Η Κοινωνιολογία εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 19ο αιώνα. Στον αιώνα αυτό έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών επαναστάσεων οι οποίες συνέβησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα στην Αμερική και στην Γαλλία, καθώς και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Το κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης μετατοπίζεται από το αγροτικό στο βιομηχανικό σύστημα παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά από την ύπαιθρο στις πόλεις. Τα γεγονότα αυτά έθεσαν στο επίκεντρο της σκέψης και της πράξης την επαναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνιολογική θεωρία αναπτύχθηκε αποδίδοντας μεγάλη έμφαση στην επιστημονική μέθοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως δάνεια πρότυπα από τη Φυσική, τη Βιολογία, τη Φυσιολογία, στη συνέχεια όμως έγινε προσπάθεια ώστε η Κοινωνιολογία να εξοπλιστεί με τις δικές της έννοιες και τα δικά της μεθοδολογικό: εργαλεία για την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων. Η Κοινωνιολογία είναι ένας τρόπος να κατανοούμε και να εξηγούμε τις κοινωνικές σχέσεις και τις συμπεριφορές των ατόμων στην κοινωνία. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στον Τύπο: «Αποτυχία των μαθητών στις γενικές εξετάσεις». Ακούμε γύρω μας να λένε: «Φταίνε οι μαθητές οι οποίοι δε διαβάζουν», «Φταίνε οι καθηγητές που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους», «Φταίει ο υπουργός και οι σύμβουλοι του», «Φταίει το σύστημα». Συνήθως επιχειρείται βιαστικά να βρεθεί μια αιτία. η οποία είτε προσωποποιείται είτε είναι πολύ αόριστη. Η Κοινωνιολογία, αν |
και περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία, τις ατομικές πεποιθήσεις, τις ποικίλες συμπεριφορές στους διάφορους χώρους της κοινωνικής ζωής, δεν είναι απλώς το άθροισμα τους. Επιχειρεί να εισαγάγει κριτήρια και μεθόδους με τις οποίες μελετούνται τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και ελέγχονται οι προτάσεις που διατυπώνονται γι' αυτά. Μελετά την κοινωνική ζωή του ανθρώπου, τις ομάδες και τις διάφορες κοινωνίες, επιχειρώντας μεθοδικά να διακρίνει τους τρόπους οργάνωσής τους. Επικεντρώνεται στη μελέτη των θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, το κράτος. ο στρατός. η Εκκλησία, κ.ά. Μελετά πως οι θεσμοί αλληλενεργούν. Πώς διαμορφώνονται οι συμπεριφορές των ατόμων στα πλαίσια των θεσμών, ποιες επιδράσεις ασκεί η κοινωνία στη διαμόρφωση των αντιλήψεων των ατόμων. Με λίγα λόγια, η κοινωνιολογική σκέψη περιγράφει αυτό το οποίο συμβαίνει και αυτό που καθένας προσπαθεί να αντιληφθεί, αλλά επιχειρεί να οργανώσει μεθοδικά τους τρόπους εξήγησής του, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώνονται οι κοινωνίες, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις. Οι κοινωνιολόγοι, αν και επιχειρούν να εξετάσουν την κοινωνία ως αντικείμενο, δηλαδή από απόσταση, χρησιμοποιώντας μεθοδικούς τρόπους παρατήρησης και οργανώνοντας επιστημονικούς τρόπους εξήγησης, ταυτόχρονα μετέχουν σε αυτό το αντικείμενο, επηρεάζονται από τις εξελίξεις του, από τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουν, από τις εξελίξεις της επιστήμης, από την πολιτική ατμόσφαιρα και τις αξίες της εποχής. Η κοινωνιολογική σκέψη μετέχει και η ίδια στην εξέλιξη της κοινωνίας επηρεάζοντάς την. Οι έρευνές της δε μένουν κλεισμένες σε κάποια συρτάρια, αλλά κυκλοφορούν επηρεάζοντας την επίσημη πολιτική, τη λειτουργία των θεσμών , τις συνειδήσεις των πολιτών. Γιατί ενδιαφέρουν οι κλασικές θεωρίες; Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με κλασικούς θεωρητικούς της Κοινωνιολογίας, όπως ο Κοντ, ο Ντυρκέμ, ο Μαρξ και ο Βέμπερ. Ο λόγος είναι ότι οι θεωρητικοί αυτοί συνεισέφεραν στην ανάδειξη της Κοινωνιολογίας ως επιστήμης. στην επιστημονική διερεύνηση της κοινωνίας, στην οργάνωση υποδειγμάτων και μεθόδων οι οποίες ήταν χρήσιμες όχι μόνο για την εποχή τους αλλά και για σημερινούς κοινωνιολόγους. Οι θεωρίες τους. όπως θα διαπιστώσουμε, διαφέρουν αναμεταξύ τους. Η Κοινωνιολογία θεμελιώνεται σε διαφορετικά υποδείγματα. Επιπλέον, οι θεωρίες αυτές είναι «κλασικές»• δηλαδή μπορούν να είναι πάντα επίκαιρες, με δεδομένο άτι έχουν συλλάβει βασικά προβλήματα τικ οποία μας απασχολούν και σήμερα και έχουν ιη δύναμη να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σύγχρονων ερωτημάτων, να εμπνέουν, να ανανεώνονται. |
