Η γενιά της αμφισβήτησης
Το χρονικό πλαίσιο της γενιάς του '70 αποτελεί η περίοδος της δικτατορίας (1967-1974). Οι παγκόσμιες ανακατατάξεις επηρεάζουν την ποίηση που χαρακτηριστικά της είναι πλέον η αμφισβήτηση και η αντίδραση στον καταναλωτισμό και την τεχνοκρατία.
Στη δεκαετία του 1970-1980 έκανε την εμφάνισή του ένας μεγάλος αριθμός λογοτεχνών, από τους οποίους μερικοί έχουν διαμορφώσει στις μέρες μας την φυσιογνωμία τους. Η κριτική έχει δεχτεί κοινά χαρακτηριστικά των λογοτεχνών αυτής της γενιάς με σημαντικότερα την αμφισβήτηση, την ειρωνεία και την κριτική που ασκούν ενάντια σε καταστάσεις που βιώνουν. Η αμφισβήτησή τους μπορεί να έχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, όπως για παράδειγμα τη δικτατορία, αλλά μπορεί να στραφεί και σε άλλες μορφές διαμαρτυρίας, όπως ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κριτικοί αναγνωρίζουν στη γενιά του '70 φαινόμενα που παρατηρούνται αντίστοιχα στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι ποιητές, έχοντας προσλάβει τα μηνύματα του γαλλικού Μάη (1968), επιτίθενται ενάντια σε κάθε κοινωνικό κονφορμισμό. Οι εκτιμήσεις, ωστόσο, αυτές δεν μπορεί να είναι απόλυτες, αφού κάθε λογοτέχνης, ανάλογα με τις συνθήκες που βιώνει και από τις οποίες επηρεάζεται, προσκομίζει στην τέχνη κάτι διαφορετικό και εντελώς προσωπικό.
Οι ποιητές της γενιάς αυτής εμφανίστηκαν στην ελληνική λογοτεχνία από το 1965, αλλά έκαναν ευδιάκριτη την παρουσία τους λίγο αργότερα, στις αρχές του '70. Μεγαλωμένοι σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική κοινωνία παρουσιάζει σημαντική οικονομική άνοδο και γίνεται όλο και περισσότερο καταναλωτική, οι ποιητές της δεκαετίας αυτής, οι οποίοι έχουν την οδυνηρή εμπειρία της επταετούς δικτατορίας, φαίνονται να διατηρούν την ίδια νοοτροπία με τους προγενέστερους και το ίδιο πνεύμα της επαναστατικότητας, της αμφισβήτησης και της έλλειψης εμπιστοσύνης. Οι ποιητές αντιμετωπίζουν τη σύγχρονη μοναξιά μέσα στην αστική καθημερινότητα και αναζητούν τη συντροφικότητα. Το έργο των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από στοχασμό και ήπια μελαγχολία. Πολλοί από τους ποιητές εμπλουτίζουν τη γλώσσα τους με θησαυρίσματα από παλαιότερους γλωσσικούς τύπους ανάλογα με την παιδεία τους.
Επιλέγοντας τους πιο αντιπροσωπευτικούς, αναφερόμαστε στο έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ (1939), το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με την άποψη των κριτικών, μια «εσωτερική αυτοβιογραφία», σε αυτό του Γιάννη Κοντού (1943), του Μιχάλη Γκανά (1944), της Τζένης Μαστοράκη (1949), του Νάσου Βαγενά (1945), του Κώστα Παπαγεωργίου (1945) και της Δήμητρας Χριστοδούλου (1953), η οποία εμφανίστηκε μέσα στην περίοδο της δικτατορίας.
Η ποιητική παραγωγή του Μιχάλη Γκανά από τη Θεσπρωτία σημαδεύεται από μνήμες και αναμνήσεις. Η Ελλάδα των καφενείων, των γηπέδων και της εγκαταλελειμένης επαρχίας συναντιούνται στην ποίησή του που χαρακτηρίζεται από μελαγχολία και πόνο για όσα αγαπά αλλά βλέπει να εξαφανίζονται. Από τις πιο γνωστές του συλλογές Ο Ακάθιστος δείπνος (1978), Η μητριά πατρίδα (1981) και Τα γυάλινα Γιάννινα (1999).
