Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (Γ Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή
2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 3. ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος



2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ

Η εμφάνιση του απολυταρχικού κράτους και η ανάπτυξη της οικονομίας συνοδεύτηκαν από προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτική λύση, όπως η ρύθμιση της σχέσης κράτους και Εκκλησίας, η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, η ρύθμιση των κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Τα αντικείμενα της γνώσης τα οποία επανεξετάζονται και αναπροσδιορίζονται σε σχέση με την παράδοση αφορούν την Πολιτική, την Οικονομία, την Ψυχολογία, ενώ προκύπτουν νέα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τους επόμενους αιώνες την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία.


2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη

Τα αντικείμενα της Πολιτικής τα επανεπεξεργάζεται η σχολή του Φυσικού Δικαίου. Το Φυσικό Δίκαιο διδάσκεται, τον 17ο αιώνα, σε προτεσταντικές χώρες, στα πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, και συναντά την εχθρότητα τόσο των καθηγητών του Ρωμαϊκού Δικαίου όσο και της Καθολικής Εκκλησίας.

Η σχολή του Φυσικού Δικαίου εκπονεί τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, με την οποία υποκαθιστά το Θεϊκό Δίκαιο ή τη θεωρία της θεϊκής προέλευσης της πολιτικής εξουσίας. Από το θεϊκό Δίκαιο αντλούσε τη νομιμοποίησή της η αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και η απόλυτη μοναρχία. Η θεϊκή προέλευση της εξουσίας απαγόρευε, εύλογα, κάθε είδος αντίστασης προς αυτή και ήταν αντίθετη στην προέλευση της εξουσίας από το λαό και στην κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών.

Το Φυσικό Δίκαιο βασίζεται στην έννοια της φύσης. Ως φύση νοείται στους θεωρητικούς όπως ο Χομπς κι ο Λοκ η φύση του ανθρώπου με τα πάθη, τις επιθυμίες, αλλά και με τον ορθό λόγο, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να βρίσκει τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίηση των σκοπών του. Το Φυσικό Δίκαιο, ξεχωρίζοντας το Δίκαιο και την Πολιτική από τη θεολογία, απελευθερώνει την Πολιτική Επιστήμη από τη θεολογία και το κράτος από την κηδεμονία της Εκκλησίας. Η εκκοσμίκευση του Δικαίου, όπως υποστηρίζεται, έθεσε τις ορθολογικές βάσεις για την Πολιτική Επιστήμη.

Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση, τη φυσική κατάσταση. Πρόκειται για μια υποθετική φάση της ανθρώπινης Ιστορίας, όπου δεν υπάρχουν θεσμοί, πολιτική συγκρότηση, κράτος. Από την κατάσταση αυτή τα άτομα οδηγούνται στην πολιτική

Το Κοινωνικό Συμβόλαιο <br>
του Ζ. Ζ. Ρουσώ αποτέλεσε το «Ευαγγέλιο»
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο
του Ζ. Ζ. Ρουσώ αποτέλεσε το «Ευαγγέλιο»
της Γαλλικής Επανάστασης.
κοινωνία με τη θέλησή τους, αφού συνάψουν το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Με το κοινωνικό συμβόλαιο τα άτομα υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν ως νόμιμη την εξουσία ενός ατόμου ή ενός συμβουλίου. Με την πράξη αυτή του κοινωνικού συμβολαίου οι άνθρωποι αποξενώνονται από τα φυσικά δικαιώματα τους, τα οποία εκχωρούν στη νόμιμη εξουσία, προκείμενου όμως να τα ανακτήσουν με μια έννομη, έλλογη και σταθερή μορφή. Έτσι, τα απεριόριστα αλλά επισφαλή δικαιώματα της φυσικής κατάστασης μετατρέπονται σε ατομικά δικαιώματα, όπως η προστασία της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας.

