Αρχαία Ελλάδα, ο τόπος και οι άνθρωποι - Ανθολόγιο (Β Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
Συνοδευτικά Κείμενα
1. ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ, Ελεγείες (απόσπ. 2)
Αν όμως κάποιος κερδίσει τη νίκη γιατί έχει πόδια γρήγορα
ή ως αθλητής στο πένταθλο, εκεί όπου του Διός το τέμενος
πλάι στις ροές του Πίση στην Ολυμπία, ή ως παλαιστής
ή και γιατί κατέχει την τέχνη του πυγμάχου την επώδυνη
5
ή το τρομερό αγώνισμα που το λένε παγκράτιο,
θα φαντάζει πιο λαμπερός στα μάτια των ανθρώπων της πόλης του
και στους αγώνες θα κάθεται μπροστά μπροστά σε θέση περίοπτη
και θα σιτίζεται από δημόσια χρήματα
με απόφαση της πόλης και δώρο θα του δοθεί για να το ’χει κειμήλιο·
10
ή ακόμα, εάν νικήσει με άλογα, θα τα λάβει όλα αυτά –
ενώ δεν το αξίζει, όπως το αξίζω εγώ· γιατί από τη δύναμη
των ανδρών και των ίππων η σοφία η δική μου είναι ανώτερη.
Όμως η στάση εκείνη είναι άκρως αυθαίρετη, ούτε είναι δίκαιο
να βάζεις τη δύναμη πάνω από την άξια σοφία.
15
Γιατί ούτε αν ξεχωρίζει κάποιος μέσα στο πλήθος ως άξιος πυγμάχος
ή ως αθλητής στο πένταθλο ή στην πάλη,
ή ακόμα για τα γρήγορά του πόδια, στο άθλημα που μετράει περισσότερο
από όλα όσα κρίνουν την αλκή των ανδρών στον αγώνα,
η πόλη δεν θα ’χει γι’ αυτό περισσότερη ευνομία μετά ή πριν·
20
μικρή θα είναι η χαρά για την πόλη,
αν κάποιος νικήσει στους αγώνες πλάι στις όχθες του Πίση·
γιατί αυτά δεν γεμίζουν τα αμπάρια της πόλης.
Τούτο το χρόνο τάχασαν οι κριτές, – δεν ξέρουνε ποιον να βραβέψουν, –
(μη και τις άλλες χρονιές δεν ήταν το ίδιο;) – σώματα έκπαγλα
να λάμπουν γυμνά μες στο λιοπύρι – κι ο ιδρώτας λάμψη και κάλλος
να προσθέτει
ρέοντας στο πηγούνι απ’ τους κροτάφους, και στα σκέλη απ’ την κοιλιά και το στήθος.
Σε ποιον το στεφάνι και το βόδι; – τούτος ο γοφός, αυτά τα γόνατα,
τα ισχία· –
μετρούν, ζυγιάζουν, ψαύουν, αφαιρένονται οι ελλανοδίκες. Κι ο ήλιος τούτος
πολύ χτυπάει – σου θαμπώνει τα μάτια. Να προτιμήσεις τη λύση των κλήρων
ή της ισοπαλίας;
Βγάζουν σπίθες τα μάρμαρα, τα νύχια των ποδιών, οι ρώγες·
βουίζουν τα μελίγγια. Μια σπασμένη υδρία. Τ’ άνθινο στεφάνι στην έδρα
μαράθηκε κιόλας. Και το βόδι δεμένο μουγκανίζει. Πέφτει το λυκόφως.
Πολύ βραδύνουν οι κριτές.
Ωστόσο το κοινό δε δείχνει διόλου αδημονία, –
παρατηρούν σιωπηλοί, και σα θλιμμένοι. Μια στιγμή συνέρχονται –
ανταλλάσσουν δυο λόγια·
ακούγεται παράταιρα ένα γέλιο βεβιασμένο – σβήνει αμέσως.
Ω, καταλάβαμε καλά: δικαιολογημένη η αμηχανία· δεν πειράζει·
τ’ άλλα γυμνάσματα ας αναβληθούνε γι’ αύριο ή μεθαύριο, ή ας μη γίνουν καθόλου –
εδώ τελειώνουν όλοι οι αγώνες.
Και θα πρέπει – α, ναι, – το δίχως άλλο
να εκδώσει η πολιτεία ένα καινούργιο διάταγμα: ν’ απαγορεύει να περνάνε
οι νεκρικές πομπές μπροστά στο Στάδιο· γιατί ο θάνατος έτσι
χάνει το κύρος του και τις σωστές του αναλογίες, – κανένας
δεν προσέχει πια τους νεκρούς· κι ίσως εκείνοι να θυμώσουν.
Από τη συλλογή «Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη 1968»,
Ποιήματα, τόμ. Ι΄, 2η έκδ., Αθήνα [Κέδρος] 1998, σελ. 75-6.