3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας Ο Αύγουστος Κοντ και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική Η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική. Ο Κοντ ως κύρια προβλήματα της εποχής του βλέπει την αναρχία, το χάος των ιδεών, την πολιτική διαφθορά, την αναποτελεσματική διοίκηση, τα οποία θεωρούσε ότι προέκυψαν ως ένα σημαντικό βαθμό από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Απέναντι στο χάος των ιδεών. προτείνει το θετικισμό ή Θετική Φιλοσοφία, τον οποίο εννοούσε ως την αναζήτηση των σταθερών νόμων που ίσχυαν και για το φυσικό κόσμο και για την κοινωνία. Τον όρο «Κοινωνιολογία». τον οποίο καθιερώνει το 1822, τον εννοεί ως κοινωνική Φυσική. Τη νέα αυτή επιστήμη την αντιμετωπίζει σύμφωνα με το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών. Τοποθετεί την Κοινωνιολογία στην υψηλότερη βαθμίδα μιας κλίμακας η οποία αρχίζει με τα Μαθηματικά και την Αστρονομία και συνεχίζει με τη Φυσική, τη Χημεία και τη Βιολογία, με την ιδέα ότι η επιστήμη αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και να λύσει τα προβλήματα της κοινοτικής ζωής. Μια βασική συνεισφορά του στην ιστορία της κοινωνιολογικής σκέψης είναι η διάκριση ανάμεσα σε δυο προβλήματα, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο συνοψίζεται στο ερώτημα: «Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας». Αφορά τη μελέτη της δομής της κοινωνίας στη η μορφή που εμφανίζει, και ονομάζεται κοινωνική στατική. Πρόκειται για τη μελέτη που αφορά τους νόμους αλληλενέργειας ανάμεσα (πα μέρη του κοινωνικού συστήματος, τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη ή δομές λειτουργούν και τη σχέση τους με το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα. Ο Κοντ θεωρεί τα μέρη και το όλον του κοινωνικού συστήματος σε κατά-
όπως και για τις Φυσικές Επιστήμες - μια πεποίθηση την οποία υιοθέτησε και ο Κοντ. Έργα: Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας (6 τόμοι, 1830-1842), Λόγος περί τον Θετικού Πνεύματος (1844), Σύστημα Θετικής Πολιτικής Οργάνωσης (4 τόμοι, 1851-1854), Ο Κατηχισμός της Θετικής Θρησκείας (1852), Υποκειμενική Σύνθεση (1856). |
σταση αρμονίας. Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο ξεχωρίζει συνδέεται με τις κινήσεις της κοινωνίας προς νέους σκοπούς και του έδωσε την ονομασία κοινωνική δυναμική. Πρόκειται για τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής, της διαδοχής των κοινωνικών φαινομένων και των νόμων οι οποίοι τα διέπουν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την κοινωνική δυναμική «Θεωρία της Φυσικής Προόδου της Ανθρώπινης Κοινωνίας». Ο νόμος των τριών σταδίων. Το υπόδειγμα του για την εξέλιξη της κοινωνίας βασίζεται στη θεωρία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, την οποία έβλεπε να πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Ο περίφημος νόμος των τριών σταδίων αφορούσε την ωρίμανση της ανθρώπινης σκέψης, όλων των κλάδων της γνώσης, την Ιστορία του κόσμου. Το πρώτο και αναγκαίο σημείο εκκίνησης είναι το θεολογικό στάδιο. Σε αυτό η ανθρώπινη σκέψη αναζητά την απόλυτη γνώση, την ουσία των πραγμάτων, την προέλευση και το σκοπό τους. Όλα τα φαινόμενα θεωρούνται ότι προκαλούνται από υπερφυσικές αιτίες και υπηρετούν θεϊκούς σκοπούς. Σε αυτό το στάδιο δε θεωρείται ότι υπάρχει πρόοδος στη γνώση και στην κοινωνική