Με λίγα λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια θεωρία με την οποία η προέλευση και η μορφή του κράτους εξηγείται ως προϊόν του λόγου και της συναίνεσης των ατόμων. Ας σημειωθεί ότι έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου, ανάλογα με την ιστορική εποχή σι ην οποία εκπονήθηκαν αλλά και με τον τύπο του κράτους τον οποίο υποστήριζαν, δηλαδή απόλυτη μοναρχία, φιλελεύθερο ή δημοκρατικό κράτος, οίκος θα εξηγήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο (βλ. 3.3.).

Ίο Φυσικό Δίκαιο αποτελεί, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του, τον ασφαλή γνώμονα με τον οποίο θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι «θετικοί» νόμοι της μετασχηματιζόμενης κοινωνίας. Αντιλήψεις φυσικού δικαίου συνόδευαν τη δράση σε μια εποχή πολιτικών επαναστάσεων, όπως στην Αγγλία (1642-1649 και 1688), στη Γενεύη (1768 και 1781-1782), στην Ολλανδία (1747 και 1787), σι ην Αμερική (1755-1783), στην Πολωνία (1791), στη Γαλλία (1789). Οι πολιτικές θεωρίες οι οποίες εκπονούνται διατυπώνουν τις προτάσεις τους με την αυστηρότητα των Μαθηματικοί, καθώς αποβλέπουν στην πρακτική τους εφαρμογή, αν και το μαθηματικό υπόδειγμα δε χρησιμοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους θεωρητικούς. Παρατηρείται, επιπλέον, η τάση όχι μόνο να εξακριβωθούν οι νόμοι που διέπουν την κοινωνία και την πολιτική ζωή. αλλά και να υπηρετηθούν ορισμένα ιδεώδη που αφορούν τον τρόπο άσκησης της εξουσίας,

όπως η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, η κατοχύρωση της ελευθερίας και της ισότητας, και η προστασία της ιδιοκτησίας.


2.2.2. Οικονομία

Κάθε κράτος φιλοδοξούσε να είναι ανεξάρτητο οικονομικά. Οι χώρες, για να επιβιώσουν, έπρεπε να αναπτύξουν τους βασικούς τομείς της παραγωγής τους, όπως τη γεωργία και το εμπόριο, να εδραιώσουν μια ισορροπία στις εμπορικές συναλλαγές, να προστατέψουν τα προϊόντα τους με μια πολιτική δασμών απέναντι στα προϊόντα άλλων χωρών, να συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα. Ο μερκαντιλισμός, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί και οικονομικός εθνικισμός, υποστήριζε την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση της οικονομίας, την προσφυγή σε οικονομικά μέσα για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών.

Ο μερκαντιλισμός όμως εφαρμόστηκε από τα μέσα του 16ου ως τα τέλη του 17ου αιώνα, εποχή κατά την οποία αναπτυσσόταν το διεθνές εμπόριο χάρη στις ανακαλύψεις των νέων χωρών. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία διεκδικούσαν το δικαίωμα τα καράβια τους να είναι ελεύθερα να διασχίζουν τις περιοχές τις οποίες η Ισπανία και η Πορτογαλία θεωρούσαν αποκλει-


Άμστερνταμ, το Χρηματιστήριο το 1612Άμστερνταμ, το Χρηματιστήριο το 1612

στικά δικές τους. Αφ' ενός υποστήριζαν τον προστατευτισμό για τις οικονομίες τους από τα εισαγόμενα προϊόντα, αφ' ετέρου την ελευθερία του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας τους.

Τον 18ο αιώνα οι αρχές του ελεύθερου εμπορίου για την οικονομία του κράτους υποστηρίζονται από μια ομάδα Γάλλων υπό τον Κενέ (Quesnay), που ονομάστηκαν φυσιοκράτες (ή οικονομιστές). Υποστήριξαν την απελευθέρωση των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση, περιορίζοντας το ρόλο του κράτους κυρίως στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Εκτιμούσαν ότι η γεωργία ήταν η μόνη πηγή πλούτου που δίνει οικονομικό πλεόνασμα και μπορεί να φορολογηθεί από το κράτος. Η αντίληψη για την ελευθερία των συναλλαγών επηρέασε τη Βρετανική Κλασική Οικονομική σκέψη, και ειδικά το θεμελιωτή της οικονομικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ (βλ. 3.2.1.).

