Ερμηνευτικό Λεξικό Νέας Ελληνικής (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
A ευρετήριο Β ευρετήριο Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ NΕΑΣ EΛΛΗΝΙΚΗΣ
A'- B'- Γ' ΓYMNAΣIOY

Β
βαδίζω
βωμός

Β αδίζω: (αμτβ.) 1 μετακινούμαι με τα πόδια  = βηματίζω, περπατώ: Είναι βρέφος ακόμη, δεν μπορεί να βαδίσει. 2 (μτφ.) κατευθύνομαι, οδηγούμαι αργά, αλλά σταθερά προς = οδεύω, πορεύομαι: Η εταιρεία ~ προς την οικονομική καταστροφή. βάδην (επίρρ.): ΣΤΡΑΤ (ως παράγγελμα) με κανονικό βήμα τροχάδην: ~, εμπρός, μαρς! βάδην το: ΑΘΛ αγώνισμα δρόμου στο οποίο ο αθλητής κινείται με τρόπο ώστε να ακουμπά συνεχώς στο έδαφος: Είναι πρωταθλητής στα δέκα χιλιόμετρα ~.  glass  σχ. βαίνω. βάδισμα το. βάδιση η. βαδιστής ο, βαδίστρια η: αθλητής του βάδην.

βάζω αόρ. έβαλα, μππ. βαλμένος: (μτβ.) 1 μετακινώ και αφήνω, ακουμπώ κτ σε ορισμένη θέση=τοποθετώ: Βάλε, σε παρακαλώ, τα βιβλία πάνω στο θρανίο! 2 τοποθετώ επάνω μου ρούχο=φορώ: Βάλε τα παπούτσια σου και φύγαμε! 3 συνδέω, εγκαθιστώ μηχάνημα: Επιτέλους, έβαλες τηλέφωνο! 4 αποταμιεύω χρήματα ή τα επενδύω κάπου: Έβαλε αρκετά χρήματα στην τράπεζα. 5 διορίζω κπ σε ορισμένη θέση: Με τις γνωριμίες που είχε τον έβαλε σε δημόσια υπηρεσία. 6 εκδηλώνω συναίσθημα ή αντίδραση σε κτ: ~ τα γέλια/τα κλάματα/τις φωνές. 7 ΑΘΛ πετυχαίνω: Έβαλε δύο γκολ. βάλθηκα: (μτβ.) προσπαθώ επίμονα να πετύχω κτ: Βάλθηκε να τελειώσει ολόκληρο το βιβλίο. βάλσιμο το: το να βάζει κανείς κτ, κυρ. στη σημ. 1.

βαθμίδα η: θέση σε μια ιεραρχία, σε ένα σύστημα αξιών: Πέρασε με την αξία του όλες τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και έγινε στρατηγός.

βαθμολογώ -ούμαι: (μτβ.) 1 εκτιμώ την αξία, ποιότητα ή ορθότητα προσώπου ή πράγματος δίνοντάς του βαθμό: Στο διαγώνισμα βαθμολογήθηκε με Άριστα. 2 παθ. υποδιαιρώ: Με τη βαθμολογημένη βέργα μετρώ το ύψος της στάθμης του πετρελαίου. βαθμολόγηση η. βαθμολογία η. βαθμολογικός -ή -ό. βαθμολογικά (επίρρ.). βαθμολογητής ο, -ήτρια η.

βαθμός ο: 1 κάθε υποδιαίρεση της κλίμακας που χρησιμοποιούν τα όργανα μέτρησης: θερμοκρασία τριάντα βαθμών Κελσίου. σεισμός πέντε βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. 2 καθένα από τα επίπεδα στα οποία διακρίνεται ένα έγκαυμα ανάλογα με τη σοβαρότητά του: εγκαύματα πρώτου, δεύτερου και τρίτου ~. 3 θέση που κατέχει κπ σε ιεραρχία (εργασιακή, στρατιωτική, εκκλησιαστική κτλ.): Έχει τον ~ του ταγματάρχη. 4 για τη διάκριση των συγγενικών σχέσεων: Με τον ξάδερφό μου είμαστε συγγενείς δευτέρου ~. 5 το σημείο στο οποίο φτάνει ή βρίσκεται μια κατάσταση=επίπεδο: Η ανεργία έχει αυξηθεί σε τέτοιο ~, που πολλοί νέοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. 6 αριθμητικό (συνήθως) σύμβολο με το οποίο δηλώνεται η επίδοση ή η ικανότητα κπ που κρίνεται: Στο σχολείο πήρε πολύ καλούς βαθμούς. glass σχ. βαίνω. βαθμιαίος -α -ο: αυτός που συντελείται με συνεχή και αργό ρυθμό, σταδιακά: Η Ε.Μ.Υ. προβλέπει ~ άνοδο της θερμοκρασίας. βαθμιαία & -ως (επίρρ.).

Η αρχική σημασία της λ. βαθμός (από το AE ρ. βαίνω) ήταν «σκαλοπάτι».

βάθος το: 1 η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια ως το κατώτατο σημείο ή τον πυθμένα (για υγρά): Το ~ της θάλασσας είναι τουλάχιστον 500 μέτρα. 2 η οριζόντια απόσταση (δηλ. η διάσταση του μήκους) από ένα σημείο που ορίζεται ως αφετηρία, μέχρι κπ τέρμα: Το τούνελ έχει πολύ μεγάλο ~. 3 το πιο εσωτερικό σημείο: Η μπλούζα είναι στο ~ του συρταριού. 4 το τελευταίο σημείο που καταφέρνουμε να διακρίνουμε απέναντί μας, το απέναντι άκρο: Στο ~ του δρόμου θα συναντήσεις το δημαρχείο. 5 πολύ ψηλό ή μακρινό σημείο: Το αεροπλάνο χάθηκε στα βάθη του ουρανού. 6 απομακρυσμένο χρονικά ή τοπικά σημείο: Ο στρατός προχώρησε στα βάθη της Μικράς Ασίας. 7 (μτφ.) το εσώτερο σημείο από όπου πηγάζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι ψυχικές και οι νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου: στο ~ του μυαλού του. 8 (μτφ.) το ουσιαστικότερο μέρος ενός θέματος: Η ανάλυση του ποιήματος που έκανε είχε ~. βαθύς -ιά -ύ: 1 αυτός που έχει βάθος: Το ποτάμι στο σημείο αυτό είναι πολύ ~. Σήμερα θα εξετάσουμε τα βαθύτερα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου.=ουσιαστικός επιφανειακός, ρηχός. 2 αυτός που γίνεται σε μεγάλη ένταση ή το συναίσθημα που βιώνεται έντονα: ~ σιωπή /συγκίνηση. βαθιά (επίρρ.). βαθαίνω αόρ. βάθυνα: 1 (μτβ.) κάνω κτ βαθύτερο: Σκάβουν για να βαθύνουν τα θεμέλια του σπιτιού. 2 (αμτβ.) α. γίνομαι βαθύς, αποκτώ βάθος: Η θάλασσα βάθαινε απότομα. β. γίνομαι πιο οξύς, πιο έντονος=οξύνομαι, εντείνομαι: Η οικονομική κρίση της χώρας αυτής έχει βαθύνει.

βαίνω μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) προχωρώ, εξελίσσομαι: Το πρόβλημα ~ προς τη λύση του.

Από το AE ρ. βαίνω «πηγαίνω». Ομόρριζα: βήμα, βάση, βατός, βάδην, βαθμός, βάθρο, καθώς και τα σύνθετα ανάβαση, απόβαση, διάβαση.

βαλβίδα1 η: 1 μηχανισμός που ρυθμίζει τη ροή υγρών ή αερίων, συνήθ. μεταξύ δύο χώρων: Στο κέντρο της μηχανής υπήρχαν δύο ~ λαδιού. 2 ΙΑΤΡ ανατομικός σχηματισμός που ρυθμίζει την κυκλοφορία των υγρών του οργανισμού: Του τοποθέτησαν τεχνητή ~ στην καρδιά.

βαλβίδα2η: ΑΘΛ ειδικός χώρος σε στάδια, που χρησιμοποιείται ως αφετηρία από αθλητές των ρίψεων ή των αλμάτων: Το άλμα του αθλητή ακυρώθηκε, γιατί πάτησε έξω από τη ~.

βάλλω -ομαι παθ. αόρ. βλήθηκα: [επίσ.] (μτβ. & με παράλ. αντικ.) 1 εκτοξεύω πυρά: Ο εχθρός ~ κατά της πόλης. 2 (μτφ.) εκτοξεύω κατηγορίες εναντίον κπ: Ο δικηγόρος ~ εναντίον του κατηγορουμένου. βολή1 η: 1 εκτόξευση βλήματος με πυροβόλο όπλο και (συνεκδ.) η απόσταση που διανύει: Έριξαν προειδοποιητικές βολές. Τα αεροπλάνα πετούν έξω από το πεδίο βολής των αντιαεροπορικών όπλων. 2 (μτφ.) επίθεση με τα λόγια, εκτόξευση κατηγοριών εναντίον κπ: Στη συνέλευση ακούστηκαν ~ κατά του προέδρου. βλήμα το: 1 πυρομαχικό που εκτοξεύεται με τη βοήθεια όπλου: Δεκάδες άμαχοι σκοτώθηκαν από ~ όλμου που έπληξε το κέντρο της πόλης. 2 [μειωτ.] (μτφ.) για άνθρωπο χαμηλής διανοητικής ικανότητας.

Από το AE ρ. βάλλω «χτυπώ», από το οποίο προέρχονται και τα βέλος, βολή, βλήμα, απόβλητος κτλ. Σχηματίζει σύνθετα με όλες σχεδόν τις προθέσεις: αναβάλλω, διαβάλλω, εισβάλλω, προσβάλλω, υπερβάλλω κτλ.
Το βάλλω (και τα σύνθετά του) σχηματίζουν τους παρελθοντικούς χρόνους ως εξής: τον πρτ. με δύο -λλ- (έβαλλα) και τον αόρ. με ένα -λ- (έβαλα).
Προσοχή: δεν πρέπει να μπερδεύουμε το έβαλα του βάλλω με το έβαλα του βάζω!

βαμβάκι & [οικ.] μπαμπάκι το: 1 λευκή, ινώδης ύλη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή υφασμάτων: Η μπλούζα είναι 100% ~. 2 το φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι.

