Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ 3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος
3. ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εισαγωγή: Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών εμφανίζεται μέσα από τις έννοιες και τις μεθόδους οι οποίες κατασκευάζονται, για να διερευνηθεί ένα πολύπλευρο αντικείμενο, η κοινωνική πράξη. Προβάλλει, επίσης, μέσα από το διάλογο, αλλά και τις εντάσεις ανάμεσα στους επιστήμονες, μέσα από τις αποτυχίες συνεννόησης αλλά και την προσπάθειά τους να κατανοήσουν κριτικά τις ελλείψεις των θεωριών τους και τα μεθοδολογικά προβλήματα εξέτασης του αντικειμένου τους.

Στην εποχή μας δεν υπάρχει μία, μοναδική και ενιαία Κοινωνική Επιστήμη ή Επιστήμη του Ανθρώπου. Το αντικείμενο όμως των σύγχρονων Κοινωνικών Επιστημών, καταρχήν, είναι ενιαίο, η μελέτη της κοινωνικής πράξης. Το αντικείμενο αυτό εμφανίζει πολλές διαστάσεις. Για να εξηγηθεί, χρειάζεται να εξεταστεί ως προς την οργάνωση της κοινωνίας, τους κοινοτικούς θεσμούς, τους οικονομικούς, τους πολιτικούς, τους δικαιϊκούς, την ψυχολογία των δρώντων, τη γλώσσα, τα συμβολικά συστήματα σκέψης, κτλ. Το αρχικά ενιαίο αντικείμενο τέμνεται στις διάφορες πλευρές του και η καθεμιά αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο το οποίο εξετάζεται με διαφορετικές μεθόδους. Η κατάτμηση της γνώσης, η εξειδίκευση της έρευνας σε επιμέρους τομείς, την οποία προώθησαν σι πανεπιστημιακές σπουδές, συνδέεται και με τον καταμερισμό της εργασίας, ένα φαινόμενο το οποίο οδήγησε στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, στη βελτίωση των ανθρώπινων δεξιοτήτων, στην εξοικονόμηση χρόνου, σιη μεγαλύτερη αποδοτικότητα, εν γένει.

Στην ενότητα αυτή, εξετάζονται συνοπτικά αντιπροσωπευτικές θεωρίες που θεμελίωσαν κεντρικές κατευθύνσεις της έρευνας σε βασικές επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες, όπως η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Ανθρωπολογία. Η προοπτική αυτής της εξέτασης συνδέεται με το αίτημα για την αποκατάσταση της ενότητας του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών μέσω του διαλόγου ανάμεσα στις διάφορες τάσεις εξέτασής του.

Οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται αλλά και τροφοδοτούνται οι σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες. Στις βάσεις αυτές επιστρέφει η σύγχρονη επιστημονική θεωρία, όταν διερωτάται για την πορεία και τις αρχές της και επανεξετάζει τις μεθόδους και τις θέσεις της.

Διδακτικοί στόχοι: Οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφού μελετήσουν και συζητήσουν τα θέματα αυτού του κεφαλαίου, αναμένεται:

- να γνωρίζουν τα κύρια ερωτήματα που παρακίνησαν και καθόρισαν την ερευνά κάθε Κοινωνικής Επιστήμης,

- να διατυπώνουν τα βασικά σημεία των θεωριών των θεμελιωτών και το περιεχόμενο των κύριων εννοιών που εισήγαγε ο καθένας,

- να τοποθετούν τις εξεταζόμενες θεωρίες στο ιστορικό τους πλαίσιο,

-να ξεχωρίζουν τα αντικείμενα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης και να εντοπίζουν τα σημεία στα οποία επικοινωνούν.

Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς αναπτύσσεται και αλλάζει η κοινωνία; Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της; Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής μιας θεωρίας στην πράξη; Μπορεί αυτά τα ερωτήματα να απαντηθούν μόνο μέσα από μία επιστήμη; Γιατί όμως χρειάστηκε να εξειδικευτεί η έρευνα και να εμφανιστούν επιμέρους επιστήμες;

Πώς κατορθώνουν οι κλασικές θεωρίες να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σημερινών ερωτημάτων; Γιατί όμως, αν συναντώνταν στο ίδιο τραπέζι οι κλασικοί θεωρητικοί των Κοινωνικών Επιστημών, θα διαφωνούσαν σε πολλά θέματα; Γιατί τα διαφορετικά επιχειρήματά τους, π.χ. για την ευημερία της κοινωνίας, είναι γόνιμα για την επιστημονική έρευνα; Υπάρχουν τρόποι συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα σε κοινωνικούς επιστήμονες διαφορετικών σχολών;

Πώς οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις πράξεις που συμβαίνουν καθημερινά; Είναι δυνατό να φτάσουμε στο σημείο να κατανοούμε τους άλλους, όσο διαφορετικοί και αν είναι από μας, να συνομιλούμε με οικειότητα μαζί τους, χωρίς όμως να ταυτιζόμαστε μαζί τους;


3.1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Απέναντι στην πολιτική εκδηλώνεται συχνά δυσπιστία, από την άποψη ότι συχνά παρατηρείται άλλα να λέγονται και άλλα να εφαρμόζονται. Συνήθως οι νέοι καταλογίζουν στην πολιτική συντηρητισμό και ωφελιμισμό, ενώ οι μεγαλύτεροι θεωρούν τις ιδέες των νέων ουτοπικές και ανεύθυνες. Και πράγματι συμβαίνει αφ' ενός να εμφανίζονται ουτοπικές θεωρίες, αφ' ετέρου μια ακραία εμμονή στην αποτελεσματική πρακτική. Το πώς η θεωρία μπορεί να συμπεριφέρεται ως πράξη και η πράξη ως θεωρία, το πώς δηλαδή είναι δυνατό να ξεπεραστεί ο χωρισμός της θεωρίας από την πράξη, είναι ένα πρόβλημα το οποίο συναντάμε στην καρδιά των κλασικών πολιτικών θεωριών.