ζωή. Στο μεταφυσικό στάδιο τη θέση των υπερφυσικών δυνάμεων στην εξήγηση των αιτιών και των σκοπών καταλαμβάνουν αφηρημένες δυνάμεις, όπως η φύση ή η θέληση του λαού. Το στάδιο αυτό έχει πιο πολλή σημασία ως εκείνο το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο, το θεολογικό, και το τρίτο, το θετικιστικό στάδιο. Στο τελικό και σημαντικότερο στάδιο, το θετικιστικό, σταματά η μάταιη έρευνα για τις αρχικές αιτίες και τους σκοπούς, η αναζήτηση υπερφυσικών όντων, και ερευνώνται οι σταθεροί νόμοι που διέπουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα. Γενική εκτίμηση για τη συνεισφορά του έργου. Η θεωρία του Κοντ θεωρείται ότι τείνει σε υπεραπλουστεύσεις και ότι επιβάλλει γενικά θεωρητικά σχήματα σε οτιδήποτε, ανεξάρτητα από το αν ταιριάζουν ή όχι. Ως κύρια συνεισφορά της αναγνωρίζεται η καθιέρωση του όρου «Κοινωνιολογία», η διάκριση των όρων «κοινωνική στατική» και «κοινωνική δυναμική» και η εισαγωγή στην κοινωνιολογική έρευνα διάφορων μεθόδων, όπως η παρατήρηση, το πείραμα, η σύγκριση, η ιστορική έρευνα. Ειδικά η θεωρία για την κοινωνική στατική, που επικεντρώνεται σε δομές, λειτουργίες και στην έννοια της εξισορρόπησης, είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του σύγχρονου δομικού λειτουργισμού. Το έργο του Κοντ για την κοινωνική δυναμική προσέφερε πολλά στις μετέπειτα θεωρίες εξέλιξης και κοινωνικής αλλαγής. |
3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων Το έργο του Μαρξ δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια αποκλειστικά Κοινωνική Επιστήμη, αν και επηρέασε τις κατευθύνσεις έρευνας της Κοινωνιολογίας, της Πολιτικής Οικονομίας, της Πολιτικής, του Δικαίου. Προσέφερε μεθόδους οι οποίες χρησιμεύουν σε μια κριτική ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και κάθε κοινωνίας. Η θεωρία του συνάντησε αφ' ενός θερμούς υποστηρικτές, αφ' ετέρου έντονη αποδοκιμασία και την προσπάθεια να αγνοηθεί. Κυρίως του ασκείται η κριτική ότι δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής των κοινωνικών φαινομένων, αλλά έθεσε αξιολογήσεις και πολιτικά προγράμματα στο κέντρο της θεωρίας του, όπως ότι η κοινωνία είναι εκμεταλλευτική και θα πρέπει να αλλάξει μέσω επαναστατικής πράξης. Η διαλεκτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων. Ο Μαρξ, σε ένα σύντομο έργο του, τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, διατυπώνει τη θέση ότι «Η πραγματική φύση του ανθρώπου είναι η ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων». Η πρόταση αυτή σηματοδοτεί την αφετηρία για τη μελέτη των σχέσεων αυτών. Πώς όμως θα μελετηθούν οι κοινωνικές σχέσεις; Ο Μαρξ επιχειρεί τη μελέτη τους κατά διαλεκτικό τρόπο και εισάγοντας μια σειρά άλλων εννοιών, για την πληρέστερη περιγραφή και εξήγησή τους. Ο Μαρξ έβλεπε ότι στη σύγχρονη κοινωνία διακρίνονται αφ' ενός ίσοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μηχανές, κτλ., αφ' ετέρου όσοι δε διαθέτουν παρά την εργατική τους δύναμη, την οποία πωλούν στους προηγουμένους έναντι κάποιου μισθού. Οι πρώτοι αποτελούν την κεφαλαιοκρατική / καπιταλιστική τάξη και οι άλλοι την εργατική. Πρόκειται για τις δυο κυρίες τάξεις του καπιταλιστικού συστήματος. Οι υπόλοιπες τάξεις αναπτύσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο. Η διαλεκτική μέθοδος ανάλυσης δεν είναι μια οπλή, ευθύγραμμη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Πρώτον, υποδηλώνει όχι μόνο την επίδραση μιας αιτίας σε ένα αποτέλεσμα, αλλά και την επίδραση του αποτελέσματος στην αιτία. Για παράδειγμα, η εκμετάλλευση που υφίσταται η εργατική τάξη από την αστική/καπιταλιστική τάξη προκαλεί τη δυσφορία και τις αντιδράσεις των εργατών οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, πιέζουν την αστική τάξη να διαφοροποιήσει τη στάση της ή επαναστατούν. Δεύτερον, στη διαλεκτική ανάλυση οι αξίες δε χωρίζονται από τα γεγονότα. Οι κοινωνικές σχέσεις θεωρείται ότι εμπεριέχουν αξίες, και έτσι χαρακτηρίζονται ισότιμες, ελευθεριακές ή άνισες, εκμεταλλευτικές, κτλ. Τρίτον, οι δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις, σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική και η καπιταλιστική, δε θεωρούνται εντε- |
