ΘΘ, θ, θῆτα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
θάλαττα, -άττης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο κοινός τύπος είναι θάλασσα. θάλασσα, και ειδικότερα η Μεσόγειος: ἡ παρ' ἡμῖν θάλαττα = η θάλασσά μας. πολλὰ ἐπιόντα ὑπομένω κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν = υπομένω πολλές επιθέσεις και από την ξηρά και από τη θάλασσα..
ΝΕ θάλασσα. [πβ. Ησύχιο «δαλάγχαν· θάλασσαν», ίσως μακεδ. γλώσσα, συγγεν. του δολιχὸς «επιμήκης, εκτεταμένος»]. θαλασσοκράτωρ, -ορος, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ θαλασσοκράτορας. [παράγ. λ. του συνθ. θαλασσοκρατέω (θάλασσα + κρατέω) + παρ. επίθ. -ωρ]. θαλλός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. θάλλω + -ος]. θάλλω ΡΗΜΑ
1. για φυτά είμαι γεμάτος φύλλα, λουλούδια ή καρπούς. = ἀνθέω, ἀκμάζω. 2. ευτυχώ: ζῇ καὶ θάλλει. = εὐδαιμονέω.
ΝΕ θάλλω (με σημ. 2). [παράγ. λ. *θαλ- + -jω, πβ. αρμ. dalar «πράσινος, φρέσκος» = θαλερός]. θάλπος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. θάλπ-ω + παρ. επίθ. -ος]. θάλπω ΡΗΜΑ
παθ. φωνή θάλπομαι ζεσταίνομαι: θάλπομαι τοῦ θέρους = ζεσταίνομαι το καλοκαίρι.
ΝΕ στο σύνθ. περιθάλπω. [*θαλ- (πβ. θάλ-λω) + π + -ω]. θάμβος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ θάμβος «αίγλη», [*θαφ- < *θέμβος με αβέβ. ετυμ.]. θανάσιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. θανατηφόρος: θανάσιμα φάρμακα = θανατηφόρα δηλητήρια. 2. ετοιμοθάνατος: ἄνδρα θανάσιμον ἤδη ὄντα ἰάσατο = θεράπευσε έναν άντρα που ήταν πλέον ετοιμοθάνατος.
ΝΕ θανάσιμος (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. *θανατ- (θάνατος) + παρ. επίθ. -ιμος]. θανατόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. σκοτώνω, θανατώνω, εκτελώ κάποιον. = ἀποκτείνω. 2. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο.
ΝΕ θανατώνω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. θάνατ-ος + παρ. επίθ. -όω]. Θαργηλιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. θάργηλος «ονομασία ψωμιού»
(ίσως μεσογ. λ.) + παρ. επίθ. -ιὼν αντί του
κανονικού -ών, σύμφωνα με τους μήνες που
λήγουν δικαιολογημένα σε -ιών (λ.χ. θαρραλέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ο κοινός τύπος είναι θαρσαλέος
1. τολμηρός, θαρραλέος.
2. θρασύς, αυθάδης. 3. αυτός τον οποίο επιχειρεί κανείς με αυθάδεια χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο: οἱ δειλοὶ ἐπὶ τὰ θαρραλέα ἔρχονται = οι δειλοί πηγαίνουν σε πράγματα που τους φαίνονται ακίνδυνα.
ΝΕ θαρραλέος (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. θάρρος / θάρσος + παρ. επίθ. -αλέος]. θαρρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. έχω θάρρος ή θράσος: λέγε θαρρῶν = μίλα με θάρρος. = τολμάω. 2. είμαι θρασύς, παράτολμος, υπερβολικά τολμηρός: ὕβρει θαρσῶ = γίνομαι υπερβολικά τολμηρός από υπεροψία. 3. δε φοβάμαι κάποιον ή κάτι: θάνατον θαρρῶ = δε φοβάμαι το θάνατο. ≠ δέδοικα «φοβάμαι».
