Αρχαία Ελλάδα, ο τόπος και οι άνθρωποι - Ανθολόγιο (Β Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή
5. – «Οικογενειακό συμβούλιο»
ΛΥΣΙΑΣ, Κατά Διογείτονος §§ 10-18
Ο ΛΟΓΟΣ
Ο λόγος Κατά Διογείτονος, που εκφωνήθηκε
πιθανώς το 400 π.Χ., δεν σώζεται ολόκληρος, σώζεται όμως μεγάλο μέρος
του, που το ενσωμάτωσε στο δοκίμιό του για τον Λυσία ο κριτικός της
λογοτεχνίας και ιστορικός Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας (1ος αι. π.Χ.),
θεωρώντας τον λόγο, όχι άδικα, έξοχο δείγμα της τέχνης του ρήτορα. Η υπόθεση, σύμφωνα με την εκδοχή του προσώπου που εκφωνεί τον
λόγο και του οποίου το όνομα δεν το μαθαίνουμε, έχει ως εξής: Γύρω στο
425 π.Χ. ή λίγο μετά, ζούσαν στην Αθήνα δυο αδέρφια, ο Διογείτων και ο
Διόδοτος. Ο ανύπαντρος Διόδοτος είχε ασχοληθεί με το θαλάσσιο εμπόριο
και είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Ο Διογείτων, υστερόβουλα όπως
φαίνεται, έπεισε τον αδερφό του να του δώσει ως γυναίκα τη μοναχοκόρη
του και ανιψιά του ίδιου του Διόδοτου –ο αθηναϊκός νόμος επέτρεπε
τέτοιους γάμους. Από τον γάμο αυτόν γεννήθηκαν δύο αγόρια και ένα
κορίτσι. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Διόδοτος κλήθηκε να πάρει μέρος σε
εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Πριν από την αναχώρησή του, άφησε ένα σχετικά
μικρό χρηματικό ποσό και ένα σημείωμα για άλλα ποσά στη γυναίκα του,
ενώ ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό σε μετρητά το εμπιστεύτηκε στον Διογείτονα·
παράλληλα, τον ενημέρωσε και για άλλα ποσά που είχε δανείσει και του
έδωσε οδηγίες για την περίπτωση που θα του συνέβαινε κάτι. Το 409 π.Χ. ο
Διόδοτος σκοτώθηκε στην Έφεσο. Το μεγαλύτερο από τα αγόρια ήταν τότε
εννέα ετών. Ο Διογείτων, στην αρχή, απέκρυψε από την κόρη του τον θάνατο
του άντρα της, ενώ φρόντισε, με προσχήματα, να πάρει το σφραγισμένο
σημείωμα που είχε αφήσει στη γυναίκα του ο Διόδοτος. Αργότερα αποκάλυψε
την αλήθεια και ενεργούσε πλέον ως ἐπίτροπος (κηδεμόνας και νομικός
εκπρόσωπος) των ανήλικων παιδιών, όπως προέβλεπε ο νόμος. Τον πρώτο χρόνο έζησαν όλοι στον Πειραιά. Στη συνέχεια, ο
Διογείτων ξαναπάντρεψε την κόρη του και μητέρα των παιδιών, ενώ τα ίδια
τα παιδιά τα έστειλε να ζήσουν στην Αθήνα. Οχτώ χρόνια αργότερα, όταν
ενηλικιώθηκε το μεγαλύτερο από τα αγόρια και η αδερφή τους είχε
παντρευτεί –πιθανώς λίγο πριν από την ενηλικίωση του αγοριού–, κάλεσε ο
Διογείτων τα αγόρια, τους είπε ότι ο πατέρας τους τούς είχε αφήσει ένα
πολύ μικρό ποσό (περίπου το 3% του ποσού που διεκδικούν δικαστικά) και,
προφασιζόμενος ότι είχε και ο ίδιος δυσκολίες, τα προέτρεψε να κοιτάξουν
να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. (Η συνέχεια περιγράφεται στο απόσπασμα
που ανθολογείται.)
ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Μεγάλο μέρος από το κείμενο που ακολουθεί καταλαμβάνεται από το
«κατηγορώ» της μητέρας των παιδιών εναντίον του Διογείτονα, το οποίο
παρατίθεται σε ευθύ λόγο. Η λεπτομέρεια αυτή καθιστά το κείμενο από μια
άποψη μοναδικό. Με τον ευθύ λόγο ο Λυσίας πέτυχε κάτι που θα ήταν
αδιανόητο στην πραγματικότητα: να ακουστεί –έστω εμμέσως– ο διαφορετικός) λόγος μιας γυναίκας στο δικαστήριο, όπου οι γυναίκες
δικαιούνταν να παρίστανται μόνο για να προκαλέσουν τον οίκτο και να
πετύχουν έτσι την αθώωση αρρένων συγγενών.
ΚΕΙΜΕΝΟ
10
Όταν τα δυο αγόρια τα άκουσαν αυτά, συγκλονισμένα και με δάκρυα στα μάτια σηκώθη-
καν και πήγαν στη μητέρα τους και, αφού την πήραν μαζί τους, ήρθαν και με βρήκαν. Η
κατάστασή τους, έπειτα από αυτό που τους είχε συμβεί, σε συντάραζε: είχαν εκδιωχθεί
κακήν κακώς, έκλαιγαν και με παρακαλούσαν να μην επιτρέψω να στερηθούν την πατρι-
κή τους περιουσία ούτε να καταλήξουν πάμφτωχα, επειδή τους είχαν φερθεί ανάλγητα οι
τελευταίοι που θα ’πρεπε να τους φερθούν έτσι· μου ζητούσαν λοιπόν να τους βοηθήσω
11
και για χάρη της αδερφής τους και για χάρη τους. Θα πήγαινε μακριά, αν σας έλεγα τι
οδύνη επικρατούσε στο σπίτι μου εκείνο τον καιρό. Στο τέλος, η μητέρα τους με εκλιπα-
ρούσε και με ικέτευε να φέρω σε κοινή συνάντηση τον πατέρα της και τους φίλους, λέγο-
ντας ότι, όσο και αν έως τότε δεν ήταν συνηθισμένη να μιλάει μπροστά σε άντρες, το μέ-
γεθος των συμφορών της θα την αναγκάσει να μας φανερώσει όλη της τη δυστυχία.
12
Εγώ, αφού πήγα και βρήκα τον Ηγήμονα, που έχει παντρευτεί την κόρη του Διογείτο-
να, του εξέφρασα την αγανάκτησή μου και συνάμα έκανα σχετικές συζητήσεις με τους
υπόλοιπους γνωστούς και φίλους, ενώ κάλεσα τον Διογείτονα να έρθει και να δώσει εξη-
γήσεις για τα χρήματα. Εκείνος στην αρχή δεν ήθελε, τελικά όμως αναγκάστηκε από τους
φίλους να δεχτεί. Όταν λοιπόν συγκεντρωθήκαμε, τον ρώτησε η γυναίκα τι ψυχή είχε
άραγε για να φτάνει να φέρεται έτσι στα παιδιά της, «ενώ είσαι αδερφός του πατέρα
τους, δικός μου πατέρας και συγχρόνως θείος
13
και παππούς τους. Και αν δεν ντρεπόσουν κα-
νένα από τους ανθρώπους, έπρεπε,» είπε, «να
φοβηθείς τους θεούς, εσύ που, όταν εκείνος
έφευγε με το καράβι, επήρες από αυτόν πέντε
τάλαντα ως παρακαταθήκη. Και γι’ αυτά προ-
σφέρομαι εγώ να ορκιστώ στα παιδιά μου, και
σε τούτα εδώ και σε εκείνα που απόχτησα αρ-
γότερα, οπουδήποτε προτείνει αυτός. Και βέ-
βαια δεν είμαι εγώ τόσο ελεεινή ούτε αποδίδω
τόσο μεγάλη σημασία στα χρήματα, ώστε να
φύγω από τη ζωή έχοντας ορκιστεί ψέματα
στα παιδιά μου ή να στερήσω άδικα από τον
πατέρα μου την περιουσία του.»
