α) Από την Άλωση της Πόλης μέχρι την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους (1453-1669)
1. Το 1453 οι Τούρκοι κατακτούν την Κωνσταντινούπολη. Η Άλωση της Πόλης θεωρήθηκε εθνική συμφορά και στάθηκε τρομερό χτύπημα για ολόκληρη την Ευρώπη. Μετά την Άλωση ένα μεγάλο κύμα Ελλήνων λογίων μετακινήθηκε προς τη Δύση. Οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου μετέφεραν εκεί τα χειρόγραφα των αρχαίων και βυζαντινών συγγραφέων και τη γνώση της κλασικής παιδείας συμβάλλοντας στην Αναγέννηση.
Η υποδούλωση και η φυγή των Ελλήνων λογίων οδήγησε σε πνευματική οπισθοδρόμηση. Στις περιοχές όμως που έμειναν για αρκετό χρονικό διάστημα έξω από την τουρκική κυριαρχία, στην Κρήτη, τη Ρόδο, την Κύπρο και στα Επτάνησα, αναπτύχθηκε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό και ο πλούτος που συγκεντρώθηκε στα νησιά επέτρεψαν να δημιουργηθεί μια μορφωμένη αριστοκρατία η οποία ενδιαφέρθηκε για την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Η επαφή με τη Δύση και περισσότερο με την Ιταλία είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί στον ελλαδικό χώρο το πνεύμα της Αναγέννησης που έφερε στη λογοτεχνία νέα στοιχεία. Τη συνέχεια της γραπτής λογοτεχνικής παράδοσης εξασφάλισε η διάδοση των κειμένων χάρη στην εφεύρεση της τυπογραφίας. Τυπογραφεία ιδρύθηκαν στη Βενετία και αργότερα σε άλλες ελληνικές παροικίες των ευρωπαϊκών πόλεων.
2. Όπως στην ελληνική λογοτεχνία, έτσι και στην ευρωπαϊκή παρατηρήθηκε μεγάλη ανάπτυξη της ποίησης, που συνήθως αρχίζει με ένα επικό κύκλο και καταλήγει σε κορυφαίες δημιουργίες, όπως αυτές του Τορκουάτο Τάσσο (Torquato Tasso, 1544-1595), συγγραφέα της Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ (Gerusalemne Liberata, βλ. παρακάτω), του Μολιέρου (Molière, 1622-1673) που έγραψε τον Ταρτούφο (Tartuffe) και το Δον Ζουάν (Don Juan), του Μίλτονα (John Milton, 1608-1674), συγγραφέα του επικού ποιήματος Ο απολεσθείς παράδεισος (Paradise lost, 1667) και του Ιωάννη Ρακίνα (Jean Racine, 1639-1699), που έδωσε αξεπέραστα δραματικά έργα, όπως η Φαίδρα (Phèdre, 1677) και ο Βρεταννικός (Briτannicus, 1669).
Στο τέλος του 16ου αιώνα οι λόγιοι στην Ευρώπη χρησιμοποιούν τις εθνικές τους γλώσσες και όχι πια τα λατινικά. Μεγάλες μορφές της λογοτεχνίας χαράζουν νέους δρόμους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Πορτογάλος Λουίς ντε Καμόενς —Luis (Vaz) de Camoens,1524-1580— με το έπος του Λουσιάδες (Os Lusiadas, 1572). Στο έπος αυτό εξυμνείται η εθνική υπερηφάνεια των Πορτογάλων και η μεγάλη τους συμβολή στις ανακαλύψεις άγνωστων για τους Ευρωπαίους χωρών. Το έπος έχει κεντρικό θέμα το θαλασσινό ταξίδι και παρουσιάζει αναλογίες με την Οδύσσεια.