λώς ξεχωρισμένες μεταξύ τους. Η ύπαρξη της μιας είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Τέταρτον, η διαλεκτική ανάλυση δε βλέπει και δεν εξετάζει τις κοινωνικές σχέσεις απομονωμένες από το ιστορικό παρελθόν και την προοπτική του μέλλοντος. Επιχειρεί να τις μελετήσει τόσο ως προϊόντα της ιστορικής τους προέλευσης, όσο και να διακρίνει σε αυτές τις δυνατότητες του μετασχηματισμού τους. Τέλος, η ανάλυση αυτή κατευθύνεται σιη μελέτη του κοινωνικού συστήματος σε σχέση με την πράξη των υποκείμενων, ατόμων και ομάδων. Η μελέτη αυτής της διαπλοκής θεωρείται ότι συμβάλλει στην εξήγηση των κοινωνικών μεταβολών.
της κοινωνικής θεωρίας του Μαρξ προσανατολίζεται σιη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Η δομή αυτού του συστήματος οργανώνεται μέσα από τη σχέση ανάμεσα στις δύο κύριες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Οι ταξικές σχέσεις θεωρείται ότι είναι αλλοτριωμένες. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση (αλλότριος = ξένος) ή αποξένωση βασίζεται στην ταξική οσμή της κοινωνίας. |
Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, πρώτον, αναφέρεται στη σχέση του εργάτη με ιη διαδικασία παραγωγής. Οι εργάτες είναι αποξενωμένοι από την παραγωγική διαδικασία, εφόσον η παραγωγική δραστηριότητα και το προϊόν της ανήκουν στην καπιταλιστική τάξη, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής και παίρνει μόνο αυτή τις σχετικές αποφάσεις. Ο εργάτης έχει την εντύπωση ότι εργάζεται για το μισθό που του δίνεται. Έτσι, χάνει και το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη παράγει όλο το κοινωνικό προϊόν, από το οποίο λαμβάνει ωστόσο μέσω του μισθού μόνο ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο το ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βλ. 3.2.3.). Δεύτερον, ο εργάτης αισθάνεται αποξενωμένος από το προϊόν που παράγει, εφόσον αυτό ανήκει (πους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής του, οι οποίοι αποφασίζουν και το πώς θα διατεθεί. Τρίτον, ο εργάτης είναι αποξενωμένος από τους άλλους εργάτες στο χώρο εργασίας. Τούτο ευνοείται μέσω των εντατικών ρυθμών εργασίας, με τον έντονο καταμερισμό των εργασιών και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Καθώς δεν ευνοείται η συνεργασία, επικρατούν εντατικοί ρυθμοί εργασίας και ασκείται πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ υπάρχει ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, οι σχέσεις ανάμεσα «πους εργάτες γίνονται ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές. Τέλος, οι εργαζόμενοι αποξενώνονται και από τους εαυτούς τους, εφόσον αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα μηχανισμό ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική τους θέληση. Η αλλοτρίωση εκφράζεται στην ψευδή συνείδηση των ατόμων, τα οποία αισθάνονται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: για παράδειγμα, ο εργάτης ταυτίζεται με τον καπιταλιστή. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ταξική συνείδηση, για τη συνείδηση την οποία αποκτά μια τάξη ως σύνολο, η οποία ευνοεί αλληλέγγυες μορφές δράσης για τη μεταβολή των συνθηκών της κοινωνικής ζωής. Με λίγα λόγια, ο Μαρξ μελετά την κοινωνία με αφετηρία την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων, με διαλεκτικό τρόπο και κριτικά αξιακά κριτήρια. Επικεντρώνεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, σι οποίες οργανώνονται σε ένα ταξικό κοινωνικό σύστημα. Ξεχωρίζει ως αποφασιστικής σημασίας τη σχέση ανάμεσα σε δύο τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική, για την εξέλιξη του κοινωνικού συστήματος. Εξετάζει κριτικά τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης των σχέσεων. Ξεκινά με την ανάλυση των συγκρουσιακών σχέσεων, επιχειρώντας όμως να διερευνήσει τη δυνατότητα μετασχηματισμού των σχέσεων σε σχέσεις αλληλεγγύης. |
