Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
Δ ευρετήριο Ε ευρετήριο Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Ε
εαυτός
έχω

Εαυτός ο: 1 (με άρθρο και τους αδύν. τ. της γεν. της προσωπ. αντων.) α. (ως αυτοπαθής αντων.) δηλώνει κπ που ο ίδιος ενεργεί και παθαίνει: Τον ~ του βλάπτει με τις πράξεις του. Μόνο ο ~ του τον νοιάζει! Μην κρίνεις τους άλλους από τον ~ σου. β. η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου: Βρήκε τον παλιό καλό του ~. 2 αφ’ εαυτού μου: με δική μου πρωτοβουλία, χωρίς να μεσολαβήσουν άλλοι. εκτός εαυτού: έξω φρενών: Ήταν ~, φώναζε και έβριζε. glassαντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

(ε)βδομάδα η: 1 χρονική περίοδος επτά ημερών. 2 περίοδος επτά διαδοχικών ημερών, από Δευτέρα έως και Κυριακή. εβδομαδιαίος -α -ο: 1 αυτός που γίνεται μία φορά την εβδομάδα ή κάθε εβδομάδα: Οι ~ εφημερίδες βγαίνουν συνήθως την Κυριακή. 2 αυτός που διαρκεί ή υπολογίζεται με βάση μία εβδομάδα: ~ πρόγραμμα μαθημάτων. εβδομαδιαία & -ως (επίρρ.).

έγγαμος -η -ο: [επίσ.] 1 αυτός που έχει παντρευτεί=παντρεμένος άγαμος, ανύπαντρος: Οι ~ υπάλληλοι δικαιούνται επίδομα γάμου. 2 αυτός που αναφέρεται στους παντρεμένους: Δε συνήθισε ακόμα στον ~ βίο. έγγαμος ο, η.

έγγειος -α & -ος -ο: αυτός που αναφέρεται ή που σχετίζεται με τη γη: έγγειες βελτιώσεις.

Προσοχή στη διαφορετική γραφή και σημ. των λ. έγγειος (από τα ἐν + γαῖα «γη») και έγκυος (από τα ἐν + κυῶ «κυοφορώ»).

εγγενής -ής -ές: αυτός που υπάρχει μέσα σε κτ από την εμφάνισή του επίκτητος: Υπάρχουν εγγενή προβλήματα στη λειτουργία των νέων κρατών. glass σχ. αγενής. εγγενώς (επίρρ.).

έγγραφος -η -ο: αυτός που είναι σε γραπτή μορφή=γραπτός προφορικός, άγραφος: ~ συμφωνία. εγγράφως (επίρρ.). έγγραφο το: επίσημο γραπτό κείμενο. εγγράφω -ομαι αόρ. [επίσ.] ενέγραψα, παθ. αόρ. εγγράφηκα & [επίσ.] ενεγράφην, μππ. εγγεγραμμένος στις σημ. 1 και 2: (μτβ.) 1 γράφω σε κατάλογο, βιβλίο κτλ.: Φέτος στο σχολείο εγγράφονται τα παιδιά του 2000. 2 ΓΕΩΜ (για επίπεδο ή στερεό σχήμα) περικλείω επίπεδο ή στερεό σχήμα σε άλλο, έτσι ώστε να έχουν κοινά σημεία. 3 γράφω ήχο ή εικόνα σε αποθηκευτικό μέσο. εγγραφή η.

εγγύηση η: 1 διαβεβαίωση για την τήρηση υπόσχεσης, δέσμευσης κτλ.: προϊόν με πενταετή ~. 2 (μτφ.) οτιδήποτε εξασφαλίζει την πραγματοποίηση κπ πράγματος. εγγυώμαι: (μτβ.) 1 παρέχω εγγυήσεις για κτ. 2 διαβεβαιώνω ότι κτ θα γίνει: Σας ~ σίγουρη επιτυχία. εγγυητής ο, -ήτρια η. εγγυητικός -ή -ό. εγγυητικά (επίρρ.). εγγυημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που είναι επιβεβαιωμένα καλής ποιότητας. εγγυημένα (επίρρ.).

εγγύς1(επίθ.) άκλ.: αυτός που είναι σε μικρή απόσταση τοπικά ή χρονικά=κοντινός: Δεν προβλέπονται αλλαγές στο ~ μέλλον. ~ Ανατολή: η Μικρά Ασία και τα Νότ. Βαλκάνια Άπω Ανατολή. εγγύς2(επίρρ.): [επίσ.] σε μικρή απόσταση=κοντά, πλησίον: Βρίσκεται εγγύτερα στην αλήθεια. εγγύτητα η.  glass άνω.

εγείρω -ομαι πρτ. & αόρ. ήγειρα, παθ. αόρ. εγέρθηκα: (μτβ.) 1 ΣΤΡΑΤ προστ. εγέρθητι/εγέρθητε: ως παράγγελμα (σήκω /σηκωθείτε). 2 [επίσ.] ~ αξιώσεις: διεκδικώ. ~ απαιτήσεις: απαιτώ. ~ αγωγή: κάνω αγωγή. έγερση η: 1 ξύπνημα. 2 η ενέργεια του εγείρω. εγερτήριος -α -ο. εγερτήριο το: 1 πρωινό σάλπισμα για το ξύπνημα στον στρατό. 2 αναγκαστικό πρωινό ξύπνημα.

Το AE ρ. ἐγείρω σήμαινε «ξυπνώ κπ». Από αυτό παράγονται επίσης οι λ. εγρήγορση, γρήγορος και τα παράγωγά τους.

εγκαθιστώ -ίσταμαι αόρ. εγκατέστησα & [σπάν.] -άστησα, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, μππ. εγκατεστημένος & -αστημένος: (μτβ.) 1 α. παθ. πηγαίνω κάπου για διαμονή: Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. β. τοποθετώ κτ ή κπ κάπου για μακρύ χρονικό διάστημα ή μόνιμα: Ο δήμος εγκατέστησε σταθμό αιολικής ενέργειας. 2 θέτω σε ισχύ καθεστώς ή πολίτευμα=εγκαθιδρύω: Στη χώρα έχει εγκατασταθεί αριστερή κυβέρνηση. εγκατάσταση η.

εγκαίνια τα: επίσημη τελετή που γίνεται πριν αρχίσει να λειτουργεί κπ κατάστημα, ίδρυμα, έκθεση κτλ. ή μόλις τελειώνει κπ τεχνικό έργο: Τα ~ της εταιρείας έγιναν με λαμπρότητα. εγκαινιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω εγκαίνια. 2 (μτφ.) χρησιμοποιώ ή βάζω σε εφαρμογή κτ για πρώτη φορά: Εγκαινίασε τον νέο του υπολογιστή. εγκαινίαση η.  glass σχ. καινός.

Από τα ἐν + καινός «καινούριος».

εγκαταλείπω -ομαι αόρ. εγκατέλειψα, παθ. αόρ. εγκαταλείφθηκα μππ. εγκαταλελειμμένος & (σπάν.) εγκαταλειμμένος: (μτβ.) 1 α. αφήνω κπ ή κτ κάπου, αδιαφορώντας για την τύχη του=παρατώ: Εγκατέλειψε την τραυματισμένη κοπέλα αβοήθητη κι έφυγε. β. φεύγω από κάπου οριστικά: Οι ένοικοι εγκατέλειψαν τη φλεγόμενη πολυκατοικία. 2 παραιτούμαι από σκέψη ή ενέργεια: Εγκατέλειψε την προσπάθεια. εγκατάλειψη η.

έγκαυμα το: ΙΑΤΡ βλάβη των ιστών και του δέρματος που προκαλείται από την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας (από φωτιά, χημικές ουσίες κτλ.): Είχε εγκαύματα σε όλο του το σώμα.

έγκειται πρτ. έγκειτο: [επίσ.] τριτοπρ. (για καταστάσεις ή ιδιότητες) βρίσκεται, υπάρχει: Πού ~ η διαφορά των δύο κειμένων;

Τόσο το έγκειται όσο και το συνίσταται συντάσσονται με σε + αιτ.: Η διαφορά έγκειται/συνίσταται σε… Προσοχή, όμως, στον σχηματισμό ερώτησης: Πού έγκειται/Σε τι συνίσταται;

εγκέφαλος ο: 1 ΑΝΑΤ το ανώτερο τμήμα του νευρικού συστήματος που βρίσκεται στο κρανίο των σπονδυλωτών ζώων και του ανθρώπου και ελέγχει τις ζωτικές τους λειτουργίες=μυαλό. 2 ο νους, το κέντρο σκέψης του ανθρώπου. 3 (μτφ.) πρόσωπο που οργανώνει και κατευθύνει μια ενέργεια: Είναι ο ~ της ληστείας. εγκεφαλικός -ή -ό: 1 αυτός πού αναφέρεται στον εγκέφαλο. 2 αυτός που κατευθύνεται ή χαρακτηρίζεται από τη σκέψη και τη λογική, και όχι από τα συναισθήματα: ~ παίκτης. εγκεφαλικά (επίρρ. με τη σημ. 2). εγκεφαλικό το: ΙΑΤΡ διακοπή της ροής του αίματος στον εγκέφαλο.

έγκλημα το: 1 σοβαρή παράνομη πράξη ή δράση: Η ληστεία και ο φόνος είναι εγκλήματα. οργανωμένο ~: η παράνομη δράση των ανθρώπων του υπόκοσμου. 2 (μτφ.) πράξη που θεωρείται πολύ άδικη ή επιζήμια: Η αδιαφορία για την καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ~. εγκληματώ (αμτβ.). εγκληματίας ο, η. εγκληματικός -ή -ό. εγκληματικά (επίρρ.). εγκληματικότητα η. glass  σχ. εγκλιματίζω & καλώ.

εγκλιματίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω έναν ζωντανό οργανισμό να συνηθίσει σε ξένο περιβάλλον: Οι επιστήμονες προσπαθούν να εγκλιματίσουν τροπικά φυτά στο μεσογειακό κλίμα. 2 παθ. (για πρόσ.) συνηθίζω σε ένα νέο περιβάλλον, νέες συνθήκες ζωής: Μετά την καλοκαιρινή άδεια, δύσκολα εγκλιματίστηκα στην εργασία μου.

Η λ. εγκλιματίζω είναι σύνθετη από τα ἐν + κλίμα, γι’ αυτό και η ορθή γραφή με -ι-. Αντίθετα, η λ. έγκλημα παράγεται από το AE ρ. ἐγκαλῶ και αρχικά σήμαινε «κατηγορία».

έγκλιση η: 1 ΓΛΩΣΣ μορφολογική κατηγορία του ρήματος, η οποία εκφράζει τη διάθεση του ομιλητή απέναντι σε αυτό που δηλώνει το ρήμα: οριστική/υποτακτική/προστακτική ~. 2 έγκλιση τόνου: ΓΛΩΣΣ φαινόμενο κατά το οποίο δύο λέξεις προφέρονται τόσο στενά μαζί, ώστε ο τόνος της δεύτερης ή χάνεται εντελώς (π.χ. ζωή μου) ή μετακινείται στη λήγουσα της πρώτης (π.χ. τριαντάφυλλό της). εγκλιτικός -ή -ό. εγκλιτικό το.

εγκλωβίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κλείνω κπ σε πολύ μικρό χώρο, από τον οποίο δεν μπορεί να φύγει: Εγκλωβίστηκε στο αυτοκίνητο και τυλίχτηκε στις φλόγες. 2 (μτφ.) φέρνω κπ σε κατάσταση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει: Είναι εγκλωβισμένος στις απαιτήσεις της δουλειάς και δε χαίρεται τη ζωή. εγκλωβισμός ο.

εγκρίνω -ομαι πρτ. & αόρ. ενέκρινα, παθ. αόρ. εγκρίθηκα, μππ. εγκεκριμένος: (μτβ.) 1 θεωρώ κτ σωστό, συμφωνώ=επιδοκιμάζω, επικροτώ αποδοκιμάζω, κατακρίνω: Δεν ~ τη συμπεριφορά του. 2 επιτρέπω κτ, δίνω την άδεια να γίνει ακυρώνω, απορρίπτω: Ο διευθυντής ενέκρινε την άδεια. έγκριση η.

εγκυκλοπαίδεια η: 1 έργο που παρουσιάζει συστηματικά, συνοπτικά και με αλφαβητική σειρά το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ή τις γνώσεις ορισμένης επιστήμης: γενική / ιατρική ~. 2 Εγκυκλοπαίδεια η: ΙΣΤ γαλλικό εγκυκλοπαιδικό έργο του 18ου αι. Εγκυκλοπαιδιστής ο: ΙΣΤ συντάκτης της Εγκυκλοπαίδειας. εγκυκλοπαιδικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στις γενικές γνώσεις: παιχνίδι ~ γνώσεων. 2 αυτός που αναφέρεται στην εγκυκλοπαίδεια: ~ λεξικό. εγκυκλοπαιδικά (επίρρ. στη σημ. 1).

Η λ. εγκυκλοπαίδεια προέρχεται από τη γαλλ. encyclopédie και αυτή με τη σειρά της από τη φράση εγκύκλιος παιδεία.

έγκυος η: γυναίκα ή θηλυκό ζώο που έχει έμβρυο στην κοιλιά: Eίναι πέντε μηνών ~. (& ως επίθ.) η ~ γυναίκα. εγκυμοσύνη η. εγκυμονώ: (αμτβ.) είμαι έγκυος. ~ κινδύνους: κρύβω κτ δυσάρεστο ή επικίνδυνο που πρόκειται να εκδηλωθεί. glass σχ. έγγειος.

εγκώμιο το: ιδιαιτέρως επαινετικός λόγος για πρόσωπο ή πράξη: Μόνο εγκώμια είχε ο καθηγητής για τον γιο μου. ψάλλω / πλέκω το ~ κπ: εγκωμιάζω κπ. εγκωμιάζω -ομαι (μτβ.). εγκωμιαστικός -ή -ό. εγκωμιαστικά (επίρρ.).

Από τα ἐν + κῶμος «είδος τιμητικής γιορτής».

εγχείρημα το: ενέργεια που απαιτεί τόλμη=τόλμημα: Η ανάβαση στα Ιμαλάια είναι δύσκολο ~.

εγχειρίδιο το: 1 βιβλίο με τις βασικές γνώσεις μιας επιστήμης: ~ μαθηματικών. 2 μαχαίρι σε μικρό μέγεθος, που χρησιμοποιείται ως όπλο=στιλέτο.

εγχειρίζω1 -ομαι: (μτβ.) κάνω τομή σε ασθενή και αφαιρώ ή θεραπεύω όργανο που δε λειτουργεί καλά=χειρουργώ: Ο ασθενής εγχειρίστηκε το πρωί. εγχείρηση & εγχείριση1 η: ΙΑΤΡ χειρουργική επέμβαση. εγχειρητικός -ή -ό.

Προσοχή: η λ. εγχείρηση παράγεται από το AE ρ. ἐγχειρῶ, γι’ αυτό και η γραφή με -η-. Στη ΝΕ, ωστόσο, το ρ. έχει πάρει τη μορφή εγχειρίζω, και γι’ αυτό εμφανίζεται και γραφή του ουσ. με -ι-.

εγχειρίζω2 -ομαι αόρ. ενεχείρισα: [επίσ.] (μτβ.) δίνω κτ σε κπ=επιδίδω: Του ~ την επιστολή. εγχείριση2 η.

εγώ (αντων.) εν. γεν. (ε)μένα & μου, αιτ. (ε)μένα & με, πληθ. ον. εμείς, γεν. & αιτ. εμάς & μας: χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να αναφερθεί 1 (προσωπ., α΄προσ.) στον εαυτό του: Έφυγα κι ~ μαζί με τους άλλους. Εμένα φώναξες; Δείξε μου το βιβλίο!  glass αυτός. 2 (οι αδύν. τύποι της γεν. ως κτητ. αντων.) στον εαυτό του ως ιδιοκτήτη πράγματος, ή πρόσωπο που σχετίζεται με κπ: το βιβλίο μου. οι γονείς μουglass δικός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. εγώ το άκλ.: 1 ΨΥΧΟΛ η συνείδηση κπ για τον εαυτό του: Το ~ του καλλιτέχνη καθρεφτίζεται στο δημιούργημά του. 2 αίσθημα υπερβολικής αυτοεκτίμησης κπ=εγωισμός: Είναι τόσο μεγάλο το ~ του, που αδιαφορεί για τους άλλους.

έδαφος το: 1 η επιφάνεια της γης: Το ~ εδώ είναι ανώμαλο. 2 γεωγραφική έκταση μιας περιοχής: Οι στρατιώτες υπερασπίστηκαν τα εδάφη μας. 3 (μτφ.) συνθήκες για την ανάπτυξη δράσης: Το ~ ήταν ευνοϊκό για ανταλλαγή απόψεων. εδαφικός -ή -ό. εδαφικά (επίρρ.).

έδρα η: 1 υπερυψωμένο βάθρο με γραφείο και κάθισμα: Ο δάσκαλος ανέβηκε στην ~. 2 τόπος κύριας εγκατάστασης και λειτουργίας επιχειρήσεων, δημόσιων φορέων κτλ.: εταιρεία με ~ στην Αθήνα. 3 α. ανώτερη θέση, αξίωμα: Έχει την ~ της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. β. θέση βουλευτή που κερδίζει ένα κόμμα σε μια εκλογική περιφέρεια. 4 κέντρο λειτουργίας ή δράσης: Ο εγκέφαλος είναι η ~ των διανοητικών λειτουργιών. 5 ΓΕΩΜ καθεμιά από τις επιφάνειες στερεού σώματος. 6 ΑΘΛ γήπεδο ομάδας: Παίζουμε στην ~ μας. εδρεύω: (αμτβ.) έχω κάπου την έδρα μου με τις σημ. 2 και 4: Η εταιρεία ~ στην Αθήνα.

εδώ & [προφ.] δω (επίρρ.): εκεί 1 στον τόπο όπου βρίσκομαι ή δείχνω: Kάθισε ~ και περίμενέ μας. ~ κι εκεί: σκόρπια. ~ και τώρα: αμέσως. 2 σε αυτό το σημείο: ~ τελειώνει η εκπομπή μας. ~ που τα λέμε: παρενθετική έκφρ. με την οποία ο ομιλητής λέει την αλήθεια για κτ. 3 το χρονικό σημείο στο οποίο βρίσκομαι ή αναφέρομαι=τώρα: Μέχρις ~ ήσουν πολύ καλή. από ~ και μπρος / πέρα: από τώρα και στο εξής. ~ και: για κτ που άρχισε στο παρελθόν και διαρκεί έως τώρα. 4 το ανώτερο όριο, συνήθ. σε εκφρ.: είμαι ως /μέχρι ~: δεν ανέχομαι τίποτε παραπάνω. φέρνω κπ ως /μέχρι ~: νευριάζω κπ πολύ. 5 (επίθ.) αυτός που ισχύει σε έναν χώρο, περιβάλλον κτλ.: Oι ~ συνθήκες είναι ευνοϊκές.

εδώλιο το: κάθισμα, συνήθως σε δημόσιο χώρο: τα εδώλια των υπουργών=έδρανο, έδρα. glassσχ. ίζημα.

εθελοντής ο, εθελόντρια η: πρόσωπο που προσφέρει έργο με τη θέλησή του, χωρίς υλική αμοιβή: Στους Ολυμπιακούς Αγώνες βοήθησαν πολλοί ~. Παρουσιάστηκε στο στρατό ως ~. εθελοντικός -ή -ό. εθελοντικά (επίρρ.). εθελοντισμός ο.

εθίζω -ομαι: (μτβ.) συνηθίζω κπ σε κτ: Έχει εθιστεί στα ναρκωτικά /στο κάπνισμα. εθισμός ο. εθιστικός -ή -ό. εθιστικά (επίρρ.). glass  σχ. έθιμο.

έθιμο το: συνήθεια κοινωνικής ομάδας, που διαμορφώθηκε και παγιώθηκε από μακρά παράδοση: Το βάψιμο των κόκκινων αυγών είναι πασχαλινό ~. εθιμικός -ή -ό. εθιμικά (επίρρ.).

Από το ΑΕ ἔθος. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα εθίζω, έθνος, ήθος, ηθικό κτλ.

εθνικισμός ο: [κακόσ.] η υπερβολική προσήλωση στην ιδέα του έθνους, που φτάνει ως την αντίληψη ότι τα άλλα έθνη είναι κατώτερα. εθνικιστής ο, -ίστρια η. εθνικιστικός -ή -ό. εθνικιστικά (επίρρ.).

έθνος το: σύνολο ανθρώπων με κοινή καταγωγή, ιστορικό παρελθόν και πολιτιστικά στοιχεία. εθνότητα η: σύνολο ανθρώπων με χαρακτηριστικά έθνους, που δεν αναγνωρίζεται πάντα ως ανεξάρτητο κράτος. εθνικός -ή -ό. εθνικά & -ώς (επίρρ.) εθνικότητα η: η καταγωγή κπ από ένα έθνος. glass  σχ. έθιμο.

ειδάλλως & [προφ.] ειδαλλιώς (επίρρ.): στην αντίθετη περίπτωση=αλλιώς, διαφορετικά: Κάτσε φρόνιμα, ~ θα σε τιμωρήσω!

Το ειδάλλως είναι σύνθετο από τα ΑΕ εἰ δέ («αλλιώς») και πλεοναστική προσθήκη του ἄλλως.

είδηση η: 1 καθετί που πληροφορείται κπ=νέο: Μας ανήγγειλε την ευχάριστη ~ του γάμου του. παίρνω ~: αντιλαμβάνομαι κπ ή κτ. 2 α. πληθ. παρουσίαση από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα των γεγονότων της ημέρας: Βλέπω ειδήσεις. β. πληροφορία που κρίνεται σημαντική ή πρωτότυπη και παρουσιάζεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης: Η απόλυσή του έγινε ~.

Από το θ. του απαρ. εἰδέναι του AE ρ. οἶδα «γνωρίζω καλά».

ειδοποιώ -ούμαι: (μτβ.) πληροφορώ κπ για κτ, συνήθως για να ενεργήσει ανάλογα=ενημερώνω: Μόλις είδε τη φωτιά, ειδοποίησε την Πυροσβεστική. ειδοποίηση η.

είδος το: 1 μέρος ενός συνόλου ατόμων ή πραγμάτων με κοινά γνωρίσματα, με βάση τα οποία κατατάσσεται σε επιμέρους κατηγορία: Ακούει διάφορα είδη μουσικής. 2 συνήθ. πληθ. σύνολο πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά, ίδια χρήση, προορισμό, προέλευση κτλ.: είδη οικιακής χρήσης. 3 α. μορφή: Κάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. β. η ποιότητα που έχει κπ ή κτ: Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; 4 ΒΙΟΛ η κατώτερη μονάδα ταξινόμησης οργανισμών με τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα: σπάνιο ~ ζώου. ειδικός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος, περίπτωση ή σκοπό γενικός: Απαιτούνται ~ γνώσεις για τη λύση του προβλήματος. Ο μαθητής αυτός χρειάζεται ~ μεταχείριση. 2 αυτός που έχει γνώσεις και εμπειρία σε έναν τομέα=εξειδικευμένος ανειδίκευτος: Είναι τεχνίτης ~ στα δίκτυα. ειδικά & -ώς (επίρρ.). ειδικός ο, η. ειδικότητα η. ειδικεύω -ομαι (μτβ.). ειδίκευση η.

ειδώλιο το: ΙΣΤ μικρό ομοίωμα ανθρώπου, ζώου, φυτού ή αντικειμένου=αγαλματίδιο: μινωικό πήλινο ~ γυναικείας μορφής.

είδωλο το: 1 λατρευτικό ομοίωμα ή απεικόνιση θεότητας. 2 (μτφ.) πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο υπερβολικής λατρείας=ίνδαλμα. 3 ΦΥΣ εικόνα αντικειμένου, η οποία σχηματίζεται από ανάκλαση, διάθλαση κτλ.: Παρατηρούσα το ~ μου στην απέναντι τζαμαρία.

ειδωλολατρία η: η λατρεία ειδώλων με τη σημ. 1. ειδωλολάτρης ο, -ισσα η. ειδωλολατρικός -ή . ειδωλολατρικά (επίρρ.).

Παρότι η λ. λατρεία γράφεται με -ει-, επειδή παράγεται από το ρ. λατρεύω, τα σύνθετα σε -λατρία γράφονται με -ι-, γιατί παράγονται από τα ουσ. σε -λάτρης.

εικάζω -εται μόνο ενστ., παθ. μόνο στο γ΄ πρόσ.: (μτβ.) 1 καταλήγω σε συμπέρασμα: Απ’ όσα ακούω, ~ ότι το δίκιο είναι με το μέρος σου. 2 διατυπώνω υπόθεση για κτ: ~ ότι η αποτυχία του οφείλεται στην έλλειψη προετοιμασίας. εικάζεται: απρόσ. υπάρχει η υπόθεση για κτ: ~ ότι θα γίνουν διώξεις. εικασία η.

εικαστικός -ή -ό: αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει μορφή, να απεικονίζει την ύλη. ει καστικές τέχνες: οι καλές τέχνες που απεικονίζουν όντα και απευθύνονται στην όραση (γλυπτική, διακοσμητική, ζωγραφική κτλ.).

εικόνα η: 1 απεικόνιση μορφής με ζωγραφική, φωτογραφία κτλ.: Του αρέσουν τα βιβλία με ~. 2 ΕΚΚΛ ζωγραφική αναπαράσταση αγίων και ιερών προσώπων ή σκηνών της χριστιανικής παράδοσης=εικόνισμα, αγιογραφία. 3 α. αναπαράσταση προσώπου, πράγματος ή γεγονότος στον νου: Στο μυαλό της ήρθαν ~ από το παρελθόν. β. ζωηρή περιγραφή προσώπου, πράγματος ή γεγονότος με λόγια: Μας έδωσε μια ζοφερή ~ της καταστροφής. 4 σχηματισμός ειδώλου: Είδα την ~ της στον καθρέφτη. 5 άποψη που σχηματίζει κπ για κτ: Δεν έχω την πλήρη ~ της κατάστασης. εικονικός -ή -ό: 1 ψεύτικος, πλασματικός: Έκαναν ~ γάμο για να πάρουν την περιουσία. 2 αυτός που αναφέρεται στην εικόνα. εικονικά (επίρρ.).

ειλικρινής -ής -ές: αυτός που εκφράζει πραγματικές σκέψεις και συναισθήματα: Ήταν ~ μαζί μου, παρόλο που με πλήγωσε η άρνησή του. Δείχνει ~ ενδιαφέρον.   αγενής. ειλικρινά & -ώς (επίρρ.). ειλικρίνεια η.

είμαι είσαι, είναι, είμαστε, είστε & είσαστε, είναι πρτ. & αόρ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν: 1 έχω κπ ιδιότητα, μόνιμη ή προσωρινή: ~ δάσκαλος / μελαχρινός / άρρωστος. 2 βρίσκομαι σε κπ θέση, κατάσταση κτλ.: ~ στο γραφείο / ευτυχισμένος. 3 υπάρχω: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. 4 κατάγομαι ή προέρχομαι από κάπου: ~ από τη Δράμα. 5 ανήκω σε κπ ή με έχει δημιουργήσει κπ: Το βιβλίο ~ του Γιάννη. Το ποίημα ~ δικό μου. 6 προορίζομαι για κάπου, κπ ή κτ: Το δέμα ~ για Καβάλα. 7 χρησιμεύω για κπ σκοπό ή ταιριάζω, αξίζω για κτ: Το μαχαίρι ~ για να κόβουμε. ~ για τα σκουπίδια. 8 σχεδιάζω να κάνω κτ: Ήταν να φύγουμε. 9 πιστεύω ή υποστηρίζω κτ ή κπ: ~ αριστερός / Χριστιανός / Παναθηναϊκός. 10 με μππ. για να σχηματίσουμε τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο: ~ βαμμένο. είναι το άκλ.: 1 ΦΙΛΟΣ η ύπαρξη: το ~ και το γίγνεσθαι. 2 η ψυχή, το εσωτερικό κπ: Τον αγαπώ με όλο μου το ~. 3 (μτφ.) ό,τι σημαντικότερο, πολυτιμότερο έχουμε: Τα παιδιά μου είναι το ~ μου.

ειρήνη η: 1 κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ κρατών, λαών κτλ. πόλεμος: Αγωνίζεται για την παγκόσμια ~. 2 ψυχική ηρεμία, απουσία εντάσεων και συγκρούσεων: Έζησε τη ζωή του με ~. ειρηνικός -ή -ό. ειρηνικά (επίρρ.). ειρηνιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που αγωνίζεται για την ειρήνη. ειρηνιστικός -ή -ό. ειρηνεύω (μτβ. & αμτβ.). ειρήνευση η. ειρηνευτικός -ή -ό. ειρηνευτικά (επίρρ.).

ειρμός ο: λογική σειρά νοημάτων: Από την κούραση, τα λόγια του δεν είχαν ~.

ειρωνεία η: 1 χρήση του λόγου από κπ με τέτοιον τρόπο, ώστε να λέει κτ διαφορετικό ή αντίθετο από την πραγματικότητα, για να κοροϊδέψει ή να προσβάλλει κπ άλλο: Με φανερή ~ χαρακτήρισε αριστούργημα τη γεμάτη λάθη εργασία. 2 κοροϊδευτική διάθεση: χαμόγελο γεμάτο ~. ειρωνικός -ή -ό. ειρωνικά (επίρρ.) ειρωνεύομαι (μτβ.). είρωνας & [επίσ.] είρων ο.

εισαγγελέας ο, η: δικαστικός λειτουργός που εποπτεύει την τήρηση των νόμων και ασκεί ποινική δίωξη για αξιόποινες πράξεις. εισαγγελία η: το λειτούργημα και η υπηρεσία του εισαγγελέα, καθώς και το κτίριο στο οποίο στεγάζεται. εισαγγελικός -ή -ό. εισαγγελικά (επίρρ.).

εισάγω -ομαι πρτ. εισήγα, αόρ. εισήγαγα, παθ. αόρ. εισάχθηκα & [επίσ.] εισήχθην, μππ. εισηγμένος: (μτβ.) 1 (για προϊόντα, εμπορεύματα κτλ.) φέρνω κτ σε μια χώρα από το εξωτερικό εξάγω: Συχνά ~ προϊόντα, ενώ τα παράγουμε και εδώ. 2 κάνω κπ να γνωρίσει κτ για πρώτη φορά=μυώ, διδάσκω: Μας εισήγαγε στην ποίηση. 3 κάνω κτ πρώτος και ενεργώ ώστε να καθιερωθεί: Εισήγαγε την κοντή φούστα στη χώρα μας. 4 παθ. γίνομαι δεκτός σε νοσοκομείο, εκπαιδευτικό ή άλλο ίδρυμα. εισαγωγή η. εισαγωγικός -ή -ό. εισαγωγικά (επίρρ.). εισαγωγικά τα: ΓΛΩΣΣ το σημείο στίξης « ». εισαγωγέας ο, η.

εισβάλλω πρτ. εισέβαλλα. αόρ. εισέβαλα: (αμτβ.) 1 μπαίνω σε ξένο έδαφος ως εχθρός: Εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν από τα βόρεια σύνορα. 2 μπαίνω βίαια και ορμητικά κάπου: Η αστυνομία εισέβαλε στο κτίριο για να τους συλλάβει. εισβολή η. εισβολέας ο.

εισηγούμαι: (μτβ.) παρουσιάζω πρόταση προς έγκριση στους αρμόδιους=προτείνω: Θα εισηγηθώ την απόλυση του υπαίτιου. εισήγηση η. εισηγητής ο, -ήτρια η. εισηγητικός -ή -ό.

εισιτήριο το: 1 δελτίο που βεβαιώνει την καταβολή του απαιτούμενου ποσού για να επιτραπεί στον κάτοχό του η είσοδος σε συγκοινωνιακό μέσο, θέατρο κτλ.: Έβγαλα ~ για τη συναυλία. 2 (μτφ.) οτιδήποτε εξασφαλίζει σε κπ την επιτυχία: Η νίκη αυτή της Εθνικής ήταν το ~ για την πρόκριση.

εισόδημα το: το σύνολο των εσόδων κάποιου: Το ~ τους προέρχεται κυρίως από ενοίκια. εισοδηματικός -ή -ό. εισοδηματικά (επίρρ.). εισοδηματίας ο: άτομο που δεν εργάζεται και ζει από τα εισοδήματά του.

είσοδος η: έξοδος. 1 μετακίνηση κπ από έναν χώρο μέσα σε έναν άλλο, συνήθως κλειστό: Απαγορεύεται η ~ σε όσους δεν έχουν εργασία. 2 το μέρος μέσα από το οποίο μπαίνουμε κάπου: H ~ του σπιτιού ήταν ανοιχτή. 3 ένταξη σε οργανωμένο σύνολο: η ~ της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

εισπνέω -ομαι: (μτβ.) βάζω αέρα ή άλλα αέρια στους πνεύμονές μου εκπνέω: Καθημερινά ~ πολλά καυσαέρια. εισπνοή η.

εισπράττω -ομαι αόρ. εισέπραξα, παθ. αόρ. εισπράχθηκα: (μτβ.) 1 παίρνω από κπ οφειλόμενο ποσό πληρώνω, καταβάλλω: Εισέπραξε την προκαταβολή. 2 (μτφ.) γίνομαι αποδέκτης: Εισέπραξα τα συγχαρητήρια όλων για την εργασία μου. είσπραξη η. εισπρακτικός -ή -ό. εισπρακτικά (επίρρ.). εισπράκτορας ο.

είτε (σύνδ.): (με επανάληψη) συνδέει δύο αντίθετες εναλλακτικές εκδοχές, κυρίως όταν θέλουμε να δείξουμε ότι τίποτα δεν επηρεάζει αυτό που αναφέρουμε=ή: ~ πλούσιος ~ φτωχός, εγώ το ίδιο τον αγαπώ! ~ του μίλησες ~ όχι, τελικά αυτός έκανε αυτό που ήθελε.

εκ- εξ- & έκ- έξ-: πρόθημα λόγιας προέλευσης (από την πρόθ. ἐκ) που δηλώνει 1 απομάκρυνση, κίνηση προς τα έξω: εκτοξεύω. 2 έξω από τα όρια: εκπρόθεσμος. 3 μεταβολή: εκλαϊκεύω. 4 αντίθεση με το β΄συνθ.: έκτακτος. 5 έμφαση: εξυβρίζω.


