Δικαστικές ψήφοι με την επιγραφή «ψῆφος δημοσία». Ο συμπαγής άξονας σήμαινε αθώωση, ο κοίλος καταδίκη (Μουσείο Αγοράς Αθήνας).
Η ισονομία των πολιτών εγγύηση της δημοκρατίας
Α. Κείμενο
Ο λόγος του Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) Κατὰ Λοχίτου αναφέρεται στην κακοποίηση από τον Λοχίτη, που ήταν μέλος της αριστοκρατίας, ενός Αθηναίου πολίτη που ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Με αφορμή το περιστατικό, ο ρήτορας βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του για τη σημασία που έχει η ισονομία για την καλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ἔστι δὲ δικαστῶν νοῦν ἐχόντων περὶ τῶν ἀλλοτρίων τὰ δίκαια ψηφιζομένους ἅμα καὶ τὰ σφέτερ’ αὐτῶν εὖ τίθεσθαι. Καὶ μηδεὶς ὑμῶν, εἰς τοῦτ’ ἀποβλέψας, ὅτι πένης εἰμὶ καὶ τοῦ πλήθους εἷς, ἀξιούτω τοῦ τιμήματος ἀφαιρεῖν. Οὐ γὰρ δίκαιον ἐλάττους ποιεῖσθαι τὰς τιμωρίας ὑπὲρ τῶν ἀδόξων ἢ τῶν διωνομασμένων, οὐδὲ χείρους ἡγεῖσθαι τοὺς πενομένους ἢ τοὺς πολλὰ κεκτημένους. Ὑμᾶς γὰρ ἂν αὐτοὺς ἀτιμάζοιτ’, εἰ τοιαῦτα γιγνώσκοιτε περὶ τῶν πολιτῶν. Ἔτι δὲ καὶ πάντων ἂν εἴη δεινότατον, εἰ δημοκρατουμένης τῆς πόλεως μὴ τῶν αὐτῶν ἅπαντες τυγχάνοιμεν [...]. Οὐκ, ἂν γέ μοι πεισθῆθ’, οὕτω διακείσεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς οὐδὲ διδάξετε τοὺς νεωτέρους καταφρονεῖν τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν, οὐδὲ ἀλλοτρίους ἡγήσεσθ’ εἶναι τοὺς τοιούτους τῶν ἀγώνων, ἀλλ’ ὡς ὑπὲρ αὑτοῦ δικάζων οὕτως ἕκαστος ὑμῶν οἴσει τὴν ψῆφον. Ἅπαντας γὰρ ὁμοίως ἀδικοῦσιν οἱ τολμῶντες τοῦτον τὸν νόμον παραβαίνειν τὸν ὑπὲρ τῶν σωμάτων τῶν ὑμετέρων κείμενον.
Ἰσοκράτης, Κατὰ Λοχίτου 18-21
Γλωσσικά σχόλια
ἔστι δικαστῶν (ενν. ἔργον) νοῦν ἐχόντων
|
|
είναι καθήκον των συνετών δικαστών |
περὶ τῶν ἀλλοτρίων τὰ δίκαια ψηφιζομένους |
παίρνοντας δίκαιες αποφάσεις για τις υποθέσεις των άλλων |
ἅμα καὶ τὰ σφέτερ’ αὐτῶν εὖ τίθεσθαι |
να τακτοποιούν συγχρόνως και όσα έχουν σχέση με τους ίδιους |
ἀποβλέπω |
παρατηρώ, λαμβάνω υπόψη |
τὸ πλῆθος |
ο απλός λαός |
μηδείς... ἀξιούτω (γ΄εν. προστ. ενεστ. ρ. ἀξιόω, ἀξιῶ)
|
κανείς... ας μη θεωρεί σωστό |
τὸ τίμημα |
το πρόστιμο |
ἐλάττους ποιεῖσθαι τὰς τιμωρίας |
να επιβάλλετε ηπιότερες ποινές |
ὁ/ἡ ἄδοξος, τὸ ἄδοξον |
ο αφανής, ο άσημος |
διονομάζομαι |
γίνομαι ευρύτερα γνωστός, είμαι επιφανής (πβ. ν.ε.: επώνυμος) |
ἢ τῶν διωνομασμένων (β΄ όρος σύγκρισης) |
παρά στους επιφανείς |
χείρους (αιτ. πληθ. αρσ. συγκρ. βαθμ. επιθ. κακός) |
υποδεέστερους |
κέκτημαι |
κατέχω, διαθέτω (πβ. ν.ε.: κτήμα, αποκτώ, κεκτημένα) |
γιγνώσκω |
γνωρίζω, αποφασίζω |
πάντων ἂν εἴη (δυν. ευκτική) δεινότατον
|
θα ήταν το πιο φοβερό απ’ όλα |
δημοκρατουμένης τῆς πόλεως |