Η Πολιτική Επιστήμη εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου ως πολίτη, άρρηκτα συνδεδεμένη με τους νόμους της πολιτείας, με το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί. Η επιστήμη αυτή τονίζει ότι οι αρετές της κοινωνικής ζωής, η ειρήνη, η συνεργασία, οι ελευθερίες των πολιτών, η δίκαιη κατανομή του πλούτου, εξαρτώνται από την πολιτική δύναμη, από το είδος της εξουσίας, την προέλευση και τους τρόπους νομιμοποίησής της, τη μορφή του πολιτικού συστήματος που επικρατεί.

Εύλογα όμως θα αναρωτηθείτε γιατί τοποθετήσαμε στην αφετηρία των συγχρόνων Κοινοτικών Επιστημών

Εικόνα

την πολιτική. Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο (βλ.2.1.5.), από τον 16ο αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται το σύγχρονο κράτος στην Ευρώπη, να αναδιοργανώνεται και να εξορθολογίζεται η εξουσία. Η δύναμη της πολιτικής εγκαινιάζει τη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης. Η πολιτική θεωρία καλείται να υπηρετήσει την ανάγκη εξορθολογισμοϋ του κράτους, να επαναπροσδιορίσει την προέλευση και τα όρια της εξουσίας του, να τοποθετηθεί απέναντι στη Μεταρρύθμιση και στην Αντιμεταρρύθμιση, δηλαδή τη σχέση κράτους και Εκκλησίας, καθώς και στις ελευθερίες της σκέψης και της συνείδησης. Εννοείται ότι, από τον 16ο αιώνα και τη Γαλλική Επανάσταση (1789) μέχρι τον 20ό αιώνα, η Πολιτική Επιστήμη υποχρεώνεται να αναδιαμορφώνει τις θέσεις της.

Ο Τόμας Χομπς, ο Τζον Λοκ. ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και ο Μαρξ, με τους οποίους θα ασχοληθούμε, θεωρούνται κλασικοί πολιτικοί θεωρητικοί και θεμελιωτές της Πολιτικής Επιστήμης, εκφράζοντας ο καθένας με πρωτοποριακό τρόπο την εποχή του και τα προβλήματά της. Έθεσαν ως κατεξοχήν πρόβλημα της πολιτικής θεωρίας τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και της μορφής της κρατικής εξουσίας. Οι τρεις πρώτοι, οι οποίοι θεμελιώνουν την Πολιτική Επιστήμη του 17ου και του 18ου αιώνα, εντάσσονται στη σχολή του Φυσικού Δι-

καίου (βλ. 2.2.1.), υιοθετούν δηλαδή ένα κοινό υπόδειγμα, αν και με διαφοροποιημένο τρόπο ο καθένας, όπως θα αναλύσουμε. Το κράτος εμφανίζεται ότι συγκροτείται έλλογα ως αποτέλεσμα σύμβασης την οποία συνάπτουν τα άτομα, προκειμένου να υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντά τους.

Με τη θεωρία του Χομπς, ο οποίος γράφει κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην Αγγλία (1642-1649), παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια πλήρης θεωρία του κράτους, με την οποία αιτιολογείται η αναγκαιότητά του. Ο Τζον Λοκ. μετά την εμφύλια διαμάχη, εκφράζοντας την άνοδο της φιλελεύθερης τάξης, υποστηρίζει γιατί αυτό το κράτος θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική μορφή. Ο Ρουσσώ, προαναγγέλλοντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ισότητα και στην ελευθερία των πολιτών ως βασικό όρο για την ενότητα κράτους-κοινωνίας. Οι θεωρητικοί αυτοί εκπονούν το πολιτικό τους έργο στις απαρχές της αστικής εποχής (17ος-18ος αιώνας) και προβληματίζονται για τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής όσο και δίκαιης πολιτικής εξουσίας.

Ο Καρλ Μαρξ εκπονεί το έργο του ενώ έχει ήδη εμφανιστεί και αναπτυχθεί η νέα αστική εποχή και τα προβλήματά της. Ασκεί κριτική στη νομική-πολιτική ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία συγκροτείται από τις πράξεις επιμέρους δρώντων. Στη μαρξιστική θεωρία η κοινωνία συλλαμβάνεται κριτικά και με όρους οι οποίοι αποδίδουν το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Μέσα από τη μελέτη συνολικά του δεδομένου κοινωνικού συστήματος επιχειρείται να διατυπωθεί μια θεωρία για την αλλαγή του.


3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους

Τα έργα του Σαίξπηρ, ο πόλεμος, αλλά και πολλές καθημερινές εικόνες, δίνουν μια ιδέα για το τι εννοούσε ο Χομπς με τον όρο φυσική κατάσταση. Σε αντίθεση προς τον Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κοινωνικός, ο Χομπς τοποθετεί στη θεωρία του για τη φυσική, προ-κοινωνική κατάσταση τους ανθρώπους ως άτομα, μοναχικά και εχθρικά αναμεταξύ τους. Τα άτομα θεωρούνται ότι είναι ίσα μεταξύ τους, με το επιχείρημα ότι, όσο δυνατός και αν είναι κάποιος, είναι αδύνατο να μη βρεθεί κάποιος άλλος ισχυρότερος για να του αφαιρέσει τη ζωή. Επιπλέον, στη φυσική κατάσταση λείπουν τα κριτήρια αξιολόγησης. Στη φυσική κατάσταση, όπου επικρατεί ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes), ευνοείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η επιθυμία για απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.