Άγαλμα μικρού κοριτσιού από
τη Βραυρώνα, περ. 320 π.Χ.
(Βραυρώνα, Αρχαιολογικό Μουσείο.)
14
Επιπλέον του καταλόγιζε ότι είχε εισπράξει
επτά τάλαντα και τέσσερις χιλιάδες δραχμές,
που είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια, και προ-
ραπεταμένο σημείωμα και της το έφεραν. Απέδειξε ακόμη ότι αυτός είχε εισπράξει επτά
μνες δανεισμένες με υποθήκη και άλλες δύο χιλιάδες δραχμές και ότι είχε πάρει οικιακό
εξοπλισμό μεγάλης αξίας· επίσης ότι κάθε χρόνο ερχόταν στο σπίτι τους σιτάρι από τη Χερσόνησο. «Και ύστερα ετόλμησες,» είπε, «να ισχυριστείς, ενώ έχεις στην κατοχή σου
τόσα χρήματα, ότι ο πατέρας τους σου άφησε δύο χιλιάδες δραχμές και τριάντα στατή- ρες, το ποσό που είχε δώσει σε εμένα και σου το παρέδωσα όταν πέθανε; Και έφτασες να
τα πετάξεις έξω από το ίδιο τους το σπίτι, τα παιδιά της κόρης σου, ρακένδυτα, ξυπόλυ-
τα, χωρίς υπηρέτη συνοδό, χωρίς κλινοσκεπάσματα, χωρίς ιμάτια, χωρίς τον οικιακό εξο-
17
πλισμό που τους άφησε ο πατέρας τους και χωρίς τα χρήματα που σου είχε εμπιστευτεί.
Και τώρα τα παιδιά που έχεις από τη μητριά μου τα μεγαλώνεις μέσα στη χλιδή και τον
πλούτο –και ως προς αυτό βέβαια καλά κάνεις–, τα δικά μου όμως τα αδικείς, αφού τα
πέταξες αισχρά έξω από το σπίτι τους και κάνεις το παν προκειμένου από πλούσια να
καταλήξουν πάμφτωχα. Και ενώ φέρεσαι όπως φέρεσαι, ούτε τους θεούς φοβάσαι ούτε
εμένα που γνωρίζω ντρέπεσαι ούτε τον αδελφό σου θυμάσαι, αλλά όλοι εμείς έχουμε για
σένα μικρότερη αξία από τα χρήματα.»
18
Τότε λοιπόν, άνδρες δικαστές, αφού είπε πολλά και φοβερά η γυναίκα, ήταν τέτοια η
συναισθηματική φόρτιση όλων όσοι βρεθήκαμε εκεί, καθώς ακούγαμε όσα είχε πράξει αυ-
τός και όσα είπε εκείνη –βλέπαμε τι είχαν τραβήξει τα παιδιά, θυμόμασταν τον νεκρό,
πόσο ανάξιο επίτροπο της περιουσίας του άφησε, αναλογιζόμασταν πόσο δύσκολο είναι
τελικά να βρεις κάποιον που να τον εμπιστευτείς –ήταν, λέω, τέτοια η φόρτιση ώστε κα-
νείς από τους παρόντες να μην είναι σε θέση, άνδρες δικαστές, να αρθρώσει λέξη και,
κλαίγοντας όχι λιγότερο από τους παθόντες, να σηκωθούμε και να φύγουμε αμίλητοι.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
Αθηναία αποχαιρετά τον σύζυγό της
που φεύγει για τον πόλεμο.