βάναυσος -η -ο: αυτός που τον χαρακτηρίζουν η βιαιότητα και η σκληρότητα=βάρβαρος: Ο τρόπος συμπεριφοράς του απέναντί μου είναι ~. βάναυσα (επίρρ.). βαναυσότητα η.

βάνδαλος ο: 1 πρόσωπο που προξενεί καταστροφές, ιδίως έργων τέχνης: ~ κατέστρεψαν ανεκτίμητα έργα τέχνης. 2 (γενικ.) πρόσωπο άξεστο, βάρβαρο, με τάσεις καταστροφής. βανδαλισμός ο: βάρβαρη, καταστροφική πράξη: Νεαροί επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.

Πρόκειται για μετάφραση του γαλλ. Vandale. Οι Βάνδαλοι υπήρξαν γερμανικό φύλο που λεηλάτησε κατά τον 4ο - 5ο αι. μ.Χ. την Κεντρική Ευρώπη καταστρέφοντας μεταξύ άλλων και σημαντικά μνημεία τέχνης.

βαράω: (μτβ.) 1=χτυπώ, δέρνω. 2 με χτύπημα πάνω σε αυτό, κάνω κτ να ηχήσει: Βάρεσε την καμπάνα για να αρχίσει η λειτουργία. μου τη βαράει: εκνευρίζομαι, οργίζομαι.

βάρβαρος -η -ο: 1 αυτός που είναι απολίτιστος: ~ φυλές. 2 αυτός που είναι σκληρός, απάνθρωπος=βάναυσος: Η εξολόθρευση των αδέσποτων της γειτονιάς ήταν μια ~ πράξη. 3 αυτός που είναι άξεστος, δεν ξέρει να συμπεριφέρεται σωστά: Δεν έχει στοιχειώδεις τρόπους ευγένειας, είναι ~. βάρβαρα (επίρρ.). βαρβαρότητα η: η ιδιότητα του βάρβαρου (σημ. 2 & 3) & (συνεκδ.) βάρβαρη πράξη.

Από το ΑΕ βάρβαρος που είχε τη σημ. «αυτός που μιλάει μιαν ακατανόητη γλώσσα». Στη συνέχεια απέκτησε και πολιτική σημ., καθώς δήλωνε «αυτόν που δεν είναι Έλληνας ή δε μιλάει ελληνικά».

βαρέλι το: 1 α. μεγάλο κυλινδρικό δοχείο, πιο πλατύ στη μέση από ό,τι στα άκρα, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και τη μεταφορά υγρών ή στερεών. β. (συνεκδ.) το περιεχόμενο ενός βαρελιού, η ποσότητα που χωρά σε ένα βαρέλι: Κάθε χρόνο το αμπέλι βγάζει 15 ~ κρασί. 2 [ειρων.] (μτφ.) άνθρωπος κοντός και χοντρός. βαρελίσιος -α -ο.

βαριέμαι: 1 (αμτβ.) αισθάνομαι πλήξη, ανία: Όλη μέρα διάβαζα, αλλά στο τέλος βαρέθηκα. 2 (μτβ.) κπ ή κτ μου προκαλεί πλήξη ή ανία: ~ τις σχολικές γιορτές /να βλέπω τηλεόραση. βαρετός -ή -ό: αυτός που προκαλεί πλήξη, ανία=ανιαρός ενδιαφέρων: Η ζωή του μου φαίνεται ~. βαρετά (επίρρ.). βαρεμάρα η=ανία, πλήξη.

βαρόμετρο το: 1 όργανο με το οποίο μετράμε την ατμοσφαιρική πίεση. 2 (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να είναι δείκτης τάσεων ή εξελίξεων σε έναν τομέα: Το πολιτικό ~ δείχνει νίκη της αντιπολίτευσης. βαρομετρικός -ή -ό.

βάρος το: 1 η δύναμη με την οποία έλκει η γη τα υλικά σώματα. 2 το αποτέλεσμα της ζύγισης της μάζας ενός σώματος, που εκφράζεται σε κιλά και σε γραμμάρια: Το ~ μου είναι εξήντα κιλά. 3 φορτίο: Το ασανσέρ δε σηκώνει πολύ ~. 4 πληθ. όργανα γυμναστικής και οι ασκήσεις που γίνονται με αυτά: Κάνει βάρη. 5 (μτφ.) άνθρωπος του οποίου η συμπεριφορά είναι κουραστική: Μας έχει γίνει ~ με τις συχνές επισκέψεις του. 6 πληθ. υποχρεώσεις, ευθύνες: οικογενειακά ~. 7 σωματική ή ψυχική καταπόνηση ή δυσφορία: Έχω ένα ~ στο κεφάλι. Έχω ~ στη συνείδησή μου για τα κακά που προκάλεσα. βαρύς -ιά -ύ: 1 αυτός που έχει τέτοιο βάρος, που δύσκολα σηκώνεται ή μετακινείται ελαφρύς. 2 (μτφ.) αυτός που δίνει την αίσθηση μεγάλου βάρους, που δεν μπορούμε να αντέξουμε εύκολα, να ανεχθούμε = δυσβάσταχτος: ~ ευθύνη/χειμώνας/ποινή = αυστηρός. 3 αυτός που χωνεύεται δύσκολα: ~ φαγητό. 4 αυτός που είναι πολύ έντονος, δυσάρεστος: ~ μυρωδιά. 5 (για ύπνο) αυτός που δε διακόπτεται εύκολα=βαθύς. 6 αυτός που είναι προσβλητικός, δυσάρεστος: ~ λόγια/κουβέντες. βαριά (επίρρ.): πάρα πολύ, σοβαρά: Αρρώστησε ~ και πέθανε. βαρέως (επίρρ.): κυρίως στη φρ. φέρω κτ ~: αισθάνομαι δυσάρεστα για κτ, δεν μπορώ να το ξεπεράσω ψυχολογικά: Το φέρει ~ που δεν τον κάλεσαν. βαραίνω: 1 (αμτβ.) γίνομαι πιο βαρύς. 2 (μτφ., αμτβ.) α. έχω ξεχωριστή σημασία και σπουδαιότητα: Η άποψή σου πάντοτε ~. β. γίνομαι δυσάρεστος: Μετά τα σκληρά του λόγια, η ατμόσφαιρα βάρυνε. 3 (μτφ., μτβ.) α. προκαλώ στενοχώρια, τύψεις ή άγχος σε κπ: Πολλές τύψεις ~ την ψυχή του. β. αποδίδω σε κπ κτ: Η ζημιά ~ αποκλειστικά εσένα. βαρύτητα η: 1 ΦΥΣ η παγκόσμια ελκτική δύναμη μεταξύ της μάζας των υλικών σωμάτων. 2 (μτφ.) αξία, σημασία=σπουδαιότητα: Οι απόψεις του έχουν ιδιαίτερη ~, γιατί είναι ειδικός στο θέμα. 3 σοβαρότητα, κρισιμότητα ενέργειας ή γεγονότος: Η συνάντηση των πρωθυπουργών της Ευρώπης είναι γεγονός ιδιαίτερης ~.

βάσανο το: 1 συνήθ. πληθ. ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, στενοχώρια: Πέρασα πολλά ~ στη ζωή. 2 (συνεκδ.) κπ ή κτ που προκαλεί ταλαιπωρία, στενοχώρια σε κπ: Το νοικοκυριό είναι μεγάλο ~! βασανίζω -ομαι: (μτβ.) 1 υποβάλλω κπ σε σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: Τα δικτατορικά καθεστώτα ~ τους αντιφρονούντες. Τον ~ οι τύψεις για την αδικία που έκανε. 2 προβληματίζω κπ, απασχολώ τη σκέψη του, το μυαλό του: Με ~ έντονα το οικονομικό μου πρόβλημα. 3 παθ. υφίσταμαι σωματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες=μαρτυρώ2: ~ για να τα βγάλω πέρα. βασανιστήριο το: συνήθ. πληθ. σωματική ή ψυχική κακοποίηση, στην οποία υποβάλλεται κπ με σκοπό να τιμωρηθεί ή να αναγκαστεί να ομολογήσει κτ = μαρτύριο: Παρ' όλα τα ~, δεν πρόδωσε τους συνεργάτες του. βασανιστής ο, -ίστρια η. βασανιστικός -ή -ό. βασανιστικά (επίρρ.).

βάση η: 1 οτιδήποτε πάνω στο οποίο στέκεται ή στηρίζεται κτ: η ~ της κολόνας. 2 συνήθ. πληθ. α. οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται μια θεωρία, μια επιστήμη, ένα σύστημα: Ο Ευκλείδης έθεσε τις ~ της γεωμετρίας. β. το σύνολο των πνευματικών ή υλικών εφοδίων που έχει κπ και τα οποία του εξασφαλίζουν την πρόοδο: Έχω γερές ~ στα Μαθηματικά. 3 (μτφ.) η κατώτατη βαθμολογία που εξασφαλίζει επιτυχία: Στις εξετάσεις έπιασε τη ~. 4 το κυριότερο στοιχείο ή συστατικό: Αυτό το φαγητό έχει ως ~ το ψάρι. 5 κριτήριο: Οι υποτροφίες θα δοθούν με ~ την οικονομική κατάσταση των υποψηφίων. 6 ΣΤΡΑΤ στρατιωτικές εγκαταστάσεις (συνήθως μιας μεγάλης δύναμης σε μια άλλη χώρα). 7 ΧΗΜ χημική ένωση με αλκαλικές ιδιότητες. βασίζω -ομαι: (μτβ.) 1 έχω κτ ως βάση: Η ταινία ~ σε μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. 2 έχω κτ ως δεδομένο για να στηρίξω κπ άποψη, προσδοκία κτλ.: Πού ~ την αισιοδοξία σου; 3 εμπιστεύομαι, στηρίζομαι σε κπ ή κτ: Mη ~ τις ελπίδες σου σ' αυτόν. βασικός -ή -ό: 1 αυτός που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για κτ=θεμελιώδης: ~ αρχές των μαθηματικών. 2 αυτός που αποτελεί την αφετηρία από την οποία ξεκινά κπ ή κτ: Θα παίρνεις τον ~ μισθό. 3 αυτός που αναφέρεται στην ουσία ενός πράγματος: Τα ~ σημεία των επιχειρημάτων σου είναι σωστά. βασικά (επίρρ.). βάσιμος -η -ο: αυτός που στηρίζεται σε δεδομένα, που μπορεί να δικαιολογηθεί αβάσιμος: Έχω ~ υποψίες ότι αυτός είναι ο κλέφτης. βάσιμα (επίρρ.).