ενώ η πόλη έχει δημοκρατικό καθεστώς |
εἰ μὴ τῶν αὐτῶν ἅπαντες τυγχάνοιμεν |
εάν δεν απολαμβάναμε όλοι τα ίδια δικαιώματα |
οὐκ... οὕτω διακείσεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς |
δε θα συμπεριφερθείτε με αυτόν τον τρόπο στους εαυτούς σας, δε θα βρεθείτε οι ίδιοι σε τέτοια θέση |
καταφρονέω, καταφρονῶ |
περιφρονώ |
ὡς ὑπὲρ αὑτοῦ δικάζων |
με την ιδέα ότι δικάζει για λογαριασμό του, για θέμα που τον αφορά |
οἴσει (ορ. μέλλ. ρ. φέρω) τὴν ψῆφον
|
θα ψηφίσει |
κεῖμαι |
(για νόμους) ισχύω (πβ. ν.ε.: κείμενο) |
τὸν ὑπὲρ τῶν σωμάτων τῶν ὑμετέρων κείμενον |
που ισχύει για την προστασία της δικής σας σωματικής ακεραιότητας |
Ερμηνευτικά σχόλια
Ἔστιν δὲ δικαστῶν νοῦν ἐχόντων περὶ τῶν ἀλλοτρίων τὰ δίκαια ψηφιζομένους ἅμα καὶ τὰ σφέτερ’ αὐτῶν εὖ τίθεσθαι: Ο ρήτορας εκφράζει την πεποίθηση ότι οι συνετοί δικαστές εκδικάζουν τις υποθέσεις που τους ανατίθενται γνωρίζοντας ότι οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά όλων των πολιτών. Συνεπώς, αποδίδοντας δικαιοσύνη φροντίζουν για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και διασφαλίζουν και για τους εαυτούς τους, σε περίπτωση που χρειαστεί να υπερασπιστούν κάποιο δικαίωμά τους, την τήρηση της νομιμότητας.
Οὐ γὰρ δίκαιον ἐλάττους ποιεῖσθαι τὰς τιμωρίας ὑπὲρ τῶν ἀδόξων ἢ τῶν διωνομασμένων, οὐδὲ χείρους ἡγεῖσθαι τοὺς πενομένους ἢ τοὺς πολλὰ κεκτημένους: Η δημοκρατία είναι το μόνο καθεστώς που διέπεται από τις αρχές της ισονομίας, δηλαδή της ισότητας των πολιτών έναντι των νόμων, της αξιοκρατίας, δηλαδή της αναγνώρισης της προσωπικής αξίας ως μοναδικού κριτηρίου για την πρόοδο του πολίτη στην ιδιωτική και τη δημόσια ζωή, και της δικαιοσύνης κατά τον καταλογισμό ευθυνών.
Το μέγεθος της κλεψύδρας, αγγείου με ελεγχόμενη απορροή, καθόριζε το χρονικό διάστημα που είχε στη διάθεσή του ο ομιλητής (Μουσείο Αγοράς Αθήνας).
Β. Λεξιλογικά – Ετυμολογικά
◗ Να συμπληρώσετε τα κενά του πίνακα που ακολουθεί με τις κατάλληλες λέξεις της α.ε.:
Επίθετα παράγωγα από ονόματα
όνομα |
κατάληξη |
παράγωγο επίθετο |
σημασία |
ἄλλος |
-οιος |
|
|
δίκη |
-αιος |
|
|
ἕξις (< ρ. ἔχω) |
-ικός |
(συν-) ἑκτικός
|
|
νόμος |
-ιμος |
|
|
νοῦς |
-ερός |
|
|
πολίτης |
-ικός |
|
|
σῶμα |
-ικός |
|
|
τύχη |
-ρός -αιος
|
|
|
Ασκήσεις
-
Από τα παρακάτω ονόματα να σχηματίσετε επίθετα της α.ε. χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες από τις ακόλουθες παραγωγικές καταλήξεις: -ιος, -αιος, -ειος, -μος, -ικός, -οῦς, -λέος, -αλέος, -ώδης.
όνομα |
παράγωγο επίθετο |
τιμή |
|
ἀγορά |
|
χρυσός |
|
μανία |
|
πεῖνα |
|
σπουδή |
|
πόλεμος |
|
τέλος |
|
ὥρα |
|
-
- πένομαι: να δώσετε ομόρριζες λέξεις, απλές ή σύνθετες, του ρήματος στη ν.ε.
