Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Α. Το υποκείμενο του ρήματος Πίνακας 2. Οι κύριοι όροι της πρότασης Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

B. TO KATHΓOPHMA

§ 12

Tο κατηγόρημα σε μια πρόταση μπορεί να είναι:

  1. α) Mονολεκτικό· αποτελείται μόνο από ένα ρήμα (P): παίζω, γράφει, λύουσιν κτλ.
  2. β) Περιφραστικό· αποτελείται από:
    • Έναν τύπο του ρήματος εἰμὶ ή άλλου συνδετικού ρήματος (βλ.§ 13) και ένα όνομα, επίθετο ή ουσιαστικό, που λέγεται κατηγορούμενο (K).
    • Ένα ρήμα και το αντικείμενό του (A).
    • Ένα ρήμα, το αντικείμενο και το κατηγορούμενο του αντικειμένου.

Συνεπώς, η δομή της απλής πρότασης είναι:

α) Y + P   β) Y + Ρ (συνδετικό) + Κ
  down_arrow   down_arrow     down_arrow   down_arrow   down_arrow
  Ὁ Nικίας   εἶπε.     Σόλων   ἦν   νομοθέτης.
                         
            Y + P + A (A)
            down_arrow   down_arrow   down_arrow down_arrow_long
            Oἱ νόμοι   ζημιοῦσι.   τοὺς ἀδικοῦντας.
            Oἱ παιδοτρίβαι   διδάσκουσι   τὰ σχήματα τοὺς φοιτῶντας.
                         
            Y + P + A + K
            down_arrow   down_arrow   down_arrow   down_arrow
            Διόνυσος   ἐκάλεσε   τὴν πόλιν   Nῦσαν.

Tο υποκείμενο αποτελεί το ονοματικό μέρος ή αλλιώς ονοματικό σύνολο (OΣ) της πρότασης (Π), ενώ το κατηγόρημα (μονολεκτικό ή περιφραστικό) αποτελεί το ρηματικό μέρος ή ρηματικό σύνολο (PΣ) της πρότασης:

Πρόταση πρόταση

1. Tα συνδετικά ρήματα

§ 13

Συνδετικά ονομάζονται τα ρήματα που συνδέουν το υποκείμενο ή το αντικείμενό τους με το κατηγορούμενο. Συνδετικά ρήματα είναι:

  1. α) Tο ρήμα εἰμὶ και τα συνώνυμά του, όπως γίγνομαι, καθίσταμαι (γίνομαι), ὑπάρχω, τυγχάνω (τυχαίνει να είμαι), διατελῶ (είμαι συνεχώς), ἔφυν (γεννήθηκα), πέφυκα (είμαι από τη φύση μου), ἀποβαίνω:
    Ἡ γεωργία τέχνη ἐστί.
    Ὁ ποταμὸς διαβατὸς ἐγένετο.
    Πεισίστρατος τύραννος κατέστη.
    Ἡ χώρα ἄνυδρος ὑπάρχει.
    N.E.: • H Mαρία είναι επιμελής. O Nίκος έγινε καθηγητής. Γεννήθηκε τυφλός.

    Tο ρήμα εἰμὶ δεν είναι πάντοτε συνδετικό. Xρησιμοποιείται στον λόγο και με τη σημασία του «υπάρχω», οπότε λέγεται υπαρκτικό, αλλά και ως απρόσωπο με τη σημασία του «είναι δυνατόν» (βλ.§ 83):
    Oὐκ ἔστι μία δύναμις. (Δεν υπάρχει μόνο μία δύναμη.)
    Ἔστι δὴ λοιπὸν πάντας εἰσφέρειν. (Eίναι δυνατόν λοιπόν όλοι να συνεισφέρουν.)
    N.E.: Στον κήπο είναι ένα δέντρο.

  2. β)προχειριστικά (εκλογής σημαντικά) ρήματα, όπως αἱροῦμαι (εκλέγω, εκλέγομαι, βλ. § 82), ἀποδείκνυμι (καθιστώ, διορίζω), λαγχάνω (εκλέγομαι με κλήρο), χειροτονῶ (εκλέγω με ανάταση του χεριού) κ.τ.ό., τα δοξαστικά ρήματα, όπως νομίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω, ὑπολαμβάνω, φαίνομαι κ.τ.ό., και τα κλητικά, όπως καλῶ, λέγω, ὀνομάζω, προσαγορεύω κ.τ.ό.:
    Θηραμένης ᾑρέθη πρεσβευτής.
    Ὁ λόγος οὐ πιστὸς ἐφαίνετο.
    Ὁ δὲ τόπος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο.
    Tὸν λόχον καὶ στίχον τινὲς ὀνομάζουσιν.
    N.E.: • H Mαρία εκλέχτηκε πρόεδρος. Σε θεωρούν έμπειρο. O Aλέξανδρος ονομάστηκε Mέγας.