βασιλιάς & βασιλέας ο, βασίλισσα η: 1 ισόβιος, κληρονομικός ανώτατος άρχοντας ενός κράτους. 2 (μτφ.) πρόσωπο που κυριαρχεί σε έναν χώρο, ο ισχυρότερος, ο καλύτερος: Στα φετινά καλλιστεία αναδείχτηκε βασίλισσα της ομορφιάς. 3 πιόνια στο σκάκι. βασιλεύω: (αμτβ.) 1 ασκώ τη βασιλική εξουσία σε μια χώρα. 2 (μτφ.) επικρατώ, κυριαρχώ σε κπ χώρο: Η δικαιοσύνη ~ στη χώρα αυτή. 3 (για τον ήλιο ή για άστρα) δύω: O ήλιος ~. βασιλεία η: 1 το αξίωμα και η εξουσία του βασιλιά. 2 ΠΟΛ πολίτευμα με ανώτατο άρχοντα του κράτους τον βασιλιά. βασίλειο το: 1 χώρα με πολίτευμα τη βασιλεία. 2 (μτφ.) ο χώρος όπου κυριαρχεί κπ: Τα παρασκήνια είναι το ~ του. ζωικό /φυτικό ~: ΒΙΟΛ το σύνολο των ζώων ή των φυτών. βασιλικός -ή -ό: 1 αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον βασιλιά. 2 αυτός που ταιριάζει σε βασιλιά, που είναι πλουσιοπάροχος, μεγαλοπρεπής: Ο γάμος έγινε με ~ μεγαλοπρέπεια. βασιλικά (επίρρ.). βασιλικός1 ο, βασιλική & -ιά η: πρόσωπο που υποστηρίζει το πολίτευμα της βασιλείας.

βασιλικός2 ο: ποώδες αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική: πλατύφυλλος ~.

βαστώ & -άω -ιέμαι αόρ. βάστηξα & βάσταξα: [προφ.] 1 (μτβ.) κρατώ κτ. 2 (μτβ.) μπορώ και συγκρατώ το βάρος ενός πράγματος: Δε θα σε βαστάξει η κούνια, θα πέσεις! 3 (μτβ.) προσφέρω στήριγμα σε κπ ή κτ: Βάστα με να σηκωθώ, παιδάκι μου! 4 (μτβ.) έχω κτ μαζί μου: Όταν βγαίνω έξω, ~ ταυτότητα πάντοτε. 5 φυλάω κτ και δεν το αποκαλύπτω ποτέ: Βαστάς μυστικό; 6 (μτβ.) συντηρώ ή φροντίζω κτ: Τα απογεύματα το μαγαζί το ~ ο αδερφός μου. 7 (μτβ.) εμποδίζω κτ να εκφραστεί ή να εκδηλωθεί: Δεν μπορούσα να βαστήξω τα γέλια μου. 8 (μτφ., αμτβ.) καταφέρνω, σωματικά και ψυχικά, να αντιμετωπίσω δυσκολίες: Καρδιά μου καημένη, πώς ~ και δεν ραγίζεις; (λαϊκό τραγούδι) 9 (αμτβ.) αντέχω στον χρόνο, διαρκώ: Τα έπιπλα της γιαγιάς βαστάνε ακόμη.

βατός -ή -ό: 1 (για τόπο) αυτός τον οποίο μπορεί κπ να διασχίσει εύκολα: ~ μονοπάτι. 2 (μτφ.) αυτός που είναι απλός και εύκολος: Τα θέματα των εξετάσεων ήταν ~ και πέρασαν όλοι.

βαφτίζω & [σπάν., επίσ.] βαπτίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κπ μέλος της χριστιανικής θρησκείας με το μυστήριο της βάφτισης ή δίνω όνομα σε κπ κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου μυστηρίου. 2 χαρακτηρίζω κπ ή κτ με μια ιδιότητα που δεν την έχει ή δεν του αξίζει αντικειμενικά: Τον βάφτισε φίλο και συνεργάτη του, για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά συμφέροντά του. βάφτιση & [σπάν., επίσ.] βάπτιση η: ένα από τα επτά μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η αντίστοιχη θρησκευτική τελετή. βάπτισμα & βάφτισμα το: 1 =βάφτιση. 2 πρώτη συμμετοχή κπ σε κτ, κυρ. στην έκφρ. παίρνω το βάπτισμα του πυρός: κάνω κτ για πρώτη φορά. βαφτίσια τα: η τελετή της βάφτισης. βαφτιστήρι το, βαφτισιμιός ο, -μιά & βαφτιστήρα η: παιδί κπ το οποίο έχει βαφτίσει.

βάφω -ομαι: 1 (μτβ.) α. χρωματίζω κτ με μπογιά, βερνίκι ή άλλη χρωστική ύλη. β. συνήθ. παθ. βάζω στο πρόσωπο καλλυντικά όπως σκιά ματιών, κραγιόν κτλ.=μακιγιάρω: Θα έρθει να βάψει τη νύφη. Βάφεται πολύ διακριτικά. 2 (αμτβ.) αποκτώ ανεξίτηλο λεκέ: Η μπλούζα σου έβαψε από το κόκκινο κρασί. βάψιμο το: ~ επίπλου=βαφή. Κάνει πολύ διακριτικό ~.=μακιγιάζ. Το ~ από σοκολάτα δε φεύγει.=λεκές. βαφή η: 1 το να βάφει (σημ. 1) κανείς κτ. 2 χρωστική ύλη με την οποία βάφεται κτ: ~ μαλλιών.

βγάζω αόρ. έβγαλα, μππ. βγαλμένος: 1 (μτβ.) μεταφέρω κτ από μέσα προς τα έξω βάζω: Έβγαλε ένα τετράδιο από την τσάντα της κι άρχισε να γράφει. Μου βγάζεις ένα πουκάμισο από την ντουλάπα; 2 (μτβ.) αφαιρώ ρούχο από πάνω μου βάζω: Βγάλε το παλτό σου και κάτσε! 3 (μτβ.) παράγω προϊόν: Η Θράκη ~ καπνά. 4 (μτβ.) εμφανίζω κτ κατά τη διαδικασία ανάπτυξης: ~ δόντια / μπουμπούκια /καρπούς. 5 (μτβ.) καταλήγω σε συμπέρασμα κτλ.: Η επιτροπή δεν έβγαλε ακόμη απόφαση. 6 (μτβ.) δημοσιεύω, εκδίδω: Έχει ήδη βγάλει δυο βιβλία. Θα βγάλουμε ανακοίνωση. 7 (μτβ.) αποκτώ χρήματα κτλ. =κερδίζω: Δουλεύει σκληρά για να βγάλει το ψωμί του. ~ αρκετά στην καινούρια σου δουλειά; 8 (μτβ.) δίνω όνομα σε κπ ή κτ=ονομάζω: Τελικά, τον έβγαλαν Κώστα. 9 (μτβ.) μετά από διαδικασία αναθέτω σε κπ ένα αξίωμα=εκλέγω: Τον βγάλαμε πρόεδρο της τάξης. 10 (μτβ.) εκφράζω κπ (αρνητικό κυρίως) συναίσθημα που αισθάνομαι=εξωτερικεύω: Στη συζήτηση που είχαμε χτες, έβγαλε ένα παράπονο! Μη ~ τον θυμό σου επάνω μου!=ξεσπώ. 11 (μτβ.) διακρίνω ή καταλαβαίνω κτ: Έβγαλες νόημα από αυτά που μας είπε; Δε ~ τα γράμματά σου! 12 (μτβ.) κάνω κτ να μην υπάρχει πια: Έπλυνα την μπλούζα καλά, αλλά τον λεκέ δεν κατάφερα να τον βγάλω!=αφαιρώ. 13 (μτβ.) ολοκληρώνω με επιτυχία σχολική περίοδο: Ούτε δημοτικό δεν έχει βγάλει, και κοίτα τι ωραία που εκφράζεται! 14(μτβ.) περνάω κπ χρονικό διάστημα με κπ τρόπο: Πώς θα βγάλω τον χει-μώνα χωρίς δουλειά; 15 (αμτβ.) οδηγώ από ή προς κπ μέρος: Ποιος είναι ο δρόμος που ~ από την πόλη; Το σπίτι ~ σε κήπο. 16 σε διάφορες εκφρ. όπως: δε ~ άχνα /μιλιά /τσιμουδιά /λέξη = δε μιλώ. βγάζω τον σκασμό=σταματώ να μιλώ. ~ σε κπ την ψυχή / Παναγία / την πίστη (ανάποδα) /το λάδι: κουράζω, εξαντλώ ή εκνευρίζω κπ. βγάλσιμο το.

βγαίνω αόρ. βγήκα: (αμτβ.) 1 πηγαίνω από μέσα προς τα έξω ή από κλειστό χώρο σε ανοιχτό=εξέρχομαι μπαίνω: Μόλις χτύπησε το κουδούνι, βγήκαμε για διάλειμμα. Το καράβι ~ από το λιμάνι.2 α. μετακινούμαι από εκεί όπου βρίσκομαι ή από τη θέση μου: Αυτή η βίδα ειναι πολύ σφιχτή - δε ~ με τίποτε. Ο παίκτης τραυματίστηκε και βγήκε από τον αγώνα. Μου βγήκε το παπούτσι. β. (μτφ.) παύω να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ από λήθαργο / αδράνεια / αταραξία. 3 παύω να υπάρχω = εξαφανίζομαι: Ευτυχώς, ο λεκές βγήκε εύκολα! 4 α. πηγαίνω προς κπ σημείο: Πώς θα βγω στην Εθνική από εδώ; β. πηγαίνω κάπου (για διασκέδαση, επίσκεψη κτλ.): Θα βγεις το βράδυ; 5 προέρχομαι από κτ: σενάριο βγαλμένο από τη ζωή. Από πού ~ αυτή η λέξη; 6 εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω: Βγήκε στο θέατρο πολύ μικρή. Βγες λίγο στο παράθυρο να σε δω! Κοίτα πόσα λουλούδια βγήκαν! = φυτρώνω. 7 κυκλοφορώ δημόσια, γίνομαι γνωστός: Βγήκε ένα καταπληκτικό βιβλίο. Πότε θα βγουν τα αποτελέσματα; 8 α. αποκτώ κπ αξίωμα = εκλέγομαι: ~ βουλευτής επί είκοσι χρόνια. β. καταλήγω να αποκτήσω κπ ιδιότητα: Βγήκε κερδισμένη από την υπόθεση. Δυστυχώς, βγήκε σκάρτο!=αποδεικνύομαι. 9 καταφέρνω να αντιμετωπίσω οικονομικές δυσκολίες: Δε ~ αν δεν πάρω δάνειο. 10 προκύπτω: Από την έρευνα βγήκε ότι δεν έφταιγε κανείς. Και που προσπάθησα, τι βγήκε;=γίνομαι.