[παράγ. λ. *θαρρ- (πβ. θάρρ-ος) + παρ. επίθ. -έω]. θάρρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ο κοινός τύπος είναι θάρσος θάρρος, τόλμη: θάρρος πρὸς τοὺς πολεμίους = θάρρος απέναντι στους εχθρούς. τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε = οι Αθηναίοι πήραν θάρρος. ΝΕ θάρρος. [*θαρσ-, πβ. αρχ. ινδ. dhrosú- «θρασύς»]. θαρρύνω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι θαρσύνω δίνω θάρρος: (Περικλῆς) ἐβούλετο θαρσῦναι τοὺς Ἀθηναίους = ο Περικλής ήθελε να δώσει θάρρος στους Αθηναίους. ΝΕ το σύνθ. ενθαρρύνω. [παράγ. λ. *θαρσυ- (πβ. αρχ. ινδ. dhrosú- «θρασύς») + παρ. επίθ. -νω]. θάττων, θάττων, θᾶττον ΕΠΙΘΕΤΟ ![]() [*ταχ- (ταχύς) + -jων > θάσσων με αντιμετάθεση δασύτητας, *θάγ-jων]. θαῦμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάτι που προκαλεί θαυμασμό ή απορία, κάτι που σε παραξενεύει: θαῦμα οὐδὲν τὸ μὴ πείθεσθαι τοὺς πολλοὺς τοῖς λεγομένοις = καθόλου δεν είναι παράξενο που οι πολλοί δεν πείθονται στα λόγια αυτά. 2. στον πληθ. θαύματα τεχνάσματα ταχυδακτυλουργών. 3. έκπληξη: ἐν θαύματί εἰμι = είμαι έκπληκτος.
[παράγ. λ. *θαυ- (< θέα < θεάομαι· το αττ. θέα βασίζεται στο *θάFᾱ < διαλ. θᾱα) + παρ. επίθ. -μα, ΙΕ *dhem-]. θαυμάζω ΡΗΜΑ
1. θαυμάζω, βλέπω ή αντιμετωπίζω κάτι με θαυμασμό: θαυμάζω τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ = θαυμάζω κάποιον για τη σοφία του. 2. εκπλήσσομαι, απορώ, παραξενεύομαι: θαυμάζω τούτου τῆς διανοίας = απορώ με τον τρόπο σκέψης αυτού του ανθρώπου.
ΝΕ θαυμάζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. θαῦμα + παρ. επίθ. -άζω]. θαυμάσιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. εκπληκτικός, δηλ. που σου προκαλεί έκπληξη, απορία και σε κάνει να παραξενεύεσαι: Σωκράτης πρὸς τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις θαυμάσια ἠργάζετο = ο Σωκράτης όσον αφορά την αντοχή του στο ψύχος έκανε πράγματα εκπληκτικά. 2. αυτός που αξίζει να τον θαυμάζει κανείς: σε προσφώνηση, συχνά ειρωνικά ὦ θαυμάσιε! = τι άνθρωπος είσαι εσύ!
ΝΕ θαυμάσιος (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. θαυμάσ- (πβ. θαυμασ-μός) + παρ. επίθ. -ιος]. θαυμαστός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ασυνήθιστος, που προκαλεί έκπληξη, παράξενος: καὶ ὃ πάντων θαυμαστότατον, Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑόρακε = και το πιο απίστευτο από όλα, μεθυσμένο το Σωκράτη δεν τον έχει δει κανένας ως τώρα. 2. αξιοθαύμαστος: ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά.
ΝΕ θαυμαστός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. θαυμάζω + παρ. επίθ. -τός]. θέα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το να κοιτάζει κάποιος κάτι, η θέα: ἔρχομαι ἐπὶ θέαν τινός = πηγαίνω να δω κάποιον. 2. το αποτέλεσμα της θέας, το θέαμα: θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος = θεάματα ακαταμάχητα στην ομορφιά. 3. η θέση από όπου μπορεί να βλέπει κανείς καλά κάτι: θέαν καταλαμβάνω = πιάνω θέση, για να βλέπω. ΝΕ θέα (με τις σημ. 1 & 3). [*θᾱFᾱ, πβ. θεά-ομαι, θέαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. θεά + παρ. επίθ. -ινα με μετάθεση τόνου]. θεάομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ
αποθετικό ρήμα 1. κοιτάζω, παρατηρώ: ἐθεᾶτο τὴν θέσιν τῆς πόλεως.
2. παρακολουθώ ως θεατής: οἱ θεώμενοι = οι θεατές.
ΝΕ θεώμαι «με βλέπουν» παθ. σημ. σχετική με τη σημ. 1. [παράγ. λ. θέα + παρ. επίθ. -ομαι]. θεῖος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. θεϊκός, θείος. 2. ως ουσιαστικό τὸ θεῖον η θεία δύναμη, το θείο.
