Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ 3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος


3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία οργανώνει τη ζωή μας μέσω θεσμών, .όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η εργασία, κτλ. Οι θεσμοί όμως δε δίνουν λύση σε όλα μας τα προ-

βλήματα. Η Ψυχολογία αναλύει τις λειτουργίες της νόησης και τη συμπεριφορά των ατόμων καθώς βρίσκονται απέναντι σε προβλήματα τα οποία δε λύνονται άμεσα από τους θεσμούς και οι συμπεριφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με βάση τους κοινωνικούς, τους πολιτικούς ή τους οικονομικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, η Ψυχολογία, μελετώντας τη νόηση και τη συμπεριφορά των ατόμων, συμπληρώνει την εξέταση ενός βασικού αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, την ανθρώπινη πράξη.

Ιστορικά, η Ψυχολογία ανήκε στη Φιλοσοφία αποτελώντας κλάδο της (βλ. 2.2.3.). Τον 19ο αιώνα, με τη διάδοση του θετικισμού, αρχίζουν να αναπτύσσονται οι επιμέρους επιστήμες κατά το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να αποτελέσει ξεχωριστή επιστήμη, όταν άρχισαν να εισάγονται στην ψυχολογική έρευνα η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Το πείραμα εφαρμόστηκε και σε ζώα και σε ανθρώπους, ξεσηκώνοντας όμως πολλές αναρρήσεις. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κάθε ζώντα οργανισμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πράγμα- επιπλέον, δεν μπορεί να μελετηθεί πλήρως η συμπεριφορά του σε συνθήκες εργαστηρίου. Τούτο δείχνει την ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες και υποδηλώνει τις μεθοδολογικές του δυσκολίες.

Η Ψυχολογία είναι ένας πολύπλευρος γνωστικός κλάδος, ο οποίος συνίσταται από ένα μεγάλο σύνολο ερωτημάτων που αφορούν τη νοημοσύνη, τη μάθηση, τις συγκινησιακές αντιδράσεις, τη δομή του ψυχισμού, τη σχέση με τον εαυτό, τους άλλους, κ.ά. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να θεωρείται επιστημονικός κλάδος χάρη στην εγκυρότητα των μεθόδων και των τεχνικών της για την ανάλυση και την εξήγηση των προβλημάτων της και χάρη στους όρους στους οποίους βασίζονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις της. Η μελέτη του αντικειμένου της είναι λοιπόν πολυεδρική και τα μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισής του είναι σύνθετα. Η Ψυχολογία διαιρέθηκε σε πολλούς κλάδους, όπως η Πειραματική Ψυχολογία, η Εξελικτική, η Κλινική, η Κοινωνική, κ.ά., ενώ εμφανίστηκαν διαφορετικές τάσεις στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όπως συνοπτικά θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.


3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία

Ο Καντ, στην Κριτική τον Καθαρού Λόγου, προτείνει μια νέα στροφή της γνώσης. Θεωρεί ότι δε γνωρίζουμε το πράγματα αυτά καθεαυτό, αλλά ως φαινόμενα, όπως δηλαδή εμφανίζονται στη συνείδησή μας. Το πρόβλημα δεν είναι αν οι παραστάσεις μας αντιστοιχούν προς τα αντικείμενα, αλλά το πώς σχηματίζουμε τις αναπαραστάσεις μας γι' αυτά. Ο Βουντ, στο χώρο

της Ψυχολογίας, προσανατολίζεται προς τη λειτουργία της συνείδησης, μεταφέροντας όμως τη συζήτηση από τη θεωρία στις πειραματικές αποδείξεις για τη γνώση των λειτουργιών της.