Στη δεκαετία αυτή (και περισσότερο στην επόμενη, τη δεκαετία του '80) η πεζογραφία γνωρίζει μιαν αναπάντεχη ανάπτυξη. Οι πεζογράφοι παρουσιάστηκαν με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τους συνομηλίκους τους ποιητές, αν και ορισμένοι ήταν ήδη γνωστοί πριν από τη μεταπολίτευση του '74, όπως ο Φίλιππος Δρακονταειδής (1940), ο οποίος είχε εμφανιστεί με διηγήματα, ενώ τώρα εμφανίζεται με μυθιστόρημα (Σχόλια σχετικά με την περίπτωση, 1978). Το 1974 εμφανίστηκαν σημαντικότατοι πεζογράφοι, όπως ο Δημήτρης Νόλλας (1941) με τη Νεράιδα της Αθήνας και την Πολυξένη (1974), ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης (1940) με το Λειμωνάριο (1974) και η Μάρω Δούκα (1947) με το μυθιστόρημά της Η αρχαία σκουριά (1979). Ακολούθησαν ο Αντώνης Σουρούνης (1942) με το μυθιστόρημα Οι συμπαίχτες (1977), που αναφέρεται στη ζωή των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία, η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946) με το μυθιστόρημά της Η Κασσάνδρα και ο λύκος (1976), ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930) με το Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (1973), ο Τόλης Καζαντζής με το Η κυρά-Λισάβετ (1975), ενώ στην ίδια δεκαετία κυκλοφόρησαν Το διπλό βιβλίο (1976) του Δημήτρη Χατζή (βλ. παραπάνω) και Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1974), που, όπως είδαμε είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα.
Τα βιβλία του Δημήτρη Νόλλα , που έμεινε για ένα διάστημα πιστός στο σύντομο αφήγημα, ξεχωρίζουν για το επίκαιρο θεματικό υλικό τους αντλημένο κυρίως από το τοπίο των σημερινών αστικών κέντρων και για την ιδιαίτερη αντίληψη του κόσμου που εκφράζεται με μια γραφή σαφώς επηρεασμένη από τη γλώσσα του κινηματογράφου. Χαρακτηριστικούς κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς εκφράζει στο έργο της η Μάρω Δούκα που χρησιμοποιεί κυρίως νεοτερική τεχνική (εσωτερικούς μονολόγους, αλλαγές οπτικής γωνίας κλπ.) και πλούσια επεξεργασμένη γλώσσα (Αρχαία σκουριά, 1979, Η πλωτή πόλη, 1983, Οι λεύκες ασάλευτες, 1989 κλπ.). Η Μαργαρίτα Καραπάνου, κόρη της συγγραφέως Μαργαρίτας Λυμπεράκη, έλκεται ιδιαίτερα από το θέμα του διχασμού της προσωπικότητας και από τη συμπόρευση πραγματικότητας και φαντασίας (Η Κασσάνδρα και ο λύκος, 1975, Ο υπνοβάτης, 1985 κλπ.). Ο Αντώνης Σουρούνης με αφηγηματική άνεση και πηγαίο χιούμορ θα ασχοληθεί στη συνέχεια στο έργο του με τους ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου, ενώ ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στο εκτεταμένο μυθιστορηματικό έργο του θα διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στη συνείδηση και στους θεσμούς, όπως διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία.
Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του Κοσμά Χαρπαντίδη (1959), από το Κάτω Νευροκόπι Δράμας, του οποίου οι αφηγήσεις στηρίζονται στο μύθο και την Ιστορία. Γνωστές συλλογές διηγημάτων του Μανία πόλεως (1993), Οι εξοχές των νερών (1995), Το έκτο δάκτυλο και άλλες. Από τη Μακεδονία κατάγεται ο Νίκος Βασιλειάδης (1945) που καθιερώθηκε αμέσως από το πρώτο του μυθιστόρημα (Αγάθος) ως από τις πιο αξιόλογες πένες της περιφέρειας. Ακολούθησαν το Άγημα τιμών και Ο Συμβολαιογράφος (1995). Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών είναι ο Νίκος Χουλιαράς (1940), από τα Γιάννενα, ο οποίος ασχολήθηκε με τη μουσική και διασκεύασε δημοτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία τραγούδησε ο ίδιος. Το μυθιστόρημά του Ο Λούσιας (1979) μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος (1945), από την Αθήνα, σπούδασε νομικά και κινηματογράφο και διακρίθηκε για τα ντοκιμαντέρ του καθώς και για την τριλογία του σχετικά με τη μετανάστευση (Η Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης (1976), Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα (1978) και Η Αθήνα σήμερα (1982). Ο Παντελής Καλιότσος (1925) στο μυθιστόρημά του Το συμπόσιο (1985) παρωδεί το διάλογο του Πλάτωνα. Ο Γιάννης Μαγκλής (1909), διηγηματογράφος κυρίως, έδωσε ένα εκτενέστατο, πάνω από είκοσι πέντε τόμους, πεζογραφικό έργο.
