EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY
Δαγκώνω & [προφ.] δαγκάνω -ομαι: (μτβ.) 1 (& με παράλ. αντικ.) πιέζω κτ ανάμεσα στα δόντια μου: ~ το μολύβι. Προσοχή, ο σκύλος ~! Με δάγκωσε στο χέρι. 2 παθ., συνήθ. αόρ. αισθάνομαι άσχημα για κτ δυσάρεστο που έκανα: Δαγκώθηκε, όταν κατάλαβε την γκάφα της. δάγκωμα το: το να δαγκώνει κανείς κτ. δαγκωματιά η: 1 το να δαγκώνει κανείς κτ και (συνεκδ.) το σημάδι που κάνει: Ποιος σου έκανε αυτή τη ~ στο μάγουλο; 2 μικρό κομμάτι τροφής που κόβει κπ με τα δόντια του. δαγκωνιά η=δαγκωματιά (σημ. 1). δάκρυ το: σταγόνα διάφανου αλμυρού υγρού που κυλάει από τα μάτια λόγω έντονου συναισθήματος ή ερεθισμού: Ξέσπασε σε δάκρυα χαράς / λύπης. κροκοδείλια δάκρυα: ψεύτικο κλάμα. δακρύζω (αμτβ.). δακτύλιος ο: 1 κτ που έχει το σχήμα δαχτυλιδιού και βρίσκεται γύρω από κτ άλλο. κυκλοφοριακός ~: περιοχή της πόλης, συνήθ. στο κέντρο, όπου δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία όλων των οχημάτων. 2 ΑΣΤΡΟΝ φωτεινή ζώνη που βρίσκεται γύρω από κάποιους πλανήτες: ο ~ του Κρόνου. 3 ΑΝΑΤ τμήμα του σώματος των σκουληκιών και των εντόμων που έχει το σχήμα δαχτυλιδιού. δάκτυλος ο: 1 (μτφ.) πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που ενεργούν μυστικά με σκοπό να προκαλέσουν κακό: Ξένος ~ κρύβεται πίσω από τις πρόσφατες αναταραχές. 2 ΦΙΛΟΛ στη μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα. δακτυλικός1 -ή -ό: ΦΙΛΟΛ αυτός που αποτελείται από δακτύλους ( σημ. 2): ~ εξάμετρο. δαμάζω -ομαι: (μτβ.) 1 εκπαιδεύω άγριο ζώο, ώστε να υπακούει στις εντολές μου. 2 (μτφ.) θέτω υπό τον έλεγχό μου κπ ή κτ που είναι επικίνδυνο(ς) ή δύσκολο(ς) να ελεγχθεί: Ο άνθρωπος προσπαθεί να δαμάσει τα στοιχεία της φύσης. δάνειο το: 1 χρηματικό ποσό που δίνεται με τον όρο να επιστραφεί σε ορισμένο χρόνο, συνήθως αυξημένο με τόκους: Δίνω /παίρνω ~. 2 πνευματικό αγαθό που χρησιμοποιεί κανείς ως δικό του: Η βασική ιδέα του έργου είναι ~ από τον Bιζυηνό. λεξιλογικό / μεταφραστικό ~: ΓΛΩΣΣ λέξη που δημιουργείται σε μία γλώσσα μεταφράζοντας τη λέξη άλλης γλώσσας: Η λέξη «ουρανοξύστης» είναι ~ της αγγλικής «sky-scraper». δανείζω -ομαι: (μτβ.) δίνω σε κπ κτ προσωρινά, με τον όρο να το επιστρέψει: Του δάνεισα το αυτοκίνητό μου, γιατί το δικό του χάλασε. δανεισμός ο. δανεικός -ή -ό: αυτός που δίνεται ως δάνειο. δανεικά τα: χρήματα που δίνονται ως δάνειο. δανειστής ο, δανείστρια η: πρόσωπο που δανείζει σε κπ κτ=πιστωτής. δανειακός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με το δάνειο: ~ πολιτική της τράπεζας. δανειστικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τον δανειστή ή τον δανεισμό: ~ βιβλιοθήκη. δανειστικά (επίρρ.). δαπανώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.)=[οικ.] ξοδεύω 1 δίνω χρήματα για να αποκτήσω αγαθό ή υπηρεσία=χαλάω. 2 (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ χωρίς μέτρο, με αποτέλεσμα να το αχρηστεύσω ή να το εξαντλήσω=καταναλώνω: Δαπάνησα πολύ χρόνο στη μετάφραση του κειμένου.=σπαταλώ. δαπάνη η: το να δαπανά κανείς κτ, καθώς και αυτό που δαπανά. δαπανηρός -ή -ό: αυτός που απαιτεί πολλά χρήματα για να γίνει. Οι λ. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω και σπαταλώ αναφέρονται όλες στη χρήση χρηματικών ποσών
για την απόκτηση ή χρήση αγαθών. Η λ. δαπανώ χρησιμοποιείται σε πιο επίσημο λόγο από τη λ. ξοδεύω και εκφράζει θετικότερα συναισθήματα από την πλευρά του ομιλητή σε σχέση με τη λ. σπαταλώ.
Οι λ. ξοδεύω και καταναλώνω εκφράζουν ουδετερότητα του ομιλητή. δάσκαλος ο, -άλα η: 1 πρόσωπο που διδάσκει κτ: ~ χορού /μουσικής /οδήγησης. 2 πρόσωπο που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. δασκαλεύω -ομαι: [μειωτ.] (μτβ.) λέω σε κπ τι να κάνει ή πώς να το κάνει, συνήθως για κτ κακό. δασκάλεμα το. δασκαλίκι το: [προφ.] το έργο ή η δουλειά του δασκάλου=διδασκαλία. δάσος το: 1 έκταση γης που καλύπτεται από πυκνά άγρια δέντρα. 2 (μτφ.) σύνολο από πολλά και πυκνά τοποθετημένα στενόμακρα αντικείμενα: ~ από κεραίες. δασικός -ή -ό. δασικός ο, η: υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας. δασώδης -ης -ες: αυτός που καλύπτεται από δάση. σχ. αγενής. δάχτυλο & [επίσ. στη σημ. 1] δάκτυλο το: 1 ΑΝΑΤ καθένα από τα πέντε μακριά λεπτά μέρη στα οποία καταλήγει το κάθε χέρι και πόδι του ανθρώπου και ορισμένων ζώων. 2 μονάδα μέτρησης ίση με το πάχος ενός δαχτύλου: Δε θέλω να πιω πολύ, βάλε μου μόνο ένα ~ ουίσκι! δακτυλικός2 & (σπάν.) δαχτυλικός -ή -ό: αυτός που ανήκει στο δάχτυλο ή που γίνεται με το δάχτυλο: ~ αποτυπώματα.
Προσοχή: ενώ για το ουσ. χρησιμοποιείται κυρ. η μορφή με -χτ- (δάχτυλο), στο επίθετο προτιμάται η μορφή με -κτ- (δακτυλικός). δε1 (σύνδ.): 1 (συνήθ. μαζί με το μεν) συνδέει δύο αντίθετες προτάσεις ή φράσεις: Τα μεν αγόρια κάθονται αριστερά, τα ~ κορίτσια δεξιά. Αφενός μεν διαφωνώ με την ιδέα, αφετέρου ~, δεν μπορώ να αναλάβω την εργασία που απαιτεί. 2 δηλώνει αλλαγή θέματος: Στη συνέχεια ~, θα αναλύσουμε… δεδομένος -η -ο: αυτός που έχει καθοριστεί, είναι γνωστός ή θεωρείται αληθινός ή αποδεκτός=συγκεκριμένος: Η κατάσταση είναι ~ δυστυχώς, δεν αλλάζει τίποτα. δεδομένου ότι (ως σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει αιτία=επειδή, αφού, καθώς: ~ δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του, θα είμαστε σύντομοι. δεδομένο το: 1 στοιχείο που θεωρείται γνωστό, αποδεκτό ή αναμφισβήτητο και χρησιμοποιείται ως βάση για περαιτέρω έρευνα, συζήτηση κτλ.: Η συζήτηση θα πρέπει να βασιστεί στα ~ αυτά. 2 πληθ. ΠΛΗΡΟΦ στοιχεία που εισάγονται για επεξεργασία σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: βάση δεδομένων: σύνολο στοιχείων οργανωμένων και αποθηκευμένων με τρόπο που να επιτρέπει την εύκολη επεξεργασία τους. Από τη μππ. του AE ρ. δίδωμι. δείγμα το: μικρή ποσότητα ή μέρος ενός συνόλου που επιτρέπει να βγάλουμε συμπεράσματα για το σύνολο: Έστειλε ~ του μολυσμένου νερού στο χημείο. Από το AE ρ. δείκνυμι «δείχνω». Προσοχή στη διαφορά γραφής και σημασίας από το ομόηχο δήγμα «τσίμπημα, δάγκωμα εντόμου». δειλός -ή -ό: αυτός που φοβάται εύκολα ή δεν είναι τολμηρός, καθώς και η αντίστοιχη συμπεριφορά: Εγκατέλειψε τη μάχη, γιατί ήταν ~.=φοβητσιάρης ≠ γενναίος, θαρραλέος. Είναι τόσο ~, που ντρέπεται να μιλήσει.=άτολμος. ~ ματιά/πράξη. σχ. δεινός. δειλά (επίρρ.). δειλία η: η στάση του δειλού ≠ τόλμη. δειλιάζω (αμτβ.). δείνα (αντων. αόρ.) • άκλ.: συνήθ. εν. (συνήθ. μετά τη λ. τάδε) αναφέρεται αόριστα σε κπ ή κτ που δεν κατονομάζεται: Δεν μ’ ενδιαφέρει το τάδε ή το ~ κείμενο. αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. δεινός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που είναι πολύ ικανός σε κτ: ~ κολυμβητής. 2 (για καταστάσεις) αυτός που είναι πολύ δυσάρεστος: ~ οικονομική κατάσταση. δεινά τα: δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις=δυστυχίες, συμφορές: τα ~ του πολέμου. δεινότητα η: ιδιαίτερη ικανότητα σε κτ. Η λ. δεινός, από το AE ρ. δείδω «φοβούμαι», δήλωνε αρχικά αυτόν που προκαλεί φόβο, ενώ από την ίδια ρίζα προέρχεται και το δειλός «αυτός που αισθάνεται φόβο». δείχνω -ομαι: 1 (μτβ.) χρησιμοποιώ το δάχτυλο ή το χέρι μου για να κατευθύνω το βλέμμα, την προσοχή κτλ. κπ σε κτ: Μας έδειξε το σπίτι που ψάχναμε. 2 (μτβ.) παρουσιάζω κτ σε κπ για να το δει: Έδειξε το δώρο του σε όλους. 3 (μτβ.) εξηγώ σε κπ πώς γίνεται κτ=διδάσκω, μαθαίνω: Του έδειξε πώς να δένει τα κορδόνια. 4 (μτβ.) κάνω φανερό κτ: Η έρευνα έδειξε το μέγεθος της καταστροφής.=αποδεικνύω. Δεν ήθελε να δείξει τη λύπη του.=εκφράζω, εκδηλώνω. 5 (μτβ.+ να ή αμτβ.+ κατηγ.) δίνω την εντύπωση=φαίνομαι: ~ να μετάνιωσε. ~ γερασμένος. 6 (μτβ.) προσδιορίζω μία ορισμένη τιμή ή βαθμό: Το θερμόμετρο ~ 39οC. δείχνει: απρόσ. (αμτβ.) υπάρχουν σημάδια ότι κτ έγινε ή θα γίνει=φαίνεται: ~ να έβρεξε /ότι θα βρέξει. δείκτης & (σημ. 1 και 2) δείχτης ο: 1 καθετί που δείχνει κτ, όπως η βελόνα σε όργανο μέτρησης: ~ ρολογιού / ζυγαριάς. 2 το δεύτερο δάχτυλο του χεριού, με το οποίο συνήθως δείχνουμε. 3 αριθμός που δείχνει μέγεθος, βαθμό κτλ.: ~ νοημοσύνης / ανεργίας. 4 ΜΑΘ α. ο αριθμός που γράφεται αριστερά του ριζικού και δηλώνει την τάξη της ρίζας. β. σύμβολο που γράφεται δεξιά και λίγο πιο κάτω από ένα άλλο. δεικτικός -ή -ό. δεικτικά (επίρρ.). δέλτα το: 1 το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Παράρτημα. 2 τριγωνική έκταση γης στις εκβολές ποταμού: το ~ του Αξιού. δελτίο το: 1 έντυπο όπου αναγράφονται επίσημα στοιχεία: ~ ταυτότητας. 2 ενημερωτική ανακοίνωση από επίσημη αρχή ή υπηρεσία: ~ ειδήσεων /καιρού /τύπου. ιατρικό ~. 3 ενημερωτική έκδοση συλλόγου ή οργάνωσης: Ενημερωτικό ~ Συλλόγου Μηχανικών. Από το ΑΕ δελτίον με αρχική σημασία «πινακίδα γραφής, επιστολή». δεν & δε2(επίρρ.): 1 (με ρ. στην οριστ.) σχηματίζει άρνηση: ~ θέλω να έρθεις μαζί μας. Είπε ότι ~ θα μας βοηθήσει. Μήπως ~ ήταν σωστό αυτό που έκανες; 2 (με επανάληψη του ρ., χωρίς και με το δεν) α. δηλώνει ότι κτ γίνεται με μεγάλη δυσκολία: Προλαβαίνω ~ προλαβαίνω να ετοιμάσω τη βαλίτσα για το ταξίδι. β. τονίζει ότι κτ ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις: Θέλει ~ θέλει, εγώ θα πάω εκδρομή! δένω -ομαι: 1 (μτβ.) α. βάζω μαζί τις δύο άκρες συνδετικού υλικού ή δύο συνδετικά υλικά και σχηματίζω κόμπο ≠ λύνω: Έδεσε το σκοινί/την κορδέλα /τη γραβάτα. β. βάζω γύρω από όμοια πράγματα κπ συνδετικό υλικό: Έδεσε όλα τα βιβλία μαζί, για να μην της πέσουν. γ. συγκρατώ κπ ή κτ σε σταθερό σημείο με σκοινί, αλυσίδα κτλ: Έδεσε τον σκύλο στα κάγκελα. 2 α. (μτβ.) ενώνω με σχέση συναισθηματική: Τους ~ μακρόχρονη φιλία. β. παθ. ενώνομαι ψυχικά με κπ: Δέθηκαν μετά την περιπέτειά τους. 3 (αμτβ.) α. (για άνθη και φυτά) ωριμάζω: Έδεσαν τα στάχυα. β. (για σώμα) γίνομαι πιο δυνατός=μεστώνω, ωριμάζω: Με τη γυμναστική έδεσε το σώμα του. 4 (αμτβ., για υγρά) γίνομαι πυκνότερος=πήζω: Έδεσε η σάλτσα. 5 (μτβ.) καλύπτω κτ με κομμάτι ύφασμα: Έδεσε το τραύμα. 6 (αμτβ., για πλεούμενα) αγκυροβολώ=αράζω: Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι. δέσιμο το: η πράξη που κάνει κανείς όταν δένει κτ με κτ άλλο, καθώς και το αποτέλεσμα της πράξης αυτής. δέμα το: πράγματα που έχουν τοποθετηθεί μαζί και έχουν τυλιχτεί: ~ με εμπορεύματα. δετός -ή -ό ≠ λυτός. Από το AE ρ. δέω -ῶ. Από το θ. δέν- παράγεται το δέμα, ενώ από το θ. δεσ- παράγονται τα δεσμός, δεσμεύω, δέσμη κτλ. δεξιός -ά -ό & [λαϊκ.] (σημ. 1) δεξής -ιά -ί: ≠ αριστερός 1 α. αυτός που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά από αυτήν της καρδιάς: ~ χέρι /πόδι /μάτι. β. αυτός που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά σε σχέση με κπ σημείο αναφοράς: η ~ πλευρά του δωματίου. το δεξί χέρι κάποιου: έμπιστος και στενός συνεργάτης κάποιου, το πρόσωπο που τον βοηθάει περισσότερο: Είναι το δεξί της χέρι - χωρίς αυτόν δεν κάνει τίποτα. 2 αυτός που υποστηρίζει την πολιτική της δεξιάς: ~ ψηφοφόρος. δεξιά (επίρρ.): 1 προς τη δεξιά πλευρά ≠ αριστερά: Στρίψε εδώ ~! 2 (μτφ.) καλά, με τρόπο που μας ωφελεί=ευνοϊκά ≠ ανάποδα: Του ήρθαν όλα ~. δεξιός ο, -ιά η: οπαδός της δεξιάς: Οι ~ ανέβηκαν στην εξουσία. δεξιά & Δεξιά η: τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα ≠ αριστερά: κυβέρνηση της ~. δέος το • χωρίς πληθ.: συναίσθημα θαυμασμού, σεβασμού, συχνά και φόβου: Ένιωσαν ~ μέσα στον μεγαλοπρεπή ναό. αντίπαλον ~: φόβος και σεβασμός που προκαλεί ένας ισάξιος αντίπαλος. δέρμα το: 1 το φυσικό κάλυμμα του σώματος του ανθρώπου και των ζώων: κρέμα για ξηρό ~. Το φίδι αλλάζει ~ κάθε χρόνο. 