Ο Βουντ αξιοποιεί μια μέθοδο γνωστή ήδη από τη σωκρατική διδασκαλία, την ενδοσκόπηση. Η ενδοσκόπηση ή αυτοπαρατήρηση δε χρησιμοποιείται ως απλή παρατήρηση, αλλά ως ελεγχόμενη παρατήρηση των λειτουργιών της συνείδησης κάτω από πειραματικές συνθήκες. Όταν ο Βουντ αναφερόταν στη συνείδηση, εννοούσε τις πνευματικές λειτουργίες και όχι τα περιεχόμενα των σκέψεων. Καθήκον του ψυχολόγου θεωρήθηκε να ανακαλύψει τη φύση των στοιχειωδών συνειδητών εμπειριών και τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ο Βουντ στο περίφημο εργαστήριό του, το οποίο επισκέπτονταν σπουδαστές και μελετητές από όλο τον κόσμο, εφάρμοζε πειράματα για τη μελέτη των αισθήσεων (όπως, για παράδειγμα, σχετικά με την όραση, μελετούσαν τη διάκριση χρωμάτων, την οπτική αντίθεση, τις οπτικές πλάνες, κ.ά.), της αντίληψης, των αντιδράσεων απέναντι σε ποικίλα ερεθίσματα, του συνειρμού, κ.ά. Ο παρατηρούμενος, συνήθως εκπαιδευμένος και εξασκημένος, συμμετείχε στο πείραμα παρατηρώντας ο ίδιος τον εαυτό του και προσπαθούσε να διατυπώσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις του.


Ο Βίλελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832-1920), γιος ενός λουθηρανού ιερέα, γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε Ιατρική, άρχισε να διδάσκει Φυσιολογία και αργότερα Φιλοσοφία και Ψυχολογία, όταν η Ψυχολογία ήταν κλάδος της Φιλοσοφίας. Ίδρυσε το πρώτο, παγκοσμίως, εργαστήριο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, στο οποίο και δίδαξε για σαράντα εφτά χρόνια σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Εισήγαγε μεθόδους της Φυσιολογίας για τη μελέτη προβλημάτων Ψυχολογίας. Η εφαρμογή πειραματικών μεθόδων συνέβαλε στην αυτονόμηση της Ψυχολογίας από τη Φιλοσοφία.


Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά, ένας αριθμός ψυχολόγων συνεργαζόταν οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, τα πειράματα θεωρήθηκαν αφελή, ασκήθηκε η κριτική ότι η συνείδηση αναλυόταν στα επιμέρους της στοιχεία, τα οποία εμφανίζονταν ως ακίνητα δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται η προσπάθεια αυτή ως η πρώτη και πολύ σημαντική για τη θεμελίωση της Πειραματικής Ψυχολογίας και την αυτονόμηση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου από τη Φιλοσοφία.

3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς

Ένα βασικό ρεύμα, διαδεδομένο και σήμερα, είναι ο συμπεριφορισμός (behaviorism). Στη διατύπωση των αρχών και στη διάδοση του συνέβαλε ο Γουότσον, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Έχουν προηγηθεί οι εργασίες του Θόρνταϊκ (Thorndike), ο οποίος, βασισμένος σε πειράματα σε ζώα, διατύπωσε το νόμο του αποτελέσματος. Σύμφωνα με αυτό το νόμο, η συμπεριφορά ρυθμίζεται ανάλογα με την αναμενόμενη ανταμοιβή ή με σκοπό την αποφυγή της τιμωρίας. Ο Γουότσον πειραματίζεται κατεξοχήν στην ψυχολογία των ζώων, των οποίων το περιβάλλον και οι αντιδράσεις είναι απλούστερες και μπορούν να μετρηθούν καλύτερα. Τις μεθοδολογικές αρχές που θεωρήθηκε ότι ισχύουν για τα ζώα θέλησε να τις μεταφέρει και στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Σύμφωνα με το συμπεριφορισμό του Γουότσον, η συμπεριφορά αναλύεται με βάση δυο όρους, το ερέθισμα και την αντίδραση. Θεωρείται δηλαδή ότι υπάγεται στην απλή σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Η συνείδηση, ως εσωτερική ψυχική λειτουργία, δε θεωρείται ότι μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά. Η ενδοσκόπηση απορρίπτεται ο ψυχολόγος πρέπει να παρατηρεί και να μετρά τις αντιδράσεις των παρατηρουμένων.

Στον «αφελή μπιχεβιορισμό» του Γουότσον ασκήθηκε έντονη κριτική. Η σχολή αυτή επεκτάθηκε αναπτύσσοντας πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους και μεθοδολογικά εργαλεία, σε ζητήματα που αφορούν την υιοθέτηση και την εκμάθηση των συνηθειών.


Ο Τζων Γουότσον (J. Watson, 1878-1958) γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 1908 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζωνς Χόπκινς. Το 1920, λόγω επιπτώσεων του διαζυγίου του και στην επαγγελματική του ζωή, διακόπτεται η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και αρχίζει να εργάζεται σε διαφημιστικές εταιρείες.


