Ο όρος οικονομία, σύμφωνα με την κλασική αρχαιοελληνική του χρήση, αναφερόταν στη διαχείριση του οίκου. Ο όρος «οικονομία», συχνά αναφέρεται σε έναν τρόπο με τον οποίο ενεργούμε. Λέμε, για παράδειγμα, ότι ενεργούμε οικονομικά, εννοώντας την αποτελεσματικότητα μιας πράξης, με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια και την κατάλληλη προσαρμογή των μέσων προς το σκοπό. Αναφέρεται, επίσης, στον συντονισμένο τρόπο δράσης για την ικανοποίηση αναγκών και την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η σύγχρονη εποχή συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο ως μέσο για τους σκοπούς του. Από τον 18ο περίπου αιώνα εμφανίζεται η Οικονομική Επιστήμη ή Πολιτική Οικονομία, η οποία εξετάζει πώς λειτουργεί η οικονομία ενός σύγχρονου κράτους. Στο χώρο της Πολιτικής Οικονομίας, γίνεται έντονη συζήτηση για το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων αλλά και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τις συγκοινωνίες- αν δηλαδή τη διαχείριση τους πρέπει να αναλαμβάνει το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα. Ανάλογα με την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα διακρίνονται και σι θεωρίες μεταξύ τους. Και σι τέσσερις θεωρητικοί με τους οποίους θα ασχοληθούμε, ο Άνταμ Σμιθ. ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο Καρλ Μαρξ και ο Τζων Κέυνς, δεν τοποθετούνται κατά τον ίδιο τρόπο ούτε ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους στο παραπάνω πρόβλημα. Ο Σμιθ (1723-1790) και ο Ρικάρντο (1772-1823) τοποθετούνται υπέρ της οικονομικής ελευθερίας, υιοθετώντας τις αρχές του Διαφωτισμού σχετικά με τις ατομικές ελευθερίες. Οι αρχές αυτές, που απέβλεπαν στη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, ευνοούσαν ταυτόχρονα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τις συνέπειες αυτού του ανταγωνισμού, αφού αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του νέου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, ανέλυσε και έκρινε ο Μαρξ. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οικονομία της Ευρώπης δεν μπορεί να ανακάμψει, και μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει είναι η ανεργία. Την εποχή του μεσοπολέμου, ο Κέυνς δεν |
τοποθετείται ούτε υπέρ μιας ριζικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, όπως ο Μαρξ, ούτε όμως υπέρ μιας φιλελεύθερης οικονομίας, αλλά υπέρ ενός κράτους ευημερίας, το οποίο θα αναλάμβανε οικονομική δραστηριότητα και θα μπορούσε να διασφαλίσει πλήρη απασχόληση. Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις από τους παραπάνω κλασικούς θεωρητικούς προέρχονται από την Αγγλία, ενώ και ο Μαρξ συνέθεσε τις κριτικές μελέτες του για την Πολιτική Οικονομία κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρετανία αποτέλεσε το πρώτο «βιομηχανικό εργαστήριο» της οικουμένης, τη χώρα που, όπως γράφει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, έδειχνε σας άλλες την εικόνα του μέλλοντος τους. Και οι τέσσερις, σε γενικές γραμμές, πρώτον, αναγνωρίζουν την εργασία ως αξία και ως βασικό εργαλείο για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους, και, δεύτερον, διερευνούν τις οικονομικές σχέσεις κινούμενοι από ένα ενδιαφέρον για τη βελτίωση της κοινωνίας. 