ΝΕ θείος, και με τις δύο σημ. (στη ΝΕ η λέξη σημαίνει και «αδελφός του πατέρα»· η σημ. αυτή προέκυψε στο βασίλειο των Πτολεμαίων, όπου θεὸς ήταν ο βασιλιάς και θεῖος «θεϊκός» ο αδελφός του). [παράγ. λ. θε-ός (άγν. ετυμ.) + παρ. επίθ. -ιος]. θέλω ΡΗΜΑ θέμις, -ιδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ Θέμις (λόγ.). [σύνθ. λ. *θεμ- (< τίθημι, πβ. θέμ-α) + παρ. επίθ. -ις, πβ. αρχ. περσ. dā-mi «δημιουργία»]. θεμιτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ θεμιτός (με την ίδια σημ.). [παράγ. λ. θέμις + παρ. επίθ. -τός]. -θεν ΜΟΡΙΟ
[παλιά κατάληξη της γενικής: ἐμέ-θεν = ἐμοῡ, Διό-θεν = Διός]. θεοειδής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
θεόμορφος, δηλαδή πολύ ωραίος: ὁ θεοειδὴς Πάρις = ο πανέμορφος Πάρης. ἡ ψυχὴ θεοειδές τί ἐστι = η ψυχή είναι κάτι θεόμορφο. ΝΕ θεοειδής (λόγ.). [σύνθ. λ. θεός + εἶδος + παρ. επίθ. -ής]. θεοφιλής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που είναι αγαπητός στους θεούς. ΝΕ θεοφιλής. [σύνθ. λ. θεός + *φιλ- (< φιλέω) + παρ. επίθ. -ής]. θεράπαινα, -αίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. θεράπων + παρ. επίθ. -αινα]. θεραπεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η προσφορά υπηρεσίας, η φροντίδα, η περιποίηση: θεραπεία σώματος = φροντίδα του σώματος. = φροντίς, ἐπιμέλεια. 2. λατρεία: θεραπεία θεῶν = η λατρεία των θεών. 3. περιποίηση κάποιου που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εύνοιάς του: θεραπεία τῶν ἀεὶ προεστώτων = περιποίηση προς τους εκάστοτε άρχοντες. ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχω τινά = περιποιούμαι κάποιον πολύ (με την ελπίδα να αποκτήσω ένα όφελος). 4. η περίθαλψη αρρώστου, θεραπεία: αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπεῖαι διὰ καύσεων γιγνόμεναι = οι θεραπείες που γίνονται από τους γιατρούς με καυτηριασμό. ΝΕ θεραπεία (με τη σημ. 4). [παράγ. λ. θεραπε-ύω + παρ. επίθ. -ία]. θεραπευτής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που υπηρετεί τους θεούς: θεραπευτὴς θεοῦ = ιερέας. 2. αυτός που υπηρετεί ένα υψηλό πρόσωπο. 3. αυτός που φροντίζει, περιποιείται κάτι: ὁ θεραπευτὴς τοῦ σώματος. 4. αυτός που περιθάλπει ασθενείς, ο γιατρός.
ΝΕ θεραπευτής (με τη σημ. 4). [παράγ. λ. θεραπεύ-ω + παρ. επίθ. -τής]. θεραπεύω ΡΗΜΑ
1. υπηρετώ κάποιον, του προσφέρω τις υπηρεσίες μου.
2. κολακεύω: θεραπεύω τὸ πλῆθος = κολακεύω το λαό. 3. φροντίζω για κάτι: θεραπεύω τὸ σῶμα = ικανοποιώ τις ανάγκες του σώματος. θεραπεύω τὴν διάνοιαν = αναπτύσσω το μυαλό μου. θεραπεύω τὸ ξυμφέρον = φροντίζω για το συμφέρον μου. 4. θεραπεύω κάποιον ή κάτι ως γιατρός: θεραπεύω τὸ σῶμα/τοὺς ὀφθαλμούς. = ἰάομαι. 5. καλλιεργώ: θεραπεύω τὴν γῆν.