Σύνθετα με εκ-
έξω από τα όρια μεταβολή έμφαση
εκπρόθεσμα εκβιομηχανίζω
εκβιομηχάνιση
εκκενώνω
εκκένωση
εκσυγχρονίζω
εκσυγχρονισμός
εκσυγχρονιστής
εξειδίκευση
εξειδικεύω
εξημερώνω
εξημέρωση
εξισορρόπηση
εξισορροπητικά
εξισορροπητικός
εξισορροπώ
εξομάλυνση
εξομαλυντικά
εξομαλυντικός
εξομαλύνω
εξοπλίζω
εξοπλισμός
εξοπλιστικός
εξυγιαίνω
εξυγίανση
εξυγιαντικά
εξυγιαντικός
εξαναγκάζω
εξαναγκασμός
εξαναγκαστικά
εξαναγκαστικός
εξοργίζω
εξοργιστικά
εξοργιστικός
εξύβριση

εκβάλλω πρτ. εξέβαλλα, αόρ. εξέβαλα: (αμτβ., για ποταμούς κτλ.) χύνω τα νερά μου: Πολλές πηγές εκβάλλουν στη λίμνη. εκβολές οι: το σημείο όπου εκβάλλουν ποτάμια κτλ.

έκβαση η: κατάληξη μιας διαδικασίας: Η υπόθεση είχε αίσια ~.

εκβιάζω -ομαι αόρ. εκβίασα & εξεβίασα: (μτβ.) 1 προσπαθώ με απειλές και πιέσεις να υποχρεώσω κπ να κάνει κτ που θέλω: Μας ~ να μην κάνουμε τίποτα. 2 προσπαθώ να πετύχω κτ με πιεστικό ή ανάρμοστο τρόπο: Εξεβίασε τη σύμφωνη γνώμη μου. εκβιασμός ο. εκβιαστής ο, -άστρια η. εκβιαστικός -ή -ό. εκβιαστικά (επίρρ.).

εκδίδω -ομαι πρτ. εξέδιδα, αόρ. εξέδωσα, παθ. αόρ. εκδόθηκα: (μτβ.) 1 ενεργώ ώστε να γίνει έντυπο ένα κείμενο και να τεθεί σε κυκλοφορία: Εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο του. 2 (για δημόσια υπηρεσία) συντάσσω (και παραδίδω ή γνωστοποιώ) επίσημο έγγραφο: Ο δήμος ~ τα πιστοποιητικά. 3 (για χαρτονομίσματα κτλ.) τυπώνω σε πολλά αριθμημένα αντίτυπα και θέτω σε κυκλοφορία. 4 ΝΟΜ παραδίδω καταζητούμενο στις αρχές άλλης χώρας. έκδοση η. εκδότης ο, -τρια η. εκδοτικός -ή -ό. εκδοτικά (επίρρ.).

εκδικούμαι & [προφ.] -ιέμαι: (μτβ.) ανταποδίδω σε κπ το κακό που έκανε σε μένα ή σε άλλον. εκδίκηση η. εκδικητής ο, εκδικήτρια η. εκδικητικός -ή -ό. εκδικητικά (επίρρ.). εκδικητικότητα η.

εκδοχή η: διαφορετικός τρόπος παρουσίασης γεγονότος=άποψη, πλευρά: Στο δικαστήριο ακούστηκαν οι ~ των δύο αντιδίκων.

εκδρομή η: σύντομη μετακίνηση σε άλλον τόπο για λόγους αναψυχής. εκδρομικός -ή -ό. εκδρομικά (επίρρ.). εκδρομέας ο.

Η λ. εκδρομή προέρχεται από το θέμα του ουσ. δρόμος και συνδέεται ετυμολογικά με διάφορα σύνθετα, όπως διαδρομή, επιδρομή, παραδρομή, συνδρομή κτλ.

εκεί & [προφ.] κει (επίρρ.): 1 στον τόπο ή προς την κατεύθυνση που δείχνω εδώ: Το γραφείο του είναι ~. Έφυγε από ~.    εδώ. 2 στο χρονικό σημείο που αναφέρω: Κάπου ~ γύρω στις έξι έφυγε. ~ που: τη στιγμή που: Με διέκοψες ~ δούλευα. 3 (ως επίθ.) αυτός που ισχύει σε έναν άλλο χώρο, περιβάλλον κτλ. εδώ: οι ~ συνθήκες.

εκείνος -η -ο εν. γεν. εκείνου -ης -ου & [προφ.] εκεινού -ής -ού, πληθ. γεν. εκείνων & [προφ.] εκεινών, αιτ. αρσ. εκείνους & [προφ.] εκεινούς & [προφ.] κείνος -η -ο (δεικτ.): 1 δηλώνει κπ ή κτ που είναι μακριά μας, τοπικά ή χρονικά, ή που έχει ήδη αναφερθεί αυτός, τούτος: Αυτό είναι δικό μου κι ~ είναι δικό σου. ~ εκεί το σπίτι. 2 χρησιμοποιείται για να εκφράσουμε έντονο θαυμασμό ή αποστροφή κτλ.: ~ ήταν ήρωες!  glass  αυτός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

εκθέτω εκτίθεμαι & (σπάν.) -ομαι αόρ. εξέθεσα, παθ. αόρ. εκτέθηκα, μππ εκτεθειμένος: (μτβ.) 1 παρουσιάζω κτ κάπου για να το δουν πολλοί: Εκτίθενται έργα του Φασιανού στην Πινακοθήκη. 2 παρουσιάζω σε κπ (κατάσταση, ιδέα κτλ.): ~ τα γεγονότα όπως έγιναν. 3 θέτω κπ ή κτ υπό την επίδραση ενός παράγοντα (συνήθως με αρνητικές συνέπειες): Το φιλμ χάλασε, γιατί εκτέθηκε στο φως. 4 γίνομαι αιτία να γίνει κπ αντικείμενο επικρίσεων: Η συμπεριφορά του μας ~glassθέτω. έκθεση η: 1 δημόσια παρουσίαση έργων, αντικειμένων κτλ. και ο χώρος όπου εκτίθενται. 2 α. επίσημο έγγραφο όπου παρουσιάζονται γεγονότα, κατάσταση κτλ.=αναφορά. β. γραπτό κείμενο μαθητή σε ορισμένο θέμα, καθώς και το σχετικό σχολικό μάθημα. 3 η πράξη του εκθέτω με τη σημ. 3. εκθέτης1 ο, -τρια η: πρόσωπο που συμμετέχει σε έκθεση (σημ. 1): Στην έκθεση συμμετείχαν πολλοί ~ από τον χώρο του επίπλου. εκθέτης2 ο: ΜΑΘ σύμβολο ή αριθμός που σημειώνεται πάνω και δεξιά από άλλο σύμβολο ή αριθμό και δηλώνει τη δύναμη στην οποία αυτό(ς) υψώνεται βάση. έκθεμα το: αντικείμενο που παρουσιάζεται δημόσια σε έκθεση (σημ. 1). εκθετήριο το: χώρος όπου εκτίθενται προϊόντα κτλ. έκθετος -η -ο: αυτός που έχει εκτεθεί χωρίς προστασία.

εκκεντρικός -ή -ό: αυτός που συμπεριφέρεται παράξενα, διαφορετικά από ό,τι συνηθίζεται. εκκεντρικά (επίρρ.). εκκεντρικότητα η.

εκκίνηση η: έναρξη κίνησης, λειτουργίας κτλ.: ~ των αθλητών /του υπολογιστή. εκκινώ (μτβ. & αμτβ.).

έκκληση η: έντονη και επείγουσα παράκληση προς κπ για κτ: Έκανε ~ για βοήθεια.  σχ. glassεκκλησία.

εκκλησία & [προφ., στη σημ. 1] εκκλησιά η: 1 κτίριο λατρείας της χριστιανικής θρησκείας. 2 Εκκλησία η: το σύνολο των πιστών ή των κληρικών της χριστιανικής θρησκείας ή, ειδικότερα, ορισμένου χριστιανικού δόγματος, και ο σχετικός θεσμός: Καθολική /Ορθόδοξη ~. ~ της Ελλάδος. εκκλησιαστικός -ή -ό. εκκλησιαστικά (επίρρ.) εκκλησιάζομαι: (αμτβ.) πηγαίνω στην εκκλησία για να παρακολουθήσω τη θεία λειτουργία. εκκλησιασμός ο. glass  σχ. κλήση.

Η λ. εκκλησία (όπως και η λ. έκκληση) προέρχεται από το AE ρ. ἐκκαλῶ «καλώ έξω, συγκαλώ» και αναφερόταν αρχικά στην Εκκλησία του Δήμου, δηλ. στη συνέλευση των πολιτών. Στους χριστιανικούς χρόνους η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τους πιστούς που συγκεντρώνονταν σε χώρους λατρείας.

εκκρεμής -ής -ές: αυτός που δεν έχει γίνει ακόμη, ενώ έπρεπε: Οι εκκρεμείς υποθέσεις θα επιλυθούν εντός της εβδομάδαςglass αγενής. εκκρεμότητα η. εκκρεμές το: 1 ΦΥΣ σώμα που κρέμεται από σταθερό σημείο και εκτελεί ταλάντωση. 2 ρολόι τοίχου που λειτουργεί με ταλάντωση. εκκρεμώ μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.).

εκκρίνω -ομαι μόνο στον ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (μτβ.) παράγω ουσία (σε υγρή ή ρευστή μορφή) και τη διοχετεύω προς τα έξω, μέσα σε κοιλότητα ή στο αίμα: Οι αδένες ~ ιδρώτα. Το δέντρο ~ ρετσίνι. έκκριση η.

εκλέγω -ομαι αόρ. εξέλεξα, παθ. αόρ. εκλέχθηκα & -χτηκα & [επίσ.] εξελέγην, μππ. εκλεγμένος: (μτβ.) αναδεικνύω κπ σε επίσημη θέση με την ψήφο μου: Τον εξέλεξαν πρόεδρο της τάξης. εκλογή η: 1 το να εκλέγει κανείς κπ. 2 πληθ. η επίσημη διαδικασία ψηφοφορίας με σκοπό την εκλογή κπ: βουλευτικές /δημοτικές /φοιτητικές εκλογές. εκλογικός -ή -ό. εκλόγιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να εκλεγεί. εκλέξιμος -η -ο: αυτός που έχει δικαίωμα να εκλεγεί. εκλογέας ο: αυτός που έχει δικαίωμα να εκλέγει. glass σχ. εκλεκτός.

έκλειψη η: ΑΣΤΡΟΝ φαινόμενο κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα παύει να είναι ορατό προσωρινά, επειδή κπ άλλο μπαίνει ανάμεσα σε αυτό και αυτόν που το βλέπει ή αυτόν και το σώμα που το φωτίζει: ~ ηλίου /σελήνης.

εκλεκτός -ή -ό: αυτός που ξεχωρίζει από άλλους του είδους του=διαλεχτός, ξεχωριστός: Σας παρουσιάζω έναν ~ φίλο και συνεργάτη. εκλεκτικός -ή -ό: αυτός που ζητά ή επιλέγει το καλύτερο, ο δύσκολος στις προτιμήσεις του. εκλεκτικότητα η.

Το ΑΕ ρ. εκλέγω είχε τη σημασία του διαλέγω (από όπου και οι σημασίες εκλεκτός και εκλεκτικός), αλλά σήμερα χρησιμοποιείται μόνο σε σχέση με τη διαδικασία ψηφοφορίας για την επιλογή κάποιου σε ορισμένη θέση.

εκμαιεύω -ομαι: (μτβ.) καταφέρνω να πάρω πληροφορία ή δήλωση με έμμεσο τρόπο: Τους εκμαίευσε το μυστικό. εκμαίευση η.

Από τα ἐκ + μαιεύομαι «ξεγεννώ», με μτφ. κυρίως σημ. στη σωκρατική διαλεκτική για την εκμαίευση της αλήθειας. glassμαία.

εκμεταλλεύομαι: (μτβ.) 1 χρησιμοποιώ κπ ή κτ προς όφελός μου με τρόπο άδικο για τον άλλο: Kατηγορεί τη διοίκηση ότι ~ τους φιλάθλους. 2 χρησιμοποιώ κτ (υλικό, κατάσταση κτλ.) με σκοπό το κέρδος: ~ τουριστικά έναν χώρο. Δεν ~ σωστά τις ευκαιρίες που μου δίνονται.=αξιοποιώ. εκμετάλλευση η. εκμεταλλευτής ο, -εύτρια η: [μειωτ.] πρόσωπο που εκμεταλλεύεται κπ ή κτ.

εκνευρίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να χάσει προσωρινά την ψυχραιμία ή την ηρεμία του=νευριάζω, θυμώνω. εκνευρισμός ο. εκνευριστικός -ή -ό. εκνευριστικά (επίρρ.).

εκπαιδεύω -ομαι: (μτβ.) μαθαίνω σε κπ κτ με τρόπο συστηματικό: ~ τους υπαλλήλους στα νέα μηχανήματα. εκπαίδευση η: 1 θεσμός που στοχεύει με συστηματική διδασκαλία σε ειδικά ιδρύματα (σχολεία κτλ.), στη μόρφωση και καλλιέργεια κυρίως των νέων και των παιδιών: δημόσια/ιδιωτική/ανώτερη ~. 2 το να εκπαιδεύει κανείς κπ. εκπαιδευτικός -ή -ό. εκπαιδευτικά (επίρρ.). εκπαιδευτικός ο, η: πρόσωπο που διδάσκει σε σχολείο. εκπαιδευτής ο, -εύτρια η: πρόσωπο που εκπαιδεύει κπ κυρίως σε συγκεκριμένο αντικείμενο ή εκπαιδεύει ζώα: ~ καταδύσεων.

εκπέμπω -ομαι αόρ. εξέπεμψα, παθ. αόρ. εκπέμφθηκα: (μτβ.) 1 στέλνω κτ από μέσα μου προς τα έξω: Τα κινητά τηλέφωνα ~ ακτινοβολία. (και μτφ.) ~ γοητεία.=ακτινοβολώ. 2 στέλνω ήχο ή/και εικόνα με ηλεκτρομαγνητικά κύματα: Σε ποια συχνότητα ~ ο σταθμός αυτός; εκπομπή η: 1 το να εκπέμπει κπ κτ και αυτό που εκπέμπεται. 2 πρόγραμμα που εκπέμπεται στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ενημερωτική /ραδιοφωνική /τηλεοπτική ~.

εκπίπτω αόρ. εξέπεσα: (μτβ.) 1 (για χρημ. ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό: Οι δαπάνες για ασφάλειες ~ από το φορολογητέο εισόδημα / του φορολογητέου εισοδήματος. 2 [επίσ.] (+ γεν.) χάνω επίσημη θέση ή αξίωμα: ~ του βουλευτικού αξιώματος / από το … έκπτωση η: 1 μείωση της τιμής πώλησης προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: Μας έκανε ~ 10% στα εισιτήρια. 2 πληθ. περίοδος πώλησης προϊόντων με χαμηλές τιμές. 3 [επίσ.] απώλεια επίσημης θέσης ή αξιώματος. εκπτωτικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με την έκπτωση στη σημ. 1. εκπτωτικά (επίρρ.). έκπτωτος η -ο: αυτός που έχασε επίσημη θέση ή αξίωμα.

έκπληξη η: έντονο συναίσθημα που νιώθουμε όταν γίνεται κτ που δεν το περιμένουμε, και (συνεκδ.) αυτό που το προκαλεί: Ένιωσα μεγάλη ~, όταν τον είδα ξαφνικά. Στο πάρτι είχε πολλές εκπλήξεις. εκπλήττω & εκπλήσσω -ομαι αόρ. εξέπληξα, παθ. αόρ. [επίσ.] εξεπλάγην: (μτβ.) προκαλώ έκπληξη σε κπ: Μας εξέπληξε ευχάριστα με την επιτυχία του. εκπληκτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί έκπληξη ή κυρίως θαυμασμό: ~ ηθοποιός. εκπληκτικά (επίρρ.). έκπληκτος -η -ο: αυτός που νιώθει ή φανερώνει έκπληξη: Κοιτούσαμε το παράξενο θέμα ~ / με μάτια ~.

εκπληρώνω -ομαι: (μτβ.) πραγματοποιώ κτ ως το τέλος: ~ υποσχέσεις/όνειρα. εκπλήρωση η.

εκπνέω αόρ. εξέπνευσα: (αμτβ.) 1 βγάζω από τα πνευμόνια μου τον αέρα που έχω εισπνεύσει εισπνέω. 2 (για πρόσ.) πεθαίνω: Ο ασθενής εξέπνευσε. 3 (για χρονικό διάστημα) τελειώνω, λήγω: Η προθεσμία εξέπνευσε. εκπνοή η.

εκπροσωπώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ ή βρίσκομαι κάπου για λογαριασμό άλλου=αντιπροσωπεύω: Τους εργαζόμενους εκπροσώπησε ο πρόεδρος του συνδικάτου. 2 εκφράζω θεωρία, ιδέα, άποψη κτλ.: Στο συνέδριο του κόμματος εκπροσωπήθηκαν όλα τα ρεύματα. εκπροσώπηση η. εκπρόσωπος ο, η.

έκρηξη η: 1 βίαιο και συνήθως ηχηρό σκάσιμο (λόγω μεγάλης εσωτερικής πίεσης): ~ ηφαιστείου /βόμβας. 2 απότομη εκδήλωση συναισθήματος ή βίαιης ενέργειας=ξέσπασμα: ~ χαράς / δακρύων / φωτιάς. εκρήγνυμαι παθ. αόρ. εξερράγην: (αμτβ.) παθαίνω έκρηξη. εκρηκτικός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη: Πυροδότησαν τον ~ μηχανισμό από μακριά. Η ατμόσφαιρα στο συνέδριο ήταν ~. 2 αυτός που έχει ή εκφράζει έντονα συναισθήματα, έχει συχνές εκρήξεις συναισθημάτων: ~ χαρακτήρας, συνέχεια τσακώνεται με όλους! εκρηκτικά (επίρρ.). εκρηκτικό το: εκρηκτική ύλη. εκρηκτικότητα η.

έκσταση η: 1 πνευματική κατάσταση στην οποία κπ νιώθει ότι είναι έξω από τον εαυτό του και τον κόσμο των αισθήσεων: Πήρε ναρκωτικά κι έπεσε σε ~. 2 έντονο συναίσθημα μεγάλης χαράς: Ένιωσε ~ στη σκέψη ότι θα έκανε τον γύρο του κόσμου. εκστασιάζομαι: (αμτβ.) νιώθω έκσταση. εκστατικός -ή -ό: αυτός που νιώθει έκσταση με τη σημ. 2: Έμεινε ~ μπροστά στο θαύμα. εκστατικά (επίρρ.).

Η λ. έκσταση προέρχεται από το AE ρ. ἐξίστημι, το οποίο δήλωνε την κατάσταση στην οποία κπ νομίζει ότι βρίσκεται «εκτός εαυτού», έξω από τον πραγματικό κόσμο.

εκστρατεία η: 1 μετακίνηση στρατού εναντίον εχθρού: οι εκστρατείες των Περσών κατά των Ελλήνων. 2 οργανωμένη σειρά ενεργειών, συνήθως ομαδική, για κπ σκοπό: Κάνουν ~ κατά των ναρκωτικών. εκστρατεύω: (αμτβ.) κάνω εκστρατεία κυρ. με τη σημ. 1.

έκτακτος -η -ο: 1 αυτός που δεν είναι σύμφωνος με την τάξη, τον κανόνα ή το πρόγραμμα, που αποτελεί, δηλαδή, εξαίρεση: Έβαλαν ~ δρομολόγια λόγω της αυξημένης κίνησης. Είχαμε ~ έξοδα λόγω του γάμου. 2 αυτός που κάνει κτ για ορισμένο χρόνο=προσωρινός τακτικός, μόνιμος: Προσέλαβαν ~ υπαλλήλους για να εξυπηρετήσουν τον κόσμο. 3 αυτός που είναι πάρα πολύ καλός=εξαιρετικός, εξαίσιος, έξοχος: Ήταν ~ γιορτή, περάσαμε καταπληκτικά! έκτακτα (επίρρ. στη σημ. 3). εκτάκτως (επίρρ. στη σημ. 1).

έκταση η: 1 α. ο χώρος που καταλαμβάνει κτ: Η Ελλάδα έχει ~ 131.940 τετραγωνικά χιλιόμετρα. β. συνήθ. πληθ. ορισμένη επιφάνεια γης: Μεγάλες εκτάσεις δάσους καταστράφηκαν. 2 (μτφ.) το μέγεθος μιας κατάστασης: Πήρε μεγάλη ~ το θέμα, παρόλο που προσπάθησαν να το κρύψουν. 3 άπλωμα, τέντωμα: ~ χεριών. εκτείνω -ομαι αόρ. εξέτεινα, παθ. αόρ. εκτάθηκα: (μτβ.) 1 παθ. (για κομμάτια γης) έχω έκταση: Το χωριό ~ ως τους πρόποδες του βουνού. 2 [επίσ.] απλώνω, τεντώνω. εκτεταμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που καταλαμβάνει ή έχει πάρει μεγάλη έκταση=εκτενής: ~ καταστροφή /έρευνα. εκτεταμένα (επίρρ.). εκτενής -ής -έςglass αγενής. εκτενώς (επίρρ.).

εκτελώ -ούμαι αόρ. εκτέλεσα & εξετέλεσα, παθ. αόρ. εκτελέστηκα & -θηκα, μππ. εκτελεσμένος: (μτβ.) 1 πραγματοποιώ κτ: Εκτέλεσε πιστά το σχέδιο. 2 θανατώνω κπ (συνήθως ως ποινή για έγκλημα): Εκτελέστηκε με απαγχονισμό. 3 ΜΟΥΣ ερμηνεύω μουσικό κομμάτι: Η ορχήστρα θα εκτελέσει έργα του Μπετόβεν. εκτελεστικός -ή -ό: 1 αυτός που εκτελεί εντολές, αποφάσεις κτλ. άλλου: Λειτουργεί ως ~ όργανο, ποτέ δεν παίρνει αποφάσεις ο ίδιος. 2 αυτός που αναφέρεται στην εκτέλεση με τη σημ. 2: ~ απόσπασμα. εκτέλεση η. εκτελεστής ο, -έστρια η.

εκτιμώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) 1 έχω καλή γνώμη για κπ ή κτ: ~ τη φιλία του /τους δασκάλους μου. 2 σχηματίζω γνώμη: ~ ότι σύντομα θα έχουμε εκλογές.=κρίνω. 3 προσδιορίζω την τιμή, αξία ενός πράγματος: Εκτίμησε τον πίνακα στα 3.000 ευρώ. εκτίμηση η. εκτιμητής ο, ήτρια η: πρόσ. που εκτιμά κτ, κυρ. με τη σημ.3.

εκτονώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ να χάσει την ένταση ή τη δύναμη που έχει: Προσπάθησε να εκτονώσει την ατμόσφαιρα μετά τον καβγά. εκτόνωση η.

εκτοξεύω -ομαι: (μτβ.) 1 α. στέλνω (πύραυλο κτλ.) στον αέρα ή στο διάστημα: Ο πύραυλος εκτοξεύθηκε με επιτυχία. β. ρίχνω κτ μακριά και με δύναμη: Πάνω στον καβγά εκτόξευσε εναντίον του ένα βάζο. 2 (μτφ.) εκφράζω εναντίον κπ κτ με επιθετικότητα: ~ απειλές/βρισιές. 3 (μτφ.) αυξάνω απότομα: Οι τιμές πολλών προϊόντων εκτοξεύθηκαν στα ύψη με το ευρώ. εκτόξευση η.

εκτός1 (πρόθ.): δηλώνει 1 (+ γεν.) τον τόπο, μία κατάσταση κτλ. στην οποία δε βρίσκεται κπ ή κτ εντός: ~ γραφείου / της χώρας / κινδύνου. (& μτφ.) ~ θέματος /τόπου και χρόνου. ~ εαυτού: έξαλλος, πολύ θυμωμένος=έξω φρενών. 2 (+ από /γεν.) εξαίρεση προσώπου ή πράγματος: Όλοι με χαιρέτησαν ~ από εσένα. Έρχεται κάθε μέρα ~ Κυριακής. 3 (+ από / γεν. / που): προσθήκη προσώπου, πράγματος, κατάστασης κτλ.: Εκτός ~ εμάς ήταν άλλοι δύο. ~ που είναι πολύ μελετηρός, είναι και πολύ έξυπνος. εκτός2(επίρρ.): έξω από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται συνήθως κπ εντός: Είναι ~, έχει εξωτερικές δουλειές σήμερα.

εκτυπώνω -ομαι: (μτβ.) αναπαράγω σε χαρτί κείμενο ή εικόνα με τη χρήση ειδικών μηχανών. εκτυπωτής ο: 1 ΤΕΧΝΟΛ μηχάνημα που συνδέεται με υπολογιστή και εκτυπώνει. 2 τεχνίτης ειδικός στην εκτύπωση. εκτύπωση η. εκτυπωτικός -ή -ό.

Η λ. εκτυπώνω χρησιμοποιείται κυρ. για την περίπτωση του υπολογιστή και του εκτυπωτή, ενώ η λ. τυπώνω προτιμάται για τις κλασικές τυπογραφικές μεθόδους και για φιλμ (τυπώνω βιβλία, εφημερίδα, φωτογραφίες κτλ.).

εκφράζω -ομαι: (μτβ.) 1 παρουσιάζω με λόγια, κινήσεις κτλ. αυτό που σκέφτομαι ή νιώθω: ~ ελεύθερα τη γνώμη μου. 2 παθ. μιλώ, λέω κτ: Εκφράζεται πολύ καλά και κατανοητά. έκφραση η: 1 α. η πράξη και το αποτέλεσμα του εκφράζω. β. ο τρόπος με τον οποίο εκφράζει κπ κτ. 2 η εικόνα του προσώπου κπ: Έχει χαρούμενη ~ στο πρόσωπό του. 3 ΓΛΩΣΣ συγκεκριμένο σύνολο λέξεων με ορισμένη σημασία η οποία δεν προκύπτει άμεσα από τις σημασίες των λέξων που το αποτελούν: ιδιωματικές εκφράσεις. εκφραστικός -ή -ό: 1 αυτός που εκφράζει κτ: Χρησιμοποιεί όλα τα ~ μέσα που έχει, ακόμα και το σώμα του. 2 αυτός που μπορεί να εκφράζει κτ καλά: Έχει πολύ ~ πρόσωπο, αμέσως καταλαβαίνεις τι νιώθει. ανέκφραστος. εκφραστικά (επίρρ.). εκφραστικότητα η. εκφραστής ο: άτομο που εκφράζει κυρ. ιδέες, θεωρίες κτλ.

εκφωνώ -ούμαι: (μτβ.) διαβάζω κτ μεγαλόφωνα: Ποιος θα εκφωνήσει τον λόγο; εκφώνηση η. εκφωνητής ο, -ήτρια η: παρουσιαστής ειδήσεων στα ΜΜΕ.

έλαιο το: [επίσ.] λάδι.

Η λ. έλαιο, έναντι της λ. λάδι, χρησιμοποιείται κυρ. στον επιστημονικό λόγο, καθώς και ως α΄ συνθ. στα σύνθετα ελαιόλαδο, ελαιόδεντρο, ελαιοπαραγωγός, ελαιοπαραγωγικός, ελαιοτριβείο κτλ. Επίσης, ως β΄ συνθ. σε σύνθετα ουσ. χαρακτηρίζει: α. διάφορα είδη λαδιού τα οποία παράγονται από αυτό που εκφράζει το α΄ συνθ. (αραβοσιτέλαιο, μουρουνέλαιο, ηλιέλαιο κτλ.) β. ουσίες που αποτελούν υγρά καύσιμα (πετρέλαιο, ορυκτέλαιο κτλ.).

ελαστικός -ή -ό: 1 α. (για στερεά) αυτός που μπορεί εύκολα να αλλάζει σχήμα και μέγεθος, όταν τον πιέζουν ή τον τραβούν, και μετά να ξαναγυρνά στο αρχικό του, όταν σταματά η πίεση: ~ επίδεσμος/τάπητας. β. αυτός που λυγίζει εύκολα, παίρνει εύκολα διάφορα σχήματα=ευλύγιστος: Χάρη στη γυμναστική που κάνει, έχει φοβερά ~ σώμα. 2 (μτφ.) αυτός που προσαρμόζεται ή αλλάζει εύκολα: Έχει ~ ωράριο, μπορεί να αργήσει κάποιες μέρες να πάει στο γραφείο. 3 (μτφ.) αυτός που είναι υποχωρητικός ή ήπιος αυστηρός: Είναι υπερβολικά ~, δεν τιμωρεί κανένα παιδί ό,τι κι αν κάνει. ελαστικά (επίρρ. στις σημ. 2 & 3). ελαστικό το: 1 υλικό (φυσικό ή τεχνητό) που χρησιμοποιείται σε διάφορα πράγματα λόγω της ελαστικότητάς του=καουτσούκ. 2 λάστιχο αυτοκινήτου. ελαστικότητα η.

Η λ. ελαστικός προέρχεται, μέσω της γαλλ. élastique, από την ΑΕ λ. ἐλαστός και αυτή από το ἐλαύνω.

ελάττωμα το: 1 ατέλεια σωματική, ηθική ή πνευματική: Το πρόσωπό της δεν έχει κανένα ~. Έχει το κακό ~ να λέει ψέματα.=[οικ.] κουσούρι προτέρημα. 2 ατέλεια στην κατασκευή: Δε στρώνει καλά η φούστα, έχει ~. ελαττωματικός -ή -ό: αυτός που έχει ελάττωμα. ελαττωματικά (επίρρ.).

ελαττώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ μικρότερο ή λιγότερο=μειώνω αυξάνω: Ελάττωσα τα γλυκά κι έχασα τρία κιλά. ελάττωση η.

ελαφρύς & ελαφρός -ιά & -ά -ύ & βαρύς: 1 αυτός που έχει μικρό βάρος: Εύκολα κουβάλησε την ~ τσάντα. 2 αυτός που έχει μικρή ποσότητα, ένταση, δύναμη ή πάχος: ~ χαμόγελο=απαλός. ~ χειμώνας=ήπιος δριμύς. ~ άρωμα=απαλός. ~ ρούχα=λεπτός χοντρός. 3 αυτός που δεν απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και δεν προκαλεί κούραση ή πόνο: Κάνει μόνο ~ εργασίες, γιατί τον πονά η μέση του. 4 (για λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά κτλ. έργα) αυτός που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει το κοινό στο οποίο απευθύνεται, χωρίς απαιτήσεις ή προβληματισμούς: Διάβασα κτ ~, για να με πάρει ο ύπνος. 5 (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα: Έφαγα μια ~ σαλάτα χωρίς σάλτσες. ελαφρά & ελαφριά (επίρρ. με τις σημ. του επιθ.). ελαφρώς (επίρρ.): λίγο, κάπως: Ήταν ~ ειρωνικός. ελαφραίνω αόρ. ελάφρυνα: = ελαφρώνω βαραίνω α. (αμτβ.) γίνομαι ελαφρύτερος. β. (μτβ.) κάνω κτ (συνήθως βάρος, φορτίο κτλ.) ελαφρύτερο. ελαφρύνω πρτ. & αόρ. ελάφρυνα βαρύνω: α. (μτβ.) κάνω κτ λιγότερο βαρύ ή σοβαρό: Θα ελαφρύνει τη θέση του κατηγορουμένου η μαρτυρία σου. βαρύνω, επιβαρύνω. β. (αμτβ.) γίνομαι λιγότερο βαρύς ή σοβαρός: Η ατμόσφαιρα ελάφρυνε με το ανέκδοτο. ελαφρώνω αόρ. ελάφρωσα: 1 βαραίνω α. (μτβ.) κάνω κτ ελαφρύτερο. β. (αμτβ.) γίνομαι ελαφρύτερος. 2 α. (μτβ.) απαλλάσσω κπ από το βάρος που έχει στην ψυχή: Ο χρόνος ~ τον πόνο.=ανακουφίζω. β. (αμτβ.) ανακουφίζομαι. ελαφρότητα η: ανεύθυνη ή ανέμελη στάση=επιπολαιότητα. ελαφράδα η: το να είναι κπ ή κτ ελαφρύ(ς). ελάφρυνση η &ελάφρωμα το: το να ελαφρώνει κπ κτ ή κπ. ελαφρυντικός -ή -ό: αυτός που ελαφρύνει. ελαφρυντικά & -ώς (επίρρ.). ελαφρυντικό το: στοιχείο που ελαφρύνει τη θέση κατηγορουμένου.

ελάχιστος -η -ο: πάρα πολύ μικρός ή λίγος: ~ άνθρωποι γνωρίζουν το μυστικό της. ελάχιστα (επίρρ.).

Η ΑΕ λ. ἐλάχιστος ήταν υπερθ. του μικρός και του ὀλίγος (συγκρ. ἐλάσσων).

έλεγχος ο: 1 εξέταση που γίνεται προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι κτ είναι σωστό, αληθινό, ικανό κτλ.: Έκανε ~ στη μηχανή, για να δει αν δουλεύει σωστά. 2 περιορισμός ενός φαινομένου ή κατάστασης στο επιθυμητό: Η μετάδοση της γρίπης τέθηκε υπό ~. 3 κυριαρχία πάνω σε συναισθήματα, κατάσταση κτλ.: Δεν έχει ~ του θυμού του. 4 χειρισμός προσώπου ή πράγματος κατά τρόπο ώστε να κάνει αυτό που θέλουμε εμείς: Έχασε τον ~ του αυτοκινήτου. Δεν έχει ~ στους μαθητές. 5 επίσημο έγγραφο με την πρόοδο ενός μαθητή: Πήρε τον ~ και είχε 10 σε όλα τα μαθήματα. ελέγχω -ομαι αόρ. έλεγξα, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, μππ. ελεγμένος: (μτβ.) 1 κάνω έλεγχο σε κτ: Ο έφορος έλεγξε τη δήλωση. 2 έχω κτ υπό έλεγχο: ~ τα συναισθήματά μου / μια περιοχή. ελεγκτής ο: υπάλληλος που κάνει έλεγχο. ελεγκτικός -ή -ό.

ελεεινός -ή -ό: 1 αυτός που λόγω της κακίας του προκαλεί περιφρόνηση=άθλιος: Η συμπεριφορά του ήταν ~, ούτε καν μας μίλησε!2 αυτός που προκαλεί οίκτο, έλεος=αξιολύπητος: Ζουν κάτω από ~ συνθήκες λόγω της φτώχειας τους. ελεεινά (επίρρ.).

Η λ. ελεεινός προέρχεται από το ἔλεος και αρχικά σήμαινε «αυτός που προκαλεί έλεος», αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και με τη σημ. «άνθρωπος χαμηλής ποιότητας και ηθικής».

έλεος το: 1 η αγάπη κπ προς αυτόν που έχει ανάγκη και η διάθεσή του να τον βοηθήσει = οίκτος, λύπη: Δε δείχνει ~ για τους συνανθρώπους του. Τον χτυπούσαν χωρίς ~. ελεήμονας & [επίσ.] -ων -ων -ον: αυτός που δείχνει έλεος=φιλεύσπλαχνος. ελεημοσύνη η: υλική βοήθεια σε αυτούς που έχουν ανάγκη.