3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής της Πολιτικής Οικονομίας Με τον Σμιθ αρχίζει η κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία συνεχίζεται με τον Ρικάρντο, τον Μάλθους και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ. Με τη σχολή αυτή, η Οικονομία διακρίνεται ως ξεχωριστός κλάδος και αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την Πολιτική. Η οικονομία θεωρείται ότι ρυθμίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι από την πολιτική του κράτους. Ενώ για τους Γάλλους φυσιοκράτες πηγή του πλούτου θεωρούνταν η αγροτική οικονομία, ο Σμιθ απορρίπτει αυτή την άποψη, δίνοντας έμφαση στη βιομηχανική παραγωγή και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Στο έργο του για τον Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών τον Πλούτου των Εθνών, εκθέτει το ζήτημα της οικονομικής ελευθερίας, επιχειρώντας να δείξει ότι το ατομικό συμφέρον μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία• θα έπρεπε, επομένως, να απομακρυνθούν τα θεσμικά εμπόδια της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις επιδιώξεις των ατόμων. Ο Σμιθ τόνισε τη σημασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και της εργασίας για την ευημερία της κοινωνίας. .Ως βασικός παράγοντας για την αύξηση του πλούτου αναγνωρίζεται η εργασία. Η μέγιστη βελτίωση της εργασίας θεωρεί ότι μπορεί να προκύψει χάρη στον καταμερισμό της εργασίας. Η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα, υποστηρίζει ο Σμιθ, ανεβάζει την απόδοση στο εκατονταπλάσιο. Παρ'όλα αυτά, αναγνωρίζει ότι μεγάλη εξειδίκευση και ο καταμερισμός της |
εργασίας έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των πνευματικών ικανοτήτων. Γι' αυτό και προτείνει την αντιστάθμιση τους μέσω των προγραμμάτων της δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης. Ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχιστης παρέμβασης της κυβέρνησης στις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου. Υποστηρίζει ότι οι συναλλασσόμενοι επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον, καθένας τους όμως «καθοδηγείται σαν από ένα Αόρατο Χέρι να προωθεί σκοπούς που δεν ανήκαν στην αρχική του πρόθεση», εκφράζοντας με αυτή τη διατύπωση μια αισιόδοξη αντίληψη για τη συμφιλίωση ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον και στην επιδίωξη του ατόμου για το ιδιωτικό του όφελος. Θεωρεί ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας, μεγιστοποιώντας τα κέρδη του, οδηγεί την κοινωνία στην ευημερία. Ο Σμιθ τοποθετείται υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού, διατηρεί όμως επιφυλάξεις για μια χωρίς όρια ελευθερία. Όπως γράφει, «άνθρωποι της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας συναντώνται, συχνά, ακόμη και για διασκέδαση και. ψυχαγωγία, αλλά η συνεύρεση καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του δημοσίου ή σε κάποιο τέχνασμα για την αύξηση των τιμών. Παρότι όμως ο νόμος δεν μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας να συναντώνται, θα όφειλε να μην κάνει τίποτα για να τις διευκολύνει, και πολύ λιγότερο για να τις καθιστά αναγκαίες» (Πλούτος των Εθνών, II, κεφ. Χ, μέρος II). Ο Σμιθ, υποστηρίζοντας το μη παρεμβατικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικονομική ζωή, εκφράζει και μια διαπίστωση της εποχής για τη μη αποτελεσματικότητα της βρετανικής κυβέρνησης. Η υποστήριξη της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς εκφράζει, επίσης, την αντίθεση του προς τα μονοπώλια που δημιουργούνταν με την εκμετάλλευση κάποιου κρατικού προνομίου. Δεν είναι όμως κατηγορηματική και απόλυτη η τοποθέτηση του Σμιθ υπέρ μιας άνευ όρων οικονομικής ελευθερίας καινκατά της κρατικής παρέμβασης. Ο ρόλος του κράτους δεν εί- |