βέβαιος -η & [επίσ.] -αία -ο:=σίγουρος 1 αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία αβέβαιος: Η επιτυχία του στις Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ~. 2 (για πρόσ.) αυτός που γνωρίζει κτ πολύ καλά, που είναι σίγουρος ή πεπεισμένος για κτ: Είμαι απολύτως ~ ότι θα τα καταφέρεις. βέβαια & βεβαίως (επίρρ.). βεβαιώνω -ομαι: (μτβ.) 1 δηλώνω προφορικά ή γραπτά ότι κτ είναι αληθινό ή βέβαιο=διαβεβαιώνω: Σε ~ για την ειλικρίνειά του. 2 παθ. σιγουρεύομαι, πείθομαι για κτ, διαπιστώνω ή εξακριβώνω κτ. βεβαίωση η: 1 έγγραφο με το οποίο βεβαιώνει κπ κτ=πιστοποιητικό: Ζήτησα από τη γραμματεία ~ σπουδών. 2 το να βεβαιώνει κανείς κτ=διαβεβαίωση: Έλαβε τη ~ ότι θα αποζημιωθεί. βεβαιωτικός -ή -ό.

βέβηλος -η -ο: αυτός που δε δείχνει σεβασμό και παραβιάζει ιερούς χώρους ή καταπατά κτ ιερό. βέβηλα (επίρρ.). βεβηλώνω -ομαι: (μτβ.) παραβιάζω και προσβάλλω κτ που θεωρείται ιερό ή σεβαστό=μιαίνω: Οι ληστές βεβήλωσαν τον ναό. Με την πράξη του βεβήλωσε τη μνήμη του πατέρα του.=ατιμάζω. βεβήλωση η.

βέλος το: 1 λεπτό, μικρό και αιχμηρό ακόντιο, με φτερά στο πίσω μέρος, το οποίο εκσφενδονίζεται από το τόξο. 2 το σύμβολο που έχει το σχήμα του βέλους και δείχνει την κατεύθυνση της πορείας που πρέπει να ακολουθήσει κπ. 3 (μτφ.) σύμβολο επιθετικότητας, στόχευσης, ταχύτητας: τα ~ της κριτικής / του έρωταglass σχ. βάλλω.

βελτιώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ καλύτερο από ό,τι είναι=καλυτερεύω χειροτερεύω: Βελτίωσα την απόδοσή μου στα μαθηματικά. βελτίωση η. βελτιωτικός -ή -ό. βελτιωτικά (επίρρ.).

βενζίνη η: 1 εύφλεκτο υγρό που παράγεται από το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε κινητήρες. 2 υγρό που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό υφασμάτων χωρίς νερό.

βεντέτα1 η: 1 έθιμο κατά το οποίο, για λόγους αντεκδίκησης, γίνονται διαδοχικοί φόνοι ανάμεσα στα μέλη δύο αντιμαχόμενων οικογενειών 2 (συνεκδ.) έχθρα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, πλευρές ή παρατάξεις: Από τότε που πήρε τη θέση του διευθυντή, ξέσπασε ~ ανάμεσά τους.

βεντέτα2 η: 1 διάσημο πρόσωπο, κυρίως από τον χώρο της τέχνης, του αθλητισμού κτλ.: ~ του κινηματογράφου. 2 [μειωτ.] για κπ που συμπεριφέρεται υπεροπτικά: Απέκτησε λίγα χρήματα κι έγινε ~.

Προσοχή: η λ. βεντέτα1 από το ιταλ. vendetta ( < λατ. vindico «εκδικούμαι») προφέρεται βεν-d-έτα, ενώ η λ. βεντέτα2 προφέρεται βε-d-έτα, καθώς προέρχεται από το ιταλ. vedetta «υπερυψωμένος τόπος».

βέτο το: 1 ΝΟΜ το δικαίωμα που έχουν κράτη - μέλη οργανισμών να μην επικυρώνουν αποφάσεις της πλειοψηφίας με τις οποίες δε συμφωνούν: Η Ρωσία άσκησε ~. 2 (μτφ.) το δικαίωμα που έχει κπ να αντιτάσσεται στη θέληση άλλων. βήμα το: 1 η κίνηση που κάνει ο άνθρωπος για να περπατήσει. 2 οι κινήσεις των ποδιών στον χορό: Δεν ξέρω καθόλου τα βήματα του βαλς. 3 ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο βαδίζει κπ=βάδισμα: Τον αναγνωρίζω πάντα από το ~ του. 4 (μτφ.) ενέργεια, πράξη, πρωτοβουλία για κτ: Σημειώθηκαν πολλά βήματα προόδου στις σχέσεις των δύο χωρών. 5 στάδιο σε πορεία προς κπ σκοπό: Απέχει ένα μόλις ~ από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. 6 η υψηλότερη, συνήθως, θέση από την οποία μιλάει κπ: Στο ~ της βουλής ανέβηκε ο πρωθυπουργός. 7 (μτφ.) δυνατότητα για ελεύθερη έκφραση απόψεων: Η εκπομπή αυτή είναι ένα ~ διαλόγου. 8 ΕΚΚΛ το άδυτο του χριστιανικού ναού, όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα. glass σχ. βαίνω. βηματίζω: (αμτβ.) κινούμαι κάνοντας βήματα. βηματισμός ο.

βήχας ο: απότομη και σπασμωδική εκπνοή αέρα από τα πνευμόνια, που συνοδεύεται από έντονο ήχο. βήχω: (αμτβ.) έχω ή κάνω πως έχω βήχα. βήξιμο το.

βία η: 1 η σωματική ή ψυχική πίεση που ασκεί κπ επάνω σε κπ άλλο με σκοπό την επιβολή της δικής του θέλησης: Η ~ στα γήπεδα παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. 2 ανάγκη, μεγάλη πίεση για να γίνει κτ: Μη βιάζεσαι, δεν υπάρχει ~! βίαιος -η -ο: 1 αυτός που χαρακτηρίζεται από τη χρήση βίας=βάναυσος. 2 (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από σκληρή και απότομη συμπεριφορά: ~ άνθρωπος. βίαια & [επίσ.] βιαίως (επίρρ.). βιαιότητα η: 1 η ιδιότητα του βίαιου. 2 συνήθ. πληθ. πράξη που χαρακτηρίζεται από βία: Στην πορεία διαπράχθηκαν πρωτοφανείς βιαιότητες.

βιάζω1 -ομαι: προφέρεται βι-ά-ζω, αόρ. βίασα, παθ. αόρ. βι-άστηκα, μππ. βι-ασμένος: (μτβ.) 1 εξαναγκάζω κπ με τη βία να υποστεί σεξουαλική πράξη: Βίασαν νεαρή γυναίκα. 2 ασκώ πίεση σε κπ, ώστε να κάνει κτ που δεν επιθυμεί=εξαναγκάζω. 3 (μτφ.) προσβάλλω κτ ανεπανόρθωτα: Με την απόφαση του δικαστηρίου βιάστηκε η δικαιοσύνη. βιασμός ο: 1 εξαναγκασμός κπ σε ερωτική πράξη με τη χρήση βίας. 2 ο εξαναγκασμός κπ, με τη χρήση βίας ή με απειλές, να διαπράξει κτ χωρίς να το επιθυμεί. 3 βίαιη μεταχείριση, κακοποίηση ή παραβίαση: Οι πυρκαγιές είναι αληθινός ~ της φύσης. βιαστής ο: 1 πρόσωπο που εξαναγκάζει κπ σε συνουσία με τη χρήση βίας ή με απειλές. 2 πρόσωπο που κακομεταχειρίζεται κτ, που το παραβιάζει: Οι δικτάτορες είναι βιαστές της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

βιάζω2 -ομαι προφέρεται βιά-ζω, αόρ. έβιασα, παθ. αόρ. βιάστηκα: 1 παθ. α. (αμτβ.) επείγομαι, δεν έχω καθόλου χρόνο στη διάθεσή μου: Βιαστείτε, ο χρόνος περνάει! β. (μτβ.) θέλω να κάνω κτ γρήγορα, σε σύντομο χρονικό διάστημα: Μη βιαστείτε να απαντήσετε, σκεφτείτε καλά! 2 (μτβ.) α. προσπαθώ να γίνει κτ πιο σύντομα, πιο γρήγορα: Μην το βιάζεις το πράγμα, θα έρθει μόνο του. β. παθ. χρειάζομαι κτ επειγόντως: Θα περάσω σήμερα από το μαγαζί σου, γιατί τα βιάζομαι πολύ τα έπιπλα. βιαστικός -ή -ό: 1 (για πρόσ.) αυτός που δε θέλει να χάσει χρόνο. 2 (για πράξεις, σκέψεις, κινήσεις) αυτός που γίνεται ή που πρέπει να γίνει γρήγορα, σε σύντομο χρονικό διάστημα: Πήγαμε για μια ~ επίσκεψη. 3 αυτός που δεν είναι επιμελημένος, φροντισμένος=επιπόλαιος: Δεν έπρεπε να πάρεις μια τόσο ~ απόφαση. βιαστικά (επίρρ.). βιασύνη η.

Προσοχή στη διαφορετική προφορά και στον διαφορετικό σχηματισμό των χρόνων του βιά-ζω και βι-ά-ζω.

βιβλίο το: 1 φύλλα χαρτιού, ίδιων διαστάσεων, τυπωμένα ή χειρόγραφα, ενωμένα στη μία πλευρά τους, που έχουν εξώφυλλο και εκδίδονται σε αντίτυπα. 2 βιβλίο για την καταγραφή ειδικών στοιχείων: λογιστικά ~ /~ εσόδων εξόδων. 3 γραπτή εργασία που έχει εκδοθεί: Έχει εκδώσει δύο ~glass  σχ. βίβλος.