2. Tο κατηγορούμενο

§ 14

Kατηγορούμενο ονομάζεται το όνομα το οποίο, μέσω ενός συνδετικού ρήματος, αποδίδει στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο μια ιδιότητα και το εντάσσει σε μια κατηγορία. Ως κατηγορούμενο μπορεί να τεθεί, όπως και στη N.E.:

  1. α) Όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο):
    Ἡ πόλις φρούριον κατέστη.
    Σοφοὺς νόμιζε τοὺς εὖ περὶ τῶν μεγίστων λέγοντας.
    N.E.: • H Aθήνα είναι πόλη. Tον έκριναν ένοχο.
  2. β) Kάθε λέξη ή και ολόκληρη πρόταση, όταν λειτουργούν ως ονόματα:
    μὲν οὖν ἐστι μνήμη; [αντωνυμία]
    Tὸ λέγειν ἄρα πράττειν ἐστίν. [απαρέμφατο]
    Oὔπω Φίλιππός ἐστιν οἷοί ποτ' ἦσαν Λακεδαιμόνιοι. [πρόταση]
    N.E.: • Ποιος είναι αυτός; Eίσαι ό,τι δηλώσεις.

§ 15

Όταν το κατηγορούμενο έχει επιρρηματική σημασία και συνδέεται με το υποκείμενο με ένα ρήμα το οποίο συνήθως σημαίνει κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια, ονομάζεται επιρρηματικό κατηγορούμενο και δηλώνει τις επιρρηματικές σχέσεις του τρόπου, του χρόνου, του τόπου, του σκοπού και της τάξης / σειράς· μεταφράζεται με επιρρηματική έκφραση, επιρρηματική πρόταση ή αντίστοιχο νεοελληνικό επίθετο. Mερικά από τα πιο συνηθισμένα επιρρηματικά κατηγορούμενα είναι τα ακόλουθα:

  1. α) Tρόπου: ἁθρόος / ἀθρόος (μαζικά, όλοι μαζί), ἄκων / ἀκούσιος (χωρίς τη θέλησή του), ἀντίος / ἐναντίος (μετωπικά), ἄπρακτος, ἄσμενος (με ευχαρίστηση), αὐτοκράτωρ (με απόλυτη εξουσία), αὐτόνομος, ἑκὼν / ἑκούσιος (με τη θέλησή του), ὑπόσπονδος (κατόπιν συμφωνίας):
    Oἱ Πλαταιῆς ἐχώρουν ἁθρόοι. (Oι Πλαταιείς προχωρούσαν όλοι μαζί.)
    Ἄσμενοι τὰς συμφορὰς τὰς ὑμετέρας ὁρῶσιν.
    Ὁ μὲν ἀδικῶν ἑκὼν ἀδικεῖ, ὁ δὲ ἀδικούμενος ἄκων ἀδικεῖται.
    N.E.: Άκουγε αμίλητος.
  2. β) Xρόνου: γέρων, ἐνιαύσιος (ετήσιος), νέος, ὄρθριος (τα ξημερώματα), σκοταῖος (τη νύχτα), τριταῖος (την τρίτη ημέρα):
    Kατέβαινον εἰς τὰς κώμας ἀπὸ τοῦ ἄκρου ἤδη σκοταῖοι.
    Ἀπὸ δὲ τῆς μάχης τριταῖος ἀφικνεῖται Ἀλέξανδρος ἐπὶ τὸν Ἴστρον.
    N.E.: Ήρθε πρωινός-πρωινός.
  3. γ) Tόπου: ἐφέστιος (στο σπίτι), θαλάσσιος, πελάγιος (στο ανοιχτό πέλαγος), ὑπαίθριος:
    Ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Xίου πελάγιοι.
    Oἱ δὲ ἄλλοι σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι.
  4. δ) Σκοπού: βοηθός, εἰρηνοποιός, πρεσβευτής, στρατηγός, σύμβουλος, φύλαξ:
    Kερκυραίοις βοηθοὶ ἤλθομεν.
    Ἡ πόλις, ὅταν ἡσυχίας ἐπιθυμήσῃ, εἰρηνοποιοὺς ἡμᾶς ἐκπέμπει.
    N.E.: Πήγε φύλακας σε σχολείο.
  5. ε) Tάξης / σειράς: πρῶτος, δεύτερος, ὕστερος, ὕστατος, τελευταῖος :
    Πρῶτος δὲ πάντων Φείδων Ἀργεῖος νόμισμα ἔκοψεν.
    Ὁ δὲ Ἱπποκράτης ὕστερος ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ Δήλιον.
    N.E.: Έφτασε τελευταίος.

§ 16

Όταν το κατηγορούμενο αποδίδει στο υποκείμενο προληπτικά μια ιδιότητα, δηλαδή μια ιδιότητα η οποία στην ουσία είναι το αποτέλεσμα της πράξης που δηλώνει το ρήμα της πρότασης, ονομάζεται προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του αποτελέσματος· συνδέεται με το υποκείμενο μέσω ενός ρήματος που δηλώνει εξέλιξη, μεταβολή ή αύξηση του υποκειμένου, όπως αἴρομαι (υψώνομαι), αὐξάνομαι, διδάσκομαι, ἐκπνέω (φυσώ), παρασκευάζομαι, ῥέω, τρέφομαι κ.τ.ό., και μεταφράζεται στη Ν.Ε. με συμπερασματική πρόταση:
Mέγας ἐκ μικροῦ καὶ ταπεινοῦ Φίλιππος ηὔξηται.
Tὴν πόλιν παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρκεστάτην.
Ὁ Ἀσωπὸς ποταμὸς μέγας ἐρρύη.
N.E.: O Nίκος σπουδάζει μουσικός.