Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)
24ο Κεφάλαιο: Σχηματισμός των Ενρινόληκτων και Υγρόληκτων Ρημάτων της Α΄ Συζυγίας 26ο Κεφάλαιο: Ρήματα Συνηρημένα ή Περισπώμενα Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

25ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

 

1. Ενεργητικός και μέσος αόριστος β΄

310. Πολλά ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από το θέμα με τις ολικές καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού στην οριστική και του αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις (καθώς και στο απαρέμφατο και τη μετοχή). Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος. Π.χ. βάλλω, ενεργ. αόρ. β΄ ἔ-βαλ-ον, ἔ-βαλ-ες, ἔ-βαλ-ε κτλ., μέσ. αόρ. β΄ ἐ-βαλ-όμην, (ἐ-βάλ-εσο =) ἐ-βάλ-ου, ἐ-βάλ-ετο κτλ.

 

311. Παράδειγμα σχηματισμού ενεργητικού και μέσου αορίστου β΄

ρ. βάλλω (θ. βαλ-)

 

α) Ενεργητικός αόριστος β΄

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφ.

Μετοχή

ἔ-βαλ-ον

ἔ-βαλ-ες

ἔ-βαλ-ε

ἐ-βάλ-ομεν

ἐ-βάλ-ετε

ἔ-βαλ-ον

ἐ-βάλ-ετον

ἐ-βαλ-έτην

βάλ-ω

βάλ-ῃς

βάλ-ῃ

βάλ-ωμεν

βάλ-ητε

βάλ-ωσι(ν)

βάλ-ητον

βάλ-ητον

βάλ-οιμι

βάλ-οις

βάλ-οι

βάλ-οιμεν

βάλ-οιτε

βάλ-οιεν

βάλ-οιτον

βαλ-οίτην

 —

βάλ-ε

βαλ-έτω

βάλ-ετε

βαλ-όντων

βάλ-ετον

βαλ-έτων

 

 

 

βαλ-εῖν

βαλ-ὼν

βαλ-οῦσα

βαλ-ὸν

(πβ. τα νεοελλ.: έβαλα, έβαλες, έβαλε κτλ.· να βάλω, βάλεις, βάλει κτλ.· βάλε κτλ.).

 

β) Μέσος αόριστος β΄

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφ.

Μετοχή

ἐ-βαλ-όμην

ἐ-βάλ-ου

ἐ-βάλ-ετο

ἐ-βαλ-όμεθα

ἐ-βάλ-εσθε

ἐ-βάλ-οντο

ἐ-βάλ-εσθον

ἐ-βαλ-έσθην

βάλ-ωμαι

βάλ-ῃ

βάλ-ηται

βαλ-ώμεθα

βάλ-ησθε

βάλ-ωνται

βάλ-ησθον

βάλ-ησθον

βαλ-οίμην

βάλ-οιο

βάλ-οιτο

βαλ-οίμεθα

βάλ-οισθε

βάλ-οιντο

βάλ-οισθον

βαλ-οίσθην

 

βαλ-οῦ

βαλ-έσθω

 

βάλ-εσθε

βαλ-έσθων

βάλ-εσ θον

βαλ-έσθων

 

 

 

βαλ-έσθαι

βαλ-όμενος

βαλ-ομένη

βαλ-όμενον

 

Παρατηρήσεις στο σχηματισμό του ενεργητ. και μέσου αορίστου β΄

312. Του ενεργητικού αορίστου β΄:

1.   Το απαρέμφατο και η μετοχή τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (το απαρέμφατο με περισπωμένη και η μετοχή αρσενικού με οξεία)· μαθεῖν, ἐλθεῖν - μαθών, ἐλθών.

2.   Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής των ρ. ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ, όταν δεν είναι σύνθετο, τονίζεται στή λήγουσα: (ἔρχομαι - ἦλθον) ἐλθέ, (εὑρίσκω - ηὗρον) εὑρέ, (λαμβάνω - ἔλαβον) λαβέ, (λέγω - εἷπον) εἰπέ, (ὁρῶ - εἶδον) ἰδὲ (αλλά: ἄπελθε, ἔξευρε, παράλαβε, πρόειπε, πάριδε).

