ψαλίδα → ψαλίδι
ψαλίδι
ψαλιδιά → ψαλίδι
ψαλιδίζω → ψαλίδι
ψαλίδισμα → ψαλίδι
ψάλλω → ψέλνω
ψαλμός → ψέλνω
ψάλτης → ψέλνω
ψάλτρια → ψέλνω
ψάξιμο → ψάχνω
ψαράδικο → ψάρι
ψαράδικος → ψάρι
ψαράς → ψάρι
ψαρεύω → ψάρι
ψάρι
ψαριά → ψάρι
ψαρίλα → ψάρι
ψαχνό
ψάχνω
ψεγάδι → ψέγω
ψέγω
ψεκάζω
ψέκασμα → ψεκάζω
ψεκασμός → ψεκάζω
ψεκαστήρας → ψεκάζω
ψεκαστικός → ψεκάζω
ψελλίζω
ψέλλισμα → ψελλίζω
ψέλνω
ψέμα
ψευδαίσθηση
ψευδαισθητικά → ψευδαίσθηση
ψευδαισθητικός → ψευδαίσθηση
ψευδής → ψεύδος
ψευδίζω → ψευδός
ψεύδισμα → ψευδός
ψευδο-
ψευδό- → ψευδο-
ψεύδομαι → ψεύδος
ψευδομάρτυρας
ψευδομαρτυρία → ψευδομάρτυρας
ψευδομαρτυρώ → ψευδομάρτυρας
ψευδορκία
ψευδοροφή → ψευδο-
ψευδός
ψεύδος
ψευδώς → ψεύδος
ψεύτης → ψέμα |
ψευτιά → ψέμα
ψεύτικα → ψέμα
ψεύτικος → ψέμα
ψεύτρα → ψέμα
ψηλά → ψηλός
ψηλός
ψηλώνω → ψηλός
ψήνω
ψήσιμο → ψήνω
ψήστης → ψήνω
ψητό → ψήνω
ψητός → ψήνω
ψηφίζω → ψήφος
ψήφιση → ψήφος
ψήφισμα → ψήφος
ψήφος
ψηφοφορία
ψηφοφόρος → ψηφοφορία
ψιθυρίζω → ψίθυρος
ψιθυριστά → ψίθυρος
ψιθυριστός → ψίθυρος
ψίθυρος
ψιλά → ψιλός
ψιλή
ψιλο-
ψιλό- → ψιλο-
ψιλοβρέχει → ψιλο-
ψιλόβροχο → ψιλο-
ψιλοδιαβάζω → ψιλο-
ψιλοδιόρθωμα → ψιλο-
ψιλοδουλειά → ψιλο-
ψιλοδουλεμένος → ψιλο-
ψιλοζηλεύω → ψιλο-
ψιλοζημιά → ψιλο-
ψιλοκόβω → ψιλο-
ψιλοκοπανισμένος → ψιλο-
ψιλοκουβέντα → ψιλο-
ψιλοκρυωμένος → ψιλο-
ψιλομουρμουρίζω → ψιλο-
ψιλός
ψιλοσυζητώ → ψιλο-
ψιλοτεμπελιάζω → ψιλο-
ψιλοτραγουδώ → ψιλο-
ψιλοτριμμένος → ψιλο-
ψιλοφέγγει → ψιλο-
ψιλόφλουδος → ψιλο-
ψιχάλα
ψιχαλίζει → ψιχάλα |
ψιχάλισμα → ψιχάλα
ψόγος → ψέγω
ψόφιος → ψοφώ
ψόφος → ψοφώ
ψοφώ
ψυγείο
ψύκτης → ψύχος
ψυκτικός → ψύχος
ψύξη → ψύχος
ψυχαγωγία
ψυχαγωγικά → ψυχαγωγία
ψυχαγωγικός → ψυχαγωγία
ψυχαγωγός → ψυχαγωγία
ψυχαγωγώ → ψυχαγωγία
ψυχή
ψυχιατρείο → ψυχίατρος
ψυχιατρικά → ψυχίατρος
ψυχιατρικός → ψυχίατρος
ψυχίατρος
ψυχικά → ψυχή
ψυχικό → ψυχή
ψυχικός → ψυχή
ψυχολογία
ψυχολογικά → ψυχολογία
ψυχολογικός → ψυχολογία
ψυχολόγος → ψυχολογία
ψυχολογώ → ψυχολογία
ψυχοπάθεια → ψυχοπαθής
ψυχοπαθής
ψύχος
ψυχρά → ψυχρός
ψύχρα → ψυχρός
ψύχραιμα → ψύχραιμος
ψυχραιμία → ψύχραιμος
ψύχραιμος
ψυχραίνω → ψυχρός
ψυχρός
ψυχρότητα → ψυχρός
ψύχω → ψύχος
ψωμί
ψωνίζω
ψώνιο → ψωνίζω
ψώρα
ψωραλέος → ψώρα
ψωριάζω → ψώρα
ψωριάρης → ψώρα
ψωριάρικος → ψώρα |