Εικόνα

Ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), ο Άγγλος φιλόσοφος, γνωστός κυρίως ως πολιτικός θεωρητικός χάρη στο πασίγνωστο έργο του Λεβιάθαν, γεννήθηκε μόλις η μητέρα του πληροφορήθηκε για την έλευση της ισπανικής αρμάδας. «Ο φόβος και εγώ είμαστε δίδυμοι αδερφοί», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ο φόβος του θανάτου, το πρόβλημα της ειρήνης και της ασφάλειας συγκεντρώθηκαν στην καρδιά της θεωρίας του μαζί με το πρόβλημα των όρων θεμελίωσης των δικαιωμάτων του πολίτη. Σπούδασε από τα δεκατέσσερα χρόνια του στην Οξφόρδη. Στα είκοσι χρόνια του προσλήφθηκε ως παιδαγωγός του λόρδου Κάβεντις (Cavendish). Η θέση του ως

παιδαγωγού στις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του έδωσε την ευκαιρία να γνωριστεί με γνωστούς διανοητές της εποχής του, με ανώτατους κληρικούς και πολιτικούς, και να ταξιδέψει στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το 1628, ενώ η Αγγλία βρισκόταν σε ταραγμένη πολιτικά περίοδο, μετέφρασε το έργο του Θουκυδίδη για να προβληματίσει τους συμπολίτες του. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης παρέμεινε στη Γαλλία. Με την έκδοση του Λεβιάθαν (1651) του δόθηκε η άδεια από τον Κρόμγουελ να επιστρέψει στην Αγγλία.

Η ανάγκη για τη σύναψη του Κοινωνικού Συμβολαίου και για τη γένεση του κράτους. Η ανθρώπινη φύση κατανοείται ως ένας συνδυασμός πάθους και λόγου. Ο φόβος του θανάτου ενεργοποιεί την ορθολογικότητα του ανθρώπου, δηλαδή την επιλογή των προσφορότερων μέσων για το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Από αυτή την άποψη ο Χομπς προαναγγέλλει τον Βέμπερ. Επειδή η φυσική ζωή γίνεται αβίωτη και η αρχέγονη ελευθερία οδηγεί στο θάνατο, τα μεμονωμένα άτομα υποχρεώνονται να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους, να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν. Πρώτον, συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες δεσμευόμενα ξεχωριστά το καθένα για την τήρηση της ειρήνης. Δεύτερον, συνάπτουν ένα σύμφωνο υπακοής με τον ανώτατο άρχοντα, με το οποίο αποποιούνται το δικαίωμα που είχαν στη φυσική κατάσταση να υπερασπίζονται τα ίδια τη ζωή τους και το μεταβιβάζουν στην ανώτατη Αρχή. Η τελευταία δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση, η εξουσία της είναι ανεμπόδιστη. Το μόνο όριο της βούλησής της είναι η προστασία της ζωής των υπηκόων.

Σχετικά με την ιστορική τοποθέτηση της χομπσιανής φυσικής κατάστασης έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις. Περιγράφονται οι αχαλίνωτοι εγωισμοί της βρετανικής αριστοκρατίας, την οποία πολύ καλά γνώρισε ο Χομπς, η κατάσταση κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία ή η ανταγωνιστική λογική και οι ιδιοτελείς εγωισμοί που εκδηλώνονται στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς; Ο Χομπς δεν παρέχει διευκρινίσεις για μια χωρίς αμφιβολίες απάντηση. Πιο πολύ όμως

ενδιαφέρει η σημασία του κοινωνικού συμβολαίου ως τύπος εξήγησης για την έλλογη συγκρότηση της κοινωνίας και την προέλευση του κράτους, ενώ ο τύπος της έλλογης σύμβασης θεμελιώνει την Πολιτική Επιστήμη.

Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια υπόθεση του Χομπς ή ένα θεωρητικό τέχνασμα, μέσα από το οποίο επιδιώκεται να τεθούν οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η πολιτική κοινωνία, ώστε να είναι δυνατή η ειρήνη και η συνεργασία των πολιτών. Οι συγκρούσεις των ατόμων στη φυσική κατάσταση κατανοούνται ως κατάσταση απροσδιοριστίας, όπου δεν υπάρχουν κοινοί και δεσμευτικοί κανόνες και όλοι έχουν δικαίωμα σε όλα, χωρίς περιορισμό και αυτοπεριορισμό. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την καταστροφή ή με την απροσδιοριστία των προϋποθέσεων που ευνοούν την ανάπτυξη των τεχνών, της επιστήμης, της βιομηχανίας, του εμπορίου, κτλ.