313. Του μέσου αορίστου β΄:

1.   Το απαρέμφατο (είτε απλό είτε σύνθετο) τονίζεται στην παραλήγουσα: γενέσθαι, λαβέσθαι - συγγενέσθαι, ἀντιλαβέσθαι.

2.   Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής (είτε απλό είτε σύνθετο) κανονικά τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: γενοῦ, λαβοῦ - συγγενοῦ, ἀντιλαβοῦ· αν όμως είναι μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στην παραλήγουσα: (ἔχομαι - ἐσχόμην) σχοῦ - παράσχου, (ἕπομαι - ἑσπόμην) σποῦ - ἐπίσπου.

314. 1. Ο αόρ. β΄, όπως είδαμε (§ 310), στην οριστική έχει τις καταλήξεις του αντίστοιχου παρατατικού και στις άλλες εγκλίσεις έχει τις καταλήξεις του αντίστοιχου ενεστώτα. Ξεχωρίζεται όμως από το θέμα του, που είναι διαφορετικό από το θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού. Έτσι σε μερικά ρήματα ο αόρ. β΄ σχηματίζεται:

α) από το καθαρό ρηματ. θέμα, χωρίς τα προσφύματα του ενεστώτα και του παρατατικού: (αἰσθ-άν-ομαι) ᾐσθ-όμην, αἴσθ-ωμαι, αἰσθ-οίμην κτλ., (ἁμαρτ-άν-ω) ἥμαρτ-ον, ἁμάρτ-ω, ἁμάρτ-οιμι κτλ. (λα(ν)θ-άν-ω) ἔ-λαθ-ον, λάθ-ω, λάθ-οιμι κτλ.·

β) από το ρηματ. θ. με συγκοπή: (ἕπ-ομαι, θ. σεπ-) ἑ-σπ-όμην (η δασεία της αύξησης από αναλογική επίδραση του ἕπομαι), (ἔχ-ω, θ. σεχ-) ἔ-σχ-ον·

γ) από το ρηματ. θ. χωρίς τον αναδιπλασιασμό του ενεστώτα: (γί-γνομαι, θ. γε-) ἐ-γεν-όμην, (πί-πτ-ω, θ. πετ-, πεσ-) ἔ-πεσ-ον·

δ) από το ρηματ. θ. με αναδιπλασιασμό: (ἄγ-ω) ἤγαγ-ον, ἀγάγ-ω κτλ.·

ε) από το ρηματ. θ. με τροπή του φωνήεντος: (τρέπ-ω, θ. τρεπ-) ἔ-τραπ-ον·

ς) από το αδύνατο ρηματ. θ. (λείπ-ω, θ. λειπ-, λιπ-) ἔ-λιπ-ον.

2. Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον αόρ. β΄ με θέμα διαφορετικό (από συνώνυμες ρίζες): αἱρέω-ῶ: αόρ. β΄ (με θ. Ϝελ-) -Ϝελ-ον: εἷλ-ον, υποτ. ἕλ-ω κτλ. - ὁράω-ῶ, αόρ. β΄ (με θ. Ϝιδ-) -Ϝιδ-ov: εἶδον, υποτ. ἴδω κτλ.

 

2. Παθητικός μέλλοντας β΄. Παθητικός αόριστος β΄

315. Μερικά ρήματα σχηματίζουν τον παθητ. μέλλοντα και τον παθητ. αόριστο με το χρονικό πρόσφυμα η- και ε- αντί θη- και θε-, δηλ. χωρίς το σύμφωνο θ: γραφ-ή-σομαι, ἐ-γράφ-η-ν, γραφ-ε-ίη-ν, γραφ-έ-ντων κτλ., αντί γραφ-θή-σομαι, ἐ-γράφ-θη-ν, γραφ-θε-ίη-ν, γραφ-θέ-ντων κτλ. (όπως και στη νέα: γράφ-τη-κα και γράφ-η-κα κτλ.).

Ο παθητ. μέλλοντας και ο παθητ. αόριστος που σχηματίζονται μ' αυτόν τον τρόπο λέγονται παθητικός μέλλοντας β΄ και παθητικός αόριστος β΄.