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη των κοινωνικών γεγονότων Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντυρκέμ, παρατηρώντας την εποχή του: «Η θρησκεία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της... Η βιομηχανία, αντί να θεωρείται ως μέσο απέναντι σε ένα σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων και των κοινωνιών. Έτσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε περιοριστική αρχή... Τελικά αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς... Τώρα που ο παραγωγός μπορεί σχεδόν να ισχυριστεί ότι έχει όλο τον κόσμο πελάτη του, πώς θα δέχονταν τα πάθη να περιοριστούν όπως άλλοτε;» (Η Αυτοκτονία, ο. 284). Εδώ ο Μαρξ μελετά τις κοινοτικές σχέσεις διερωτώμενος «πώς είναι δυνατό να αλλάξουν και να μετασχηματιστούν σε σχέσεις αλληλεγγύης», ο Ντυρκέμ μελετά την κοινωνία με το ερώτημα «πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της». Τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα. Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Λυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από το άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχώριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, σι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ. «Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και πιο στενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει ιη θεωρία του. Ο Ντυρκέμ διέκρινε δυο τύπους κοινωνίας: ο πιο πρωτόγονος χαρακτηριζόταν από μηχανική αλληλεγγύη, ενώ ο πιο σύγχρονος από οργανική αλληλεγγύη. Στις κοινωνίες όπου η αλληλεγγύη είναι μηχανική, ο καταμερισμός της εργασίας είναι πολύ περιορισμένος, υπάρχει κοινωνική ενότητα και πολύ στενός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Η οργανική αλληλεγγύη εμφανίζεται με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας. Στις κοινωνίες αυτές, εμφανίζε- |
Βουντ. Το 1889 διορίζεται καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπορντώ και το 1906 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου διδάσκει Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, με έμφαση στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έδειξε ενδιαφέρον για τη θεωρία του Μαρξ, χωρίς όμως να συμμερίζεται τη σημασία που απέδιδε ο τελευταίος στο ρόλο της εργατικής τάξης. Έδειξε ενδιαφέρον και για το σοσιαλισμό, τον οποίο θεωρούσε ένα ιδεώδες το οποίο εξέφραζε τη συλλογική δυσφορία των κοινωνιών. Κύρια έργα του: Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία, Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, Η Αυτοκτονία, Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζωής. Έγραψε επίσης κείμενα για την εκπαίδευση και την ηθική διαπαιδαγώγηση. ται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα άτομα, καθώς αναλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες και υπευθυνότητες. Ενώ στις πρωτόγονες κοινωνίες η οικογένεια ήταν αυτάρκης, έχοντας αναλάβει ακόμη και τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογένεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις έχουν αναλάβει ειδικοί θεσμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην οικογένεια και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης. Εντούτοις, στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα να συνεργάζονται περισσότερο, αφού κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται από μια άλλη• και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη και την αλληλεξάρτηση. Η συλλογική ή κοινή συνείδηση ορίζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων και των αισθημάτων που είναι κοινά στο μέσο όρο των μελών της ίδιας κοινωνίας και σχηματίζουν ένα ανεξάρτητο σύστημα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα μη υλικού γεγονότος, το οποίο αφορά την κοινή ηθική. Σε κοινωνίες με μηχανική αλληλεγγύη η συλλογική συνείδηση είναι αυστηρή, σε αυτή μετέχει το σύνολο των ατόμων, τα οποία πιστεύουν βαθιά οε αυτή, ενώ οε κοινωνίες με ορ- |
