Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Γυμνασίου - Λυκείου)
22ο Κεφάλαιο: Σχηματισμός των Φωνηεντόληκτων Ασυναίρετων Ρημάτων 24ο Κεφάλαιο: Σχηματισμός των Ενρινόληκτων και Υγρόληκτων Ρημάτων της Α΄ Συζυγίας Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

23ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΦΩΝΟΛΗΚΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

1. Ενεστώτας και παρατατικός ενεργητ. και μέσης φωνής

292. Από τα αφωνόληκτα ρήματα (δηλ. όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα π, β, φ - κ, γ, χ - τ, δ, θ) μερικά σχηματίζουν τον ενεστώτα (και τον παρατατικό) από το ρηματικό θέμα αμετάβλητο: βλέπ-ω, δρέπ-ω, ἕπ-ομαι, ἕρπ-ω, λείπ-ω, πέμπ-ω, πρέπ-ει (βλ. § 361), ῥέπ-ω, σήπ-ω, τέρπ-ω· ἀμείβ-ω, θλῑ 'β-ω, λείβ-ω (= στάζω), σέβ-ω, τρίβ-ω· ἀλείφ-ω, γλῠ΄φ-ω (= σκαλίζω), γρᾰ'φ-ω, μέμφ-ομαι, νῑ΄φ-ω (= χιονίζω), στέφ-ω, στρέφ-ω, τρέφ-ω ǁ διώκ-ω, εἴκ-ω (= υποχωρώ), ἕλκ-ω, ἥκ-ω (= έχω έρθει), πλέκ-ω, τήκ-ω· ἄγ-ω (), ἀρήγ-ω (= βοηθώ), ἐπείγ-ω (= βιάζω, επιταχύνω), λήγ-ω, ὀρέγ-ω, πνῑ'γ-ω, φεύγ-ω· ἄρχ-ω, βρέχ-ω, γλίχ-ομαι (= επιθυμώ), δέχ-ομαι, ἐλέγχ-ω, ἔρχ-ομαι, εὔχ-ομαι, ἔχ-ω, μάχ-ομαι, τρέχ-ω, ψήχ-ω (= τρίβω), ψῡ'χ-ω || πέτ-ομαι (= πετώ)· ᾄδ-ω, ἐρείδ-ω (= στηρίζω), ἥδ-ομαι (= ευχαριστιέμαι), καθεύδ-ω (= κοιμούμαι), κυλίνδ-ω (= κυλώ), σπένδ-ω (= κάνω σπονδή, στάζω), σπεύδ-ω, φείδ-ομαι, ψεύδ-ομαι· αἴθ-ω (= καίω), κλώθ-ω, πείθ-ω, πλήθ-ω (= είμαι γεμάτος) κ.ά.

Τα περισσότερα όμως αφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον ενεστώτα και τον παρατατικό από το ρηματικό θέμα μετασχηματισμένο. Δηλαδή:

1. Τα χειλικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργ. και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα τ και έτσι με την τροπή του χαρακτήρα β ή φ σε π λήγουν σε -πτω, -πτομαι (βλ. § 70, 1):

(θ. κοπ-, πβ. κοπ-ὴ

κόπ-τ-ω 

κόπ-τ-ομαι  

ἔ-κοπ-τ-ον 

ἐ-κοπ-τ-όμην

(θ. βλαβ-, πβ. βλάβ-η· βλάβ-τ-ω =)  

βλάπ-τ-ω  

βλάπ-τ-ομαι   

ἔ-βλαπ-τ-ον 

ἐ-βλαπ-τ-όμην

(θ. κρυφ-, πβ. κρύφ-α· κρύφ-τ-ω =)     

κρύπ-τ-ω  

κρύπ-τ-ομαι

ἔ-κρυπ-τ-ον

ἐ-κρυπ-τ-όμην

                                                        

Έτσι και τα ρ. ἀστράπ-τ-ω, κλέπ-τ-ω, ῥίπ-τ-ω· σκήπ-τ-ω (= στηρίζω), τύπ-τ-ω· (καλύβ-τ-ω =) καλύπ-τ-ω· (ἅφ-τ-ω =) ἅπ-τ-ω, (θάφ-τ-ω =) θάπ- τ-ω, (κύφ-τ-ω =) κύπ-τ-ω, (ῥάφ-τ-ω =) ῥάπ-τ-ω, (σκάφ-τ-ω =) σκάπ-τ-ω κ.ά.