ΝΕ θεραπεύω (με τη σημ. 4). [παράγ. λ. θεράπ-ων + παρ. επίθ. -εύω]. θεράπων, -οντος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ θεράπων «που θεραπεύει» (λ.χ. θεράπων ιατρός). [*θεραπ-, σκοτεινής αρχής]. θέρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ θέρος (λόγ.). [παράγ. λ. *θερ- (< ΙΕ *ghwer-, πβ. αρχ. ινδ. háras «θερμότητα») + παρ. επίθ. -ος]. θέσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τοποθέτηση: πλίνθων καὶ λίθων θέσις = η τοποθέτηση τούβλων και της πέτρας. 2. καθιέρωση, θέσπιση: θέσις νόμων = νομοθεσία. θέσις ὀνομάτων = ονοματοδοσία. 3. θέσει όταν κάποιος ή κάτι αποκτά μια νέα ιδιότητα που δεν την είχε από τη φύση του: Ἀθηναῖος θέσει = ξένος που έγινε Αθηναίος πολίτης (αλλά δεν είχε γεννηθεί στην Αθήνα). ≠ φύσει. 4. ο τόπος ή η κατάσταση όπου βρίσκεται κάποιος, η θέση: ἡ θέσις τῆς χώρας πρὸς τὰ πνεύματα = η θέση της χώρας ως προς τους ανέμους.
ΝΕ θέση (με τις σημ. 3 και 4). [παράγ. λ. *θέ-τις (< τίθημι + παρ. επίθ. -σις < -*τις) = αρχ. ινδ. hi-ti «θέσις»]. θεσμοθέτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που θέτει, καθιερώνει, θεσμούς, δηλαδή νόμους, ο νομοθέτης. 2. στην Αθήνα, στον πληθ. οἱ θεσμοθέται οι έξι
από τους ἐννέα ἄρχοντας ( [σύνθ. λ. θεσμός + *θετ- (< τίθημι) + παρ. επίθ. -της]. θεσμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. θείος νόμος: θεσμὸς Ἀδραστείας = νόμος της Αδράστειας. 2. ανθρώπινος νόμος: οἱ θεσμοὶ τοῦ Δράκοντος.
ΝΕ θεσμός. [παράγ. λ. τεθ-μός (*τεθ- < τίθημι + παρ. επίθ. -μός) > διαλ. θε-θμός > θεσ-μός]. θεσπέσιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ θεσπέσιος. [σύνθ. λ. *θέσ-σπετος «θεόπνευστος» < θεός + *σπετὸς «που μπορεί να περιγραφεί με λόγια» (πβ. ἄσπετος)]. θέω ΡΗΜΑ
τρέχω: δρομεὺς βραδέως θέων = δρομέας που τρέχει αργά. = τρέχω.
[παράγ. λ. *θεF- + παρ. επίθ. -jω]. θεωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. πηγαίνω εγώ ως θεωρός, δηλαδή ως αντιπρόσωπος της πόλης μου, ή στέλλω άλλους θεωρούς, σε μαντείο, σε αγώνες ή σε εορτές: ἐγὼ τεθεώρηκα οὐδαμοῦ πλὴν εἰς Πάρον = εγώ δεν έχω πάει ως επίσημος απεσταλμένος πουθενά εκτός από την Πάρο. τὰ Ἴσθμια ἐγίγνετο καὶ Ἀθηναῖοι ἐθεώρουν ἐς αὐτά = τελούνταν τα Ίσθμια και οι Αθηναίοι έστειλαν αντιπροσώπους τους σε αυτά. 2. παρακολουθώ ως θεατής: θεωρῶ τὰ
Ὀλύμπια = παρακολουθώ τους Ολυμπιακούς
Αγώνες.
3. βλέπω, παρατηρώ: θεωρῶ τὰ περὶ τὸν πόλεμον = παρατηρώ πώς διεξάγεται ένας πόλεμος. = θεάομαι. 4. επιθεωρώ (στρατιώτες). 5. για διανοητική ενέργεια εξετάζω, κρίνω, σκέπτομαι, θεωρώ: τοῦτο θεώρει, εἰ τἀληθῆ λέγω = τούτο εξέταζε, αν λέω την αλήθεια. = σκοπέω.