ναι περιορισμένος στη θεωρία του. Το κράτος αναλαμβάνει κυρίως ένα διοικητικό ρόλο. δηλαδή προστατεύει την κοινωνία από τη βία αναλαμβάνοντας τις δαπάνες για την άμυνα, προστατεύει το κάθε μέλος από την αδικία αναλαμβάνοντας δαπάνες για τη Δικαιοσύνη και επωμίζεται δαπάνες για τα δημόσια έργα (Πλούτος των Εθνών, IV, κεφ. 9). Στον Πλούτο των Εθνών, προσφέρει ένα σχέδιο οικονομικής ιστορίας, προσδιορίζοντας ως κριτήριο κάθε σταδίου της Ιστορίας τις οικονομικές δυνάμεις που αναπτύσσονται (διακρίνονται τα εξής οικονομικά στάδια: κυνηγετικό, κτηνοτροφικό, αγροτικό, εμπορικό). Με βάση τις οικονομικές δυνάμεις, επιδιώκεται να εξηγηθούν οι διαφοροποιήσεις των εθίμων και των προτύπων συμπεριφοράς. 3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας Ο Ρικάρντο επιδίωξε να προσδιορίσει τους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τη συνολική παραγωγή της κοινωνίας με την ίδια δεσμευτικότητα όπως οι φυσικοί νόμοι. α) Βασική είναι η θεωρία του για τον προσδιορισμό της αξίας των αγαθών. Συμφωνά με αυτή, οι τιμές καθορίζονται με βάση την εργασία η οποία χρησιμοποιείται κατά ιη διάρκεια της παραγωγής. Η αξία αυτή όμως δε νοείται ως ένα απόλυτο μέγεθος και δε λογαριάζεται με βάση απλώς την ποσότητά της. Διακρίνει την εργασία σε εκείνη που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος και σε εκείνη η οποία χρειάζεται για την παραγωγή του πάγιου κεφαλαίου (μηχανημάτων, κτιρίων, κτλ.). Αναγνωρίζεται, με λίγα λόγια, ότι η εργασία αποτελεί κύρια αξία και ότι το κεφάλαιο ενσωματώνει εργασία, μια ιδέα η οποία αναπτύσσεται αργότερα στη θεωρία του Μαρξ. β) Χρησιμοποιούντος ως παράδειγμα τη γεωργική παραγωγή και ως μονάδα μέτρησης το οποίο, επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη της οικονομίας. Σύμφωνα με το παράδειγμά του στο βαθμό που ο πληθυσμός αυξάνεται, η καλλιέργεια επεκτείνεται και σε λιγότερο γόνιμα εδάφη, όπου χρειάζεται περισσότερη εργασία για την παραγωγή σίτου. Η τιμή Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo, 1772-1823) γεννήθηκε στο Λονδίνο προερχόμενος από ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας του, σταδιοδρομεί από νεαρή ηλικία ως χρηματιστής. Σημαντική επίδραση άσκησε το θεωρητικό του έργο, από το οποίο ξεχωρίζουν οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας (1817) ως ένα από τα βασικά έργα της κλασικής σχολής της Οικονομίας. Από το 1819 μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του Κοινοβουλίου. |
του προϊόντος, επομένως, ανεβαίνει, ενώ οι ιδιοκτήτες της εύφορης γης θα ζητούν υψηλότερο ενοίκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος του επιχειρηματία. Ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβραδύνεται και οι μισθοί παραμένουν στο ελάχιστο όριο διαβίωσης. Η φθίνουσα απόδοση της γης μπορεί να αναβληθεί, όχι και να αναιρεθεί, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Ενώ θεωρούσε ότι η υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές θα ήταν συμφέρουσα για το γαιοκτήμονα και καπιταλιστή, δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο συμφέρουσα και για την τάξη των εργατών. γ) Στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, ο Ρικάρντο διατυπώνει το νόμο του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αν, για παράδειγμα, δύο χώρες Α και Β παράγουν δύο αγαθά, λόγου χάρη ρούχα και κρασί, θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους εφόσον υπάρχουν διαφορές ως προς το κόστος των προϊόντων αυτών. Αν δηλαδή η χώρα Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή του προϊόντος Α, το κρασί είναι φθηνότερο στην Α και τα ρούχα στη Β, και, αντιστρόφως, τα ρούχα είναι ακριβότερα στην Α και το κρασί στη Β, τότε θα εξειδικευτεί καθεμιά στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και οι συναλλαγές τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Η ιδέα αυτή του Ρικάρντο, με την οποία υποστηρίζεται η ελευθερία του εμπορίου, αντιτασσόταν στη δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, η οποία προστάτευε το εθνικά προϊόντα. 