2 το γδαρμένο δέρμα που χρησιμοποιείται μετά από επεξεργασία, για την κατασκευή ρούχων, παπουτσιών κτλ.: παπούτσια από ~ κροκοδείλου. δερματικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με το δέρμα (σημ. 1): ~ πάθηση. δερμάτινος -η -ο: αυτός που είναι κατασκευασμένος από δέρμα (σημ. 2): ~ φούστα. δερμάτινο το: δερμάτινο μπουφάν. δέρνω -ομαι • αόρ. έδειρα, παθ. αόρ. δάρθηκα, μππ. δαρμένος: (μτβ.) 1 χτυπώ πολύ και δυνατά κπ με το χέρι ή με κπ αντικείμενο=[οικ] βαράω, ξυλοκοπώ: Τον έδειρε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να περπατήσει! 2 (μτφ.) α. πέφτω πάνω σε κπ ή κτ πολλές φορές και δυνατά: Το κύμα έδερνε τα βράχια. β. βασανίζω, ταλαιπωρώ: Τον ~ η ατυχία. δάρσιμο το. δεσμεύω -ομαι: (μτβ.) 1 α. υποχρεώνω κπ (με υπόσχεση, συμβόλαιο κτλ.) να κάνει ή να μην κάνει κτ: Τον δέσμευσε να μην αποκαλύψει τίποτε σε κανέναν. β. παθ. αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ: Δεσμεύτηκε να μας βοηθήσει. 2 περιορίζω ή απαγορεύω τη χρήση: Δέσμευσαν τις καταθέσεις του. δέσμευση η. δεσμά τα: οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία κάποιου: τα ~ του γάμου. δεσμός ο: 1 σχέση που συνδέει κπ με κπ ή κτ: Έκοψε τους δεσμούς με το παρελθόν της. 2 ερωτική σχέση: Έχουν ~ εδώ και τρία χρόνια. 3 ΧΗΜ αλληλεπίδραση ατόμων που προκαλεί τη δημιουργία χημικών ενώσεων. δεσμευτικός -ή -ό. δεσμευτικά (επίρρ.). δέσμιος -α -ο=αιχμάλωτος. σχ. δένω. Το AE ρ. δεσμεύω, από το δεσμός, σήμαινε «φυλακίζω με δεσμά». δέσμη η: σύνολο παρόμοιων πραγμάτων ή στοιχείων που ενώνονται, εμφανίζονται ή γίνονται μαζί: ~ φωτός /μέτρων. σχ. δένω. δεσπόζω: (αμτβ.) 1 κυριαρχώ στον χώρο: Ένα άγαλμα δέσποζε στην πλατεία. 2 (μτφ.) είμαι ο πιο σημαντικός σε έναν τομέα=κυριαρχώ: Ο συνθέτης αυτός ~ στη σύγχρονη μουσική σκηνή. δεσπόζων -ουσα -ον: αυτός που δεσπόζει. Από το AE ρ. δεσπόζω «έχω την εξουσία». δεσπότης & [οικ., στη σημ. 1] δέσποτας ο • κλητ. εν. δέσποτα, πληθ. (σημ. 1) & δεσποτάδες: 1 ΕΚΚΛ επίσκοπος=μητροπολίτης. 2 ηγεμόνας με απόλυτη εξουσία. 3 ΙΣΤ αρχηγός δεσποτάτου. δεσποτικός -ή -ό. δεσποτάτο το: ΙΣΤ περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με ανεξάρτητο άρχοντα, συνήθ. μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας: ~ του Μυστρά / της Ηπείρου. δευτερεύων -ουσα -ον: αυτός που είναι λιγότερο σημαντικός από κπ άλλο ≠ πρωτεύων: Δεν ασχολείται με δευτερεύοντα ζητήματα. δευτερεύουσα πρόταση: ΓΛΩΣΣ πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο ≠ κύρια πρόταση. δευτερευόντως (επίρρ.). Από τη μτχ. ενεργ. ενστ. του AE ρ. δευτερεύω, που σήμαινε «είμαι δεύτερος». δέχομαι • αόρ. δέχθηκα & -τηκα: (μτβ.) 1 απαντώ θετικά σε κτ που μου προσφέρουν=αποδέχομαι ≠ αρνούμαι, απορρίπτω: ~ την πρόταση. 2 συμφωνώ να κάνω ή να γίνει κτ: ~ να τον βοηθήσω. 3 συμφωνώ ότι κτ είναι αληθές ή σωστό=αναγνωρίζω, αποδέχομαι ≠ αρνούμαι: Δέχτηκε ότι αυτός έφταιγε για το ατύχημα. 4 γίνομαι αποδέκτης ή υφίσταμαι κτ από άλλον: ~ συγχαρητήρια. Δέχτηκε μια μαχαιριά στο στήθος. 5 (& με παράλ. αντικ.) είμαι διαθέσιμος: Ο γιατρός ~ Δευτέρα και Πέμπτη. 6 υποδέχομαι κπ: Μας δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. δεκτός -ή -ό: αυτός που κπ τον δέχεται ή μπορεί να τον δεχτεί: Δε θα γίνονται δεκτές οι αιτήσεις μετά τις 12. Ο πρωθυπουργός έκανε ~ την παραίτηση του υπουργού. δεκτικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να δεχτεί κάτι, κυρίως ιδέες. δεκτικότητα η. δέκτης ο: 1 ΤΕΧΝΟΛ συσκευή που δέχεται σήματα και τα μετατρέπει σε ήχο ή/και εικόνα ≠ πομπός: τηλεοπτικός / ραδιοφωνικός~. 2 πρόσωπο που λαμβάνει μηνύματα, εντολές κτλ.: Έγινε ~ πολλών σχολίων. δήγμα το: [επίσ.] 1 δάγκωμα. 2 τσίμπημα εντόμου. δηκτικός -ή -ό: αυτός που είναι οξύς, προσβλητικός: ~ ύφος. δηκτικά (επίρρ.). δηκτικότητα η. Από το AE ρ. δάκνω «δαγκώνω». Προσοχή στη διαφορά γραφής και σημασίας του ομόηχου δείγμα (λ.).
δήθεν (επίρρ.): 1 για να δηλώσουμε ότι κτ είναι ψεύτικο ή προσποιητό=τάχα: Ήρθε ~ να μας βοηθήσει. 2 (& ως επίθ.): ~ φίλος ≠ πραγματικός. δηλαδή (σύνδ.): χρησιμοποιείται 1 για να δώσουμε κπ εξήγηση σε κτ που έχει προαναφερθεί: Δεν έφαγε καλά, ~ έφαγε μόνο το μισό. 2 (σε ερώτ.) για να εκφράσουμε απορία, δυσαρέσκεια, να ζητήσουμε εξηγήσεις ή να αναφέρουμε ό,τι καταλάβαμε από κτ που προαναφέρθηκε: ~, τι εννοείς; ~, αν κατάλαβα καλά, εγώ θα πρέπει να φύγω τώρα; δηλητήριο το:=[λαϊκ.] φαρμάκι 1 ουσία που βλάπτει ή σκοτώνει: Τον σκότωσε με ~. Το τσιγάρο είναι ~ για τον οργανισμό. 2 (μτφ.) ουσία με πολύ πικρή γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ! 3 (μτφ.) κτ που προκαλεί θλίψη, στενοχώρια κτλ.: το ~ της ζήλιας. 4 (μτφ.) μίσος, κακία: Έσταζε ~ το στόμα του. δηλητηριάζω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω σε κπ δηλητήριο για να τον σκοτώσω=φαρμακώνω: Δηλητηρίασε τρεις ανθρώπους. 2 βάζω σε κτ δηλητήριο: Το βέλος ήταν δηλητηριασμένο. 3 (μτφ.) επιδρώ αρνητικά πάνω σε κπ ή κτ: Η ζήλια του δηλητηριάζει τη σχέση μας. δηλητηρίαση η. δηλητηριώδης -ης -ες=φαρμακερός. σχ. αγενής. δηλώνω -ομαι: 1 (μτβ.) κάνω κτ γνωστό με σαφή ή επίσημο τρόπο: Ο πρόεδρος δήλωσε ότι θα δοθούν αποζημιώσεις. 2 α. (αμτβ.) ισχυρίζομαι ότι έχω κπ ιδιότητα: ~ αθώος/ένοχος. β. (μτβ.) ισχυρίζομαι κτ: ~ άγνοια. 3 (μτβ.) φανερώνω, σημαίνω: Η άρνησή του ~ έλλειψη εμπιστοσύνης. 4 (μτβ.) κάνω κτ γνωστό στην αρμόδια αρχή: ~ τον γάμο μου /τα εισοδήματά μου. δήλωση η: 1 η πράξη που κάνει κπ όταν δηλώνει κτ, καθώς και το σχετικό κείμενο: Ο πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις. 2 έγγραφο με το οποίο δηλώνουμε κτ σε αρμόδια αρχή: φορολογική ~. δηλωτικός -ή -ό: αυτός που φανερώνει κτ: ενέργεια ~ της άποψής του. δηλωτικά (επίρρ.). δημαγωγία η: προσπάθεια απόσπασης της θετικής γνώμης του κοινού με κολακείες, υποσχέσεις κτλ. και (συνεκδ.) ο λόγος που αποσκοπεί στη χειραγώγηση του λαού: Κατέφυγε σε δημαγωγίες για να πετύχει την επανεκλογή του. δημαγωγός ο, η: πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη δημαγωγία. δημαγωγικός -ή -ό. δημαγωγικά (επίρρ.). δημαγωγώ (αμτβ.) ασκώ δημαγωγία. Από τα ΑΕ δῆμος + ἄγω. δήμαρχος ο, η & [λαϊκ.] δημαρχίνα η: 1 πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα εξουσίας στον δήμο: Ο ~ εκλέγεται για τέσσερα χρόνια. 2 δημαρχίνα η: [λαϊκ.] & με τη σημ. της συζύγου του δημάρχου. δημαρχία η: το αξίωμα του δημάρχου και η χρονική περίοδος που αυτό ασκείται. δημαρχιακός -ή -ό. δημαρχείο το: το κτίριο όπου στεγάζονται οι δημοτικές αρχές και υπηρεσίες. Από το ΑΕ δήμαρχος «εκπρόσωπος ενός από τους δήμους της Aθήνας» (< δῆμος + ἄρχω). δημητριακά τα: είδος φυτών των οποίων οι σπόροι σε αλεσμένη μορφή χρησιμοποιούνται ως τροφή για τον άνθρωπο: Το σιτάρι και το κριθάρι είναι ~. δήμιος ο: πρόσωπο που εκτελεί θανατικές ποινές: Ο ~ αποκεφάλισε τον κατάδικο. Στην αρχαιότητα η λ. δήμιος ήταν επίθ. και σήμαινε «αυτός που αναφέρεται στον δήμο». Ως προσδιορισμός του ουσ. δοῦλος είχε τη σημασία «δούλος του δήμου επιφορτισμένος με τις θανατικές ποινές». δημιουργώ -ούμαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ να υπάρξει: Δημιούργησε μεγάλη περιουσία. 2 παράγω κτ, συνήθως έργο τέχνης: Ο συγγραφέας δημιούργησε αληθινούς χαρακτήρες.=πλάθω. 3 γίνομαι η αιτία μιας κατάστασης (συνήθως για κτ αρνητικό)=προκαλώ, προξενώ: Ο ερχομός του δημιούργησε αναστάτωση. δημιουργία η: 1 το να δημιουργεί κπ κτ και αυτό που δημιουργείται: Στόχος του είναι η ~ ενός δικτύου επιχειρήσεων. Παρουσιάστηκαν οι τελευταίες δημιουργίες του οίκου. 2 Δημιουργία η: ΘΡΗΣΚ η κτίση του κόσμου από τον Θεό: οι επτά ημέρες της Δημιουργίας. δημιούργημα το: το αποτέλεσμα της δημιουργίας: Η ιστορία αυτή είναι ~ της φαντασίας σου. δημιουργός ο, η: 1 πρόσωπο που δημιουργεί, συνήθως έργα τέχνης. 2 Δημιουργός ο: ΘΡΗΣΚ ο Θεός. δημιουργικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί ή να υλοποιεί κτ πρωτότυπο: Οι καλλιτέχνες είναι ~ όντα. 2 αυτός που έχει σχέση με την παραγωγή ή τη δημιουργία: ~ περίοδος. δημιουργικά (επίρρ.). δημιουργικότητα η. δημοκρατία η: 1 ΠΟΛ πολιτικό σύστημα στο οποίο η εξουσία προέρχεται από τον λαό: άμεση / έμμεση / προεδρευομένη ~. 2 κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική Δημοκρατία. δημοκράτης ο, -ισσα η: 1 οπαδός της δημοκρατίας. 2 πρόσωπο με δημοκρατικές αντιλήψεις. δημοκρατικός -ή -ό. δημοκρατικά (επίρρ.). Από τα δῆμος + κρατέω -ῶ «κυριαρχώ, εξουσιάζω». δήμος ο: διοικητική περιφέρεια με τοπική αυτοδιοίκηση που ασκείται από τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο: ~ Θεσσαλονίκης / Αθηναίων / Πατρέων. τα εν οίκω μη εν δήμω: 1 προσωπικά ή οικογενειακά θέματα δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται. 2 (συνεκδ.) ο πληθυσμός που κατοικεί στον δήμο και η διοικητική του αρχή (δήμαρχος και διοικητικό συμβούλιο): οι αρμοδιότητες του Δήμου. δημότης ο, -ισσα η: πολίτης ή κάτοικος δήμου. δημοσιεύω -ομαι: (μτβ.) 1 γνωστοποιώ κτ καταχωρίζοντάς το στον τύπο: Αύριο δημοσιεύονται τα αποτελέσματα των εξετάσεων. 2 καταχωρίζω κείμενο σε περιοδικό, έντυπο κτλ.: Δημοσίευσε ένα άρθρο για τα ναρκωτικά στην τοπική εφημερίδα. δημοσίευση η: 1 η ενέργεια της καταχώρισης στον τύπο και το σχετικό κείμενο: Η ~ των φωτογραφιών προκάλεσε σκάνδαλο. Βγήκε η ~ στις εφημερίδες;2 επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται σε ειδικό περιοδικό: Έχει πολλές δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά. δημοσίευμα το: το κείμενο της δημοσίευσης. δημοσιογραφία η: η έρευνα, σύνταξη και δημοσίευση ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το σχετικό επάγγελμα: έντυπη / ηλεκτρονική ~. δημοσιογράφος ο, η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. δημοσιογραφώ: (αμτβ.) εργάζομαι ως δημοσιογράφος. δημοσιογραφικός -ή -ό. δημοσιογραφικά (επίρρ.). δημόσιος -α -ο: 1 αυτός που ανήκει, έχει σχέση ή αναφέρεται στο κράτος ≠ ιδιωτικός: ~ έκταση /έγγραφο/τομέας /σχολείο. 2 α. αυτός που αναφέρεται στον λαό ενός κράτους: ~ ασφάλεια / υγεία. β. αυτός που διεξάγεται ενώπιον του λαού: ~ διάλογος. γ. αυτός που έχει σχέση με την πολιτική και κοινωνική ζωή: ~ βίος. δημόσια & [επίσ.] -ίως (επίρρ.): Τον επέπληξε ~. Δημόσιο το: το κράτος ως νομικό πρόσωπο, με τα όργανα και τις υπηρεσίες του: Θέλει να διοριστεί στο ~. δημοσιότητα η: το να γίνεται κτ ευρέως γνωστό: Η υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας. δημοσκόπηση η: έρευνα που αποτυπώνει τη στάση της κοινής γνώμης σε συγκεκριμένο θέμα=γκάλοπ: Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν αύξηση της δημοτικότητάς του. δημοτικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με ή ανήκει στον δήμο: ~ σύμβουλος / Αστυνομία / βιβλιοθήκη / γυμναστήριο. 2 αυτός που προέρχεται από τον λαό: ~ γλώσσα /μουσική /τραγούδια. 3 αυτός που έχει σχέση με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση: ~ σχολείο. δημοτική η: ΓΛΩΣΣ η γλώσσα του νέου ελληνικού κράτους, όπως διαμορφώθηκε ιδίως τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια από τον προφορικό λόγο του Nεοέλληνα και όπως καλλιεργήθηκε στη λογοτεχνία. δημοτικό το: οι πρώτες έξι τάξεις του σχολείου, όπου παρέχεται πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Από την ΑΕ λ. δημοτικός με αρχική σημασία «σε κοινή χρήση». δημοτικότητα η: το να είναι κανείς αγαπητός στον λαό: Η ~ του αυξήθηκε. δημοφιλής -ής -ές: αυτός που είναι αγαπητός στον λαό: ~ ηθοποιός. σχ. αγενής. δημοψήφισμα το: θεσμός κατά τον οποίο ο λαός αποφασίζει για σημαντικό εθνικό ζήτημα με την ψήφο του. διά (πρόθ.): εισάγει τον αριθμό με τον οποίο διαιρούμε έναν άλλο αριθμό: Εννέα ~ τρία ίσον τρία. πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων. διά το: λεκτική απόδοση για το σύμβολο της διαίρεσης. δια- δι- & διά-: πρόθημα που δηλώνει 1 κίνηση διά μέσου ή προς όλες τις κατευθύνσεις: διαγώνιος, διέρχομαι, διαπερνώ. 2 συναλλαγή μεταξύ προσώπων ή ομάδων: διακομματικός. 3 χρονική διάρκεια: διανυκτερεύω. 4 μοιρασιά: διαιρώ, διανέμω.