ΝΕ θεωρώ (με τη σημ. 5). [παράγ. λ. θεωρός + παρ. επίθ. -έω]. θεώρημα, -ήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ θεώρημα «βασική αρχή» (λ.χ. μαθηματικό). [παράγ. λ. θεωρέω + παρ. επίθ. -μα]. θεωρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αποστολή θεωρῶν, δηλ. αντιπροσώπων μιας πόλης, σε μαντείο ή σε πανελλήνιους αγώνες ή οι ίδιοι οι αντιπρόσωποι: ἑκάστου ἔτους θεωρίαν ἀπάγω εἰς Δῆλον = στέλνω κάθε χρόνο αντιπροσώπους στη Δήλο. 2. το αξίωμα του θεωροῦ, του αντιπροσώπου μιας πόλης. 3. το να παρακολουθεί κανείς ένα θέαμα αγώνων ή θεατρικής παράστασης ως θεατής: οὔτ' ἐπὶ θεωρίαν πώποτ' ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες, ὦ Σώκρατες = και ποτέ, Σωκράτη, δε βγήκες από την πόλη ούτε για να παρακολουθήσεις πανελλήνιους αγώνες. 4. το να βλέπει, να παρατηρεί κανείς κάτι: θεωρίας ἕνεκεν = (ταξιδεύει) για να δει και να γνωρίσει άγνωστα μέρη. 5. για διανοητική ενέργεια εξέταση, έρευνα: θεωρίαν ποιοῦμαι περί τινος = εξετάζω ένα θέμα. ΝΕ θεωρία «θεωρητική πλευρά, ανάλυση κτλ.». [παράγ. λ. θεωρ-έω + παρ. επίθ. -ία]. θεωρός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αντιπρόσωπος που στέλνει μια πόλη σε μαντείο, σε αγώνες ή σε εορτές: ἔπεμψαν αὐτὸν θεωρὸν εἰς τὰ Πύθια = τον έστειλαν να τους αντιπροσωπεύσει στους Πυθικούς αγώνες (στους Δελφούς). 2. θεατής. 3. περιηγητής.
[σύνθ. λ. *θεFα- + *Fορός (ὁράω) > *θεFη-F- ορός > θε(ε)ωρός, όπου *θεFα = θέα]. θήκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κιβώτιο. 2. τάφος, μέθοδος ταφής: ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε... θήκας τε προγόνων = ορμάτε εμπρός παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε… και τους τάφους των προγόνων. εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο = κατέφυγαν σε αδιάντροπες μεθόδους ταφής.
ΝΕ θήκη (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. *θήκ- (ἔ-θηκ-α < τίθημι) + παρ. επίθ. -η]. θῆλυς, θήλεια, θῆλυ ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ θήλυς (λόγ.). [*θηλ-υς < θηλ-ή (του γυναικείου μαστού), ομόρρ. με αρχ. ινδ. dhārú- «που βυζαίνει»]. θήρ, -ός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*φηρ-, πβ. λατ. ferus «άγριος»]. θήρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυνήγι άγριων ζώων. 2. μεταφορικά επιδίωξη, συνεχής προσπάθεια για να πετύχει κανείς κάτι: ἡ θήρα τοῦ ἡδέος = το κυνήγι της ηδονής. ΝΕ θήρα (και με τις δύο σημ.). [παράγ. λ. θήρ + παρ. επίθ. -α]. θηράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κυνηγώ: λαγῶς ᾤχετο θηράσων = είχε φύγει, για να κυνηγήσει λαγούς. = θηρεύω, ἀγρεύω. 2. στη μέση φωνή με ενεργ. σημ. κυριολεκτικά και μεταφορικά θηρῶμαι κυνηγώ: οἱ θηρώμενοι = οι κυνηγοί. θηρῶμαι τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν.
[παράγ. λ. θήρα + παρ. επίθ. -άω]. θηρεύω ΡΗΜΑ
1. κυνηγώ: θηρεύω ὄρνιθας ἀγρίας = κυνηγώ άγρια πουλιά. θηρεύω ἰχθῦς = ψαρεύω. = ἀγρεύω, θηράω. 2. μεταφορικά προσπαθώ να πετύχω κάτι: θηρεύω εὐδαιμονίαν.
ΝΕ θηρεύω (και με τις δύο σημ.) [παράγ. λ. θήρ + παρ. επίθ. -εύω]. θηρίον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. άγριο ζώο (από αυτά που κυνηγούν οι άνθρωποι). 2. γενικά ζώο. 3. θηρίο. 4. τέρας. = θήρ.