2.   Τα ουρανικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j (βλ. § 16, σημ. ) και συγχωνεύουν τον ουρανικό χαρακτήρα κ, γ, χ με το j σε ττ ή σσ (βλ. § 67, 2, α)· έτσι λήγουν σε -ττω, -ττομαι (ή -σσω, -σσομαι):

(θ. φυλακ-, πβ. φυλακ-ή· φυλάκ-j-ω =)  

φυλάττ-ω 

φυλάττ-ομαι

ἐ-φύλαττ-ον 

ἐ-φυλαττ-όμην

(θ. ἀλλαγ-, πβ. ἀλλαγ-ή· ἀλλάγ-j-ω =)      

ἀλλάττ-ω   

ἀλλάττ-ομαι

ἤλλαττ-ον

ἠλλαττ-όμην

(θ. ταραχ-, πβ. ταραχ-ή· ταράχ-j-ω =)       

ταράττ-ω   

ταράττ-ομαι 

ἐ-τάραττ-ον ἐ-

ταραττ-όμην

Έτσι και τα ρ. (ἑλίκ-j-ω =) ἑλίττω - (κηρύκ-j-ω =) κηρύττω - (πτή-κ-j-ω =) πτήσσω (= ζαρώνω από φόβο) - (φρίκ-j-ω =) φρίττω - (χαρά-κ-j-ω =) χαράττω· (ἀίγ-j-ω = ἀίττω =) ᾄττω (= κινούμαι, με ορμή) - (μάγ-j-ω =) μάττω (= ζυμώνω, δουλεύω κάτι με τα χέρια, σφουγγίζω) - (πατάγ-j-ω =) πατάσσω - (πλήγ-j-ω =) πλήττω - (πράγ-j-ω =) πράττω - (ῥάγ-j-ω =) ῥάσσω (= χτυπώ) - (σπαράγ-j-ω =) σπαράττω - (συ-ρίγ-j-ω =) συ-ρίττω - (σφάγ-j-ω =) σφάττω - (τάγ-j-ω =) τάττω - (φράγ-j-ω =) φράττω· (ἀνα-πτύχ-j-ω =) ἀναπτύσσω - (ὀρύχ-j-ω =) ὀρύττω κ.ά.

3.   Τα οδοντικόληκτα ρήματα, για να σχηματίσουν το χρονικό θέμα του ενεστώτα και του παρατατικού στην ενεργητική και μέση φωνή, παίρνουν στο τέλος του ρηματικού θέματος το πρόσφυμα j και έπειτα ό­σα έχουν ρηματικό χαρακτήρα θ ή τ τον συγχωνεύουν με το j σε ττσσ), ενώ όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ τόν συγχωνεύουν με το j σε ζ (βλ. § 67, 2, α και β):

(θ. πλαθ-, πλάθ-j-ω =)

πλάττ-ω 

πλάττ-ομαι 

ἔ-πλαττ-ον

ἐ-πλαττ-όμην

(θ. πυρετ-, πυρέτ-j-ω =)

πυρέττ-ω

ἐ-πύρεττ-ον

(θ. ἐλπιδ-, ἐλπίδ-j-ω =)         

ἐλπίζ-ω   

ἤλπιζ-ον

(θ. ὀδ-, ὄδ-j-ω =)      

ὄζ-ω (= μυρίζω),

χωρίς άλλους χρόνους

(θ. παιδ-, παίδ-j-ω =)     

παίζ-ω   

ἔ-παιζ-ον

 

Έτσι και τα ρ. (ἐρέτ-j-ω =) ἐρέσσω (= τραβώ κουπί) - (ἐρίδ-j-ω =) ἐρίζω - (κομίδ-j-ω =) κομίζω - (ληίδ-j-ομαι =) λῄζομαι (= ληστεύω) - (σφραγίδ-j-ω =) σφραγῐ΄ζω - (σχίδ-j-ω =) σχῐ΄ζω - (φροντίδ-j-ω =) φροντῐ΄ζω - (ψηφίδ-j-ω =) ψηφῐ΄ζω - (κλύδ-j-ω =) κλύζω (= περιβρέχω, ορμώ και σκεπάζω με τα κύματα) - (φράδ-j-ω =) φράζω (= λέγω) κ.ά.

 

2. Ενεργητικός και μέσος μέλλοντας.