Ο Χομπς είναι υπέρ μιας απόλυτης εξουσίας, γιατί διαφορετικά δε θεωρεί ότι υπάρχει εγγύηση για μια σταθερή και ειρηνική ζωή. Δεν πρόκειται όμως για μια αυθαίρετη εξουσία, που κάνει «ό,τι θέλει». Πρέπει να εγγυάται την αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης, ώστε να μην τιμωρούνται αθώου την επιβολή δίκαιης φορολογίας• την κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας• την εκπαίδευση των πολιτών την εξασφάλιση όχι μόνο της ζωής, αλλά και μιας άνετης ζωής. Το κράτος Λεβιάθαν έχει μεν απόλυτη εξουσία, αλλά με σκοπό ιη ρύθμιση των αναγκών και την πρόνοια και για ιδιωτική φιλανθρωπία. Σε γενικές γραμμές, με αυτό τον ιδεατό τύπο κράτους ο Χομπς προσπαθεί να πείσει ότι τα εγωιστικά πάθη του ανθρώπου της φυσικής κατάστασης μπορούν να εκλογικευτούν, να μετατραπούν σε δικαιώματα και υποχρεώσεις χάρη στη ρύθμιση των θεσμών του κράτους. Η λογική, εφόσον συνεργαστεί με το πάθος, μπορεί να γίνει πανίσχυρη. Όπως είπε ο Καντ. «Το πρόβλημα της εγκαθίδρυσης του κράτους μπορεί να επιλυθεί ακόμη και για ένα έθνος διαβόλων, αρκεί να διαθέτουν λογικό».


3.1.2. Ο Τζων Ασκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους

Ο Τζων Λοκ εκφράζει την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην πολιτική. Είναι ο πρώτος που διατυπώνει τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εύλογα όλες οι επαναστάσεις στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αμερική, επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από τα κείμενά του.

Οι πολιτικές ιδέες του Λοκ συναντιόνται κυρίως στις Δυο Πραγματείες περί Διακυβερνήσεις. Στη δεύτερη πραγματεία, ο Λοκ, καταρχήν, παρουσιάζει μια περιγραφή της φυσικής κατάστα-

σης, διαφορετική όμως από εκείνη του Χομπς. Στην κατάσταση αυτή τα άτομα έχουν πλήρη ελευθερία να «ορίζουν τις πράξεις τους και να διαθέτουν τα αγαθά και το πρόσωπο τους κατά τον τρόπο που θεωρούν σωστό, στα όρια του φυσικού νόμου, χωρίς να ζητούν την άδεια ή να εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου άλλου ανθρώπου». Πρόκειται για μια κατάσταση ελευθερίας και ισότητας, αλλά και ειρηνικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος νοείται ως ον που διαθέτει την ικανότητα χρήσης του λόγου και της αξιολόγησης των πράξεων.

Το ερώτημα όμως είναι, όπως το θέτει και ο ίδιος, «αν ο άνθρωπος στη φυσική κατάσταση είναι τόσο ελεύθερος όσο έχει υποστηριχθεί, αν είναι απόλυτος κύριος του προσώπου του και των κτήσεών του, ίσος προς τον ισχυρότερο και χωρίς να υπόκειται σε κανέναν γιατί παραιτείται από την ελευθερία του». Ο Λοκ, στη συνέχεια, αντικρούει την ιδέα ότι η φυσική κατάσταση είναι ιδεώδης. Η κατάσταση της φύσης είναι στην πραγματικότητα μια «καθαρή αναρχία». Οι περισσότεροι δεν τηρούν τη δικαιοσύνη, υπάρχουν πολλά παράπονα, βλάβες και αδικίες. Τους φυσικούς νόμους βέβαια δεν μπορεί να τους τηρήσει κανείς, εφόσον δεν τους γνωρίζει. Ως έμφυτη ο Λοκ αναγνωρίζει μόνο την επιδίωξη της ευτυχίας και την απέχθεια προς τη δυστυχία. Έτσι, η επιδίωξη της ευτυχίας αναγνωρίζεται ως απόλυτο φυσικό δικαίωμα. Όμως ο νόμος της


Εικόνα

Ο Τζων Λοκ (John Locke, 1632-1704) προερχόταν από οικογένεια πουριτανών εμπόρων. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, ο Λοκ ήταν δέκα χρονών• ο πατέρας του αγωνίστηκε στο πλευρό του Κοινοβουλίου, εναντίον του βασιλιά. Έκανε τις βασικές του σπουδές στο Λονδίνο, μαθαίνοντας λατινικά, ελληνικά. κλασική λογοτεχνία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Γεωγραφία. Στην Οξφόρδη σπούδασε ελληνικά, εβραϊκά και Σχολαστική Φιλοσοφία. Στα είκοσι έξι χρόνια του άρχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την Ιατρική και συνέγραψε δύο πραγματείες, την Ανατομία (1668) και το Περί Ιατρικής Τέχνης (1669). Ασχολήθηκε, επίσης, με τη Χημεία και συνδέθηκε με τον πρωτοπόρο χημικό Ρόμπερτ Μπόυλ (R. Boyle).

Η Χημεία και η Ιατρική χρησίμευσαν ως πηγές έμπνευσης και πρότυπα για τη φιλοσοφική του θεωρία. Η συμμετοχή του στις πολιτικές κινήσεις της εποχής είχε ως αποτέλεσμα τη μακρόχρονη απομάκρυνση του από την Αγγλία. Κατά την εξαετή αυτοεξορία του στην Ολλανδία, έγραψε την πρώτη Επιστολή για την Ανεξιθρησκία και ολοκλήρωσε το Δοκίμιο πάνω στην Ανθρώπινη Νόηση. Με την «Ένδοξη Αναίμακτη Επανάσταση» του 1688 ο Λοκ επιστρέφει.


φύσης, ο οποίος διατυπώνει τους όρους της ειρήνης, της κοινής ευτυχίας και της ευημερίας του λαού, είναι πιο πολύ δημιούργημα της νόησης παρά έργο της φύσης. Πρόκειται για κάτι που υπάρχει στο πνεύμα και όχι στα πράγματα.