γανική αλληλεγγύη υπερέχει μια ατομική ηθική. Ο Ντυρκέμ, αντί για τον όρο αυτό, «συλλογική συνείδηση», στο ύστερο έργο του υιοθετεί τον όρο «συλλογικές αναπαραστάσεις», για να υποδηλώσει τους κανόνες, τις αξίες ιδιαίτερων συνόλων, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, κτλ. Ανήκουν και αυτές στα μη υλικά γεγονότα και δεν ανάγονται στην ατομική συνείδηση. Μια μεγάλη συμβολή του Ντυρκέμ, επίκαιρη και για τις μέρες μας, είναι η μελέτη του για την αυτοκτονία, την οποία δεν εξετάζει ως ατομικό γεγονός και ψυχολογικό φαινόμενο. Αντίθετα, επιχειρεί να εντάξει σε κατηγορίες τα κοινωνικά γεγονότα που σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, διακρίνει την εγωιστική αυτοκτονία, την οποία συνδέει με το χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων στην κοινωνία. Η οικογένεια, όπως και η θρησκεία, διαπιστώνει ο Ντυρκέμ, προστατεύουν τα άτομα από την αυτοκτονία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι, ακόμη και η περίοδος των εκλογών, συμπιέζουν τον αριθμό των αυτοκτονιών. Δεύτερον, διακρίνει τον τύπο της αλτρουιστικής αυτοκτονίας, την οποία συνδέει, σε αντίθεση με την προηγούμενη, με τον περιορισμένο βαθμό εξατομίκευσης. Ο τρίτος τύπος αυτοκτονίας συνδέεται με το φαινόμενο της ανομίας και καλείται ανομική. Εμφανίζεται όταν το κράτος δεν είναι πλέον ρυθμιστής της οικονομικής ζωής, ως εκ τούτου δεν αποφεύγονται οι οικονομικές κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκτονίες αυξάνονται, Η αύξηση των αυτοκτονιών αυτού του τύπου συνδέονται, επίσης, και με την έλλειψη ελέγχου των παθών, την απεριόριστη επιθυμία και την ηθική αποδιοργάνωση. Μπορεί η κοινωνική ρύθμιση να ευνοεί τη συγκράτηση του ποσοστού αυτοκτονιών, αλλά, όταν η ρύθμιση είναι υπερβολική και καταπιεστική, τότε ευνοείται ένας άλλος τύπος αυτοκτονίας, η μοιραία (φαταλιστική) αυτοκτονία. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση, που για τον Ντυρκέμ παρατηρείται σε πολύ νέους παντρεμένους άντρες, σε άτεκνες παντρεμένες γυναίκες και ιστορικά στους δούλους. Στο ύστερο έργο του ο Ντυρκέμ έδωσε έμφαση στη μελέτη της θρησκείας, επιχειρώντας να δείξει την κοινωνική προέλευσή της. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ειδική μορφή της συλλογικής συνείδησης, ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες η θρησκεία περιλαμβάνεται απλώς στις συλλογικές αναπαραστάσεις. Η αλληλένδετη σχέση θρησκείας-κοινωνίας εξυψώνει την κοινωνία σε ύψιστη αξία και η διατήρηση του κοινωνικού δεσμού συνιστά καθήκον. Στα κείμενά του για την εκπαίδευση, τόνισε ακριβώς πώς μέσω της ηθικής διαπαιδαγώγησης μπορεί το άτομο, από μικρή ηλικία, να μετριάζει τις επιθυμίες του και να εσωτερικεύει τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες. |
Σε γενικές γραμμές, η θεωρία του Ντυρκέμ θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση νέων κοινωνιολογικών θεωριών, όπως ο δομολειτουργισμός (βλ. 4.13.), ενώ είναι επίκαιρη και σήμερα η προσέγγισή του σε ζητήματα κοινωνικής παθολογίας. 