- Τι σημαίνει η έκφραση «πενία τέχνας κατεργάζεται»; Σε ποιες περιπτώσεις τη χρησιμοποιούμε;
Γ. Γραμματική
Γ′ τάξη συνηρημένων ρημάτων (-όω, -ῶ)
ἀξιούτω, ἀξιοῖμεν: Στη ν.ε. συναντάμε τα ρήματα αξιώνω, απαξιώνω, καταξιώνω κ.ά. Ποιο συμπέρασμα μπορείτε να βγάλετε για τη μετεξέλιξη των συνηρημένων ρημάτων σε -όω, -ῶ της α.ε. στη ν.ε.; Να αναφέρετε και άλλα παραδείγματα.
Οι συναιρέσεις
◗ Εφαρμόζοντας τις συναιρέσεις της γ΄ τάξης και τις γενικές οδηγίες σχηματισμού των συνηρημένων ρημάτων να συμπληρώσετε τους ακόλουθους πίνακες:
Ενεστώτας ε.φ.
|
οριστική |
υποτακτική |
α΄εν. |
(ἀξιό-ω) ἀξιῶ |
(ἀξιό-ω) ἀξιῶ |
β΄εν. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.....) ...................... |
γ΄εν. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.....) ...................... |
α΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.....) ...................... |
β΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.....) ...................... |
γ΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.....) ...................... |
|
ευκτική |
προστακτική |
α΄εν. |
(ἀξιό-οιμι) ἀξιοῖμι |
— |
β΄εν. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξίο-ε) ἀξίου |
γ΄εν. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιο-........) ...................... |
α΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
— |
β΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιό-.........) ...................... |
γ΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ...................... |
(ἀξιο-........) ...................... |
απαρέμφατο: (ἀξιό-εν) .................., μετοχή (ονομ. εν. αρσ.): (ἀξιό-.....) ............
Παρατατικός ε.φ.
οριστική |
α' εν. |
(ἠξίο-ον) ἠξίουν |
α΄πληθ. |
(ἠξιό- ........) .................... |
β΄εν. |
(ἠξίο-......) .................... |
β΄πληθ. |
(ἠξιό- ........) .................... |
γ΄εν. |
(ἠξίο-......) ..................... |
γ΄πληθ. |
(ἠξίο- ........) .................... |
Ενεστώτας μ.φ.
|
οριστική |
υποτακτική |
α΄εν. |
(ἀξιό-ομαι) ἀξιοῦμαι |
(ἀξιό-ωμαι) ἀξιῶμαι |
β΄εν. |
(ἀξιό-.....) ....................... |
(ἀξιό-.....) ....................... |
γ΄εν. |
(ἀξιό-.....) ....................... |
(ἀξιό-.....) ....................... |
α΄πληθ. |
(ἀξιο-.....) ....................... |
(ἀξιο-.....) ....................... |
β΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ....................... |
(ἀξιό-.....) ....................... |
γ΄πληθ. |
(ἀξιό-.....) ....................... |
(ἀξιό-.....) ....................... |
|
ευκτική |
προστακτική |
α΄εν. |
(ἀξιο-οίμην) ἀξιοίμην
|
— |
β΄εν. |
(ἀξιό-.......) ....................... |
(ἀξιό-ου) ἀξιοῦ |
γ΄εν. |
(ἀξιό-.......) ....................... |
(ἀξιο-......) ....................... |
α΄πληθ. |
(ἀξιο-......) ....................... |
— |
β΄πληθ. |
(ἀξιό-.......) ....................... |
(ἀξιό-......) ....................... |
γ΄πληθ. |
(ἀξιό-.......) ....................... |
(ἀξιο-......) ....................... |
απαρέμφατο: (ἀξιό-........) .............., μετοχή (ονομ. εν. θηλ.): (ἀξιο-........) ...................
Παρατατικός μ.φ.
οριστική |
α' εν. |
(ἠξιο-όμην) ἠξιούμην |
α΄πληθ. |
(ἠξιο- ........) .................. |
β΄εν. |
(ἠξιό-........) ............... |
β΄πληθ. |
(ἠξιό- ........) .................. |
γ΄εν. |
(ἠξιό-........) ............... |
γ΄πληθ. |
(ἠξιό- ........) .................. |
➥ Παρατηρήσεις
✦ Τα συνηρημένα ρήματα γ΄ τάξης σχηματίζουν τους υπόλοιπους χρόνους τους κατά τα βαρύτονα φωνηεντόληκτα, αφού προηγουμένως τρέψουν (εκτείνουν) τον χαρακτήρα τους -ο- σε -ω-, π.χ. ἀξιόω, ἀξιῶ → ἀξιώ-σω, ᾐξίω-σα, ᾐξίω-κα, ᾐξιώ-κειν.