ΝΕ θηρίο (με τις σημ. 3, 4). [παράγ. λ. θήρ + παρ. επίθ. -ίον]. θής, θητός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[προελλ.]. θητεύω ΡΗΜΑ ΝΕ θητεύω «υπηρετώ σε μια θέση». [παράγ. λ. *θητ- (< θής, θητός) + παρ. επίθ. -εύω]. θίασος, -άσου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ομάδα πανηγυριστών που τραγουδούσε και χόρευε στους δρόμους προς τιμήν του Βάκχου (Διονύσου). 2. συντροφιά: τοῦ σοῦ θιάσου ἐστίν = είναι της παρέας σου, μέλος της συντροφιάς σου.
ΝΕ θίασος «σύνολο ηθοποιών κτλ.». [αβέβ. ετυμ.]. θλίβω ΡΗΜΑ
πιέζω, συμπιέζω: θλίβει με ὁ θώραξ = με πιέζει ο θώρακας. ὡς θλίβομαι! = πόσο πιέζομαι (από το βάρος).
ΝΕ θλίβω «πιέζω/προξενώ λύπη». [*φλιβ- ( θνῄσκω ΡΗΜΑ
1. πεθαίνω: οἱ τεθνηκότες = οἱ τεθνεῶτες = οἱ
θανόντες = οι νεκροί ( 2. χρησιμοποιείται σαν παθ. φωνή σκοτώνομαι: ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός = αυτός που σκοτώθηκε από τον πατέρα σου, αυτός που σκότωσε ο πατέρας σου. ≠ κτείνω «σκοτώνω».
[*θᾰν-, *θᾱν- > *θνη- + παρ. επίθ. -ίσκω]. θνητός, -ὴ & -ός, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ θνητός. [παράγ. λ. *θνη- (θνῄ-σκω) + παρ. επίθ. -τός]. θόλος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη. 2. στην Αθήνα το κυκλικό κτίριο που
αποτελούσε την έδρα των Πρυτάνεων
(
ΝΕ ο θόλος «κυκλική στέγη». [αβέβ. ετυμ., πιθ. μεσογ. λ.]. θορυβέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. κάνω θόρυβο. 2. φωνάζω επιδοκιμάζοντας όσα λέγονται, επιδοκιμάζω: λόγος τεθορυβημένος = λόγος που επιδοκιμάστηκε. 3. φωνάζω αποδοκιμάζοντας όσα λέγονται: δέομαι ὑμῶν μὴ θορυβεῖν ἐφ' οἷς ἂν λέγω ἀλλ' ἀκούειν = σας παρακαλώ να μη δείχνετε την αποδοκιμασία σας για όσα λέγω, αλλά να με ακούτε. 4. καταθορυβώ κάποιον, του προκαλώ σύγχυση.
ΝΕ θορυβώ (με τις σημ. 1, 4). [παράγ. λ. θόρυβ-ος + παρ. επίθ. -έω]. θόρυβος, -ύβου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο θόρυβος, η φασαρία που προκαλεί συγκεντρωμένο πλήθος. ≠ ἠρεμία, ἡσυχία. 2. ζωηρές εκδηλώσεις επιδοκιμασίας. 3. ζωηρές εκδηλώσεις αποδοκιμασίας. 4. σύγχυση, ταραχή: ἐγένετο ὁ θόρυβος μέγας = η ταραχή που δημιουργήθηκε ήταν μεγάλη (την ώρα της μάχης).
ΝΕ θόρυβος. [*θορυ- (πβ. τον-θορύ-ζω < θρέομαι «φωνάζω δυνατά, κραυγάζω») + παρ. επίθ. -βος]. θράσος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. θάρρος, τόλμη. 2. με αρνητ. σημ. αλόγιστο θάρρος, θράσος, θρασύτητα: τοῦ θράσους ἐπέσχομεν τοῦτον = τον σταματήσαμε από τη θρασύτητά του. ΝΕ θράσος (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. *θρασ- (πβ. θρασ-ύς) + παρ. επίθ. -ος]. θρασύνω ΡΗΜΑ
1. δίνω θάρρος: ὁρῶν δὲ Νικίας τὸ στράτευμα ἀθυμοῦν ἐθάρσυνέ τε καὶ παρεμυθεῖτο = βλέποντας ο Νικίας ότι οι στρατιώτες είχαν χάσει το ηθικό τους τους έδινε θάρρος και τους παρηγορούσε. 2. παθ. και μέση φωνή θρασύνομαι παίρνω θάρρος, ενθαρρύνομαι: οὐκ ἀλόγως θρασυνόμεθα = δεν παίρνουμε θάρρος απερίσκεπτα. ≠ φοβέομαι. 3. παθ. φωνή θρασύνομαι δείχνω αλόγιστο θάρρος, αποθρασύνομαι: τούτῳ δὲ θρασυνομένῳ οὐχ ὑπεχώρησα = μπροστά σ' αυτόν που είχε αποθρασυνθεί, εγώ δεν έκανα πίσω.