διαβάζω -ομαι: (μτβ.) 1 βλέπω και αναγνωρίζω τις λέξεις ενός κειμένου, για να κατανοήσω το περιεχόμενό του: ~ ένα ωραίο βιβλίο. 2 (& με παράλ. αντικ.) μελετώ: Διάβασα φυσική. Διάβασες για αύριο; 3 βοηθώ κπ να μελετήσει: Έχω να διαβάσω τα παιδιά για το σχολείο. 4 (μτφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κτ που δεν είναι άμεσα ή εύκολα αντιληπτό: Διάβαζες την αγωνία στα μάτια της. 5 (για ιερέα) απαγγέλλω ευχή: Φωνάξανε παπά να τον διαβάσει. διάβασμα το. διαβαίνω • αόρ. διάβηκα, απαρ. διαβεί: (μτβ.) περνώ, διασχίζω: Η ομάδα διάβηκε τον ποταμό. διάβαση η: το να περνά κπ, να διασχίζει έναν τόπο και (συνεκδ.) το μέρος από όπου περνά: Η ~ του ποταμού είναι επικίνδυνη τον χειμώνα.=διέλευση, πέρασμα. ~ πεζών. σχ. βαίνω. διαβεβαιώνω -ομαι & [επίσ.] διαβεβαιώ -ούμαι: (μτβ.) δηλώνω ρητά ότι κτ είναι βέβαιο ή αληθινό ή ότι θα γίνει=βεβαιώνω: Με διαβεβαίωσε ότι θα το ερευνούσε. Σας ~ ότι όλα είναι υπό έλεγχο. διαβεβαίωση η. διάβημα το: 1 επίσημη ενέργεια (κυρίως διπλωματική) για την ικανοποίηση αιτήματος: Με ~ της η κυβέρνηση ζήτησε την άρση του εμπάργκο. 2 απονενοημένο ~: πράξη που γίνεται σε στιγμή απόγνωσης (συνήθως για αυτοκτονία). διαβίωση η: ο τρόπος με τον οποίο ζει κπ: Οι συνθήκες ~ στους προσφυγικούς καταυλισμούς είναι άθλιες. διαβιώνω & [επίσ.] διαβιώ (αμτβ.). διαβόητος -η -ο: αυτός που έχει γίνει γνωστός για κτ αρνητικό: Συνελήφθη ο ~ εγκληματίας. διαβρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 (για μέταλλα, επιφάνειες κτλ.) καταστρέφω, αλλοιώνω κτ βαθμιαία: Το μέταλλο διαβρώθηκε από το νερό. 2 (μτφ.) κάνω κτ χειρότερο (ηθικά): Το σύστημα αξιών της κοινωνίας μας έχει διαβρωθεί. διάβρωση η. διαβρωτικός -ή -ό. διαβρωτικά (επίρρ.). διάγνωση η: 1 ΙΑΤΡ αναγνώριση ασθένειας με βάση τα συμπτώματά της ή / και τα αποτελέσματα εξετάσεων: Ο γιατρός έκανε έγκαιρα ~ γρίπης. 2 (μτφ.) αναγνώριση μιας κατάστασης: Οι εργασίες είχαν στόχο τη ~ βλαβών στο δίκτυο επικοινωνιών. διέγνωσα • εύχρηστο μόνο στο αορ. θέμα: (μτβ.) κάνω διάγνωση: Ο γιατρός διέγνωσε πνευμονία. διαγνωστικός -ή -ό. διαγράφω -ομαι • αόρ. διέγραψα, παθ. αόρ. διαγράφηκα & διαγράφτηκα, μππ. διαγραμμένος& [επίσ.] διαγεγραμμένος: (μτβ.) 1 σβήνω κτ, κυρίως από γραπτό κείμενο: Η φράση διαγράφηκε από το κείμενο. 2 (για πρόσ.) διώχνω κπ από οργανωμένο σύνολο: Διαγράφηκαν τα κομματικά στελέχη που διαφώνησαν. 3 παθ. σχηματίζομαι, φαίνομαι: Στον ορίζοντα διαγράφεται η οροσειρά. 4 παθ. (μτφ.) φαίνομαι ότι θα συμβώ ή θα εξελιχθώ: Οι προοπτικές διαγράφονται ευνοϊκές. διαγραφή η (κυρ. στις σημ. 1 & 2). διαγωνίζομαι: (αμτβ.) συμμετέχω, συνήθως με άλλους, σε δοκιμασία: Σήμερα οι υποψήφιοι διαγωνίζονται στα μαθηματικά. διαγωνισμός ο: δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται κάποιοι για να κερδίσουν κτ, όπως βραβείο, θέση κτλ. διαγώνισμα το: γραπτή εξέταση στο σχολείο. διαγωνιστικός -ή -ό. διαγώνιος -α & -ος -ο: 1 αυτός που ενώνει δύο απέναντι γωνίες. 2 αυτός που κινείται πλάγια σε σχέση με μία ευθεία. διαγώνια & -ίως (επίρρ.): Το σπίτι του βρίσκεται ~ απέναντι από το δικό μου. διαγώνιος η: ΓΕΩΜ η διαγώνιος ευθεία. διαδέχομαι • αόρ. διαδέχθηκα: (μτβ.) 1 (για γεγονότα, καταστάσεις) γίνομαι, συμβαίνω μετά από κτ άλλο=ακολουθώ: Την καταιγίδα διαδέχθηκε η ηρεμία. 2 (για πρόσ.) παίρνω επίσημη θέση, αξίωμα μετά από κπ άλλο: Άγνωστο είναι ποιος θα τον διαδεχθεί στην εξουσία. διαδοχή η. διάδοχος -η -ο: αυτός που διαδέχεται κπ ή κτ άλλο=ακόλουθος, επόμενος. διάδοχος ο, η: 1 πρόσωπο που διαδέχεται κπ σε αξίωμα ή θέση, που συνεχίζει το έργο κπ. 2 συνήθ. αρσ. το παιδί κπ, κυρίως το πρωτότοκο. διαδοχικός -ή -ό: αυτός που γίνεται σε σειρά, μετά από κπ άλλο: Διαδοχικές εικόνες μάς δίνουν την αίσθηση της κίνησης. διαδοχικά (επίρρ.). διαδηλώνω -ομαι: 1 (αμτβ.) συμμετέχω σε πορεία διαμαρτυρίας για συγκεκριμένο ζήτημα: Χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν εναντίον του πολέμου. 2 (μτβ.) εκφράζω δημόσια: ~ την αντίθεσή της στην επίσημη γραμμή του κόμματος. διαδήλωση η: μαζική πορεία διαμαρτυρίας. διαδηλωτής ο, -ώτρια η. διαδίδω -ομαι • αόρ. διέδωσα, παθ. αόρ. διαδόθηκα, μππ. διαδεδομένος: (μτβ.) 1 κάνω κτ γνωστό ή ενεργώ ώστε να γίνει γνωστό σε πολλούς: Διέδωσαν τα νέα παντού. Οι μαθητές του διέδωσαν τη θεωρία του. 2 κάνω κτ να πάρει έκταση, να εξαπλωθεί: Η φωτιά διαδόθηκε γρήγορα σε όλο το κτίριο. διάδοση η: 1 το να διαδίδει κπ κτ: ~ ιδεών /νόσου. 2 πληθ. πληροφορία που δεν είναι εξακριβωμένη=φήμη: Κυκλοφορούν διαδόσεις ότι θα γίνουν απολύσεις. διαδικασία η: 1 εκτέλεση μίας ενέργειας με συγκεκριμένα βήματα ή κανόνες: Η ~ έκδοσης του πιστοποιητικού είναι απλή. 2 (μτφ.) κτ που απαιτεί πολύ κόπο ή χρόνο: Η θεώρηση των πιστοποιητικών είναι ολόκληρη ~. διαδικαστικός -ή -ό. διαδικαστικά (επίρρ.). Η ΑΕ λ. διαδικασία, από το ρ. διαδικάζω, αναφερόταν σε δίκη, παραπομπή σε δίκη ή δικαστική κρίση. διαδίκτυο το: διεθνές δίκτυο υπολογιστικών συστημάτων που διευκολύνει την επικοινωνία και παροχή ποικίλων υπηρεσιών=ίντερνετ. διαδικτυακός -ή -ό. διαδικτυακά (επίρρ.). διαδρομή η: 1 η πορεία που κάνει κπ για να πάει από ένα σημείο σε ένα άλλο, καθώς και η απόσταση μεταξύ τους: Ακολουθήσαμε τη ~ δίπλα στο ποτάμι. Ήταν μεγάλη ~ και κουραστήκαμε. 2 (μτφ.) πορεία, εξέλιξη κπ: Η ~ σας στο θέατρο είναι αξιοζήλευτη. διαθέτω -τίθεμαι • αόρ. διέθεσα: (μτβ.) 1 έχω κτ και μπορώ να το χρησιμοποιώ όπως θέλω: ~ χρήματα / χρόνο / ικανότητες. 2 έχω κτ και το δίνω σε άλλους για πάντα ή για να το χρησιμοποιήσουν προσωρινά=παραχωρώ: Διέθεσε στους φίλους του το σπίτι του για την εκδήλωση. 3 πουλώ: Διέθεσαν στην αγορά προϊόντα σε χαμηλές τιμές. 4 παθ. είμαι στην κατάλληλη ψυχική κατάσταση για να κάνω κτ: Δε ~ να βοηθήσω κανέναν. σχ. θέτω. διάθεση η: 1 α. ψυχική κατάσταση: καλή /κακή ~. β. (ειδικ.) καλή ψυχική κατάσταση=[οικ.] κέφι: Δεν έχω ~ να βγούμε απόψε. 2 πώληση: Άρχισε η ~ των εισιτηρίων για τη συναυλία. 3 το να έχει κπ κτ και να μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει: ~ χρόνου /χώρου /κερδών. διατεθειμένος -η -ο: 1 αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει κτ: Είναι ~ να μας βοηθήσει. 2 αυτός που τηρεί ορισμένη στάση απέναντι σε κπ: Είναι αρνητικά ~ απέναντί μας. διαθέσιμος -η -ο: αυτός που είναι στη διάθεση κπ. διαθεσιμότητα η: το να είναι κπ ή κτ διαθέσιμο(ς). Η λ. διατεθειμένος προέρχεται από το ΑΕ διατεθειμένος (μππ. του ρ. διατίθημι). Στα ΝΕ δε χρησιμοποιείται ως μετοχή (με τη σημ. «έχω διατεθεί»), αλλά μόνο ως επίθ. διάθλαση η: ΦΥΣ αλλαγή της κατεύθυνσης ενός κύματος ή μίας ακτίνας φωτός, όταν περνά από ένα μέσο σε άλλο με διαφορετική πυκνότητα. διαθλαστικός -ή -ό. διαιρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 χωρίζω σε μέρη ή ομάδες: Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη. 2 ΜΑΘ υπολογίζω πόσες φορές χωράει ένας αριθμός σε έναν άλλο: Το 9 διαιρείται ακριβώς διά του 3. 3 (μτφ.) κάνω κάποιους να διαφωνήσουν έντονα μεταξύ τους=διχάζω: Είχαν τέτοια ομοψυχία, που δεν μπόρεσε να τους διαιρέσει τίποτα. διαίρεση η. διαιρετικός -ή -ό: αυτός που διαιρεί (κυρ. στη σημ. 3). διαιρετικά (επίρρ.). διαιρετός -ή -ό. διαιρετέος ο: ΜΑΘ αριθμός που διαιρείται. διαιρέτης ο: ΜΑΘ αριθμός με τον οποίο διαιρούμε έναν άλλο. διαισθάνομαι: (μτβ.) αντιλαμβάνομαι κτ χωρίς να μπορώ να το στηρίξω λογικά ή να το αποδείξω: ~ ότι θα γίνει κτ κακό. διαίσθηση η. διαισθητικός -ή -ό. διαισθητικά (επίρρ.). δίαιτα η • γεν. & [λόγ.] διαίτης: τρόπος διατροφής (κυρίως για λόγους θεραπείας, αδυνατίσματος, υγιεινής ζωής κτλ.): Κάνει ~ για να αδυνατίσει. διαιτητικός1 -ή -ό. διαιτητικά (επίρρ.). σχ. διαιτητής. διαιτητής ο: 1 ΑΘΛ πρόσωπο που επιβλέπει την ορθή τήρηση των κανόνων στη διάρκεια αγώνα. 2 πρόσωπο που έχει ως καθήκον να λύσει τις διαφορές δύο πλευρών=μεσολαβητής. διαιτησία η: 1 ΑΘΛ ο τρόπος εκτέλεσης των καθηκόντων του διαιτητή και το ίδιο το πρόσωπο που διαιτητεύει: Οι παίκτες τα έβαλαν με τη ~. 2 επίλυση διαφορών δύο πλευρών (κυρίως επίσημων αρχών) από κπ τρίτο: Τα κράτη προσέφυγαν σε διεθνή ~. διαιτητικός2 -ή -ό. Τα δίαιτα και διαιτητής (και τα παράγωγά τους) προέρχονται από το AE ρ. διαιτῶμαι που σήμαινε «διατρέφομαι με συγκεκριμένο τρόπο» και «κρίνω ως μεσολαβητής». διακινδυνεύω -ομαι: 1 (μτβ.) εκθέτω κτ σε κίνδυνο=διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω: ~ πολλά χρήματα. 2 (μτβ.) τολμώ να κάνω (πρόβλεψη, σχόλιο κτλ.)=αποτολμώ: Θα διακινδυνέψω μια πρόβλεψη, κι ας μην είμαι σίγουρη. 3 (αμτβ.) εκτίθεμαι σε κίνδυνο: Του αρέσει η δράση, τολμά να διακινδυνεύει. διακινώ -ούμαι: (μτβ.) 1 μεταφέρω αγαθά ή ανθρώπους: Τα τρένα διακινούν χιλιάδες επιβάτες. 2 θέτω κτ σε κυκλοφορία: Διακινούσε παράνομα φάρμακα από το εξωτερικό. 3 κάνω κτ (ιδέες κτλ.) να γίνει ευρέως γνωστό=διαδίδω. διακίνηση η. διακόπτω -ομαι • μππ. διακεκομμένος: (μτβ.) 1 σταματώ (συνήθως προσωρινά) κτ που γίνεται: Ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα. Διέκοψε τις σπουδές του για να εργαστεί. 2 (& με παράλ. αντικ.) κάνω κπ που μιλάει να σταματήσει: Διέκοπτε συνέχεια τον μάρτυρα. Μη διακόπτεις! σχ. αναβάλλω. διακοπή η: 1 το να διακόπτει κανείς κπ ή κτ: ~ ρεύματος /του φαρμάκου. 2 πληθ. περίοδος που δε λειτουργούν σχολεία, υπηρεσίες κτλ.: καλοκαιρινές διακοπές. διακόπτης ο: εξάρτημα συσκευής ή μηχανής για την έναρξη και λήξη της λειτουργίας της. διακοσμώ -ούμαι: (μτβ.) κάνω έναν χώρο ή ένα αντικείμενο πιο όμορφο, το στολίζω. διακόσμηση η: διαμόρφωση χώρου ή αντικειμένου με σκοπό την αισθητική απόλαυση: ~ εσωτερικών/εξωτερικών χώρων. διακοσμητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση. διακοσμητικός -ή -ό. διακοσμητικά (επίρρ.). διακοσμητικό το: αντικείμενο που χρησιμοποιείται για διακόσμηση. διακρίνω -ομαι • αόρ. διέκρινα, παθ. αόρ. διακρίθηκα (μτβ.) 1 α. αναγνωρίζω κτ ως διαφορετικό σε σχέση με κτ άλλο=ξεχωρίζω: ~ τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού. β. χωρίζω σε ομάδες ή είδη: Τα σώματα διακρίνονται σε στερεά, υγρά και αέρια. 