Οι δεύτεροι αυτοί παθητικοί χρόνοι κλίνονται ακριβώς όπως και οι πρώτοι, αλλά στο β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του αορ. β΄ μένει αμετάβλητη η αρχική κατάληξη -θι: γράφη-θι.

 

316. Παράδειγμα σχηματισμού παθητ. μέλλοντα β΄ και παθητ. αορ. β΄

Παθητικ. Μέλλοντας β'

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρ.

Μετοχή

γραφ-ή-σομαι

γραφ-ή-σει

γραφ-ή-σεται

γραφ-η-σόμεθα

γραφ-ή-σεσθε

γραφ-ή-σονται

γραφ-ή-σεσθον

γραφ-ή-σεσθον

 

γραφ-η-σοίμην

γραφ-ή-σοιο

γραφ-ή-σοιτο

γραψ-η-σοίμεθα

γραφ-ή-σοισθε

γραφ-ή-σοιντο

γραφ-ή-σοισθον

γραφ-η-σοίσθην

γραφ-ή-σεσθαι

γραφ-η-σόμενος

γραφ-η-σομένη

γραφ-η-σόμενον

Παθητικ. Αόριστος β΄

ἐ-γράφ-η-ν

ἐ-γράφ-η-ς

ἐ-γράφ-η

ἐ-γράφ-η-μεν

ἐ-γράφ-η-τε

ἐ-γράφ-η-σαν

 

ἐ-γράφ-η-τον

ἐ-γραφ-ή-την

γραφ-ῶ

γραφ-ῇς

γραφ-ῇ

γραφ-ῶμεν

γραφ-ῆτε

γραφ-ῶσι(ν)

 

γραφ-ῆτον

γραφ-ῆτον

γραφ-είην

γραφ-είης

γραφ-είη

γραφ-είημεν (-εῖμεν)

 γραφ-είητε (-εῖτε)

γραφ-είησαν (-εῖεν)

 

γραφ-είητον (-εῖτον)

γραφ-ειήτην (-είτην)

 —

γράφ-η-θι

γραφ-ή-τω

 —

γράφ-η-τε

γραφ-έ-ντων ή γραφ-ή-τωσαν

γράφ-η-τον

γραφ-ή-των

γραφ-ῆ-ναι

γραφ-εὶς

γραφ-εῖσα

γραφ-ὲν

 

Παρατηρήσεις στους δεύτερους παθητικούς χρόνους

317. 1) Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματικό θέμα με φωνήεν ε τρέπουν στους δεύτερους παθητ. χρόνους το ε σε α βραχύχρονο: (κλέπτω, θ. κλεπ-) ἐ-κλάπ-ην, (πλέκ-ω) ἐ-πλάκ-ην, (τρέπ-ω) ἐ-τράπ-ην, (στρέφ-ω) στραφ-ήσομαι, ἐ-στράφ-ην, (τρέφ-ω) τραφ-ήσομαι, ἐ-τράφ-ην (πβ. § 309, β). Εξαιρούνται τα σύνθετα του ρ. -λέγω (= συλλέγω): συλ-(ἐκ)-λεγ-ήσομαι, συν-(ἐξ)-ε-λέγ-ην.

2) Όσα ρήματα έχουν μονοσύλλαβο ρηματ. θέμα με φωνήεν η συ­στέλλουν στους β΄ παθητ. χρόνους το η αυτό σε α βραχύχρονο: (σή-π-ω) σαπ-ήσομαι, ἐ-σάπ-ην, (τήκ-ω) τακ-ήσομαι, ἐ-τάκ-ην, (ἐκ-πλήττω, θ. πληγ-) ἐκ-πλαγ-ήσομαι, ἐξ-ε-πλάγ-ην, (κατα-πλήττω) κατα-πλαγ-ήσομαι, κατ-επλάγ-ην. Εξαιρείται το απλό πλήττω (θ. πληγ-) πληγ-ήσομαι, ἐ-πλήγ-ην.

 

3. Ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος β΄

318. Μερικά συμφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό παρακείμενο και υπερσυντέλικο χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ ή χωρίς να τρέπουν τον ψιλόπνοο ή μέσο χαρακτήρα του ρηματικού θέματος σε δασύπνοο: (φεύγ-ω) πέ-φευγ-α, ἐ-πε-φεύγ-ειν· (λείπ-ω) λέ-λοιπ-α, ἐ-λε-λοίπ-ειν (πβ. § 285 και § 296).