3.2.3. Καρλ Μαρξ: μισθωτή εργασία και κεφάλαιο Ο Μαρξ φτάνει στο Λονδίνο το 1849, με την ιδέα ότι η διαμονή του θα ήταν προσωρινή. Τελικά έζησε εκεί μέχρι το θάνατο του (1883). Επρόκειτο για μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ανέχειας, αλλά και πυρετώδους πνευματικής παραγωγής. Ο Μαρξ επισκεπτόταν καθημερινά τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, όπου έμενε μέχρι το βράδυ, ενώ συχνά συνέχιζε την εργασία του και τη νύχτα. Το 1859 εκδίδεται το βιβλίο Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το 1867 ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου, ένας καθοριστικός σταθμός στη διεθνή έρευνα, αλλά και στο διεθνή σοσιαλισμό. «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει την ύπαρξη τους, αλλά, αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδηση τους», όπως γράφει στον πρόλογο του έργου Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ενώ για τον Άνταμ Σμιθ η οικονομία λειτουργεί με βάση το ατομικό συμφέρον, για τον Μαρξ η πορεία κατανόησης εκκινεί από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη μελέτη των οικονομικών σχέσεων. |
Η κοινωνία της αγοράς θεωρείται ότι λειτουργεί συμφωνά με νόμους οι οποίοι αφορούν την παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, και όχι συμφωνά με τις επιθυμίες και τη βούληση των ατόμων η βούληση και οι επιθυμίες των ατόμων διαμορφώνονται μέσο από τη δομή του οικονομικού συστήματος και τη θέση τους σε αυτό. Ως εκ τούτου, η θεωρία πρέπει να επικεντρωθεί στην αντικειμενική διαδικασία της παραγωγής και όχι στην υποκειμενική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Για τον Μαρξ, τα συμφέροντα των ατόμων δεν είναι απομονωμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι ανάγκες και τα συμφέροντα του ατόμου εξαρτώνται από τη θέση του στην παραγωγική διαδικασία• αν δηλαδή είναι εργάτης, καπιταλιστής, κτλ., θα έχει ανάλογα συμφέροντα και ανάγκες. Το ιδιωτικό συμφέρον κατανοείται καλύτερα αν κατανοήσουμε πρώτα την τάξη στην οποία ανήκει το άτομο. Ο καταμερισμός της εργασίας διαιρεί τα άτομα σε τάξεις και τα συμφέροντα που υπερασπίζονται τα άτομα εκφράζουν κυρίως τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκουν. Λυτά τα συμφέροντα όμως είναι αντίθετα μεταξύ τους• αν, για παράδειγμα, οι εργάτες πετύχουν μια άνοδο οίους μισθούς τους, αρχικά τουλάχιστον από θα αποβεί σε βάρος του κέρδους της καπιταλιστικής τάξης. Για τον Μαρξ, όμως, το καπιταλιστικό σύστημα δε θεωρείται ότι υπάρχει με σκοπό τη διευκόλυνση ιδιωτικών αναγκών, για παράδειγμα της καπιταλιστικής τάξης, οίκος μπορεί να πιστεύουν ια μέλη αυτής της τάξης αλλά και της εργατικής. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, θεωρείται ότι διευκολύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομική θεωρία του Μαρξ μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίζεται στην έννοια της εργασίας, η οποία αναδεικνύεται ως αξία. Το κεφάλαιο, ένας βασικός συντελεστής της παραγωγής, που περιλαμβάνει μηχανές, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κτλ., είναι προϊόν της εργασίας. Η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται με βάση την εργασία. Η αξία ενός φορέματος είναι μεγαλύτερη από την αξία του υφάσματος από το οποίο είναι φτιαγμένο, γιατί έχει προστεθεί η ανθρώπινη εργασία. Ο Μαρξ όμως δε λογαριάζει απλώς την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, γιατί «τότε, όσο πιο ακαμάτης ή αδέξιος είναι ένας εργάτης. τόσο μεγαλύτερης αξίας είναι το εμπόρευμά του», αλλά ξεχωρίζει την απλή μέση εργασία οπό την εξειδικευμένη. Η εξειδικευμένη εργασία νοείται ως πολλαπλασιασμένη και σύνθετη εργασία, για την οποία έχει δαπανηθεί περισσότερος χρόνος και δύναμη από την απλή. Η εργατική δύναμη κατανοείται και ως εμπόρευμα, το οποίο έχει μια αξία όπως κάθε εμπόρευμα. Ο εργαζόμενος, πουλώντας την εργατική του δύναμη, αγοράζει τα προς το ζην,αλλά |
παράγει και υπεραξία. Ο εργαζόμενος δεν πληρώνεται όσο αξίζει η εργασία του, αλλά το επιπλέον της αξίας της, την επιπλέον απλήρωτη εργασία, την ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Δεν πρόκειται όμως για μια εγωιστική ενέργεια, με δεδομένο ότι η υπεραξία αυτή είναι απαραίτητη για να επενδυθεί στα παραγωγικά μέσα, για να φτιαχτούν και να εισαχθούν στην παραγωγή νέα τελειότερο εργαλεία. Η υπεραξία βέβαια έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην εργατική και στην καπιταλιστική τάξη, κατά την οποία η μεν εργατική τάξη επιδιώκει να μειώσει την αναλογία της υπεραξίας, ενώ η κεφαλαιοκρατική τάξη να την αυξήσει. Ο Μαρξ, στο έργο του Τα Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναφέρει ότι, στο βαθμό που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η αύξηση του πλούτου δε θα εξαρτάται από το χρόνο της απλής εργασίας, αλλά από τις εφαρμογές της επιστήμης στην παραγωγή. Προβλέπει με άλλα λόγια την εμφάνιση της αυτοματοποίησης και τον περιορισμό της απλής όσο και χρονοβόρας εργασίας. Ο Μαρξ διαπιστώνει στον καπιταλισμό την τάση για μια όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση της παραγωγής και τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της εργασίας. Οι καπιταλιστές είναι υποχρεωμένοι να ανεβάζουν το επίπεδο της παραγωγής τους, να επενδύουν στα μέσα παραγωγής τους, να εξαπλώσουν τις αγορές τους. Ανάμεσα σκι μέλη της καπιταλιστικής τάξης ο Μαρξ διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό- οι καπιταλιστές επιδιώκουν να εξαπλώσουν τις αγορές τους σε βάρος των ανταγωνιστούν τους. μειώνοντας, για παράδειγμα, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτό τους υποχρεώνεινα τελειοποιούν διαρκώς την τεχνολογία που διαθέτουν, δηλαδή να κάνουν επενδύ- |
σεις σε νέα μηχανήματα, αλλά και να βρίσκουν νέους τρόπους για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Με λίγα λόγια, η έμφαση αποκλειστικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φέρνει στην επιφάνεια μια εικόνα σύγκρουσης τόσο ανάμεσα σια μέλη της καπιταλιστικής τάξης όσο και ανάμεσα σε αυτή και την εργατική. Ο Μαρξ, ενώ τόνιζε τον ιστορικά αναγκαίο ρόλο του κεφαλαίου, εντούτοις θεωρούσε, με βάση την ανατομία των προβλημάτων που εντοπίζει, την ανάγκη για τη μετατροπή των ανταγωνιστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων με την εγκαθίδρυση ισότιμων και δίκαιων σχέσεων, οι οποίες με τη σειρά: τους θα ευνοούσαν την απελευθέρωση εκείνων των ανθρώπινων δυνάμεων• που περιορίζονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων. 3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση Το μαύρο Οκτώβριο του 1929 παρουσιάζεται μια άνευ προηγουμένου