ελεύθερος & [προφ.] λεύτερος -η -ο: 1 αυτός που μπορεί να ενεργήσει όπως θέλει, χωρίς να τον καθοδηγεί, ελέγχει, περιορίζει ή υποχρεώνει κπ άλλος ή κτ: Είσαι ~ να φύγεις όποτε θέλεις. 2 αυτός που γίνεται χωρίς περιορισμούς, εμπόδια ή πιέσεις: Έχει ~ ωράριο στη δουλειά του, πάει ό,τι ώρα θέλει. Ο δρόμος είναι ~, περάστε! 3 αυτός που δεν είναι δεμένος ή περιορισμένος σε κπ χώρο: Το σκυλί το έχουν ~ στον κήπο. Πλήρωσε την εγγύηση και αφέθηκε ~. φυλακισμένος. 4 αυτός που είναι διαθέσιμος, δε χρησιμοποιείται από άλλον κατειλημμένος: Η θέση είναι ~; 5 αυτός που δεν απαγορεύεται: Η στάθμευση είναι ~ στο σημείο αυτό. 6 αυτός που γίνεται χωρίς αντίτιμο=δωρεάν: Η είσοδος στο θέατρο είναι ~. 7 αυτός που δεν είναι παντρεμένος ή δεσμευμένος: Δεν είναι πια ~, αρραβωνιάστηκε. ελεύθερα (επίρρ. στις σημ. 1, 2 & 5). ελευθερία & [προφ.] λευτεριά η: 1 η κατάσταση όπου μπορεί κπ να ενεργήσει όπως θέλει, χωρίς εξαναγκασμούς, πιέσεις κτλ. ανελευθερία: προσωπική ~. ~ λόγου / γνώμης. 2 η κατάσταση όπου κπ δεν είναι υπό τον έλεγχο, την κυριαρχία ή τον περιορισμό κπ άλλου σκλαβιά, δουλεία: Ο ιδιοκτήτης του τού χάρισε την ~ του. 3 η κατάσταση όπου ένας λαός είναι ανεξάρτητος, δεν είναι υπό την κυριαρχία άλλου: Πολλοί υπόδουλοι λαοί επαναστατούν για την ~ τους. καλή λευτεριά!: ευχή σε έγκυο να γεννήσει καλά. ελευθερώνω & [λαïκ.] λευτερώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ ελεύθερο=απελευθερώνω. 2 απαλλάσσω κπ ή κτ από υποχρεώσεις, εμπόδια, βάρη κτλ.: Ελευθερώστε την είσοδο να περάσουμε! ελευθέρωση η. ελευθερωτής ο, -ώτρια η.

ελιγμός ο: 1 κίνηση που γίνεται προς το πλάι ενός εμποδίου, για να το παρακάμψουμε: Ο οδηγός έκανε ελιγμούς, για να μην τρακάρει. 2 (μτφ.) πλάγιος τρόπος με τον οποίο προσπαθεί κπ να πετύχει ή να αποφύγει κτ: Έκανε ελιγμούς, για να πείσει τους συνομιλητές του. ελίσσομαι: (αμτβ.) κάνω ελιγμούς.

ελκύω -ομαι πρτ. είλκυα, αόρ. είλκυσα: (μτβ.) 1 (για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) αρέσω σε κπ = γοητεύω, έλκω: Αυτός ο άντρας με ~ πολύ. Το χιούμορ του ~ πολύ κόσμο. 2 τραβώ (ενδιαφέρον, προσοχή κπ): Τα ζωντανά χρώματα του πίνακα ~ το ενδιαφέρον του κοινού. ελκυστικός -ή -ό: αυτός που ελκύει. ελκυστικά (επίρρ.). ελκυστικότητα η.

έλκω -ομαι μόνο ενστ. & πρτ. (είλκα): (μτβ.) 1 [επίσ.] φέρνω κτ προς το μέρος μου (και, εφόσον κινούμαι, το κάνω να κινηθεί μαζί μου) = τραβώ απωθώ: Ο μαγνήτης ~ μεταλλικά αντικείμενα. 2 ελκύω στη σημ. 1: Δε με ~ πια τίποτα σε αυτόν. έλξη η: 1 ΦΥΣ η δύναμη που έλκει κτ προς κτ άλλο. 2 (μτφ.) η ιδιότητα κπ να έλκει κπ άλλο στη σημ. 2. ελκτικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να έλκει ωστικός.

Τα ρ. ελκύω και έλκω συνδέονται ετυμολογικά: το ρ. ἑλκύω είναι μσν. τύπος του AE ρ. ἕλκω, με πολλά παράγωγα (ελκτικός, έλξη, ελκυστικός, ελκυστήρας κτλ.) και σύνθετα (προσελκύω, ανελκυστήρας, ρυμουλκό κτλ.). Το ρ. ελκύω χρησιμοποιείται κυρ. με τη μτφ. σημ. του τραβάω (γοητεύω), ενώ το έλκω και με την κυριολεκτική.

έλλειμμα το: ποσό, κυρίως χρηματικό, που λείπει από αυτό που έπρεπε να υπάρχει πλεόνασμα: Φέτος το ~ του κρατικού προϋπολογισμού είναι μεγάλο. ελλειμματικός -ή -ό: αυτός που παρουσιάζει έλλειμμα. ελλειμματικότητα η.

έλλειψη η: 1 α. το να λείπει κτ αναγκαίο ή σημαντικό=απουσία, ανεπάρκεια: Υπάρχει ~ του εμβολίου. β. πληθ. αυτό που δεν υπάρχει, που λείπει: Το νέο μας σπίτι έχει ακόμα πολλές ελλείψεις. 2 ΓΕΩΜ καμπύλη γραμμή στην οποία το άθροισμα των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο σταθερά σημεία (εστίες) είναι πάντα ίδιο: Η τροχιά της γης γύρω από τον ήλιο είναι ~. ελλιπής -ής -ές: αυτός που του λείπει κτ=ατελής, ανεπαρκής πλήρης: Η μόρφωσή του είναι ~, δεν έχει πάει ούτε γυμνάσιοglass σχ. αγενής. ελλιπώς (επίρρ.). ελλειπτικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχήμα έλλειψης στη σημ. 2. 2 αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις. ~ λόγος: αυτός στον οποίο παραλείπει ο ομιλητής ό,τι θεωρεί περιττό. ελλειπτικά (επίρρ. στη σημ. 2). ελλειπτικότητα η: κυρ. στη σημ. 2.

Τα ουσ. έλλειμμα και έλλειψη προέρχονται από το δύσχρηστο σήμερα ρ. ελλείπω («λείπω από κάπου, όπου έπρεπε να βρίσκομαι»). Και οι δύο λ. δηλώνουν τη μη ύπαρξη προσώπου ή πράγματος που έπρεπε να υπάρχει κάπου, αλλά το έλλειμμα χρησιμοποιείται ειδικά στην οικονομία, ενώ η έλλειψη είναι πιο γενική λέξη. Η συνώνυμή τους λ. απουσία χρησιμοποιείται με ουδέτερη σημ. για τη μη ύπαρξη κπ σε ορισμένον τόπο.
Προσοχή! Το επίθ. ελλιπής γράφεται με -ι-, παρότι συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ελλείπω, γιατί προέρχεται κατευθείαν από το ΑΕ επίθ. ἐλλιπής, το οποίο, με βάση τους κανόνες σχηματισμού των συνθέτων του λείπω, παράγεται από το αορ. θέμα ἔλιπον.

ελπίζω αόρ. έλπισα & ήλπισα: 1 (μτβ.) πιστεύω ότι κτ καλό ή κτ που θέλω πρόκειται να συμβεί ή είναι αληθινό: ~ ότι / να μου λες την αλήθεια. ~ να /ότι θα έχει καλό καιρό αύριο. 2 (αμτβ.) πιστεύω ότι κπ ή κτ θα με βοηθήσει να κάνω κτ που θέλω: ~ στη βοήθειά σας. ελπίδα η: το συναίσθημα που έχει κπ όταν ελπίζει, και (συνεκδ.) αυτός που το προκαλεί: Δεν έχω καμιά ~ να περάσω στο πανεπιστήμιο.=πιθανότητα. Τελευταία μου ~ για δάνειο είσαι εσύ. παρ’ ~: αντίθετα από ό,τι περιμένουμε, από αυτό που είναι πιθανό να συμβεί: Αν ~ έρθει, θα το γιορτάσουμε!

έμβρυο το: το προϊόν της γονιμοποίησης του ωαρίου ενός ζωντανού οργανισμού, το οποίο βρίσκεται στο σώμα της μητέρας του. εμβρυϊκός & εμβρυακός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στο έμβρυο. 2 (μτφ.) αυτός που βρίσκεται στην αρχή της ανάπτυξής του: Βρίσκεται ακόμα σε ~ στάδιο η ιδέα του, θα αργήσει να υλοποιηθεί.

εμμένω αόρ. ενέμεινα: (αμτβ.) μένω σταθερός σε κτ=επιμένω: ~ σε αυτά που είπα, δεν αλλάζω την κατάθεσή μου. εμμονή η. έμμονος -η -ο: αυτός που παραμένει, που δεν υποχωρεί ή δεν αλλάζει: ~ ιδέα.

έμμεσος -η -ο: αυτός που γίνεται μέσω άλλου, με πλάγιο τρόπο άμεσος: Έπεισε τη μητέρα του με ~ τρόπο να του δώσει την άδεια. έμμεσα & εμμέσως (επίρρ.).

εμπειρία η: κτ που γνωρίζουμε από άμεση, προσωπική επαφή, που το ζήσαμε: Είχε πολλές ~ στη ζωή του. έμπειρος -η -ο: αυτός που έχει πείρα σε κτ=πεπειραμένος άπειρος. εμπειρικός -ή -ό: αυτός που βασίζεται στην εμπειρία και όχι στη θεωρητική γνώση θεωρητικός: Έχει μόνο ~ γνώσεις, δεν έχει σπουδάσει. ~ γιατρός. εμπειρικά & -ώς (επίρρ.). εμπειρισμός ο: ΦΙΛΟΣ θεωρία σύμφωνα με την οποία βάση της γνώσης είναι μόνο η εμπειρία μέσω των αισθήσεων.

Η λ. εμπειρία τείνει να χρησιμοποιείται και με τη σημ. που έχει κανονικά η λ. πείρα, δηλ. της γνώσης που αποκτάται από το σύνολο των εμπειριών ενός ανθρώπου: Έχει μεγάλη επαγγελματική εμπειρία (σωστότερο: πείρα).

εμπιστοσύνη η: πίστη στην αξία, στις ικανότητες ή στις ιδιότητες προσώπου ή πράγματος: Έχω τυφλή ~ στους φίλους μου ότι δε θα με προδώσουν. έμπιστος -η -ο: αυτός στον οποίο έχουμε εμπιστοσύνη. εμπιστεύομαι: (μτβ.) 1 έχω εμπιστοσύνη σε κπ ή κτ. 2 α. δίνω σε έμπιστο πρόσωπο κτ, για να το προσέξει: Του εμπιστεύτηκα τα βιβλία μου κι αυτός τα έχασε. β. αναθέτω σε κπ εργασία, επειδή έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητές του: ~ τη φύλαξη των παιδιών μου μόνο στη μάνα μου. γ. εκμυστηρεύομαι σε κπ κτ, λέω ένα μυστικό σε κπ: Δεν ~ τα μυστικά μου σε κανέναν. εμπιστευτικός -ή -ό: αυτός που γίνεται με μυστικότητα, που προϋποθέτει την ύπαρξη εμπιστοσύνης: Η εργασία αυτή είναι ~, δεν πρέπει να πείτε τίποτα σε κανέναν! εμπιστευτικά & -ώς (επίρρ.).

εμπλέκω -ομαι αόρ. ενέπλεξα, παθ. αόρ. [επίσ.] ενεπλάκην: (μτβ.) αναμειγνύω κπ σε υπόθεση, κατάσταση κτλ. με συνήθως αρνητικές ιδιότητες ή συνέπειες: Τον ενέπλεξαν σε μια ιστορία με λαθρεμπόριο. εμπλοκή η: 1 το να εμπλέκει κανείς κπ σε κτ: Δεν είχε καμία ~ στην υπόθεσή σας.=ανάμειξη, συμμετοχή. 2 απεμπλοκή α. βλάβη σε μηχανισμό και η διακοπή λειτουργίας εξαιτίας της: Το όπλο έπαθε ~. β. (μτφ.) γεγονός που εμποδίζει τη συνέχεια μιας διαδικασίας, υπόθεσης κτλ.: Υπήρξε ~ στις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των ομήρων.

εμπνέω -ομαι αόρ. ενέπνευσα, παθ. αόρ. εμπνεύστηκα & -σθηκα, μππ. εμπνευσμένος: (μτβ.) 1 δημιουργώ σε κπ συναίσθημα, σκέψη κτλ.: Η διήγηση μάς ενέπνευσε φόβο. 2 α. δίνω την ιδέα για τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου: Το τραγικό γεγονός ενέπνευσε ένα ποίημα. β. παθ. συλλαμβάνω, με αφορμή κτ, την ιδέα για τη δημιουργία καλλιτεχνικού έργου: Εμπνέεται τα έργα του από τη φύση. 3 δημιουργώ σε κπ έντονα θετικά συναισθήματα: Με ~ αυτή η μουσική. 4 δίνω σε κπ το κατάλληλο ερέθισμα ώστε να κάνει κτ (που κρίνεται θετικά): Τι σας ενέπνευσε να εγκατασταθείτε στην πόλη μας; έμπνευση η: 1 κατάσταση που ωθεί σε καλλιτεχνική δημιουργία: Μετά από τρία βιβλία, η ~ του στέρεψε πια. 2 ιδέα, σκέψη που έχει κπ ξαφνικά: Είχα την ~ να πάμε βόλτα. εμπνευσμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): 1 (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή έμπνευση, με τη σημ. 1: ~ καλλιτέχνης. 2 (για έργα, ιδέες κτλ.) αυτός που έχει γίνει με έμπνευση και μπορεί να εμπνεύσει αντίστοιχα: Τους εμψύχωσε με έναν ~ λόγο. εμπνευσμένα (επίρρ.). εμπνευστής ο, εμπνεύστρια η.

εμπόδιο το: κτ που δεν επιτρέπει τη συνέχεια κίνησης, διαδικασίας, ενέργειας κτλ.: Έβγαλαν το ~ από τη μέση του δρόμου και συνέχισαν. Δεν πρόκειται να σταθώ ~ στην επιτυχία του!μετ’ εμποδίων: με πολλές δυσκολίες. εμποδίζω: (μτβ.) 1 γίνομαι εμπόδιο σε κτ: Το δέντρο ~ το πέρασμα. 2 βάζω εμπόδια σε κπ ή κτ: Ποιος σε ~ να έρθεις;

εμπόριο το: αγορά και πώληση αγαθών με σκοπό το κέρδος. έμπορος ο, η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με το εμπόριο. εμπορικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με το εμπόριο ή τους εμπόρους. 2 (για καλλιτεχνικά έργα) αυτός που έχει επιτυχία στο ευρύ κοινό, αλλά θεωρείται χαμηλής ποιότητας. εμπορικά (επίρρ.). εμπορικό το: εμπορικό κατάστημα ή πλοίο. εμπορεύομαι: (μτβ., & με παράλ. αντικ.) κάνω εμπόριο: ~ ρούχα/ιδέες.

εμπρησμός ο: σκόπιμη πρόκληση πυρκαγιάς: Η φωτιά στο δάσος οφείλεται σε ~. εμπρηστικός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να προκαλέσει εμπρησμό. 2 (μτφ.) αυτός που διεγείρει εκρηκτικά συναισθήματα: Οι ~ λόγοι των ομιλητών οδήγησαν σε επεισόδια. εμπρηστικά (επίρρ.). εμπρηστής ο.

εμπρός & [προφ.] μπρος (επίρρ.): 1 στην πλευρά που αντικρίζω, έχω απέναντί μου=μπροστά πίσω: Προχωράω ~ κι ακολουθήστε με! Από ~ έχει έναν ωραίο κήπο. 2 (+ σε) συγκριτικά με=μπροστά: ~ σε αυτά που είδα, τα δικά σου λάθη δεν είναι τίποτα! 3 για χρόνο που ξεκινά από κπ σημείο και μετά: Από εδώ κι ~ θα προσέχω πολύ. 4 α. (ως επίθ.) αυτός που βρίσκεται εμπρός=μπροστινός πίσω, πισινός. β. εμπρός τα άκλ.: το μπροστινό μέρος πίσω: Προχωράω προς τα ~. 5 (επιφ.) απάντηση όταν σηκώνουμε τηλέφωνο που καλεί: ~, δε σας ακούω! 6 (επιφ.) για να προτρέψουμε έντονα: ~, δούλευε, μη χασομεράς! μπροστινός -ή -ό. μπροστινός ο, μπροστινή η.

εμφανίζω -ομαι: (μτβ.) 1 α. κάνω να φανεί κτ που δεν ήταν ορατό=παρουσιάζω, φανερώνω εξαφανίζω: Ο μάγος εμφάνισε τον λαγό μέσα από το καπέλο του. 2 προβάλλω κπ ή κτ με μια υποτιθέμενη ιδιότητα=παρουσιάζω: Οι εφημερίδες τον ~ νικητή. 3 έχω ιδιότητα, χαρακτηριστικό κτλ. σε βαθμό που φαίνεται, που μπορούν να το δουν οι άλλοι = παρουσιάζω: ~ συμπτώματα γρίπης, με πυρετό και βήχα. 4 επεξεργάζομαι φιλμ με τρόπο που να φανεί πάνω σε αυτό η αρνητική εικόνα. 5 παθ. α. γίνομαι φανερός=φαίνομαι, παρουσιάζομαι εξαφανίζομαι: Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά τους ένα θηρίο. β. παρουσιάζομαι μπροστά σε άλλους με κπ χαρακτηριστικό: Ο πρόεδρος εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος. γ. κάνω αισθητή την παρουσία μου κάπου: Εμφανίστηκε νωρίς στα ελληνικά γράμματα. εμφάνιση η: 1 το να εμφανίζει κπ κτ ή να εμφανίζεται, καθώς και ο τρόπος που γίνεται αυτό: η πρώτη του ~ στην τηλεόραση. Έκανε εντυπωσιακή ~ στο πάρτι. 2 η εξωτερική εικόνα κπ: Η ~ της είναι πολύ προσεγμένη. εμφανισιακός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με την εμφάνιση κυρ. στη σημ. 2. εμφανισιακά & -ώς (επίρρ.). εμφανίσιμος -η -ο: αυτός που έχει καλή εμφάνιση.

έμφαση η: 1 ιδιαίτερη σημασία, προσοχή που δίνεται σε κτ: Έδωσαν ~ στα αποτελέσματα της έρευνας. 2 έντονος τρόπος με τον οποίο τονίζει ο ομιλητής τα λόγια του, για να φανεί ότι θεωρεί σημαντικό κπ σημείο: Διάβασε με ~ τα συμπεράσματα. εμφατικός -ή -ό. εμφατικά & -ώς (επίρρ.). glass σχ. κατάφαση.

εμφύλιος -α -ο: (για πόλεμο, έντονη σύγκρουση κτλ.) αυτός που γίνεται μεταξύ ανθρώπων του ίδιου συνόλου (έθνους, κράτους, οργάνωσης κτλ.): ~ πόλεμος. Εμφύλιες διαμάχες σπαράζουν το κόμμα. εμφύλιος (& Εμφύλιος) ο: ΙΣΤ η περίοδος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1946 - 1949), μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

εν- εμ- εγ- ελ- ερ- & έν- έμ- έγ- έλ- έρ-: πρόθημα λόγιας προέλευσης (από την πρόθ. ἐν) που δηλώνει 1 μέσα σε (τοπικά ή χρονικά): εγκλωβίζω, εμπρόθεσμος. 2 ανάμεσα σε: εμφύλιος. 3 επάνω σε: ενθρονίζω. 4 ότι κτ γίνεται ή εμφανίζεται με τον τρόπο που εκφράζει το β΄συνθ.: έμπρακτος. 5 ότι κτ έχει αυτό που εκφράζει το β΄συνθ.: ένοπλος.


Σύνθετα με εν-
μέσα σε ανάμεσα σε επάνω σε με τον τρόπο κτ έχει αυτό που
εκφράζει το β΄
συνθετικό
έγκαιρα
έγκαιρος
εγκαίρως
εγχώριος
εμπρόθεσμα
ενσωματώνω
ενσωμάτωση




εγκόσμια
εγκόσμιος
εγκάρδια
εγκάρδιος
εγκαρδιότητα
εγκαρδιώνω
εγκαρδίωση
εγκαρδιωτικός
έγκυρος
εγκυρότητα
έμπρακτα
εμπράκτως
εμφανής
εμφανώς
εμψυχώνω
εμψύχωση
ενθάρρυνση
ενθαρρυντικά
ενθαρρυντικός
ενθαρρύνω
εγγράμματος
έγχορδο
έγχρωμα
έγχρωμος
ένδοξα
ένδοξος
ενδόξως

εναλλάσσω -ομαι: (μτβ.) αντικαθιστώ κπ ή κτ με άλλο(ν) διαδοχικά: Οι παγετώδεις περίοδοι εναλλάσσονταν με θερμότερες περιόδους. εναλλακτικός -ή -ό: 1 αυτός που μπορεί να εναλλάσσεται με κπ ή κτ άλλο, ή να το αντικαταστήσει: Δεν υπάρχει ~ λύση. 2 αυτός που είναι διαφορετικός από τα καθιερωμένα ή τα συνηθισμένα: Του αρέσει η ~ μουσική. εναλλακτικά & -ώς (επίρρ.): αντί για κτ άλλο, ως εναλλαγή προς κτ: ~, αν δεν μπορείτε τώρα, βρισκόμαστε αύριο. εναλλάξ (επίρρ.): διαδοχικά, ο ένας μετά τον άλλο, εκ περιτροπής: Οι δύο υπάλληλοι εργάζονται ~. εναλλαγή η.

έναντι1 (πρόθ.): [επίσ.] (+ γεν.) δηλώνει 1 τόπο, σημείο το οποίο βρίσκεται απέναντι από κπ άλλο=απέναντι, αντίκρυ: Το σπίτι του βρίσκεται ~ της τράπεζας. 2 αξία πράγματος σε συναλλαγή: Το σπίτι πωλείται ~ 300.000 ευρώ. 3 σύγκριση προσώπου ή πράγματος με κπ ή κτ άλλο: Είναι καλύτερος ~ των συμμαθητών του. έναντι2 (επίρρ.): αντί ή ως μέρος ορισμένου ποσού: Έδωσα στον μαραγκό 50 ευρώ ~.

ενάντιος -α -ο: 1 αυτός που αντιτίθεται σε κτ ή κπ=αντίθετος: Είναι ~ σε κάθε αλλαγή. 2 αυτός που διαφέρει απόλυτα από κπ ή κτ άλλο, κυρ. στη φρ. μέχρις αποδείξεως του εναντίου: μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο: Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος ~. ενάντια (επίρρ.): (+ σε ) αντίθετα προς κπ ή κτ: Ο υπόδουλος λαός ξεσηκώθηκε ~ στους κατακτητές. εναντίον1 (πρόθ.): (+ γεν.) δηλώνει αντίθεση, εναντίωση, έχθρα απέναντι σε κτ ή κπ=κατά: Είναι μόνος του ~ όλων. Παίζει ~ του Ολυμπιακού. εναντίον2 (επίρρ.): αρνητικά, εχθρικά: Ψήφισε ~. εναντιώνομαι: (αμτβ.) είμαι ενάντιος σε κτ ή κπ=αντιτίθεμαι. εναντίωση η.

έναρξη η: 1 αρχή πράξης, γεγονότος, κατάστασης κτλ.: Ήταν εξαιρετική η τελετή ~ των Ολυμπιακών Αγώνων. 2 το χρονικό σημείο κατά το οποίο αρχίζει μια δραστηριότητα, κατάσταση κτλ. λήξη: Οι αλλαγές στην εκπαίδευση θα εφαρμοστούν με την ~ του νέου σχολικού έτους.

Από το AE ρ. ἐνάρχομαι (< ἐν + ἄρχομαι «αρχίζω»).

ένας1 μία & μια ένα (αντων. αόρ.) θηλ. γεν. & [λαϊκ.] μιανής: δηλώνει 1 αόριστα κπ ή κτ που δεν κατονομάζεται=κάποιος: Πήρε ~ τηλέφωνο και σε ζήτησε. Έχω ~ δουλειά να κάνω. ~ κι ~: για να αναφερθούμε σε κπ ή κτ με θαυμασμό, ειρωνικά, θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με τον τόνο της φωνής μας: ~ ήταν οι καλεσμένοι του, όλος ο καλός κόσμος! 2 (με τη λ. άλλος) α. το πρώτο από δύο ή περισσότερα πρόσωπα, των οποίων η ενέργεια έχει αμοιβαία επίδραση: Αγαπάνε ο ~ τον άλλο. β. το πρώτο από δύο ή περισσότερα μέρη ενός συνόλου που χαρακτηρίζονται από διαφορετικές ενέργειες, καταστάσεις κτλ.: Ο ~ έφυγε γι’ Αμερική κι ο άλλος για Γερμανίαglass αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. ένας2 μία & μια ένα (άρθρο αόρ.) θηλ. γεν. & [λαϊκ.] μιανής: 1 δηλώνει αόριστα κπ ή κτ: Μιλούσε με ~ γυναίκα. ~ λεπτό, παρακαλώ! 2 (ειδικ.) χρησιμοποιείται α. (σε επιφωνημ. προτ.) για να τονίσουμε την αρνητική σημασία της λ. που ακολουθεί: Έκανε ~ ζέστη απίστευτη! β. για να τονίσουμε την ιδιότητα του ουσιαστικού που ακολουθεί: Πώς να παρατήσει ~ μάνα το παιδί της; ~ Θεός το ξέρει!γ. σε αρνητ. προτ. με έμφαση: ~ τηλέφωνο δεν πήρες! (κανένα). ~ φορά δεν ήρθε να μας δει! (ποτέ). ένας3 μία & μια ένα (αριθμ. επίθ.): αυτός που εκφράζει την έννοια της μονάδας και συμβολίζεται με τον αριθμό 1: Ξέρει να μετράει από το ~ μέχρι το δέκα. Πήρε ~ κιλό μπανάνες και δύο κιλά μήλα. μια και καλή/μια κι έξω: με μία μόνο ενέργεια (για να δοθεί τέλος σε κτ): Προσπάθησε να λύσει την παρεξήγηση ~. δεν έχω μία: δεν έχω καθόλου χρήματα. ένα και το αυτό: ακριβώς το ίδιο.

Γενικά στα ελληνικά η χρήση του αόρ. άρθρου είναι πιο περιορισμένη από ό,τι σε άλλες γλώσσες και γι’ αυτό καλό είναι να αποφεύγεται η υπερβολική χρήση του.
Το αόρ. άρθρο δεν έχει πληθ.: όταν θέλουμε να αναφερθούμε με αοριστία σε πολλά πράγματα, πρόσωπα κτλ., χρησιμοποιούμε το ουσ. στον πληθ. χωρίς άρθρο. (Έφεραν φαγητά και ποτά.)

ενδείκνυμαι μππ. ενδεδειγμένος: (αμτβ.) είμαι ο καταλληλότερος για κτ ή κπ αντενδείκνυμαι: Η μόνη θεραπεία που ενδείκνυται είναι η διακοπή του καπνίσματος.

ένδειξη η: 1 κάθε στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι κτ είναι πιθανό να έχει ή να μην έχει συμβεί αντένδειξη: Υπάρχουν πολλές ενδείξεις για την ενοχή τους. σε ~ διαμαρτυρίας / φιλίας / καλής θελήσεως κτλ.: για να δείξουμε διαμαρτυρία, φιλία κτλ. 2 το αποτέλεσμα της μέτρησης από ένα όργανο-μετρητή, μια συσκευή κτλ.: Οι ενδείξεις του μετρητή νερού είναι λανθασμένες. ενδεικτικός -ή -ό: αυτός που παρέχει ενδείξεις για κτ: Η στείρα άρνησή του είναι ~ του δύστροπου χαρακτήρα του. ενδεικτικά (επίρρ.). ενδεικτικό το: σχολικό έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ότι ο μαθητής προάγεται στην επόμενη τάξη.

ενδέχεται μόνο ενστ.: απρόσ. είναι πιθανό, είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται να συμβεί κτ: Αν ακυρωθεί η εκδρομή, ~ να αντιδράσουν οι μαθητές. ενδεχόμενος -η -ο: αυτός που ενδέχεται να συμβεί. ενδεχόμενο το.

ενδιαφέρω -ομαι: (μτβ.) 1 έχω μεγάλη σημασία για κπ: Με ~ πολύ η γνώμη σας. 2 παθ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα για κπ ή κτ: Ενδιαφέρονται για την ειρήνη. ενδιαφέρει: απρόσ. έχει ενδιαφέρον, αξίζει: ~ να καταλάβουμε πώς έγινε αυτό. ενδιαφέρων -ουσα -ον: κπ ή κτ που προσελκύει την προσοχή κάποιου: Στην ομιλία του έθιξε ένα πολύ ~ κοινωνικό ζήτημα. σε ενδιαφέρουσα: έγκυος. ενδιαφέρον το: 1 η με μεγάλη φροντίδα ενασχόληση με κπ ή κτ: Έδειξε ιδιαίτερο ~ για την υγεία μου. 2 αντικείμενο ενασχόλησης: Το ποδόσφαιρο δεν περιλαμβάνεται στα ενδιαφέροντά της. 3 το να προκαλεί κπ ή κτ την προσοχή: Όσα λες έχουν ~.

ενδοιασμός ο: δισταγμός, επιφυλακτικότητα για τη λήψη μιας απόφασης: Είχε πολλούς ενδοιασμούς για τη συμμετοχή της εταιρείας στον διαγωνισμό. ενδοιαστικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που εκφράζει ενδοιασμό, φόβο για ενδεχόμενο δυσάρεστο γεγονός: ~ σύνδεσμος / δευτερεύουσα ~ πρόταση.

ενέδρα η: 1 το να παραμονεύει κανείς να πιάσει κπ ή κτ: Η αστυνομία είχε στήσει ~ στους εμπόρους ναρκωτικών. 2 ομάδα ανθρώπων που παραμονεύουν και το σημείο όπου παραμονεύουν: Έπεσε σε ~ της αστυνομίας. ενεδρεύω (αμτβ): στήνω ενέδρα. glass σχ. ίζημα.

ενεργώ: 1 (αμτβ.) δρω, κάνω προσπάθεια για να επιτύχω κτ: Ο βουλευτής έχει ενεργήσει για να ενισχυθεί ο σύλλογος. 2 (αμτβ., για φάρμακο, ουσία κτλ.) φέρνω αποτέλεσμα: Το χάπι ~ μετά από δύο ώρες. 3 [επίσ.] (μτβ.) κάνω, διεξάγω: Ο εισαγγελέας ενεργεί έρευνα για τα κυκλώματα αυτά.=διενεργώ. ενέργεια η: 1 πράξη, δράση, προσπάθεια που αποσκοπεί σε ένα αποτέλεσμα: Η παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου θεωρήθηκε εχθρική ~. 2 ΦΥΣ η ιδιότητα υλικού σώματος να παράγει έργο: αιολική ~. 3 η δράση μιας ουσίας (π.χ. φαρμάκου). 4 ζωντάνια, έντονη δραστηριότητα: Είναι άτομο με φοβερή ~, δεν μπορεί να κάτσει ούτε λεπτό. ενεργειακός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στις μορφές ενέργειας που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή: Το φυσικό αέριο μπορεί να γίνει η κύρια ~ πηγή της χώρας. ενεργειακά (επίρρ.). ενεργητικός -ή -ό: αυτός που ενεργεί=δραστήριος. ενεργητικά (επίρρ.). ενεργητικότητα η = ζωντάνια, ενέργεια (σημ. 4). ενεργός -ός & [προφ.] -ή -ό: αυτός που ενεργεί ανενεργός, παθητικός: ~ πολίτης. ~ ηφαίστειο: ΓΕΩΛ αυτό από το οποίο εκλύονται ατμοί και αέρια, που μπορεί να εκραγεί. ενεργά & -ώς (επίρρ.).

ενεργούμαι: αδειάζω το έντερό μου από άχρηστες στερεές ουσίες κατά τη διαδικασία της πέψης=[κακόσ.] χέζω, [επίσ.] αφοδεύω: Έχω τρεις μέρες να ενεργηθώ.

ενήμερος -η -ο: αυτός που είναι καλά πληροφορημένος ανενημέρωτος: Να με κρατάς ~ για ό,τι συμβεί. ενημερότητα η: το να είναι κπ ενήμερος. ενημερώνω -ομαι: (μτβ.) καθιστώ κπ ενήμερο, παρέχω πληροφόρηση σε κπ: Θα σας ενημερώσω αμέσως για το ατύχημα. ενημέρωση η. ενημερωτικός -ή -ό. ενημερωτικά (επίρρ.).

ενθουσιασμός ο: το συναίσθημα της ευχαρίστησης, χαράς κτλ. που εκδηλώνεται με τρόπο έντονο: Δεν έκρυβε τον ~ του για την εκλογή του. ενθουσιάζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ ενθουσιασμό: Η πρόκριση της ομάδας ενθουσίασε τους φιλάθλους. ενθουσιώδης -ης -ες: αυτός που είναι γεμάτος ενθουσιασμό: Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας προκάλεσε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές glass σχ. αγενής. ενθουσιωδώς (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση», το οποίο προέρχεται από τον συνηρ. τ. ἔνθους του επιθ. ἔνθεος, σύνθετο από τα ἐν + θεός.

ενιαίος -α -ο: αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα οργανωμένο σύνολο: Θα τηρήσουν ~ στάση. ενιαία & ενιαίως (επίρρ.).

ενίσταμαι (αμτβ.) μόνο ενστ.: [επίσ.] προβάλλω αντίρρηση=αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι. ένσταση η: αντίρρηση σε άποψη ή απόφαση: Θα υποβάλω ~ κατά της απόφασης του Συμβουλίου.

Κλίση ρημάτων σε -ίσταμαι: Ενστ. -ίσταμαι, -ίστασαι, -ίσταται, -ιστάμεθα, -ίστασθε, -ίστανται. Πρτ. συνήθ. στο γ' πρόσ. -ίστατο, -ίσταντο.