ΝΕ το σύνθ. αποθρασύνομαι (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. θρασύ-ς + παρ. επίθ. -νω]. θρασύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. τολμηρός, γενναίος: θρασὺς τὸ ἦθος. ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος = η ελπίδα μου για το μέλλον είναι ακλόνητη. 2. υπερβολικά τολμηρός, ώστε να γίνεται αλαζονικός, θρασύς.
ΝΕ θρασύς (με τη σημ. 2). [*θρασυ-, πβ. αρχ. ινδ. dhrosú «τολμηρός» + -ς]. θραύω ΡΗΜΑ
σπάζω: θραύω τοὺς λίθους = σπάω τις πέτρες.
[*θραFσ-, πβ. θρύ-π-τω]. θρέμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυρίως για ημερωμένα ζώα, πρόβατα και κατσίκες ζώο, ήμερο συνήθως, που έχει τραφεί και έχει μεγαλώσει. 2. για ανθρώπους πλάσμα, δημιούργημα: δύσκολον θρέμμα ὁ ἄνθρωπος = ο άνθρωπος είναι δύσκολο πλάσμα. ΝΕ θρέμμα (με τη σημ. 2, συνήθως στη φρ. γέννημα θρέμμα). [παράγ. λ. *θρεπ- (πβ. θρεπ-τός < τρέφω) + παρ. επίθ. -μα]. θρίξ, τριχός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ τρίχα. [*θριχ- + -ς > θρίξ, αλλά *θριχός > τριχὸς με ανομοιωτική αποδάσυνση του πρώτου από τα δύο διαδοχικά δασέα (θ – χ), αβέβ. ετυμ.]. θροῦς, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φωνές διαμαρτυρίας μέσα σε πλήθος ή συνέλευση: οἱ δὲ αἰσθόμενοι τὸν θροῦν ἠξίουν… = και αυτοί, όταν αντιλήφθηκαν τις διαμαρτυρίες, ζητούσαν… 2. είδηση, φήμη, θόρυβος: ὡς γὰρ ὁ θροῦς διῆλθε τῆς ἐμῆς συμφορᾶς = όταν διαδόθηκε η είδηση για τη συμφορά μου... [παράγ. λ. *θρο- (< θρέ-ομαι «κραυγάζω») + παρ. επίθ. -ος]. θρυλέω -ῶ ΡΗΜΑ
ΝΕ θρυλείται / θρυλούνται «διαδίδεται / διαδίδονται», θρυλούμενα «διαδόσεις». [παράγ. λ. *θρυλ- (πβ. θρῦλος) + παρ. επίθ. -έω. θρῦλος < *θ(ε)ρεF-, ΙΕ *dhrew-, θρέομαι]. θρύπτω ΡΗΜΑ
1. σπάζω σε μικρά κομμάτια, θρυμματίζω. 2. μεταφορικά συνήθως στην παθ. φωνή θρύπτομαι α. καταστρέφομαι ηθικά: ἡδοναῖς θρύπτομαι = καταστρέφομαι από την άσωτη ζωή. β. κάνω καμώματα, κάνω νάζια: ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν = έκανε νάζια ότι δήθεν δεν ήθελε να πει.
ΝΕ θρύβω και (λόγ.) θρύπτω (με τη σημ. 1). [*θραFσ- (θραύω)]. θυγάτηρ, -τρός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ θυγατέρα (λόγ.). [*θυγατερ-, πβ. αρχ. ινδ. duhitár- «θυγατέρα»]. θῦμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ζώο που το πρόσφεραν ως θυσία, σφάγιο: θῦμα θύω = θυσιάζω σφάγιο. 2. αναίμακτη προσφορά, προσφορά καρπών, γεωργικών προϊόντων. ΝΕ θύμα (μεταφορ., που έχει υποστεί μια αρνητικότατη ενέργεια, θύμα πολέμου κτλ.) [παράγ. λ. θύ-ω + παρ. επίθ. -μα]. θυμοειδής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ψυχωμένος, αυτός που έχει νεύρο, ενεργητικότητα. ≠ ἄθυμος «ξέψυχος, υποτονικός». 2. οξύθυμος: ἐναντία θυμοειδεῖ πραεῖα φύσις = ο μειλίχιος χαρακτήρας είναι αντίθετος στον οξύθυμο.