3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης Ο Βέμπερ εκπροσωπεί την κύρια κατεύθυνση της Κοινωνιολογίας στη Γερμανία, ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Διαφοροποιείται σε σχέση τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Ντυρκέμ, διότι δίνει μεγάλη σημασία στη μελέτη του ατομικού φορέα της κοινωνικής πράξης. Από αυτή την άποψη, συμπληρώνει τις αναλύσεις των προηγουμένων θεμελιωτών. Βασικές έννοιες και μεθοδολογία. Ο Βέμπερ είδε την κοινωνία ως προϊόν όχι μόνο της νέας τεχνολογίας και του καπιταλισμού αλλά και ενός νέου τρόπου σκέψης. Η Κοινωνιολογία με τον Βέμπερ αποκτά νέο νόημα. Επιδίωξε να την αποσυνδέσει από τις Φυσικές Επιστήμες. Για τον Βέμπερ, δεν ορίζουμε ένα κοινωνικό γεγονός όπως ένα πράγμα στις Φυσικές Επιστήμες. Ο κοινωνιολόγος δεν παρατηρεί απλώς, αλλά επίσης κατανοεί. Για κοινωνιολογική προσέγγιση είναι ένας ιδιαίτερος και σύνθετος τρόπος προσέγγισης των κοινωνικών γεγονότων. Ο Βέμπερ συνήθιζε την έκφραση ορθολογικοποίηση της κοινωνίας ή απομυθολόγηση του κόσμου, για να υποδηλώσει την ιστορική μεταβολή από την παράδοση στην ορθολογικότητα, αποδίδοντας κύριο ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη. Η ορθολογικότητα σημαίνει τον υπολογισμό των πιο αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ας σημειωθεί ότι ο όρος αυτός δεν εισάγεται με αξιολογική πρόθεση, ως ο «ορθός» τύπος πράξης, αλλά προκειμένου να δοθεί έμφαση στην εξέταση των πρόσφορων και αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ο Βέμπερ ορίζει την Κοινωνιολογία ως «μια επιστήμη που επιδιώκει να κατανοεί ερμηνευτικά την κοινωνική πράξη και με αυτό τον τρόπο να την εξηγεί αιτιακά στην πορεία και τις συνέπειές της». Με τον όρο «πράξη» εννοεί μια ανθρώπινη ενέργεια, εξωτερική ή εσωτερική, παράλειψη ή ανοχή, η οποία αναφέρεται στην πράξη άλλων ατόμων. Ως βασικός όρος τίθεται η σύνδεση της πράξης από τους δρώντες με ένα «υποκειμενικό νόημα». Ο κοινωνιολόγος μπορεί να διαγνώσει το νόημα της πράξης αν το άτομο γνωρίζει το στόχο που επιδιώκει να πραγματοποιήσει με αυτή. |
πανεπιστήμια της Γερμανίας, στη Βιέννη, και έδωσε σειρά διαλέξεων και στην Αμερική. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του είναι Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού, Οικονομία και Κοινωνία, ένας πολύ μεγάλος αριθμός μελετών που παρουσιάστηκαν στο Αρχείο Κοινωνικών Επιστημών και Κοινωνικής Πολιτικής. Δημοσίευσε, επίσης, και πολλά άρθρα για την τρέχουσα πολιτική, στην οποία μετείχε ενεργά. Η πράξη, πρωταρχικά, υπαγορεύεται ως προς ένα σκοπό (ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη), με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού. Δεύτερον, η πράξη που υπαγορεύεται από μια αξία (ορθολογική ως προς τις αξίες πράξη) εξηγείται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για ιη διατήρηση της αξίας. Τρίτον, η πράξη που ικανοποιεί συναισθηματικά (η συγκινησιακή πράξη) προσδιορίζεται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίηση των συναισθημάτων. Ένας τέταρτος τύπος πράξης (η παραδοσιακή πράξη) υπαγορεύεται από βιωμένες συνήθειες ή από παραδόσεις. Ο Βέμπερ, για να ερμηνεύσει ορθολογικά και να εξηγήσει τις επιμέρους πράξεις, κατασκευάζει τον ιδεότυπο ή «καθαρό τύπο», ο οποίος δεν αναφέρεται σε ό,τι είναι επιθυμητό ή ιδεώδες, θετικό ή ορθό, αλλά σε μια «καθαρή μορφή». Ένας ιδεότυπος είναι μια αφηρημένη περιγραφή, μια πνευματική εικόνα, που κατασκευάζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης. Αυτή η διανοητική κατασκευή, εννοείται, δεν αντιστοιχεί πλήρως στην εμπειρική πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή, η οποία δεν είναι σαν την εικόνα ενός καθρέφτη, μπορεί να είναι μια κατασκευή, όπως η γραφειοκρατία, οι προηγούμενοι τύποι πράξεων, ο καπιταλισμός, κτλ. Ο τύπος αυτός χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης πραγματικών και αιτιάσεων ή πράξεων και κρίνονται οι παρεκκλίσεις τους. Οι ιδεότυποι δεν κατασκευάζονται άπαξ διαπαντός, αλλά, καθώς η κοινωνία μεταβάλλεται, είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται νέες τυπολογίες. Ο Βέμπερ απορρίπτει την ιδέα των θεωρητικών νόμων. Αντ' αυτών, χρησιμοποιεί ιδεότυπους με ποικίλους τρόπους για να δημιουργήσει θεωρητικά μοντέλα, |
