστική, αντίθετο του πραγματικού).
Δέομαί σου παραμεῖναι, ὡς ἐγὼ οὐδ’ ἂν ἑνὸς ἥδιον (= με μεγαλύτερη ευχαρίστηση) ἀκούσαιμι ἢ σοῦ (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Περικλέα ἐκάκιζον, ὅτι οὐκ ἐπεξάγοι (= δεν εκστράτευε) ἐπὶ τοὺς πολεμίους (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της αιτίας στην πρόταση εξάρτησής τους.
2. Τελικές
Εξαρτώνται κυρίως από ρήματα κίνησης (π.χ. ἔρχομαι, φεύγω, πορεύομαι) ή σκόπιμης ενέργειας (π.χ. πράττω).
Εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους ἵνα, ὅπως, ὡς.
Εκφέρονται με υποτακτική (κυρίως), οριστική ιστορικού χρόνου και με ευκτική του πλαγίου λόγου (συνήθως όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου).
π.χ. Βασιλεὺς αἱρεῖται, οὐχ ἵνα ἑαυτοῦ καλῶς ἐπιμελῆται, ἀλλ’ ἵνα καὶ οἱ ἑλόμενοι δι’ αὐτὸν εὖ πράττωσιν (υποτακτική, προσδοκώμενο περιεχόμενο).
Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν, ὡς, μηδ’ εἰ ἐβούλετο (= ακόμα και αν ήθελε), ἐδύνατο ἐξαπατᾶν (οριστική ιστορικού χρόνου, σκοπός που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε).
Καμβύσης τὸν Κῦρον ἐπεκάλει (= ανακάλεσε), ὅπως τὰ ἐν Πέρσαις ἐπιχώρια ἐπιτελοίη (= για να αναλάβει τις τοπικές υποθέσεις των Περσών), (ευκτική πλαγίου λόγου, εξάρτηση από ιστορικό χρόνο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του σκοπού στην πρόταση εξάρτησής τους.
3. Συμπερασματικές
Δεν εξαρτώνται από συγκεκριμένα ρήματα· συνήθως προηγείται στην εξάρτηση δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό επίρρημα (τοιοῦτος, τοσοῦτος, οὕτως κ.ά.).
Εισάγονται με τους συμπερασματικούς συνδέσμους ὥστε και ὡς.
Εκφέρονται με οριστική, δυνητική οριστική, δυνητική ευκτική και απαρέμφατο.
π.χ. Τὴν αὑτῶν δύναμιν τοσαύτην ἐπέδειξαν, ὥσθ’ ὁ μέγας βασιλεὺς οὐκέτι τῶν ἀλλοτρίων ἐπεθύμει, ἀλλ’ ἐδίδου τῶν ἑαυτοῦ καὶ περὶ τῶν λοιπῶν ἐφοβεῖτο (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Εὐθὺς ἡ Ἀριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω (= θα μπορούσε να καταλάβει) ὅτι ἀσμένη (= με ευχαρίστηση) ἤκουσε (δυν. οριστική, περιεχόμενο δυνατό στο παρελθόν).
Τῆς δὲ πεζῆς στρατιᾶς οὕτως ἄπειρον τὸ πλῆθος ἦγεν, ὥστε καὶ τὰ ἔθνη τὰ μετ’ αὐτοῦ ἀκολουθήσαντα πολὺ ἂν ἔργον καταλέξαι (= θα ήταν πολύ δύσκολο να τα αναφέρω αναλυτικά), (δυν. ευκτική, περιεχόμενο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον).
Ἔχω τριήρεις, ὥστε ἑλεῖν τὸ ἐκείνων πλοῖον (απαρέμφατο, περιεχόμενο δυνατό ή ενδεχόμενο· με απαρέμφατο εκφέρονται επίσης οι συμπερασματικές προτάσεις που δηλώνουν επιδιωκόμενο σκοπό και όρο ή συμφωνία).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος στην πρόταση εξάρτησής τους.
4. Εναντιωματικές-παραχωρητικές
Εκφράζουν εναντίωση προς το περιεχόμενο της πρότασης που προσδιορίζουν (συχνά προηγούνται στην εξάρτηση οι αντιθετικοί σύνδεσμοι ἀλλά, ἀλλ’ οὖν, ὅμως). Οι εναντιωματικές προτάσεις δηλώνουν αντίθεση προς κατάσταση πραγματική (που όντως ισχύει), ενώ οι παραχωρητικές προς κατάσταση που κάνουμε την παραχώρηση να δεχθούμε ότι ισχύει.
Εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους εἰ καί, ἂν καί (= αν και, εναντιωματικές), καὶ εἰ, καὶ ἄν (ἤν, ἐάν), οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν (ἄν ), μηδ’ εἰ, μηδ’ ἐάν (= και αν ακόμη, παραχωρητικές).
Εκφέρονται με οριστική, υποτακτική και ευκτική κατά τα πρότυπα των υποθετικών προτάσεων που θα εξετάσουμε στην επόμενη Ενότητα.
π.χ. Φήσουσι γὰρ δή με σοφὸν εἶναι, εἰ καὶ μή εἰμι (οριστική, πραγματικό περιεχόμενο).
Καί μοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μὴ θορυβήσητε, μηδ’ ἐὰν δόξω τι ὑμῖν μέγα λέγειν (υποτακτική, περιεχόμενο προσδοκώμενο).
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης στην πρόταση εξάρτησής τους.