Αττική λευκή λήκυθος του
«ζωγράφου του Αχιλλέα», περ. 440 π.Χ.
(Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο)
ΣΧΟΛΙΑ
10
στη μητέρα τους:
Παρά τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, δεν μαθαίνουμε το όνομά της. Αυτό
αποτελούσε πάγια τακτική στα αθηναϊκά δικαστήρια. Δεν εθεωρείτο πρέπον
να αναφέρονται ονομαστικά οι γυναίκες, εκτός και αν επρόκειτο για
νεκρές, γυναίκες χαμηλής ηθικής ή γυναίκες που ανήκαν στο στρατόπεδο του
αντιπάλου.
ήρθαν και με βρήκαν:
Ο άντρας που εκφωνεί τον λόγο είχε παντρευτεί την αδελφή των αγοριών
και ενεργεί ως συνήγορος (υπερασπιστής των αγοριών που μιλάει στο
δικαστήριο). (Στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχαν επαγγελματίες συνήγοροι, το
αθηναϊκό δίκαιο όμως, παρότι κανονικά απαιτούσε από τους άμεσα
εμπλεκόμενους να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους, επέτρεπε σε συγγενείς ή
φίλους των διαδίκων να εμφανιστούν ως συνήγοροι και να μιλήσουν στο
δικαστήριο.)
11
να μιλάει μπροστά σε άντρες: Για
τις γυναίκες δεν εθεωρείτο πρέπον να τις βλέπουν οι άντρες, να
κοιτάζουν εκείνες τους άντρες κατάματα ή να μιλούν μπροστά τους, ακόμα
και αν επρόκειτο για άντρες του σπιτιού.
Η γυναίκα
και τα παιδιά της είναι εδώ τα θύματα της απάτης που διαπράχθηκε από
έναν άντρα, τον ίδιο της τον πατέρα· όμως από τη δομή του κοινωνικού
συστήματος είναι υποχρεωμένη να ζητήσει τη συνδρομή άλλων ανδρών για να
αντιμετωπίσει την αδικία και να βρει το δίκιο της.
12
να δώσει εξηγήσεις: Με τη λήξη της ἐπιτροπείας, οι έως τότε προστατευόμενοι ανήλικοι μπορούσαν να ζητήσουν από τον ἐπίτροπον απολογισμό για τη διαχείριση της περιουσίας.
13
πέντε τάλαντα:
Σύμφωνα με όσα λένε οι θιγόμενοι, ο Διογείτων έπρεπε να αποδώσει
συνολικά στα ορφανά το υπέρογκο ποσό των 15 ταλάντων και 28 μνων, ενώ
αυτός αναγνώριζε μόνο τις 28 μνες (1 τάλαντο = 60 μνες, 1 μνα = 100 δρχ.
– Το ημερομίσθιο ενός εργάτη γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα ήταν 1
δραχμή).
να ορκιστώ στα παιδιά μου:
Όσο πολυτιμότερο αυτό στο οποίο ορκιζόμαστε τόσο βαρύτερος ο όρκος. Το
τυπικό της ορκοδοσίας ενέπλεκε άμεσα τα παιδιά: ο γονιός που ορκιζόταν
στα παιδιά του τα είχε δίπλα του και την ώρα που πρόφερε τον όρκο
ακουμπούσε με το χέρι του τα κεφάλια τους.
οπουδήποτε: Η βαρύτητα του όρκου αυξάνει ανάλογα με τη σημασία και το κύρος του ιερού στο οποίο δίνεται.
αυτός: Μετά την αρχική, άμεση αποστροφή στον πατέρα της, τώρα η γυναίκα απευθύνεται στους συγκεντρωμένους.