βιβλιοθήκη η: 1 έπιπλο με ράφια για τοποθέτηση βιβλίων. 2 δημόσιο κτίριο ή αίθουσα όπου φυλάσσονται βιβλία: Διαβάζω στη ~ της σχολής, που έχει ησυχία. 3 το σύνολο των βιβλίων που έχει κπ: Έχει πλούσια και ενημερωμένη ~. βιβλιοθηκάριος ο, η: εργαζόμενος σε βιβλιοθήκη (σημ. 2).

Bίβλος η: 1 η Aγία Γραφή, δηλ. η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. 2 σύνολο επίσημων εγγράφων, σχετικών με εσωτερικά ή διεθνή ζητήματα, που έχουν σκοπό να ενημερώσουν τον κόσμο για κπ θέμα: Λευκή /Πράσινη ~. βιβλικός -ή -ό: 1 αυτός που αναφέρεται στη Βίβλο (σημ. 1). 2 (μτφ., κυρ. για καταστροφές) αυτός που είναι πολύ μεγάλος: Από τον σεισμό προκλήθηκαν ~ καταστροφές. ~ θεομηνία.

Από την AE αιγυπτ. προέλευσης λ. βίβλος «πάπυρος». Από το υποκορ. βιβλίον της λ. βίβλος προέρχεται η σημερινή λ. βιβλίο.

βίδα η: μεταλλικό καρφί με αυλακώσεις, που χρησιμοποιείται για συναρμολογήσεις. βιδώνω -ομαι: (μτβ.) 1 συνδέω, στερεώνω ή συναρμολογώ κτ με βίδα ξεβιδώνω. 2 συνδέω κτ περιστρέφοντάς το σαν να είναι βίδα: Βιδώνεις τη λάμπα; βίδωμα το: στρίψιμο βίδας. βιδωτός -ή -ό: αυτός που μπαίνει στη θέση του με βίδωμα. βιδωτά (επίρρ.).

βίζα η: θεώρηση ή επικύρωση διαβατηρίου από τις αρμόδιες αρχές για την ελεύθερη είσοδο αλλοδαπού σε χώρα.

βιογραφία η: γραπτή εξιστόρηση της ζωής ενός προσώπου: Διάβασα τη ~ του Πικάσο. βιογραφικός -ή -ό. βιογραφικό το: κείμενο όπου αναγράφονται τα προσωπικά στοιχεία, οι σπουδές, η επαγγελματική ή άλλη εμπειρία και τα προσόντα κπ. βιογράφος ο, η.

βιολί το: 1 έγχορδο μουσικό όργανο που παρά- γει ήχο με τη βοήθεια δοξαριού. 2 (μτφ.) ενοχλητική εμμονή: Αυτός, το ~ του! Να κλαίει και να γκρινιάζει! βιολιστής ο, -ίστρια η.

βιολογία η: επιστήμη που ασχολείται με τα φαινόμενα της ζωής και τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία των ζώντων οργανισμών. βιολογικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη βιολογία: ~ ρολόι: ο εσωτερικός μηχανισμός ενός οργανισμού (ζώου, φυτού, ανθρώπου) με τον οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία του: Το ~ μου ~ είναι έτσι ρυθμισμένο, ώστε να δουλεύω νύχτα και να κοιμάμαι τη μέρα. ~ κύκλος: τα στάδια της ζωής από τη γέννηση ως τον θάνατο. ~ καλλιέργεια: καλλιέργεια φυτών με τη χρήση φυσικών λιπασμάτων. ~ όπλο: όπλο το οποίο με τη χρήση μικροβίων ή εντόμων προκαλεί θάνατο ή ασθένεια. ~ πόλεμος: πόλεμος που διεξάγεται με βιολογικά όπλα. βιολογικά (επίρρ.). βιολόγος ο, η: πρόσωπο που έχει σπουδάσει ή ασχολείται με τη βιολογία.

βιομηχανία η: 1 τομέας της παραγωγής που, με τη χρήση μηχανών, μετατρέπει πρώτες ύλες σε καταναλωτικά αγαθά: ελαφρά ~: η βιομηχανία που παράγει προϊόντα όπως ποτά, υφάσματα, είδη διατροφής κτλ. βαριά ~: η βιομη- χανία που χρησιμοποιεί ή παράγει μεγάλα μηχανήματα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή άλλων προϊόντων. 2 κτίριο ή συγκρότημα κτιρίων όπου παράγονται προϊόντα=εργοστάσιο. 3 (μτφ.) μηχανισμός ή δραστηριότητα που παράγει κτ μαζικά και τυποποιημένα αδιαφορώντας για την ποιότητα: η ~ του θεάματος. βιομηχανικός -ή -ό: 1 αυτός που έχει σχέση με τη βιομηχανία ή τον βιομήχανο. 2 αυτός που παράγεται στη βιομηχανία τυποποιημένος και σε μεγάλες ποσότητες, σε αντίθεση με τον φυσικό ή τον χειροποίητο: ~ πλεκτά. ~ ζώνη: περιοχή που ορί- ζεται από το κράτος για την εγκατάσταση εργοστασίων. βιομηχανικά (επίρρ.). βιομήχανος ο, η: ιδιοκτήτης βιομηχανίας=εργοστα- σιάρχης.

Η λ. βιομήχανος προέρχεται από την ΑΕ λ. βιομήχανος «έξυπνος, ικανός να μηχανεύεται τρόπους για να ζήσει». Είναι σημδ. από το γαλλ. industriel.

βιοπάλη η: εργασία, μόχθος για την επιβίωση: Ήταν φτωχός και από μικρός βγήκε στη ~. βιοπαλαιστής ο, -αίστρια η: πρόσωπο που εργάζεται σκληρά για την επιβίωση.

βιοπορισμός ο: η εξασφάλιση, μέσω της προσωπικής εργασίας, των απαραίτητων υλικών αγαθών για την επιβίωση. βιοποριστικός -ή -ό: αυτός που γίνεται για την επιβίωση: Είναι ηθοποιός, αλλά για ~ λόγους κάνει μεταφράσεις. βιοποριστικά (επίρρ.).

βίος ο: 1 [επίσ.] το χρονικό διάστημα που ζει κπ και το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχει όσο ζει=ζωή: Ο ~ του ήταν πολυτάραχος και περιπετειώδης. (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν): ευχή σε νεόνυμφους για ευτυχισμένη ζωή. κάνω τον ~ αβίωτο σε κπ: δυσκολεύω τόσο τη ζωή κπ, ώστε του γίνεται αφόρητη. 2 ο τρόπος με τον οποίο δραστηριοποιείται κπ σ' έναν τομέα της ζωής: Ο πολιτικός του ~ υπήρξε έντιμος. 3 διάρκεια ισχύος ή ύπαρξης μιας κατάστασης: Ο ~ του κόμματος υπήρξε βραχύς. βιοτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη ζωή των ανθρώπων και ειδικότερα στις υλικές ανάγκες τους: ~ επίπεδο: οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης: Το ~ των μεταναστών είναι πολύ χαμηλό.

βιοτεχνία η: 1 κλάδος της παραγωγής που, με μικρό αριθμό εργατών και τη χρήση απλών μηχανών, μετατρέπει πρώτες ύλες σε αγαθά, συνήθως μη τυποποιημένα. 2 επιχείρηση που παράγει τα προϊόντα της με τον τρόπο αυτό. βιοτεχνικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει τη βιοτεχνία ή τον βιοτέχνη. βιοτέχνης ο, η: ιδιοκτήτης βιοτεχνίας.

βιότοπος ο: το φυσικό περιβάλλον που εξασφαλίζει σταθερούς όρους διαβίωσης σε ορισμένο σύνολο ζώων και φυτών: Το δέλτα του Έβρου είναι πολύτιμος ~ πουλιών.

βιταμίνη η: 1 είδος οργανικών ενώσεων, απαραίτητων για τη συντήρηση και ανάπτυξη του οργανισμού: Το πορτοκάλι έχει ~ C. 2 κάψουλα ή δισκίο που περιέχει βιταμίνες. βιταμινούχος -α & [επίσ.] -ος -ο.  glass σχ. έχω.

βιτρίνα η: 1 χώρος στην πρόσοψη καταστημάτων στον οποίο έχει τοποθετηθεί τζάμι και όπου εκτίθενται εμπορεύματα. 2 γυάλινο έπιπλο ή τμήμα επίπλου όπου εκτίθενται αντικείμενα: Τα πολυτιμότερα εκθέματα του μουσείου ήταν τοποθετημένα σε ~. 3 (μτφ.) οτιδήποτε προβάλλεται προς τα έξω ως χαρακτηριστικό δείγμα ενός συνόλου: Τα έργα αυτά αποτελούν τη ~ της χώρας. 4 ψεύτικη εικόνα που υποκρύπτει κτ: Πίσω από τη ~ της δημοκρατίας κρύβεται ρατσισμός.

βιώνω -ομαι: (μτβ.) ζω ένα γεγονός ή μια κατάσταση: Βίωσε όλο το δράμα της εξορίας και της προσφυγιάς. βίωμα το: η άμεση και προσωπική εμπειρία που αποκτά κανείς ζώντας κτ: Είχε τραυματικά βιώματα από την παιδική ηλικία. βιωματικός -ή -ό. βιωματικά (επίρρ.).

βιώσιμος -η -ο: 1 αυτός που μπορεί να επιζήσει: Έμβρυα 25 εβδομάδων είναι βιώσιμα. 2 (μτφ.) αυτός που μπορεί να διαρκέσει: Αναζητούμε μία λύση ~. βιωσιμότητα η: η δυνατότητα να επιζήσει κπ ή κτ.

βλάκας ο: πρόσωπο με χαμηλή πνευματική ικανότητα=ανόητος, ηλίθιος, κουτός, χαζός έξυπνος. βλακεία η:=ανοησία, ηλιθιότητα, κουταμάρα, χαζομάρα εξυπνάδα 1 η ιδιότητα του βλάκα. 2 ανοησία που κάνει ή λέει κπ: Λες βλακείες! βλακώδης -ης -ες: αυτός που ταιριάζει σε βλάκα ή αυτός που χαρακτηρίζεται από βλακεία=ανόητος, ηλίθιος, κουτός, χαζός έξυπνος. glass σχ. αγενής. βλακωδώς (επίρρ.).

βλάπτω & [οικ.] βλάφτω -ομαι: (μτβ. & με πα- ράλ. αντικ.) προκαλώ κακό ή ζημιά σε κπ ή κτ=πειράζω, ζημιώνω ευνοώ, ωφελώ: Το κάπνισμα ~ σοβαρά την υγεία. βλάπτει & [οικ.] βλάφτει: απρόσ. κάνει κακό: Δε ~ να κόψεις λιγάκι το ποτό! βλάβη η: φθορά, ζημιά, αλλοίωση: προσωρινή / μόνιμη / ανεπανόρθωτη / σωματική / μηχανική ~. βλαβερός -ή & βλαπτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί βλάβη, ζημιά=επιβλαβής, επιζήμιος ωφέλιμος. βλαπτικά (επίρρ.).

βλαστημώ & -άω & [σημ. 1, επίσ.] βλασφημώ: (μτβ.) 1 βρίζω, ιδίως τα θεία και τα ιερά: Μη βλαστημάς τον Χριστό! 2 καταριέμαι, κυρ. στην έκφρ. ~ την ώρα και τη στιγμή: καταριέμαι τη στιγμή που έκανα κτ. βλαστήμια η: φράση υβριστική. βλασφημία η: το να βλασφημεί κανείς, καθώς και ο υβριστικός λόγος ή λόγος με υβριστικό περιεχόμενο.

βλαστός ο: 1 τμήμα φυτού πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται τα φύλλα, τα κλαδιά και τα λουλούδια. 2 (μτφ.) νεαρός απόγονος οικογένειας. βλασταίνω & -άνω: (αμτβ.) 1 (για φυτά) βγάζω βλαστούς ή φυτρώνω 2 (μτφ.) γεννιέμαι. βλάστηση η: 1 το σύνολο των φυτών σ' έναν τόπο=χλωρίδα: Η πλούσια ~ της περιοχής εξασφαλίζει την τροφή τους. 2 εμφάνιση του βλαστού ενός φυτού, καθώς και η χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνει.

βλέπω -ομαι αόρ. είδα, προστ. δες, απαρ. δει, παθ. αόρ. ειδώθηκα: (μτβ.) 1 (με παράλ. αντικ.) έχω την ικανότητα της όρασης: Η καημένη η γιαγιά δε ~ πια. 2 αντιλαμβάνομαι κτ με την όραση: Καλά, δεν είδες ολόκληρη λακκούβα; 3 παρακολουθώ κτ ως θέαμα: ~ τηλεόραση / κινηματογράφο / θέατρο. 4 α. εξετάζω, διερευνώ κτ: Να δούμε λύσεις εφικτές που θα δώσουν αποτέλεσμα. β. εξετάζω ασθενή: Με τα συμπτώματα που έχεις, καλύτερα να σε δει γιατρός. 5 συναντώ, έχω επικοινωνία με κπ: Με την πρώτη ευκαιρία θα περάσω να σε δω. Έχουμε να ιδωθούμε μήνες. 6 (μτφ.) σχηματίζω αντίληψη για κτ=διαπιστώνω: ~ ότι η βαθμολογία σου έχει βελτιωθεί αισθητά. 7 (μτφ.) κρίνω, εκτιμώ κτ ή κάνω μια πρόβλεψη: Με το διάβασμα που κάνεις, ~ να ξαναδίνεις εξετάσεις! 8 (μτφ.) αντιμετωπίζω κτ: Πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. 9 (μτφ., για άψυχα) έχω θέα προς κάποια κατεύθυνση: Το σπίτι μας ~ στον κεντρικό δρόμο. 10 παθ. είμαι σε ανεκτή κατάσταση ως προς την εμφάνιση ή ποιότητα: Πρέπει επειγόντως να κουρευτώ - δε βλέπομαι! βλέμμα το:=ματιά 1 εστίαση της όρασης σε κτ ή σε κπ: Ένα φως τράβηξε το ~ μου και προσηλώθηκα εκεί. 2 ο τρόπος με τον οποίο κοιτά κπ, η έκφραση των ματιών: Χαμογέλασε και με κοίταξε με τρυφερό ~.

Το ρ. βλέπω προέρχεται από το AE ρ. βλέπω, ενώ από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λ. βλέμμα, βλέψη κτλ.

βλέψη η: συνήθ. πληθ. [επίσ.] στόχος, σκοπός: Έχει βλέψεις να φτάσει ψηλά.

βογκώ & -άω: (αμτβ.) 1 βγάζω στεναγμό λόγω σωματικού ή ψυχικού πόνου. 2 (μτφ.) παράγω ήχο που μοιάζει με βογκητό: Το αυτοκίνητο είναι παλιό και ~ στην ανηφόρα. βογκητό το: στεναγμός από πρόσωπο ή πράγμα που βογκά.

Η γραφή με -γκ- (βογκώ) έχει επικρατήσει, παρόλο που προέρχεται από ρίζα με -γγ- (< μσν. γογγῶ).

βόδι το: 1 μεγαλόσωμο μηρυκαστικό κατοικίδιο ζώο, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας του, το αρσενικό της αγελάδας. 2 [μειωτ.] (μτφ.) χαρακτηρισμός για κπ α. κουτό ή αργόστροφο=βλάκας. β. άξεστο ή αγενή = αγροίκος. γ. παχύσαρκο. βοδινός -ή -ό. βοδινό το: κρέας από βόδι.

βοήθεια η γεν. & [επίσ.] βοηθείας: 1 πράξη που έχει σκοπό να προστατεύσει ή να ανακουφίσει κπ: Ζήτησε τη ~ μου. 2 (συνεκδ.) ό,τι προσφέρεται ως βοήθεια, υλικό ή ηθικό μέσο ενίσχυσης: Στάλθηκε ανθρωπιστική ~ στους σεισμοπαθείς. πρώτες βοήθειες: άμεση, στοιχειώδης ιατρική περίθαλψη που παρέχεται σε περιπτώσεις ατυχημάτων πριν από τη συστηματική θεραπεία: Παρασχέθηκαν οι ~ στους τραυματίες. σταθμός πρώτων βοηθειών: ιατρική μονάδα όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες. βοηθώ & -άω -ιέμαι & -ούμαι: 1 (μτβ.) παρέχω βοήθεια ηθική ή υλική: Στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου με βοήθησε ψυχολογικά. 2 (αμτβ.) ενεργώ με τρόπο ώστε να συμβεί, να γίνει κτ=συμβάλλω, συντελώ, συνεισφέρω: Η καλή θέληση όλων θα βοηθήσει στην ουσιαστική λύση του προβλήματος. Η γκρίνια δε βοηθάει σε τίποτε. βοήθημα το: 1 ό,τι προσφέρεται ως βοήθεια, συνήθως χρηματικό ποσό. 2 βιβλίο που χρησιμοποιείται από τους μαθητές ως βοήθεια για τη μελέτη μαθήματος. βοηθός ο, η: 1 πρόσωπο που βοηθά. 2 εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή τις διαταγές κπ: ~ λογιστή. βοηθητικός -ή -ό: 1 αυτός που χρησιμοποιείται ως βοήθεια ή βοήθημα: Μας έδωσε κάποια ~ στοιχεία για τη λύση του γρίφου. 2 αυτός που έχει δευτερεύοντα ρόλο ή σημασία κύριος, βασικός: Κατασκευάστηκε ένα κύριο και πολλά ~ γήπεδα. ~ χώρος: δωμάτιο αποθήκευσης ή φύλαξης αντικειμένων. ~ ρήμα: ΓΛΩΣΣ τα ρήματα έχω και είμαι, που χρησιμεύουν στον σχηματισμό του παρακειμένου, του υπερσυντέλικου και του συντελεσμένου μέλλοντα άλλων ρημάτων. βοηθητικά (επίρρ.).

βολβός ο: 1 ΒΟΤ υπόγειος βλαστός φυτού, σε σχήμα κρεμμυδιού. 2 ΑΝΑΤ το σφαιροειδές τμήμα του ματιού όπου βρίσκονται τα αισθητήρια όργανα της όρασης.

βολεύω -ομαι: (μτβ.) 1 τακτοποιώ κτ με τρόπο που να χωρέσει κάπου: Βόλεψα όλα τα βιβλία στην τσάντα. 2 εξασφαλίζω άνεση σε κπ: Μη σας νοιάζει για τον ύπνο, θα σας βολέψω εδώ. 3 (μτφ.) εξασφαλίζω σε κπ θέση εργασίας, προνόμιο ή αξίωμα: Οι γονείς του τον βόλεψαν στο Δημόσιο. 4 παθ. είμαι άνετα: Δε βολεύομαι καθόλου σ' αυτή την καρέκλα. βολεύει: απρόσ. α. εξυπηρετεί: Με ~ να χρησιμοποιώ το μετρό για τη δουλειά. β. συμφέρει: Σε ~ να πιστεύεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα; βολικός & -ιά -ό: 1 αυτός που προσφέρει άνεση, ευκολία, εξυπηρέτηση άβολος: Το σπίτι κοντά στο μετρό είναι ~. 2 αυτός που υποχωρεί εύκολα ή συμβιβάζεται=καλόβολος ανάποδος, δύστροπος: Τον βρήκαν ~ και τον κάνουν ό,τι θέλουν. βολικά (επίρρ.). βόλεμα το: το να βολεύεται κπ. βολή2 η: άνεση, ευκολία: Από τότε που μετακόμισε εδώ έχασα τη ~ μου.

βολίδα η: 1 σφαίρα πυροβόλου όπλου. 2 (μτφ.) κτ που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Έφυγε ~, για να μας προλάβει.

βόλτα η: 1 διάνυση απόστασης με τα πόδια ή μεταφορικό μέσο για λόγους αναψυχής=περίπατος: κόβω βόλτες: περιφέρομαι άσκοπα. παίρνω την κάτω ~: χειροτερεύω. 2 περιστροφή γύρω από νοητό άξονα: Φέρε δυο βόλτες ακόμα το καλώδιο γύρω από τη λάμπα! βολτάρω (αμτβ.) κάνω βόλτες (σημ. 1).

βόμβα η: 1 βλήμα που εκρήγνυται με μηχανισμό εκπυρσοκρότησης ή με πρόσκρουση σε κτ: ~ μολότοφ: είδος αυτοσχέδιας βόμβας. ωρολογιακή ~: βόμβα που εκρήγνυται σε καθορισμένη χρονική στιγμή. 2 κυλινδρικό βλήμα με πτερύγια που περιέχει εκρηκτικές ύλες, έχει μεγάλη ισχύ καταστροφής και ρίχνεται από αεροπλάνα. 3 (μτφ.) κτ που είναι αναπάντεχο και προκαλεί έκπληξη, αναταραχή ή καταστροφή: ~ στην οικονομία της χώρας η ξαφνική πτώση του Χρηματιστηρίου! βομβαρδίζω -ομαι: (μτβ.) 1 ρίχνω βόμβες εναντίον στόχου: Τα εχθρικά αεροπλάνα βομβάρδισαν κατοικημένες περιοχές. 2 (μτφ.) απευθύνω σε κπ ασταμάτητα ερωτήσεις, πληροφορίες κτλ.: Συνεχώς βομβαρδιζόμαστε με διαφημιστικά μηνύματα. 3 ΦΥΣ κατευθύνω με μεγάλη ταχύτητα σωματίδια υψηλής ενέργειας προς στόχο: Οι επιστήμονες βομβάρδισαν τους πυρήνες ουρανίου με νετρόνια. βομβαρδισμός ο. βομβαρδιστικό το: αεροσκάφος κατάλληλο για ρίψη βομβών. βομβιστής ο, -ίστρια η. βομβιστικός -ή -ό.

βορράς ο: νότος 1 σημείο του ορίζοντα προς την κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου. 2 γεωγραφική περιοχή στο βόρειο ημισφαίριο. 3 το βόρειο τμήμα γεωγραφικής περιοχής. βόρειος & [επίσ.] -ος -ο: αυτός που βρίσκεται ή είναι προσανατολισμένος προς ή προέρχεται από τον βορρά νότιος: Φτάσαμε ως τις ~ ακτές της χώρας. ~ άνεμος. βόρεια & [επίσ.] βορείως (επίρρ.). βόρεια τα: βόρειο τμήμα γεωγραφικού χώρου. Βόρειος ο, Βόρεια η: κάτοικος βόρειων χωρών. βορινός -ή -ό. βοριάς ο: 1 άνεμος που πνέει από βορρά προς νότο. 2 βορράς: Το σπίτι βλέπει στον ~.

βόσκω & βοσκώ & -άω: 1 (αμτβ. & με παράλ. αντικ., για ζώα) περιφέρομαι σε λιβάδι αναζητώντας τροφή ή τρώω χορτάρι: Τα ζώα έβοσκαν το λίγο χορτάρι που βρήκαν. 2 (μτβ.) φυλάω ζώα σε λιβάδι ενώ βοσκούν: ~ πρόβατα. βοσκή η: 1 (για ζώα) το να βόσκει κπ ζώο σε βοσκοτόπι: Πάω τα πρόβατα για ~. 2 χόρτα κατάλληλα για βοσκή ζώων. 3 τόπος όπου φυτρώνουν χόρτα κατάλληλα για τροφή ζώων=βοσκότοπος: Γύρω από το χωριό υπάρχουν πολλές ~. βοσκός ο.

βουβός & [επίσ.] βωβός -ή -ό: 1 αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, δεν έχει την ικανότητα της ομιλίας=μουγγός, άφωνος. 2 αυτός που δε μιλάει=άφωνος, άλαλος: Περιμέναμε ~ κι αμίλητοι. βωβός κινηματογράφος: το σύνολο των ταινιών των πρώτων δεκαετιών εμφάνισης του κινηματογράφου, στις οποίες η εικόνα δε συνοδεύεται από ήχο. 3 (μτφ.) αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εκφράζεται: ~ πόνος / κλάμα. βουβά (επίρρ.). βουβαίνομαι: (αμτβ.) σταματώ να μιλώ.

βουητό το & βοή η: βαθύς, συνεχής και συγκεχυμένος ήχος: το ~ της θάλασσας. βουίζω αόρ. βούισα & βούιξα: (αμτβ.) 1 παράγω βοή: Ένα κουνούπι ~ στο αυτί μου. 2 είμαι γεμάτος από βοή=αντηχώ: Το σπίτι μας βούιζε από τα γέλια και τις φωνές των παιδιών. βουίζει ο τόπος / ο κόσμος / η γειτονιά: κτ συζητιέται έντονα και από πολύ κόσμο. 3 (για το κεφάλι και τα αυτιά) αισθάνομαι ενοχλητικό βουητό.

βούλα η: 1 κηλίδα στρογγυλού σχήματος με χρώμα που διαφέρει από την υπόλοιπη επιφάνεια=στίγμα: Το φόρεμα είναι λευκό με μικρές μαύρες ~. 2 είδος σφραγίδας και (συνεκδ.) το αποτύπωμά της. 3 επίσημο έγγραφο με τη σφραγίδα αυτού που το εκδίδει: με τη ~: για προϊόν εγγυημένης ποιότητας.

Βουλή1 η: 1 το σώμα των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού που έχει ως κύρια αρμοδιότητα την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας: ~ των Ελλήνων / των Κοινοτήτων / των Λόρδων. 2 το κτίριο στο οποίο συνεδριάζει το σώμα της Βουλής=Κοινοβούλιο. βουλευτής ο, η & [λαϊκ.] βουλευτίνα η: εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στο κοινοβούλιο: υποψήφιος ~ /~ επικρατείας. βουλευτικός -ή -ό.

βουλή2 η: συνήθ. πληθ. θέληση, επιθυμία: Άγνωστες οι βουλές του Υψίστου / του Κυρίου. βούληση η: θέληση, επιθυμία: Ο άνθρωπος ενεργεί με ελεύθερη ~. κατά ~: σύμφωνα με την επιθυμία κπ. βουλητικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τη βούληση, την ελεύθερη επιθυμία.

βουλιάζω: 1 (μτβ. & αμτβ.) πηγαίνω ή κάνω κτ να πάει στον πυθμένα: Τεράστια κύματα βούλιαξαν τη βάρκα. Η βάρκα βούλιαξε. 2 (μτβ. & αμτβ.) προκαλώ ή παθαίνω καθίζηση: Βούλιαξαν δρόμοι και πεζοδρόμια. 3 (μτβ. & αμτβ.) σχηματίζω βαθούλωμα: Με το χτύπημα βούλιαξε η λαμαρίνα του αυτοκινήτου. 4 (αμτβ.) καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά: Βούλιαξα στα χρέη. 5 (μτφ., αμτβ.) παρασύρομαι από σκέψεις ή συναισθήματα: Έχει βουλιάξει στις σκέψεις του. βούλιαγμα το.

βουλώνω: 1 (μτβ.) κλείνω δοχείο ή μπουκάλι με πώμα: Βούλωσε το μπουκάλι με έναν φελλό. το ~: σιωπώ. 2 (αμτβ.) φράζω, κλείνω: Βούλωσε ο νεροχύτης. βούλωμα το.

βουνό το: 1 φυσικό ύψωμα, προεξοχή στην επιφάνεια της γης που φτάνει σε μεγάλο ύψος. 2 ορεινή περιοχή: Προτιμώ τις διακοπές στο ~. 3 (μτφ.) κτ που είναι μεγάλο σε όγκο ή δύσκολο: Στο γραφείο μου έχει μονίμως ένα ~ από χαρτιά. Οι εξετάσεις μού φαίνονται ~. βουνίσιος -α -ο.

βούρκος ο: 1 λάσπη και στάσιμο νερό σε κοίλωμα του εδάφους. 2 (μτφ.) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ηθικό ξεπεσμό: Βυθιζόταν στον ~ του εγκλήματος.

βουρκώνω: (αμτβ.) δακρύζω από έντονη συγκίνηση (λύπη ή χαρά): Μόλις άκουσα τα καλά νέα, βούρκωσα. βούρκωμα το.

βουτώ & -άω -ιέμαι: 1 (μτβ.) βυθίζω μέσα σε υγρό: Βούτηξε τα κουλουράκια στον καφέ του. 2 (μτφ., μτβ.) πιάνω κπ απότομα=αρπάζω: Καθώς έβγαινα, με βούτηξε απ' τον γιακά. 3 (μτφ., μτβ.) κλέβω: Μου βούτηξαν την τσάντα. 4 (αμτβ.) πέφτω στη θάλασσα ή κάνω κατάδυση: Ο δύτης βούτηξε χωρίς αναπνευστήρα. βουτιά η: 1 το να πέφτει κπ από ψηλά, συνήθως στο νερό: Έκανε ~ στην πισίνα. 2 (μτφ.) μεγάλη πτώση, μείωση: Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου έκανε ~. βουτηχτής ο: πρόσωπο που βουτάει=δύτης.

βραβείο το: τιμητική διάκριση, υλική ή ηθική: πρώτο ~. ~ Νόμπελ. βραβεύω -ομαι: (μτβ.) δίνω βραβείο σε κπ που διακρίθηκε σε κτ.

Η λ. βραβεύω προέρχεται από το ελνστ. βραβεύω, που αρχικά σήμαινε «διευθετώ τους αγώνες και απονέμω τα βραβεία».

βράγχιο το: ΑΝΑΤ συνήθ. πληθ. όργανο με το οποίο αναπνέουν υδρόβια ή αμφίβια ζώα.

βράδυ το: 1 χρονικό διάστημα από τη δύση του ήλιου ως την ώρα του ύπνου ή ως την επόμενη ανατολή: Περάσαμε ένα ευχάριστο ~ βλέποντας μια ταινία. Δεν κοιμήθηκα όλο το ~. 2 (ως επίρρ.): Έλα ~, μετά τη δουλειά! βραδιάζω -ομαι: (αμτβ.) με βρίσκει το βράδυ, με προλαβαίνει η νύχτα: Μέχρι να τελειώσω τις δουλειές μου, βραδιάστηκα / βράδιασα. βραδιάζει: απρόσ. έρχεται το βράδυ=νυχτώνει ξημερώνει: Τον χειμώνα ~ νωρίς. βραδινός ή -ό=νυχτερινός πρωινός, ημερήσιος. βραδινό το: βραδινό φαγητό. βραδινή η: τελευταία θεατρική παράσταση ή κινηματογραφική προβολή.

Από το μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. του ΑΕ επιθ. βραδύς με μετακίνηση του τόνου.

βραδύς -εία -ύ βραδύτερος, βραδύτατος: [επίσ.] αυτός που συντελείται ή ενεργεί με αργό ρυθμό, χωρίς βιασύνη=αργός ταχύς. βραδέως (επίρρ.). βραδύτητα η.

βράζω: 1 (μτβ.) θερμαίνω υγρό ώσπου να φτάσει σε κατάσταση βρασμού. 2 (μτβ.) μαγειρεύω κτ μέσα σε νερό που βράζει. 3 (αμτβ.) φτάνω στο σημείο βρασμού, μαγειρεύομαι: Άσε το κρέας να βράσει. 4 (αμτβ., για ποτό) είμαι σε κατάσταση ζύμωσης: Ο μούστος βράζει στο βαρέλι. 5 (μτφ., αμτβ., για πρόσ.) είμαι πολύ θυμωμένος: Έβραζε από θυμό. 6 (μτφ., αμτβ.) έχω υψηλή θερμοκρασία: Η άσφαλτος ~ από τον καύσωνα. 7 (μτφ., αμτβ.) βρίσκομαι σε μεγάλη αναταραχή: Λόγω των κρίσιμων εκλογών, όλη η χώρα έβραζε. βρασμός ο: 1 κατάσταση υγρού που βράζει και μετατρέπεται σε αέριο: σημείο βρασμού: η θερμοκρασία κατά την οποία ένα υγρό αρχίζει να βράζει. 2 (μτφ.) βαθιά εσωτερική ταραχή, ψυχική ένταση: εν βρασμώ ψυχής: σε κατάσταση βαθιάς ψυχικής ταραχής: έγκλημα ~. βράση η: 1=βρασμός (σημ. 1): Αφού πάρει το νερό μια ~, ρίξε τα μακαρόνια. στη ~ κολλάει το σίδερο: καθετί πρέπει να γίνεται την κατάλληλη στιγμή. 2 (μτφ.) ακμή, ζωντάνια, νεότητα. βραστός -ή -ό: αυτός που έχει βράσει ή έχει μαγειρευτεί μέσα σε νερό που έβρασε. βραστερός -ή -ό: αυτός που μπορεί να βράσει εύκολα.

βραχνάς ο: κατάσταση ή γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα, άγχος ή στενοχώρια: Το βαρύ δημόσιο χρέος είναι ~ για την κυβέρνηση.

βραχνός -ή -ό: 1 τραχιά φωνή ή τραχύς ήχος: ο ~ ήχος της τρομπέτας. 2 άνθρωπος με βραχνή φωνή. βραχνά (επίρρ.). βραχνιάζω: (αμτβ.) γίνομαι ή ακούγομαι βραχνός. βράχνιασμα το.

βράχος ο οι βράχοι & τα βράχια: 1 α. πολύ μεγάλη πέτρα ή πέτρινος όγκος: Η θέα από ψηλά από τον ~ είναι εκπληκτική. β. συνήθ. πληθ. πέτρινος όγκος που υψώνεται στην επιφάνεια της γης ή βρίσκεται μέσα στη θάλασσα (ύφαλος ή σκόπελος): Το καράβι έπεσε πάνω στα βράχια. 2 (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από σταθερό- τητα στις απόψεις ή ψυχική αντοχή: ~ ηθικής. βραχώδης -ης -εςglass  σχ. αγενής.

βραχύς -εία -ύ βραχύτερος, βραχύτατος: [επίσ.] 1 αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια=σύντομος. 2 αυτός που είναι μικρός σε μήκος μακρύς: ~ δρόμος. 3 ΓΛΩΣΣ φωνήεν ή συλλαβή που στην αρχαία ελληνική γλώσσα είχε μικρότερη διάρκεια κατά την προφορά μακρός. βραχέως (επίρρ.).

βρέφος το: παιδί κατά τους πρώτους μήνες μετά τη γέννησή του (ως τη συμπλήρωση ενός έτους ζωής περίπου)=νεογνό, μωρό: Θείο ~: ο νεογέννητος Χριστός. βρεφικός -ή -ό.

Τα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης: α. έμβρυο: από τη στιγμή της γονιμοποίησης μέχρι τον τοκετό, β. νεογνό ή νεογέννητο: ο πρώτος μήνας ζωής, γ. βρέφος ή μωρό: από το τέλος του πρώτου μήνα ως τη συμπλήρωση ενός έτους.

βρέχω -ομαι: 1 (μτβ.) μουσκεύω κτ ή κπ με νερό ή άλλο υγρό. 2 παθ. (αμτβ.) πέφτει πάνω μου βροχή: Έπιασε ξαφνική μπόρα και βράχηκα. 3 παθ. (αμτβ., για τόπο) έχω επαφή με τη θάλασσα: Η νότια Κρήτη βρέχεται από το Λιβυκό Πέλαγος. βρέχει: απρόσ. (αμτβ.) πέφτει βροχή. βροχή η: 1 καιρικό φαινόμενο κατά το οποίο το νερό που παράγεται στην ατμόσφαιρα από υγροποιημένους ατμούς πέφτει στη γη σε σταγόνες. 2 (μτφ.) για μεγάλη ποσότητα ή συχνότητα: ~ ερωτήσεων έπεσε μετά το τέλος της ομιλίας. βροχερός -ή -ό: (για καιρό, κλίμα ή περιοχές) αυτός που χαρακτηρίζεται από συχνές βροχές.

βρίζω -ομαι & [επίσ.] υβρίζω: (μτβ.) επιτίθεμαι σε κπ με χυδαία και προσβλητικά λόγια. βρισιά η. βρίσιμο το. υβριστικός -ή -ό. υβριστικά (επίρρ.).

βρίσκω -ομαι αόρ. βρήκα, προστ. βρες, απαρ. βρει, παθ. αόρ. βρέθηκα: 1 (μτβ.) ανακαλύπτω ή εντοπίζω κπ ή κτ: Βρήκα τη διεύθυνσή του στον τηλεφωνικό κατάλογο. 2 (μτβ.) εφευρίσκω, ανακαλύπτω: Δε βρήκαν ακόμη το εμβόλιο κατά του AIDS. 3 (μτβ.) α. συναντώ κπ ή κτ: Θα με βρεις στο γυμναστήριο. β. έρχομαι αντιμέτωπος με κτ: ~ φρικτό θάνατο /αντίσταση. 4 (μτβ.) πετυχαίνω κπ ή κτ σε μια κατάσταση ή να ασχολείται με κτ: Με βρήκε να τρώω. 5 (μτβ.) κληρονομώ κτ: Βρήκε μεγάλη περιουσία από τους γονείς του. 6 (αμτβ.) χτυπάω: Κάπου βρήκε το καρφί και δεν προχωράει. 7 (μτβ.) έχω την άποψη, κρίνω ότι: Δε βρίσκεις ότι είναι πολύ ακριβό το εστιατόριο αυτό;=νομίζω. Σε ~ ενημερωμένο σε θέματα της επικαιρότητας. 8 παθ. α. είμαι, υπάρχω: ~ στο Λονδίνο. β. είμαι σε μια κατάσταση: ~ σε δύσκολη θέση. 9 παθ. είμαι στη διάθεση κπ: Σου βρίσκονται 2 ευρώ ; 10 παθ. συναντιέμαι με κπ: Έχουμε καιρό να βρεθούμε.

βρόμικος -η -ο: 1 αυτός που δεν είναι καθαρός =ακάθαρτος, λερωμένος καθαρός. 2 (μτφ.) αυτός που εμπλέκεται σε ανήθικες ή παράνομες πράξεις=ανέντιμος, αχρείος τίμιος: ~ χρήμα: χρήμα από παράνομη υπόθεση. βρόμικα (επίρρ.). βρόμα η: 1 η ιδιότητα ή η κατάσταση του βρόμικου=βρομιά, [επίσ.] ρύπος. 2 δυσάρεστη μυρωδιά.=δυσοσμία ευωδιά. 3 [μειωτ.] (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας. βρομιά η: 1=βρόμα (σημ. 1). 2 (μτφ.) ανήθικη πράξη, κατάσταση ή έκφραση. βρομάω & [σπάν.] -ώ: (αμτβ.) 1 αναδίδω δυσάρεστη μυρωδιά: ~ απαίσια το δωμάτιο. 2 (μτφ.) δίνω την εντύπωση ότι συμβαίνει κτ ύποπτο: Αυτή η υπόθεση ~. βρομίζω -ομαι: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ βρόμικο ή γίνομαι βρόμικος=λερώνω, [επίσ.] ρυπαίνω καθαρίζω. βρομερός -ή -ό. βρομερά (επίρρ.). βρομιάρης -α -ικο.

βρόμη η: είδος δημητριακού που χρησιμοποιείται κυρίως ως τροφή ζώων.

βροντή η: 1 ισχυρός θόρυβος που συνοδεύει αστραπή=μπουμπουνητό. 2 δυνατός και ξερός ήχος που μοιάζει με βροντή: Ακούγονταν οι βροντές των κανονιών. βροντώ & -άω: 1 (αμτβ.) παράγω ήχο που ακούγεται σαν βροντή: Τα κανόνια βροντούσαν. 2 (μτβ.) παράγω δυνατό ήχο χτυπώντας κτ ή ρίχνοντας κτ ή κπ με δύναμη κάτω: Βρόντηξε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Τον άρπαξε με δύναμη και τον βρόντηξε στο πάτωμα. βροντά & -άει: απρόσ. (αμτβ.) ρίχνει βροντές=μπουμπουνίζει: Έβρεχε, άστραφτε και βροντούσε όλη νύχτα. βροντερός -ή -ό. βροντερά (επίρρ.).

βυθός ο: το χαμηλότερο επίπεδο του εδάφους που βρίσκεται κάτω από τον υδάτινο όγκο θαλασσών, ποταμών και λιμνών=πυθμένας, πάτος. βυθίζω -ομαι: (μτβ.) 1 κάνω κτ ή κπ να καλυφθεί μερικώς ή ολικώς με νερό ή άλλο υγρό.=βουλιάζω, καταποντίζω. 2 (μτφ.) κάνω κτ, συνήθως αιχμηρό, να εισχωρήσει στη μάζα άλλου πράγματος=μπήγω: Βύθισε τη βελόνα στο μπράτσο του. 3 (μτφ.) κάνω κπ ή κτ να βρεθεί ολοκληρωτικά σε συγκεκριμένη κατάσταση: Η απεργία βύθισε τη χώρα στο σκοτάδι. Ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. βύθιση η. βύθισμα το.

βωμός ο: τετράγωνο ή ορθογώνιο κτίσμα πάνω στο οποίο τελούνταν θυσίες κατά την αρχαιότητα. (θυσιάζω κπ /κτ) στον βωμό κπ: υφίσταμαι ταλαιπωρίες ή κάνω θυσίες, προκειμένου να πετύχω κπ σκοπό ή να υπηρετήσω κπ ιδέα: Θυσιάστηκε στον βωμό της ελευθερίας.