2 αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω κτ που δε γίνεται εύκολα αντιληπτό: Με δυσκολία ~ τη μορφή της στο σκοτάδι. ~ μια ειρωνεία στο ύφος σας; 3 (για ιδιότητες) αποτελώ χαρακτηριστικό κπ: Τον διακρίνει η ευγένεια. 4 παθ. α. είμαι πολύ καλός σε κτ=διαπρέπω, ξεχωρίζω: Διακρίνεται στα μαθηματικά. β. ξεχωρίζω για κτ: Διακρίνεται για το ήθος της. διακεκριμένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): αυτός που διακρίνεται σε κτ (σημ. 4α): ~ επιστήμονας. διάκριση η: 1 το να διακρίνει κανείς κτ (σημ. 1). 2 πληθ. το να διακρίνει κανείς κπ άλλο από ένα σύνολο: φυλετικές /κοινωνικές / ταξικές διακρίσεις. 3 βραβείο, τίτλος, τιμές κτλ. που δίνονται ως αναγνώριση της αξίας κπ: Έχει πάρει διακρίσεις σε διεθνείς διοργανώσεις. διακριτικός -ή -ό: 1 α. αυτός που προσπαθεί να μην ενοχλεί, καθώς και η αντίστοιχη συμπεριφορά ≠ αδιάκριτος: Είναι ~, πάντοτε έρχεται ώρες που ξέρει ότι δε θα ενοχλήσει. β. αυτός που δεν τραβάει άμεσα την προσοχή κπ, δεν προκαλεί εντύπωση: Κάνε μου ένα ~ νεύμα όταν θέλεις να φύγουμε. 2 αυτός που χαρακτηρίζει κπ ή κτ, επιτρέποντας τη διάκρισή του=χαρακτηριστικός: ~ σημάδι / γνώρισμα. διακριτικά (επίρρ. στη σημ. 1). διακριτικότητα η: η ιδιότητα του διακριτικού (σημ. 1). διακριτός -ή -ό: αυτός που μπορεί να διακριθεί (σημ. 1). διαλέγω -ομαι • προφέρεται δια-λέγω, αόρ. διάλεξα, μππ. διαλεγμένος: (μτβ.) αποφασίζω ποιο(ν) προτιμώ από σύνολο προσώπων, πραγμάτων, ενεργειών κτλ. με βάση ορισμένα κριτήρια=επιλέγω. διάλεγμα το=επιλογή. διαλεχτός -ή -ό: αυτός που ξεχωρίζει λόγω της καλής ποιότητας ή αξίας του=ξεχωριστός, εκλεκτός. διαλογή η: επιλογή, ξεδιάλεγμα με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: προϊόντα άλφα / βήτα διαλογής. διάλειμμα το: παύση συνήθως από εργασία για μικρό χρονικό διάστημα. Από το AE ρ. διαλείπω (< διά + λείπω). διάλεκτος η: ΓΛΩΣΣ τοπική γλωσσική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα, ιδίωμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ποντιακή / κρητική ~. διαλεκτικός -ή -ό. διάλεξη η: ομιλία μπροστά σε κοινό, με θέμα από τον χώρο της επιστήμης ή της τέχνης. διαλλακτικός -ή -ό: αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει συμβιβασμό, καθώς και η σχετική συμπεριφορά=συμβιβαστικός, συμφιλιωτικός, μετριοπαθής ≠ αδιάλλακτος: Κατέληξαν σε συμφωνία, γιατί και οι δύο πλευρές ήταν διαλλακτικές. διαλλακτικά (επίρρ.). διαλλακτικότητα η ≠ αδιαλλαξία. διάλογος ο: συνομιλία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων=συζήτηση ≠ μονόλογος: Κρυφάκουσε τον μεταξύ τους ~. Θα γίνει δημόσιος ~ για την Παιδεία. διαλέγομαι • προφέρεται δι-α-λέγομαι, αόρ. διαλέχθηκα: [επίσ.] (αμτβ.) κάνω διάλογο=συνομιλώ, συζητώ, συνδιαλέγομαι: Η ταινία του διαλέγεται με προηγούμενες πάνω στο ίδιο θέμα. διαλογικός -ή -ό: αυτός που έχει μορφή διαλόγου. διαλύω -ομαι: (μτβ.) 1 χωρίζω κτ στα μέρη από τα οποία αποτελείται ≠ συναρμολογώ: Διέλυσε τον μηχανισμό για να δει πώς λειτουργεί. 2 κάνω ένα ενιαίο σύνολο να χωριστεί ή να διασπαστεί: Η αστυνομία διέλυσε το πλήθος. Ο θάνατος του πατέρα διέλυσε την οικογένεια. 3 κάνω να μην υπάρχει πια κτ=απομακρύνω, εξαφανίζω: Ο αέρας διέλυσε τα σύννεφα. Διέλυσε τις υποψίες μου. 4 αναμειγνύω κπ ουσία με υγρό, ώστε να γίνουν ένα ενιαίο σύνολο: Διέλυσε το συμπυκνωμένο γάλα σε νερό. 5 θέτω τέλος (σε δεσμό, ένωση κτλ.): Διαλύσανε τον αρραβώνα / την επιχείρηση. διάλυση η. διάλυμα το: ΧΗΜ ομοιογενές υγρό που σχηματίζεται από την ανάμειξη δύο ή περισσότερων ουσιών. διαλυτικός -ή -ό. διαλυτικά (επίρρ.). διαλυτικό το: υγρό που χρησιμοποιείται για τη διάλυση ή αραίωση χρωμάτων ή διαλυμάτων. διαμαρτύρομαι • αόρ. διαμαρτυρήθηκα: (μτβ. & αμτβ.) εκφράζω με έντονο τρόπο την αντίθεσή μου σε κτ: Διαμαρτυρόταν ότι δεν είχε πει ψέματα. Διαμαρτύρονται για τη διαιτησία του αγώνα. διαμαρτυρία η. διαμαρτυρόμενος -η -ο: αυτός που διαμαρτύρεται για κτ. διαμαρτυρόμενος ο, -η η: ΘΡΗΣΚ χριστιανός που ανήκει στην προτεσταντική εκκλησία, η οποία προήλθε από απόσχιση από την καθολική εκκλησία τον 16ο αιώνα=προτεστάντης. διαμένω • πρτ. διέμενα, αόρ. διέμεινα: [επίσ.] (αμτβ.) κατοικώ κάπου: Διαμένουν στο εξωτερικό. διαμονή η. διαμέρισμα το: 1 σύνολο δωματίων που αποτελεί ενιαίο χώρο κατοικίας σε μία πολυκατοικία: Μένουμε σε ~ τεσσάρων δωματίων στον τρίτο όροφο. 2 αυτόνομο τμήμα χώρας ή πόλης: Η Ελλάδα χωρίζεται σε εφτά γεωγραφικά διαμερίσματα. δημοτικό ~. διάμετρος η: ΓΕΩΜ ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο κύκλου ή σφαίρας, ενώνοντας δύο σημεία της περιφέρειάς τους. εκ διαμέτρου αντίθετος: εντελώς αντίθετος. διαμετρικός -ή -ό. διαμετρικά (επίρρ.). διαμορφώνω -ομαι: (μτβ.) 1 δίνω μορφή, σχήμα σε κτ: Διαμόρφωσαν έναν χώρο για να παίζουν τα παιδιά. 2 επιδρώ στην ανάπτυξη, εξέλιξη κπ: Το σχολείο ~ χαρακτήρες. διαμόρφωση η. διανέμω -ομαι • αόρ. διένειμα, μππ. διανεμημένος: (μτβ.) δίνω κτ σε πολλούς=μοιράζω: Οι προσκλήσεις διανέμονται δωρεάν. διανομή η. διανομέας ο. διανοούμαι: 1 (μτβ.) έχω στο μυαλό ως σκέψη: Ούτε να το διανοηθείς κάτι τέτοιο! 2 (αμτβ.) συλλογίζομαι σε βάθος. διανοούμενος ο, -η η: πρόσωπο ιδιαιτέρως μορφωμένο και καλλιεργημένο, με πνευματική ενασχόληση. διανόηση η: 1 ανώτερη πνευματική λειτουργία που οδηγεί στη γνώση και την κριτική σκέψη. 2 το σύνολο των διανοουμένων: ο κόσμος της ~. διάνοια η: 1 πνεύμα, νους. 2 ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος.=μεγαλοφυΐα. διανοητικός -ή -ό: αυτός που γίνεται ή έχει σχέση με τη σκέψη. διανοητικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.). Από το AE ρ. διανοοῦμαι «έχω στο μυαλό μου» (< διά + νοῦς). διάνυσμα το: ΜΑΘ ευθύγραμμο τμήμα που χαρακτηρίζεται από τη διεύθυνση, τη φορά και το μήκος του. διανυσματικός -ή -ό. διανύω -ομαι: (μτβ.) 1 καλύπτω απόσταση: Μπορεί να διανύσει πολλά χιλιόμετρα. 2 [επίσ.] (για χρόνο) βρίσκομαι: Διανύει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. διάνυση η. διαπασών η • άκλ.: 1 ΜΟΥΣ το διάστημα μίας κλίμακας=οκτάβα. 2 πολύ υψηλή ένταση ήχου: Βάζαμε τη μουσική στη διαπασών. διαπερνώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) 1 περνάω μέσα από κτ άλλο: Το φως του ήλιου ~ την κουρτίνα. 2 (μτφ.) επιδρώ σε κπ ή κτ: Τον διαπέρασε ένα ρίγος. διαπεραστικός -ή -ό. διαπεραστικά (επίρρ.). διαπιστώνω -ομαι: (μτβ.) ανακαλύπτω ή συμπεραίνω κτ μετά από έλεγχο: Διαπιστώσαμε αμέσως την απουσία του φύλακα. διαπίστωση η. διαπολιτισμικός -ή -ό: αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πολιτισμούς: ~ εκπαίδευση. διαπολιτισμικά (επίρρ.). διαπραγματεύομαι: (μτβ.) συνεννοούμαι για την επίτευξη συμφωνίας: ~ την αγορά μιας εταιρείας. διαπραγμάτευση η: 1 το να διαπραγματεύεται κπ κτ. 2 συνήθ. πληθ. σύνολο συζητήσεων για ένα θέμα: Έληξαν οι διαπραγματεύσεις. διαπραγματευτικός -ή -ό. διαπραγματευτικά (επίρρ.). διαπραγματευτής ο, -εύτρια η.
Προσοχή στη διάκριση μεταξύ των ρ. διαπραγματεύομαι και πραγματεύομαι «εξετάζω λεπτομερώς». διάρκεια η • γεν. & [λόγ.] διαρκείας: 1 χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει κτ. 2 ανθεκτικότητα, αντοχή στον χρόνο: Η σχέση αυτή δεν είχε ~. στιλό / εισιτήριο / απεργία διαρκείας: που έχουν μεγάλη διάρκεια. διαρκώ: (αμτβ.) 1 έχω ορισμένη διάρκεια: Το έργο ~ 2 ώρες. 2 συνεχίζω χρονικά: Η ειρήνη δεν διήρκεσε πολύ. διαρκής -ής -ές=συνεχής. σχ. αγενής. διαρκώς (επίρρ.). διαρρέω • αόρ. διέρρευσα: 1 (αμτβ., για υγρά ή αέρια) ξεφεύγω. 2 (μτφ., αμτβ.) κυκλοφορώ ως φήμη: Από το υπουργείο διέρρευσε η πληροφορία. 3 (μτβ.) ρέω, κυλώ μέσα από κπ χώρο: Ο ποταμός διαρρέει μία καταπράσινη κοιλάδα. διαρροή η: ~ στο σύστημα αποχέτευσης /~ ρεύματος. Η μτβ. χρήση του διαρρέω με τη σημ. 2 (Ο Γιάννης διέρρευσε την πληροφορία), παρατηρείται όλο και πιο συχνά, δεν έχει όμως ακόμη καθιερωθεί. διάρρηξη η: 1 παράνομη είσοδος σε χώρο ή όχημα (συνήθως με σκοπό την κλοπή): Κατηγορείται για ~ αυτοκινήτου. 2 [επίσ.] (μτφ.) απότομη διακοπή: Η έντονη διαφωνία προκάλεσε την οριστική ~ των σχέσεων. διαρρήκτης ο: σεσημασμένος ~. Από το AE ρ. διαρρήγνυμι ( < διά + ῥήγνυμι«σκίζω»). διάσειση η: ΙΑΤΡ λειτουργική διαταραχή των νευρικών κέντρων του εγκεφάλου μετά από χτύπημα: Μετά το πέσιμο, έπαθε ~. διασκεδάζω -ομαι: 1 ενεργ. α. (αμτβ.) περνάω καλά, ευχαριστιέμαι=ψυχαγωγούμαι: Διασκεδάσαμε πολύ στο πάρτι. β. (μτβ.) κάνω κπ να περνάει καλά: Τα απλά παιχνίδια ~ τα μικρά παιδιά. 2 (μτβ.) διώχνω κτ (συνήθως δυσάρεστο) μακριά=διασκορπίζω: Με τις δηλώσεις του διασκεδάστηκαν οι ανησυχίες μας. σχ. ψυχαγωγία. διασκέδαση η. διασκεδαστικός -ή -ό. διασκεδαστικά (επίρρ.). Από το AE ρ. διασκεδάννυμι «διασκορπίζω». διασκευή η: η τροποποίηση σε βασικά σημεία ενός καλλιτεχνικού έργου: Η ταινία είναι ~ του ομώνυμου θεατρικού έργου. διασκευάζω -ομαι (μτβ.). διάσκεψη η: συνάντηση, συνεδρίαση επισήμων ή πολιτικών προσώπων για τη λήψη αποφάσεων: ~ για την προστασία του περιβάλλοντος. ~ κορυφής: διάσκεψη αρχηγών κρατών. διασκέπτομαι (αμτβ.). διασπορά η: 1 σκόρπισμα σε διαφορετικά σημεία: βόμβες διασποράς. 2 διάδοση: ~ ψευδών ειδήσεων. 3 (μτφ.) το να ζει κάποια εθνότητα σε ξένο μέρος και (συνεκδ.) ο πληθυσμός αυτός: ο Ελληνισμός της διασποράς. διασπείρω -ομαι: (μτβ.) διαδίδω (φήμες, ειδήσεις κτλ.). διασπώ -ώμαι: (μτβ.) 1 χωρίζω ένα σύνολο σε κομμάτια=κατακερματίζω: Το κόμμα διασπάστηκε. 2 διακόπτω: Η προσοχή των μαθητών διασπάται κάθε φορά που ακούγεται θόρυβος. διάσπαση η. διασπαστικός -ή -ό. διασπαστικά (επίρρ.). διάσταση η: 1 μέγεθος που δηλώνει ύψος, πλάτος, μήκος: οι διαστάσεις του τραπεζιού. 2πληθ. έκταση ή σοβαρότητα ενός θέματος: Η υπόθεση πήρε τεράστιες διαστάσεις. 3 (μτφ.) πλευρά ενός θέματος: Ανέδειξε μία νέα ~ του θέματος. 4 διαφορά, απόκλιση: ~ απόψεων. 5 το να ζει χωριστά ένα παντρεμένο ζευγάρι: Βρίσκονται σε ~. Από το AE ρ. διίσταμαι (λ.).