3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology)

Ο Βερτχάιμερ, ταξιδεύοντας το 1910 με το τρένο για διακοπές, αγοράζει ένα στροφοσκόπιο. Με το στροφοσκόπιο, το οποίο χρησιμοποιούν και τα παιδιά, εικόνες ακίνητες εμφανίζονται να κινούνται καθώς παρουσιάζονται διαδοχικά. Αυτή ήταν η αρχή για μια σειρά πειραμάτων σχετικά με τη λειτουργία της σκέψης.

Ο Μαξ Βερτχάιμερ (Max Wertheimer, 1880-1943), εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πράγα, αρχικά σπούδασε Νομικά και στη συνεχεία Φιλοσοφία και Ψυχολογία στο Βερολίνο. Μέσα από τη συνεργασία του Βερτχάιμερ με τον Κόφκα (Κ. Koffka) και τον Κέλερ (W. Kohler), θεμελιώθηκε η μορφολογική σχολή Ψυχολογίας. Βασική επιδίωξη ήταν να προσεγγίσουν καλύτερα τα βιώματα της καθημερινής ζωής. Αφ' ενός μεν αξιοποίησαν την καντιανή παράδοση και τη φαινομενολογική μέθοδο, και αφ' ετέρου εισήγαγαν το πείραμα για τη μελέτη των ψυχικών και των πνευματικών λειτουργιών. Άσκησαν κριτική τόσο στο δομισμό του Βουντ όσο και στη σχολή του συμπεριφορισμού. Με την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, μεταναστεύουν στην Αμερική.


Το στροφοσκόπιο προσέλκυσε την προσοχή του Βερτχάιμερ, καθώς τον απασχολούσε ένα πρόβλημα της Ψυχολογίας, πώς δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο των κινούμενων εικόνων, δηλαδή πώς εξηγείται η αντίληψη της κίνησης που προκύπτει από μια σειρά ερεθισμάτων από τα οποία κανένα δεν κινείται. Πώς αποδίδεται κίνηση σε ένα πράγμα, ενώ αυτί) τη δεδομένη στιγμή είναι ακίνητο; Αποδίδοντας όμως τη μορφή (Gestalt) της κίνησης σε ένα οργανωμένο σύνολο εικόνων, το βλέπουμε σαν μια ολότητα δυναμικά οργανωμένη. Η αντίληψη ενός συνόλου διαδοχικών εικόνων εξαρτάται από το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σαν πιστό της αντίγραφο.

Η κατεύθυνση των μορφολογικών ψυχολόγων προς τους μηχανισμούς κατανόησης συνόλων/ολοτήτων είναι ένα από τα πλέον δύσκολα προβλήματα της Ψυχολογίας. Βασική θέση της σχολής αυτής είναι ότι ένα ψυχολογικό φαινόμενο διαφέρει από το άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν. Γα επιμέρους στοιχεία ενός φαινομένου τα οποία είναι οργανωμένα ως ένα όλον προσδιορίζουν τη μορφή (Gestalt). Η κατανόηση ενός φαινομένου απαιτεί την ολική και όχι την αναλυτική του προσέγγιση, απαιτεί να αρχίσουμε από τη σύλληψη του όλου της μορφής και όχι από την ανάλυση των μερών του. Για παράδειγμα, ξεχωρίζουμε την κλασική μουσική από μια σύγχρονη λαϊκή, χωρίς να αναλύσουμε τους ήχους η έννοια του κύκλου δε μεταβάλλεται αν επιμηκύνουμε την ακτίνα του.

Η θεωρία αυτή έχει συνεισφέρει σε θεωρίες μάθησης. Διαπιστώνεται ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να αντιλαμβάνεται μορφές σι ην ολότητά τους•για παράδειγμα, αν και λείπουν κάποια γράμματα από μια λέξη, εντούτοις την αναγνωρίζουμε. Εν γένει η σχολή αυτή, βασιζόμενη στη χρήση πειραμάτων, προσανατολίστηκε στη διατύπωση νόμων που αφορούν τις λειτουργίες της αντίληψης και της μνήμης επιχείρησε να διατυπώσει τις αρχές της μάθησης για την αξιοποίηση της δημιουργικής σκέψης και άσκησε κριτική στην απομνημόνευση. Κατευθύνθηκε,επίσης, στο ζήτημα της επίλυσης προβλημάτων και στην αξιοποίηση του σφάλ-

ματος κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Στη θεωρία αυτή, ως γνωστόν, βασίστηκε ο Βέλγος ψυχολόγος και παιδαγωγός Ντεκρολί (Decroly, 1871- 1932) για να προτείνει ότι κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης πρέπει πρώτα να διδάσκεται η λέξη και κατόπιν τα γράμματα που την αποτελούν.