Με λίγα λόγια, την εποχή αυτή, μέσα από τις συζητήσεις των μερκαντιλιστών και των φυσιοκρατών, αναδεικνύονται βασικά προβλήματα που απασχολούν ακόμη και σήμερα την Πολιτική Οικονομία, όπως το πώς παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικοί πόρων, δηλαδή το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα.


2.2.3. Ψυχολογία

Άμλετ: «Μακαρισμένοι όσοι έχουν / αίμα και νου τόσο καλά συνταιριαγμένα που / δε γίνονται πα δάκτυλα της τύχης πίπιζες / να παίζουν ό,τι θέλει. Δώσε μου τον άνθρωπο / που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω/ μέσα στην καρδιά μου...»

Στις απαρχές του αστικού πολιτισμού, το ενδιαφέρον για τον ψυχικό βίο του ατόμου υπάγεται σε φιλοσοφικές θεωρίες για την ανθρώπινη φύση, συνδέεται με τη γνώση και τον έλεγχο του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, καθώς και με την πολιτική πράξη. Η γνώση και ο έλεγχος των παθών ενδιέφερε πολύ την πολιτική, διότι, όπως θεωρούνταν, ο ηγεμόνας που κατορθώνει να κυβερνά τα πάθη του μπορεί να κυβερνά και το λαό. Οι θεωρίες για την ανθρώπινη φύση διαφέρουν όμως μεταξύ τους ανάλογα με το πολιτικό επιχείρημα το οποίο υποστηρίζουν. Σε δημοκρατικά επιχειρήματα, για παράδειγμα (βλ. 3.3.3.), τονίζεται το στοιχείο του λόγου και της ελευθερίας του ατόμου, χάρη στο οποίο μπορεί το ίδιο να καθοδηγήσει τον εαυτό του.

Τον 17ο αιώνα, από τον Βάκωνα (βλ. 1.1.7.),τον Καρτέσιο (βλ. 1.1.8.), τον Χομπς (βλ. 3.3.1.) και τον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα (Spinoza) (1642-1677), τα πάθη εξετάζονται όχι με γνώμονα

Για τον Καντ, «η γνώση φτάνει μόνο ως τα φαινόμενα,<br> ενώ το πράγμα αυτό καθαυτό παραμένει αυτοδύναμα πραγματικό, <br> αλλά
αδιάγνωστο για μας»
Για τον Καντ, «η γνώση φτάνει μόνο ως τα φαινόμενα,
ενώ το πράγμα αυτό καθαυτό παραμένει αυτοδύναμα πραγματικό,
αλλά αδιάγνωστο για μας» (Κριτική του Καθαρού Λόγου, Β, ΧΧ)

ηθικές αξιολογήσεις αλλά ως φυσικά φαινόμενα, όπως οι θύελλες, οι χείμαρροι, οι καταιγίδες, τα οποία προκαλούνται από ορισμένες αιτίες. Διαταράσσουν μεν την ισορροπία της φύσης, αλλά μπορούν να θεραπευτούν χάρη στη γνώση των αιτιών τους. Ο Καρτέσιος, στο έργο του Τα Πάθη της Ψυχής, επιχειρεί να εφαρμόσει την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο των Μαθηματικοί στην εξέτασή τους, αντιμετωπίζοντας τα πάθη σαν να επρόκειτο για φυσικά φαινόμενα. Σε γενικές γραμμές, κατά τον 17ο αιώνα, το πάθος, όπως και η ανθρώπινη φύση, θεωρείται συνδυασμός δύναμης και λόγου. Η δύναμη των παθών, εφόσον συνδέεται με το λόγο, μπορεί να αποκτήσει έλλογες μορφές.