Στη Γαλλία ένας διανοούμενος της εποχής, ο Μισέλ ντε Μονταίν (Michel Eyquem de Montaigne, 1533-1592), συγγράφει τα περίφημα Δοκίμια (Essais). Με αυτά μελετά τον άνθρωπο και τη δράση του, αναζητεί την αλήθεια και βασίζεται στη γνώση και το κριτικό πνεύμα. Η απέραντη γνώση του Μονταίν δεν πηγάζει από καμιά διδαχή, αλλά βασίζεται εξ ολοκλήρου στην προσωπική εμπειρία. Τα Δοκίμια εκδίδονται σε αλλεπάλληλες εκδόσεις και μεταφράζονται συνεχώς. Ο όρος δοκίμιo θα χαρακτηρίσει πολλά επόμενα ευρωπαϊκά έργα. Αργότερα ο Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon, 1561-1625), Άγγλος φιλόσοφος, θεμελιωτής του εμπειρισμού, θα ονομάσει «δοκίμια» (essayes) και τα δικά του σύντομα πεζά κείμενα.
Μαζί με τον Μονταίν, ένας από τους αποκαλούμενους «πατέρες της πολιτισμικής παράδοσης της Ευρώπης» είναι ο Ισπανός Μιγκέλ δε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra, 1547-1616), συγγραφέας του μυθιστορήματος Δον Κιχώτης (El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha: Ο πολυμήχανος ινδάλγος Δον Κιχότε δε λα Μάντσα, 1605). Το έργο αυτό του Θερβάντες, το οποίο υπήρξε το πιο μεταφρασμένο βιβλίο σε ολόκληρο τον κόσμο, παρωδεί με φαντασία και χιούμορ τα ιπποτικά μυθιστορήματα που ασκούσαν στους αναγνώστες τους τόση γοητεία.
Ο Θερβάντες πέθανε στις 25 Απριλίου 1616, την ίδια μέρα που πέθανε και ο παγκόσμιας φήμης Άγγλος θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και ηθοποιός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564-1616). Τα έργα του Σαίξπηρ κατέκτησαν μοναδική θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία, καθώς, με την ανεξάντλητη ποικιλία χαρακτήρων που παρουσιάζουν, ανήκουν σε όλες τις εποχές και ανάγονται στην αιωνιότητα. Μερικά έργα του ενδεικτικά: Ρωμαίος και Ιουλιέττα (Romeo and Juliet), Όνειρο θερινής νύχτας (A Midsummer Night's dream), Άμλετ (Hamlet), Βασιλιάς Ληρ (King Lear), Οθέλλος (Othello), Μάκβεθ (Macbeth) κ.ά.
3. Η Κρήτη έμεινε κάτω από την κυριαρχία των Βενετών από το 1211 ως το 1669, όταν και αυτή υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Στη διάρκεια της βενετοκρατίας το νησί γνώρισε οικονομική και εμπορική ανάπτυξη και παρουσίασε τα περισσότερα δείγματα λογοτεχνικής ακμής. Τους δύο πρώτους αιώνες ο ντόπιος πληθυσμός έτρεφε εχθρικά αισθήματα προς τους Βενετούς κατακτητές. Βαθμιαία όμως η επικοινωνία Βενετών και Ελλήνων έγινε στενότερη. Την περίοδο αυτή πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων αντιγράφονταν στο νησί που γρήγορα εξελίχτηκε σε πολιτισμικό κέντρο. Οι μορφωμένοι μιλούσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ ανάμεσα στους ευγενείς Βενετούς, πολλοί ήταν εκείνοι που δε θυμούνταν πια την ευγενική τους καταγωγή και δε διατηρούσαν παρά το επώνυμό τους και τα λίγα φέουδα που τους απέμειναν. Η άνθηση της λογοτεχνίας στην Κρήτη και η θαυμαστή κορύφωση στην οποία έφτασε οφείλεται στην επιρροή της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, η οποία συνετέλεσε στη δημιουργία της «Κρητικής Αναγέννησης». Ο Λίνος Πολίτης ονομάζει την περίοδο αυτή «χρυσή περίοδο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Η άνθηση αυτή δεν παρατηρήθηκε μόνο στα γράμματα αλλά και στην τέχνη. Έτσι, στην αρχιτεκτονική, τη μουσική και τη ζωγραφική η βυζαντινή παράδοση δέχτηκε στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο μεγάλος ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1540-1614) μαθήτευσε στην Κρήτη και το 1567 έφυγε για τη Βενετία και μετά για το Τολέδο της Ισπανίας, όπου έγινε διάσημος ως el Greco.