Ενώ για τον Χομπς η φυσική κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε είδος κυβέρνησης, για τον Λοκ η φυσική κατάσταση είναι προτιμότερη από μια αυθαίρετη, δεσποτική και άνομη κυβέρνηση. Επίσης, ο Λοκ χειρίζεται πολύ διαφορετικά από τον Χομπς το δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, θεωρώντας ότι δε δικαιώνει μια απόλυτη εξουσία, αλλά ότι, αντίθετα, απαιτεί μια περιορισμένη εξουσία.

Ως προς το κοινωνικό συμβόλαιο, ο Λοκ δέχεται, όπως και ο Χομπς, ότι οι άνθρωποι, εισερχόμενοι στην πολιτική κοινωνία, παραδίδουν όλα τους τα φυσικά δικαιώματα. Με το συμβόλαιο συνένωσης το οποίο συνάπτουν αναμεταξύ τους, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποτάσσονται στην πλειοψηφία. Με την ψήφο της πλειοψηφίας αυτή η πρωτογενής δημοκρατία μπορεί να συνεχίσει ή να μετατραπεί σε άλλη πολιτειακή μορφή. Ο Λοκ, σε αντίθεση με τον Χομπς, υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία όχι μόνο τοποθετεί την ανώτατη Αρχή, αλλά διατηρεί «την εξουσία να την απομακρύνει ή να τη μεταβάλλει, δηλαδή διατηρεί το δικαίωμα να επαναστατεί». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το άτομο δεν οφείλει να υποτάσσεται στην κοινωνία. Ο Λοκ θεωρούσε ότι η δύναμη της πλειοψηφίας περιόριζε μια αυθαίρετη ή τυραννική κυβέρνηση, όχι ότι μπορούσε να διοικεί στη θέση αυτής.

Κεντρικό μέρος της πολιτικής του είναι η θεωρία για την ιδιοκτησία. «Ο μέγας και κύριος σκοπός... της συνένωσης των ανθρώπων σε κράτη και της υπαγωγής τους σε κυβερνήσεις είναι η διαφύλαξη της ιδιοκτησίας τους». Η ιδιοκτησία θεωρείται δικαίωμα το οποίο έχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως, το οποίο προστατεύεται στην πολιτική κοινωνία. Οίκος ο καθένας έχει το φυσικό δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, έχει και το δικαίωμα σε ό,τι είναι αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του. Με άλλα λόγια, ο Λοκ μιλά για φυσικό δίκαιο και για φυσικό νόμο, αλλά εννοώντας καθαρά πολιτικούς θεσμούς.

Στην πολιτική κοινωνία οφείλει το άτομο να μην παίρνει πράγματα που ανήκουν σε άλλον, αλλά να εργάζεται προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται. Ο Λοκ είναι υπέρ της συσσώρευσης αγαθών, αλλά όσων είναι χρήσιμα. Μπορεί να συσσωρεύει κανείς, για παράδειγμα, περισσότερα καρύδια, παρά δαμάσκηνα που θα σάπιζαν πολύ σύντομα. Η εργασία δε θεμελιώνει μόνο το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά αποτελεί και πηγή πλούτου. Ο Λοκ στο ερώτημα πού θεμελιώνεται το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας απαντά: στην εργασία. Με αυτή την απάντηση, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποκτά τα αγαθά με την εργασία του, αν ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες της εποχής, ασκείται κριτι-

κή στην προαστική κοινωνία των φεουδαρχικών προνομίων που οδηγούσαν σε σχέσεις εξάρτησης.

Σε γενικές γραμμές, ο Λοκ εκφράζοντας τη φιλελεύθερη επανάσταση του 1688 στην Αγγλία, προβληματίζεται πάνω στην απόλυτη μορφή του κράτους της χομπσιανής θεωρίας, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί πλέον ασφαλή μορφή για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας. Θέτει ως βασικές αρχές τα ατομικά δικαιώματα, τη νομιμότητα της κυβέρνησης που θεμελιώνεται στη συναίνεση, το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση, το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Πρόκειται για φιλελεύθερες αρχές που όρισαν τα σύγχρονα πολιτεύματα.


3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους

Από τους στοχαστές του 18ου αιώνα είναι ο πλέον γνωστός, έχοντας προσφέρει ένα ευρύτατο έργο γραμμένο με πάθος, το οποίο απευθυνόταν τόσο στο ευρύ κοινό όσο και στον κύκλο των διανοουμένου. Δεν ήταν μόνο πολιτικός και ηθικός φιλόσοφος• ασχολήθηκε με τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, τη Βοτανική.

Φύση και κοινωνία. Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς ότι η ζωή των ανθρώπων στη φυσική κατάσταση είναι «μονήρης», ότι δηλαδή χαρακτηρίζεται από την απουσία όχι μόνο κοινωνίας αλλά και κοινωνικότητας. Υποστηρίζει όμως ότι όλοι οι προηγούμενοι φιλόσοφοι οι οποίοι περιέγραψαν τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση δεν περιέγραψαν παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Αποκλίνει από τον Χομπς θεωρώντας ότι, εφόσον στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε φιλία αλλά ούτε και εχθρότητα. Από την υπόθεση της φυσικής κατάστασης ο Ρουσσώ κρατά μεν την ελευθερία και την ισότητα, αλλά αφαιρεί «τον πόλεμο όλων εναντίον όλων».

Ο άνθρωπος είναι ελευθερία' η έννοια αυτή στον Ρουσσώ αποκτά νέο νόημα: δε σημαίνει ελευθερία από εμπόδια, αλλά τη δύναμη του ανθρώπου να αυτονομοθετείται, να υπακούει στους νόμους τους οποίους έθεσε ο ίδιος. Η ελευθερία αυτή δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί μέσα στην κοινωνία, μαζί με την ανάπτυξη της λογικής. Επομένως ο άνθρωπος ως ελευθερία και αυτονομία δεν είναι ο φυσικός προκοινωνικός άνθρωπος.