διασταυρώνω -ομαι: (μτβ.) 1 ελέγχω την ορθότητα πληροφορίας ή είδησης: Οι πληροφορίες που μας έδινε ήταν διασταυρωμένες. 2 βάζω δύο πράγματα σταυρωτά. 3 δημιουργώ νέα ποικιλία ζώου ή φυτού συνδυάζοντας διαφορετικά είδη. 4 παθ. συναντιέμαι: Στο σημείο αυτό διασταυρώνονται δύο κεντρικοί δρόμοι. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας αρκετές φορές. διασταύρωση η. διαστέλλω -ομαι • αόρ. διέστειλα, παθ. αόρ. διαστάλθηκα & [επίσ.] διεστάλην, μππ. διεσταλμένος: (μτβ.) 1 ΦΥΣ προκαλώ αύξηση του όγκου ενός σώματος ≠ συστέλλω: Η θερμότητα κάνει τα σώματα να διαστέλλονται. 2 μεγαλώνω τις διαστάσεις κπ πράγματος: Με κοίταζε με διεσταλμένα μάτια. διαστολή η: ΦΥΣ αύξηση των διαστάσεων ενός σώματος ≠ συστολή: Η ζημιά οφείλεται στην απότομη ~ των καλωδίων. διάστημα το: 1 απόσταση στον χώρο: Μην αφήνεις μεγάλο ~ ανάμεσα στις δύο γραμμές!2 χρονική περίοδος, απόσταση: ~ δύο ημερών. 3 ΑΣΤΡΟΝ τα ουράνια σώματα και ό,τι υπάρχει έξω από την ατμόσφαιρα της γης: η εξερεύνηση του διαστήματος. διαστημικός -ή -ό (στη σημ. 3). διασύνδεση η: 1 σύνδεση, συσχέτιση γεγονότων ή καταστάσεων. 2 συνήθ. πληθ. γνωριμία με ανθρώπους που κατέχουν δύναμη ή εξουσία: Η επιτυχία του οφείλεται στις διασυνδέσεις του. διασυνδέω -ομαι (μτβ.). διασύρω -ομαι: (μτβ.) διαδίδω αρνητικά πράγματα για κπ=δυσφημώ: Το όνομά του διασύρθηκε. διασυρμός ο. διασχίζω -ομαι: (μτβ.) περνώ από τη μία άκρη μιας έκτασης ως την άλλη: Το ποτάμι διέσχιζε την πεδιάδα. Διέσχισε τον δρόμο περνώντας μέσα από αυτοκίνητα. διασώζω -ομαι: (μτβ.) 1 σώζω: Οι εγκλωβισμένοι διασώθηκαν από την Πυροσβεστική. 2 (μτβ.) γλιτώνω από τη φθορά του χρόνου: Μεγάλο μέρος των παπύρων διασώθηκε από τους μοναχούς. διάσωση η. διασώστης ο, -ώστρια η. διατάζω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) δίνω σε κπ εντολή=προστάζω: Ο στρατηγός διέταξε τους στρατιώτες του να επιτεθούν. Πάψε να διατάζεις και κάνε κι εσύ καμιά δουλειά!διαταγή η=προσταγή. διάταγμα το: γραπτή διατύπωση απόφασης από ανώτερη αρχή. διάταξη η: 1 ο τρόπος που κτ είναι τοποθετημένο: Η ~ των επίπλων είναι καλή. 2 ό,τι ορίζεται από ένα νομοθετικό κείμενο: διατάξεις του ποινικού κώδικα. ημερήσια ~: κατάλογος θεμάτων για συζήτηση σε συνέλευση, συνεδρίαση: Εγκρίνεται η ~ και αρχίζει η συνεδρίαση. στην ημερήσια ~: πολύ συχνά: Τα σκάνδαλα είναι πια ~. διατάσσω -ομαι (μτβ.). διαταράσσω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ αναταραχή: Με τις αντιπαραθέσεις διαταράσσεται το ήρεμο κλίμα της τάξης. διατάραξη η: ~ κοινής ησυχίας. διαταραχή η: ΙΑΤΡ ΨΥΧΟΛ οργανική ή ψυχική ανωμαλία: στομαχική ~. διατελώ: [επίσ.] (αμτβ.) κατέχω αξίωμα: Διετέλεσε υπουργός. Από το AE ρ. διατελῶ «περνώ τη ζωή μου». διατηρώ -ούμαι: (μτβ.) 1 φροντίζω να υπάρχει κτ χωρίς αλλαγές, αναλλοίωτο: Διατηρούσε τη φόρμα της με δίαιτα. Το κρέας διατηρείται στην κατάψυξη. 2 εξακολουθώ να έχω: ~ κάποιες επιφυλάξεις. διατήρηση η. διατηρητέος -α -ο: αυτός που έχει αποφασιστεί ότι πρέπει να διατηρηθεί. διατροφή η: 1 τρόπος να τρέφεται κπ: Παρατηρείται στροφή στην υγιεινή ~. 2 ΝΟΜ ποσό που καταβάλλεται από τον έναν από τους πρώην συζύγους στον άλλο μετά το διαζύγιο. διατρέφω -ομαι (μτβ., σημ. 1). διατροφικός -ή -ό (σημ. 1). σχ. αλείφω. διατυπώνω -ομαι: (μτβ.) εκφράζω σκέψη, άποψη, κρίση ή ερώτηση σε γραπτό ή προφορικό λόγο: Διατύπωσε την ερώτησή της με σαφήνεια. διατύπωση η. διαυγής -ής -ές: 1 αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί κπ να δει=διαφανής: Ήταν ένα ~, υποκίτρινο υγρό. 2 (μτφ.) αυτός που είναι σαφής, ακριβής: ~ και ξεκάθαρη σκέψη. σχ. αγενής. διαύγεια η. διαυγώς (επίρρ.). διαφανής -ής -ές & διάφανος -η -ο: ≠ αδιαφανής 1 αυτός που επιτρέπει να διακρίνεται ό,τι υπάρχει πίσω του: ~ υγρό / ύφασμα / χαρτί. 2 (μτφ.) αυτός που επιτρέπει να φανεί η αλήθεια: διαφανείς διαδικασίες. σχ. αγενής. διαφανώς (επίρρ.). διαφάνεια η: ≠ αδιαφάνεια: Ζητούσαν ~ στη διαχείριση των οικονομικών του Δήμου. Από το AE ρ. διαφαίνω -ομαι. διαφέρω (αμτβ.) δε μοιάζω με κπ ή κτ: Διαφέρουν στην εμφάνιση. διαφορά η: 1 το να διαφέρει κπ ή κτ από κπ άλλο: Το ζευγάρι έχει μεγάλη ~ ηλικίας. 2 ΜΑΘ το αποτέλεσμα της αφαίρεσης δύο αριθμών. 3 διαφωνία για κτ: οικονομικές διαφορές. διάφορος -η -ο: 1 [επίσ.] αυτός που δεν είναι ίδιος ή ίσος με κπ ή κτ άλλο ≠ ίδιος, ίσος: ~ του μηδενός. 2πληθ. α. αυτοί που είναι διαφορετικού είδους: Το έκανε για πολλούς και διάφορους λόγους. β. για αόριστη αναφορά σε κτ: Μας είπε ~ πράγματα. διαφορετικός -ή -ό=αλλιώτικος ≠ όμοιος, ίδιος. διαφορετικά (επίρρ.)=αλλιώς. διαφορετικότητα η. σχ. αλείφω. διαφεύγω: [επίσ.] 1 (αμτβ.) απομακρύνομαι κρυφά=ξεφεύγω: Ο δράστης διέφυγε στο εξωτερικό. 2 (μτβ.) αποφεύγω, γλιτώνω από κτ δυσάρεστο: Ο ασθενής έχει διαφύγει τον κίνδυνο. 3 (αμτβ.) διαρρέω: Διέφυγε ποσότητα τοξικών αερίων. 4 (μτβ.) δεν έχω κτ στη μνήμη μου: Το όνομά της μου ~. διαφυγή η. διαφημίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω γνωστό στο ευρύ κοινό προϊόν ή υπηρεσία: Η εταιρεία ~ ένα νέο αυτοκίνητο. 2 προβάλλω κτ: ~ τα προσόντα της. διαφήμιση η. διαφημιστής ο, -ίστρια η. διαφημιστικός -ή -ό. διαφημιστικά (επίρρ.). Η αρχική σημασία είναι «διαδίδω, διακηρύττω». Η λ. διαφήμιση αποτελεί απόδοση του γαλλ. réclame. διαφθείρω -ομαι: (μτβ.) επιδρώ αρνητικά, κάνω τον χαρακτήρα κπ να αλλάξει προς το χειρότερο: Κατηγορούσαν τον Σωκράτη ότι ~ τους νέους. διαφθορά η: 1 ξεπεσμός των ηθών. 2 κατάσταση ή συμπεριφορά κατά την οποία κπ ενεργεί παράνομα για το κέρδος: Υπήρχαν πολλές καταγγελίες για ~ στον δημόσιο τομέα. διαφθορέας ο. σχ. αλείφω. διαφωνώ: (αμτβ.) έχω διαφορετική άποψη από κπ: Διαφωνήσαμε μεταξύ μας. διαφωνία η: διαφορά γνωμών=ασυμφωνία ≠ συμφωνία, ομοφωνία. διαφωτίζω -ομαι: (μτβ.) παρέχω ενημέρωση σε κπ, επεξηγώ κτ: Δε μας διαφώτισε καθόλου η ομιλία του για το τι πρόκειται να γίνει. διαφωτιστικός -ή -ό: αυτός που διαφωτίζει: ~ συζήτηση. διαφωτιστικά (επίρρ.). Διαφωτισμός ο: πνευματικό κίνημα στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με το οποίο η χρήση του ορθού λόγου και η γνώση μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην αποδέσμευση από προλήψεις και αυθεντίες. διαφωτιστής ο: εκπρόσωπος του Διαφωτισμού. διαχειρίζομαι: (μτβ.) 1 ρυθμίζω κπ υπόθεση: Διαχειρίστηκε με εξαιρετική ικανότητα την κρίση. 2 διευθύνω, διοικώ κτ: Διαχειρίστηκαν για μεγάλο διάστημα την περιουσία. διαχείριση η. διαχειριστής ο, -ίστρια η. διαχειριστικός -ή -ό. διαχειριστικά (επίρρ.). Το ρ. διαχειρίζομαι είναι αποθετικό (μόνο ενεργ. διάθεση σε -ομαι). Επομένως, σχηματίζει την παθ. φωνή περιφραστικά (Η διαχείριση γίνεται από κπ). διαχέω -ομαι • αόρ. διέχυσα: σκορπίζω, μεταδίδω κτ προς όλες τις κατευθύνσεις: Με τον ψεκασμό το φάρμακο διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Το περιοδικό μας διαχέει τα αποτελέσματα των ερευνών του Ινστιτούτου. διάχυση η: 1 το να διαχέει κπ κτ: Από την έκρηξη προκλήθηκε ~ αερίων.=έκλυση. Απαιτείται ~ των αποτελεσμάτων της έρευνας. 2πληθ. θερμές εκδηλώσεις συναισθημάτων συμπάθειας. διάχυτος -η -ο: αυτός που διαχέεται, είναι σκορπισμένος παντού. διαχυτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τις διαχύσεις=εκδηλωτικός. διαχυτικά (επίρρ.). διαχυτικότητα η. διαχωρίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ να διαφέρει ή να ξεχωρίζει από άλλα παρόμοια: Διαχωρίσαμε τη θέση μας από τους άλλους. διαχωρισμός ο. διαχωριστικός -ή -ό. διαχωριστικό το. διαψεύδω -ομαι: (μτβ.) 1 ισχυρίζομαι ή αποδεικνύω ότι κτ είναι ψέμα ≠ επιβεβαιώνω: Διέψευσε τα λεγόμενα του μάρτυρα. 2 αποδεικνύω ότι κτ είναι αβάσιμο ≠ επαληθεύω, επιβεβαιώνω: Οι ελπίδες μας / Τα προγνωστικά διαψεύσθηκαν. διάψευση η. διδάκτορας ο, η: τίτλος που απονέμεται σε κπ που έχει ολοκληρώσει ανώτατες μεταπτυχιακές σπουδές κάνοντας πρωτότυπη ερευνητική εργασία (διατριβή): ~ μηχανικός / φιλοσοφίας / του Πανεπιστημίου Αθηνών. διδακτορικός -ή -ό. διδακτορικό το: διδακτορικό δίπλωμα.
Προσοχή: δεν πρέπει να μπερδεύουμε τον δικτάτορα με τον διδάκτορα!
διδάσκω -ομαι: 1 α. (μτβ.) μεταφέρω γνώσεις σε κπ, συνήθως μέσα σε σχολείο: Μας δίδασκε Μαθηματικά. β. (αμτβ.) ασκώ το επάγγελμα του εκπαιδευτικού: Έχω πολλούς φοιτητές στη Σχολή όπου ~. 2 (μτβ.) κάνω κπ να μάθει, συνετίζω: Ίσως τώρα έχει πράγματι διδαχθεί από τα σφάλματά της. διδασκαλία η. διδακτικός -ή -ό. διδακτικά (επίρρ.). διδακτέος -α -ο. δίδυμος -η -ο: 1 αυτός που έχει γεννηθεί μαζί με άλλον από την ίδια μήτρα και στον ίδιο τοκετό: Είναι δίδυμα αδέρφια - είδες πώς μοιάζουν; 2 (μτφ.) αυτός που συνδυάζεται ή έχει ταίρι κπ άλλο ίδιο, ο διπλός: οι δίδυμοι πύργοι του Μανχάταν. Δίδυμοι οι: 1 ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. 2 ΑΣΤΡΟΛ το τρίτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, καθώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό. διεγείρω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ έξαψη, ερεθίζω: Με τις ζωντανές περιγραφές του διεγείρει τη φαντασία μας.=εξάπτω ≠ κατευνάζω, ηρεμώ. διέγερση η. διεγερτικός -ή -ό. διεγερτικό το. διεγερτικά (επίρρ.). Από τα δι(ά) + ἐγείρω «σηκώνω, ανυψώνω». διεθνής -ής -ές: 1 αυτός που αναφέρεται σε ή προέρχεται από πολλές χώρες: Με το θέμα ασχολήθηκε τόσο ο ελληνικός όσο και ο ~ τύπος. 2 αυτός στον οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι από πολλές χώρες: Συμμετέχει στη ~ Διάσκεψη για το περιβάλλον. σχ. αγενής. διεθνώς (επίρρ.). διεισδύω: (αμτβ.) 1 περνώ μέσα σε σώμα, αντικείμενο κτλ., εισχωρώ σ' αυτό: Τα υπολείμματα του ουρανίου διεισδύουν στην τροφική αλυσίδα. 2 (μτφ.) περνώ μέσα χωρίς να γίνω αντιληπτός: Κατάφερε να διεισδύσει σε κυκλώματα υψηλά. 3 (μτφ.) μπαίνω στην ουσία, εμβαθύνω: Το κείμενό του ~ στο βάθος της σκέψης του Αριστοτέλη. διείσδυση η: η ~ ξένων όρων στη γλώσσα μας. διεισδυτικός -ή -ό (κυρ. στη σημ. 3). διεισδυτικά (επίρρ.). διεκδικώ -ούμαι: (μτβ.) 1 απαιτώ και προσπαθώ να πετύχω, να διατηρήσω ή να αποκτήσω κτ: Αγωνίζομαι, ~ μια θέση στον ήλιο. 2 προσπαθώ να πετύχω κτ στα πλαίσια ανταγωνισμού: Τρεις είναι οι ταινίες που ~ το βραβείο. διεκδίκηση η. διεκδικητής ο, -ήτρια η. διεκδικητικός -ή -ό. διεκδικητικά (επίρρ.). διένεξη η: έντονη διαφωνία, αντιπαράθεση ατόμων, ομάδων ή κρατών=σύγκρουση: Η μεταξύ τους ~ οδήγησε στην οριστική ρήξη των σχέσεων. Από το απαρ. αορ. β΄ διενεγκεῖν του AE ρ. διαφέρω. διενεργώ -ούμαι: (μτβ.) οργανώνω και εκτελώ ένα έργο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων μου=κάνω, διεξάγω, πραγματοποιώ: H αστυνομία διενεργεί έρευνα για την ανακάλυψη των δραστών. διενέργεια η. διεξάγω -ομαι • πρτ. διεξήγα, αόρ. διεξήγαγα, παθ. αόρ. (σπάν.) διεξάχθηκα & [επίσ.] διεξήχθην: (μτβ.) 1 [επίσ.] ολοκληρώνω, πραγματοποιώ έργο=διενεργώ, επιτελώ: Διεξάγονται έρευνες για την ανακάλυψη των δραστών. 2 παθ. λαμβάνω χώρα, συμβαίνω ή πραγματοποιούμαι: Ο αγώνας θα διεξαχθεί την Κυριακή. διεξαγωγή η: πραγματοποίηση έργου ή διαδικασίας: Ορίστηκε η ημερομηνία διεξαγωγής των εξετάσεων. Από τα ΑΕ δι(ά) + ἐξ + ἄγω «οδηγώ». Από την ίδια ρίζα παράγονται επίσης τα ρ. εισάγω, κατάγομαι, και τα ουσ. λοχαγός, στρατηγός, ξεναγός, χορηγός, αρχηγός, αγωγή. διέξοδος η: 1 πέρασμα ή σημείο από το οποίο κπ μπορεί να βγει=δίοδος ≠ αδιέξοδο. 