Ο Απόκοπος του Μπεργαδή
4. Από τα λογοτεχνικά έργα της εποχής ξεχωρίζει ο Απόκοπος του Μπεργαδή, ποίημα που γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία και ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που τυπώθηκε στη Βενετία (1519). Ο τίτλος του Απόκοπος (= αποκαμωμένος) οφείλεται στον πρώτο του στίχο («Μιαν από κόπου νύσταξα» = κάποτε από κούραση νύσταξα) και το θέμα του είναι μια ονειρική κατάβαση του ποιητή-αφηγητή στον κάτω κόσμο, όπου ακούει δύο νέους να του μιλούν από μέρους των νεκρών. Αντί όμως για σκοτάδι ο αφηγητής μιλά με παραστατικές περιγραφές για το φως και την άνοιξη. Για τον ποιητή δεν υπάρχουν πληροφορίες, μόνο το επίθετό του μας είναι γνωστό. Το ποίημα αγαπήθηκε πολύ και μερικοί στίχοι του τραγουδιούνταν στην Κρήτη ως μοιρολόγια.
Είκοσι χρόνια μετά τον Απόκοπο (1539) τυπώθηκε στη Βενετία ένα άλλο έργο που είχε και αυτό μεγάλη διάδοση. Πρόκειται για το Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις χαρίεις (= ωραία), ή, όπως την έλεγε ο λαός, «Η Φυλλάδα του Γαϊδάρου». Το έργο ανάγεται στο πολύ αγαπητό είδος των διηγήσεων για τα ζώα και είχε πρότυπο του, όπως είδαμε, το Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου. Ο ποιητής διασκεύασε το πρότυπό του σε ομοιοκατάληκτους στίχους που ήταν η μόδα της εποχής.
Τα έργα αυτά ανήκουν στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Στο δεύτερο μισό στην Κρήτη κορυφώνεται η λογοτεχνική ακμή που θα διαρκέσει ως το 1669, χρονιά που το νησί θα περάσει στην τουρκική κατάκτηση.
5. Την ίδια εποχή έχουμε μια σειρά από λυρικά ερωτικά ποιήματα προερχόμενα από την Κύπρο. Τα ερωτικά ποιήματα της Κύπρου, γράφει ο Λίνος Πολίτης, γραμμένα στο τοπικό ιδίωμα του νησιού και όχι στον καθιερωμένο λαϊκό δεκαπεντασύλλαβο, «είναι ένα από τα πιο υψηλά δείγματα όπου έφτασε η λογοτεχνία της Αναγέννησης στην Ελλάδα, στην πιο καθαρή της μορφή. Με την πτώση της Κύπρου στους Τούρκους (1571) έμεινε δυστυχώς χωρίς συνέχεια».
Ο Ερωτόκριτος
6. α) Ερωτόκριτος: είναι μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, ένα έμμετρο μυθιστόρημα που έχει πλοκή παραμυθιού. Το έργο αποτελείται από 10.052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διαιρείται σε πέντε μέρη.