ενισχύω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ ή κτ πιο δυνατό, πιο μεγάλο=[επίσ.] ενδυναμώνω εξασθενίζω: Η χώρα μας θα ενισχύσει την άμυνά της. 2 δίνω βοήθεια: ~ τον αγώνα της Unicef. ενίσχυση η: 1 το να κάνει κανείς κπ ή κτ πιο δυνατό ή το να γίνεται κπ ή κτ πιο δυνατό(ς): Είναι απαραίτητη η ~ της προσπάθειάς σας. Αναμένεται ~ των ανέμων. 2 βοήθεια: Ο Δήμος πρόσφερε οικονομική ~ στον σύλλογο γονέων. ενισχυτής ο: συσκευή που ενισχύει τάση ηλεκτρικού ρεύματος ή ηλεκτρομαγνητικό σήμα. ενισχυτικός -ή -ό. ενισχυτικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐνισχύω, σύνθετο από τα ἐν + ἰσχύς «δύναμη».

έννοια1 η: 1 νοητική κατασκευή, ιδέα που σχηματίζεται στον νου για τα ουσιώδη γνωρίσματα ενός πραγματικού ή μη αντικειμένου: η ~ του κόσμου / της αλήθειας. 2 σημασία, νόημα: Ποιος έχει καταλάβει την ~ της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης; εννοώ -ούμαι: (μτβ.) 1 έχω στον νου μου κτ: Δεν κατάλαβα τι εννοείς με τη φράση αυτή. 2 καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι: Δε σας εννόησα, μπορείτε να το εξηγήσετε; εννοείται: απρόσ. είναι αυτονόητο, προφανές: ~ ότι όσα συζητήσαμε δεν είναι δημοσιεύσιμα.

Από το AE ρ. ἐννοῶ, σύνθετο από τα ἐν + νοῶ (από το νοῦς). glass σχ. έννοια2.

έννοια2 & [λαϊκ.] έγνοια η: φροντίδα: Δεν έχει ~ και σκοτούρες. Λείπει σε ταξίδι κι έχω την ~ της. νοιάζομαι & [λαϊκ.] γνοιάζομαι: 1 (αμτβ.) έχω την έγνοια, ανησυχώ για κπ ή κτ = ενδιαφέρομαι: Δυστυχώς, δε ~ για τίποτα. 2 (μτβ.) φροντίζω κπ, κάνω ό,τι χρειάζεται, για να είναι καλά: Εσύ έχεις τους γονείς σου που σε ~. νοιάζει αόρ. ένοιαξε: 1 τριτοπρ. (μτβ.) κτ μου προκαλεί ενδιαφέρον ή έγνοια, ανησυχία=ενδιαφέρει, απασχολεί, μέλει: Δε με ~ ο μικρός βαθμός που πήρα, αλλά το γεγονός ότι κάνω επιπόλαια λάθη. 2 απρόσ. κτ μου προκαλεί ενδιαφέρον ή έγνοια: Καθόλου δε με ~ που έφυγες / αν θα φύγεις!

Οι δύο λ. προφέρονται διαφορετικά: η έννοια1 προφέρεται ως τρισύλλαβο (έν-νοι-α), ενώ η έννοια2 με συνίζηση ως δισύλλαβο (έν-νοια).

ενοικιάζω -ομαι: (μτβ.) 1 παραχωρώ σε κπ τη χρήση ιδιόκτητου χώρου ή πράγματος για ορισμένο χρόνο έναντι καθορισμένου ποσού, νοικιάζω: Έχω ενοικιάσει το διαμέρισμα σε δύο φοιτητές. 2 χρησιμοποιώ έναν χώρο ή πράγμα για ορισμένο χρόνο πληρώνοντας ενοίκιο. ενοικίαση η. ενοικιαστής ο, ενοικιάστρια η: πρόσωπο που νοικιάζει χώρο ή πράγμα από άλλον=[οικ.] νοικάρης, νοικάρισσα. ενοίκιο το: το ποσό που πληρώνεται για την ενοικίαση.  glass νοίκι.

Από το ΑΕ σύνθετο ἔνοικος (< ἐν + οἶκος).

ένορκος ο, η: πολίτης που επιλέγεται με κλήρο και συμμετέχει, μαζί με τακτικούς δικαστές, στη σύνθεση ορκωτού δικαστηρίου: Με την αγόρευσή του προσπάθησε να συγκινήσει τους ενόρκους. ένορκος -η -ο: αυτός που επικυρώνεται με όρκο: Με κάλεσαν να δώσω ~ κατάθεση για την κλοπή. ενόρκως (επίρρ.).

ενότητα η: 1 η ιδιότητα μιας ομάδας προσώπων ή πραγμάτων να παρουσιάζονται ως ενιαίο, αδιαίρετο σύνολο: Η ~ του λαού είναι απαραίτητη. 2 αυτοτελές τμήμα βιβλίου ή κειμένου: Θα εξεταστείτε στην έκτη ~ του βιβλίου.

ενοχλώ -ούμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) προκαλώ σε κπ δυσφορία, στενοχώρια, ταραχή κτλ.: Τον ενόχλησε η αυστηρή κριτική τους. Με ~ η φασαρία της διπλανής τάξης. Όσα υποστηρίζω φαίνεται ότι ενοχλούν. ενόχληση η: πράξη ή κατάσταση που προκαλεί δυσφορία, στενοχώρια: Μας συγχωρείτε για την ~! Έφαγα κάτι σουβλάκια και είχα ενοχλήσεις στο στομάχι όλο το βράδυ. ενοχλητικός -ή -ό. ενοχλητικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐνοχλῶ, σύνθετο από τα ἐν + ὀχλῶ (< ὄχλος).

ένοχος -η -ο: αθώος 1 ΝΟΜ αυτός που έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα: Κρίθηκε ~ για δωροδοκία. 2 αυτός που έχει διαπράξει ηθικά κατακριτέα πράξη και (συνεκδ.) αυτός που φανερώνει ενοχή: Αισθάνεται ~, γιατί δεν τη στήριξε στις δύσκολες στιγμές που πέρασε. ~ συνείδηση. ένοχα (επίρρ.). ενοχή η: 1 η ευθύνη για πράξη που είναι ηθικά κατακριτέα ή τιμωρείται από τον νόμο αθωότητα: Στο δικαστήριο παραδέχτηκε την ~ του. 2 δυσάρεστο συναίσθημα που νιώθει όποιος έχει κάνει κτ κακό=τύψεις: Είχε ενοχές που τον εγκατέλειψε. ενοχοποιώ -ούμαι (μτβ.). ενοχοποίηση η. ενοχοποιητικός -ή -ό.

ένστικτο το: 1 ΨΥΧ έμφυτη παρόρμηση προς ορισμένες συμπεριφορές (επιβίωση, διαιώνιση του είδους), η οποία δεν κατευθύνεται από τη λογική: ~ αυτοσυντήρησης. 2 (μτφ.) διαίσθηση: Το μητρικό ~ την οδήγησε στην εύρεση της αληθινής της κόρης. ενστικτώδης -ης -ες: αυτός που γίνεται από ένστικτο: ~ αντίδρασηglass σχ. αγενής. ενστικτωδώς (επίρρ.).

εντάξει (επίρρ.): 1 σε καλή ή σωστή κατάσταση = καλά: Πώς είσαι; Όλα ~; 2 για να δηλωθεί αλλαγή θέματος, συμφωνία ή υποχώρηση: ~, θα πάμε όπου θέλεις. 3 [προφ.] (ως επίθ.) αυτός που είναι αποδεκτός, σωστός ή καλός: Είναι πολύ ~ τύπος.

ένταση η: 1 άυξηση, ενδυνάμωση ή ενίσχυση μιας ενέργειας: Αποφασίστηκε η ~ των περιπολιών στα χερσαία σύνορα των δύο χωρών. 2 βαθμός της δύναμης ή της ισχύος μιας ενέργειας: Οι χιονοπτώσεις συνεχίζονται με αμείωτη ~. 3 (μτφ.) όξυνση στις σχέσεις: Δημιουργήθηκε ~ στη Βουλή μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. 4 νευρικότητα, εκνευρισμός: Η ~ και η κούραση φεύγουν μόλις γυρίζω σπίτι. εντείνω -ομαι πρτ. & αόρ. ενέτεινα, παθ. αόρ. εντάθηκα: (μτβ.) 1 δυναμώνω, ενισχύω την ένταση: ~ τις προσπάθειές μου να κερδίσω στον διαγωνισμό. 2 παθ. (μτφ.) γίνομαι πιο οξύς: Εντάθηκαν οι σχέσεις ΗΠΑ και Ιράν τις τελευταίες μέρες. έντονος -η -ο: αυτός που έχει ένταση: ~ συναισθήματα / συζήτηση. έντονα & εντόνως (επίρρ.). εντατικός -ή -ό: αυτός που γίνεται με πολλή προσπάθεια και ένταση: Χρειάζεται ~ διάβασμα για να περάσεις σ’ αυτή τη σχολή. εντατικά (επίρρ.). εντατική η: Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.), ειδικό τμήμα νοσοκομείου όπου νοσηλεύονται ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση.

εντάσσω -ομαι: (μτβ.) 1 τοποθετώ κπ ή κτ μέσα σε ευρύτερο σύνολο=ενσωματώνω: Η απόφαση αυτή εντάσσεται στα σχέδια της κυβέρνησης για αναβάθμιση της εκπαίδευσης. 2παθ. προσχωρώ, οργανώνομαι: Εντάχθηκε στο κόμμα. ένταξη η.

έντιμος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από πίστη σε ηθικές αρχές, τιμιότητα, αξιοπρέπεια κτλ.: ~ πολιτικός/στάση/δίκη. έντιμα & εντίμως (επίρρ.). εντιμότητα η.

Από το ΑΕ ἔντιμος «τιμημένος», σύνθετο από τα ἐν + -τιμος (< τιμή).

εντολή η: 1 διαταγή, παραγγελία: Η ~ του Διευθυντή είναι να μη φύγει κανένας. 2 ΠΛΗΡΟΦ οδηγία που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, για να εκτελέσει συγκεκριμένη λειτουργία: H αποθήκευση του κειμένου γίνεται με μια απλή εντολή.

εντοπίζω -ομαι: (μτβ.) 1 βρίσκω τη θέση όπου βρίσκεται κπ ή κτ: Το σκάφος του Λιμενικού εντόπισε το πλοίο με τους λαθρομετανάστες. 2 περιορίζω κτ σε ορισμένο τόπο, επικεντρώνω: Οι έρευνες εντοπίστηκαν στον χώρο των οργανωμένων οπαδών. εντοπισμός ο.

Από τα ΑΕ ἐν + τόπος.

εντός1 (πρόθ.): [επίσ.] (+ γεν.) εκτός: δηλώνει 1 τόπο, κατάσταση κτλ. μέσα στα όρια της οποίας βρίσκεται κπ ή κτ: ~ περιοχής / των ορίων ταχύτητας. 2 το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρόκειται να συμβεί ή να πραγματοποιηθεί (= ολοκληρωθεί) κτ: Πρέπει να παραδώσετε την εργασία ~ της εβδομάδας. εντός2(επίρρ.): [επίσ.] μέσα στα όρια ενός τόπου εκτός: Δεν είναι ~ τώρα, ξανατηλεφωνήστε αργότερα!

έντυπος -η -ο: αυτός που είναι τυπωμένος σε χαρτί: Να συμπληρώσετε αυτή την ~ αίτηση. έντυπο το: περιοδικό, εφημερίδα, φυλλάδιο με τυπωμένο κείμενο ή εικόνα: διαφημιστικό/ενημερωτικό ~.

εντύπωση η: 1 συναίσθημα ή σκέψη που προκαλείται στη συνείδησή μας από ένα εξωτερικό ερέθισμα: Η στάση του προκάλεσε άσχημη ~. μου κάνει ~ κτ: προκαλεί κτ τον θαυμασμό μου, προσελκύει την προσοχή μου: Μας έκανε ~ το ακριβό του ντύσιμο. 2 αβέβαιη γνώμη: Mας έδωσε την ~ ότι δε γνωρίζει καλά την υπόθεση. εντυπωσιάζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ καλή εντύπωση: Η νέα του ταινία εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς. εντυπωσιακός -ή -ό: αυτός που προκαλεί έντονη αίσθηση: Η εμφάνιση της ομάδας στον τελικό ήταν ~. εντυπωσιακά (επίρρ.). εντυπωσιασμός ο: το να εντυπωσιάζεται κπ, αλλά και η επιδίωξη της επίδειξης: Μίλησε με αυτό το ύφος για λόγους εντυπωσιασμού.

ενώ (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει 1 κτ αντίθετο με αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση=παρόλο που, μολονότι, αν και: Έφυγε πολύ πρωί σήμερα, ~ συνήθως φεύγει πιο αργά. 2 γεγονός που συμβαίνει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με κπ άλλο: ~ περπατούσαμε, συζητούσαμε για τα πολιτικά.

ενώνω -ομαι ενωμένος & [επίσ., στη σημ. 3] ηνωμένος (μτβ.) 1 συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα ή χώρους: ~ δύο καλώδια. Η γέφυρα ~ το Ρίο με το Αντίρριο. 2 συνδέω ψυχικά και πνευματικά: Τους ~ κοινοί αγώνες από την εποχή της δικτατορίας. 3 μππ. στην ονομασία κρατών ή οργανισμών: Oργανισμός Hνωμένων Eθνών / Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. ένωση η: 1 σύνδεση αντικειμένων, πραγμάτων, χώρων κτλ. σε ένα ενιαίο σύνολο. 2 το σημείο όπου ενώνονται τα τμήματα που απαρτίζουν ένα όλο: Η ~ δε φαινόταν τόσο καλά ήταν φτιαγμένη! 3 οργανισμός συνεργασίας προσώπων, σωματείων, κρατών κτλ.: Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένωση Ελλήνων Χημικών. 4 ΧΗΜ σύνθετη ουσία με ορισμένες ιδιότητες που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία σε συγκεκριμένες αναλογίες και της οποίας τα συστατικά είναι αδύνατο να διαχωριστούν με φυσική μέθοδο ή μέσο: ανόργανη / οργανική ~. ενωτικός -ή -ό: αυτός που ενώνει=συνδετικός: Είναι ο ~ κρίκος μεταξύ κυβέρνησης και συνδικαλιστικών οργανώσεων. ενωτικά (επίρρ.).

εξαγγέλλω -ομαι αόρ. εξήγγειλα, παθ. αόρ. εξαγγέλθηκα: (μτβ.) ανακοινώνω δημόσια: O υπουργός εξήγγειλε μέτρα για την αναβάθμιση της υγείας. εξαγγελία η: επίσημη δημόσια ανακοίνωση: προεκλογικές εξαγγελίες για μείωση της ανεργίας.

εξαγορά η: 1 αγορά, απόκτηση κπ πράγματος: Προχώρησε στην ~ του μεριδίου των συγγενών του, για να έχει την πλήρη κυριότητα του οικοπέδου. 2 καταβολή χρηματικού ποσού με σκοπό την απαλλαγή από υποχρέωση ή ποινή. 3 δωροδοκία: Κατηγορείται για ~ του διαιτητή του αγώνα. εξαγοράζω -ομαι: (μτβ.) 1 αγοράζω κτ. 2 καταβάλλω χρηματικό ποσό για την απαλλαγή από υποχρέωση ή ποινή: Εξαγόρασε τη στρατιωτική του θητεία. 3 δίνω χρήματα σε κπ για να εξασφαλίσω την εύνοια ή τη βοήθεια κπ=δωροδοκώ: Είχε πετύχει την αναβολή της δίκης εξαγοράζοντας τους δικαστές. εξαγοράσιμος -η -ο.

εξάγω -ομαι πρτ. εξήγα, αόρ. εξήγαγα, παθ. αόρ. [σπάν.] εξάχθηκα & [επίσ.] εξήχθην: (μτβ.) 1 μεταφέρω, πουλάω ή στέλνω στο εξωτερικό προϊόν ή αγαθό εισάγω: H Ελλάδα ~ πλαστικά στις αραβικές χώρες. Συνελήφθη στα σύνορα να εξάγει παράνομα από τη χώρα πολύτιμους λίθους. 2 α. συνήθ. παθ. (για συμπέρασμα, άποψη κτλ.) καταλήγω: Από όσα λες εξάγεται το ακόλουθο συμπέρασμα. β. βγάζω κτ από κάπου: ~ πετρέλαιο από τη θάλασσα. εξαγωγή η: 1 μεταφορά προϊόντος ή αγαθού στο εξωτερικό εισαγωγή: Η Ελλάδα, από χώρα εξαγωγής εργατικού δυναμικού, έγινε χώρα αθρόας εισαγωγής. 2 α. αφαίρεση από ένα σύνολο, βγάλσιμο: Η ~ δοντιού θεωρείται μικρή χειρουργική επέμβαση. β. [επίσ.] η κατάληξη (για συμπέρασμα, άποψη κτλ.): Δέχθηκε πιέσεις για την ~ του πορίσματος. εξαγωγικός -ή -ό.

(ε)ξάδελφος & (ε)ξάδερφος, (ε)ξαδέλφη &(ε)ξαδέρφη η: ο γιος ή η κόρη θείου ή θείας κπ: Η κόρη της αδερφής της μαμάς μου είναι πρώτη μου ~. ξαδέλφι & ξαδέρφι το: το παιδί θείου ή θείας κπ, ανεξαρτήτως φύλου.

εξαιρετικός -ή -ό: 1 αυτός που ξεχωρίζει από το σύνολο, ο πολύ καλός: Πρόκειται για ~ καθηγητή. 2 αυτός που είναι πολύ μεγάλος ή πολύ έντονος: H εκδήλωση είχε ~ επιτυχία. εξαιρετικά (επίρρ.). εξαίρετος -η -ο: εξαιρετικός (σημ. 1): ~ επιστήμονας. εξαίρετα (επίρρ.).

Το επίθ. εξαιρετικός είναι μτφρδ. από το γαλλ. exceptionnel, ενώ το εξαίρετος προέρχεται από το ΑΕ ἐξαίρετος, παράγωγο του ρ. ἐξαιρῶ.

εξαιρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αποκλείω, ξεχωρίζω κπ ή κτ από το σύνολο στο οποίο ανήκει, δεν το(ν) συμπεριλαμβάνω σ’ ένα σύνολο: Από τη νέα νομοθετική ρύθμιση εξαιρούνται όσοι μετανάστες ήλθαν από τη Ρωσία. 2 ΓΛΩΣΣ παθ. αποκλίνω από τον κανόνα της Γραμματικής: Όλα τα ρήματα που τελειώνουν σε -ίζω γράφονται με ι - εξαιρούνται τα δανείζω, δακρύζω κτλ. εξαίρεση η: 1 η διάκριση, ο αποκλεισμός (προσώπου ή πράγματος) από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Ο καθηγητής μάς αντιμετωπίζει όλους δίκαια, δεν κάνει εξαιρέσεις. 2 παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα.

εξαίρω -ομαι αόρ. εξήρα, παθ. αόρ. εξάρθηκα & [επίσ.] εξήρθην: [επίσ.] (μτβ.) επαινώ, εγκωμιάζω: Εξήρε το θάρρος του νέου. έξαρση η: 1 το να επαινείται, να εγκωμιάζεται κάτι: ~ του αγωνιστικού πνεύματος των φοιτητών του Πολυτεχνείου στην ομιλία του Διευθυντή για τη 17η Νοεμβρίου. 2 (πνευματική και ψυχική) κορύφωση, ανάταση ύφεση: Στην παρέλαση υπήρχε διάχυτο κλίμα εθνικής έξαρσης. 3 πολύ μεγάλη αύξηση της έντασης, έντονη κλιμάκωση μιας κατάστασης: ~ της εγκληματικότητας στις μεγαλουπόλεις.

εξαίσιος -α -ο: αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, που είναι πολύ ωραίος: Είδαμε μία ~ παράσταση. εξαίσια (επίρρ.).

Από το ΑΕ ἐξαίσιος, σύνθετο από τα ἐξ + αἴσιος.

εξακολουθώ: 1 (μτβ.) συνεχίζω να κάνω κτ χωρίς διακοπή=συνεχίζω: Θα εξακολουθήσεις να πηγαίνεις στη δουλειά, ενώ δε σε πληρώνουν. 2 (αμτβ.) διαρκώ, παρατείνομαι χρονικά: H κακοκαιρία θα εξακολουθήσει όλη την εβδομάδα. εξακολούθηση η: συνέχιση, παράταση. κατ΄ εξακολούθηση/ιν: συνεχώς, αδιάκοπα: Έχει τιμωρηθεί κατ΄ εξακολούθησιν για υβριστική συμπεριφορά. εξακολουθητικός -ή -ό. εξακολουθητικά (επίρρ.).

εξακριβώνω -ομαι: (μτβ.) διαπιστώνω την ακρίβεια πράγματος, γεγονότος κτλ. μετά από λεπτομερή έρευνα: Προσπαθεί να εξακριβώσει αν αληθεύει η είδηση της παραίτησης του υπουργού. εξακρίβωση η: ακριβής διαπίστωση: H αστυνομία τον οδήγησε στο Τμήμα για ~ στοιχείων.

Από το AE ρ. ἐξακριβῶ, σύνθετο από τα ἐξ + ἀκριβόω -ῶ (< ἀκριβής).

εξαλείφω -ομαι: (μτβ.) εξαφανίζω κτ, καταστρέφω ολοσχερώς: Υποσχέθηκε να εξαλείψει την εγκληματικότητα. εξάλειψη η.

έξαλλος -η -ο: 1 αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του λόγω έντονου συναισθήματος, και (συνεκδ.) η σχετική συμπεριφορά: Μόλις άκουσε τις κατηγορίες εναντίον του, έγινε ~. Οι φίλαθλοι ξέσπασαν σε έξαλλους πανηγυρισμούς. 2 αυτός που υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, που προκαλεί: Ενόχλησε ορισμένους το ~ ντύσιμό της. έξαλλα (επίρρ.). εξαλλοσύνη η.

εξάνθημα το: ΙΑΤΡ δερματική αλλοίωση (με σπυράκια, κηλίδες κτλ.) που προκαλείται από αλλεργία ή ως σύμπτωμα ορισμένων ασθενειών. εξανθηματικός -ή -ό.

εξανίσταμαι: [επίσ.] (αμτβ.) θυμώνω και εκφράζω έντονα την αγανάκτησή μου: Όταν ακούει να κατηγορούν άδικα τη νεολαία, εξανίσταταιglass  σχ. ενίσταμαι.

εξαντλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 προκαλώ μεγάλη σωματική ή ψυχική αποδυνάμωση: O οργανισμός του είναι πολύ εξαντλημένος από την ίωση. 2 καταναλώνω μέχρι τέλους: Τα εισιτήρια του τελικού έχουν εξαντληθεί. Εξαντλήθηκε η υπομονή μου, όλοι για τιμωρία στον Γυμνασιάρχη! 3 πραγματεύομαι ένα θέμα λεπτομερώς: Αφού το εξαντλήσαμε το ζήτημα, γιατί το ξανασυζητάς; εξάντληση η: 1 σωματική ή ψυχική εξουθένωση κάποιου: Ένιωθε ~ από την πολυήμερη περιπλάνηση. 2 α. κατανάλωση μέχρι τέλους: Η ~ των αποθεμάτων σε λαχανικά οφείλεται στην κακοκαιρία. ~ του νέου μυθιστορήματος του γνωστού Ιταλού συγγραφέα. β. χρήση, άσκηση στον υπέρτατο βαθμό: ~ των ορίων επιείκειας. 3 πλήρης διερεύνηση: η ~ ενός θέματος. εξαντλητικός -ή -ό. εξαντλητικά (επίρρ.).

εξαπατώ -ώμαι: (μτβ.) ξεγελώ κπ, στήνω απάτη σε βάρος κάποιου: Ο πολιτικός αυτός προσπαθεί να εξαπατήσει τον λαό με ψεύτικες υποσχέσεις. εξαπάτηση η: η προσπάθεια να εξαπατήσει κάποιον=ξεγέλασμα, κοροϊδία.

εξαπλώνω -ομαι: 1 παθ. καλύπτω όλο και μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση, επεκτείνομαι: Η κακή φήμη της εταιρείας εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα στην αγορά. 2 (μτβ.) κάνω κτ γνωστό σε ευρύτερο κοινό, διαδίδω: Η χρήση του Διαδικτύου για εμπορικούς σκοπούς εξαπλώθηκε ταχύτατα σ’ όλο τον πλανήτη. εξάπλωση η: επέκταση, διάδοση: η ~ της αθλητικής βίας. η ~ μιας πολιτικής ιδεολογίας.

Από το ελνστ. ρ. ἐξαπλῶ, σύνθετο από τα ἐξ + ἁπλῶ (< ἁπλοῦς).

εξάπτω -ομαι: (μτβ.) 1 διεγείρω, ανάβω: Η προκλητική δήλωση του προέδρου ~ τον φανατισμό των οπαδών της ομάδας. 2 παθ. θυμώνω, νευριάζω εύκολα: Mην εξάπτεσαι, θα πάθεις τίποτα! έξαψη η: 1 έντονη διέγερση (συναισθημάτων, παθών): 2 ΙΑΤΡ αύξηση της θερμοκρασίας, κυρίως κοκκίνισμα στο πρόσωπο, που οφείλεται σε πρόβλημα στην κυκλοφορία του αίματος.

Aπό το ελνστ. ρ. ἐξάπτω «αναφλέγω».

εξαργυρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 μετατρέπω σε χρήματα την αξία ενός τίτλου: Πού θα εξαργυρώσω το λαχείο; 2 [μειωτ.] αποκομίζω υλικά οφέλη ως αντάλλαγμα της προσφοράς μου: Προσπαθεί να εξαργυρώσει με ανώτερες διευθυντικές θέσεις τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. εξαργύρωση η.

Από το AE ρ. ἐξαργυρόω -ῶ, σύνθετο από τα ἐξ + ἀργυρῶ (< ἀργυροῦς).

εξαρθρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ΙΑΤΡ προκαλώ τη μετατόπιση οστού από την άρθρωσή του=βγάζω: Με τον ώμο εξαρθρωμένο, αποχώρησε από το παιχνίδι. 2 (μτφ.) πετυχαίνω τη διάλυση μιας ομάδας (συνήθως εγκληματικής): H αστυνομία εξάρθρωσε σπείρα κακοποιών. εξάρθρωση η.

Από το AE ρ. ἐξαρθρόω & -έω -ῶ, σύνθετο από τα ἐξ + ἀρθρῶ (< ἄρθρον).

εξαρτώ -ιέμαι & -ώμαι μππ. εξαρτημένος: (μτβ.) 1 βασίζω κτ σε ορισμένους παράγοντες: ~ την επιτυχία της διδασκαλίας από τη συμμετοχή της τάξης. 2 παθ. στηρίζομαι σε, συνδέομαι με: Οι αλλαγές στην εκπαίδευση θα εξαρτηθούν από τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. 3 παθ. τριτοπρ. είναι ενδεχόμενο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις: -Θα μας συνοδεύσεις στον χορό; -Eξαρτάται από το ποιος άλλος θα είναι μαζί σας. 4 παθ. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου άλλου: Οι χώρες του τρίτου κόσμου εξαρτώνται οικονομικά και πολιτικά από τις ισχυρές χώρες. 5 μππ. α. αυτός που έχει εθιστεί στα ναρκωτικά: κέντρο περίθαλψης εξαρτημένων ατόμων. β. εξαρτημένη πρόταση: ΓΛΩΣΣ δευτερεύουσα πρόταση. εξάρτηση η: 1 η στενή σχέση μεταξύ δύο φαινομένων κτλ.: η ~ της επαγγελματικής επιτυχίας από την οικογενειακή συμπαράσταση. 2 η σχέση υποταγής ή άμεσης επιρροής από κπ: Είναι εμφανής η οικονομική της ~ απ’ αυτόν. 3 εθισμός: ~ από παραισθησιογόνες ουσίες. εξάρτημα το: το καθένα από τα μέρη που ανήκει σε ορισμένο μηχάνημα, μηχανισμό κτλ. και συμβάλλει στη λειτουργία του: τα εξαρτήματα του ραδιοφώνου.

εξασθενώ αόρ. εξασθένησα, μππ. εξασθενημένος: (αμτβ.) χάνω τις δυνάμεις μου, μειώνεται η έντασή μου: εξασθενημένος οργανισμός. Οι άνεμοι εξασθενούν. εξασθένηση η: μείωση δύναμης, ισχύος ή έντασης: Προβλέπεται ~ των ανέμων αύριο. Ένα από τα συμπτώματα της ασθένειας αυτής είναι η ~ του οργανισμού.=αδυναμία.

εξασκώ -ούμαι: (μτβ.) 1 βοηθώ κπ να γίνει ικανός, εκπαιδεύω για μια ορισμένη δραστηριότητα: Στο πρόγραμμα αυτό θα εξασκηθώ στη χρήση των πολυμέσων. 2 εφαρμόζω κτ που έμαθα θεωρητικά στην πράξη: Σπούδασε κτηνιατρική, αλλά δεν έχει εξασκήσει το επάγγελμα του κτηνιάτρου μέχρι σήμερα. εξάσκηση η: 1 άσκηση ορισμένης δραστηριότητας με σκοπό τη βελτίωση: Η καθημερινή ~ στη χρήση της Ιταλικής είναι απαραίτητη, αν θέλεις να πας για σπουδές στην Ιταλία. 2 εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων στην πράξη: πρακτική ~.

εξασφαλίζω -ομαι: (μτβ.) 1 πετυχαίνω να αποκτήσω ή πραγματοποιώ κτ ενεργώντας κατάλληλα: Κατάφερε να εξασφαλίσει μία θέση στο Δημόσιο. Η ομάδα μας εξασφάλισε την πρόκριση. 2 κάνω τις απαραίτητες ενέργειες ώστε κπ να έχει ασφάλεια (κυρίως οικονομική): Με τη διαθήκη του εξασφάλισε τα παιδιά του. 3 παθ. προφυλάσσω τον εαυτό μου από μελλοντικό κίνδυνο: Πρόσεξε την εγγύηση του μηχανήματος για καλό και για κακό! εξασφάλιση η: το να εξασφαλίζει κπ κτ ή κπ: επαγγελματική ~. Στάθηκαν ώρες στην ουρά για την ~ των εισιτηρίων.

εξάτμιση η: 1 φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα υγρό μετατρέπεται σε αέριο. 2 ΜΗΧΑΝ σωλήνας από τον οποίο εκπέμπονται τα καυσαέρια οχήματος: εξατμίσεις των αυτοκινήτων. εξατμίζω -ομαι: 1 (μτβ.) προκαλώ εξάτμιση ενός υγρού: H μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού ~ το νερό από τα ανοιχτά δοχεία. 2 παθ. (αμτβ.) μετατρέπομαι από υγρό σε αέριο: Η βενζίνη εξατμίστηκε. 3 παθ. (μτφ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι: Η επιθυμία τους να ζήσουν στη φύση εξατμίστηκε.

Από το ΑΕ ρ. ἐξατμίζω, σύνθετο από τα ἐξ + ἀτμίζω (< ἀτμός).

εξαφανίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ ή κτ να μη φαίνεται ή να μην υπάρχει: Εξαφάνισε τα γλυκά, για να μην τα φάμε. Οι ενέργειες του ανθρώπου κατά της φύσης έχουν εξαφανίσει πολλά είδη ζώων. 2 παθ. δεν είναι γνωστό πού βρίσκομαι: Εξαφανίστηκαν πολύτιμα έγγραφα από το γραφείο του υπουργού. 3 καταστρέφω ολοσχερώς: Μια πυρηνική έκρηξη μπορεί να εξαφανίσει μία ολόκληρη χώρα. εξαφάνιση η: το να μη φαίνεται κπ ή κτ, να έχει χαθεί ή να μην υπάρχει πια: H ~ του παιδιού δηλώθηκε στην αστυνομία. Πολλά είδη πουλιών, τα οποία απειλούνται με ~, θα μπορέσουν να σωθούν.

εξέγερση η: βίαιη, ομαδική κινητοποίηση εναντίον οποιασδήποτε εξουσίας: η ~ των φοιτητών του Πολυτεχνείου κατά της δικτατορίας. εξεγείρω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. παρακινώ σε αντίδραση ή επανάσταση=ξεσηκώνω: Οι ιθαγενείς εξεγέρθηκαν κατά των αποικιοκρατών.

εξέδρα η: 1 κατασκευή επίπεδη και υπερυψωμένη, με σκοπό να βλέπουν ή να φαίνονται καλύτερα όσοι ανεβαίνουν πάνω της: η ~ των επισήμων. 2 σειρές καθισμάτων στα οποία κάθονται θεατές, κυρίως σε γήπεδα, και (συνεκδ.) το σύνολο των θεατών αυτών των σειρών: Έχει πολύ κόσμο, είναι γεμάτες οι εξέδρες. Όλη η ~ σηκώθηκε όρθια πανηγυρίζοντας το γκολ.

Από το ΑΕ ἐξέδρα «ταράτσα σκεπαστή με καθίσματα» (< ἐξ + ἕδρα).

εξελίσσω -ομαι: (μτβ.) 1 συνήθ. παθ. μεταβάλλω κτ σταδιακά: Η ελληνική γλώσσα εξελίσσεται συνεχώς. 2 παθ. προοδεύω, βελτιώνομαι, αναπτύσσομαι: Εξελίχθηκε σε σπουδαίο επιστήμονα. Το εργοστάσιο εκσυγχρονίστηκε με μηχανήματα εξελιγμένης τεχνολογίας. εξέλιξη η. εξελικτικός -ή -ό. εξελικτικά (επίρρ.). εξελίξιμος -η -ο.

εξερευνώ -ώμαι: (μτβ.) 1 ερευνώ κπ (άγνωστο) τόπο για να τον γνωρίσω: Εξερεύνησε τη χώρα και έφτιαξε τους πρώτους χάρτες. Το παιδί προσπαθεί να εξερευνήσει και να ανακαλύψει τον κόσμο. 2 (μτφ.) ερευνώ κτ με προσοχή για να ανακαλύψω όλες τις πτυχές του: Στο έργο του προσπαθεί να εξερευνήσει την ανθρώπινη ψυχή. εξερεύνηση η: 1 έρευνα σε άγνωστο τόπο: Δύο διαστημόπλοια θα διατεθούν για την ~ του Άρη. 2 προσεκτική μελέτη θέματος ή αντικειμένου: Ασχολείται με την ~ των σύγχρονων δρόμων της επικοινωνίας. εξερευνητής ο, -ήτρια η. εξερευνητικός -ή -ό.

εξετάζω -ομαι: (μτβ.) 1 μελετώ κτ προσεκτικά για να καταλήξω σε συμπεράσματα: Ο εισαγγελέας εξέτασε όλα τα στοιχεία που του παρέδωσε η αστυνομία. 2 ελέγχω τις γνώσεις κπ: Άρχισε να ~ τους μαθητές. 3 ελέγχω την κατάσταση της υγείας κπ: Σε εξέτασε ο γιατρός;εξέταση η. εξεταστής ο, -άστρια η. εξεταστικός -ή -ό. εξεταστικά (επίρρ.).