2 (μτφ.) μέσο ή τρόπος με τον οποίο μπορεί κπ να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση ή ένα πρόβλημα=λύση, διαφυγή: Αναζητήθηκε ~ στην οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα. διερευνώ -ώμαι: (μτβ.) εξετάζω, μελετώ κτ σε βάθος=ερευνώ: Οι αρμόδιοι θα διερευνήσουν τα αίτια του προβλήματος. διερεύνηση η. διερευνητικός -ή -ό. διερευνητικά (επίρρ.). διερμηνέας ο, η: πρόσωπο που μεταφράζει προφορικές (συν)ομιλίες ανθρώπων που δε μιλούν την ίδια γλώσσα. διερμηνεία η. διερμηνεύω -ομαι (μτβ.). διέρχομαι • αόρ. διήλθα: [επίσ.] (μτβ.) 1 περνώ μέσα από κάπου=διασχίζω, διαβαίνω: Η εθνική οδός διέρχεται από τη βόρεια πλευρά της πόλης. 2 (μτφ.) περνώ, υφίσταμαι: H εκπαίδευση διέρχεται περίοδο κρίσης. σχ. έρχομαι. διερχόμενος -η -ο: αυτός που διέρχεται έναν χώρο: Μοιράζουν ενημερωτικά φυλλάδια στα διερχόμενα αυτοκίνητα. κέντρο διερχομένων: χώρος στον οποίο πηγαινοέρχεται ασυνήθιστα πολύς κόσμος. διέλευση η: [επίσ.] πέρασμα, μετάβαση από ένα σημείο σε άλλο: Απαγορεύεται η ~ τροχοφόρων από τον πεζόδρομο. διευθετώ -ούμαι: (μτβ.) ρυθμίζω, βάζω σε τάξη=κανονίζω, επιλύω, τακτοποιώ: Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, διευθετήθηκε το θέμα. διευθέτηση η. διευθύνω -ομαι • πρτ. & αόρ. διηύθυνα & (σπάν.) διεύθυνα: (μτβ.) 1 είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία, δίνω τις κατευθύνσεις, οργανώνω έργο ή υπηρεσία=διοικώ, κυβερνώ: Διευθύνει την εταιρεία εδώ και δέκα χρόνια με μεγάλη επιτυχία. 2 ενεργώ ως συντονιστής=συντονίζω: Ποιος θα διευθύνει τη συζήτηση. διεύθυνση η: 1 οργάνωση και καθοδήγηση έργου, επιχείρησης ή υπηρεσίας: Από τότε που ανέλαβε τη ~ της επιχείρησης, οι πωλήσεις αυξήθηκαν. H ορχήστρα έπαιξε υπό τη ~ του Μίκη Θεοδωράκη. 2 ο διευθυντής, επικεφαλής ή υπεύθυνος υπηρεσίας: Θα διαμαρτυρηθώ στη ~. 3 τόπος διαμονής κπ: Σε ποια ~ να στείλω την επιστολή; διευθυντής ο, -ύντρια η: πρόσωπο που διευθύνει υπηρεσία, έργο κτλ. διευθυντικός -ή -ό. Από το ελνστ. ρ. διευθύνω «κάνω ίσιο, κυβερνώ». διευκολύνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω μια διαδικασία πιο εύκολη=βοηθώ ≠ δυσχεραίνω: Τα φανάρια ~ την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. 2 προσφέρω οικονομική βοήθεια ή ενίσχυση: Θα με διευκόλυνες, αν μου δάνειζες αυτό το ποσό. διευκολύνει: απρόσ. (μτβ.) είναι βολικό, με εξυπηρετεί: Με ~ να συναντηθούμε έξω. διευκόλυνση η. διευκολυντικός -ή -ό. διευκρινίζω -ομαι: (μτβ.) δίνω εξηγήσεις κάνοντας κτ σαφές και κατανοητό: Μπορείτε να μου διευκρινίσετε τι εννοείτε;=εξηγώ, αποσαφηνίζω. διευκρίνιση η. διευκρινιστικός -ή -ό. διευκρινιστικά (επίρρ.). διευρύνω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ να αποκτήσει πλάτος και εύρος ≠ στενεύω, περιορίζω: Προτείνει να διευρυνθούν τα όρια του Δήμου μας. 2 (μτφ.) επεκτείνω, μεγαλώνω κτ, έτσι ώστε να περιλάβει περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα: Τα ταξίδια διευρύνουν τους ορίζοντες.=πλαταίνω. διεύρυνση η: Πραγματοποιήθηκε η ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ένταξη νέων κρατών-μελών. διηγούμαι: (μτβ.) περιγράφω κτ σε προφορικό ή γραπτό λόγο=αφηγούμαι, εξιστορώ: Μας διηγήθηκε μια περιπέτεια. διήγηση η: το να διηγείται κανείς κτ και αυτό που κπ διηγείται: Η ~ της ιστορίας μάς συγκίνησε. διήγημα το. διίσταμαι • κυρ. στο γ΄ πρόσ. ενστ. και πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) διαφέρω, αποκλίνω: Oι γνώμες των ειδικών διίστανται. σχ. ενίσταμαι. δικάζω -ομαι: (μτβ.) 1 α. εφαρμόζω τον νόμο ως δικαστής: Υποστηρίζει ότι δεν τον δίκασαν δίκαια. β. επιβάλλω ποινή=καταδικάζω: Δικάστηκε σε ισόβια. 2 κρίνω σαν να είμαι δικαστής. δικαστήριο το: 1 φορέας της δικαστικής εξουσίας: το Διεθνές ~ της Χάγης. 2 οι άνθρωποι που ασκούν τη δικαστική εξουσία ή οι δικαστές, ένορκοι κτλ. που συμμετέχουν σε μια δίκη: Το ~ αποφάσισε την αθώωσή του. 3 δικαστική υπόθεση=δίκη: Έχω ~ αύριο. 4 το κτίριο όπου γίνονται δίκες. δίκη η: διαδικασία που γίνεται σε δικαστήριο, με σκοπό την απονομή δικαιοσύνης. δικαστής ο, η & [λαϊκ.] δικαστίνα η: δημόσιος λειτουργός υπεύθυνος για την απονομή δικαιοσύνης. δικαστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον δικαστή, τη δίκη ή το δικαστήριο. δικαστικός ο, η: δικαστής ή εισαγγελέας. δικαστικά & -ώς (επίρρ.). Η λ. δίκη προέρχεται από θ. του AE ρ. δείκνυμι «δείχνω» και αρχικά σήμαινε «κανόνας, συνήθεια». Από τη λ. δίκη προέρχονται οι λ. δικάζω, δίκαιος κτλ., καθώς και τα δικά τους παράγωγα (δικαστήριο, δικαστικός, δικαίωμα κτλ.) και σύνθετα (δικαιολογώ, δικηγόρος, δικογραφία). δικαιολογώ -ούμαι: (μτβ.) 1 θεωρώ κτ σωστό: ~ τη στάση της. 2 επικαλούμαι στοιχεία για να αποδείξω την αλήθεια: Οι απουσίες δικαιολογούνται με ιατρική βεβαίωση. 3 παθ. προβάλλω προφάσεις: Όταν αργεί, δικαιολογείται λέγοντας ότι βρήκε κίνηση. 4 θεωρώ λογική τη στάση ή την ενέργεια κπ: Τη ~ που ήταν εχθρική. 5 αποτελώ την αιτία: Η αδιαφορία τους ~ την αποτυχία τους. σχ. αιτιολογώ & δικάζω. δικαιολογία η. δικαιολόγηση η. δικαιολογητικός -ή -ό: αυτός που χρησιμεύει για να δικαιολογήσει ή να αποδείξει κτ. δικαιολογητικά (επίρρ.). δικαιολογητικό το: αποδεικτικό έγγραφο. δικαιολογημένα (επίρρ.). δίκαιος -η & -α -ο: ≠ άδικος 1 (για πρόσ. ή ενέργειες) αυτός που είναι σύμφωνος με τους νόμους ή τους κανόνες: ~ απόφαση/δικαστής=αδέκαστος. 2 αυτός που είναι αντικειμενικός: ~ διαγωνισμός. 3 αυτός που έχει λόγους να συμβεί=δικαιολογημένος: ~ παράπονο. σχ. δικαστής. δίκαια & [επίσ.] δικαίως (επίρρ.): ≠ άδικα 1 με δίκαιο τρόπο. 2 δικαιωματικά ή δικαιολογημένα. δίκαιο το: 1α. η ηθική αρχή της ισότιμης αντιμετώπισης των μελών μιας κοινωνίας ≠ άδικο. β. το σύνολο των σχετικών κανόνων: γραπτό/άγραφο ~ 2 πληθ. δικαιώματα που πηγάζουν από το δίκαιο: Υπερασπίζεται τα δίκαιά του. δικαιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 απαλλάσσω κπ από κατηγορία. 2 αποδεικνύω κτ ως σωστό ή δίκαιο: Oι αγώνες τους θα δικαιωθούν. δικαίωση η: αναγνώριση του δίκιου ή της αξίας κπ. δικαιοσύνη η: 1 τήρηση των νόμων. 2 θεσμός της πολιτείας για την επιβολή των νόμων. 3 το σύνολο των δικαστικών αρχών. δικαίωμα το: 1 ελευθερία που αναγνωρίζεται από τους νόμους: ανθρώπινα δικαιώματα. 2 άδεια που δίνεται σε κπ να πράξει κάτι: Δεν έχετε το ~ να… σχ. δικαστής. δικαιούμαι• πρτ. δικαιούμουν: (μτβ.) έχω το δικαίωμα. δικαιωματικός -ή -ό. δικαιωματικά (επίρρ.). δικαιούχος -ος -ο: αυτός που δικαιούται κτ. σχ. έχω. δικηγόρος ο, η & [λαϊκ.] δικηγορίνα η: νομικός που παρέχει νομική υποστήριξη ή υπηρεσίες σε πρόσωπα ή οργανισμούς. σχ. δικαστής. δικηγορικός -ή -ό. δίκιο το: ό,τι θεωρείται σωστό ή δίκαιο ≠ άδικο: Δεν έχεις ~ να λες ότι φταίω εγώ! Ψάχνει να βρει το ~ του στα δικαστήρια. δικός -ή & -ιά -ό: (+ αδύν. τ. γεν. της προσωπ. αντων., ως κτητ. αντων.) δηλώνει αυτόν στον οποίο ανήκει κτ ή με τον οποίο σχετίζεται κπ: τα ~ μου (τα) βιβλία. Δεν έχει ~ του σπίτι. οι ~ μας συμμαθητές. και στα δικά σου /σας: ευχή για γάμο, που δίνεται σε άγαμους. σχ. αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. δικός ο, -ή & -ιά η: συνήθ. πληθ. (+ αδύν. τ. γεν. της προσωπ. αντων.) μέλος ενός οικείου συνόλου, κυρίως στενός συγγενής, φίλος ή οπαδός: Είναι δεμένη με τους ~ της - η οικογένειά της πάνω απ' όλους! Συνηθέστεροι ως κτητ. αντων. είναι οι αδύνατοι τ. της γεν. της προσωπ. αντων., ενώ το δικός μου χρησιμοποιείται για έμφαση, αντιδιαστολή ή αποφυγή επανάληψης: Το δικό μου σπίτι είναι το καλύτερο! Το βιβλίο μου είναι αυτό ή το δικό σου;
δικτάτορας ο: 1 ηγέτης που κατέλαβε την εξουσία με βία και κυβερνά αυταρχικά. 2 (μτφ.) πρόσωπο που φέρεται αυταρχικά. σχ. διδάκτορας. δικτατορία η: 1 το καθεστώς μιας χώρας την οποία κυβερνά δικτάτορας, καθώς και το χρονικό διάστημα που κυβερνά. 2 (μτφ.) αυταρχική συμπεριφορά. δικτατορικός -ή -ό. δικτατορικά (επίρρ.). δίκτυο το: 1 κύκλωμα σαν δίχτυ: οδικό ~. ~ υπολογιστών. 2 σύνολο παράνομων ατόμων: ~ λαθρεμπόρων. δικτυώνω -ομαι (μτβ.). δικτύωση η. δικτυακός -ή -ό. σχ. δίχτυ. δίλημμα το: δυσκολία επιλογής ανάμεσα σε δύο λύσεις. δίνη η: 1 γρήγορη περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου: Η ~ ρούφηξε τη βάρκα. 2 (μτφ.) κατάσταση που μεταβάλλεται ραγδαία: Η ~ των εξελίξεων δε μου επέτρεψε να δω καθαρά τι έπρεπε να κάνω. δίνω -ομαι • αόρ. έδωσα, παθ. αόρ. δόθηκα, μππ. δοσμένος: (μτβ.) 1 μεταφέρω κτ με το χέρι μου σε κπ άλλο: Μου δίνεις την μπάλα; 2 παραχωρώ κτ δικό μου σε άλλον: Tους έδωσα την κάμερα για αύριο. 3 προσφέρω χωρίς αντάλλαγμα: Δίνω και τη ζωή μου για την πατρίδα μου. 4 παρέχω: Η μόρφωση ~ πολλές δυνατότητες. 5 διαθέτω ποσό για κτ: Είναι ακριβό, δε ~ τόσα λεφτά. 6 πουλώ κτ: Πόσο το δίνεις; 7 παθ. (μτφ.) αφιερώνομαι ολοκληρωτικά: Δόθηκε ολόψυχα στην οικογένειά του.=αφοσιώνομαι. δόσιμο το. δότης ο, δότρια η. Από το AE ρ. δίδωμι. Χρησιμοποιούμε σπανιότερα και τον λόγ. τ. δίδω, κυρ. σε στερεότυπες εκφρ. και στα σύνθετα (αναδίδω, μεταδίδω, παραδίδω κτλ.). Το ρ. δίδωμι είχε δύο θέματα, το δω-, από το οποίο προέρχονται οι λ. δώρο, δωρεά, δωρίζω κτλ., και το θέμα δο-, από το οποίο προέρχονται οι λ. δότης, δόση κτλ. διοίκηση η: διεύθυνση ενός οργανισμού, καθώς και τα πρόσωπα που την ασκούν και ο χώρος όπου στεγάζονται. διοικώ -ούμαι: (μτβ.) ασκώ διοίκηση. διοικητής ο. διοικητικός -ή -ό. διοικητικά (επίρρ.). Από το AE ρ. διοικῶ (<διά + οἰκέω -ῶ) «φροντίζω το σπίτι μου». διοξείδιο το: ΧΗΜ ένωση στοιχείου με δύο άτομα οξυγόνου: ~ του άνθρακα. διοργανώνω -ομαι: (μτβ.) φροντίζω για την οργάνωση εκδήλωσης. διοργάνωση η. διοργανωτής ο, -ώτρια η. διορθώνω -ομαι: (μτβ.) 1 αντικαθιστώ λάθος με το σωστό: Διόρθωσε το κείμενο και στείλε το. 2 βελτιώνω: Να διορθώσεις τη συμπεριφορά σου. διόρθωση η. διόρθωμα το. διορθωτής ο, -ώτρια η. διορθωτικός -ή -ό. διορθωτικά (επίρρ.). διότι (σύνδ.): [επίσ.] εισάγει πρόταση που δηλώνει την αιτία για κτ=επειδή, γιατί: Η συνάντηση ανεβλήθη, ~ απουσίαζε ο κύριος ομιλητής. διοχετεύω -ομαι: (μτβ.) 1 μεταφέρω μέσω αγωγού. 2 διακινώ προϊόν: Διοχετεύθηκαν στην αγορά σάπια τρόφιμα. 3 (μτφ.) διαδίδω με έμμεσο τρόπο: Διοχετεύουν φήμες στον τύπο. διοχέτευση η. Από τα ΑΕ δι(ά) + ὀχετεύω «εκτρέπω μέσα από αγωγό ή σωλήνα». Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λ. οχετός. δίπλα (επίρρ.): 1 πολύ κοντά σε κπ ή κτ, στο πλάι=πλάι: Μένουν ~ ~. Κάθισε ~ μου /στον οδηγό. (& ως άκλ. επίθ.) το ~ θρανίο=διπλανός. 2 συγκριτικά με κπ ή κτ άλλο: Φαίνεται πολύ κακός ~ του. δίπλα1 ο: συνήθ. πληθ. πρόσωπο που μένει ή βρίσκεται δίπλα: Πήρα καφέ από τους ~. διπλανός -ή -ό=πλαϊνός. διπλανός ο, -ή η: 1 πρόσωπο που μένει ή βρίσκεται δίπλα. 2 ο συνάνθρωπος: Πρέπει να βοηθάμε τον ~ μας. δίπλωμα1 το: επίσημο έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται από επίσημη αρχή η ολοκλήρωση σπουδών, μία ορισμένη ικανότητα κτλ: ~ οδήγησης/αγγλικών/πιάνου. διπλωμάτης ο, η & -τισσα η: 1 επίσημος αντιπρόσωπος μιας χώρας σε μία άλλη. 2 (μτφ.) πρόσωπο ικανό να χειρίζεται δύσκολες καταστάσεις: Θα καταφέρει να τη μεταπείσει, γιατί είναι μεγάλος ~. 3 [μειωτ.] διπρόσωπο άτομο. διπλωματία η: 1 το έργο του διπλωμάτη, καθώς και το σύνολο των διπλωματών: Η ελληνική ~ αναχώρησε για να συμμετάσχει στη διάσκεψη. 2 (μτφ.) επιδεξιότητα σε διαπραγματεύσεις. διπλωματικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη διπλωματία: ~ σώμα /συμπεριφορά. διπλωματικά (επίρρ.). διπλώνω -ομαι: 1 (μτβ.) τσακίζω κτ σε δύο ή περισσότερα μέρη. 2 παθ. (αμτβ.) μαζεύω το σώμα μου προς τα εμπρός: Διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο. δίπλα2η: 1 [οικ.] πτυχή υφάσματος. 