Η υπόθεση του Ερωτόκριτου: Βρισκόμαστε στην προχριστιανική Αθήνα, κάστρο της εποχής όμοιο με τα ιπποτικά που δέσποζαν στη Δύση. Εκεί ζει ο βασιλιάς Ηράκλης και η γυναίκα του που, αφού έμειναν πολλά χρόνια χωρίς παιδί, φέρνουν στον κόσμο μια κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος (το όνομά του το βρίσκουμε και ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος), γιος του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Ο νέος ομολογεί την αγάπη του στο φίλο και σύμβουλό του Πολύδωρο. Έπειτα μεταμφιεσμένος τραγουδάει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και βάζει τέλος στις νυχτερινές αυτές συναντήσεις. Η Αρετούσα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή ομολογεί τα αισθήματά της στη νένα της, τη Φροσύνη. Ο Ερωτόκριτος κάνει με το φίλο του Πολύδωρο ένα ταξίδι στον Έγριπο (παραφθορά του Εύριπος, δηλαδή στην Εύβοια) για να διασκεδάσει τη θλίψη του. Στη διάρκεια της απουσίας του η Αρετούσα ανακαλύπτει το πορτρέτο της στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και του στέλνει μήλα για δώρο και για να του εκδηλώσει την αγάπη της.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς οργανώνει έναν αγώνα για να διασκεδάσει την κόρη του. Ο αφηγητής περιγράφει λεπτομερώς τις μονομαχίες, ιδιαίτερα εκείνη του Κρητικού με τον Καραμανίτη (που συμβολίζει τη σύγκρουση των Κρητών με τους Τούρκους). Ο Ερωτόκριτος νικά στον αγώνα και παίρνει το στεφάνι από το χέρι της Αρετούσας. Παίρνει τότε το θάρρος κι εκμυστηρεύεται το αίσθημά του στον πατέρα του πείθοντάς τον να ζητήσει το χέρι της κόρης από το βασιλιά.
Ο Πεζόστρατος ζητεί από το βασιλιά το χέρι της Αρετούσας για το γιο του, όμως ο Ηράκλης εξοργισμένος από την αλαζονεία ενός κοινού θνητού διώχνει τον Πεζόστρατο, εξορίζει το γιο του και φυλακίζει την Αρετούσα που δε δέχεται να παντρευτεί κανένα από τα αρχοντόπουλα. Τρία χρόνια μένει φυλακισμένη, γιατί αποκρούει την πρόταση γάμου του βασιλόπουλου του Βυζαντίου, που της επαναλαμβάνει κάθε μέρα ο πατέρας της. Αχώριστοι φίλοι των δύο νέων είναι ο Πολύδωρος και η Φροσύνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Αργότερα κηρύσσεται πόλεμος εναντίον του βασιλιά των Βλάχων, στον οποίο έρχεται και πολεμά με γενναιότητα ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε μαύρο με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού. Στη μάχη σώζει το βασιλιά και δέχεται να μονομαχήσει με τον Άριστο, ανεψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον οποίο και σκοτώνει. Ο Ερωτόκριτος ζητεί για αμοιβή του να παντρευτεί την Αρετούσα, που δεν τον αναγνωρίζει στην αρχή, γι' αυτό αρνείται. Στο τέλος όμως γίνεται η αναγνώριση χάρη στο μαγικό υγρό που του ξαναδίνει τη μορφή του και οι νέοι παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.
Το έργο σώζεται σε ένα μόνο χειρόγραφο που μετά το 1669 μεταφέρθηκε από Κρητικούς στα Επτάνησα. Η υπόθεση και τα πρόσωπα του έργου είναι φανταστικά και μόνο σε μερικά επεισόδια συναντούμε ιστορικούς υπαινιγμούς, όπως στη μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη. Στον Ερωτόκριτο εξυμνούνται οι ιπποτικές αρετές, η παλικαριά, ο έρωτας, η φιλία, η ιπποτική γενναιοφροσύνη και η σταθερότητα. Πάνω από όλα όμως διακρίνονται τα στοιχεία της ελληνικής λαϊκής παράδοσης που εκφράζονται μέσα από το συνδυασμό στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας με άλλα που ανήκουν στη λαϊκή νοοτροπία της εποχής. Μερικοί στίχοι του Ερωτόκριτου θυμίζουν στίχους δημοτικών τραγουδιών.
Ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος που γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, όπως ο ίδιος αυτοσυστήνεται στον επίλογο του έργου του και είναι γόνος μεγάλης βενετοκρητικής οικογένειας. Οι μελετητές συμφωνούν στο ότι ο Κορνάρος δανείστηκε την υπόθεση από ένα μεσαιωνικό γαλλικό μυθιστόρημα του 1847, το Paris et Vienne του Πιερ ντε λα Συπέντ (Pierre de la Cypède), που το γνώρισε προφανώς από κάποια ιταλική μετάφραση. Αν και το πρότυπο είναι ξένο, ο Ερωτόκριτος είναι έργο καθαρά ελληνικό. Η δράση του εκτυλίσσεται στην ειδωλολατρική Αθήνα και το λαϊκό στοιχείο είναι διάχυτο και στη στιχουργική και στη θεματική. «Καταλαβαίνουμε εδώ την περηφάνια ενός δημιουργού με ελληνική παιδεία, που έμαθε από τους ανθρώπους της ιταλικής Αναγέννησης να θαυμάζει τους αρχαίους», γράφει ο Γάλλος νεοελληνιστής Τοννέ (Henri Tonnet).
Η λογοτεχνική αξία του έργου είναι μεγάλη. Ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμασε τον ποιητή του Ερωτόκριτου «Όμηρο της δημώδους ποιήσεως», ενώ από τη μελέτη του επηρεάστηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Ο Γιώργος Σεφέρης στο γνωστό του δοκίμιο για τον Ερωτόκριτο σημειώνει τις αρετές του έργου: «έλλειψη ρητορείας, περιγραφή της λεπτομέρειας, κυριαρχία στη γλώσσα και τον ρυθμό της». Ο Ερωτόκριτος είναι ποίημα «γοητευτικό». Ακόμα και οι επαναλήψεις συντελούν στη γοητεία που ασκεί. Το ποίημα έγινε δημοφιλές ανάγνωσμα των λαϊκών τάξεων και κέρδισε την προσοχή και το θαυμασμό των μελετητών.
Η κρητική αναγέννηση, προτού καταποντιστεί, έδωσε δυο καρπούς που θαήταν αρκετοί για να τιμήσουν τόπους πολύ μεγαλύτερους από αυτό το νησί.
Μια έντονη προσωπικότητα, τον Θεοτοκόπουλο. Κι αυτή τη δεκαπεντασύλλαβη φράση, που ήταν ικανή να εκφραστεί με τέτοια ακρίβεια:
επήρα κι απ' το αίμα σας κι από την αναπνιά σας (Δ 309-10)
Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Α΄, σελ. 299
Πολλοί στίχοι του έμειναν στη μνήμη και δίστιχά του πήραν τον χαρακτήρα λαϊκών παροιμιών. Στις λαϊκές γιορτές των Επτανήσων, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας γίνονταν δραματικές παραστάσεις επεισοδίων του. Σημαντική επίδραση άσκησε ο Ερωτόκριτος σε ολόκληρη τη μεταγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή.
β) Η Βοσκοπούλα ανήκει στην ποιμενική ποίηση και είναι ένα σύντομο αφηγηματικό ποίημα. Από τα παλαιότερα κρητικά έργα τυπώθηκε στη Βενετία στα 1627. Είναι γραμμένο στο ιδίωμα της δυτικής Κρήτης και μεταφράστηκε στα λατινικά. Ο συγγραφέας της είναι άγνωστος και η υπόθεση απλή:
Υπόθεση της Βοσκοπούλας: Ένας νέος Κρητικός βοσκός συναντά στα λειβάδια μια όμορφη βοσκοπούλα και την ερωτεύεται. Περνούν μαζί ευτυχισμένες μέρες στη σπηλιά της, γιατί ο γέρος πατέρας της έλειπε. Ο βοσκός φεύγει αλλά υπόσχεται να επιστρέψει σε ένα μήνα και να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Μια αρρώστια όμως τον κρατά στο κρεβάτι και γυρίζει ύστερα από δύο μήνες. Η βοσκοπούλα στο διάστημα αυτό αρρωσταίνει και πεθαίνει από τη λύπη της. Ο πατέρας υποδέχεται με θρήνους τον αγαπημένο της. Ο βοσκός αποφασίζει να ζήσει στην ερημιά με την ανάμνηση της βοσκοπούλας και με μόνη του συντροφιά ένα αρνί που εκείνη του είχε χαρίσει.