έχοντας ορκιστεί ψέματα στα παιδιά μου: Η αντίληψη ότι για τα έργα των γονέων πληρώνουν τα παιδιά, τα παιδιά των παιδιών κ.ο.κ. ήταν βαθιά ριζωμένη στην αρχαία Ελλάδα.
14
ναυτικά δάνεια: Στα
λεγόμενα ναυτικά δάνεια, λόγω του υψηλού κινδύνου, ο τόκος, τον οποίο
εισέπραττε κανείς μόνο αν σωζόταν το πλοίο, έφτανε έως και 30% για κάθε
ταξίδι.
από την περιοχή του Κολλυτού: Δήμος του «άστεως» στα νότια της Ακρόπολης. Την εποχή του Πλουτάρχου (46-120 μ.Χ.), ο Κολλυτός εθεωρείτο προνομιούχος περιοχή.
στο σπίτι του Φαίδρου:
Πρόκειται μάλλον για τον γνωστό από τον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο
Φαίδρο, τον μαθητή του Σωκράτη. Το όνομά του είχε εμπλακεί στον
ακρωτηριασμό των ερμαϊκών στηλών (415 π.Χ.) και αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την Αθήνα, ενώ η περιουσία του δημεύτηκε. Πιθανώς το σπίτι
ήταν γνωστό, ακριβώς επειδή δεν ήταν ένα συνηθισμένο σπίτι –τα σπίτια
στην αρχαία Αθήνα ήταν γενικά μικρά.
15
με υποθήκη (αρχ. ἐγγείῳ ἐπί τόκῳ):
Είναι ο κανονικός τόκος. Ονομάζεται ἔγγειος κατ’ αντιδιαστολή προς τον
ναυτικό και επειδή συχνά για την εξασφάλιση του τόκου υποθηκευόταν
ακίνητη περιουσία.
από τη Χερσόνησο: Η θρακική
Χερσόνησος (η χερσόνησος στα ανατολικά της Σαμοθράκης και της Ίμβρου)
έκανε εξαγωγές σιταριού στην Αθήνα. Εδώ το σιτάρι που τους έστελναν κάθε
χρόνο ήταν πιθανώς ο τόκος για το ποσό που είχε δοθεί ως δάνειο.
στατήρες: Εννοεί Κυζικηνούς
στατήρες. Η Κύζικος (στις ακτές της Προποντίδας), από το 600 π.Χ.
περίπου, έκοβε στατήρες από μείγμα χρυσού και αργύρου· ζύγιζαν γύρω στα
16 γραμμάρια.
16
από το ίδιο τους το σπίτι: Πιθανώς από το σπίτι στον Κολλυτό.
ρακένδυτα (αρχ. έν τριβωνίοις): Ο τρίβων (υποκοριστικό: τριβώνιον) ήταν κοντό εξωτερικό ένδυμα ευτελούς αξίας. Το φορούσαν κυρίως φτωχοί και ορισμένοι φιλόσοφοι.
χωρίς υπηρέτη συνοδό: Οι νέοι ευκατάστατων οικογενειών συνοδεύονταν από υπηρέτη, οι παῖδες από τον παιδαγωγόν (δούλο συνοδό).
17
μέσα στη χλιδή ... καλά κάνεις:
Επειδή και στην αρχαιότητα οι μητριές αντιμετωπίζονταν αρνητικά, η
μητέρα των παιδιών με το σχόλιό της αποκλείει ότι κίνητρό της μπορεί να
είναι ο φθόνος. Συγχρόνως διαψεύδει εμμέσως τον ισχυρισμό που είχε
προβάλει ο Διογείτων, όταν ενηλικιώθηκε το πρώτο αγόρι, ότι δηλαδή είχε
και εκείνος οικονομικές δυσκολίες.
Στατήρας από την Αίγινα, αρχές 5ου
αι. π.Χ. (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.)
Χρυσός στατήρας από το Παντικάπαιον,
4ος αι. π.Χ. (Αθήνα, Νομισματικό Μουσείο.)