Ενεργητικός και μέσος αόριστος α΄

293. Στον ενεργητικό και μέσο μέλλοντα και στον ενεργητικό και μέσο αόριστο α΄ ο ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων, όταν βρεθεί εμπρός από το χρονικό χαρακτήρα σ (βλ. § 284), παθαίνει τις κανονικές μεταβολές (βλ. § 67, 1 και § 64, 5), δηλαδή:

α) ο χειλικός χαρακτήρας (π, β, φ) ενώνεται με το χρονικό χαρακτήρα σ σε ψ:

(τρέπ-ω, θ. τρεπ-) τρέψω, ἔτρεψα - τρέψομαι, ἐτρεψάμην

(τρίβ-ω, θ. τριβ-) τρίψω, ἔτριψα - τρίψομαι, ἐτριψάμην

(κρύπτω, θ. κρυφ-) κρύψω, ἔκρυψα - κρύψομαι, ἐκρυψάμην

β) ο ουρανικός χαρακτήρας (κ, γ, χ) ενώνεται με το χρονικό χαρακτήρα σ σε ξ:

(φυλάττ-ω, θ. φυλακ-) φυλάξω, ἐφύλαξα - φυλάξομαι, ἐφυλαξάμην

(τάττ-ω, θ. ταγ-) τάξω, ἔταξα - τάξομαι, ἐταξάμην

γ) ο οδοντικός χαρακτήρας (τ, δ, θ) εμπρός από το χρονικό χαρακτήρα σ αποβάλλεται:

(ἁρμόττ-ω, θ. ἁρμοτ-) ἁρμόσω, ἥρμοσα

(ψεύδ-ομαι, θ. ψευδ-) ψεύσομαι, ἐψευσάμην

(πείθ-ω, θ. πειθ-) πείσω, ἔπεισα - πείσομαι, ἐπεισάμην.

 

294. Παραδείγματα σχηματισμού ενεργητ. και μέσου μέλλοντα

και ενεργητ. και μέσου αορ. α΄ των αφωνόληκτων ρημάτων

Ρήματα τρέπω (θ. τρεπ-), τάττω (θ. ταγ-), πείθω (θ. πειθ-)

Χρόνοι

Οριστική

Υποτα-

κτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

Ενεργ. Μέλλ.

τρέψω

τάξω

πείσω

τρέψοιμι

τάξοιμι

πείσοιμι

τρέψειν

τάξειν

πείσειν

τρέψων

τάξων

πείσων

Ενεργ. Αόρ. α΄

ἔτρεψα

ἔταξα

ἔπεισα

τρέψω

τάξω

πείσω

τρέψαιμι

τάξαιμι

πείσαιμι

τρέψον, -άτω

τάξον

πεῖσον

τρέψαι

τάξαι

πεῖσαι

τρέψας

τάξας

πείσας

Μέσος Μέλλ.

τρέψομαι

τάξομαι

πείσομαι

τρεψοίμην

ταξοίμην

πεισοίμην

τρέψεσθαι

τάξεσθαι

πείσεσθαι

τρεψόμενος

ταξόμενος

πεισόμενος

Μέσος Αόρ. α΄

ἐτρεψάμην

ἐταξάμην

ἐπεισάμην

τρέψωμαι

τάξωμαι

πείσωμαι

τρεψαίμην

ταξαίμην

πεισαίμην

τρέψαι, -άσθω

τάξαι

πεῖσαι

τρέψασθαι

τάξασθαι

πείσασθαι

τρεψάμενος

ταξάμενος

πεισάμενος

295. Τα υπερδισύλλαβα ρήματα σε -ίζω, όσα έχουν ρηματικό χαρακτήρα δ, σχηματίζουν τον ενεργητ. και μέσο μέλλοντα χωρίς το χρονικό χαρακτήρα σ σε -ιῶ και -ιοῦμαι (που κλίνεται κατά τα συνηρημένα σε -έω, πβ. § 323, β). Π.χ. του ρ. κομίζω (θ. κομιδ-):

Ενεργ. μέλλ. οριστ. κομιῶ, -ιεῖς, -ιεῖ, -ιοῦμεν, -ιεῖτε, -ιοῦσι(ν)
  ευκτ. κομιοῖμι, -ιοῖς, -ιοῖ (ή -ιοίην, -ιοίης, -ιοίη), -ιοῖμεν, -ιοῖτε, -ιοῖεν
  απαρ. κομιεῖν - μετοχή κομιῶν, -ιοῦσα, -ιοῦν.
Μέσος μέλλ. οριστ. κομιοῦμαι, -ιεῖ, -ιεῖται, -ιούμεθα, -ιεῖσθε, -ιοῦνται
  ευκτ. κομιοίμην, -ιοῖο, -ιοῖτο, -ιοίμεθα, -ιοῖσθε, -ιοῖντο
  απαρ. κομιεῖσθαι - μετοχή κομιούμενος, -ιουμένη, -ιούμενον.