Στη δεκαετία του '80 μεγάλη εντύπωση προκάλεσε το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη (γενν.1925) Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987), που αναφέρεται στη ζωή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Σοβιετική Ένωση. Η Ζέη έγραψε έξι μυθιστορήματα για παιδιά, ιστορίες, θεατρικά και έχει μεταφράσει θεατρικά έργα. Τα έργα της είναι τα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα με αναφορά σε σύγχρονα γεγονότα, όπως η δικτατορία του Μεταξά (Το καπλάνι της βιτρίνας, 1963), η Κατοχή (Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971), η εφτάχρονη δικτατορία (Κοντά στις ράγες). Τα έργα της χαρακτηρίζονται από ρεαλισμό, κοινωνικό προβληματισμό για σύγχρονα θέματα και από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Ένα από τα κύρια υφολογικά της χαρακτηριστικά είναι το χιούμορ που εμπεριέχει και στοιχεία κριτικής.
Παρόμοια ρεαλιστική γραφή συναντούμε και στα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρρή (γενν. 1925), που την τελευταία 25ετία γράφει κυρίως για παιδιά. Από τα γνωστά της μυθιστορήματα είναι η Νινέτ (1993), όπου ο έφηβος αναγνώστης παράλληλα με την ψυχολογική εξέλιξη και ωρίμαση της ηρωίδας προβληματίζεται για θέματα όπως η κρίση ταυτότητας, η διάσταση με το οικογενειακό περιβάλλον, τα προβλήματα της εφηβείας. Μερικά από τα μυθιστορήματά της για νέους είναι Ο θησαυρός της Βαγίας, Το γαϊτανάκι, Τα χέγια, Κρίμα κι άδικο κ.ά.
Τότε εμφανίστηκε και ο Αλέξης Πανσέληνος με το μυθιστόρημά του Η μεγάλη πομπή (1985), όπου μέσα από την ιστορία ενός λαϊκού νέου εξιστορεί ρεαλιστικά τις αδυσώπητες συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας της εποχής, ενώ η Ρέα Γαλανάκη (1947) έγινε ευρύτερα γνωστή με το μυθιστόρημα Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά (1989), εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία ενός Κρητικού που αιχμαλωτίστηκε από τους Αιγύπτιους, εξισλαμίστηκε και στάλθηκε στην Κρήτη για να καταπνίξει την εξέργερση των ομογενών του εναντίον του Σουλτάνου. Αλλά και στα επόμενα βιβλία της (Θα υπογράφω Λουί, 1993, Ελένη ή ο Κανένας, 1998) η συγγραφέας στηρίζει τις ιστορίες της σε πρόσωπα που ανασύρονται από το παρελθόν. Παρόμοια εργάστηκε αργότερα και ο Διαμαντής Αξιώτης από την Καβάλα στην μυθιστορηματική του βιογραφία Το ελάχιστον της ζωής του (1999).
Σημαντική παρουσία στην πεζογραφία της εποχής ήταν αυτή της Ευγενίας Φακίνου (1945) με τα μυθιστορήματά της Η Αστραδενή (1982) και Το έβδομο ρούχο (1983), της Ζυράννας Ζατέλλη (1951) με τη συλλογή διηγημάτων Περισυνή αρραβωνιαστικιά (1984) και του Τάκη Θεοδωρόπουλου (1954), ο οποίος το 1985 εξέδωσε με το Μάνο Χατζηδάκι το πολιτιστικό περιοδικό Το τέταρτο.
Τα ονόματα όμως των πεζογράφων της περιόδου, πολλοί από τους οποίους συνεχίζουν και σήμερα να δημιουργούν, δεν τελειώνουν εδώ. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Βαγγέλη Ραπτόπουλο, Μάρω Βαμβουνάκη, Ανδρέα Μήτσου, Άρη Σφακιανάκη, Βασίλη Τσιαμπούση, Σωτήρη Δημητρίου, Σώτη Τριανταφύλλου, Δημήτρη Μίγγα, Νίκο Θέμελη, του οποίου τα έργα Αναζήτηση (1998), Ανατροπή (2000) αναφέρονται στην περίοδο λίγο πριν το 1900 με την άνοδο της αστικής τάξης στη χερσόνησο του Αίμου μέχρι τη Νότια Ρωσία. Τέλος το πεζογραφικό έργο του Τάσου Καλούτσα (Θεσσαλονίκη, 1948), συνεγάτη του περιοδικού Διαγώνιος, χαρακτηρίζεται από τη ρεαλιστική, χαμηλόφωνη γραφή, το αυτοβιογραφικό στοιχείο και την καταγραφή καθημερινών καταστάσεων ανθρώπων του κοινού μόχθου (Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα, 1987, Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, 1990, Το καινούριο αμάξι, 1995, Το τραγούδι των σειρήνων, 2000).