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανοίγει με τη φράση «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοώντας ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι ελεύθερος. Με τη φράση αυτή εννοείται η αντίθεση προς τα προνόμια της τάξης, της κάστας και του επαγγέλ-

ματος. Η έννοια της ελευθερίας προκύπτει μέσα από την κριτική προς τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής του. Για τον Ρουσσώ, η Γαλλία δε χαρακτηρίζεται πλέον από την απόλυτη εξουσία του βασιλιά. Ποιος κυβερνά; Η γνώμη. Η γνώμη τίνος; Της κοινωνίας. Τι είναι αυτή η κοινωνία; Η ανισότητα. Η κριτική του Ρουσσώ απευθύνεται προς μια κοινωνία στην οποία καθένας συγκρίνει τον άλλο για τον πλούτο, την ομορφιά ή τη δόξα, μια κοινωνία που βασίζεται σι η σύγκριση, δηλαδή πάνω στην οπτική της ανισότητας. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνία ούτε αποτελεσματική κυβέρνηση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα.

Ο Ρουσσώ επιστρέφει σε μια αρχαιοελληνική έννοια της ελευθερίας, ως πολιτικής αρετής, συμφωνά με την οποία ο πολίτης ενδιαφέρεται πρώτα για το καλό της πόλης και κατόπιν για το ατομικό του συμφέρον. Στην εποχή του. αντίθετα, διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έχει γίνει αστός (bourgeois) και έχει πάψει να είναι πολίτης (citoyen). Έχει δηλαδή περιοριστεί στον εαυτό του και ξεχωρίζει το κοινό καλό από το ατομικό του όφελος.

Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς, θεωρώντας ότι «είναι ο μόνος που έχει δει πολύ καλά το κακό και τη θεραπεία του και ο μόνος που τόλμησε να προτείνει τη συνένωση των δύο κεφαλών του αετού και να οδηγήσει στην πολιτική ενότητα, χωρίς την οποία κανένα κράτος ούτε κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκροτηθεί καλά» (Κοινωνικό Συμβόλαιο, IV, 8). Αλλά εκεί σταματά η συμφωνία. Πάνω στο πρόβλημα του πώς θα πραγματοποιηθεί η ένωση των ανθρώπων, ο Ρουσσώ δέχεται την αρχή του Λοκ για το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση. Η λύση την οποία προτείνει ο Ρουσσώ κάνει δεκτή και την ελευθερία και την ισότητα, και την ενότητα και την αναγνώριση της διαφοράς, θέτει το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: να βρεθεί μια μορφή ένωσης που θα υπερασπίζει και θα προστατεύει με όλη την κοινή δύναμη το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους και με την οποία ο καθένας, αν και ενωμένος με τους άλλους, δε θα υπακούει παρά μόνο στον εαυτό του και θα είναι εξίσου ελεύθερος όπως και προηγούμενα (Κοινωνικό Συμβόλαιο, Ι, 6).

Βασική έννοια του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η γενική θέληση. Κάθε άτομο εκχωρεί όλα τα φυσικά δικαιώματά του στο σύνολο της κοινότητας και θέτει τον εαυτό του υπό τη διεύθυνση της γενικής θέλησης. Έτσι, μέσα από την ένωση όλων σχηματίζεται το δημόσιο πρόσωπο που λέγεται πολιτεία. Η γενική θέληση βασίζεται στην αμοιβαιότητα, σύμφωνα με την οποία ο καθένας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον άλλο ό,τι και εκείνος μπορεί να απαιτήσει από αυτόν. Η γενική θέληση επικρατεί εφόσον πραγματοποιούνται οι αξίες της ελευθερίας και

Εικόνα

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (J.-J. Rousseau, 1712-1778) γεννιέται στη Γενεύη από γαλλόφωνη οικογένεια. Μετά από μια δύσκολη όσο και περιπετειώδη παιδική ζωή επιδίδεται στη μελέτη της μουσικής. Συνεργάζεται με τον Ντιντερό για την Εγκυκλοπαίδεια. Βραβεύεται για τη μελέτη του Λόγος για τις Επιστήμες και τις Τέχνες (1750). Στη συνέχεια γράφει το έργο Λόγος περί της Καταγωγής της Ανισότητας (1755), το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην πολιτική σκέψη της εποχής. Γράφει σχεδόν παράλληλα τα έργα Ζυλί: η νέα Ελοΐζα, το Κοινωνικό Συμβόλαιο και τον Αιμίλιο. Απαγορεύεται η κυκλοφορία του Κοινωνικού Συμβολαίου και του

Αιμίλιου (1762), εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για τον ίδιο και ο συγγραφέας εξαναγκάζεται να βρεθεί στους δρόμους της εξορίας, από την Ελβετία στην Αγγλία και από εκεί στη Γαλλία.


της ισότητας. Δεν επιδιώκεται όμως η εξίσωση των πολιτών αλλά αναγνωρίζεται η διαφορά. Η γενική θέληση έχει έναν ηθικά χαρακτήρα που βασίζεται στη συνείδηση της ενότητας και του κοινού συμφέροντος που αποκτούν οι πολίτες. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο όρος θέληση όλων (volonte de tous), η οποία αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους θελήσεων, αποτελείται από τα ξεχωριστά ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία είναι δυνατό να αντιτίθενται στη γενική θέληση. Το σύνολο όμως αυτό των επιμέρους θελήσεων οφείλει να υποχωρήσει απέναντι στη γενική θέληση, δηλαδή στις κοινές αξίες και στους κοινούς κανόνες, διαφορετικά κινδυνεύει να καταστραφεί το πολιτικό σώμα. Με άλλα λόγια, προτείνεται η υποχώρηση του εγωισμού και των ενστίκτων, προκείμενου για την επικράτηση του λόγου με σκοπό την προστασία όλων.