Το έργο τυπώθηκε πολλές φορές σε λαϊκές εκδόσεις, και αποσπάσματά του βρίσκουμε σε συλλογές δημοτικών τραγουδιών. Πολλοί ήταν οι θαυμαστές του, ανάμεσά τους και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στην εποχή του δεν υπήρχε γυναίκα που να μην ήξερε τη Βοσκοπούλα.
γ) Η Θυσία του Αβραάμ: Πρόκειται για ένα θρησκευτικό δράμα, είδος πολύ δημοφιλές στην εποχή του, που οι πηγές του βρίσκονται στα βυζαντινά και τα ευρωπαϊκά «μυστήρια» του Μεσαίωνα. Τα «μυστήρια» (δραματικές αναπαραστάσεις) είναι ένα θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στο Μεσαίωνα και περιλαμβάνει δράματα θρησκευτικής φύσης που απορρέουν από τους θρύλους των αγίων, από την Παλαιά Διαθήκη και κυρίως από την Καινή Διαθήκη. Υπόθεση του έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως αναφέρεται στο 24ο κεφάλαιο της Γενέσεως.
Υπόθεση της Θυσίας του Αβραάμ: Ένας άγγελος εμφανίζεται στον Αβραάμ και του ανακοινώνει την επιθυμία του Θεού να θυσιάσει το μονάκριβο γιο του Ισαάκ. Η φοβερή αναγγελία συγκλονίζει τον Αβραάμ, όπως και τη Σάρρα και τον Ισαάκ που το πληροφορούνται αργότερα. Ο καθένας όμως αντιδρά με το δικό του τρόπο, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Ο Αβραάμ δε διστάζει ούτε στιγμή να υπακούσει στο θέλημα του Θεού και να τελέσει τη θυσία. Την τελευταία όμως στιγμή ο Κύριος σώζει τον Ισαάκ έχοντας ήδη δοκιμάσει την πίστη του πατέρα του.
Το έργο παραδόθηκε ανώνυμο. Πολλοί μελετητές όμως δέχονται ότι ποιητής της Θυσίας είναι ο Κορνάρος. Το άμεσο πρότυπό του είναι το δράμα Lo Isach του Λουίτζι Γκρότο (Luigi Groto), έργο ιταλικό.
Ο ποιητής ενδιαφέρεται λιγότερο για την εξωτερική δράση και περισσότερο για την εσωτερική εξέλιξη των προσώπων. Με ιδιαίτερη ευαισθησία ψυχογραφεί τη Σάρρα, τη μάνα που αγωνίζεται να γλιτώσει το γιο της χωρίς όμως να εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού.
Το ποιητικό κατόρθωμα του Κρητικού ποιητή είναι ότι κατάφερε να συνθέσει ένα έργο ανώτερο από τα ευρωπαϊκά πρότυπά του. Η δέση και η λύση του μύθου, οι περιπέτειες, η σκηνική οικονομία, οι ζωντανοί χαρακτήρες, ο λυρισμός και η λιτότητα του ύφους θυμίζουν κλασική τραγωδία. Το έργο είναι γραμμένο στη λαϊκή κρητική γλώσσα εμπλουτισμένη με λαϊκές παροιμίες, δίστιχα, ευχές, γνώμες και μοιρολόγια.
Η Θυσία του Αβραάμ έγινε λαϊκό ανάγνωσμα στην Κρήτη και στα Επτάνησα. Πολλοί στίχοι του έργου έγιναν λαϊκά μοιρολόγια και μαντινάδες.
δ) Στο κρητικό θέατρο ανήκουν εννέα έργα όλα θεατρικά (εκτός από την πρώιμη Βοσκοπούλα και τον Ερωτόκριτο). Από αυτά τρία γράφτηκαν από τον ποιητή Γεώργιο Χορτάτζη, η Ερωφίλη (τραγωδία), ο Κατζούρπος (κωμωδία) και η Πανώρια (ποιμενικό δράμα).