Όμοια και πορίζω - ποριῶ, ποριοῦμαι· νομίζω - νομιῶ· ἀγωνίζομαι - ἀγωνιοῦμαι· λογίζομαι - λογιοῦμαι· φροντίζω - φροντιῶ κ.ά. (αλλά: κτίζω - κτίσω, σχίζω - σχίσω κτλ.).

 

3. Ενεργητικός παρακείμενος και υπερσυντέλικος

296. Από τα αφωνόληκτα ρήματα:

1.   Τα οδοντικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητ. παρακείμενο και υπερσυντέλικο όπως τα φωνηεντόληκτα, δηλ. με το χρονικό χαρακτήρα κ· αλλά εμπρός από αυτόν αποβάλλουν τον οδοντικό χαρακτήρα του ρηματικού θέματος:

κομίζω (θ. κομιδ-), παρακείμ. κε-κόμι-κα, υπερσ. ἐ-κε-κομί-κειν

πείθω (θ. πειθ-),       » πέ-πει-κα, » ἐ-πε-πεί-κειν.

2.   Τα χειλικόληκτα και ουρανικόληκτα σχηματίζουν τον ενεργητικό παρακείμενο και υπερσυντέλικο χωρίς το χρονικό χαρακτήρα κ, αλλά το χαρακτήρα του ρηματ. θέματος, αν είναι άφωνο ψιλόπνοο ή μέσο, τον τρέπουν στο αντίστοιχό του δασύπνοο (δηλ. το π ή β σε φ και το κ ή γ σε χ· βλ. § 22):

κόπτω (θ. κοπ-), παρακείμ.   κέ-κοφ-α, υπερσ. ἐ-κε-κόφ-ειν
τρίβω (θ. τριβ-), » τέ-τριφ-α, » ἐ-τε-τρίφ-ειν
γράφω (θ. γραφ-), » γέ-γραφ-α, » ἐ-γε-γράφ-ειν
κηρύττω (θ. κηρυκ-), » κε-κήρυχ-α, » ἐ-κε-κηρύχ-ειν
τάττω (θ. ταγ-),   » τέ-ταχ-α  » ἐ-τε-τάχ-ειν
ταράττω (θ. ταραχ-), » τε-τάραχ-α, » ἐ-τε-ταράχ-ειν.

                          

3. Όσα έχουν ε εμπρός από τον ρηματ. χαρακτήρα τρέπουν συνήθως στον ενεργ. παρακείμενο και υπερσυντέλικο το ε αυτό σε ο:

κλέπτω (θ. κλεπ-), παρακείμ. κέ-κλοφ-α, υπερσ. (ἐ-κε-κλόφ-ειν)
τρέπω (θ. τρεπ-),  » τέ-τροφ-α, » (ἐ-τε-τρόφ-ειν)
φέρω (θ. ἐνεκ-), » ἐν-ήνοχ-α, » ἐν-ηνόχ-ειν (βλ. § 273)·

(αλλά: πλέκ-ω, πέ-πλεχ-α, ἐ-πε-πλέχ-ειν).

 

4. Παθητικός μέλλοντας α΄ και παθητ. αόριστος α΄

297. Στον παθητ. μέλλοντα α΄ και τον παθητ. αόριστο α΄ ο ρηματικός χαρακτήρας των αφωνόληκτων ρημάτων εμπρός από το θ του χρονικού προσφύματος θη (θε) παθαίνει τις κανονικές μεταβολές (βλ. § 70, 1 και 3), δηλαδή:

α) αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο χειλικό (π, β), τρέπεται στο αντίστοιχό του δασύπνοο φ:

λείπ-ω   (θ. λειπ-), λειφ-θήσομαι, ἐ-λείφ-θην
καλύπ-τ-ω (θ. καλυβ-), καλυφ-θήσομαι, ἐ-καλύφ-θην

β) αν είναι ψιλόπνοο ή μέσο ουρανικό (κ, γ), τρέπεται στο αντίστοιχό του δασύπνοο χ:

κηρύττω (θ. κηρυκ-), κηρυχ-θήσομαι, ἐ-κηρύχ-θην
ἄγ (θ. ἀγ-), ἀχ-θήσομαι, ἤχ-θην

γ) αν είναι οδοντικό (τ, δ, θ) τρέπεται σε σ:

ἁρμόττω¹ (θ. ἁρμοτ-),  —    ἡρμόσ-θην
ψεύδομαι (θ. ψευδ-),   ψευσ-θήσομαι, ἐψεύσ-θην
πείθομαι (θ. πειθ-),   πεισ-θήοομαι, ἐ-πείσ-θην.

1. Το ρ. ἁρμόττω έχει και παράλληλο τύπο ἁρμόζω με θ. ἁρμοδ- (πβ. ἁρμόδ-ιος) και ἁρμογ- (πβ. ἁρμογή, ἐφαρμογή).