2 είδος γλυκού με μέλι και καρύδια. δίπλωμα2το: το να διπλώνει κανείς κτ και το σημείο όπου διπλώνεται. δίσεκτος & [λαϊκ.] δίσεχτος -η -ο: 1 χρόνος που έχει 366 αντί 365 μέρες. 2 (μτφ.) εποχή με δυσκολίες και συμφορές: Τα ~ χρόνια της κατοχής. δισκοβολία η: ΑΘΛ άθλημα ρίψης δίσκου. δισκοβόλος ο, η: ΑΘΛ αθλητής που αγωνίζεται στο άθλημα της δισκοβολίας. δίσκος ο: 1 κυκλικό επίπεδο αντικείμενο με μικρό πάχος και βάθος: ασημένιος ~ σερβιρίσματος. ιπτάμενος ~: αντικείμενο που πιστεύεται ότι προέρχεται από το διάστημα. 2 ΑΘΛ δίσκος που χρησιμοποιείται στη δισκοβολία και (συνεκδ.) το αντίστοιχο άθλημα. 3 στρογγυλή πλάκα στην οποία έχει εγγραφεί ηχητικό υλικό: ~ 45 στροφών/ψηφιακός ~. 4 ΠΛΗΡΟΦ σκληρός ~: υλικό μέσο για την αποθήκευση πληροφοριών σε ψηφιακή μορφή, μόνιμα προσαρμοσμένο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. διστάζω: (μτβ.) από αβεβαιότητα ή φόβο καθυστερώ να ενεργήσω ή να πάρω μία απόφαση: Δίστασα να μιλήσω, γιατί δεν τον ήξερα καλά. δισταγμός ο. διστακτικός & -χτικός -ή -ό. διστακτικά & -χτικά (επίρρ.). διχάζω -ομαι: (μτφ., μτβ.) χωρίζω ένα σύνολο σε δύο μέρη=διαιρώ ≠ ενώνω: H απόφασή του δίχασε την παρέα. διχασμός ο. διχόνοια η: εχθρότητα μεταξύ ατόμων ή ομάδων ≠ ομόνοια. διχοτόμος η: ΓΕΩΜ η ημιευθεία που χωρίζει μία γωνία σε δύο ίσα μέρη. διχοτομώ -ούμαι: (μτβ.) 1 ΓΕΩΜ χωρίζω σε δύο ίσα μέρη. 2 (μτφ.) χωρίζω κτ σε δύο μέρη: O κυπριακός λαός δε δέχτηκε να διχοτομηθεί το νησί. διχοτόμηση η. Από τα δίχο + τόμος < τέμνω «κόβω». Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα τομή, τμήση, ανατομία. δίχτυ το: 1 πλέγμα από σχοινιά ή σύρματα κυρίως για ψάρεμα. 2 (μτφ.) συνήθ. πληθ. παγίδα: Οι έμποροι ναρκωτικών έχουν απλώσει τα δίχτυα τους παντού. 3 ΑΘΛ πλέγμα που χωρίζει στα δύο τον αγωνιστικό χώρο (τένις, βόλεϊ κτλ.) ή που συγκρατεί την μπάλα (ποδόσφαιρο κτλ.). διχτυωτός & δικτυωτός -ή -ό. Η λ. δίχτυ προέρχεται από το ΑΕ δίκτυον, όπως και η λ. δίκτυο. Ορισμένες παράγωγες λέξεις εμφανίζονται και με τα δύο συμφωνικά συμπλέγματα (δικτυωτός & διχτυωτός). δίχως (πρόθ.): (+ αιτ. / να) δηλώνει έλλειψη, απουσία προσώπου, πράγματος ή παράλειψη ενέργειας, κατάστασης κτλ.=χωρίς ≠ με: Έφυγε ~ να κοιτάξει πίσω του. ~ ζάχαρη δε φτιάχνεται το γλυκό. δίψα η: 1 η επιθυμία ανθρώπου ή ζώου να πιει (κυρίως) νερό. 2 (μτφ.) μεγάλη επιθυμία για κτ: ~ για περιπέτειες. διψώ & -άω • μππ. διψασμένος: (αμτβ.) 1 νιώθω το αίσθημα της δίψας ≠ ξεδιψώ. 2 (μτφ.) έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Διψά για δόξα και τιμές. διώκω -ομαι • αόρ. δίωξα: [επίσ.] (μτβ.) 1 ΝΟΜ οδηγώ σε δίκη: Η κλοπή διώκεται ποινικά. 2 ενεργώ εναντίον κπ με διαφορετικές απόψεις: Οι δικτατορίες πάντοτε διώκουν τους δημοκράτες πολίτες. δίωξη η: 1 ενέργεια για τη σύλληψη ατόμου που έχει διαπράξει αδίκημα, καθώς και η σχετική υπηρεσία: ~ εγκλήματος. 2 συνήθ. πληθ. εξόντωση=διωγμός: Πολλοί άνθρωποι υφίστανται διώξεις λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. διώκτης ο, διώκτρια η. διωκτικός -ή -ό. διωκτικά (επίρρ.). διώχνω -ομαι • αόρ. έδιωξα, μππ. διωγμένος: (μτβ.) 1 απομακρύνω κπ με τη βία. 2 απομακρύνω κπ από τη θέση του=απολύω: Τον έδιωξαν από τη δουλειά του. 3 απομακρύνω κτ από τη σκέψη ή την ψυχή μου: Διώξε τη λύπη. διωγμός ο: συνήθ. πληθ. 1 εξόντωση ατόμων με διαφορετικές αντιλήψεις: Οι διωγμοί των πρώτων χριστιανών από τους Ρωμαίους. 2 βίαιη απομάκρυνση κπ από έναν τόπο. Τα δύο ρήματα και τα παράγωγά τους παρουσιάζουν διαφορές τόσο στη σημ. όσο και στο επίπεδο λόγου (το διώκω χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημο λόγο). Σε κάποια παράγωγα (π.χ. διωγμός - δίωξη) ορισμένες σημασίες συμπίπτουν, όχι όμως και το επίπεδο λόγου. Σημειώνεται ότι προφέρονται και διαφορετικά: το διώ-χνω ως δισύλλαβο, με συνίζηση, ενώ το δι-ώ-κω (και τα σύνθετά του, π.χ. επιδιώκω) χωρίς συνίζηση. διώρυγα η: τεχνητή κατασκευή, βαθύ άνοιγμα που συνδέει δύο θάλασσες ή λίμνες: η διώρυγα της Κορίνθου. Από το AE ρ. διορύσσω «ανοίγω τρύπα στο έδαφος». δόγμα το: 1 ΘΕΟΛ ΦΙΛΟΣ αρχή που γίνεται αποδεκτή χωρίς έλεγχο ή κριτική. 2 άποψη χωρίς επαρκή απόδειξη. δογματικός -ή -ό. δογματικά (επίρρ.). δογματικότητα η. δογματισμός ο. Η λ. δόγμα με αρχική σημασία «γνώμη, πεποίθηση, κρίση», προέρχεται από το AE ρ. δοκέω -ῶ «έχω την άποψη». δοκιμάζω -ομαι: (μτβ.) 1 ελέγχω την ποιότητα ή τις ιδιότητες ενός πράγματος. 2 προσπαθώ να πετύχω κτ=επιχειρώ. 3 παθ. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι. δοκιμή η: 1 το να δοκιμάζει κπ κτ, με τις σημ. 1 & 2. 2 ΜΑΘ επαλήθευση πράξης: η ~ της διαίρεσης. 3 συνήθ. πληθ. προετοιμασία παράστασης=πρόβα. δοκιμασία η. δοκιμαστής ο. δοκιμαστικός -ή -ό. δοκιμαστικά (επίρρ.). δοκιμαστήριο το. δοκίμιο το: ΦΙΛΟΛ κείμενο με περιορισμένη έκταση, που πραγματεύεται συγκεκριμένο θέμα από την επιστήμη, την τέχνη, την κοινωνία κτλ. και παρουσιάζει με σαφήνεια τις απόψεις του συντάκτη του: Δημοσιεύτηκαν τα ~ στοχασμού του μεγάλου Έλληνα συνθέτη. δοκιμιακός -ή -ό. δοκιμιογράφος ο, η: πρόσωπο που γράφει δοκίμια. δόλιος1 -α -ο: (συνήθ. σε επιφ. προτάσεις) αυτός που είναι κακομοίρης, ταλαίπωρος: Τι έπαθα, ο ~! σχ. δόλος. δόλος ο: πρόθεση εξαπάτησης ή παραπλάνησης, κακόβουλη και προμελετημένη διάθεση εναντίον κπ. δόλιος2 -α -ο: αυτός που έχει ή γίνεται με δόλο=δολερός ≠ άδολος. δόλια (επίρρ.). δολερός -ή -ό. δολερά (επίρρ.). Η λ. δόλιος1 προφέρεται με συνίζηση (δό-λιος), ενώ το δόλιος2 χωρίς συνίζηση (δό-λι-ος). δολοφονώ -ούμαι: (μτβ.) στερώ τη ζωή από κπ με προσχεδιασμένο τρόπο=σκοτώνω, φονεύω: Κατηγορείται ότι δολοφόνησε τον άνδρα της. δολοφονία η. δολοφόνος ο, η. δολοφονικός -ή -ό. δολοφονικά (επίρρ.). δόλωμα το: 1 κομμάτι τροφής για την προσέλκυση και παγίδευση ζώων ή ψαριών. 2 (μτφ.) πρόσωπο, μέσο ή τρόπος που χρησιμοποιείται για την προσέλκυση και παγίδευση κπ: Του έριξαν για ~ μια ωραία γυναίκα και του έφαγαν όλη την περιουσία.=[επίσ.] δέλεαρ. δολώνω -ομαι (μτβ.). δομώ -ούμαι: (μτβ.) 1 [επίσ.] χτίζω: Tο νέο αθλητικό κέντρο έχει δομηθεί με βάση σύγχρονες προδιαγραφές. 2 (μτφ.) οργανώνω, διαρθρώνω διάφορα στοιχεία, ώστε να αποτελέσουν ένα ενιαίο σύνολο: Το κείμενο δομείται σε τρεις άξονες. δομή η: ο τρόπος οργάνωσης ενός συνόλου στοιχείων ή ο τρόπος που έχει φτιαχτεί ή κατασκευαστεί κτ: η ~ του κυττάρου / της γλώσσας / ενός κειμένου. δόμηση η: 1 χτίσιμο, οικοδόμηση: Η περιοχή έχει πυκνή ~. 2 (μτφ.) ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται κτ: Η ~ του κειμένου είναι προβληματική. δομικός -ή -ό. δομικά (επίρρ.). δονώ -ούμαι (μτβ.): 1 προκαλώ έντονες κινήσεις σε κτ=πάλλω: Η περιοχή δονήθηκε από μια μεγάλη έκρηξη. 2 (μτφ.) προκαλώ πολύ έντονη συγκίνηση: Οι ψυχές τους δονούνται από τη συγκίνηση. δόνηση η. δόξα η: 1 καλή φήμη: Απέκτησε ~ και πλούτη. 2 πρόσωπο που έχει αποκτήσει φήμη: Η Μερκούρη ήταν μια μεγάλη ~ του ελληνικού κινηματογράφου. δοξάζω -ομαι: (μτβ.) 1 τιμώ ή ευχαριστώ κπ (κυρίως τον Θεό): ~ τον Θεό που σας βρήκα! 2 κάνω κπ ή κτ να αποκτήσει δόξα: Δόξασε τη χώρα με τις επιτυχίες του. δοξαστικός -ή -ό. δοξαστικά (επίρρ.). δοξασία η: πίστη, άποψη που έχει κπ χωρίς να στηρίζεται σε αποδείξεις: λαϊκές δοξασίες. Από το AE ρ. δοκέω -ῶ «έχω την άποψη». δορυφόρος ο: 1 ΑΣΤΡΟΝ ουράνιο σώμα που κινείται γύρω από έναν πλανήτη. 2 ΤΕΧΝΟΛ τεχνητό σώμα που στέλνεται στο διάστημα με στόχο τη συλλογή πληροφοριών ή την εξυπηρέτηση των τηλεπικοινωνιών. 3 (μτφ.) κράτος ή περιοχή που ελέγχεται από άλλο: οι ~ των μεγάλων δυνάμεων. δορυφορικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους δορυφόρους, κυρ. στη σημ. 2: ~ τηλεόραση / κεραία. δορυφορικά (επίρρ.). δόση η: 1 ορισμένη μετρήσιμη ποσότητα από κτ: Πέθανε από υπερβολική ~ ναρκωτικών. 2 συνήθ. πληθ. τμήμα χρηματικού ποσού που διαιρέθηκε σε ίσα μέρη, καθένα από τα οποία πληρώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: Πλήρωσε το αυτοκίνητο με δόσεις. ≠ τοις μετρητοίς. 3 (μτφ.) ποσότητα ή τμήμα από κτ: Μου μίλησε με μια ~ ειρωνείας. σχ. δίνω. δουλεύω -ομαι: 1 (αμτβ.) ασκώ σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, με οικονομικό αντίτιμο, για να ζήσω=εργάζομαι. 2 (αμτβ.) βρίσκομαι σε λειτουργία=λειτουργώ: Δε ~ το ρολόι. 3 (μτβ.) επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι υλικό: ~ τον πηλό. 4 [προφ.] (μτβ.) κοροϊδεύω, προσπαθώ να πείσω κπ για κτ που δεν είναι αλήθεια=κοροϊδεύω, εξαπατώ: Τους δούλευε ότι δήθεν θα τους βοηθήσει. δουλειά η: 1 δραστηριότητα που κάνει κπ για να εξοικονομήσει χρήματα=εργασία, επάγγελμα. 2 χώρος εργασίας: Πάει στη ~ του. 3 υπόθεση που απασχολεί κπ: Έχει βγει εκτός γραφείου για δουλειές. 4 το αποτέλεσμα ή το έργο που παράγει κπ όταν δουλεύει: Είναι εξαιρετικής ποιότητας ~. δούλεμα το: 1 συστηματική ή εξαντλητική επεξεργασία: Το κείμενο θέλει αρκετό ~ ακόμα για να βελτιωθεί. 2 κοροϊδία, απάτη: Τους έριξε ένα ~!δούλεψη η: στην έκφρ. στη ~ κπ: στην υπηρεσία κπ: Είναι πολλά χρόνια στη ~ μας. δουλευταράς ο, -ού η: πρόσωπο πολύ εργατικό. δούλος ο, δούλα & [επίσ., μόνο στη σημ. 3] δούλη η: 1 α. πρόσωπο που έχει στερηθεί την προσωπική του ελευθερία και βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου=σκλάβος ≠ ελεύθερος. β.συνήθ. αρσ. (μτφ.) πρόσωπο που βρίσκεται υπό τον έλεγχο αρνητικής επιρροής, σε σημείο που δεν μπορεί να ενεργήσει μόνος του: ~ του ποτού. 2 [παρωχ., μειωτ.] υπηρέτης. 3 πιστός χριστιανός: ~ του θεού. δουλεία η: η κατάσταση του δούλου με τη σημ. 1=σκλαβιά ≠ ελευθερία: Η ~ έχει καταργηθεί. δουλικός -ή -ό: αυτός που είναι σχετικός με τον δούλο ή τη δουλεία, καθώς και αυτός που συμπεριφέρεται σαν δούλος. δουλικά (επίρρ.). δουλικότητα η: η συμπεριφορά αυτού που φέρεται σαν δούλος. δράμα το: 1 ΦΙΛΟΛ α. ένα από τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης, το οποίο εξελίχθηκε σε θεατρικό είδος, καθώς και κάθε έργο που ανήκει στο συγκεκριμένο είδος: Τα τρία είδη της αρχαίας ελληνικής ποίησης ήταν το έπος, η λυρική ποίηση και το ~. β. θεατρικό είδος στο οποίο κυριαρχούν οι έντονες και δυσάρεστες καταστάσεις, καθώς και κάθε έργο που ανήκει σε αυτό: Φέτος το Εθνικό ανέβασε ένα ~ και δύο κωμωδίες. 2 (μτφ.) πολύ δυσάρεστη κατάσταση ή γεγονός=τραγωδία: Ζει ένα ~ μακριά από τους δικούς του. δραματικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με το δράμα στη σημ. 1: ~ ποίηση /έργο. 2 αυτός που έχει σχέση με το θέατρο: ~ τέχνη /σχολή. 3 (μτφ.) αυτός που είναι πολύ δυσάρεστος ή σχετικός με δυσάρεστη κατάσταση ή γεγονός: ~ ώρες περνά η χώρα μετά τον σεισμό. δραματικά (επίρρ.). δραματικότητα η. Από το AE ρ. δράω -ῶ. Από την ίδια ρίζα και τα δράση, απόδραση, αντίδραση κτλ. δραπετεύω: (αμτβ.) 1 φεύγω κρυφά από χώρο όπου ήμουν κλεισμένος ή περιορισμένος: Δραπέτευσε από τη φυλακή. 2 (μτφ.) ξεφεύγω από κατάσταση στην οποία αισθάνομαι περιορισμένος: Όποτε μπορώ, ~ στην εξοχή, μακριά από το άγχος της καθημερινότητας. δραπέτης ο, [επίσ.] δραπέτις η. δράση η: 1 το σύνολο των πράξεων που κάνει κπ για να πετύχει κτ: Ανέλαβε ο ίδιος ~, ώστε να σώσει την επιχείρησή του. 2 επίδραση: η ~ του φαρμάκου. 