όπως την εκλογίκευση της κοινωνίας, τη χαρισματική εξουσία, κτλ., προκειμένου για την ανάλυση ορισμένων ιστορικών εξελίξεων. Ο Βέμπερ θεώρησε το βιομηχανικό καπιταλισμό ορθολογικό σύστημα, με δεδομένο ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος με ορθολογικούς τρόπους, προσανατολίζονται δηλαδή στην επιλογή προσφορότερων μέσων, στην εξοικονόμηση μέσων και ενεργειών, κτλ. Στο έργο του H Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού, συνέδεσε το ασκητικό πνεύμα του προτεσταντισμού, ειδικά του καλβινισμού, με το πνεύμα του καπιταλισμού. Συμφωνά με το ασκητικό πνεύμα, οι άνθρωποι ελέγχουν τις παρορμήσεις τους, είναι φιλόπονοι, συσσωρεύουν αγαθά για το μέλλον. Αυτές οι αρχές συμφωνούν με. τον καπιταλισμό ως σύστημα, που εκτός των άλλων τονίζει την οικονομική επιτυχία. Ο προτεσταντισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύματος. Ο Βέμπερ θέλησε να δείξει ότι η θρησκεία μπορεί να έχει ορθολογικά στοιχεία και να αποτελεί παράγοντα που ευνοεί κοινωνικές αλλαγές. Εντούτοις, δε θεωρούσε ότι είναι αναγκαίος παράγοντας για τη συνέχιση αυτού του οικονομικού συστήματος, το οποίο υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από το άτομο. Αν και στο έργο του αυτό ο Βέμπερ τόνισε την επίδραση του καλβινισμού στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος, είχε επίγνωση του ότι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επίσης επιδρούν σι η θρησκεία. Εξάλλου, το βεμπεριανό μοντέλο είναι σύνθετο, διότι αποβλέπει στην κατανόηση των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στους πολιτικούς, οικονομικούς και δικαιϊκούς θεσμούς που αλληλεπιδρώντας διαμορφώνουν την πράξη.
|
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βέμπερ εντοπίζει, όπως και ο Μαρξ, το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν το συνδέει όμως με την οικονομική ανισότητα, όπως ο Μαρξ, αλλά με τη γραφειοκρατία, η οποία θεωρείται ότι καταπνίγει την ατομικότητα. Τι είναι εξουσία; Ποιοι είναι οι καθαροί της τύποι; Η εξουσία συνδέεται με την έννοια της υπακοής απέναντι σε μια διαταγή. Εφόσον χωρίς υπακοή δεν υπάρχει εξουσία, η εξουσία πρέπει να αναγνωρίζεται εκ μέρους των εξουσιαζομένων, για να είναι σταθερή. Ο πρώτος τύπος είναι η ορθολογική-νόμιμη εξουσία, η οποία βασίζεται σε ένα καταστατικό και ανταποκρίνεται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης. Στους τύπους αυτής συγκαταλέγεται η κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η γραφειοκρατική εξουσία, που θεωρείται και ο πιο «καθαρός τύπος» έννομης εξουσίας, μια βιομηχανική επιχείρηση, κλπ. Η «υποχρέωση υπακοής» διαβαθμίζεται σύμφωνα με μια κλιμακωτή διάταξη, όπου από κάθε βαθμίδα μεταβιβάζονται εντολές σε όσους ανήκουν στην αμέσως επόμενη. Ο δεύτερος καθαρός τύπος είναι η παραδοσιακή εξουσία, όπου η τάξη αναγνωρίζεται για χάρη του ίδιου της του εαυτού και επειδή ίσχυε πάντα (παράδοση) και ανταποκρίνεται στην ορθολογική κατά την αξία πράξη. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι οι κλασικές μοναρχίες, η πατρική κυριαρχία, ο παπισμός. Τρίτος τύπος είναι η χαρισματική εξουσία, η οποία αναφέρεται στον τύπο της συγκινησιακής πράξης. Η σχέση κυρίου και υπακούοντος παριστάνεται σύμφωνα με το μοντέλο του αρχηγού και της ακολουθίας. Αξίες και γεγονότα. Ο Βέμπερ πίστευε ότι είναι δυνατός ο χωρισμός των γεγονότων από τις αξίες. Ένας καθηγητής, για παράδειγμα, πρέπει να παρουσιάζει γεγονότα κι όχι να προβαίνει σε προσωπικές αξιολογήσεις στην τάξη. Ο Βέμπερ, έτσι, εξέφραζε την αντίθεσή του σε κάθε είδους προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, δεν απέρριπτε τελείως τις αξίες από την κοινωνική έρευνα, εφόσον αναζητούσε την έννοια της ορθολογικότητας, ορισμένες αρετές στην επιστημονική έρευνα, όπως την ακρίβεια στην παρατήρηση, τη συστηματική σύγκριση, την αντικειμενικότητα και την απουσία προκατάληψης εκ μέρους του ερευνητή, δηλαδή την ελευθερία του. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι αξίες έχουν υπεισέλθει στην κατασκευή των τύπων του. |