Τον 18ο αιώνα πραγματοποιείται μια πολύ μεγάλη τομή σε σχέση με το Μεσαίωνα, αλλά και με τον 17ο αιώνα στη θεωρία της γνώσης, χάρη στο Σκώτο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ (D. Hume 1711-1776). Από τον Μεσαίωνα πάνω στο πρόβλημα της αλήθειας υποστηριζόταν η αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδέα και στο πράγμα. Για τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα, ήταν δεκτό ότι όλα τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, διέπονται από κοινούς νόμους- με άλλα λόγια, ότι ο κόσμος είναι έλλογος, ο καλύτερος δυνατός. Όμως ο Χιουμ διατυπώνει σοβαρές αμφιβολίες γι' αυτές τις θέσεις. Δε γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον ίδιο, αν η σκέψη αντιστοιχεί στα πράγματα. Πρόκειται για μια στροφή της σκέψης η οποία επηρεάζει την κριτική θεωρία του Κανί (Kant, 1724-1804). Το πρόβλημα μεταφέρεται από ιη γνώση του κόσμου και η γνώση για το πώς σκεφτόμαστε και γνωρίζουμε, το πώς σχηματίζουμε τις αντιλήψεις και τα αισθήματά μας, τα οποία θεωρείται ότι προβάλλουμε στον κόσμο. Ο άνθρωπος πλέον δε θεωρείται κατ' εικόνα

και καθ' ομοίωση της φύσης, ξεχωρίζει από αυτή. Διατυπώνεται όμως η εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο λογικό και στην ύπαρξη καθολικών νόμων, τους οποίους κατασκευάζει το ανθρώπινο πνεύμα.


2.2.4. Κοινωνιολογία

Η Κοινωνιολογία ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος καθιερώνεται τον 19ο αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια «εφεύρεση» αυτού του αιώνα, αλλά η εμφάνιση της προετοιμάζεται κατεξοχήν τον 18ο αιώνα μέσα από τα οργανωμένα σχέδια γνώσης της κοινωνίας, τα οποία εκπονούν ο Ρουσσώ (Ζ.-Ζ. Rousseau) και ο Μοντεσκιέ (Montesquieu).

Προνομιακός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στον Μοντεσκιέ, ειδικά από τον Ντυρκέμ (βλ. 3.3.2. - 3.3.3.), επειδή του αναγνωρίζεται ότι είχε συλλάβει την ιδέα των «συστημάτων». Ο Μοντεσκιέ στο έργο του μελετά με συστηματικό τρόπο τους νόμους, τους θεσμούς και τα έθιμα τα οποίοι υιοθετούσαν οι λαοί της γης, προκειμένου να αναζητηθεί η καταγωγή τους και να ανακαλυφθούν οι φυσικές και ηθικές αιτίες τους. Αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ιστορικό σχηματισμό που διέπεται από τους δικούς του νόμους. Ο Μοντεσκιέ διαπιστώνει ότι η κοινωνική νομοτέλεια διαφέρει από τη φυσική λόγω της μεταβλητότητάς της. Έτσι από το μαθηματικό πρότυπο της επιστήμης για τη μελέτη της φύσης, περνά στη διαμόρφωση τύπων οι οποίοι είναι μεν ελαστικοί αλλά ευκρινείς και σταθεροί.