εξευμενίζω -ομαι: (μτβ.) μειώνω την οργή κπ = καταπραΰνω: Πρόσφεραν θυσία στην Ήρα, για να την εξευμενίσουν. εξευμενισμός ο. εξευμενιστικός -ή -ό. εξευμενιστικά (επίρρ.).

εξεύρεση η: [επίσ.] εύρεση κπ πράγματος μετά από επίμονη και κοπιαστική προσπάθεια: Γίνονται προσπάθειες για την ~ λύσης στο Κυπριακό.

εξευτελίζω -ομαι: (μτβ.) προσβάλλω πολύ κπ, τον ταπεινώνω=[οικ.] ξεφτιλίζω: Του μίλησε άσχημα, τον εξευτέλισε μπροστά στον κόσμο. Η ομάδα εξευτελίστηκε με τέτοια ήττα. εξευτελισμός ο. εξευτελιστικός -ή -ό. εξευτελιστικά (επίρρ.)

Από το ελνστ. ἐξευτελίζω, σύνθετο από τα ἐξ + εὐτελίζω (< εὐτελής). glass λ. ξεφτιλίζω.

εξηγώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αναλύω κτ έτσι, ώστε να το καταλάβει κπ: Μας το εξήγησε με λόγια απλά και κατανοητά. Μας εξηγούσε για ποιο λόγο δεν μπορούμε να μπούμε. 2 ερμηνεύω κτ: Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αλλαγή στη συμπεριφορά του. 3 (& παθ.) ξεκαθαρίζω τη στάση μου, δικαιολογούμαι: Έχω εξηγηθεί μαζί του και δε θα υπάρξει καμία παρεξήγηση. εξήγηση η.

Από το AE ρ. ἐξηγοῦμαι, σύνθετο από τα ἐξ + ἡγοῦμαι, που συνδύαζε τις σημ. «είμαι αρχηγός» και «ερμηνεύω» («δείχνω τον δρόμο»).

εξής1 (επίρρ.): στις εκφρ. ως ~: με τον παρακάτω τρόπο, έτσι: Θα συνεχίσουμε ως εξής…στο ~: στη συνέχεια, από δω και μπρος, στο μέλλον: Από εδώ και ~ δε δίνονται διευκρινίσεις στους εξεταζόμενους. εξής2(επίθ.) άκλ.: αυτός που παρουσιάζεται στη συνέχεια = ακόλουθος: Θα μου αγοράσεις τα ~ προϊόντα. (& ως ουσ.) Σου εφιστώ την προσοχή στο εξής… glass σχ. άνω.

εξιλεώνω -ομαι: (μτβ.) 1 μειώνω την οργή κπ (κυρίως θεότητας) προς το πρόσωπό μου, εξευμενίζω. 2 παθ. μου δίνεται συγχώρεση για κάποια ενέργεια ή συμπεριφορά μου: Χάρισε την περιουσία του στους φτωχούς, για να εξιλεωθεί για τις αδικίες που έκανε. εξιλέωση η: εξευμενισμός, συγχώρεση για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά. εξιλαστήριος -α -ο: συνήθ. στην έκφρ. ~ θύμα: αυτός που σκόπιμα ενοχοποιείται και τιμωρείται για κτ, ενώ δε λογοδοτούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι=αποδιοπομπαίος τράγος.

εξίσου (επίρρ.): 1 στον ίδιο βαθμό με τους άλλους: Και οι δύο παίκτες είναι ~ καλοί στην επίθεση. 2 σε ίση ποσότητα, σε ίσα μέρη: Θα μοιραστούμε ~ τα κέρδη.

εξισώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ ίσο με κπ ή κτ άλλο: Μην ~ την προσφορά τη δική μας με εκείνη των πολιτικών μας αντιπάλων. εξίσωση η: 1 το να εξισώνει κανείς κπ ή κτ με κπ ή κτ άλλο. 2 ΜΑΘ ισότητα η οποία περιλαμβάνει μεταβλητές και επαληθεύεται για συγκεκριμένες τιμές τους: ~ πρώτου / δευτέρου βαθμού.

εξιτήριο το: έγγραφο νοσοκομείου που παίρνει υποχρεωτικά ο ασθενής όταν φεύγει από αυτό εισιτήριο.

εξιχνιάζω -ομαι: (μτβ.) ανακαλύπτω την αλήθεια, τα αίτια, τη λύση σε μια σκοτεινή υπόθεση: Η αστυνομία προσπαθεί να εξιχνιάσει αυτό το φρικτό έγκλημα. εξιχνίαση η.

Από το ελνστ. ρ. ἐξιχνιάζω, σύνθετο από τα ἐξ + ἴχνος.

έξοδο το: συνήθ. πληθ. το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κπ πληρώνοντας αγαθά, υπηρεσίες κτλ. έσοδο: Ο γιος μου σπουδάζει, γι’ αυτό έχω πολλά ~.

έξοδος η: είσοδος 1 το να βγει κπ έξω από κπ κλειστό χώρο ή τόπο: Μετά την ~ του από το κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός δεν έκανε δηλώσεις. Του απαγορεύτηκε η ~ από τη χώρα. Η Έξοδος του Mεσολογγίου. 2 το σημείο από όπου βγαίνει κπ από κλειστό χώρο ή ορισμένο τόπο: Η σήραγγα αυτή έχει ~ στα χίλια μέτρα. Ιδιαίτερα αυξημένη είναι η κίνηση στις εξόδους της πόλης. 3 α. το να βγει κπ από το σπίτι του για να ψυχαγωγηθεί: Απόψε έχουμε ~, θα πάμε σ’ έναν χορό. β. μαζική φυγή από μεγάλο αστικό κέντρο: Η μεγάλη ~ του Πάσχα συνεχίζεται. 4 απομάκρυνση από μια αρνητική κατάσταση: Τα μέτρα αυτά μπορούν να οδηγήσουν την εκπαίδευση στην ~ από την κρίση. 5 ΦΙΛΟΛ το τελευταίο τμήμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, όπου ο χορός αποχωρεί από τη σκηνή.

Από το ΑΕ ἔξοδος, σύνθετο από τα ἐξ + ὁδός «δρόμος».

εξοικειώνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ οικείο, φιλικό με κπ άλλο ή με κτ: Το βιβλίο επιχειρεί, με παραδείγματα και εικόνες, να εξοικειώσει τα παιδιά με την τέχνη. 2 παθ. συνηθίζω σε κτ, μαθαίνω: Οι περισσότεροι Έλληνες δεν είναι ακόμα εξοικειωμένοι με την τεχνολογία. εξοικείωση η.

εξοικονομώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω οικονομία σε κτ που είναι απαραίτητο, δε σπαταλώ: Προσπαθεί να εξοικονομήσει χρήματα, για να βοηθήσει τους γονείς του. Με τα νέα πληροφοριακά συστήματα οι εταιρείες εξοικονομούν χρόνο και χρήμα. 2 καταφέρνω να εξασφαλίσω κάτι: Όταν ήμουν φοιτητής, δούλευα για να εξοικονομώ κάποια χρήματα. εξοικονόμηση η.

εξολοθρεύω -ομαι: (μτβ.) εξοντώνω, καταστρέφω ολοκληρωτικά: Τα νέα όπλα μπορούν να εξολοθρεύσουν ολόκληρη χώρα. εξολόθρευση η. εξολοθρευτής ο, -εύτρια η. εξολοθρευτικός -ή -ό.

Από το ελνστ. ρ. ἐξολοθρεύω, σύνθετο από τα ἐξ + ὄλεθρος (από το AE ρ. ὄλλυμι «καταστρέφω»).

εξομολογώ -ούμαι & [λαϊκ.] ξομολογώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 ΕΚΚΛ α. (για κληρικό) ακούω τα αμαρτήματα ενός πιστού κατά τη διάρκεια του μυστηρίου της εξομολόγησης: Να πας στον παπά να σε εξομολογήσει. β. παθ. (για χριστιανό) λέω τα αμαρτήματά μου σε κληρικό για να ζητήσω συγχώρεση: Πριν κοινωνήσεις, πρέπει να εξομολογηθείς. 2 παθ. αποκαλύπτω σε κπ ένα μυστικό, τις σκέψεις μου κτλ.: Tης εξομολογήθηκε ότι αυτός είχε διαπράξει τον φόνο. εξομολόγηση η: 1 ΕΚΚΛ ένα από τα μυστήρια της εκκλησίας. 2 το να εξομολογείται (σημ. 2), καθώς και αυτό που εξομολογείται κπ: Έκπληκτη άκουγε την ερωτική του ~. εξομολογητικός -ή -ό. εξομολογητικά (επίρρ.). εξομολόγος ο: ΕΚΚΛ κληρικός που εξομολογεί. -ητήριο το: ΕΚΚΛ χώρος όπου γίνεται η εξομολόγηση. εξομολογητής ο, -ήτρια η: 1 μόνο αρσ.=εξομολόγος. 2 πρόσωπο στο οποίο εξομολογείται (σημ. 2) κπ κτ.

εξοντώνω -ομαι: (μτβ.) 1 σκοτώνω, αφανίζω: Από τους βομβαρδισμούς εξοντώθηκαν χιλιάδες άμαχοι. 2 προκαλώ πολύ μεγάλη κόπωση, φθορά: Εργάζονται κάτω από συνθήκες που τους εξοντώνουν. εξόντωση η. εξοντωτικός -ή -ό. εξοντωτικά (επίρρ.).

εξορία η: 1 ποινή απομάκρυνσης από τον τόπο διαμονής κπ σε άλλη περιοχή ή χώρα, και (συνεκδ.) το μέρος αυτό: Οι Αθηναίοι τιμωρούσαν με ~ όσους πίστευαν ότι έβλαψαν την πόλη. 2 (μτφ.) χαρακτηρισμός απομακρυσμένου τόπου, στον οποίο κπ είναι υποχρεωμένος να ζει: Ο πρώτος μου διορισμός ήταν σ’ ένα χωριό στην άλλη άκρη της χώρας, πραγματική ~! εξορίζω -ομαι: (μτβ.) 1 τιμωρώ κπ με εξορία. 2 (μτφ., για πργ.) απομακρύνω ή καταργώ: Θα εξορίσουμε τα αρχαία ελληνικά από την εκπαίδευσή μας; εξόριστος -η -ο.

εξουδετερώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ αδρανή, τον εκμηδενίζω, τον αποδυναμώνω: Με μια τελική επίθεση ο στρατός μας εξουδετέρωσε τις εχθρικές δυνάμεις. εξουδετέρωση η.

εξουθενώνω -ομαι: (μτβ.) κουράζω κπ πολύ, τον εξαντλώ: Επιστρέφει εξουθενωμένος από την πολλή δουλειά. εξουθένωση η. εξουθενωτικός -ή -ό. εξουθενωτικά (επίρρ.).

εξουσία η: 1 η δυνατότητα ή η δύναμη κπ να επιβάλλει τη θέληση ή τις αποφάσεις του σε άλλους: Έχει την ~ να εμποδίσει αυτό το δημοσίευμα. 2 η εξουσία του κράτους, όπως καθορίζεται από το σύνταγμα και τους νόμους, η πολιτική εξουσία και (συνεκδ.) αυτοί που την κατέχουν: Η ~ του πρωθυπουργού δεν είναι ανεξέλεγκτη. εξουσιάζω -ομαι: (μτβ. & με παράλ αντικ.) ασκώ εξουσία σε κπ ή κτ: Προσωπικά ~ μόνο τον εαυτό μου και κανέναν άλλο. εξουσιαστικός -ή -ό. εξουσιαστικά (επίρρ.). εξουσιαστής ο, -άστρια η.

εξουσιοδοτώ -ούμαι: (μτβ.) δίνω το δικαίωμα σε κπ να ενεργήσει για μένα ή να με εκπροσωπήσει: Τον εξουσιοδότησα να παραλάβει την επιστολή από το Ταχυδρομείο. εξουσιοδότηση: το να εξουσιοδοτείται κπ να ενεργήσει ή να εκπροσωπήσει άλλο πρόσωπο, καθώς και το σχετικό έγγραφο.

εξοφλώ -ούμαι: (μτβ.) 1 αποπληρώνω χρέος: ~ ένα δάνειο. Σήμερα εξόφλησα το δάνειο που είχα πάρει πριν από πέντε χρόνια. 2 (μτφ.) ανταποδίδω χάρη, ηθικό χρέος. εξόφληση η. εξοφλητικός -ή -ό. εξοφλητέος -α -ο.

εξοχή η: 1 περιοχή που βρίσκεται έξω από τις πόλεις, στην ύπαιθρο, και προσφέρεται για αναψυχή: Θα πάμε λίγες μέρες στην ~ να ξεκουραστούμε. 2 τμήμα γραμμής ή επιφάνειας που προεξέχει εσοχή. κατ΄εξοχήν & κατεξοχήν: κυρίως, περισσότερο από κάθε άλλο. εξοχικός -ή -ό: αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στην εξοχή: Πωλούνται ~ κατοικίες. εξοχικό το: σπίτι στην εξοχή.

έξοχος -η -ο: αυτός που είναι πολύ καλός ή πολύ ωραίος: Πρόκειται για ~ εργασία σχετικά με τον ρατσισμό. έξοχα (επίρρ.): Περάσαμε ~! εξόχως (επίρρ.): [επίσ.] πάρα πολύ: Οι πληροφορίες του ήταν ~ διαφωτιστικές.

Από το ΑΕ ἔξοχος (< ἐξέχω).

εξυπηρετώ -ούμαι: (μτβ.) 1 προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε κπ: Υπήρχε ένας υπάλληλος για να εξυπηρετήσει εκατό ανθρώπους! 2 καλύπτω την ανάγκη κπ, βοηθώ: Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα εξυπηρετήσει όλη την πόλη. εξυπηρέτηση η. εξυπηρετικός -ή -ό. εξυπηρετικά (επίρρ.). εξυπηρετητής ο: ΠΛΗΡΟΦ μονάδα παροχής υπηρεσιών σε δίκτυο υπολογιστών.

έξυπνος -η -ο: 1 α. αυτός που έχει την ικανότητα να καταλαβαίνει ή να μαθαίνει αμέσως και σε βάθος κουτός, χαζός, βλάκας: Είναι ~, θα πετύχει στη ζωή του. β. [ειρων.] αυτός που παριστάνει τον έξυπνο: Αφήσαμε το φαγητό να ζεσταθεί, και ήρθε ο ~ και μας το έφαγε! 2 αυτός που φανερώνει πνευματική ικανότητα, εξυπνάδα: ~ ερώτηση / κίνηση / σχέδιο / βλέμμα. έξυπνα (επίρρ.). εξυπνάδα η: 1 ιδιότητα του έξυπνου, ικανότητα αντίληψης, κατανόησης και κρίσης=ευφυΐα βλακεία. 2 [ειρων.] ανοησία που παρουσιάζεται ως κτ έξυπνο.

έξω (επίρρ.): μέσα 1 εκτός ορισμένου χώρου: Τα παιδιά παίζουν ~ στον κήπο. ~ καρδιά: (για πρόσ.) ευχάριστος, διασκεδαστικός. ~ φρενών: (για πρόσ.) εξοργισμένος, πολύ θυμωμένος. 2 εκτός σπιτιού ή εκτός των συνόρων μιας χώρας: Είχαμε καιρό να βγούμε ~ με τους φίλους μας. Σπούδασε ~.=στο εξωτερικό. 3 (+ από) εκτός ορισμένου χώρου ή ορισμένης κατάστασης: Βγήκα ~ από το δωμάτιο τρέχοντας. Όλα αυτά είναι ~ από κάθε λογική=πέρα.

εξω- & εξώ-: ως α΄συνθ. δηλώνει 1 αυτόν που δεν ανήκει σε αυτό που σημαίνει το β΄συνθ.: εξωγλωσσικός, εξωκειμενικός, εξωκοινοβουλευτικός, εξωκομματικός, εξωνοσοκομειακός, εξωσχολικός. 2 αυτόν που προέρχεται από αλλού: εξωγήινος, εξωγενής. 3 αυτόν που προκύπτει ή συμβαίνει έξω από αυτό που δηλώνει το β΄ συνθ.: εξώγαμος, εξωδικαστικός, εξωμήτριος, εξωσωματικός.

εξωθώ -ούμαι: (μτφ., μτβ.) πιέζω έντονα κπ να κάνει κτ, κυρ. αρνητικό: Με τη στάση του τον εξώθησε σε παραίτηση. εξώθηση η.

έξωση η: 1 η με δικαστική απόφαση εκδίωξη ενοικιαστή από τον χώρο που νοικιάζει. 2 απομάκρυνση από τον θρόνο=εκθρόνιση: η ~ του Πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη.

Οι λ. έξωση και εξώστης έχουν κοινή ρίζα από το AE ρ. ἐξωθῶ.

εξώστης ο: 1 μπαλκόνι: Χαιρέτησε τους ψηφοφόρους από τον ~ του δημαρχείου. 2 προεξοχή ορόφου ή ημιορόφου μέσα σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου, και (συνεκδ.) το σύνολο των θεατών που κάθονται σε αυτή: Θα δούμε το έργο από τον ~. Όρθιος ο ~ χειροκροτούσεglass σχ. έξωση.

εξωτερικός -ή -ό: εσωτερικός 1 αυτός που βρίσκεται προς τα έξω ή έξω από έναν χώρο ή από κτ άλλο: η ~ πλευρά του τοίχου. 2 αυτός που αφορά τις σχέσεις ενός συνόλου με τον κόσμο που βρίσκεται έξω από αυτό: Η ~ πολιτική της Ελλάδας είναι ξεκάθαρη. εξωτερικά (επίρρ.). εξωτερικό το: οι ξένες χώρες. εξωτερικεύω -ομαι: (μτβ.) φανερώνω στους άλλους ό,τι νιώθω ή σκέφτομαι: Στην κουβέντα μας εξωτερίκευσε συναισθήματα που κρατούσε χρόνια κρυμμένα. εξωτερίκευση η.

εξωτικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι ή προέρχεται από μακρινή, συνήθως τροπική χώρα: Θα ζητήσω έναν χυμό από ~ φρούτα. 2 αυτός που έχει κάποια εξωτικά χαρακτηριστικά: ~ χορός / ομορφιά. εξωτικά (επίρρ.).

εξωφρενικός -ή -ό: αυτός που είναι τελείως παράλογος: Μας ζήτησε μια ~ τιμή. εξωφρενικά (επίρρ.).

εορτή: [επίσ.] γιορτή: Θα παρελάσουμε στην εθνική ~. εορτάζω -ομαι: [επίσ.] (μτβ. & με παράλ. αντικ.) γιορτάζω. εορταστικός -ή -ό. εορταστικά (επίρρ.). εορτασμός ο: εορταστικές εκδηλώσεις, συνήθως δημόσιου χαρακτήρα: ο ~ του ΟΧΙ. εορτινός -ή -όglassγιορτή.

επάγγελμα το: κάθε εργασία που ασκεί κπ, για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα για την επιβίωση: Η άσκηση του επαγγέλματος πρέπει να γίνεται με σωστά κριτήρια. επαγγελματίας ο, η: αυτός που ασκεί ένα επάγγελμα με ευθύνη και συνέπεια ερασιτέχνης. επαγγελματικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον επαγγελματία ή το επάγγελμα: Δε γίνεται σωστός ~ προσανατολισμός στο σχολείο. επαγγελματικά (επίρρ.). επαγγέλλομαι: (μτβ.) έχω ως επάγγελμα: Τι επαγγέλεστε;επαγγελματισμός ο: συνέπεια και μεθοδικότητα στην άσκηση του επαγγέλματος ερασιτεχνισμός.

επαινώ -ούμαι: (μτβ.) λέω καλά λόγια για κπ ή κτ=επιδοκιμάζω, εγκωμιάζω επικρίνω: Ο Διευθυντής τον επαίνεσε δημόσια για την ειλικρίνειά του. έπαινος ο: 1=επιδοκιμασία, εγκώμιο ψόγος. 2 επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση, έργο κτλ.=βραβείο, αριστείο: Δόθηκαν οι ~ στους μαθητές που αρίστευσαν. επαινετικός -ή -ό: αυτός που εκφράζει έπαινο: ~ λόγια. επαινετικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐπαινῶ, σύνθετο από τα ἐπί + αἰνῶ (<αἶνος «εξυμνητικός λόγος»). Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα αίνιγμα, υπαινίσσομαι, υπαινιγμός κτλ.

επαίτης ο: [επίσ.] πρόσωπο που ζητά ελεημοσύνη από άλλους=ζητιάνος. επαιτεία η: [επίσ.] ζητιανιά: Η φτώχεια τον εξώθησε στην ~. επαιτώ μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ. & μτβ.) ζητιανεύω.

έπαλξη η: συνήθ. πληθ. 1 καθεμία από τις οδοντωτές προεξοχές που υπάρχουν στην κορυφή ενός τείχους, από τις οποίες πολεμούσαν οι αμυνόμενοι στρατιώτες. 2 (μτφ.) θέση για αγώνα και επιφυλακή: Χρόνια τώρα παραμένει στις επάλξεις για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

επαναλαμβάνω -ομαι αόρ. επανέλαβα, παθ. αόρ. επαναλήφθηκα, μππ. επανειλημμένος: (μτβ.) 1 λέω ή κάνω κτ παραπάνω από μία φορά=ξαναλέω, ξανακάνω: Μπορείς να επαναλάβεις την ερώτηση; Το λάθος που κάνατε είναι σοβαρό, φροντίστε να μην επαναληφθεί! 2 (για μάθημα) διαβάζω κτ πάλι για να το μάθω. Να επαναλάβεις πολλές φορές τους κανόνες για να τους μάθεις! επανειλημμένα & -ως (επίρρ.): πολλές φορές: Του έχω ~ τονίσει ότι δεν πρέπει να αργεί. επανάληψη η. επαναληπτικός -ή -ό: αυτός που επαναλαμβάνεται. επαναληπτικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐπαναλαμβάνω, σύνθετο από τα ἐπί + ἀνά + λαμβάνω.

επαναστατώ: (αμτβ.) 1 εξεγείρομαι εναντίον της πολιτικής ή άλλης εξουσίας ή μιας κατάστασης: Τον Μάη του 1968 οι νέοι στη Γαλλία επαναστάτησαν ενάντια στην κοινωνική αδικία και ανισότητα. 2 (μτφ.) αγανακτώ, εναντιώνομαι σε μια άσχημη ή παράλογη κατάσταση: Επαναστάτησε μπροστά στην αδικία που έγινε στην κόρη του. επανάσταση η: 1 εξέγερση λαού με σκοπό την αλλαγή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος: Η Γαλλική ~ έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης δημοκρατίας. 2 (μτφ.) πολύ μεγάλη αλλαγή ή καινοτομία σε βασικό τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας ή σκέψης: Η αποκωδικοποίηση του DNA είναι πραγματική ~ για τη Γενετική. 3 (μτφ.) αντίδραση σε κτ που θεωρείται καταπιεστικό ή παράλογο: Μόλις κατάλαβε ότι οι γονείς του θα αντιδρούσαν, κήρυξε ~. επαναστάτης ο, -τρια η: 1 αυτός που συμμετέχει ή υποστηρίζει μια επανάσταση. 2 αυτός που έχει επιφέρει μεγάλες καινοτομίες σε έναν τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. 3 αυτός που έχει ανυπότακτη στάση και αμφισβητεί συνεχώς. επαναστατικός -ή -ό. επαναστατικά (επίρρ.).

επαναφέρω -ομαι: (μτβ.) ξαναφέρνω κπ ή κτ σε μια προηγούμενη κατάσταση: Μετά από χρόνια δικτατορίας, ο λαός ~ τη Δημοκρατία στη χώρα. Μετά από λίγη ώρα, επανέφερε το ζήτημα της αμοιβής τους. επαναφορά η.

επανορθώνω -ομαι: 1 (μτβ.) διορθώνω τη ζημιά που προκάλεσα σε κτ: Μην ανησυχείτε, θα αγοράσω το ανταλλακτικό και θα επανορθώσω τη ζημιά! 2 (μτβ. & αμτβ.) διορθώνω λάθος, παράλειψη κτλ.: Κατάλαβε ότι μας στενοχώρησε και προσπάθησε να επανορθώσει ζητώντας συγγνώμη. επανόρθωση η. επανορθωτικός -ή -ό. επανορθωτικά (επίρρ.).

επάνω & πάνω & [προφ.] απάνω (επίρρ.): 1 σε σημείο που βρίσκεται ψηλά ή ψηλότερα από κάπου, κπ ή κτ κάτω: Ανέβασέ το ~. (& ως επίθ.) Βρίσκεται στο ~ συρτάρι. ~ κάτω: α. για κίνηση: Περπατούσε νευρικά ~ στο δωμάτιο. β. περίπου: ~ εκατό άτομα ήρθαν στην πορεία. 2 (μτφ.) πιο σημαντικό: ~ απ’ όλα βάζει την καριέρα του. 3 (+ πρόθ. /επίρρ.) στην επιφάνεια, στο τέρμα ή στην κατεύθυνση κάτω: Άφησέ το ~ στο γραφείο! Θα το βρεις ~ ~ στο συρτάρι. Δύσκολα θα ανέβω ως εκεί ~! Όρμηξαν κατά ~ /~ στην πόρτα. 4 ~ από: σε μεγαλύτερο βαθμό, ποσότητα κτλ. από: Παρουσιάζονται ~ τριάντα εκθέματα. 5 ~ σε: συχνά αντικαθιστά την πρόθ. σε: Δεν έχω τίποτα να προσθέσω ~ στο ζήτημα αυτό. 6 ~ σε /που: δηλώνει κτ που γίνεται την ίδια χρονική στιγμή με κτ άλλο: ~ που έφευγα, έβγαλαν την τούρτα. Ήρθε ~ στην ώρα.

επαρκής -ής -ές: αυτός που είναι αρκετός, που ικανοποιεί πλήρως μία ανάγκη ανεπαρκής: Αθωώθηκε, αφού τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για να καταδικαστείglass σχ. αγενής. επαρκώς (επίρρ.). επαρκώ: (αμτβ.) είμαι αρκετός, φθάνω, έχω την ικανότητα: Tα αποθέματα τροφίμων δεν ~. επάρκεια η.

έπαρση η: 1 υπερβολική υπερηφάνεια, αλαζονεία, υπεροψία: Η ~ αυτού του πολιτικού ενοχλεί τον λαό. 2 ανύψωση σημαίας υποστολή: Η γιορτή ξεκίνησε με ~ της σημαίας. επαίρομαι μππ. επηρμένος: (αμτβ.) συμπεριφέρομαι με έπαρση, αλαζονεία: Επαίρεται διαρκώς για τις επιτυχίες του.

Από AE ρ. ἐπαίρω, σύνθετο από τα ἐπί + αἴρω.

επαρχία η: 1 διοικητική περιφέρεια νομού ή κράτους: Ο νομός Αρκαδίας έχει τέσσερις ~. 2 περιοχές ενός κράτους, εκτός από την πρωτεύουσα και τα μεγάλα αστικά κέντρα: Η ζωή στην ~ είναι πιο ήρεμη από την ζωή στην πόλη. επαρχιώτης ο, -ισσα η: 1 πρόσωπο που κατοικεί ή κατάγεται από την επαρχία. 2 πρόσωπο με νοοτροπία περιορισμένη σε στενά τοπικά πλαίσια. επαρχιακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την επαρχία: Ζει σε ~ πόλη.

επαφή η: 1 κατάσταση κατά την οποία δύο αντικείμενα ή σώματα αγγίζουν το ένα το άλλο: Αν φέρετε σε ~ τα καλώδια, θα πάθετε ηλεκτροπληξία. 2 (μτφ.) επικοινωνία, συνάντηση: Είχαμε τηλεφωνική ~. Είχαμε μόνο ακουστική ~, δεν μπορούσα να τον δω. 3 πληθ. γνωριμίες, διασυνδέσεις: Έχει επαφές με ανώτερους αξιωματούχους.

επείγομαι μόνο ενστ. & πρτ.: (μτβ.) βιάζομαι: ~ να παρουσιάσω την εισήγησή μου, γιατί πετάω σε δύο ώρες. επείγει: 1 τριτοπρ. (αμτβ.) πρέπει να γίνει αμέσως, είναι επείγον: ~ η λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. 2 απρόσ.: ~ να ληφθούν μέτρα. επείγων -ουσα -ον: αυτός που πρέπει να γίνει αμέσως.=βιαστικός. επειγόντως (επίρρ.): γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση.

επειδή (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει την αιτία για κτ=γιατί, [επίσ.] διότι: Δεν ήρθα, ~ ήμουν άρρωστη.

επεισόδιο το: 1 γεγονός, περιστατικό: Μας διηγήθηκε ένα ~ από το ταξίδι του. 2 συνήθ. πληθ. βίαιο γεγονός ή αντιδικία μεταξύ ατόμων που διαφωνούν ή είναι αντίπαλοι: Τιμωρήθηκε η ομάδα για τα βίαια ~ κατά τον αγώνα. 3 ΙΑΤΡ ξαφνικό πρόβλημα στη λειτουργία οργάνου του ανθρώπινου σώματος: Υπέστη εγκεφαλικό ~. 4 ΦΙΛΟΛ τα διαλογικά μέρη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που χωρίζονται μεταξύ τους από τα χορικά. 5 τμήμα ενός έργου (τηλεοπτικού, λογοτεχνικού κτλ.): Δεν είδα το προηγούμενο ~ της δημοφιλούς σειράς. επεισοδιακός -ή -ό: αυτός που προκαλεί ή χαρακτηρίζεται από επεισόδια. επεισοδιακά (επίρρ.).

έπειτα (επίρρ.):=ύστερα 1 σε επόμενη χρονική στιγμή=μετά πριν: Φάγαμε πρώτα κι ~ κουβεντιάσαμε.=κατόπιν. Μίλησαν ~ από πολλά χρόνια. 2 σε αντίθεση με κτ άλλο: ~ από τόσα που έχω κάνει για χάρη του, αυτός να μη θέλει να με δει! 3 ως συνέπεια, αποτέλεσμα γεγονότος, ενέργειας, κατάστασης κτλ. που έχει προηγηθεί: ~ από τόσες ατυχίες, πώς να μη λυγίσει;

επεκτείνω -ομαι παθ. αόρ. επεκτάθηκα, μππ. επεκτεταμένος: (μτβ.) 1 αυξάνω την έκταση επιφάνειας, χώρου κτλ.: Επέκτειναν τον δρόμο μέχρι τη θάλασσα. 2 εξαπλώνω, διευρύνω: Με το δάνειο που πήρε θα ~ τις επιχειρήσεις του και σε άλλες χώρες. Η φωτιά γρήγορα επεκτάθηκε σε κατοικημένες περιοχές. επέκταση η. επεκτατικός -ή -ό: αυτός που επιδιώκει την επέκταση. επεκτατικά (επίρρ.). επεκτατισμός ο: πολιτική που θέτει ως στόχο την εδαφική, οικονομική, πολιτιστική κτλ. επέκταση μιας χώρας σε άλλες=ιμπεριαλισμός.

Από το AE ρ. ἐπεκτείνω, σύνθετο από τα ἐπί + ἐκ + τείνω.

επεμβαίνω αόρ. [επίσ.] επενέβην: (αμτβ.) 1 ενεργώ με σκοπό να επηρεάσω μια κατάσταση και να την οδηγήσω εκεί που θέλω: Ευτυχώς επενέβησαν οι πιο ψύχραιμοι και το επεισόδιο έληξε. 2 αναμειγνύομαι σε ξένες υποθέσεις: Με ποιο δικαίωμα επεμβαίνει ένας ξένος στα οικογενειακά μας; επέμβαση η: 1 το να επεμβαίνει κπ. 2 εγχείρηση. επεμβατικός -ή -ό. επεμβατικά (επίρρ.).

επενδύω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω την εξωτερική ή την εσωτερική επιφάνεια αντικειμένου με κπ υλικό για να το διακοσμήσω, να το ενισχύσω ή να το προφυλάξω: Θα επενδύσω την πολυθρόνα με δέρμα. 2 διαθέτω χρηματικό ποσό για την ίδρυση, επέκταση ή λειτουργία μιας επιχείρησης, κάνω συμφέρουσες αγορές αντικειμένων μεγάλης αξίας: Αξίζει να επενδύσεις στις κατασκευαστικές εταιρείες. Αγοράζοντας ένα οικόπεδο, επενδύεις τα χρήματά σου. επένδυση η: 1 το να επενδύει κπ κτ. 2 κατασκευή με την οποία επενδύει (σημ. 1) κπ κτ: ξύλινη / γούνινη ~. 3 ποσό που επενδύει (σημ. 2) κπ και το αντικείμενο που αγοράζει. επενδυτής ο, -ύτρια η: πρόσωπο που επενδύει χρήματα (σημ. 2). επενδυτικός -ή -ό. επενδυτικά (επίρρ.).

επεξεργάζομαι: (μτβ.) 1 μελετώ και δημιουργώ, διαμορφώνω κτ χρησιμοποιώντας επιμέρους στοιχεία: ~ ένα πρόγραμμα για την ~ επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Δεν έχουμε ακόμα επεξεργαστεί τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας. 2 δουλεύω κτ με τη βοήθεια διαφόρων μέσων=κατεργάζομαι: Προσέξτε πώς επεξεργάζονται το γυαλί για να φτιάξουν αυτά τα ωραία ποτήρια. επεξεργασία η. επεξεργαστής ο: ΠΛΗΡΟΦ το βασικότερο μέρος του ηλεκτρονικού υπολογιστή, στο οποίο γίνεται η επεξεργασία των στοιχείων. ~ κειμένου: πρόγραμμα στον υπολογιστή που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και διαμόρφωση κειμένων.

επεξηγώ -ούμαι: (μτβ.) εξηγώ κτ με περισσότερα ή με άλλα λόγια, ώστε να γίνει κατανοητό = διασαφηνίζω: Τα παραδείγματα ~ τον ορισμό. επεξήγηση η: 1 πρόσθετη ή πληρέστερη εξήγηση. 2 ΓΛΩΣΣ ομοιόπτωτος προσδιορισμός ενός προτασιακού όρου τον οποίο επεξηγεί. επεξηγηματικός -ή -ό. επεξηγηματικά (επίρρ.).

επέτειος η: ημέρα που συμπληρώνεται ένα ή περισσότερα χρόνια από ένα σημαντικό γεγονός: Σήμερα έχουν την εικοστή ~ του γάμου τους. επετειακός -ή -ό.