3. στη φιλοσοφία τὸ θυμοειδές το ένα από τα τρία μέρη στα οποία διαίρεσε την ψυχή ο Πλάτωνας (τα άλλα δύο είναι το λογιστικόν καὶ το ἐπιθυμητικόν). [σύνθ. λ. θυμός + εἰδ- (εἶδος) + παρ. επίθ. -ής]. θυμόομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
οργίζομαι: πᾶς παντὶ θυμοῦται = καθένας θυμώνει με τον καθένα. ΝΕ θυμώνω. [παράγ. λ. θυμό-ς + παρ. επίθ. -όομαι]. θυμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. επιθυμία: δειπνήσαντες ἀπελαύνετε ὅποι ὑμῖν θυμός = δειπνήστε και πηγαίνετε όπου επιθυμείτε. 2. ηθικό, θάρρος: θυμοῦ ἐμπίμπλαμαι = είμαι γεμάτος θάρρος, είναι ακμαίο το ηθικό μου. 3. οργή, θυμός: οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι θυμῷ = όσοι, εξαιτίας της οργής τους, ελάχιστα ακολουθούν τη λογική τους.
ΝΕ θυμός (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. *θυ- (θύω «μαίνομαι»), συγγεν. με λατ. fumus]. θύρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πόρτα: θύραν κρούω/πατάσσω/κόπτω = χτυπώ την πόρτα. θύραν ἀνοίγνυμι = ανοίγω την πόρτα. ἐπειδὴ ἐκρούσαμεν τὴν θύραν, ἀνοίξας καὶ ἰδὼν ἡμᾶς... = όταν χτυπήσαμε την πόρτα, αφού άνοιξε και μας είδε... 2. ιδιαίτερα για βασιλείς αἱ τοῦ βασιλέως θύραι τα ανάκτορα, η αυλή των ανακτόρων.
ΝΕ θύρα (λόγ., με τη σημ. 1). [*θυρ-, πβ. λατ. fores, αιτ. foras]. θύραζε ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. προς την πόρτα, έξω από την πόρτα. 2. γενικά έξω: ἄπειμι θύραζε = βγαίνω έξω. οἱ θύραζε = όσοι βρίσκονται έξω. ≠ ἐντός, ἔνδον. [παράγ. λ. θύρα + παρ. επίθ. -ζε]. θύραθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. θύρα + παρ. επίθ. -θεν]. θύω ΡΗΜΑ
1. θυσιάζω: θύω θεοῖς = προσφέρω θυσία στους θεούς. θύω ἑκατὸν βοῦς = θυσιάζω εκατό βόδια. 2. μέση φωνή θύομαι προσφέρω θυσία, για να μάθω κάτι από τους θεούς: ἐπ' ἐξόδῳ ἐθύετο Ξενοφῶν = ο Ξενοφών πρόσφερε θυσίες, για να μάθει αν πρέπει να επιχειρήσει την έξοδο. 3. γιορτάζω προσφέροντας θυσίες ή προσφορές: βασιλέως γενέθλια πᾶσα ἡ Ἀσία θύει = ολόκληρη η Ασία γιορτάζει τα γενέθλια του βασιλιά.
[*θυ-, θύω με αρχική σημασία «μαυρίζω, καίω», πβ. θυμός, λατ. fumus «μαύρος»]. θωπεύω ΡΗΜΑ
ΝΕ θωπεύω. [παράγ. λ. θώψ, θωπὸς «κόλακας» + παρ. επίθ. -εύω, ομόρρ. με τέθηπα (παρακ. του θαυμάζω), πβ. θώψ = κόλαξ, ὁ μετὰ θαυμασμοῦ ἐγκωμιαστής]. θωρακίζω ΡΗΜΑ 1. εξοπλίζω με θώρακα: ἐθωράκισε τοὺς ἱππέας καὶ τοὺς ἵππους. οἱ τεθωρακισμένοι = οι στρατιώτες που φορούν θώρακα. 2. γενικά εξοπλίζω με αμυντικό οπλισμό.
ΝΕ θωρακίζω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. θώραξ, -ακος + παρ. επίθ. -ίζω] |