πτώση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η ύφεση που ακολούθησε εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Όπως λέγεται, «όταν η Αμερική φταρνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος αρπάζει πνευμονία». Η φτώχεια ήταν έκδηλη και ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο φόβος της στέρησης, ενώ οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική εκδήλωναν πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την παράλυση της οικονομίας. Μέσα από τα κείμενα του Κέυνς, τα οποία γράφονται σε αυτή την κρίσιμη εποχή, είναι φανερό το ενδιαφέρον του για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Κέυνς, ευαισθητοποιημένος απέναντι στην εξαθλίωση της εποχής, ασκούσε έντονη κριτική στις κυβερνήσεις για το πλημμελές τους έργο. Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος, που είναι το κύριο έργο του Κέυνς, για να υπάρχει πλήρης απασχόληση, χρειάζεται να παρέμβει η κυβέρνηση στο παιχνίδι της ελεύθερης οικονομίας. Αυτή η αντίληψη ξεσήκωσε πολλές συζητήσεις κατά τη δεκαετία του '30. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Κέυνς ήταν υπέρ μιας καπιταλιστικής και όχι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσανατολισμένος σε ένα σταθερό κοινοβουλευτικό σύστημα. Η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στην ελεύθερη αγορά και στην ιδέα ότι αυτή μπορεί να απορυθμίζεται χάρη σας ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Χαρακτηριστικά, ασκώντας κριτική στους θεωρητικούς που υποστηρίζουν την οικονομία του ελεύθερου ανταγωνισμού, γράφει ότι «σκοπός της ζωής είναι να φαγωθούν τα φύλλα που βρίσκονται στα ψηλότερα κλαδιά, και ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία του σκοπού αυτού είναι να επιτραπεί στις καμηλοπαρδάλεις με τους ψη- |
Ο Κέυνς (John Maynard Keynes, 1883-1946) γεννήθηκε στο Καίμπρπζ τη χρονιά που πέθανε ο Μαρξ. Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας Οικονομία στο Κινγκ'ς Κόλλετζ στο Καίμπριτζ. Διεύθυνε το περιοδικό Economic Journal, ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά περιοδικά διεθνώς. Ασχολήθηκε σε υπεύθυνη θέση με τις υποθέσεις του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας του, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, και διατύπωσε τις ιδέες του για την οικονομική διαχείριση στο έργο Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης (1919). Το 1930 αναλαμβάνει ως πρόεδρος μιας επιτροπής το ρόλο κυβερνητικού συμβούλου για την πρακτική αντιμετώπιση της ανεργίας. Το 1936 εκδίδεται το σημαντικότερο έργο του, Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος. λότερους λαιμούς να εξολοθρεύσουν με την πείνα τις καμηλοπαρδάλεις εκείνες που έχουν πιο κοντό λαιμό». Η κεϋνσιανή προσέγγιση επικεντρώνεται στην αστάθεια της διαδικασίας ανάπτυξης στην οικονομία, θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ατομικοί παραγωγοί μπορεί να μη βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα τους, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι πρόβλημα όχι ατομικό αλλά συνδεδεμένο με το οικονομικό σύστημα. Συμφωνεί με τον Μαρξ ότι οι οικονομίες έχουν την τάση να οδηγούνται σε κρίσεις. δηλαδή να εμφανίζουν ανεργία, να μην απορροφώνται ικανοποιητικά τα προϊόντα που παράγονται και να υπάρχουν προβλήματα στην παραγωγή τους. Θεωρεί όμως οι κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν χάρη στην παρέμβαση ενός ισχυρού κράτους. Το κράτος παρεμβαίνει στη ρύθμιση των μισθών, της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου. Ο