3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης

Πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τις απαγορεύσεις τις οποίες του επιβάλλει ο πολιτισμός και ταυτόχρονα θα έχει τη δύναμη να ορίσει τον εαυτό του ελέγχοντας τις παρορμήσεις του; Ο Φρόυντ έβλεπε ότι ο άνθρωπος είναι διασπασμένος ανάμεσα σε ορμές τις οποίες δε γνωρίζει και σε απαγορεύσεις οι οποίες του επιβάλλονται.

Ο Φρόυντ ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει μια περιοχή στη δομή του ψυχισμού τις οποίες συνήθως δεν έχουμε συνείδηση• πρόκειται για την περιοχή του ασυνειδήτου. Σε αυτή θεώρησε ότι θα πρέπει να αναζητηθεί η αφετηρία των προβλημάτων της ψυχικής ζωής. Το ασυνείδητο περιέχει σκέψεις τις οποίες έχουμε απομακρύνει από τη συνείδηση, οι οποίες όμως συχνά εμφανίζονται μεταμορφωμένες ή σε μορφή συμβολική στα όνειρά μας. Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο σε ένα όνειρο μας μπορεί να συμβολίζει ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα.

Ο Φρόυντ αργότερα στη θεωρία του παρουσιάζει τον ψυχισμό να δομείται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι το id (εκείνο). Ποικίλα ένστικτα και ορμέμφυτα ενυπάρχουν σε αυτή την περιοχή, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, μας παρωθεί δηλαδή να ενεργούμε κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιθυμίες μας. Το δεύτερο επίπεδο είναι το υπερεγώ και σχηματίζεται κατά την επαφή μας με τον πολιτισμό, ενσωματώνει τους γονείς και τις αντιλήψεις τους, τις απαγορεύσεις και τις εντολές των άλλων ανθρώπων που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Τη δράση του υπερεγώ συνήθως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει και δεν την ελέγχουμε.

Ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές τοποθετείται το τρίτο επίπεδο, το εγώ. Το εγώ λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της πραγματικότητας, επιχειρεί δηλαδή να υπηρετήσει τις επιθυμίες του ατόμου, αλλά κατά έναν ορθολογικό τρόπο και συμβιβάζοντας τες με τις κοινωνικές εντολές τις οποίες περιέχει το υπερεγώ. Το εγώ αποτελεί ένα μηχανισμό άμυνας απέναντι στις πιέσεις του υπερεγώ και του id. Για παράδειγμα, το άτομο απωθεί επιθυμίες που θα του προκαλούσαν σύγκρουση προβάλλει σε άλλους δικά του συναισθήματα• κινείται από αντίδραση προς ένα συναίσθημα για παράδειγμα, ενώ φθονεί για παράδειγμα, ενώ φθονεί ή μισεί κάποιον, ισχυρί-


Εικόνα

Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (S. Freud, 1856-1939) έζησε στη Βιέννη, προερχόμενος από μια εύπορη αρχικά οικογένεια, η οποία όμως κατέρρευσε οικονομικά• έτσι, ο Φρόιντ έζησε στερημένα παιδικά χρόνια. Σπουδάζει Ιατρική και προσανατολίζεται στη Νευρολογία. Με τον Μπρόυερ (Breuer), γιατρό και φίλο του στη Βιέννη, αρχίζει να μελετά την περίπτωση της υστερίας. Το 1885 στο Παρίσι γνωρίζει τον Σαρκό, διάσημο νευρολόγο, και συνεχίζει μαζί του την έρευνα. Μέσα από τα πειράματα του Σαρκό (Charcot), αρχίζει η ανακάλυψη του ασυνειδήτου. Επιστρέφοντας στην Αυστρία αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του και για την Ψυχανάλυση. Το 1938, με την κατά -

-ληψη της Αυστρίας από τον Χίτλερ, εξαναγκάζεται να φύγει για το Λονδίνο, όπου του γίνεται τιμητική υποδοχή.