Οι τύποι τού επιτρέπουν να περιγράψει και να ανασυγκροτήσει την πραγματικότητα. Ο Μοντεσκιέ κατασκευάζει μια βασική τυπολογία που αφορά τις μορφές των πολιτευμάτων, την οποία συνδέει με μια θεωρία κοινωνικής και ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή με τη διατύπωση νομοτελειών. Επιχειρεί να συλλάβει την ενότητα των κοινωνικών φαινομένων, το λογικό τους χαρακτήρα. Οι τύποι δε συμβάλλουν μόνο σε μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά αναδεικνύουν και το πώς πρέπει να είναι η πραγματικότητα. Η τυπολογία του Μοντεσκιέ καταδικάζει τη δεσποτεία περιγράφοντάς τη με ζοφερό αλλά και χειροπιαστό τρόπο, ενώ αναζητά την πολιτική ελευθερία. Η μέθοδος, λοιπόν, των ιδεατών τύπων, την οποία εισάγει πρώτος ο Μοντεσκιέ και θα συναντήσουμε στην πλήρη της εφαρμογή στην Κοινωνιολογία του 19ου αιώνα (βλ. 3.3.4.), δε χωρίζεται από τις αξίες.


2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772)

Η Εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα πολύτομο έργο το οποίο εξέφρασε τις διαφωτιστικές ιδέες του 18ου αιώνα κατά τρόπο ώστε να έχει απήχηση στο μεγάλο κοινό. Ψυχή του όλου έργου ήταν ο Ντι-

Ντ' Αλαμπέρ (1717-1783)
Ντ' Αλαμπέρ (1717-1783)

ντερό (Diderot), ο οποίος είχε αναλάβει το μέρος που αφορούσε τις τέχνες και τη γενική οργάνωση του έργου. Στενός του συνεργάτης ήταν ο Ντ' Αλαμπέρ (D' Alembert), ο οποίος είχε την ευθύνη των κειμένων για την επιστήμη. Ένα πλήθος διανοητών μετείχε οε αυτή την κίνηση, όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσσώ, ο Χολμπάχ, ο Κενέ και ο Τυργκό (για την Πολιτική Οικονομία), κ.ά. Ο σκοπός του έργου ήταν, πρώτον, να εκθέσει την τάξη και τη διάρθρωση των ανθρώπινων γνώσεων, και δεύτερον, να περιλάβει τις γενικές αρχές στις οποίες βασίζεται κάθε επιστήμη και τέχνη και τις πιο ουσιώδεις λεπτομέρειες που τη συνιστούν. Τη συνοχή της η Εγκυκλοπαίδεια την όφειλε στον προσανατολισμό της προς την υποστήριξη της θρησκευτικής ανοχής, στην κριτική της απόλυτης μοναρχίας στη Γαλλία, στη διάδοση ενός νέου ιδεώδους για την ανθρωπότητα.

Ντιντερό (1713-1784)
Ντιντερό (1713-1784))

Συνοπτικά, η Εγκυκλοπαίδεια κατέγραψε την επιστημονική γνώση της εποχής της, χωρίς όμως να την εμφανίζει ως ένα απλό άθροισμα γνώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με την αντίληψη των εγκυκλοπαιδιστών, η επιστήμη δεν αποτελεί συσσώρευση γνώσεων, αλλά ένα γενικό σύστημα της φύσης, του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτικής και της ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σε μια τριπλή διάσταση, ψυχολογική, πολιτική και κοινωνική, ενώ δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή του.

Το αρχικό, λοιπόν, ιδεώδες του επιστημονικού ορθολογισμού, μια καθολική και ενιαία φιλοσοφία της γνώσης, που βασίστηκε στο μαθηματικό υπόδειγμα, φτάνει στο αποκορύφωμά του στον Διαφωτισμό, χωρίς βέβαια το υπόδειγμα αυτό να το επεξεργάζονται και να το χρησιμοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι θεωρητικοί. Αυτό το πνεύμα,

της καθολικής και ενιαίας επιστήμης, προώθησε ο Καντ στηριγμένος στον ορθό λόγο για την καταπολέμηση των προλήψεων. Από τον Καντ προέρχεται και ο όρος Ανθρωπολογία. Με τον όρο αυτό απέδιδε το πεδίο μιας επιστήμης του ανθρώπου η οποία θα είχε ως αντικείμενο της όλες τις εμπειρικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και θα παρείχε τη δυνατότητα κατανόησήςτους βάσει των ιδεών της ελευθερίας του διαλόγου και της κριτικής. Στη θέση αυτού του σχεδίου, της Ανθρωπολογίας ή μιας ενιαίας επιστήμης του ανθρώπου, από τον 19ο ακόνα, ως γνωστόν, εμφανίστηκαν οι σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες.


Ανακεφαλαίωση

- Το θεοκρατικό πνεύμα του Μεσαίωνα εκφράζει την ιεραρχική δομή της κοινωνίας. Το σχήμα αυτό κλείνει στο εσωτερικό του δύο βασικές αντιθέσεις: πρώτον, ανάμεσα στην παπική και στη βασιλική εξουσία, και δεύτερον, ανάμεσα στη ζωή στην ύπαιθρο και στη ζωή στην πόλη. Με τον περιορισμό της παπικής εξουσίας και την ενίσχυση της μοναρχίας ευνοείται η γένεση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, των εθνικών κρατών, ενώ η ανάπτυξη της ζωής στις πόλεις ενισχύει την αστική τάξη και αυτή με τη σειρά της στηρίζει τη μοναρχική εξουσία και το θεσμό του εθνικού κράτους.

- Με τις ανακαλύψεις, εμφανίζονται η όψη μιας παγκόσμιας αγοράς και τα αποικιοκρατικά κράτη. Ξεχωρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και παρουσιάζονται οι πρώτες μητροπόλεις, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο.

- Οι ανακαλύψεις επιφέρουν ποσοτικά αποτελέσματα, συσσώρευση πλούτου αλλά και συσσώρευση νέων γνώσεων. Τα νέα οικονομικά φαινόμενα όμως δεν ελέγχονται και δίνουν στην οικονομία μια χαώδη μορφή.

- Με τη Βιομηχανική Επανάσταση αρχίζει να οργανώνεται η εργασία με γνώμονα την αποδοτικότητα σε μικρότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο κέρδος. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται δίπλα στην τάξη των επιχειρηματιών (καπιταλιστική τάξη) και η εργατική, ενώ η ζωή αρχίζει να συγκεντρώνεται στις πόλεις.

Στο πεδίο των επιστημών: Η εμφάνιση του κράτους εγείρει το πρόβλημα της οργάνωσής του ως θεσμού, θέτει αναγκαία το πρόβλημα της νομιμοποίησης της ισχύος του και της ρύθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών. Τούτο αναδεικνύει την Πολιτική και το Δίκαιο ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης. Με τη σχολή του Φυσικού Δικαίου υποκαθίσταται το Θεϊκό Δίκαιο και τίθενται οι


όροι για το Θετικό Δίκαιο.

- Η ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη. Ως εκ τούτου ενεργοποιείται η ανάγκη να μελετηθούν τα νέα οικονομικά φαινόμενα. Εμφανίζονται δύο τάσεις, πρώτον οι μερκαντιλιστές (16ος-17ος αι.), οι οποίοι υποστήριζαν την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και δεύτερον, οι Φυσιοκράτες (18ος αι.), οι οποίοι τοποθετούνταν υπέρ της ελευθερίας των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση.

- Τον 17ο αιώνα υιοθετείται το μαθηματικό πρότυπο, για να εξεταστούν τα ψυχικά φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο. Με τη συμβολή του Χιουμ (18ος αι.), ο άνθρωπος θεωρείται ότι διακρίνεται από τα λοιπά στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα του ψυχικού βίου αναγνωρίζεται ότι απαιτούν μια αυτόνομη εξέταση.

- Οι απαρχές της κοινωνιολογικής σκέψης αναγνωρίζονται στα έργο του Μοντεσκιέ, με το οποίο παρατηρείται μια μετακίνηση από το μαθηματικό πρότυπο στην κατασκευή τύπων για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.