Οι αρχές του Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο έγινε το ευαγγέλιο της Γαλλικής Επανάστασης, ενσωματώθηκαν στις διακηρύξεις της επανάστασης αυτής. Στο πρώτο άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ορίζεται ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους». Οι κοινωνικές διακρίσεις «δεν μπορούν να θεμελιωθούν παρά στο δημόσιο όφελος», ενώ mo άρθρο 6 ορίζεται ότι «ο νόμος είναι έκφραση της γενικής θέλησης».

3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους

Πώς είναι δυνατά αυτά που ισχύει για τη θεωρία να ισχύει και για την πράξη; Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι να ζουν με ομόνοια και να μπορούν να αναπτύσσουν απεριόριστα τις δυνάμεις τους; Ο Μαρξ, παρατηρώντας τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι στην εποχή του, αναρωτιόταν: σε μια κοινωνία τόσο πλούσια, γιατί η πλειονότητα ζει τόσο φτωχικά και στερημένα;

Ο Μαρξ θέτει το πρόβλημα του πώς μπορεί μια θεωρία να εφαρμοστεί στην πράξη, και μάλιστα να συντελέσει στη μεταμόρφωση της κοινωνίας, στην επικράτηση μιας νέας και δίκαιης κοινωνικής τάξης. Κεντρική έννοια στο σύστημά του είναι η δύναμη. Η κοινωνία είναι το σύνολο των ανθρώπινων δυνατοτήτων και, ανάλογα με το είδος των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε αυτή, χαρακτηρίζεται πρωτόγονη, αγροτική, βιομηχανική κοινωνία, κτλ. Χαρακτηρίζεται, επίσης, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται αυτές οι δυνάμεις, αν δηλαδή υφίστανται οι εργαζόμενοι εκμετάλλευση ή όχι, αν και πως αξιοποιούνται οι φυσικοί πόροι, αν απελευθερώνονται οι δυνάμεις, η επινοητικότητα και η δημιουργικότητα των εργαζομένων. Η εργασία θεωρείται κατεξοχήν παραγωγική δύναμη, δύναμη με την οποία παράγονται τα εργαλεία, οι μηχανές, τα αγαθά, τα πάντα όσα απολαμβάνει ο άνθρωπος στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη, κατανοείται η μεγάλη αξία την οποία ο Μαρξ αποδίδει στην εργατική τάξη. Παρόλο που η κοινωνία βασίζεται στην εργατική τάξη, η εργατική δύναμη είναι αλλοτριωμένη, εφόσον βρίσκεται κάτω από τις διαταγές των λίγων ιδιοκτητών, διότι η καπιταλιστική τάξη βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας. Στην εκμετάλλευση αυτή οφείλεται το κέρδος και η εξουσία της.

Για τον Μαρξ, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η βιομηχανία παράγει μια «μάζα παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες μπορούν να μετατραπούν σε καταστροφικές για την ανθρωπότητα, προβλέποντας την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, ένα σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων δεσμεύεται και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλη του την έκταση, ενώ πολλοί καταδικάζονται, λόγω της μη χρησιμοποίησης και των αδυναμιών αξιοποίησης της παραγωγικής δύναμης, να μείνουν άνεργοι. Όλοι αυτοί που υφίστανται την εκμετάλλευση της δύναμης τους και εμποδίζονται να την αναπτύξουν μπορούν να αποτελέσουν εκείνη τη δύναμη που θα κινηθεί για την κοινωνική αλλαγή.

Ο Μαρξ προσανατολίζεται στο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην επικράτηση ενός δικαιότερου κοινωνικού συστήματος, αλλά δεν αναφέρει ότι το δεδομένο κοινωνικό σύστημα δε θα έπρεπε ιστορικά να εμφανιστεί. Οι καπιταλιστικές σχέσεις αναγνω-

Εικόνα

Ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) γεννήθηκε στην Τριρ της Γερμανίας, στις 5 Μαΐου 1818, προερχόμενος από μεσαία κοινωνική τάξη. Η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο Οι Διαφορές Ανάμεσα στην Επικούρεια και στη Δημοκρίτειο Φυσική. Σε αυτή διαφαίνεται η επίδραση του Χέγκελ, η οποία ήταν καθοριστική όχι μόνο για το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου είχε φοιτήσει ο Μαρξ, αλλά και συνολικότερα για τη γερμανική σκέψη. Μετά τις σπουδές του, ο Μαρξ διορίζεται συντάκτης σε μια ριζοσπαστική εφημερίδα, την Rheinische Zeitung. Όταν οι Αρχές την κλείνουν, ο Μαρξ αναγκάζεται (το 1843) να εγκαταλείψει τη Γερμανία για το πιο φιλελεύθερο περιβάλλον του Παρισιού. Εκεί συνδέεται με τον Ένγκελς (Engels) με

μια φιλία και συνεργασία που συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Κατά την περίοδο αυτή γράφει μια σειρά έργων, όπως τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα τον 1844, Η Αγία Οικογένεια, Η Γερμανική Ιδεολογία, κ.ά. Το 1845 όμως απελαύνεται από τη Γαλλία και μεταβαίνει στις Βρυξέλλες, όπου σε συνεργασία με τον Ένγκελς γράφει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο παρουσιάστηκε ως το πρόγραμμα της Ένωσης των Κομμουνιστών. Το 1848, όταν ξέσπασαν οι επαναστάσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ο Μαρξ έχει επιστρέψει στη Γερμανία. Μετά την αποτυχία όμως της επανάστασης εκεί, μετακινείται στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου αρχίζει τη συστηματική του μελέτη για το καπιταλιστικό σύστημα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι τρεις τόμοι του Κεφαλαίου, ενώ ζει με μεγάλες οικονομικές στερήσεις. Πεθαίνει το 1883.