επηρεάζω -ομαι: (μτβ.) συντελώ στη διαμόρφωση πράγματος, κατάστασης, ενέργειας κτλ. ή επιδρώ στις σκέψεις, ενέργειες, συμπεριφορά κτλ. κπ=επιδρώ: Η καταστροφή του περιβάλλοντος ~ το κλίμα. ~ θετικά τους μαθητές του. επηρεασμός ο. glass σχ. επίδραση.

επήρεια η: κυρ. στην έκφρ. υπό την ~: όσο επιδρά κπ ή κτ: Τρακάρισε οδηγώντας ~ αλκοόλ. glass σχ. επίδραση.

επί: (πρόθ.) εισάγει τον αριθμό με τον οποίο πολλαπλασιάζουμε κπ άλλο: Πέντε ~ δύο ισούται με δέκαglass  πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. επί το: λεκτική απόδοση για το σύμβολο του πολλαπλασιασμού.

επι- επ- εφ- & επί- έπ- έφ-: πρόθημα λόγιας προέλευσης (από την πρόθ. ἐπί ) που δηλώνει κυρίως επιρρηματικές σχέσεις, μερικές από τις οπoίες αναφέρονται ενδεικτικά: 1 τόπο: επάνω από / σε: επιπλέω. 2 χρόνο: για κτ που έρχεται ή υπάρχει ύστερα από αυτό που δηλώνεται από το β΄ συνθ.: επίλογος. 3 ποσό (έμφαση): επιβεβαιώνω. 4 σκοπό ή αιτία: για κπ ή κτ που προκαλεί αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: επιζήμιος. 5 εναντίωση: επίθεση.


Σύνθετα με το επί-
τόπο χρόνο επιτατικά σκοπό ή αιτία εχθρική διάθεση
επαλείφω
επάλειψη
επάργυρος
επαργυρώνω
επικαλύπτω
επικάλυψη
επίστρωση
επιτραπέζιος
επιχρυσώνω
επιχρύσωση
έφιππος


επίλογος

επαλήθευση
επαληθεύω
επαυξάνω
επαύξηση
επιβάρυνση
επιβαρυντικά
επιβαρυντικός
επιβαρύνω
επιβεβαίωση
επιβεβαιωτικά
επιβεβαιωτικός
επιβράδυνση
επιβραδυντικά
επιβραδυντικός
επιβραδύνω
επιζητώ
επίλυση
επιλύω
επιστράτευση
επιστρατεύω
επιτάχυνση
επιταχύνω

επιζήμιος εφόρμηση
εφορμώ

επιβαίνω μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) βρίσκομαι πάνω σε μεταφορικό μέσο. επιβάτης ο, -ιδα & -τρια & [λαϊκ.] -ισσα η: πρόσωπο (εκτός από τον οδηγό και τα μέλη του πληρώματος) που επιβαίνει σε μεταφορικό μέσο. επιβατικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τους επιβάτες. επιβατηγός -ός -ό: (για οχήματα) αυτός που μεταφέρει επιβάτες. επιβατηγό το.

επιβάλλω -ομαι αόρ. επέβαλα, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, μππ. επιβεβλημένος: (μτβ.) 1 υποχρεώνω κπ να δεχτεί κτ, συνήθως χρησιμοποιώντας το κύρος, την εξουσία μου ή βία: Θέλει πάντα να ~ τη γνώμη του. Ο δικαστής επέβαλε χρηματικό πρόστιμο. 2 κάνω κτ αναγκαίο: Η αρρώστιά του ~ άμεση νοσηλεία. 3 παθ. ασκώ έλεγχο σε κπ, εξουσιάζω: Καταφέρνει να επιβάλλεται στους μαθητές με τον ήρεμο τρόπο του. επιβάλλεται: απρόσ. πρέπει να: ~ να τιμωρηθεί ο ένοχοςglass σχ. βάλλω. επιβεβλημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που πρέπει να γίνει. επιβολή η: 1 το να επιβάλλει κπ κτ: ~ φόρων. 2 η ιδιότητα αυτού που επιβάλλεται στη σημ. 3: Έχει φοβερή ~ στην οικογένειά του. επιβλητικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί έντονη εντύπωση, θαυμασμό: ένα κτίριο ψηλό και ~. επιβλητικά (επίρρ.). επιβλητικότητα η.

επιβιβάζω -ομαι: (μτβ.) ανεβάζω κπ σε μεταφορικό μέσο αποβιβάζω. επιβίβαση η.

επιβιώνω: (αμτβ.) 1 α. συνεχίζω να είμαι ζωντανός μετά από σοβαρό ατύχημα, αρρώστια κτλ.=επιζώ: Μόνο ένας επιβίωσε από το τραγικό δυστύχημα. β. (μτφ.) καταφέρνω να ζω μέσα σε δύσκολες συνθήκες: Μόλις που ~ με τόσο μικρή σύνταξη που παίρνει! 2 (μτφ.) εξακολουθώ να υπάρχω ή να λειτουργώ μέσα σε δύσκολες συνθήκες ή μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα=επιζώ: Λίγες επιχειρήσεις κατάφεραν να επιβιώσουν μετά την οικονομική κρίση. επιβίωση η.

επιβλέπω αόρ. επέβλεψα: (μτβ.) παρακολουθώ και ελέγχω αν κπ συμπεριφέρεται σωστά ή αν κτ γίνεται σωστά: Κάποιος πρέπει να ~ τις εργασίες. επίβλεψη η. επιβλέπων -ουσα -ον: αυτός που επιβλέπει.

επίγειος -α -ο: 1 αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά: ~ δυνάμεις πυρόσβεσης. 2 αυτός που σχετίζεται με τον αισθητό κόσμο ουράνιος, επουράνιος: ~ παράδεισος.

Από τα ΑΕ ἐπί + γαῖα «γη». Από την ίδια ρίζα προέρχονται τα έγγειος, υπέργειος, υπόγειος κτλ.

επίγνωση η: βαθιά, συνειδητή γνώση για κτ: Βαδίζει σωστά, με βαθιά ~ της ιστορίας και των ευθυνών του.

επιγραφή η: 1 σύντομο κείμενο που έχει γραφτεί πάνω σε σκληρό υλικό: Βρέθηκαν πολλές αρχαιοελληνικές ~ στις ανασκαφές. 2 σύντομο κείμενο που γράφεται σε πινακίδα ως τίτλος: διαφημιστική ~.

επιδεικνύω -ομαι: (μτβ.) 1 προβάλλω κτ με υπερβολή, για να προκαλέσω εντύπωση: ~ τα πλούτη μου. 2 [επίσ.] δείχνω σε κπ κτ: ~ την ταυτότητά μου στον αστυνομικό. ~ τα προϊόντα τους στους υποψήφιους πελάτες. Η χώρα επέδειξε όλη την καλή της θέληση στις διαπραγματεύσεις. 3 παθ. προβάλλω με υπερβολή τον εαυτό μου για να προκαλέσω εντύπωση. επίδειξη η. επιδεικτικός -ή -ό: 1 αυτός που γίνεται για επίδειξη 2 (για πρόσ.) αυτός που επιδεικνύεται. επιδεικτικά (επίρρ.).

επιδεινώνω -ομαι: συνήθ. παθ. (μτβ.) κάνω κτ χειρότερο=χειροτερεύω βελτιώνω, καλυτερεύω: Ο καιρός επιδεινώθηκε. επιδείνωση η.

επιδεξιότητα η: η ικανότητα να κάνει κπ κτ με τον κατάλληλο τρόπο: Έδειξε φοβερή ~ στον χειρισμό του ξίφους. Με ~ ξεπέρασε τη δύσκολη στιγμή στη συζήτηση. επιδέξιος -α -ο. επιδέξια (επίρρ.).

επιδερμίδα η: ΑΝΑΤ το επιφανειακό στρώμα του δέρματος του ανθρώπου και των ζώων, και κυρίως η εξωτερική επιφάνεια. επιδερμικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με την επιδερμίδα. 2 (μτφ.) αυτός που είναι επιφανειακός, που δε γίνεται σε βάθος: Έκαναν έναν ~ έλεγχο, μόνο για τα μάτια του κόσμου. επιδερμικά (επίρρ.).

επιδημία η: 1 γρήγορη διάδοση μολυσματικής ασθένειας σε πολλούς ανθρώπους σε μια περιοχή: ~ γρίπης. 2 (μτφ.) γρήγορη αύξηση ή εκτεταμένη εμφάνιση δυσάρεστου φαινομένου: ~ ληστειών. επιδημικός -ή -ό.

επιδίδω -ομαι: (μτβ.) 1 [επίσ.] δίνω κτ σε κπ, κυρίως έγγραφο: ~ κλήση. 2 παθ. ασχολούμαι συστηματικά με κτ: ~ σε χειμερινά σπορ. επίδοση η: 1 α. ο βαθμός επιτυχίας κπ σε έναν τομέα, το πόσο καλά κάνει κπ κτ: Έχει πολύ καλές ~ στα αθλήματα. β. καλή απόδοση, επιτυχία σε κτ: Έχει ~ στη μουσική. 2 παράδοση επίσημου εγγράφου σε κπ: ~ της κλήσης στον παραβάτη.

επιδιώκω -ομαι: (μτβ.) προσπαθώ έντονα να αποκτήσω ή να πετύχω κτ=επιζητώ: ~ να πάρω προαγωγή. ~ τον εύκολο πλούτο. επιδίωξη η.

επιδοκιμάζω -ομαι: (μτβ.) συμφωνώ με κτ ή κπ, κρίνω ότι είναι σωστό(ς) αποδοκιμάζω: Δεν ~ τις ενέργειες αυτές και αποχωρώ. επιδοκιμασία η. επιδοκιμαστικός -ή -ό. επιδοκιμαστικά (επίρρ.).

επίδοξος -η -ο: αυτός που επιδιώκει να γίνει κτ ή να κάνει κτ: ~ πρωθυπουργός /ληστής.

επιδοτώ -ούμαι: (μτβ.) παρέχω οικονομική ενίσχυση σε κπ ως κίνητρο για να κάνει κτ ή δίνω οικονομικό βοήθημα σε αυτούς που το έχουν ανάγκη: Η Ευρωπαϊκή Ένωση ~ τους παραγωγούς για κάθε στρέμμα που καλλιεργούν. Το κράτος ~ τους ανέργους. επιδότηση η: το να επιδοτεί κανείς κπ και το ποσό της επιδότησης. επίδομα το: 1 πρόσθετη αμοιβή που δίνεται βάσει νόμου: ~ τέκνου /διακοπών. 2 οικονομικό βοήθημα σε αυτούς που έχουν ανάγκη: ~ ανεργίας.

επίδραση η: ενέργεια που ασκεί κπ ή κτ πάνω σε κπ ή κτ άλλο, με αποτέλεσμα να συντελεί στη διαμόρφωσή του=επιρροή: Ασκεί μεγάλη ~ στους συνεργάτες του, πείθοντάς τους ακόμα και για απίθανα πράγματα. επιδρώ αόρ. επέδρασα: (αμτβ.) ασκώ επίδραση σε κπ ή κτ = επηρεάζω.

Οι λ. επηρεάζω, επήρεια, επιδρώ και επιρροή, καθώς και τα παράγωγά τους, έχουν παρόμοια σημ. Από αυτές, η πιο γενική έννοια είναι αυτή της επίδρασης, που αναφέρεται στην ενέργεια με την οποία κπ ή κτ διαμορφώνει κπ ή κτ άλλο· η λ. επιρροή αναφέρεται κυρ. στη δύναμη, στην ικανότητα που έχει κπ να διαμορφώνει αλλαγές ή τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς, ενώ η λ. επήρεια στην αρνητική επιρροή κυρίως χημικών ουσιών (π.χ. ναρκωτικών, αλκοόλ, φαρμάκων). Τέλος, η λ. επηρεάζω χρησιμοποιείται επίσης με γενική ισχύ, για να δηλώσει τον τρόπο που κπ ή κτ επιδρά πάνω σε κπ ή κτ άλλο.

επιδρομή η: 1 στρατιωτική επίθεση σε ξένη χώρα: αεροπορική ~. επιδρομές των βαρβαρικών φυλών. 2 (μτφ.) πολυπληθής καταστροφική επίθεση: ~ ακρίδων. επιδρομέας ο, η. glass σχ. εκδρομή.

επιείκεια η: το να μην είναι κανείς αυστηρός κατά την κρίση προσώπου, πράξης, συμπεριφοράς ή κατά την αντιμετώπιση σφαλμάτων ή αδικημάτων αυστηρότητα: Το δικαστήριο έδειξε ~ και τον άφησε ελεύθερο. επιεικής -ής -έςglass  σχ. αγενής. επιεικώς (επίρρ.).

επιζώ: (αμτβ.) συνεχίζω να ζω μετά από ατύχημα, ασθένεια κτλ.=επιβιώνω: Κανένας από τους επιβάτες του μοιραίου αεροσκάφους δεν επέζησε. επιζήσας & επιζών ο: αυτός που επέζησε.

επίθετο το: 1 οικογενειακό όνομα=επώνυμο: Συμπληρώστε όνομα και ~! 2 ΓΛΩΣΣ λέξη που προσδίδει στα ουσιαστικά ιδιότητα ή χαρακτηριστικό. επιθετικός1 -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στο επίθετο με τη σημ. 2. επιθετικά1 (επίρρ., στη σημ. 2).

επιθεωρώ -ούμαι: (μτβ.) ελέγχω με προσοχή το έργο ή τη λειτουργία υπηρεσίας, κυρίως επίσημα: Επιθεώρησε τον χώρο και τον βρήκε ακατάλληλο. επιθεώρηση η: 1 α. προσεκτικός έλεγχος, συνήθως επίσημος. β. υπηρεσία αρμόδια να διενεργεί επίσημους ελέγχους. 2 περιοδικό, συνήθως ειδικού τύπου: πολιτική / φιλολογική ~. 3 θεατρικό είδος που συνδυάζει μουσική και κείμενα σατιρικά για την επικαιρότητα. επιθεωρητής ο, -ήτρια η: υπάλληλος αρμόδιος να διενεργεί επιθεώρηση: αστυνομικός ~.

επιθυμία η: έντονο συναίσθημα που νιώθει κπ όταν θέλει κτ: Έχω μια έντονη ~ να φύγω ταξίδι. Εξέφρασε την ~ να βρεθεί ειρηνική λύση. επιθυμώ & [λαϊκ.] (κυρ. στη σημ. 2) πεθυμώ: (μτβ.) 1 ζητώ κι εύχομαι να γίνει, νααποκτήσω ή να κάνω κτ=θέλω: ~ φήμη και πλούτη. ~ να φύγετε αμέσως! 2 νιώθω έντονα την απουσία ή την έλλειψη κπ: Σε επιθυμήσαμε τόσον καιρό που έλειψες! επιθυμητός -ή -ό: αυτός που θέλουμε ή επιθυμούμε ανεπιθύμητος.

Το AE ρ. ἐπιθυμῶ είναι σύνθετο από τα ἐπί + θυμός («ψυχή, καρδιά») και σημαίνει «θέλω από την καρδιά μου».

επίκαιρος -η -ο: 1 αυτός που συμβαίνει ή γίνεται στον κατάλληλο χρόνο άκαιρος: Παρακολούθησα μια ~ συζήτηση για τη χρήση αναβολικών στον αθλητισμό. 2 αυτός που είναι σχετικός με το παρόν ανεπίκαιρος: Το θέμα του εθνικισμού είναι πάντα ~ και μας αφορά όλους. επίκαιρα τα: δελτίο ειδήσεων για τα γεγονότα της επικαιρότητας. επικαιρότητα η: 1 γεγονότα που απασχολούν σε συγκεκριμένο χρόνο την κοινή γνώμη: διεθνής ~. 2 η ιδιότητα του επίκαιρου.

Η λ. επίκαιρα χρησιμοποιείται κυρίως για δελτία ειδήσεων παλαιότερων εποχών, όπως αυτά που προβάλλονταν στον κινηματογράφο στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν από την προβολή της ταινίας, και παρουσίαζαν την επικαιρότητα, κατά κανόνα με εικόνες. Σήμερα χρησιμοποιούμε τις λ. νέα και ειδήσεις.

επικαλύπτω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω, σκεπάζω κτ με κτ άλλο: Η φωνή του επικάλυπτε τις φωνές όλων των άλλων. 2 συνήθ. παθ. συμπίπτω με κτ άλλο σε κπ σημεία: Τα κείμενα είναι παρόμοια, επικαλύπτονται σε μεγάλο μέρος τους. επικάλυψη η: 1 σκέπασμα, κάλυψη πράγματος με κτ άλλο. 2 αυτό το οποίο χρησιμοποιείται για να καλυφθεί κτ: λαχταριστή ~ σοκολάτας. 3 μερική ταύτιση πραγμάτων.

επίκειται μόνο ενστ.: τριτοπρόσ. (αμτβ.) πρόκειται να συμβεί κτ, είναι αναμενόμενο=αναμένεται: Επίκεινται μεγάλες ανατιμήσεις. επικείμενος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που πρόκειται να συμβεί=αναμενόμενος.

επίκεντρο το: 1 ΓΕΩΛ ~ του σεισμού: το σημείο στο οποίο εντοπίζεται η εστία σεισμικής δόνησης. 2 το πιο σημαντικό σημείο=κέντρο: Επιδιώκει να βρίσκεται στο ~ της προσοχής.

επικερδής -ής -ές: αυτός που δίνει ή αφήνει κέρδος=κερδοφόρος επιζήμιος, ζημιογόνος: ~ επιχείρησηglass  αγενής. επικερδώς (επίρρ.).

επικεφαλής (επίρρ.): σε θέση υπευθύνου η αρχηγού: Τον έβαλαν ~ της ομάδας. επικεφαλής ο, η άκλ.: πρόσωπο που έχει την ευθύνη ή αρχηγία συνόλου, ομάδας κτλ.: Οι ~ της ομάδας είχαν και την ευθύνη.

επικεφαλίδα η: φράση που γράφεται πάνω από κείμενο ή ενότητα κειμένου και χρησιμεύει ως ονομασία του=τίτλος.

επικηρύσσω -ομαι: (μτβ.) ορίζω χρηματική αμοιβή για τη σύλληψη καταζητούμενου: Ο κακοποιός επικηρύχθηκε για 300.000 ευρώ. επικήρυξη η: υπόσχεση αμοιβής για τη σύλληψη καταζητούμενου και (συνεκδ.) η αμοιβή αυτή.

επικίνδυνος -η -ο: αυτός που κρύβει κινδύνους ή που μπορεί να προκαλέσει κακό: Το τροχαίο έγινε σε μία ~ στροφή της Eθνικής. Προσέχετε, ο άνθρωπος αυτός είναι ~! ακίνδυνος. επικίνδυνα (επίρρ.).

επικλινής -ής -ές: αυτός που έχει κλίση ίσιος, επίπεδος: Το έδαφος στο σημείο αυτό είναι επικλινές. glass σχ. αγενής. επικλινώς (επίρρ.)

επικοινωνώ: (αμτβ.) 1 έρχομαι σε επαφή με κπ, έχω σχέσεις μαζί του: Επικοινωνούμε πολύ συχνά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. 2 κατανοώ, καταλαβαίνω κπ: Έχουμε τόσες διαφορές, που δεν μπορούμε πια να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. 3 (μτφ.) συνδέομαι με κτ: Οι δύο λίμνες ~ υπογείως και ενώνονται σε ένα σημείο. επικοινωνία η. επικοινωνιακός -ή -ό. επικοινωνιακά (επίρρ.).

επικρατώ: (μτβ.) 1 βγαίνω νικητής σε αγώνισμα ή αναμέτρηση, υπερισχύω έναντι κπ: Στις εκλογές επικράτησαν με άνεση οι Δημοκρατικοί. 2 έχω την υπεροχή σε μία κατάσταση: Ευτυχώς, επικράτησε η λογική! 3 (για κατάσταση) γενικεύομαι: Στην αγορά επικρατούσε έντονη ανησυχία. επικράτηση η. επικράτεια η: εδαφική έκταση, πολιτικά οργανωμένη, η οποία βρίσκεται κάτω από ενιαία εξουσία. Βουλευτής Επικρατείας: βουλευτής που εκλέγεται σε όλη τη χώρα και όχι σε κπ εκλογική περιφέρεια. Συμβούλιο Επικρατείας: ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές.

επικρίνω -ομαι: (μτβ.) σχολιάζω, κρίνω αρνητικά κπ ή κτ=αποδοκιμάζω επιδοκιμάζω: Επέκριναν την άστοχη ομιλία του. επίκριση η. επικριτικός -ή -ό. επικριτικά (επίρρ.).

επίκτητος -η -ο: αυτός που αποκτάται στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου κληρονομικός: Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ~ - δεν τα είχε εκ γενετής.

επικυρώνω -ομαι: (μτβ.) επιβεβαιώνω την εγκυρότητα ή γνησιότητα με επίσημο τρόπο: Οι ρυθμίσεις επικυρώθηκαν από τα αρμόδια όργανα του κράτους. Xρειάζεται επικυρωμένο αντίγραφο από την αστυνομία. επικύρωση η.

επιλέγω -ομαι αόρ. επέλεξα, παθ. αόρ. επιλέχθηκα & [επίσ.] επελέγην, απαρ. επιλεχθεί &επιλεγεί, μππ. επιλεγμένος: (μτβ.) 1 διαλέγω με συγκεκριμένα κριτήρια κπ ή κτ από ένα σύνολο=[οικ.] διαλέγω: Επιλέχθηκαν 100 άτομα από σύνολο 700 υποψηφίων. 2 δείχνω προτίμηση σε κτ, επιθυμώ περισσότερο: Επέλεξα να ζω στην εξοχή, γιατί η πόλη με κουράζει. επιλογή η. επιλεκτικός -ή -ό: αυτός που επιλέγει ή γίνεται με επιλογή. επιλεκτικά (επίρρ.). επίλεκτος -η -ο: αυτός που έχει επιλεγεί βάσει αυστηρών κριτηρίων=εκλεκτός: επίλεκτες στρατιωτικές ομάδες. επιλέξιμος -η -ο: αυτός που πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μπορεί να επιλεγεί.

επιλήψιμος -η -ο: αυτός τον οποίο μπορεί κπ να κατηγορήσει ή που δίνει αφορμές για επίκριση=μεμπτός άμεμπτος: Στιγμάτιζε τις επιλήψιμες ενέργειες των κυβερνώντων.

επίλογος ο: 1 η τελευταία ενότητα με την οποία κλείνει ένα κείμενο, μία ομιλία κτλ. 2 (μτφ.) το αποτέλεσμα ενέργειας ή γεγονότος: Ο ~ του οικογενειακού δράματος γράφτηκε με το άγριο έγκλημα.

Από το ΑΕ ἐπίλογος «συμπέρασμα, κατακλείδα ρητορικού λόγου».

επίμαχος -η -ο: αυτός που αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας ή αμφισβήτησης: Μας διάβασε το ~ τμήμα που εξόργισε τόσο κόσμο.

επιμελής -ής -ές: αυτός που κάνει κτ με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή αμελής: Είναι μαθητής ~ και μελετηρόςglass  σχ. αγενής. επιμελώς (επίρρ.). επιμέλεια η: 1 ιδιαίτερη φροντίδα για κτ αμέλεια: Μελετούσε με ζήλο και ~. 2 η φροντίδα για την τελική παρουσίαση ενός έργου: Ανέλαβε την ~ της έκδοσης του βιβλίου. 3 ΝΟΜ η με δικαστική απόφαση ανάληψη της ευθύνης για ανήλικο ή άτομο που χρειάζεται βοήθεια: Το δικαστήριο δίνει συνήθως την ~ των παιδιών στη μητέρα. επιμελούμαι: (μτβ.) ασχολούμαι με κτ φροντίζοντας για όλες τις σχετικές λεπτομέρειες: Τη μουσική επιμελήθηκε ο ίδιος παραγωγός. επιμελητής ο, -ήτρια η: 1 πρόσωπο που φροντίζει για κτ ή έχει την ευθύνη κπ πράγματος: ο ~ της τάξης. 2 βαθμός υπαλλήλου: δικαστικός ~ / ~ Α΄ (σε Νοσοκομείο). επιμελητήριο το: κλαδική οργάνωση επαγγελματιών διαφόρων ειδικοτήτων, που φροντίζει για την προώθηση των θεμάτων των μελών του: Τεχνικό / Επαγγελματικό / Εμπορικό / Βιομηχανικό ~.

επιμένω: (αμτβ. & μτβ.) 1 μένω σταθερός σε μια άποψη ή ιδέα: Επέμενε στην άποψή του και δε μας άκουγε. ~ ότι έτσι έγιναν τα πράγματα. 2 (μτφ.) παραμένω, δεν υποχωρώ: Η βροχή επέμενε και δεν έλεγε με τίποτα να σταματήσει. επιμονή η. επίμονος -η -ο: 1 αυτός που μένει σταθερός στις θέσεις του: Είναι ~, δεν του αλλάζεις απόψεις. 2 (μτφ.) αυτός που δε σταματά, που συνεχίζει με την ίδια ένταση: Μας κοιτούσε με ένα βλέμμα ~ και διερευνητικό. επίμονα & επιμόνως (επίρρ.).

επιμέρους (επίθ.) άκλ.: αυτός που αναφέρεται σε μέρος ή τμήμα ενός συνόλου: Μιλήσαμε για το γενικό σχέδιο, ενώ τα ~ στοιχεία του δε μας απασχόλησαν.

επινοώ -ούμαι: (μτβ.) 1 δημιουργώ με τη φαντασία μου: Επινοούσε διάφορες ιστορίες και σκαρφιζόταν ένα σωρό ψέματα για να γλιτώσει. 2 ανακαλύπτω κτ νέο: Ο άνθρωπος επινόησε τρόπους για να δαμάσει τη φύση. επινόηση η. επινοητικός ή -ό. επινοητικά (επίρρ.).

επιούσιος ο: το καθημερινό ψωμί και κατ’ επέκταση τα εντελώς απαραίτητα για τη διαβίωση: Δουλεύει σκληρά για τον ~.

επίπεδος -η -ο: 1 αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς διακυμάνσεις ύψους=ομαλός ανώμαλος: ~ έκταση. 2 (μτφ.) αυτός που δεν έχει διακυμάνσεις: Η παράσταση ήταν ~, χωρίς εξάρσεις. επίπεδα (επίρρ., στη σημ. 2). επίπεδο το: 1 ΓΕΩΜ επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία μπορούν να ενωθούν ανά δύο σχηματίζοντας ευθείες γραμμές οι οποίες βρίσκονται εξ ολοκλήρου στην επιφάνεια αυτή. 2 επιφάνεια η οποία είναι παράλληλη με τον ορίζοντα: Το σπίτι είναι χτισμένο σε δύο ~. 3 (μτφ.) βαθμίδα πνευματικής και πολιτιστικής προόδου: υψηλό / χαμηλό διανοητικό ~. άνθρωπος / συζήτηση επιπέδου: για κπ ή κτ που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. 4 (μτφ.) ποιότητα, βαθμός μετρήσιμης έντασης φαινομένου: Παρέχουμε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου. Η τηλεθέαση κυμάνθηκε σε ιδιαίτερα υψηλά ~. 5 (μτφ.) τομέας της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: Οι συνομιλίες θα γίνουν σε ~ αρχηγών κρατών.

Η λ. επίπεδο προέρχεται από το ΑΕ ἐπίπεδος (ἐπί + πέδον «έδαφος»). Η ίδια ρίζα απαντά και σε άλλες λέξεις, όπως πεδίο, πεδιάδα, αλλά και στα σύνθετα γήπεδο, δάπεδο κτλ.

επιπλέον (επίρρ.): 1 επιπρόσθετα, επίσης: ~, θα ήθελα να σας πω… 2 (ως επίθ.) αυτός που προστίθεται σε ένα σύνολο όμοιων με αυτόν πραγμάτων, προσώπων κτλ.=πρόσθετος: Το ~ κόστος καλύπτεται από επιχορηγήσεις.

επιπλήττω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) κάνω σε κπ παρατήρηση σε αυστηρό ύφος: Τον επέπληξε για την ανάρμοστη συμπεριφορά του. επίπληξη η.

επιπόλαιος -η -ο: 1 αυτός που ενεργεί χωρίς να σκέφτεται και να κρίνει=απερίσκεπτος: Δεν μπορείς να την εμπιστευτείς, είναι ~. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βάθους και εύρους σκέψης: ~ απόφαση / πράξη. 3 (μτφ.) επιφανειακός, αυτός που δεν είναι πολύ σοβαρός: Γλίτωσε με κάποια ~ τραύματα στα πόδια. επιπόλαια (επίρρ.). επιπολαιότητα η.

επίπονος -η -ο: αυτός που απαιτεί πολύ κόπο ή μόχθο=κουραστικός: Κατέβαλε ~ προσπάθεια για να πετύχει τον στόχο του. επίπονα (επίρρ.).

επίπτωση η: αυτό που έρχεται ως συνέπεια πράξης ή ενέργειας και είναι συνήθως αρνητικό: Οι επιπτώσεις από την αλόγιστη χρήση της τεχνολογίας στη φύση είναι πλέον φανερές.

επιρρεπής -ής -ές: [επίσ.] αυτός που έχει την τάση να παρασύρεται σε αρνητικές καταστάσεις: Είναι ~ στις κακές συνήθειες. glass σχ. αγενής.

επίρρημα το: ΓΛΩΣΣ άκλιτη λέξη που προσδιορίζει κυρίως ρήμα (ή επίθετο ή άλλο επίρρημα) και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο, ποσότητα κτλ. επιρρηματικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που έχει σχέση με το επίρρημα ή λειτουργεί ως επίρρημα: ~ σχέση / σημασία / προσδιορισμός. επιρρηματικά (επίρρ.).

επιρρίπτω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) αποδίδω κανείς κακό σε κπ: Του επέρριψαν την ευθύνη για την αποτυχία.

επιρροή η: 1 το να επηρεάζει κανείς κπ ή κτ = επίδραση, επήρεια: Έχει ισχύ και ασκεί ~ στην κυβέρνηση. 2 η ικανότητα κπ να επηρεάζει άλλα πρόσωπα: Είναι άνθρωπος με ~. glass σχ. επίδραση.

επισημαίνω -ομαι: (μτβ.) τονίζω με έμφαση κτ, υποδεικνύω: Σας ~ ότι αυτό που προτείνετε είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Επισημάναμε τα βασικά προβλήματα του σχεδίου. επισήμανση η.

επίσημος -η -ο: 1 αυτός που προέρχεται από δημόσια αρχή και την εκπροσωπεί ή την εκφράζει: ~ πηγές αναφέρουν ότι ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε σωστά. 2 αυτός που έχει καθιερωθεί και αναγνωρίζεται από όλους: ~ γλώσσα / θρησκεία / χορηγός των αγώνων. 3 αυτός που γίνεται με όλους τους τύπους ή διεξάγεται με ειδικό τελετουργικό: ~ δεξίωση. Κατά την ~ υποδοχή του προέδρου εκφωνήθηκαν λόγοι. 4 αυτός που αρμόζει σε επίσημη περίσταση: ~ ένδυμα είναι απαραίτητο. επίσημα & επισήμως (επίρρ.). επίσημος ο: συνήθ. πληθ. αυτός που εκπροσωπεί το κράτος ή δημόσια αρχή: Ο υπουργός καθόταν στην εξέδρα των επισήμων. επισημότητα η.

επίσης (επίρρ.): 1 επιπλέον, ακόμα: ~, στην ομιλία του τόνισε το ενδιαφέρον της κυβέρνησης. 2 (ως απάντηση ή ανταπόδοση σε ευχή) το ίδιο, με τον ίδιο τρόπο: Καλό βράδυ! ~!

Από την AE φρ. ἐπ’ ἴσης (μοίρας) «στην ίδια μοίρα».

επισκέπτης ο, -πτρια η: αυτός που έρχεται από αλλού σε κπ τόπο ή στο σπίτι άλλου: Ο ~ μπορεί να θαυμάσει τα αξιοθέατα της πόλης. Οι ~ απολάμβαναν τη φιλοξενία της μητέρας μου. επισκέπτομαι: (μτβ.) πηγαίνω κάπου ως επισκέπτης: Με επισκέφθηκαν στο νοσοκομείο φίλοι για να με δουν. Την πόλη μας ~ χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο. επίσκεψη η: 1 μετάβαση στο σπίτι κπ: κάνω / πηγαίνω ~. 2 γενικά, η μετάβαση σε ξένο τόπο ή σε χώρο με κπ ενδιαφέρον: ~ στο Μουσείο. 3 εξέταση ασθενούς στο σπίτι του από γιατρό: Ο γιατρός δεν μπορεί να σας δει τώρα, είναι σε ~. 4 συνήθ. πληθ. άτομο που επισκέπτεται κπ στο σπίτι του: Έχουμε ~.

επισκευάζω -ομαι: (μτβ.) διορθώνω κτ που έχει χαλάσει ή δεν είναι σε καλή κατάσταση. επισκευή η. επισκευαστικός -ή -ό. επισκευαστικά (επίρρ.).

επιστήμη η: 1 η μελέτη με τρόπο συστηματικό της φύσης, του ανθρώπου και της κοινωνίας, καθώς και το σύνολο της γνώσης που προκύπτει: Ο αιώνας σημαδεύτηκε από την ανάπτυξη της ~ και της τεχνολογίας. 2 τομέας ή κλάδος επιστημονικής γνώσης: η ~ της Γεωλογίας / Ιατρικής / Εθνολογίας. Φυσικές / Θετικές / Ανθρωπιστικές ~. 3 (μτφ.) η ενασχόληση σε βάθος με κπ τομέα: Έχει μελετήσει την ~ της μαγειρικής. επιστήμονας ο, η: 1 πρόσωπο που έχει ειδικευτεί σε κπ γνωστικό τομέα και συνήθως ασχολείται με την έρευνα: Οι ~ αποκρυπτογράφησαν το ανθρώπινο γονιδίωμα. 2 (γενικ.) πρόσωπο που έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιο: Και τα δύο παιδιά σπούδασαν, έγιναν ~. επιστημονικός -ή -ό. επιστημονικά (επίρρ.). glass σχ. επιστητό.

επιστητό το: σύνολο γνώσεων που μπορεί να αποκτήσει κπ. επί παντός (του) επιστητού: για όλα τα θέματα.

Οι λ. επιστήμη & επιστητό προέρχονται από το AE ρ. ἐπίσταμαι που σήμαινε «γνωρίζω καλά, κατανοώ επακριβώς»

επιστολή η: γραπτό κείμενο που αποστέλλεται σε κπ, συνήθως ταχυδρομικά=γράμμα.