- Το μεθοδολογικό και ενιαίο πρότυπο των επιστημών, από το οποίο αυτές αντλούν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους, δίνεται από τα Μαθηματικά, με τα οποία επισημαίνεται μια μεγάλη επανάσταση, η οποία προετοιμάζεται από την Αναγέννηση και κορυφώνεται τον 17ο αιώνα. Το πρότυπο αυτό υιοθετείται και για την εξέταση των κοινωνικών φαινομένων. Από τον 18ο αιώνα σημειώνεται η τάση για μια μετακίνηση οπό αυτό το πρότυπο προς τη διαμόρφωση μεθοδολογικών τύπων που εφαρμόζουν καλύτερα στο ερευνούμενο αντικείμενο (όπως για παράδειγμα στον Μοντεσκιέ), ενώ ο άνθρωπος αρχίζει να διακρίνεται από τη φύση (όπως στον Χιουμ και στον Καντ).


Βασικοί όροι

φεουδαρχία, Αναγέννηση, ανακαλύψεις, πόλη, απολυταρχία. Βιομηχανική Επανάσταση, φυσικό δίκαιο, θεϊκό δίκαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, μερκαντιλισμός.


Ερωτήσεις

1. Ποιες κοινωνικές θέσεις διακρίνονται κατά τον Μεσαίωνα, πώς τοποθετούνται ιεραρχικά,

ποιος ο ρόλος τους;

2. Ποιες αντιθέσεις εντοπίζονται στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες θα παίξουν σημαντικό

ρόλο για την αλλαγή του;

3. α. Ποιος είναι ο ρόλος των συντεχνιών και πώς είναι διαρθρωμένες οι σχέσεις των μελών τους;

β. Πώς οργανώνεται η εργασία στο πλαίσιο τους; γ. Παρουσιάζεται κάποια αναλογία

ανάμεσα στο σχήμα διάρθρωσης των συντεχνιακών σχέσεων και σ' εκείνο της κοινωνικής

ζωής στο φέουδο; δ. Γιατί και πότε παρακμάζουν οι συντεχνίες;

4. Ποιες αλλαγές επιφέρουν οι ανακαλύψεις των Νέων Χωρών στην οικονομική ζωή; Στην

ευρωπαϊκή οικονομία, ποιες χώρες και πόλεις ξεχωρίζουν και ποιοι λόγοι τις ευνοούν;

5. Ποιες κοινωνικές τάξεις εμφανίζονται με την εκβιομηχάνιση; Πώς η αγγλική νομοθεσία

υποστήριξε την εκβιομηχάνιση;

6. Σε ποια προβλήματα προσανατόλισε την επιστημονική συζήτηση η εμφάνιση των εθνικών

κρατών; Γιατί η σχολή του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ότι έθεσε τις ορθολογικές βάσεις της

Πολιτικής Επιστήμης;

7. Αν συζητούσαν ένας μερκαντιλιστής και ένας φυσιοκράτης για τη σχέση κράτους και οικο-

νομίας, σε ποια σημεία θα διαφωνούσαν;

8. Ποια η αντίληψη για την ανθρώπινη φύση κατά τον 17ο αιώνα και σε ποια μέθοδο βασίστηκε

η εξέτασή της; Σε τι συνίσταται ο σκεπτικισμός του Χιουμ:

9. Ποια διαφορά ανάμεσα στη φυσική και στην κοινωνική νομοτέλεια επισημαίνει ο Μοντεσκιέ;

Πώς κατασκευάζει τους τύπους του;

10. Πώς χρησιμοποίησε τον όρο «Ανθρωπολογία» ο Καντ; Ποιος τύπος επιστήμης εκφράζεται

σύμφωνα με το διαφωτιστικό πνεύμα;


Βιβλιογραφία

Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.

Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994.

Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988.

Μ. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα. Κριτική της Θεωρίας του Stammler. Η Γέννηση

του Σύγχρονου Καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.