ρίζονται ως ιστορική αναγκαιότητα. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να συνοδεύεται από εκμετάλλευση, αλλά δημιουργεί όσες υλικές σχέσεις είναι απαραίτητες για να διαμορφωθεί μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Η επαναστατική πράξη επιδιώκεται να εμφανιστεί ως αναγκαία στιγμή για την ευρύτερη απελευθέρωση των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων και ο καπιταλισμός θεωρείται ότι δημιουργεί τους όρους για το μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Η αστική κοινωνία στη θεωρία του Μαρξ θεμελιώνεται με αφετηρία την εργατική τάξη. Εφόσον η τάξη αυτή συνειδητοποιήσει τη θέση την οποία έχει στην καπιταλιστική οργάνωση και το ρόλο της στην κοινωνία, μπορεί να διαρρήξει τις αλλοτριωμένες μορφείς των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας (βλ. 3.3.2.). Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο ταξική συνείδηση αναφερόμενος όχι στην ατομική συνείδηση, αλλά στη συνείδηση της τάξης την οποία αποκτούν οι εργάτες καθώς ενεργούν, με αποτέλεσμα να δείχνουν μεταξύ τους αλληλεγ-

γύη, αφού έχουν επίγνωση των κοινών προβλημάτων τους και κοινούς στόχους. Πρόκειται για μια δυναμική ιδέα, από την άποψη ότι ευνοεί την πρακτική εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.

Κοινωνία και κράτος. Στις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου σύμφωνα με τους προηγούμενους θεωρητικούς, το κράτος εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει τη γενική θέληση και την πολιτική ενότητα του λαού και του έθνους, εφόσον κοινοί κανόνες, δικαιώματα και ελευθερίες διέπουν και ρυθμίζουν εξίσου τις σχέσεις όλων των πολιτών. Το κράτος, ένα και αδιαίρετο, είναι κυρίαρχο και αποτελεί ηθικό δεσμό που ενώνει τα μέλη του. Ο Μαρξ δεν αποδέχεται την υπόθεση του Φυσικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα άτομα με τη θέλησή τους συναινούν για να συσταθεί ο θεσμός του κράτους. Αντίθετα, συνδέει τον ατομικισμό με το δεδομένο οστικό-καπιταλιστικό σύστημα. Επιπλέον, διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, οι λειτουργίες που αφορούν την οργάνωση, τη διοίκηση, τον έλεγχο, την εξουσία, δηλαδή οι πολιτικές λειτουργίες, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές και συγκεκριμένες ανάγκες αλλά επιβάλλονται σε αυτές. Η διάκριση και ο διαχωρισμός του πολιτικού από το κοινωνικό κατανοείται μέσα από την ιστορία του καταμερισμού της εργασίας, τη διάκριση ανάμεσα σε χειρονακτική και σε πνευματική εργασία και το σχηματισμό κοινωνικών τάξεων.

Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οι κυβερνητικές εξουσίες είναι κληρονομικές, επειδή είναι συνδεδεμένες με τη θέση των ατόμων στην κοινωνική δομή, τον πλούτο που διαθέτουν, και όχι με την ικανότητά τους. Αυτές σι λειτουργίες άσκησης εξουσίας έγιναν προνόμιο το οποίο κατείχαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις. Έτσι θεωρείται ότι σχηματίστηκε το κράτος. Εφόσον εμφανίζονται διαφορετικές και αντιτιθέμενες τάξεις, χρειάζεται να υπάρξει μια ανώτερη δύναμη που θα καταστέλλει τις τυχόν συγκρούσεις, μια κρατική εξουσία. Αυτή η εξουσία αποσπάται και υψώνεται πάνω από την κοινωνία, επειδή η κοινότητα διαιρείται σε τάξεις.

Το πολιτικό κράτος αντανακλά την ταξική δομή και την κυριαρχία εκείνης της τάξης η οποία κυβερνά. Το αστικό δημοκρατικό όμως κράτος έχει αντιφατικά χαρακτήρα: αφ' ενός αποτελεί έκφραση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, και αφ' ετέρου επιτρέπει την έκφραση των συμφερόντων των κατωτέρων τάξεων, τα οποία αποτελούν την αντίσταση των τελευταίων απέναντι στην κυρίαρχη τάξη. Έτσι, το καπιταλιστικό κράτος εκφράζει μια αστάθεια, καθώς εμπεριέχει ένα πλήθος ανταγωνιστικών συμφερόντων γι' αυτό και η αστική δημοκρατία αναπόφευκτα οδηγείται σε αλλαγές. Ο Μαρξ στο έργο του Η 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη παρατηρεί, μέσα από τη μελέτη της γαλλικής Ιστορίας, ότι η αστική δημοκρατία, σε

περιόδους κρίσεων, άλλοτε οδηγείται στην επιστροφή στη μοναρχία -και, πάνω σε αυτό, έχει πρόσφατο το παράδειγμα του Ναπολέοντα Γ'-, ενώ άλλοτε οδηγείται σε επαναστάσεις της εργατικής τάξης, η οποία επιχειρεί να πάρει την εξουσία από την αντίπαλή της τάξη.