επιστρέφω -ομαι αόρ. επέστρεψα, παθ. αόρ. επιστράφηκα: 1 (αμτβ.) έρχομαι πίσω στο σημείο από όπου ξεκίνησα=γυρίζω, επανέρχομαι: Έφυγε πριν από δέκα λεπτά, αλλά θα επιστρέψει αμέσως. 2 (μτφ., αμτβ.) γυρίζω σε πρότερη κατάσταση: Ζητάμε να επιστρέψουμε στις ρίζες μας. 3 (μτβ.) γυρίζω ή στέλνω πίσω κτ: Της δάνεισα ένα βιβλίο, αλλά δε μου το επέστρεψε ποτέ. επιστροφή η.

επιταγή1 η: τυποποιημένο έντυπο με το οποίο δίνεται εντολή για πληρωμή ποσού μέσω τραπεζικού λογαριασμού: ακάλυπτη ~.

επιτάσσω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ εντολή, επιβάλλω κτ σε κπ=υπαγορεύω, επιβάλλω: Η κοινή λογική ~ μετριοπάθεια. 2 (για κράτος, αρχή) παίρνω προσωρινά περιουσίες πολιτών για να χρησιμοποιηθούν από το κράτος σε περιόδους κρίσης: Ο στρατός χρησιμοποίησε τα επιταγμένα αυτοκίνητα. επιταγή2 η: αυτό που προστάζει ή επιβάλλει κπ ή η ηθική τάξη=υποχρέωση, εντολή: ηθική ~. επιτακτικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι απόλυτα υποχρεωτικός ή που επιβάλλεται να γίνει: Είναι ~ η ανάγκη να προστατέψουμε το περιβάλλον. 2 αυτός που εκφράζει ή δηλώνει διαταγή: Με ~ ύφος του ζήτησε να μιλήσει. επιτακτικά (επίρρ.).

επιτάφιος ο: ΕΚΚΛ στη χριστιανική θρησκεία 1 η ιερή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής. 2 κουβούκλιο στο οποίο τοποθετείται παράσταση του νεκρού σώματος του Χριστού κατά την ακολουθία της M. Παρασκευής.

επιτέλους (επίρρ.): επιφωνηματικά, δηλώνει 1 ανακούφιση ή χαρά: ~, να και ένα καλό νέο!2 έντονη απορία ή αγανάκτηση: Πότε θα ωριμάσεις, ~; Κάνετε, ~, ησυχία!

Από συμφυρμό των ΑΕ φρ. διά τέλους «μέχρι το τέλος, τελείως» & ἐπί τέλος «στο τέλος» (μτφρδ. από το γαλλ. enfin).

επιτελώ-ούμαι: [επίσ.] (μτβ.) κάνω κτ, φέρω εις πέρας: Ο δάσκαλος ~ ύψιστο λειτούργημα. Επί των ημερών του επιτελέσθηκε σημαντικό έργο. επιτέλεση η. επιτελείο το: 1 α. ομάδα υψηλόβαθμων αξιωματούχων που συμμετέχει στη διοίκηση στρατού ή σωμάτων ασφαλείας. β. στρατιωτική υπηρεσία με διοικητικές αρμοδιότητες: Γενικό ~ Ενόπλων Δυνάμεων. 2 (μτφ.) σύνολο προσώπων που έχουν υψηλή θέση σε εταιρεία, οργανισμό κτλ. επιτελικός -ή -ό. επιτελικά (επίρρ.).

επιτήδειος -α -ο: αυτός που είναι ικανός να καταφέρνει κτ, ακόμα και με πλάγια μέσα. επιτήδεια (επίρρ.). επιτηδειότητα η.

επίτηδες (επίρρ.): με πρόθεση ή σκοπό=σκόπιμα άθελα: Τον έριξε κάτω ~.

επιτηρώ -ούμαι: (μτβ.) παρακολουθώ από κοντά και επιβλέπω κπ ή κτ, έτσι ώστε να ενεργεί ή να λειτουργεί όπως πρέπει=επιβλέπω: Στο διαγώνισμα μας επιτηρούσε ο καθηγητής για να μην αντιγράψουμε. επιτήρηση η. επιτηρητής ο, -ήτρια η.

επιτίθεμαι αόρ. επιτέθηκα & [επίσ.] επετέθην: (αμτβ.) 1 α. κινούμαι εναντίον κπ, συνήθως με ορμή, ασκώντας βία εναντίον του: Του επιτέθηκαν ληστές και τον χτύπησαν. 2 (μτφ.) εκφράζω κριτική ή κατηγορίες για κπ ή κτ: Ο δημοσιογράφος επιτέθηκε στον καλεσμένο της εκπομπής με έντονες κατηγορίες. 3 ΣΤΡΑΤ κινούμαι εχθρικά εναντίον στρατού, περιοχής κτλ. 4 ΑΘΛ εφορμώ για να πετύχω νίκη: Σειρά των παικτών του Άρη να επιτεθούν. glassθέτω. επίθεση η: άμυνα. 1 το να επιτίθεται κανείς σε κπ ή κτ: η ~ του στρατού στη γειτονική χώρα. Δέχτηκα φραστική ~ από τον ομιλητή. 2 ΑΘΛ η κίνηση παικτών προς την αντίπαλη περιοχή για να πετύχουν θετικό αποτέλεσμα, η αντίστοιχη τακτική και το σύνολο των παικτών που την πραγματοποιούν: Η ομάδα δεν είχε καλή ~ σήμερα. επιθετικός2 -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με την επίθεση. 2 (για πρόσ.) αυτός που έχει την τάση να επιτίθεται. επιθετικά2 (επίρρ.). επιθετικός ο: παίκτης της επίθεσης. επιθετικότητα η.

επιτόπου & επί τόπου (επίρρ.): στο ίδιο σημείο: Του αφαίρεσαν το δίπλωμα ~, επειδή οδηγούσε μεθυσμένος. επιτόπιος -α -ο: ~ έρευνα.

επιτρέπω -ομαι:=αφήνω απαγορεύω (μτβ.) 1 παρέχω σε κπ το δικαίωμα ή την άδεια να κάνει κτ: Οι γονείς της δεν της ~ να βγαίνει μόνη. 2 αφήνω κτ να υπάρχει ή να συμβαίνει: Στην παιδική χαρά δεν ~ σκυλιά. επιτρεπτός -ή -ό.

επιτροπή η: 1 ομάδα ατόμων με εξουσία ή αρμοδιότητα να επιτελέσει ορισμένο έργο: ~ αξιολόγησης / κρίσης. 2 ειδικό διοικητικό όργανο: Ευρωπαϊκή ~.

επιτυγχάνω -ομαι αόρ. επέτυχα, παθ. αόρ. επιτεύχθηκα & [επίσ.] επετεύχθην, μππ. επιτυχημένος: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) [επίσ.] καταφέρνω να πραγματοποιήσω αυτό στο οποίο στόχευα: Ο στόχος μας επιτεύχθηκε με πολλή δουλειά και προσπάθειαglass πετυχαίνω. επιτυχής -ής -ές: αυτός που στέφεται από επιτυχία. glass σχ. αγενής. επιτυχώς (επίρρ.). επιτυχία η: 1 θετικό αποτέλεσμα προσπαθειών: Οι προσπάθειές του στέφθηκαν από ~. 2 έργο ή δημιούργημα που έχει στεφθεί από επιτυχία με τη σημ. 1: Αυτή η ταινία ήταν η μεγάλη ~ της χρονιάς. επίτευγμα το=κατόρθωμα: σημαντικό έργο: τεχνολογικό ~. επίτευξη η: το να πετυχαίνει κπ κτ.

επιφάνεια η: 1 το ανώτερο επίπεδο ή η εξωτερική πλευρά αντικειμένου: η ~ της γης / της θάλασσας / του εδάφους. 2 ΓΕΩΜ σύνολο σημείων που ορίζουν πλευρά στερεού σώματος: κοίλη / κυρτή / επίπεδη ~. 3 (μτφ.) α. ό,τι συνιστά την εξωτερική εικόνα πράγματος: Αν φύγεις από την ~ και δεις το βάθος των πραγμάτων, θα καταλάβεις την ουσία τους. β. το σύνολο των οικονομικών δυνατοτήτων κπ: οικονομική ~. επιφανειακός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται στην επιφάνεια σώματος ή αντικειμένου: ~ τραύμα. 2 (μτφ.) αυτός που γίνεται πρόχειρα, χωρίς διεξοδική μελέτη: ~ έλεγχος / γνώση. επιφανειακά (επίρρ.).

επιφανής -ής -ές: αυτός που είναι γνωστός σε όλους και καταξιωμένος για το έργο του: ~ συγγραφέας / πολιτικόςglass σχ. αγενής.

επιφυλάσσω -ομαι: (μτβ.) 1 προετοιμάζω κτ για κπ κρατώντας το κρυφό: Ποτέ δεν ξέρεις τι μας ~ το μέλλον. Θερμή υποδοχή επιφυλάχθηκε στον πρόεδρο. 2 παθ. αναβάλλω ενέργεια για το μέλλον, όταν οι συνθήκες θα είναι πιο κατάλληλες: Επιφυλάσσομαι να απαντήσω αργότερα. επιφύλαξη η: δισταγμός ή αμφιβολία για κτ ή κπ: Δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, έχω επιφυλάξεις. επιφυλακτικός -ή -ό. επιφυλακτικά (επίρρ.).

επιφώνημα το: ΓΛΩΣΣ φθόγγος ή λέξη που εκφράζει έντονο αίσθημα ή συναίσθημα. επιφωνηματικός -ή -ό. επιφωνηματικά (επίρρ.).

επιχείρημα το: συλλογισμός που χρησιμοποιείται για να στηρίξουμε ή να αντικρούσουμε κτ: Προσπαθούσε με λογικά επιχειρήματα να μας πείσει.

επιχειρώ -ούμαι: (μτβ.) προσπαθώ να πετύχω κτ: Άγνωστοι επιχείρησαν να ληστέψουν την τράπεζα. επιχείρηση η: 1 σύνολο συντονισμένων ενεργειών για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου, που είναι πολύπλοκος ή ενέχει κινδύνους: στρατιωτική ~. ~ διάσωσης των εγκλωβισμένων. 2 οικονομική δραστηριότητα με στόχο το κέρδος, καθώς και ο οργανισμός μέσω του οποίου πραγματοποιείται: Ασχολείται με την οικογενειακή ~. Δημόσια ~ Ηλεκτρισμού. επιχειρησιακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την επιχείρηση. επιχειρηματίας ο, η: πρόσωπο που είναι ιδιοκτήτης επιχείρησης (σημ. 2). επιχειρηματικός -ή -ό:1 αυτός που είναι σχετικός με την επιχείρηση (σημ. 2). 2 αυτός που έχει ικανότητες για επιχειρήσεις (σημ. 2): ~ μυαλό. επιχειρηματικά (επίρρ.).

επόμενος -η -ο: αυτός που ακολουθεί κπ ή κτ άλλο προηγούμενος: Να περάσει ο ~ ασθενής. είναι επόμενο: είναι αναμενόμενο, συμβαίνει ως φυσική συνέπεια των προηγουμένων: Ήταν ~ να αντιδράσει έτσι μετά τον καβγά τους. επομένη η: επόμενη ημέρα προηγουμένη. επομένως (σύνδ.): συνδέει πρόταση που δηλώνει το συμπέρασμα, τη λογική συνέπεια γεγονότος, ενέργειας κτλ.=άρα, συνεπώς: Βρέχει, ~ δε θα πάμε βόλτα σήμερα.

εποπτεύω -ομαι: (μτβ.) έχω τον συνολικό έλεγχο και την επίβλεψη πράγματος ή έργου: Το Υπουργείο ~ το έργο. εποπτεία η. επόπτης ο, -τρια η. εποπτικός -ή -ό.

έπος το: 1 ΛΟΓΟΤ λογοτεχνικό είδος σε έμμετρο λόγο, που περιγράφει θρυλικές πράξεις μυθικών ηρώων: Ομηρικά έπη / ~ του Γκιλγκαμές. 2 πολεμικά γεγονότα στη διάρκεια των οποίων σημειώθηκαν πράξεις ηρωισμού και μεγαλείου: το ~ του ’40. επικός -ή -ό. επικά (επίρρ.).

επουσιώδης -ης -ες: αυτός που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός=δευτερεύων ουσιώδης, σημαντικός: Ας αφήσουμε θέματα ~ και ας δούμε τα σημαντικά! glass σχ. αγενής. επουσιωδώς (επίρρ.).

εποχή η: 1 υποδιαίρεση του ηλιακού έτους: Οι τέσσερις ~ του χρόνου. 2 ιστορική περίοδος συγκεκριμένης διάρκειας: η ~ του Μεσοπολέμου. 3 χρονική περίοδος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Στην ~ μας η τεχνολογική πρόοδος είναι αλματώδης. εποχικός & εποχιακός -ή -ό. εποχικά & εποχιακά (επίρρ.).

Σημδ. από το γαλλ. époque, το οποίο προέρχεται από το ελνστ. ἐποχή «σημείο όπου φαίνεται να σταματάει ένα άστρο κατά το απόγειό του, χρονική περίοδος».

επώδυνος -η -ο: αυτός που προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό: Ο αποχωρισμός τους ήταν ιδιαίτερα ~. επώδυνα (επίρρ.).

επώνυμο το: οικογενειακό όνομα ανθρώπων = επίθετο: Δήλωσε όνομα και ~. επώνυμος -η -ο: 1 αυτός που είναι ευρύτερα γνωστός, δημοφιλής=διάσημος, γνωστός: Στην εκδήλωση παρέστησαν πολλοί ανώνυμοι και ~ θαυμαστές του. 2 αυτός που γίνεται ονομαστικά, με το όνομα κπ ανώνυμος: ~ καταγγελία. επωνύμως (επίρρ., σημ. 2) ανωνύμως. επωνυμία η: 1 πρόσθετη ονομασία προσώπου ή πράγματος, δηλωτική ιδιότητάς του: γνωστός και με την ~ ο Μέθυσος. 2 διακριτικό όνομα οργανισμού, σωματείου κτλ.: ~ εταιρείας.

ερασιτέχνης ο, η & [προφ.] -ισσα η: πρόσωπο που ασχολείται με κτ συστηματικά, χωρίς να είναι το επάγγελμά του: Είναι ~ ψαράς. ερασιτεχνικός -ή -ό. ερασιτεχνικά (επίρρ.).

εργάζομαι: (αμτβ.) 1 ασχολούμαι με κτ συστηματικά και με στόχο την εξασφάλιση χρημάτων, ασκώ επάγγελμα=δουλεύω: ~ στο υπουργείο. 2 ασχολούμαι συστηματικά και με όλες τις δυνάμεις μου για την επίτευξη στόχου = πασχίζω: Σε όλη του τη ζωή εργάστηκε για την ελευθερία και την ισότητα. εργαζόμενος -ο -η: πρόσωπο που εργάζεται, ασκεί κπ επάγγελμα: Απεργούν οι ~ στο Δημόσιο. εργασία η: 1 επαγγελματική ασχολία με στόχο την εξασφάλιση χρημάτων: γραφείο ευρέσεως ~. 2 συνήθ. πληθ. δραστηριότητα για την επίτευξη συγκεκριμένου στόχου: Άρχισαν οι ~ για την αναστήλωση του μνημείου. 3 μελέτη συγκεκριμένου αντικειμένου που ανατίθεται σε μαθητές: σπουδαστική / πτυχιακή ~. εργασιακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την εργασία: ~ χώρος / συνθήκες. εργάσιμος -η -ο: αυτός που διατίθεται για εργασία: ~ μέρες. εργάσιμη η: εργάσιμη ημέρα αργία. εργατικός -ή -ό: 1 αυτός που σχετίζεται με τον εργαζόμενο ή τον εργάτη: ~ ατύχημα / κίνημα / δίκαιο / νομοθεσία. 2 αυτός που εργάζεται με προθυμία και χωρίς να τεμπελιάζει τεμπέλης. εργατικά (επίρρ., στη σημ. 2). εργάτης ο, -τρια η: 1 πρόσωπο που εργάζεται χειρωνακτικά. 2 (μτφ.) πρόσωπο που ασχολείται συστηματικά με κτ για την επίτευξη στόχου: Υπήρξε ταπεινός ~ του πνεύματος. 3 μόνο το θηλ. μέλισσα που συλλέγει γύρη. glassσχ. έργο.

εργαλείο το: 1 αντικείμενο που διευκολύνει χειρωνακτική εργασία: Έβγαλε από τα ~ του ένα κατσαβίδι. 2 α. (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητο στην εργασία κπ: Το βιβλίο αυτό αποτελεί απαραίτητο ~ για τον δάσκαλο. β. οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει κπ για να επιτελέσει συγκεκριμένο έργο: Οι αγώνες θα χρησιμοποιηθούν ως ~ οικονομικής ανάπτυξης. glassσχ. έργο.

εργαστήριο το: 1 χώρος, ειδικά εξοπλισμένος, για την εκτέλεση επαγγελματικών εργασιών ή επιστημονικών πειραμάτων και μετρήσεων: ~ ζαχαροπλαστικής. πυρηνικό/αιματολογικό ~. 2 τμήμα ή υποσύνολο ερευνητικού οργανισμού που ασχολείται με την προώθηση της έρευνας σε συγκεκριμένο τομέα. εργαστηριακός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το (επιστημονικό) εργαστήριο: ~ έλεγχος. εργαστηριακά (επίρρ.).  glass  σχ. έργο.

έργο το: 1 ανθρώπινη δραστηριότητα, πνευματική ή χειρωνακτική, και το αποτέλεσμά της: ~ του ιδρύματος είναι η διάδοση του πολιτισμού. Η αντιπολίτευση επέκρινε σκληρά το κυβερνητικό ~. 2 α. (ειδικότ.) το σύνολο των εργασιών για την κατασκευή δρόμων, κτιρίων κτλ: Προσοχή, έργα στο μήκος της οδού! β. υποδομή που προκύπτει από τη σημ. 2α: Το ~ ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στους πολίτες. ~ κοινής ωφελείας. 3 α. δημιούργημα με καλλιτεχνική αξία: Στα ~ του συγκαταλέγονται ποιήματα και μυθιστορήματα. β. (ειδικ.) κινηματογραφική ταινία ή θεατρική παράσταση: Αυτό το ~ παίζεται καιρό στις αίθουσες.

Οι λ. εργάζομαι, εργαλείο, εργαστήριο, εργολάβος, προέρχονται από το ουσ. έργο, το οποίο ανάγεται στο ΑΕ ἔργον. Από το ουσ. έργο προέρχονται πολλά σύνθετα (και τα δικά τους παράγωγα): εργογραφία, εργοδηγός, εργοδότης, εργολήπτης, εργονομία, εργοστάσιο, εργοτάξιο, εργόχειρο, καινούριος κτλ.

εργοδότης ο, -τρια η: πρόσωπο που απασχολεί εργαζομένους σε οργανισμό, εταιρεία κτλ. = [οικ.] αφεντικό. glass  σχ. έργο.

εργολάβος ο: 1 επαγγελματίας στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων έργων, συνήθως κατασκευαστικών: ~ οικοδομών /τεχνικών έργων. 2 είδος γλυκού με αμύγδαλο. glass σχ. έργο.

εργοστάσιο το: κτίριο με ειδικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, και (συνεκδ.) η διοίκηση του εργοστασίου. εργοστασιακός -ή -ό. εργοστασιάρχης ο, η & [προφ.] -ισσα η: ιδιοκτήτης εργοστασίου. glass σχ. έργο.

ερεθίζω -ομαι: (μτβ.) 1 προκαλώ κοκκινίλα ή φλεγμονή σε όργανο ή μέρος του σώματος: Ο καπνός μού ~ τα μάτια. 2 κάνω κπ να θυμώσει=εξοργίζω, εξάπτω ηρεμώ: Ο άγριος τόνος της φωνής του με ερέθισε κι άρχισα να φωνάζω. 3 προκαλώ έντονο προβληματισμό ή συναίσθημα, διεγείρω τις αισθήσεις κπ = εξάπτω: Το έργο ερέθισε τη φαντασία του κοινού. 4 προκαλώ κπ ερωτικά. ερέθισμα το: 1α. εξωτερικό αίτιο που διεγείρει και προκαλεί τη λειτουργία αισθητηρίου οργάνου: οπτικό / ακουστικό ~. β. (μτφ.) οτιδήποτε προκαλεί ψυχική ή πνευματική δραστηριότητα ή εγρήγορση: Η παράσταση αποτελεί το ~ για τη σκέψη του θεατή. 2 κοκκινίλα ή φλεγμονή σε όργανο ή μέρος του σώματος: Απαιτείται απομάκρυνση από την πηγή του ερεθίσματος. ερεθισμός ο. ερεθιστικός -ή -ό. ερεθιστικά (επίρρ.).

ερείπιο το: 1 κτίριο το οποίο έχει καταστραφεί ή έχει υποστεί σοβαρές ζημιές. 2 (μτφ.) σε κακή κατάσταση ή κουρασμένος: Δεν μπορώ άλλο, είμαι ~ από την κούραση. ερειπώνω -ομαι (μτβ.). ερείπωση η.

ερευνώ -ώμαι: (μτβ.) 1 ψάχνω με προσοχή για κτ: Αστυνομικοί ~ την περιοχή για την αποκάλυψη στοιχείων. 2 μελετώ με προσοχή κτ: Ερευνώνται όλα τα πιθανά αίτια της έκρηξης. έρευνα η: 1 το σύνολο των ενεργειών για την αποκάλυψη στοιχείων. 2 συστηματική μελέτη για την προώθηση της επιστημονικής γνώσης: Ασχολείται με την ~ στον τομέα της βιοτεχνολογίας. ερευνητής ο, -ήτρια η: επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα. ερευνητικός -ή -ό. ερευνητικά (επίρρ.).

Από το AE ρ. ἐρευνῶ «αναζητώ, εξετάζω». Το σύνθ. διερευνώ σημαίνει εξετάζω κτ λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος.

ερήμην (επίρρ.): χωρίς να παρευρίσκεται ο ενδιαφερόμενος ή (γενικ.) χωρίς να γνωρίζει: Καταδικάστηκε ~. Η απόφαση πάρθηκε ~ του.

έρημος -η -ο: 1 (για τόπο) αυτός που δεν κατοικείται, είναι χωρίς ανθρώπους=ερημικός: Ναυαγοί σε ένα ~ νησί. 2 (για πρόσ.) αυτός που ζει μόνος του, κυρ. στην έκφρ. μόνος κι ~: εντελώς μόνος: Ζει ~. ερημώνω -ομαι: 1 (αμτβ.) γίνομαι έρημος, αδειάζω από κατοίκους: Τον χειμώνα τα νησιά ~. 2 (μτβ.) κάνω έναν τόπο έρημο, καταστρέφω: Συμμορίες λήστευαν και ερήμωναν τα χωριά. ερημιά η: ερημικό μέρος. ερημικός -ή -ό. ερημικά (επίρρ.). έρημος η: αχανής, αμμώδης έκταση γης χωρίς νερό και βλάστηση: ~ Σαχάρα / Καλαχάρι.

ερμηνεία η: 1 ανάλυση και απόδοση του νοήματος κειμένου, έννοιας κτλ.=εξήγηση: Το άρθρο αυτό του Συντάγματος επιδέχεται πολλές ερμηνείες. 2 τρόπος απόδοσης καλλιτεχνικού έργου: αξεπέραστη ~ ενός τραγουδιού. Η ~ της στον ρόλο της Αντιγόνης ήταν υπέροχη. 3 μεταφορά λέξης, φράσης ή κειμένου σε άλλη γλώσσα, που συχνά συνοδεύεται από σχόλια: απόδοση και ~ αγγλικών όρων στην ελληνική. ερμηνεύω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω εξήγηση=εξηγώ. 2 αποδίδω καλλιτεχνικό έργο. ερμηνευτικός -ή -ό. ερμηνευτικά (επίρρ.). ερμηνευτής ο, -εύτρια η.

έρπω μόνο ενστ.: (αμτβ.) προχωρώ με το σώμα στο έδαφος=σέρνομαι: Τα φίδια ~. ερπετό το: ζώο που ανήκει στη συνομοταξία των ζώων που κινούνται έρποντας.

ερυθρός -ά & -ή -ό: [επίσ.] αυτός που έχει κόκκινο χρώμα: ~ αιμοσφαίρια. Ερυθρός Σταυρός / Ερυθρά Ημισέληνος :διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις για προσφορά βοήθειας σε όσους έχουν πληγεί από καταστροφή.

έρχομαι αόρ. ήρθα & ήλθα, προστ. έλα, ελάτε: (αμτβ.) 1 α. κατευθύνομαι σε κπ σημείο ή μέρος προερχόμενος από αλλού: Την ώρα που εμείς φεύγαμε, ο Γιάννης ερχόταν. ~ στη ζωή / στον κόσμο: γεννιέμαι: Η κόρη μας ήρθε στη ζωή χθες. β. για γεγονός, φαινόμενο κτλ. που πρόκειται να γίνει, να συμβεί: ~ βροχή / μπόρα / πόλεμος. 2 α. φτάνω σε κπ τόπο = καταφθάνω, φθάνω: Το τρένο ~ στις 10. β. (μτφ.) φτάνω σε μια κατάσταση: Όταν έρθεις στην ηλικία μου, τότε θα καταλάβεις. γ. (μτφ.) καταλήγω κάπου: Έλα στο θέμα και μη μακρηγορείς. 3 γυρίζω εκεί από όπου ξεκίνησα, επιστρέφω: Φεύγω, αλλά δε θα αργήσω να ~. 4 προσέρχομαι, εμφανίζομαι, παίρνω μέρος κάπου: Δεν ήρθε στο πάρτι, γιατί ήταν άρρωστος. 5 έχω ως τόπο προέλευσης ή ως αφετηρία: Από πού μας ήρθε ο νέος καθηγητής; 6 (μτφ.) ακολουθώ σε σειρά, είμαι ο επόμενος: Θα σας δούμε την Τρίτη που μας έρχεται / την ερχόμενη Τρίτη. 7 καταλαμβάνω θέση στο πλαίσιο συναγωνισμού: ~ πρώτος / δεύτερος / τελευταίος. 8 (μτφ., + τ. γεν. της προσωπ. αντων.) α. αρχίζει να μου συμβαίνει κτ, αρχίζω να αισθάνομαι κτ: Mου ~ ζαλάδα / εμετός. β. απρόσ. έχω τη διάθεση, επιθυμώ να κάνω κτ: Mου ~ να τον δείρω. γ. (για ρούχο) εφαρμόζω: Πάχυνα και η φούστα μού ~ στενή. δ. φτάνω: Το νερό τής ερχόταν ως τη μέση της γάμπας. 9 (μτφ., + σε και ουσ.) δηλώνει ό,τι το ομόρριζο με το ουσ. ρήμα: ~ σε σύγκρουση με κπ: συγκρούομαι. ~ σε ευθυμία / στο κέφι: ευθυμώ. ~ στα λογικά μου / στα συγκαλά μου: λογικεύομαι. ~ σε συμφωνία με κπ: συμφωνώ. ερχομός ο.

Το ρ. έρχομαι, με προέλευση από το AE ρ. ἔρχομαι, απαντά σύνθετο με προθέσεις σε ρήματα όπως: ανέρχομαι, αντεπεξέρχομαι, απέρχομαι, διέρχομαι, παρέρχομαι κτλ.

έρωτας ο: 1 έντονο συναίσθημα προς κπ που συνοδεύεται και από σεξουαλική επιθυμία: Αυτό που νιώθω για τη Μαρία είναι βαθύς ~. 2 (μτφ.) υπερβολική αγάπη για κτ: Έχει ~ για τη δημοσιογραφία. 3 σεξουαλική πράξη: Γνώρισε τον ~ πολύ μικρή. κάνω ~ (με κπ): συνευρίσκομαι ερωτικά. 4 αυτός που είναι αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας: Ο Γιώργος ήταν ο μεγάλος ~ της ζωής της. ερωτικός -ή -ό. ερωτικά (επίρρ.). ερωτεύομαι: (μτβ. και με παράλ. αντικ.) νιώθω το συναίσθημα του έρωτα.

ερωτώ -ώμαι [επίσ.] & ρωτώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) ζητώ να μάθω κτ: Σας ~, κύριοι, εσείς τί θα κάνατε στη θέση μου; Με ρώτησε τι ώρα είναι. ερώτηση η: το να ρωτά κπ κτ και (συνεκδ.) αυτό που ρωτάει. ερώτημα το: αυτό που ρωτάει κπ. ρώτημα το: [προφ., σπάν.] ερώτημα, κυρ. στην έκφρ. θέλει και ~;: για να δείξουμε ότι μας ρωτούν κτ αυτονόητο: - Θες παγωτό; - Βεβαίως, ~; ερωτηματικός -ή -ό. ερωτηματικά (επίρρ.). ερωτηματικό το: το σημείο στίξης που συνοδεύει ερώτηση.

έσοδο το: συνήθ. πληθ. χρηματικό ποσό το οποίο λαμβάνει κπ από την εργασία του ή άλλες νόμιμες πηγές έξοδο.

εσοχή η: τμήμα επιφάνειας που βρίσκεται πιο μέσα από τη γραμμή που ορίζει το περίγραμμά του εξοχή, προεξοχή: Ράφια για βιβλία τοποθετήθηκαν στην ~ του τοίχου.

εστία η: 1 τόπος ή χώρος μόνιμης διαμονής: οικογενειακή / συζυγική / πατρική ~. 2 (μτφ.) σημείο όπου συμβαίνει ή ξεσπά κτ: ~ φωτός / θερμότητας /μόλυνσης /πολέμου /φωτιάς. 3 α. [επίσ.] το τζάκι. β. τμήμα συσκευής στο οποίο γίνεται η καύση ή αναπτύσσεται θερμοκρασία: ~ ηλεκτρικής κουζίνας. 4 ΦΥΣ σημείο συγκέντρωσης των ακτίνων φωτεινής δέσμης: η ~ του φακού / του κατόπτρου. 5 ΓΕΩΛ σημείο κάτω από την επιφάνεια της γης από το οποίο ξεκινά σεισμός: H ~ του σεισμού εντοπίστηκε δυτικά της Αθήνας. 6 ΑΘΛ τμήμα γηπέδου που ορίζεται από τα δοκάρια και τα δίχτυα και όπου πρέπει να μπει η μπάλα, για να σημειωθεί γκολ. εστιάζω -ομαι: 1 (αμτβ.) α. ΦΥΣ συγκεντρώνω με τα κατάλληλα οπτικά ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα δέσμη φωτός ή ροή σωματιδίων σε συγκεκριμένο σημείο: Ο φακός ~ για τη λήψη φωτογραφίας. β. (μτφ.) δίνω σημασία σε κπ ή έμφαση σε κπ ή κτ: Η ομιλία του εστιάζεται σε δύο σημεία. 2 (μτβ.) επικεντρώνω την προσοχή μου σε κτ: Αν εστιάσεις την προσοχή σου σε αυτά που διαβάζεις, τότε ίσως καταλάβεις! εστιακός -ή -ό. εστίαση η.

Από την ΑΕ ἑστία «τζάκι, σπίτι, βωμός».

εσύ & συ (αντων.) εν. γεν. (ε)σένα & σου, αιτ. (ε)σένα & σε, κλητ. (ε)σύ, πληθ. ον. & κλητ. εσείς, γεν. & αιτ. εσάς & σας: χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να 1 (προσωπ., β΄ προσ.) α. αναφερθεί στον συνομιλητή του: ~ να φύγεις, και γρήγορα μάλιστα! Ποιος σας είπε να μπείτε; β. πληθ. απευθυνθεί στον συνομιλητή του με ευγένεια ή σεβασμό: Ο γιατρός θα σας δεχτεί σε λίγο.  glassαυτός & σε. 2 (οι αδύν. τ. της γεν. ως κτητ. αντων.) αναφερθεί στον συνομιλητή του ως ιδιοκτήτη πράγματος ή πρόσωπο που σχετίζεται με κπ: Μάζεψε τα πράγματά σου! glass  δικός & αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.

έσχατος -η -ο: αυτός που έρχεται ή συμβαίνει στο τέλος ή πρόσφατα=τελευταίος. η εσχάτη των ποινών: η θανατική ποινή. εσχάτως (επίρρ.): πρόσφατα, τελευταίως.

εσωτερικός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται σε κλειστό χώρο: ~ χώρος / διακόσμηση. 2 αυτός που εντοπίζεται ή προέρχεται από περιοχή εντός των συνόρων μιας χώρας: ~ μετανάστευση. 3 αυτός που προέρχεται από ή αναφέρεται στην ψυχή του ανθρώπου: άνθρωπος με πλούσιο ~ κόσμο. 4 αυτός που είναι έγκλειστος σε χώρο: ~ οικιακή βοηθός /μαθητής ~ σε σχολείο. εσωτερικό το: η περιοχή που ορίζεται από τα σύνορα μιας χώρας εξωτερικό: πτήσεις εσωτερικού. εσωτερικεύω -ομαι (μτβ.).

εταιρεία η: 1 επιχείρηση με συγκεκριμένη νομική μορφή και οργανωτική δομή που δραστηριοποιείται με στόχο το οικονομικό κέρδος: Δουλεύει στην ~ του πατέρα του. 2 οργάνωση κοινής ωφελείας με συγκεκριμένο στόχο: ~ προστασίας ζώων. εταίρος ο, η. εταιρικός -ή -ό.

Από το ΑΕ ἑταιρεία. Συχνά απαντά και η γραφή εταιρία.

ετερώνυμος -η -ο: 1 ΦΥΣ αυτός που έχει διαφορετικό ηλεκτρικό φορτίο ομώνυμος: ~ πόλοι μπαταρίας. 2 ΜΑΘ ~ κλάσματα ομώνυμα κλάσματα: με διαφορετικό παρονομαστή.

Από τα ΑΕ ἑτερο- + -ώνυμος (< ὄνυμα αιολικός τ. του ὄνομα).

έτοιμος -η -ο: 1 αυτός που με τις κατάλληλες ενέργειες έχει γίνει ικανός για άμεση χρήση ή για κπ σκοπό: Ήταν ~ κι έφυγαν αμέσως. Το φαγητό ήταν ~ και σερβιρισμένο. 2 αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση λίγο πριν γίνει κτ: ~ ήταν να λιποθυμήσει! 3 (για ρούχα, έπιπλα κτλ.) αυτός που κατασκευάζεται μαζικά με βάση συγκεκριμένα μέτρα και όχι με παραγγελία: βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων. 4 αυτός που είναι αποφασισμένος να κάνει κτ: ~ είναι για καβγά! ετοιμότητα η: 1 κατάσταση στην οποία κπ είναι έτοιμος: Ο στρατός βρίσκεται σε πολεμική ~. 2 η ικανότητα κπ να δίνει γρήγορες και έξυπνες απαντήσεις: Απαντά με μεγάλη ~ στα σχόλια των δημοσιογράφων. ετοιμάζω -ομαι: (μτβ.) 1 ενεργώ ώστε κπ ή κτ να είναι έτοιμος: ~ τα παιδιά για ύπνο. 2 κάνω ό,τι χρειάζεται για να γίνει κτ=οργανώνω, σχεδιάζω: ~ τη γιορτή της εταιρείας. 3 παθ. (για πρόσ.) (ενεργώ ώστε να) είμαι έτοιμος με τη σημ. 2: Ετοιμαζόταν να το σκάσει όταν τον έπιασαν. ετοιμασία η: το να ετοιμάζει κπ κτ.