Κέυνς, στη θέση του ατομικού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και της επιχείρησης που ανήκει οε έναν ιδιώτη τοποθετεί τη συμμετοχική ένωση (corporation), ανανεώνοντας έναν παλαιό θεσμό, τη συντεχνία. Χαρακτηριστικά γράψει: «Προτείνω κατά έναν τρόπο την επάνοδο στις μεσαιωνικές αντιλήψεις των χωριστών αυτονομιών. Επιπλέον, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι συντεχνίες αποτελούν τρόπο διακυβέρνησης που δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός όσο και ταιριαστός με τους θεσμούς μας. Λεν είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε παραδείγματα χωριστών αυτονομιών από αυτές που ήδη υπάρχουν και οι οποίες έχουν φτάσει ή πλησιάζουν στη μορφή που προτείνω: τα πανεπιστήμια, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο Οργανισμός Λιμένος Λονδίνου, ίσως ακόμη και οι σιδηροδρομικές εταιρείες». Η ιδιοκτησία ανήκει στην ένωση στην οποία τα άτομα συμμετέχουν. Πρόκειται για μια λύση που βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στο κράτος, με την οποία δίδεται έμφαση στη ρευστή μορφή του κεφαλαίου, το χρήμα, και όχι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, του υλικού κεφαλαίου. Έτσι, τα προβλήματα μετατοπί- |
ζονται στο πεδίο της κυκλοφορίας του χρήματος. Ιδεώδες για τον Κέυνς είναι η πλήρης απασχόληση. Όπως παρατηρεί, το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από το επίπεδο παραγωγής, δηλαδή, αν η παραγωγή αυξάνεται γρήγορα, οι επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους εργαζομένους. Η παραγωγή, με τη σειρά της, εξαρτάται από την αποτελεσματική ζήτηση. Η «αποτελεσματική ζήτηση» σημαίνει ότι υπάρχει αναπτυγμένη αγοραστική ικανότητα. Η παραγωγή, με λίγα λόγια, καθορίζεται από την ικανοποιητική ζήτηση. Στη Βίβλο υπάρχουν πολλές παραβολές που υπογραμμίζουν τα αγαθά της αποταμίευσης. Επρόκειτο για μια αρχή που νομιμοποιήθηκε σε οικονομίες σε ανάπτυξη, όπως η αγγλική ή η γαλλική κατά τον 19ο αιώνα, η ινδική, κατά τον 20ό, ενώ και στη χώρα μας πολλοί θα θυμούνται την ετήσια έκθεση που έγραφαν οι μαθητές κάθε Οκτώβριο για τα αγαθά της αποταμίευσης. Εντούτοις ο Κέυνς δε συμφωνεί με αυτή την αρχή, ειδικά όταν έχει αναπτυχθεί αρκετά η οικονομία, θεωρώντας ότι είναι πιο σημαντικές οι νέες επενδύσεις. Αυτή την πρόταση για δαπάνες υπέρ νέων επενδύσεων τη συνέδεσε με τη λύση απέναντι στο πρόβλημα της ανεργίας, εφόσον με τις νέες επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.Θεωρούσε όμως ότι κατεξοχήν αυτή η παρέμβαση για το άνοιγμα των επενδύσεων έπρεπε να γίνει από το κρότος, το |
οποίο και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει μεγάλα έργα, όπως οδοποιίας, ανέγερσης σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών, κτλ. Παραδόξως όμως τα μέτρα για την ανεργία και την πραγματοποίηση μεγάλων έργων δεν επιχειρήθηκε να ληφθούν από την πατρίδα του Κέυνς, την Αγγλία, αλλά από την Αμερική. Το 1933, κατά την προεδρία του Ρούζβελτ, με το New Deal (Νέα Συμφωνία), παρεμβαίνει ενεργά το κράτος εφαρμόζοντας μια πολιτική ανόδου των μισθών, προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση, αναλαμβάνει δε μεγάλα έργα με τα οποία διασφαλίζονται πολλές νέες θέσεις εργασίας. Με την πολιτική αυτή, επιχειρείται να περιοριστεί η ανεργία, η περιθωριοποίηση των ατόμων, η εγκληματικότητα, να δοθούν κάποιες λύσεις στο πρόβλημα της κρίσης και να αποφευχθεί η επανάσταση ή ο πόλεμος, χωρίς να οδηγηθεί το κοινωνικοοικονομικό σύστημα είτε προς το φασισμό είτε προς τον κομμουνισμό. |