 

5. Παρακείμενος και υπερσυντέλικος της μέσης φωνής

298. Τα αφωνόληκτα ρήματα σχηματίζουν τον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο της μέσης φωνής, όπως τα φωνηεντόληκτα, με τις καταλήξεις -μαι (-σαι, -ται κτλ.) και -μην (-σο, -το κτλ.), αλλά κατά το σχηματισμό των τύπων στους χρόνους αυτούς συμβαίνουν τα κανονικά πάθη του χαρακτήρα εμπρός από τις προσωπικές καταλήξεις· π.χ. γέ-γραφ-μαι = γέ-γραμ-μαι, γέ-γραφ-σαι = γέ-γραψαι κτλ.


 

299. Παραδείγματα σχηματισμού μέσου παρακειμένου

και υπερσυντελίκου των αφωνόληκτων ρημάτων

Ρήματα πράττομαι, γράφομαι, πείθομαι

Οριστική

Προστακτική

Απαρέμ-
φατο

Μετοχή

 

πέ-πραγ-μαι

πέ-πραξαι

πέ-πρακ-ται

πε-πράγ-μεθα

πέ-πραχ-θε

πεπραγμένοι εἰσὶ(ν)

πέ-πραχ-θον

πέ-πραχ-θον

θ. πραγ-

ἐ-πε-πράγ-μην

ἐ-πέ-πραξο

ἐ-πέ-πρακ-το

ἐ-πε-πράγ-μεθα

ἐ-πέ-πραχ-θε

πεπραγμένοι ἦσαν

ἐ-πέ-πραχ-θον

ἐ-πε-πράχ-θην

 

 —

πέ-πραξο

πε-πράχ-θω

 —

πέ-πραχ-θε

πε-πράχ-θων

πέ-πραχ-θον

πε-πράχ-θων

πε-πρᾶχ-θαι

πε-πραγ-μένος

πε-πραγ-μένη

πε-πραγ-μένον

 

γέ-γραμ-μαι

γέ-γραψαι

γέ-γραπ-ται

γε-γράμ-μεθα

γέ-γραφ-θε

γεγραμμένοι εἰσὶ(ν)

γέ-γραφ-θον

γέ-γραφ-θον

θ. γραφ-

ἐ-γε-γράμ-μην

ἐ-γέ-γραψο

ἐ-γέ-γραπ-το

ἐ-γε-γράμ-μεθα

ἐ-γέ-γραφ-θε

γεγραμμένοι ἦσαν

ἐ-γέ-γραφ-θον

ἐ-γε-γράφ-θην

 —

γέ-γραψο

γε-γράφ-θω

 

γέ-γραφ-θε

γε-γράφ-θων

γέ-γραφ-θον

γε-γράφ-θων

γε-γράφ-θαι

γε-γραμ-μένος

γε-γραμ-μένη

γε-γραμ-μένον

 

πέ-πεισ-μαι

πέ-πει-σαι

πέ-πεισ-ται

πε-πείσ-μεθα

πέ-πει-σθε

πεπεισμένοι εἰσὶ(ν)

πέ-πει-σθον

πέ-πει-σθον

θ. πειθ-

ἐ-πε-πείσ-μην

ἐ-πέ-πει-σο

ἐ-πέ-πεισ-το

ἐ-πε-πείσ-μεθα

ἐ-πέ-πεισ-θε

πεπεισμένοι ἦσαν

ἐ-πέ-πει-σθον

ἐ-πε-πεί-σθην

 —

πέ-πει-σο

πε-πεί-σθω

 —

πέ-πει-σθε

πε-πεί-σθων

πέ-πει-σθον

πε-πεί-σθων

πε-πεῖ-σθαι

πε-πεισ-μένος

πε-πεισ-μένη

πε-πεισ-μένον

(βλ. § 70, 1, 2 και 3, § 68, I, § 67, 1 και § 64, 1 και 5).

 

300. Τα ρ. στρέφω, τρέπω και τρέφω στον παρακείμενο και τον υπερσυντέλικο της μέσης φωνής τρέπουν το ε του θέματος σε α:

στρέφ-ω

(θ. στρεφ-),

παρακείμ.

ἔ-στραμ-μαι,

υπερσ.

ἐ-στράμ-μην

τρέπ-ω

(θ. τρεπ-),

»

τέ-τραμ-μαι,

»

ἐ-τε-τράμ-μην

τρέφ-ω

(θ. θρεφ-),

»

τέ-θραμ-μαι,

»

ἐ-τε-θράμ-μην.