3 α. η σειρά των γεγονότων σε λογοτεχνικό, θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Η ~ του έργου εξελίσσεται στο Βυζάντιο. β. επικίνδυνα και εντυπωσιακά γεγονότα που συμβαίνουν στη διάρκεια κινηματογραφικού κυρίως έργου: ταινία δράσης. σχ. δράμα. δρω • αόρ. έδρασα: (αμτβ.) 1 αναπτύσσω δράση ή δραστηριότητα: Επαναστάτες έδρασαν ενάντια στο καθεστώς. 2 έχω επίδραση πάνω σε κτ=επενεργώ: Το υπνωτικό έδρασε αμέσως. δράστης ο, [επίσ.] δράστις& (σπάν.) δράστρια η: πρόσωπο που έκανε αξιόποινη ή γενικότερα αθέμιτη πράξη: ο ~ του φόνου /της ληστείας /της φάρσας. δραστικός -ή -ό: αυτός που δρα πολύ αποτελεσματικά: ~ φάρμακο. δραστικά (επίρρ.). δραστήριος -α -ο: αυτός που αναπτύσσει έντονη δράση, συνήθως σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς: Πρόκειται για ένα ~ άτομο με πολλά ενδιαφέροντα. δραστήρια (επίρρ.). δραστηριότητα η: 1 σύνολο ενεργειών, πράξεων ή γεγονότων, συχνά με περιοδικότητα ή συστηματικότητα: έντονη διπλωματική / σεισμική ~. 2 συνήθ. πληθ. ό,τι κάνει κπ για να περάσει την ώρα του: Έχει πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες.=ασχολία. 3 η ιδιότητα του δραστήριου. δραχμή η: 1 η νομισματική μονάδα και το αντίστοιχο νόμισμα της νεότερης Ελλάδας πριν από το ευρώ. 2 ΙΣΤ νόμισμα σε διάφορες πόλεις της ΑΕ Ελλάδας. 3 μικρό ή ευτελές χρηματικό ποσό: Δε δίνω ~. δραχμικός -ή -ό. δριμύς -εία -ύ • γεν. δριμέος & δριμύ, πληθ. δριμείς, δριμέα, γεν. δριμέων, συγκρ. δριμύτερος, υπερθ. δριμύτατος: [επίσ.] έντονος: ~ ψύχος. ~ κριτική.=οξύς. δριμύτητα η. δρομολόγιο το: 1 η πορεία που ακολουθείται για να φτάσει κπ στον προορισμό του: Το λεωφορείο κάνει το ~ Αθήνα-Πάτρα. 2 η πορεία που εκτελεί συγκοινωνιακό μέσο σε συγκεκριμένο χρόνο: Έβαλαν έκτακτα ~ για να εξυπηρετήσουν την αυξημένη κίνηση. δρομολογώ -ούμαι (μτβ.) 1 θέτω σε κυκλοφορία συγκοινωνιακό μέσο: Τον επόμενο μήνα θα δρομολογηθούν δέκα νέα λεωφορεία. 2 (μτφ.) κάνω μια διαδικασία, εξέλιξη να ξεκινήσει: Η συζήτηση για το ασφαλιστικό δρομολογήθηκε. δρομολόγηση η. δρόμος ο: 1 φυσική ή διαμορφωμένη επιφάνεια γης για τη μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων: στενός / επαρχιακός / ασφαλτοστρωμένος ~. 2 α. η απόσταση μεταξύ δύο σημείων: Τρεις ώρες ~ είναι μέχρι το επόμενο χωριό. β. η διαδρομή: Σε όλο τον ~ γελούσαν. 3 ΑΘΛ αγώνισμα τρεξίματος, ταχύτητας ή αντοχής. δροσερός -ή -ό: 1 αυτός που είναι λίγο και ευχάριστα κρύος. 2 (μτφ.) αυτός που έχει ζωντάνια, φρεσκάδα: ~ λουλούδι / πρόσωπο. δροσερά (επίρρ.). δροσιά η: 1 η ιδιότητα του δροσερού. 2 η πρωινή υγρασία πάνω σε φύλλα κτλ. δροσίζω -ομαι: 1 α. (αμτβ.) γίνομαι δροσερός: Ο καιρός δρόσισε. β. (μτβ.) κάνω κτ δροσερό: Δρόσισα το χώμα με το λάστιχο. 2 (μτβ.) προκαλώ σε κπ το αίσθημα της δροσιάς: Το κρύο νερό μάς δρόσισε. δροσάτος -η -ο: [λογοτ.] δροσερός. δροσιστικός -ή -ό: αυτός που δροσίζει. δροσιστικά (επίρρ.). δρυμός ο: [επίσ.] πυκνό δάσος με μεγάλα δέντρα. εθνικός ~: δασώδης περιοχή για την προστασία της οποίας ισχύει ειδικό νομικό καθεστώς. δρυς η • δρυός, δρυ, δρύες, δρυών, δρυς: η βελανιδιά και κυρίως το ξύλο της. δρύινος -η -ο: ~ πάτωμα. δύναμη η: 1 η ικανότητα να ενεργεί κπ ή κτ ≠ αδυναμία: σωματική / πνευματική / ψυχική ~. 2α. η δυνατότητα επιρροής, ελέγχου και το πρόσωπο που την ασκεί=ισχύς, κύρος: η ~ της εξουσίας. σκοτεινές δυνάμεις. 3 αιτία που προκαλεί κίνηση, μεταβολή κτλ.: φυγόκεντρος ~. 4 μεγάλο και ισχυρό κράτος. 5πληθ. στρατιωτικά μέσα ή μέσα καταστολής: ένοπλες δυνάμεις / δυνάμεις κατοχής. 6 ΜΑΘ αριθμός της μορφής αβ, όπου ο α πολλαπλασιάζεται με τον εαυτό του όσες φορές ορίζει ο β. δυνατός -ή -ό: 1 αυτός που έχει μεγάλη σωματική δύναμη ή πνευματικές ικανότητες ≠ αδύναμος. 2 αυτός που ασκεί μεγάλη επιρροή. 3 αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή δύναμη=έντονος: ~ συναίσθημα/χαστούκι. 4 (για ποτά) αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα από το κύριο συστατικό του: Του αρέσει ο ~ καφές. 5 αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί=εφικτός, πραγματοποιήσιμος ≠ αδύνατος: Η εξεύρεση πόρων δεν ήταν ~ υπό αυτές τις συνθήκες. δυνατά (επίρρ. στη σημ. 3). δυνατότητα η: 1 η ιδιότητα του δυνατού (σημ. 5). 2 ένας από τους τρόπους που μπορεί να γίνει κάτι: Έλεγξαν όλες τις ~ επίλυσης του προβλήματος. 3 μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει κπ για να κάνει κτ: Δεν είχε την οικονομική ~ να σπουδάσει. 4 η ικανότητα να κάνει κπ κτ: μαθητής μέτριων δυνατοτήτων. δυνητικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να γίνει. δυνητικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.). δυναμικός -ή -ό: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ζωτικότητα ή αποφασιστικότητα: Είναι πολύ ~, παίρνει γρήγορα αποφάσεις και τις πραγματοποιεί. Μόνο με ~ ενέργειες θα πετύχουμε. 2 αυτός που αναφέρεται στην εξέλιξη ≠ στατικός: Η οικονομία στηρίζεται σε χώρες με ~ αγορά. δυναμικά (επίρρ.). δυναμικότητα η: 1 η ιδιότητα του δυναμικού (σημ. 1). 2 ικανότητα παραγωγής έργου: μικρή εταιρεία, αλλά με μεγάλη ~. δυναμισμός ο: δυναμικότητα (σημ. 1). δυσ- & δύσ-: πρόθημα που δηλώνει 1 δυσκολία: δύσβατος. 2 αρνητική ιδιότητα: δύστυχος, δυσάρεστος.
δυσανασχετώ: (αμτβ.) νιώθω πολύ δυσάρεστα, έντονη ενόχληση για κτ: Δυσανασχέτησε για την πολύωρη αναμονή. δυσανασχέτηση η. δυσάρεστος -η -ο: αυτός που προκαλεί λύπη, ενόχληση ή απώθηση ≠ ευχάριστος. δυσάρεστα (επίρρ.) ≠ ευχάριστα. δυσαρεστώ -ούμαι: (μτβ.) προκαλώ δυσαρέσκεια ≠ ευχαριστώ: Τον δυσαρέστησε η αποτυχία του σχεδίου του. δυσαρέσκεια η: δυσάρεστο συναίσθημα, ενόχληση ≠ ευαρέσκεια, ευχαρίστηση. δύσβατος -η -ο: (για τόπο) αυτός που δύσκολα μπορεί κπ να τον διαβεί: ~ βουνό / μονοπάτι. δύσκολος -η -ο: ≠ εύκολος 1 αυτός που απαιτεί πολύ κόπο ή ιδιαίτερες ικανότητες: Η κατασκευή της γέφυρας ήταν ~. Πήρε μια ~ απόφαση. 2 (για πρόσ.) α. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον χειριστεί εύκολα: Είναι ~ παιδί, μόνο ο πατέρας του τον καταφέρνει. β. αυτός που δεν ικανοποιείται με τίποτα: Είναι ~ στο φαγητό της. δύσκολα (επίρρ. στη σημ. 1) ≠ εύκολα. δυσκολία η: 1 η ιδιότητα του δύσκολου ≠ ευκολία. 2 εμπόδιο, πρόβλημα: Έχει οικονομικές δυσκολίες. 3 μειωμένη ικανότητα για κτ=δυσχέρεια ≠ ευκολία, ευχέρεια: Έχει ~ στην ομιλία. δυσκολεύω -ομαι:1 α. (μτβ.) κάνω κτ (πιο) δύσκολο ή δημιουργώ δυσκολίες σε κπ ≠ διευκολύνω, ευκολύνω: Οι νέοι κανόνες δυσκόλεψαν το παιχνίδι / τους παίκτες. β. (αμτβ.) γίνομαι (πιο) δύσκολος: Δυσκόλεψαν τα πράγματα από τότε που ήρθε νέος διευθυντής. 2 παθ. κάνω κτ με δυσκολία ή δεν μπορώ να το κάνω: Δυσκολεύομαι να σας απαντήσω τώρα. δυσμενής -ής -ές: αυτός που χαρακτηρίζεται από αρνητική διάθεση απέναντι σε κπ ή κτ ≠ ευμενής, ευνοϊκός: Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες προξένησαν ζημιές. σχ. αγενής. δυσμενώς (επίρρ.). δυσμένεια η. δύσπεπτος -η -ο: 1 αυτός που δύσκολα χωνεύεται ≠ εύπεπτος: Ο μουσακάς είναι ~ φαγητό. 2 (μτφ.) αυτός που δύσκολα γίνεται κατανοητός=δυσνόητος: Η γραφή του είναι ~. δυσπεψία η: διαταραχή του πεπτικού συστήματος. δυστυχία η: 1 κατάσταση βαθιάς λύπης και πόνου ≠ ευτυχία. 2 δυσάρεστο, οδυνηρό γεγονός=συμφορά: Τον βρήκαν πολλές ~. δυστυχισμένος -η -ο: ≠ ευτυχισμένος, ευτυχής 1 (για πρόσ.) αυτός που αισθάνεται δυστυχία. 2 αυτός που εκφράζει ή χαρακτηρίζεται από δυστυχία: ~ βλέμμα/ζωή. 3 (για πρόσ.) αυτός που δείχνει δυστυχισμένος (σημ. 1), προκαλώντας τον οίκτο: ~ ύπαρξη, ζει μέσα στην κακομοιριά. δυστυχισμένα (επίρρ.). δύστυχος -η -ο: (κυρ. σε επιφ. προτάσεις, & ως ουσ.) δυστυχισμένος με τις σημ. 1 ή 3: Τι του έτυχε, του δύστυχου! δυστυχής -ής -ές: δυστυχισμένος (σημ. 1). σχ. αγενής. δυστυχώς (επίρρ.): έκφραση λύπης για κτ δυσάρεστο που έγινε ή κτ καλό που δεν έγινε ≠ ευτυχώς: ~, δεν πέρασε στο πανεπιστήμιο. δυστυχώ (αμτβ.). δυστύχημα το: 1 ατύχημα με σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο. 2 δυσάρεστο και συνήθως ξαφνικό γεγονός ≠ ευτύχημα: Το ~ είναι ότι έμεινε μόνος του. δυσφημώ -ούμαι & δυσφημίζω -ομαι: (μτβ.) λέω ή κάνω κτ, κυρίως δημόσια, που βλάπτει τη φήμη προσώπου ή πράγματος. δυσφήμηση &δυσφήμιση η. δυσφημιστικός -ή -ό. δυσφημιστικά (επίρρ.). Ο τ. δυσφημώ προέρχεται από το ελνστ. ρ. δυσφημῶ, ενώ ο τ. δυσφημίζω παράγεται με μεταπλασμό. Η γραφή του παράγωγου ουσ. (δυσφήμη-ση και -ιση) οφείλεται αντίστοιχα στους δύο αυτούς τύπους. δυσφορία η: 1 δυσάρεστο συναίσθημα όταν δεν μπορούμε να υποφέρουμε κτ: Εξέφρασε ~ για τη στάση τους. 2 ΙΑΤΡ αδιαθεσία του οργανισμού με συμπτώματα δύσπνοιας και ταραχής. δυσφορώ (αμτβ.). δύω: (αμτβ.) 1 (για ουράνια σώματα, κυρ. τον ήλιο) κατεβαίνω προς τον ορίζοντα και παύω να είμαι ορατός=βασιλεύω ≠ ανατέλλω. 2 (μτφ.) παρακμάζω και χάνομαι: Έδυσε το άστρο του από το μουσικό στερέωμα. δύση η: ≠ ανατολή 1 η πορεία ενός ουράνιου σώματος όταν δύει, καθώς και η στιγμή αυτή=βασίλεμα: Η ~ του ήλιου διαρκεί λίγα λεπτά. 2 το σημείο του ορίζοντα όπου δύει ο ήλιος. 3 (μτφ.) το τελευταίο στάδιο ύπαρξης προσώπου, πολιτισμού, διαδικασίας κτλ.: Βρίσκεται στη ~ της καριέρας του. 4 Δύση η: α. τα κράτη της Δυτ. Ευρώπης και της Βόρ. Αμερικής, οι λαοί και ο πολιτισμός τους, σε αντιδιαστολή προς τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη της Ανατ. Ευρώπης. β. η Ευρώπη σε αντιδιαστολή προς την Ασία, καθώς και ο αντίστοιχος πολιτισμός. 5 το δυτικό τμήμα ενός τόπου. δυτικός -ή -ό: 1 αυτός που βρίσκεται ή είναι προσανατολισμένος προς τη δύση ή προέρχεται από τη δύση: ~ Ελλάδα /άνεμος. 2 αυτός που έχει σχέση με τη Δύση ~ πολιτισμός. δυτικά & [επίσ.] -ώς (επίρρ.): Βρίσκεται ~ του χωριού. δυτικά τα: το δυτικό μέρος. δωμάτιο το: 1 καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους χωρίζεται με τοίχους ένα οίκημα: διαμέρισμα τριών δωματίων. 2 (ειδικ.) χώρος σε ξενοδοχείο, νοσοκομείο κτλ., όπου μπορεί να κοιμηθεί κπ: δίκλινο ~. δωρεά η: 1 α. προσφορά χρημάτων ή περιουσιακών στοιχείων σε πρόσωπο, ίδρυμα κτλ. χωρίς αξίωση ανταπόδοσης: Έκαναν ~ σε ένα ίδρυμα. β. ΝΟΜ παροχή σε κπ, με συμβόλαιο, περιουσιακού στοιχείου χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. 2 ΙΑΤΡ προσφορά σώματος, οργάνων κτλ. δωρητής ο, -ήτρια η. δωρίζω1 -ομαι: (μτβ.) κάνω δωρεά. σχ. δίνω. δωρεάν (επίρρ.):=τζάμπα 1 χωρίς αντάλλαγμα: Μοίραζαν ~ το περιοδικό για διαφημιστικούς σκοπούς. 2 (& ως επίθ.) Βρήκα δυο ~ εισιτήρια. σχ. δώρο. δωρικός -ή -ό: 1 αυτός που είναι σχετικός με τους Δωριείς: ~ φύλα /ιδίωμα. ~ ρυθμός: αρχιτεκτονικός ρυθμός της ΑΕ Ελλάδας που χαρακτηρίζεται από λιτές και αυστηρές γραμμές. 2 (μτφ.) αυτός που τον χαρακτηρίζει λιτότητα: ~ μορφή / λόγος. δώρο το: 1 α. ό,τι δίνεται χωρίς αντάλλαγμα, συνήθως σε γιορτές ή ως βραβείο σε παιχνίδια, κληρώσεις κτλ.: Της έκανε ~ ένα βραχιόλι. β. ~ Χριστουγέννων /Πάσχα /καλοκαιριού: χρηματικό ποσό που δίνεται στους μισθωτούς επιπλέον του μισθού τους. 2 (μτφ.) αγαθό, δεξιότητα κτλ. που παρουσιάζεται ως κτ που δόθηκε από τον Θεό ή τη φύση χωρίς αντάλλαγμα=χάρισμα: Το ταλέντο του είναι θείο ~. δωρίζω2 -ομαι: (μτβ.) δίνω κτ ως δώρο=χαρίζω. σχ. δίνω. δωροδοκώ -ούμαι: (μτβ.) προσφέρω σε κπ χρήματα ή κτ πολύτιμο, για να τον πείσω να μου κάνει κτ (συνήθως παράνομο)=[οικ.] λαδώνω: Δωροδόκησε τον υπάλληλο, για να βγάλει την άδεια οικοδομής. δωροδοκία η. Από το AE ρ. δωροδοκῶ < δῶρον + δέχομαι/δέκομαι με αρχική σημασία «δέχομαι δώρο». |