έτος το:=χρόνος 1 α. χρονική περίοδος διάρκειας 365 (366 στα δίσεκτα) ημερών: Ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 5% σε διάστημα τριών ετών. β. η χρονική περίοδος ενός έτους για τον προσδιορισμό της ηλικίας: Έχει έναν γιο τριών ετών. 2 α. η περίοδος ενός έτους, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου: ημερολογιακό ~. β. το έτος όπως καθορίζεται από ορισμένο σύστημα χρονολογίας: το έτος 1968 μ.Χ. 3 χρονική περίοδος συγκεκριμένων εργασιών: σχολικό ~. 4 ΑΣΤΡΟΝ η χρονική περίοδος που αντιστοιχεί στην περιφορά ενός σώματος γύρω από ένα άλλο: ηλιακό /σεληνιακό έτος. ετήσιος -α -ο:1 αυτός που γίνεται μία φορά κάθε χρόνο: ~ συνάντηση του συλλόγου. 2 αυτός που διαρκεί ή αντιστοιχεί σε έναν χρόνο: ~ θητεία/έσοδα. ετησίως (επίρρ.).

Από το ΑΕ ἔτος. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα επέτειος, (ε)φέτος, επετηρίδα, καθώς επίσης και τα παραγωγικά επιθήματα -ετής (τρι-ετής, δεκα-ετής κτλ.) και -ετία (δι-ετία, δεκα-ετία κτλ.).

έτσι (επίρρ.): 1 με αυτόν τον τρόπο αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά: ~ γίνεται το φαγητό, όπως σας έδειξα. 2 χωρίς λόγο: ~ το έκανε, για πλάκα. 3 τόσο: Γιατί φωνάζεις ~; 4 (ως σύνδ.) σε αφηγήσεις, συνδέει με τα προηγούμενα: Κι ~, φύγανε μαζί. 5 σε επιφ. χρήση: ~ μπράβο, να σε χαρώ! (επιδοκιμασία).

ευ- & εύ-: πρόθημα λόγιας προέλευσης 1 στη θέση του ευκολο- δυσ-: ευκίνητος «αυτός που μπορεί να κινηθεί με ευκολία». 2 που προσδίδει στο β΄ συνθ. κπ θετική ιδιότητα: εύθυμος, ευτυχώ. 3 που δηλώνει ότι η σύνθετη λέξη έχει αυτό που εκφράζει το β΄ συνθ.: ευσταθής «αυτός που έχει ευστάθεια, που είναι σταθερός».


Σύνθετα με ευ-
εύκολα θετική ιδιότητα έχει αυτό που εκφράζει
το β΄ συνθ.
ευέλικτα
ευέλικτος
ευελιξία
εύθικτος
ευθιξία
ευνόητος
ευπάθεια
ευπαθής
εύφλεκτος
εύχρηστος
εύστοχα
ευστοχία
εύστοχος
ευστοχώ
εύστροφα
ευστροφία
εύστροφος
ευσυνειδησία
ευσυνείδητα
ευσυνείδητος
ευσέβεια
ευσεβής
ευσεβώς

ευαγγέλιο το & [λαϊκ.] βαγγέλιο το: 1 ΕΚΚΛ α. καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στον βίο και τη διδασκαλία του Χριστού. β. η διδασκαλία του Χριστού. 2 (μτφ.) α. αρχή ή θεωρία που κρίνεται αλάνθαστη και ακολουθείται πιστά: Ο λόγος του είναι ~ για μένα. β. βιβλίο με τις βασικές αρχές μιας θεωρίας: Το «Κεφάλαιο» είναι το ~ του κομουνισμού. ευαγγελιστής ο: ΕΚΚΛ 1 συγγραφέας του Ευαγγελίου στη σημ. 1α. 2 χριστιανός διαμαρτυρόμενος, που δέχεται μόνο τα Ευαγγέλια ως σημείο αναφοράς της πίστης του. ευαγγελικός -ή -ό: αυτός που περιέχεται ή προέρχεται από τα Ευαγγέλια. ευαγγελικός ο, η: ευαγγελιστής με τη σημ. 2.

ευαίσθητος -η -ο: 1 αυτός που αισθάνεται έντονα κτ (ερέθισμα, κατάσταση) και επηρεάζεται από αυτό: Έχει ~ ούλα, συνέχεια ματώνουν. ~ στο κρύο / στη ζέστη. 2 (για πρόσ.) α. αυτός που αναστατώνεται ή συγκινείται εύκολα: Είναι πολύ ~, κλαίει εύκολα. β. αυτός που γνωρίζει και δείχνει ενδιαφέρον για πρόβλημα, δυσάρεστη κατάσταση κτλ.: Είναι ιδιαίτερα ~ σε θέματα ρατσισμού. 3 (για καταστάσεις κτλ.) αυτός που απαιτεί προσεκτικό χειρισμό: πολιτικά ~ θέμα. ευαισθησία η.

ευάλωτος -η -ο: αυτός που εύκολα παθαίνει κτ κακό ή επηρεάζεται αρνητικά: Ένας εξασθενημένος οργανισμός είναι ~ σε αρρώστιες.

Από τα ΑΕ εὐ + ἁλωτός (< ἁλίσκομαι «συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι»).

ευγενής ο, η: πρόσωπο που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη και συνήθως έχει τίτλο: Οι ευγενείς αντέδρασαν στην απώλεια των προνομίων τους. ευγενής -ής -ές: 1 α. αυτός που έχει σχέση με τον ευγενή: Είναι ευγενούς καταγωγής. β. (μτφ., για πράγματα) αυτός που έχει ανώτερη ποιότητα από τα όμοιά του: ευγενή μέταλλα /αέρια. 2 [επίσ.] αυτός που είναι σύμφωνος με ή ακολουθεί τους κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς αγενής: ~ χειρονομία. Ήταν ευγενέστατη, μιλούσε με γλυκύτητα. 3 αυτός που είναι ηθικά, πνευματικά ανώτερος: ~ συναισθήματα. glass σχ. αγενής. ευγενώς (επίρρ. στις σημ. 2 και 3). ευγενικός -ή -ό: ευγενής στις σημ. 2 & 3. ευγενικά (επίρρ.). ευγένεια η: 1 η σωστή κοινωνική συμπεριφορά αγένεια: Μας φέρθηκαν με μεγάλη ~. 2 ηθική ή πνευματική ανωτερότητα: Τον χαρακτηρίζει ~ ψυχής. 3 τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ευγενή: τίτλος ευγενείας.

ευγνωμοσύνη η: η διάθεση κπ να ευχαριστήσει κπ άλλο για κτ καλό που του έχει κάνει αγνωμοσύνη, αχαριστία: Σας χρωστώ αιώνια ~! ευγνωμονώ μόνο ενστ. & πρτ.: (μτβ.) νιώθω ή εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου σε κπ: Σας ~ για το καλό που μου κάνατε! ευγνώμων & -ονας -ων -ον.

ευδοκιμώ: (αμτβ.) 1 (για φυτά) βρίσκω τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθώ: Εδώ ~ οι ελιές. 2 (για ενέργειες) έχω επιτυχές αποτέλεσμα: Δεν ευδοκίμησαν οι ενέργειες που έκανε για μετάθεση. 3 παρουσιάζω ανάπτυξη, πρόοδο: ~ η εταιρεία. ευδοκίμηση η.

ευεξία η: πολύ καλή κατάσταση της υγείας που δημιουργεί ανάλογη ψυχική διάθεση: Νιώθει ~ μετά τη γυμναστική.

ευεργέτης ο, -ιδα & [επίσ.] -ις & [λαϊκ.] -ισσα η: αυτός που βοήθησε κπ, κυρίως οικονομικά, ή συνεισέφερε σε έργο κοινωνικής ωφελείας: Είναι ο ιδρυτής και ~ του σχολείου μας. ευεργεσία η: καλή πράξη που κάνει κπ για να βοηθήσει κπ άλλο=φιλανθρωπία. ευεργετώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω ευεργεσία. 2 ωφελώ κπ ή κτ: Ευεργετήθηκαν πολλοί από αυτόν τον νόμο. ευεργετικός -ή -ό: αυτός που ωφελεί κπ ή κτ=ωφέλιμος βλαπτικός. ευεργετικά (επίρρ.). ευεργέτημα το: η ωφέλεια που προέρχεται από κτ: τα ευεργετήματα του νόμου.

ευημερία η: άνετος τρόπος ζωής χάρη στην καλή οικονομική κατάσταση κπ: Εργάζεται σκληρά για την ~ των δικών του. ευημερώ μόνο ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) είμαι σε κατάσταση ευημερίας.

ευθανασία η: πρόκληση ανώδυνου θανάτου σε ανίατο άρρωστο ή ετοιμοθάνατο, συνήθως μετά από απαίτησή του ή με τη σύμφωνη γνώμη του.

εύθυμος -η -ο: αυτός που νιώθει ή προκαλεί χαρά: ~ άνθρωπος/ιστορία. εύθυμα (επίρρ.). ευθυμία η. ευθυμώ: (μτβ & αμτβ.) νιώθω ή προκαλώ σε κπ χαρά.

Από τα ΑΕ εὐ + θυμός «καρδιά».

ευθύνη η: 1 η υποχρέωση κπ να κάνει κτ και να λογοδοτήσει για αυτό: Ανέλαβε την ~ της διοργάνωσης. 2 η αναγνώριση κπ ότι προξένησε ζημιά σε κπ ή κτ.: Αρνήθηκε κάθε ~ για το ατύχημα. ευθύνομαι μόνο στον ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) έχω την ευθύνη για κτ.

ευθύς -εία -ύ γεν. αρσ. & ουδ. -έος, πληθ. αρσ. -είς, ουδ. -έα: 1 αυτός που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες, που συνεχίζει στην ίδια κατεύθυνση=ίσιος: Μετά τη στροφή συνέχιζε ένας ~ δρόμος. Τραβούσε ~ γραμμές με τον χάρακα. 2 αυτός που εκφράζεται ή διατυπώνεται χωρίς περιστροφές: Είναι έντιμος, ειλικρινής και ~ στις κρίσεις του. Έκανε ~ κριτική στην κυβέρνηση. 3 ΓΛΩΣΣ ευθεία ερώτηση: ερώτηση με ερωτηματικό στο τέλος. ευθεία η: α. ευθεία γραμμή καμπύλη, τεθλασμένη: Με τον χάρακα τράβηξε μια ~. β. ευθύς δρόμος: Στο τέλος της μεγάλης ~ θα βρείτε το σπίτι. τελική ~: τελική φάση: Μπήκαμε στην ~ για τις εκλογές. ευθεία (επίρρ. στη σημ. 1α): Θα προχωρήσετε ~ και στο πρώτο στενό θα στρίψετε. ευθέως (επίρρ.) χωρίς περιστροφές: Μας εξήγησε ~ τι συμβαίνει. ευθύς (επίρρ.) χωρίς να χαθεί χρόνος=αμέσως: Έφυγε ~ μετά το τέλος της γιορτής.

ευκαιρία η: 1 κατάσταση κατάλληλη να κάνει κπ κτ που επιθυμεί: Δεν του δόθηκε η ~ να σπουδάσει. επί τη ~ /επ’ ~ /με την ~: παίρνοντας ως ευκαιρία κτ. 2 προσφορά εμπορεύματος σε χαμηλή τιμή, καθώς και το εμπόρευμα αυτό: Αγόρασα ένα παλτό σε τιμή ευκαιρίας. Tο σπίτι αυτό ήταν μεγάλη ~. ευκαιριακός -ή -ό: αυτός που γίνεται όταν βρεθεί η ευκαιρία=περιστασιακός, προσωρινόςμόνιμος. ευκαιριακά (επίρρ.). ευκαιρώ: 1 (αμτβ.) έχω ελεύθερο χρόνο. 2 (μτβ.) έχω την ευκαιρία να κάνω κτ: Δεν ~ ούτε τηλέφωνο να πάρω! εύκαιρος -η -ο:=διαθέσιμος. 1 αυτός που ευκαιρεί να κάνει κταπασχολημένος: Δεν είναι ~, μιλάει με πελάτες. 2 αυτός που είναι διαθέσιμος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κπ: Δε βρήκε ~ τηλέφωνο και πήρε από το κινητό.

ευκατάστατος -η -ο: αυτός που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση=εύπορος, πλούσιος άπορος, φτωχός.

εύκολος -η -ο: δύσκολος 1 α. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο ή πολλή προσπάθεια: Το μάζεμα της ελιάς δεν είναι ~ δουλειά. Δεν ήταν~ να τον πείσουμε. β. αυτός που εξελίσσεται χωρίς δυσκολίες δύσκολος: Μέχρι τώρα ήταν τυχερός και είχε μια ~ ζωή. γ. [μειωτ.] αυτός που θεωρείται ότι δεν έχει αξία, επειδή είναι εύκολος με τη σημ. 1α: Επαναπαύτηκε στις ~ λύσεις. 2 αυτός που δε δημιουργεί προβλήματα, δυσκολίες ή που ικανοποιείται εύκολα=βολικός, καλόβολος: Είναι ~ στο φαγητό, τρώει τα πάντα. εύκολα & ευκόλως (επίρρ.). ευκολία η: 1 δυσκολία α. η ιδιότητα του εύκολου στη σημ. 1α. β. η ικανότητα να κάνει κπ κτ χωρίς κόπο=ευχέρεια: Δείχνει φοβερή ~ στην κατανόηση του προβλήματος. 2 α. κτ που γίνεται για να βοηθήσει κπ = διευκόλυνση, εξυπηρέτηση: Τα κινητά τηλέφωνα είναι μεγάλη ~. β. πληθ. τα μέσα που κάνουν ευκολότερη τη ζωή μας: ξενοδοχείο που παρέχει όλες τις ευκολίες. ευκολύνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ (πιο) εύκολο=διευκολύνω δυσκολεύω. 2 βοηθώ κπ, κυρίως οικονομικά: Μας ευκόλυνε πολύ με το δάνειο που μας έδωσε. 3 παθ. έχω τη δυνατότητα να κάνω κτ (κυρ. για υποχρεώσεις): Δεν ευκολύνομαι τώρα να σας δω.

ευλάβεια η: έκφραση συναισθημάτων λατρείας και σεβασμού προς το θείο ή κτ που θεωρείται ιερό: Προσκύνησε με ~ τις εικόνες των αγίων. ευλαβής -ής -ές: αυτός που εκφράζει ευλάβεια = ευσεβής.  glass σχ. αγενής. ευλαβώς (επίρρ.). ευλαβικός -ή -ό: αυτός που εκφράζει ή γίνεται με ευλάβεια. ευλαβικά & -ώς (επίρρ.).

ευλογιά η & [λαϊκ.] βλογιά η: ΙΑΤΡ βαριά λοιμώδης, επιδημική νόσος που εκδηλώνεται με εξανθήματα στο σώμα, που αφήνουν σημάδια.

ευλογία η: 1 ευχή, κυρίως ιερέα, ηλικιωμένων ή γονέων: με τις ευλογίες κπ: με τη σύμφωνη γνώμη. 2 (μτφ.) καθετί καλό για το οποίο νιώθουμε ευγνωμοσύνη. ευλογώ -ούμαι & ευλογάω -ιέμαι & [λαϊκ.] βλογάω -ιέμαι: (μτβ.) 1 ΕΚΚΛ α. (για τον Θεό) δίνω τη θεία χάρη: Ο Θεός να σε ευλογεί! (ως ευχή). β. (για ιερείς) καθαγιάζω με θρησκευτική τελετή: Ο ιερέας ευλόγησε τον γάμο. 2 εκφράζω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη σε κπ ή για κτ=δοξάζω, τιμώ: ~ τη στιγμή που μας είδες! ευλογητός -ή -ό: αυτός που αξίζει να τον ευλογεί κπ: ~ ο Θεός. ευλόγηση η.

εύλογος -η -ο: αυτός του οποίου είναι εύκολο να καταλάβεις τον λόγο ύπαρξης=δικαιολογημένος, λογικός: Η ρευστότητα της οικονομίας δημιουργεί εύλογες ανησυχίες. εύλογα & [επίσ.] ευλόγως (επίρρ.)

ευνοώ -ούμαι: 1 εκφράζω την προτίμησή μου για κπ ή κτ υποστηρίζοντάς το(ν) έναντι άλλων: Τους ευνόησε η διαιτησία και κέρδισαν τον αγώνα. 2 δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες: Η οικονομία της χώρας ~ τις ιδιωτικές επενδύσεις. εύνοια η: διάθεση υποστήριξης που δείχνει κπ, κυρίως ισχυρός, για κπ άλλο δυσμένεια. ευνοϊκός -ή -ό. ευνοϊκά (επίρρ.). ευνοούμενος -η -ο.

ευπρεπής -ής -ές:=αξιοπρεπής 1 αυτός που είναι σύμφωνος με τα κοινωνικά πρότυπα απρεπής: Δεν είναι ευπρεπές να μιλάς απότομα. 2 αυτός που έχει γίνει με σχετική επιμέλεια και είναι ικανοποιητικού επιπέδου: Έκανε μια ~ παρουσία. glass σχ. αγενής. ευπρεπώς (επίρρ.). ευπρέπεια η. ευπρεπίζω ομαι (μτβ.). ευπρεπισμός ο.

ευρίσκω -ομαι: [επίσ.]=βρίσκω. εύρεση η: [επίσ.] το να βρίσκει κπ κτ: γραφείο ευρέσεως εργασίας. εύρημα το: 1 οτιδήποτε βρίσκει κπ μετά από έρευνα ή τυχαία: Τα αρχαιολογικά ευρήματα ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές. 2 οτιδήποτε επινοεί κπ: Πρόκειται για διαφημιστικό ~. ευρηματικός -ή -ό:=επινοητικός 1 αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί: ~ σκηνοθέτης. 2 αυτός που χαρακτηρίζεται από επινοητικότητα και πρωτοτυπία: ~ λύση. ευρηματικά (επίρρ.) ευρηματικότητα η.

ευρύς -εία -ύ γεν. αρσ. & ουδ. -έος, πληθ. αρσ. -είς, ουδ. -έα: 1 αυτός που έχει μεγάλο πλάτος ή έκταση: ~ στέρνο. Η ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου. 2 (μτφ.) αυτός που έχει μεγάλη διάδοση ή αφορά σε πολλά στοιχεία: Με τον τίτλο αυτό καλύπτει ένα ~ φάσμα δραστηριοτήτων. ευρέως (επίρρ., κυρ. στη σημ. 2). ευρύτητα η: κυρ. στη σημ. 2. εύρος το: 1 το πλάτος. 2 (μτφ.) η έκταση.

ευρώ το άκλ.: κοινό νόμισμα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν κοινή νομισματική πολιτική.

ευτελής -ής -ές: 1 α. αυτός που είναι κατώτερος σε αξία ή χαμηλής ποιότητας: ~ ποσό. =μικρός. Χρησιμοποίησε ευτελή υλικά για να μειώσει το κόστος. 2 (μτφ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αξιοπρέπειας, μικρότητα: Χρησιμοποιεί ~ μέσα για να πετύχει τους σκοπούς τουglass σχ. αγενής. ευτέλεια η. ευτελίζω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) κάνω κτ ευτελές. ευτελισμός ο.

ευτυχία η: 1 βαθιά χαρά και ικανοποίηση: Η ~ τους ολοκληρώθηκε με τη γέννηση του παιδιού τους. 2 καλή τύχη, θετική κατάληξη ατυχία: Είχε την ~ να διδαχθεί από καλούς δασκάλους. ευτυχής -ής -ές: 1 αυτός που νιώθει ευτυχία: Είμαι ~ που σας γνωρίζω. 2 αυτός που προκαλεί ευτυχία ατυχής: το ~ γεγονός (συνήθως γάμος ή γέννηση παιδιού). Γνωρίστηκαν από μια ~ συγκυρίαglass σχ. αγενής. ευτυχώς (επίρρ.): για να εκφράσει ο ομιλητής βαθιά χαρά και ικανοποίηση για κτ καλό: ~, μας βοήθησε πολύ η τύχη! ευτυχώ: 1 κυρ.αόρ. α. (μτβ.) έχω την τύχη να: Ευτύχησε να τους δει παντρεμένους πριν πεθάνει. β. (αμτβ.) πετυχαίνω σε κτ ατυχώ: Δεν ευτύχησε στην επιλογή του συζύγου της. 2 (αμτβ.) νιώθω ευτυχία δυστυχώ. ευτυχισμένος -η -ο: αυτός που νιώθει, που εκφράζει ή χαρακτηρίζεται από ευτυχία: ~ χαμόγελο / στιγμές. ευτυχισμένα (επίρρ.). ευτύχημα το: ευτυχές γεγονός, που φέρνει καλή τύχη, θετική κατάληξη: Ήταν ~ που βρέθηκε εκεί κάποιος και τον βοήθησε.

εύφορος -η -ο: αυτός που (μπορεί να) παράγει πολλούς καρπούς=γόνιμος: ~ κοιλάδα / χώμα. ευφορία η: 1 η ιδιότητα του εύφορου. 2 συναίσθημα έντονης ψυχικής ευχαρίστησης: Η ανακοίνωση προκάλεσε ~ στο κοινό.

Προσοχή στη διαφορετική σημασία και γραφή των ομόηχων εύφορος - έφορος και ευφορία - εφορία!

ευφυής -ής -ές:=έξυπνος 1 αυτός που μπορεί να αντιλαμβάνεται, να σκέφτεται και να κρίνει πολύ γρήγορα και σωστά. 2 αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον ευφυή: ~ βλέμμα / σχέδιοglass  σχ. αγενής. ευφυώς (επίρρ.). ευφυΐα η: 1 α. η ιδιότητα του ευφυούς. β. η νοητική ικανότητα ενός ατόμου: χαμηλός / υψηλός βαθμός ευφυΐας. 2 πρόσωπο ευφυές στη σημ. 1=διάνοια: Είναι ~ στα μαθηματικά.

Από τα ΑΕ εὐ + φυής ( < φύομαι «αναπτύσσομαι, ανθίζω»).

ευχαριστώ & [λαϊκ.] φχαριστώ -ιέμαι: (μτβ.) 1 α. ενεργ. εκφράζω σε κπ την ευγνωμοσύνη μου: Σας ~ για τη βοήθειά σας. β. (ως επιφ.) τυπική έκφραση ευγένειας ή ευγνωμοσύνης που χρησιμοποιείται ως απάντηση στο ενδιαφέρον, τη φιλοφρόνηση κτλ. κπ. 2 α. προκαλώ σε κάποιον χαρά και ικανοποίηση δυσαρεστώ: Πολύ με ευχαρίστησε η επίσκεψή σας! β. παθ. αντλώ χαρά και ικανοποίηση από κτ ή κπ=απολαμβάνω: Ευχαριστήθηκα φαγητό σήμερα! ευχαρίστηση η: συναίσθημα χαράς και ικανοποίησης δυσαρέσκεια.ευχαριστία η: 1 συνήθ. πληθ. έκφραση ευγνωμοσύνης: Δεχτείτε τις ευχαριστίες μας. 2 ΕΚΚΛ Θεία ~: το μυστήριο της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του Χριστού. ευχάριστος -η -ο δυσάρεστος. ευχάριστα (επίρρ.) δυσάρεστα: Περάσαμε πολύ ~ στο πάρτι. ευχαρίστως: (επίρρ.) με ευχαρίστηση, κυρ. ως θετική απάντηση σε πρόσκληση: ~ να σας βοηθήσω. ευχαριστήριος -α -ο: αυτός που εκφράζει ευχαριστία.

ευχέρεια η: 1 η δυνατότητα ή η ικανότητα κπ να κάνει κτ εύκολα=ευκολία δυσχέρεια, δυσκολία: ~ λόγου=ευγλωττία. διακριτική ~: η δυνατότητα που δίνεται σε κπ να αποφασίσει για κτ. 2 το να διαθέτει κπ κτ: Δεν έχει ~ χρόνου.

ευχή & [λαϊκ.] ευκή η: 1 α. έκφραση έντονης επιθυμίας ή ελπίδας κπ να γίνει κτ καλό κατάρα: Η ~ της να μπει στο πανεπιστήμιο έπιασε. β. τυποποιημένη έκφραση που απευθύνεται σε κπ άλλο για υγεία, ευημερία κ.λπ.: Πολλές ευχές για τον καινούριο χρόνο! 2 ΕΚΚΛ παράκληση προς τον Θεό για την προστασία κπ. εύχομαι: (μτβ.) εκφράζω την ευχή να γίνει κτ θετικό καταριέμαι: ~ να μην ξαναγίνουν πόλεμοι. Σας ~ υγεία κι ευτυχία!

ευωδιά η & ευωδία η: ευχάριστη μυρωδιά δυσοσμία: η ~ των λουλουδιών. ευωδιάζω (αμτβ.). ευωδιαστός -ή -ό.

εφάπαξ: 1 (επίρρ.) μόνο μία φορά, σε μία δόση: Έδωσαν το ποσό σε δόσεις και όχι ~. 2 (ως επίθ.): Απαιτείται η ~ καταβολή του ποσού. εφάπαξ το άκλ.: χρηματικό ποσό που δίνεται σε δημόσιο υπάλληλο που συνταξιοδοτείται.

Από τα ὐφ' (< ἐπί) + ἅπαξ «μία φορά».

εφάπτομαι μόνο ενστ.: (μτβ.) ακουμπώ σε κπ σημείο μιας επιφάνειας: Η ευθεία ~ του κύκλου. Το σπίτι μας ~ με μια πολυκατοικία στα δυτικά. εφαπτομένη η: ΜΑΘ ευθεία που εφάπτεται ενός κύκλου ή μίας καμπύλης, χωρίς όμως να τον / την τέμνει.

εφαρμόζω -ομαι: 1 α. (μτβ.) βάζω κτ πάνω σε κτ άλλο, ώστε να ταιριάζουν απόλυτα: Δεν εφάρμοσες καλά το καπάκι στο δοχείο. β. (αμτβ.) ταιριάζω, προσαρμόζομαι καλά σε κάτι: Δεν ~ τα παράθυρα και μπαίνει αέρας. 2 (μτβ.) χρησιμοποιώ, κάνω πράξη (ιδέα, θεωρία, σύστημα κτλ.): Στο σχολείο μας ~ οι πιο σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές. εφαρμογή η. εφαρμοστός -ή -ό: αυτός που εφαρμόζει (σημ. 1). εφαρμοστά (επίρρ.). εφαρμόσιμος -η-ο.

έφεση η: 1 ΝΟΜ αίτηση με την οποία ζητείται η επανεξέταση υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο: Έκανε /άσκησε ~ κατά της δικαστικής απόφασης. 2 τάση κπ προς κτ=κλίση: Έχει ~ στα γράμματα. εφετείο το: δευτεροβάθμιο δικαστήριο που εκδικάζει εφέσεις, καθώς και το κτίριο όπου στεγάζεται. εφέτης ο, η: δικαστικός λειτουργός, μέλος του εφετείου.

Από το AE ρ. ἐφίημι (σύνθετο από τα ἐπί + ἵημι), με αρχική σημ. «παροτρύνω». Ήδη όμως από την αρχαιότητα πήρε τη σημ. «αναφέρω κπ στο δικαστήριο».

εφευρίσκω-ομαι αόρ. εφεύρα & [επίσ.] εφηύρα: 1 φτιάχνω ή σκέφτομαι κτ νέο: Ο Γουτεμβέργιος εφηύρε την τυπογραφία. 2 σκέφτομαι τρόπους, δικαιολογίες κτλ., κυρίως για να πετύχω κτ=επινοώ, μηχανεύομαι: Εφηύρε μια απίστευτη ιστορία, προκειμένου να μην έρθει. εφεύρεση η. εφευρέτης ο, -τρια η. εφευρετικός -ή -ό: αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, κυρ. με τη σημ. 2. εφευρετικότητα η.

εφηβεία η: περίοδος της ζωής του ανθρώπου, μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ωριμότητας (συνήθως μεταξύ 12ου και 18ου έτους). έφηβος ο, έφηβη η. εφηβικός -ή -ό. εφηβικά (επίρρ.).

εφημερεύω: (αμτβ.) προσφέρω υπηρεσίες ως γιατρός ή ως νοσοκομείο ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. εφημερία η: 1 υπηρεσία γιατρού ή νοσηλευτή, ή λειτουργία νοσοκομείου πέρα από το κανονικό ωράριο. 2 επίβλεψη της ομαλής λειτουργίας του σχολείου. 3 ΕΚΚΛ χρόνος υπηρεσίας ιερέα σε ναό. εφημερεύων -ουσα -ον.

εφημερίδα η: έντυπο, συνήθως ημερήσιο ή εβδομαδιαίο, με ειδήσεις της επικαιρότητας και άλλη ενημερωτική ύλη.

εφήμερος -η -ο: αυτός που δε διαρκεί πολύ = παροδικός, προσωρινός, πρόσκαιρος μόνιμος: η ~ λάμψη ενός τραγουδιστή. εφήμερα (επίρρ.).

εφιάλτης ο: 1 άσχημο όνειρο που προκαλεί φόβο και αγωνία. 2 (μτφ.) δυσάρεστη κατάσταση που προκαλεί φόβο και αγωνία: ο ~ των εξετάσεων. εφιαλτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί φόβο, που μοιάζει με εφιάλτη. εφιαλτικά (επίρρ.).

εφικτός -ή -ό: αυτός που μπορεί να γίνει=δυνατός, πραγματοποιήσιμος ανέφικτος: Aν δε βάλεις εφικτούς στόχους, μπορεί να απογοητείς αν αποτύχεις.

εφιστώ αόρ. επέστησα: (μτβ.) μόνο στην εκφρ. ~ την προσοχή κπ σε κτ: τραβώ την προσοχή κπ σε κτ.

εφόδιο το: συνήθ. πληθ. υλικό ή πνευματικό μέσο που απαιτείται για να πετύχει κπ κτ: Δεν είχαν αρκετά ~ για το ταξίδι. Το σχολείο μάς δίνει τα απαραίτητα ~ για τη ζωή. εφοδιάζω -ομαι: (μτβ.) δίνω σε κπ ό,τι είναι απαραίτητο ή αναγκαίο για συγκεκριμένο σκοπό=παρέχω, προμηθεύω: Οι οδηγοί εφοδιάζονται με το ειδικό σήμα. Το σχολείο μάς εφοδιάζει με τα κατάλληλα προσόντα. εφοδιασμός ο.

έφοδος η: 1 ΣΤΡΑΤ ξαφνική επίθεση=εφόρμηση: Κατέλαβαν τον λόφο με ~. 2 ξαφνικός έλεγχος από κπ αρμόδιο: Ο προϊστάμενος κάνει συχνά εφόδους για να δει αν δουλεύουν.

εφορεία η: υπηρεσία που εποπτεύει άλλες υπηρεσίες, και (συνεκδ.) το κτίριο και οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτή: ~ Αρχαιοτήτων. έφορος1ο, η: υπάλληλος της εφορείας. glassσχ. εύφορος.

εφορία η: κρατική υπηρεσία ελέγχου και είσπραξης φόρων, και (συνεκδ.) το κτίριο και οι εργαζόμενοι σε αυτή. εφοριακός -ή -ό. εφοριακός ο, η: υπάλληλος στην εφορία. έφορος2 ο, η: προϊστάμενος της εφορίας. glass σχ. εύφορος.

Προσοχή στη διαφορετική γραφή των εφορεία και εφορία: το εφορεία παράγεται από το ρ. ἐφορεύω και το εφορία από το ἔφορος.

εχέμυθος -η -ο: αυτός που δε λέει τα μυστικά που του εμπιστεύονται. εχεμύθεια η.

Η λ. εχεμύθεια είναι νεότερος αναλογικός σχηματισμός κατά τα ουσ. σε -εια (ευγενής - ευγένεια). Από το εχέμυθος θα έπρεπε κανονικά να προέλθει το ουσ. εχεμυθία.

εχθρός & [λαϊκ.] εχτρός ο: 1 πρόσωπο που νιώθει μίσος για κπ και θέλει να του κάνει κακό φίλος: Δεν έχει εχθρούς, γιατί είναι καλός άνθρωπος. 2 έντονα αντίθετος σε κτ οπαδός, υποστηρικτής, φίλος: ~ του καπνίσματος. 3 (μτφ.) κπ ή κτ που βλάπτει κπ ή κτ άλλο: Το τσιγάρο είναι ~ της υγείας. 4 πολεμικός αντίπαλος: Ο ~ μπήκε στην πόλη. έχθρα& [λαϊκ.] έχτρα η: αίσθημα ή κατάσταση μίσους για κπ ή κτ φιλία: ~ τους χωρίζει από παλιά. εχθρεύομαι μόνο ενστ. & πρτ.: (μτβ.) νιώθω έχθρα για κπ ή κτ. εχθρικός -ή -ό. εχθρικά & -ώς (επίρρ.). εχθρότητα η: έχθρα.

έχω πρτ. & αόρ. είχα: (μτβ.) 1 μου ανήκει κτ. 2 φέρνω ή κρατώ κτ μαζί ή πάνω μου: Δεν ~ πορτοφόλι. 3 περιλαμβάνω ή αποτελούμαι από κτ: Η ώρα ~ εξήντα λεπτά. 4 νιώθω αίσθημα, συναίσθημα ή είμαι σε κπ ψυχική κατάσταση: ~ μεγάλη χαρά που παντρεύει τον γιο της. 5 συνδέομαι με κάποιον με σχέση συγγενική, φιλική κτλ.: Tον ~ φίλο. 6 με χαρακτηρίζει ένα γνώρισμα, μια ιδιότητα, μόνιμη ή προσωρινή: ~ γαλάζια μάτια / ταλέντο /ιλαρά. 7 (+ σαν / για) θεωρώ: Τον ~ σαν πατέρα. 8 (+ να) πρέπει: ~ να πλύνω τα πιάτα πριν βγω έξω.

Το έχω είναι βασικό ρ. της ΝE, και χρησιμοποιείται τόσο στην παραγωγή (έξη «συνήθεια», ακάθεκτος, άσχετος, σχέση) όσο και στη σύνθεση (ανέχομαι - ανοχή, αντέχω - αντοχή, αντιπαροχή, διακατέχω, παρέχω - παροχή, προσέχω - προσοχή, συνοχή, υπερέχω - υπεροχή, ανέχεια, εχεμύθεια, ηνίοχος, αξιωματούχος, περιπτερούχος, πολιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κτλ.).