Στις τραγωδίες εκτός από την Ερωφίλη ανήκουν επίσης: 1) Ο Βασιλεύς Ροδολίνος, που γράφτηκε από τον ποιητή Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλο από το Ρέθυμνο και τυπώθηκε επίσης στη µενετία το 1647 και 2) ο Ζήνων, που δεν είναι σίγουρο πως είναι κρητικό έργο, μια και ο ποιητής του είναι άγνωστος, ενώ έχει αποδειχτεί πως γράφτηκε και παραστάθηκε στη Ζάκυνθο στα 1682-1683.
Στις κωμωδίες ανήκουν: 1) ο Κατζούρμπος, που είναι το ωριμότερο έργο του Χορτάτζη, ο οποίος όταν βρισκόταν στη Βενετία γνώρισε ανάλογες ιταλικές κωμωδίες, 2) ο Στάθης, έργο του οποίου ο ποιητής είναι άγνωστος και 3) ο Φορτουνάτος του Κρητικού ποιητή Μάρκου-Αντώνιου Φόσκολου.
Την ποιμενική ποίηση εκπροσωπεί εκτός από τη Βοσκοπούλα, η Πανώρια, γνωστή και ως Γύπαρης, που πρωτοτυπώθηκε στη Βενετία το 1583. Το θέμα του δράματος είναι ολόκληρο παρμένο από την αρχαία μυθολογία (από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου).
ε) Η Ερωφίλη είναι πεντάπρακτη τραγωδία στον τύπο των αρχαίων τραγωδιών με επεισόδια και χορικά.
Υπόθεση της Ερωφίλης: Ο γιος του βασιλιά της Τζέρτζας Πανάρετος έπειτα από το θάνατο του πατέρα του πέφτει στα χέρια του βασιλιά της Αιγύπτου Φιλόγονου, που τον μεγαλώνει μαζί με την κόρη του Ερωφίλη και τον περιβάλλει με πολλές τιμές για τη σύνεση και την ανδρεία του. Όταν μεγαλώνουν τα δυο παιδιά ερωτεύονται και παντρεύονται κρυφά. Ο Φιλόγονος πληροφορείται το μυστικό τους, εξαγριώνεται, σκοτώνει τον Πανάρετο και προσφέρει τα μέλη του κομματιασμένα στην Ερωφίλη, η οποία αυτοκτονεί από τη λύπη της. Ο χορός των κοριτσιών-ακολούθων της σκοτώνει τον πατέρα της και με τον τρόπο αυτό τιμωρείται ο Φιλόγονος, ο οποίος είχε δολοφονήσει τον αδελφό του και του είχε αρπάξει το θρόνο.
Η τραγωδία γράφτηκε με πρότυπο την ιταλική τραγωδία Ορμπέκε (Orbecche) του Τζιράλντι (G. Battista Giraldi). Όπως συμβαίνει στις ευρωπαϊκές τραγωδίες, ανάμεσα στις πέντε πράξεις παρεμβάλλονται τέσσερα «ιντερμέδια» (= μουσικοχορευτικά κομμάτια με διαφορετική υπόθεση) που αποτελούν ολόκληρο εμβόλιμο δράμα. Τα «ιντερμέδια» αυτά έχουν ως θέμα τους ένα επεισόδιο παρμένο από το έργο του Ιταλού ποιητή Τορκουάτο Τάσσο Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Torquato Tasso, Gerusalemne Liberata). Ποιητής της Ερωφίλης είναι ο Γεώργιος Χορτάτζης από το Ρέθυμνο, ο οποίος εκτός από το πηγαίο ταλέντο του διέθετε μεγάλη ελληνική και ιταλική παιδεία. Ο Κωστής Παλαμάς ονόμασε τον Χορτάτζη «πατέρα της νέας μας δραματικής τέχνης».
Η Ερωφίλη έγινε έργο πανελλήνιο και διαβάστηκε πολύ. Οι μελετητές βρίσκουν ότι το έργο έχει αναμφισβήτητες λογοτεχνικές και θεατρικές αρετές. Για πρώτη φορά εκδόθηκε το 1637 στη Βενετία μετά το θάνατο του ποιητή.