Ασκήσεις
- δουλόω, δουλῶ – δηλόω, δηλῶ: Να κλίνετε την οριστική παρατατικού ε.φ και μ.φ. και την ευκτική ενεστώτα μ.φ.
-
Να συμπληρώσετε τα πρόσωπα του ρ. ἐλευθερόω, ἐλευθερῶ που ζητούνται:
β΄εν. οριστ. ενεστ. μ.φ. |
|
β΄ εν. ευκτ. ενεστ. ε.φ. |
|
β΄εν. υποτ. ενεστ. μ.φ. |
|
β΄πληθ. οριστ. ενεστ. μ.φ. |
|
γ΄ πληθ. παρατ. ε.φ. |
|
γ΄ εν. προστ. ενεστ. ε.φ. |
|
α΄ πληθ. ευκτ. ενεστ. μ.φ. |
|
γ΄ πληθ. προστ. ενεστ. μ.φ. |
|
-
Να συμπληρώσετε τις καταλήξεις των ρημάτων στις παρακάτω φράσεις:
-
Σφόδρα γε βούλεται τοὺς Ἕλληνας ἐλευθέρους εἶναι καὶ αὐτονόμους, ὡς δηλ........ (γ΄ εν. οριστ. ενεστ. ε.φ.) τὰ ἔργα αὐτοῦ.
-
Οὐ συγγνώμης τυχεῖν ἀξι........ (ονομ. εν. αρσ. μτχ. ε.φ.) ταῦτα διῆλθον (= διηγήθηκα αναλυτικά).
-
Συμβήσεται δ’ ἅμα καὶ τὰ πρότερον εἰρημένα ἐπιβεβαι........ (απαρ. ενεστ. μ.φ.) καὶ φανερώτερα εἶναι οὕτως ἔχοντα.
-
Ὁ δὲ ἄξιος ὢν μεγάλων ἀξι........ (ευκτ. ενεστ. ε.φ.) ἂν μικρῶν ἑαυτόν.
-
Μετὰ τύχης ἀγαθῆς ἐλευθερ....... (β πληθ. προστ. ενεστ. ε.φ.) τοὺς Ἕλληνας.
-
Να αντιστοιχίσετε τους τύπους της στήλης Α΄ με τη γραμματική τους αναγνώριση στη στήλη Β΄ (δύο στοιχεία της στήλης Β΄περισσεύουν):
Α΄ |
Β΄ |
|
α. β΄ εν. προστ. ενεστ. ε.φ. |
1. ζημιοῦ
|
β. β΄πληθ. υποτ. ενεστ. ε.φ. |
2. δηλοῦται
|
γ. γ΄ εν. ευκτ. ενεστ. ε.φ. |
3. στεφανῶτε
|
δ. γ΄ εν. οριστ. παρατ. ε.φ |
4. βεβαιοῖ
|
ε. απαρ. ενεστ. μ.φ. |
5. μισθοῦσθαι
|
στ. β΄ εν. προστ. ενεστ. μ.φ. |
|
ζ. γ΄εν. οριστ. ενεστ. μ.φ. |
- Να συμπληρώσετε τα τετραγωνίδια με τις λέξεις που ζητούνται. Στην έγχρωμη στήλη σχηματίζεται ρήμα της γ΄τάξης συνηρημένων ρημάτων:
- α΄ εν. οριστ. παρατ. του ρ. δικαιόω, δικαιῶ.
- α΄ πληθ. οριστ. ενεστ. του ρ. ἐλευθερόω, ἐλευθερῶ.
- απαρ. ενεστ. του ρ. ζημιόω, ζημιῶ.
- γ΄ εν. ευκτ. ενεστ. του ρ. πληρόομαι, πληροῦμαι (= γεμίζω).
- γ΄ πληθ. υποτ. ενεστ. του ρ. ὑπνόω, ὑπνῶ.
Ἐπὶ πᾶσι τὸν αὐτὸν νόμον τιθέναι [ὁ νομοθέτης] κελεύει.
Δημοσθένης, Κατὰ Τιμοκράτους 18
Ο νομοθέτης ορίζει να ισχύει ο ίδιος νόμος για όλους.
|