ζεται άτι τον αγαπά, μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο τα αισθήματά του- μετουσιώνει, δηλαδή μετατρέπει, μια ορμή σε κοινωνικά αποδεκτή πράξη.

Η Ψυχανάλυση είναι και θεωρία και πρακτική. Το άτομο, με τη βοήθεια του ψυχαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του. Η γνώση την οποία αποκτά το άτομο για τα βαθύτερα αισθήματα, τα ένστικτα, τις επιθυμίες, τα περιστατικά που είχε απωθήσει, θεωρείται ότι του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του το ίδιο και όχι οι ασυνείδητες παρορμήσεις του και οι εντολές των άλλων.


3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία

«Όλα αυτά είναι παιδιά μου. Το καθένα από μόνο του είναι καλό. Μόλις όμως βρεθούν όλα μαζί, αρχίζουν να λογοφέρνουν και μεταμορφώνονται σε δαίμονες» (Χ. Πίντερ, Το Ονειρόδραμα).

Τι συμβαίνει και η συμπεριφορά του ατόμου διαφοροποιείται όταν βρίσκεται σε μια ομάδα; Γιατί η συμπεριφορά αλλάζει ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία μετέχει το άτομο; Ποιοι παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωσή της δυναμικής μιας ομάδας;

Η μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου μέσα στην ομάδα και οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς ομάδων είναι αντικείμενα που άρχισαν να μελετώνται κατά τον 20ό αιώνα από ένα νέο κλάδο, την Κοινωνική Ψυχολογία. Τα πρώτα κλασικά έργα γράφονται στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως του Ταρντ (Tarde), Οι Νόμοι της Μίμησης (1890) και του Λε Μπον (Le Bon), H Ψυχολογία των Όχλων (1895). Στην Αμερική, ο Γκόρντον Άλλπορτ (G.Allport) αναγνωρί-

στηκε ως ο πρώτος που συστηματοποίησε το νέο ερευνητικό πεδίο, οι αρχές του οποίου συνοψίστηκαν στο βιβλίο του Κοινωνική Ψυχολογία (1924). Είχε πραγματοποιήσει μια σειρά πειραμάτων για τις επιδράσεις τις οποίες ασκεί στην ατομική συμπεριφορά η συμμετοχή σε ομάδα, προωθώντας μια συμπεριφοριστική προσέγγιση στο πεδίο της Κοινωνικής Ψυχολογίας.

Από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κλάδος αυτός γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη και αποδεικνύεται πολλαπλά χρήσιμος. Σε γενικές γραμμές, η Κοινωνική Ψυχολογία είναι υποχρεωμένη να μην ανάγει τα κοινωνιοψυχικά φαινόμενα αποκλειστικά ούτε στην ψυχολογική ούτε στην κοινωνιολογική τους διάσταση, καθώς το αντικείμενο της άπτεται και των δύο κλάδων. Τα επίπεδα στα οποία οργανώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα της επιστήμης αυτής είναι αρκετά, όπως: α) ο τρόπος οργάνωσης από τα άτομα των κοινωνικών αναπαραστάσεών τους, για παράδειγμα, για την οικογένεια, τον άνεργο, το μετανάστη, τον εργατικό άνθρωπο, κτλ. β) η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα σια άτομα μιας ομάδας, η επικοινωνία και οι συγκρούσεις μεταξύ τους• γ) οι σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες, πολιτικές, αθλητικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, κτλ. δ) ζητήματα κοινωνικοποίησης αλλά και παράβασης κανόνων, συνοχής και διάσπασης του κοινωνικού ιστού, κ.ά.

Εικόνα

Όπως διαπιστώνεται, έχουν αναπτυχθεί πολλά ερευνητικά αντικείμενα και υπάρχει η τάση εξειδίκευσης στη μελέτη• αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο παρατηρείται η δυσκολία να εντοπιστούν οι συνδετικοί ιστοί μέσα από τους οποίους αλληλοδιαρθρώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα σε μια ενότητα. Ο πλούτος αλλά και οι δυσκολίες της κοινωνιοψυχολογικής προσέγγισης εντείνουν το ενδιαφέρον για τη συνέχιση της ερευνητικής προσπάθειας.