Ο παρακείμενος ή ο υπερσυντέλικος που σχηματίζεται με αυτόν τον τρόπο λέγεται ενεργητικός παρακείμενος δεύτερος ή ενεργητικός υπερσυντέλικος δεύτερος.

319. Ο ενεργ. παρακείμενος β΄ και ο ενεργ. υπερσυντέλικος β΄ κλίνονται όπως οι πρώτοι, αλλά το φωνήεν ε του θέματος τρέπεται σε ο και το εκτείνεται σε η (ή σε , αν προηγείται ρ):

πάσχω  (θ. πενθ-)  πέ-πονθ-α   ἐ-πε-πόνθ-ειν
πείθω (θ. πειθ-)   πέ-ποιθ-α    ἐ-πε-ποίθ-ειν
τίκτω  (θ. τεκ-)     τέ-τοκ-α ἐ-τε-τόκ-ειν
γίγνομαι (θ. γεν-)  γέ-γον-α   ἐ-γε-γόν-ειν
φαίνω (θ. φᾰν-)  πέ-φην-α  ἐ-πε-φήν-ειν
κράζω (θ. κρᾰγ-)   κέ-κρᾱγ-α   ἐ-κε-κράγ-ειν

Σημ. Βλ. και κατάλογο ανώμ. ρημάτων (Παράρτημα).

 

4. Γενικές παρατηρήσεις στους δεύτερους χρόνους

320. Πολύ σπάνια ο ίδιος χρόνος ενός ρήματος (μέλλοντας ή αόριστος ή παρακείμενος ή υπερσυντέλικος) σχηματίζεται και ως α΄ και ως β΄ χωρίς διαφορά σημασίας:

ἀλλάττω: παθ. αόρ. α΄ ἠλλάχθην και β΄ ἠλλάγην·

βλάπτω: παθ. αόρ. α΄ ἐβλάφθην και β΄ ἐβλάβην·

λέγω: ενεργ. αόρ. α΄ ἔλεξα και εἶπα (που έχει εύχρηστους τύτους: οριστ. β΄ εν. εἶπας, β΄ πληθ. εἴπατε, ευκτ. α΄ πληθ. εἴπαιμεν, προστ. β΄ πληθ. εἴπατε) και ενεργητ. αόρ. β΄ εἶπον (χωρίς β΄ πληθ. της οριστ. που παίρνεται από το εἶπα

συλ-λέγω: παθ. αόρ. α΄ συνελέχθην και β΄ συνελέγην·

φέρω: ενεργ. αόρ. α΄ ἤνεγκα (που έχει εύχρηστους όλους τους τύ­πους, εκτός από τη μετοχή και το β΄ εν. πρόσ. της προστ.) και ενεργητ. αόρ. β΄ ἤνεγκον (που έχει εύχρ. τύπους: οριστ. μόνο το α΄ εν. και μόνο σύνθ. διήνεγκον, υποτ. ἐνέγκω κτλ., ευκτ. ἐνέγκοιμι κτλ., προστ. μόνο ἔνεγκε - ἐνεγκέτω, απαρ. ἐνεγκεῖν, μετ. ἐνεγκών

δια-φθείρω: ενεργ. πρκμ. α΄ διέφθαρκα και β΄ διέφθορα κ.ά.

321. Συνήθως, όταν ο ίδιος χρόνος ενός ρήματος βρίσκεται και ως α΄ και ως β΄, ο ένας τύπος έχει διαφορετική σημασία από τον άλλο:

ἐτρεψάμην (μτβ. = έτρεψα κάποιον σε φυγή) - ἐτραπόμην (= έτρεψα τον εαυτό μου προς κάτι, διευθύνθηκα)·

ἐφάνθην (= φανερώθηκα από άλλον) - ἐφάνην (= φανέρωσα τον εαυτό μου)·

πέπεικα (= έχω πείσει κάποιον) - πέποιθα (= είμαι πεισμένος, έχω πεποίθηση)·

πέπραχα (= έχω κάμει κάτι) - πέπραγα (αμετάβ. = βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση).