Kείμενο 1 [Διάλογος μαθητών] Θα ξεκινήσουμε ακούγοντας στο κασετόφωνο μερικούς διαλόγους, όπως αυτόν που ακολουθεί: ΜΑΘΗΤΗΣ: Γεια σου, φίλε μου, τι κάνεις, είσαι καλά; ΦΙΛΟΣ: Μια χαρά! Εσύ γιατί είσαι λυπημένος; ΜΑΘΗΤΗΣ: Μας βάζουν πολλά μαθήματα στο σχολείο. Kαι δε φτάνει μόνο αυτό, οι γονείς μου με βάζουν να κάνω πολλά φροντιστήρια. ΦΙΛΟΣ: Σε καταλαβαίνω, φίλε μου, πρέπει να είσαι κουρασμένος. ΜΑΘΗΤΗΣ: Ναι… θέλω κι εγώ λίγο να παίξω. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω, γιατί σε είκοσι λεπτά (…) έχω Aγγλικά. Γεια σου! ΦΙΛΟΣ: Γεια σου και σένα.
(Αυθεντικός διάλογος) Kείμενο 2 [Διάλογος μαθήτριας-διευθυντή σχολείου] –Μην κάνεις έτσι, παιδί μου, δεν πρόκειται να σε φάει κανένας! της είπε ο γυμνασιάρχης πιάνοντας το σφυγμό της. Πού είναι εκείνο το νερό που ζήτησα; Η Γαλλίδα το 'φερε τρέχοντας, ενώ εκείνος μέτραγε το σφυγμό της Άννας. – Ησύχασε, παιδί μου. Tι κάνεις έτσι; Πιες λίγο νερό να συνέλθεις και μετά τα λέμε. Καινούριος κοπετός* της Άννας, που είχε προς στιγμή σταματήσει. – Ησύχασε. Δεν πρόκειται να σε φάμε. – Θα… μου… δώσετε… όμως… αποβολή! είπε εκείνη ανάμεσα στους λυγμούς της. Εσείς… με το τίποτα… δίνετε αποβολή. – Ε, όχι και με το τίποτα. – Κι όλοι σάς φοβούνται! Μικροί και μεγάλοι. – Υπερβολές! – Κανείς δε σας αγαπάει! – Χμ, χμ… – Όλο μη κι απαγορεύεται! είχε πάρει φόρα τώρα η Άννα. – Μπορείς να μου πεις γιατί… έδειρες το συμμαθητή σου; τη ρώτησε εκείνος ήρεμα. – Μαλώσαμε. – Και μ' όποιον μαλώνεις εσύ, του σπας τη μύτη; – Κατά λάθος έγινε. – Εσύ, όμως, δε με φοβάσαι και τόσο, μου φαίνεται… – Σας φοβάμαι. – Όμως τα λες ένα χεράκι… – Με πνίγει το δίκιο. Δε λέω, είστε δίκαιος αλλά αχώνευτος, πώς να το κάνουμε… – Καλά, καλά… Πήγαινε τώρα και να μη μάθω ότι μάλωσες με κανέναν ξανά, γιατί…
* κοπετός: δυνατό κλάμα που συνοδεύεται από κραυγές και χτυπήματα στο στήθος.
Βούλα Μάστορη, Στο Γυμνάσιο, εκδ. Πατάκη, 1998
Kείμενο 3 [Hλεκτρονική επικοινωνία]
Kείμενο 4 [O λόγος του εκπαιδευτικού] Θέλω δημόσια να αναφερθώ σ' αυτόν τον σχεδόν παράλογο πανικό που άρχιζε με εφιάλτες τρεις ημέρες πριν αρχίσουν κάθε χρόνο τα μαθήματα. Όταν ερχόταν ο Οκτώβριος (τότε, για πολλά χρόνια, άρχιζαν τα μαθήματα στη Μέση Εκπαίδευση), για τρεις ημέρες, πριν γίνει ο καθιερωμένος αγιασμός και μπούμε ξανά στις τάξεις, εφιάλτες τρομεροί με ταλαιπωρούσαν. Από τον Οκτώβριο εκείνο του 1963 μου είχε καρφωθεί η τρελή ιδέα πως σ' αυτή την τάξη, αυτή την πρώτη ημέρα, θα βρισκόταν εκείνος ο διαβολικός, ανελέητος* μαθητής που θα μου υπέβαλλε την τρομερή ερώτηση που δε θα μπορούσα να απαντήσω! Αυτό έως τον Οκτώβριο του 1998. Περνούσαν τα χρόνια, ερχόντουσαν ωραία, χαρισματικά, ανάμεσα στα άλλα, παιδιά, συχνά (πώς όχι;) δεν μπορούσα να απαντήσω σε κάποια ερώτηση, έμαθα ωριμάζοντας να λέω «θα το κοιτάξω και θα σου απαντήσω αύριο, δεν το ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί, δε χρειάστηκε ως τα τώρα να το αναζητήσω» κτλ., αλλά ο πανικός κάθε χρόνο εκεί. Προσπαθώντας λογικά να εξηγήσω αυτό το άγχος, έβρισκα πως ίσως, επειδή υπήρξα προκλητικός μαθητής, σχεδόν αλαζόνας και συχνά προσπαθούσα να φέρω σε δύσκολη θέση τους δασκάλους μου θέτοντας απίθανες ερωτήσεις, φοβόμουν, όταν πια έγινα εγώ δάσκαλος, ότι θα βρισκόταν κάποιο ζιζάνιο να μου ανταποδώσει τις προκλήσεις.
* ανελέητος: αυτός που δεν δείχνει έλεος, σκληρός, αδυσώπητος.
Κώστας Γεωργουσόπουλος, «O πανικός ενός δασκάλου», εφημ. TA NEA, 2003 (διασκευή) Eρωτήσεις κατανόησης
|