ΩΩ, ω, ὦ μέγα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]()
ὧδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [δεικτικό επίρρ. ὥς «έτσι» + εγκλιτικό μόριο δε]. ᾠδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ ωδή. [ᾠδή συνηρημένο από ἀοιδή < ἀείδω «τραγουδώ» < ἀFείδω, συγγεν. με αὐδή «φωνή»]. ᾠδικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ στη φρ. ωδικά πτηνά. [παράγ. λ. ᾠδή + παρ. επίθ. -ικός]. ὠδίς, -ῖνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ στον πληθ. κυρίως αἱ ὠδῖνες οι πόνοι του τοκετού, της γέννας.
ΝΕ ωδίνες. [αβέβ. ετυμ., ίσως συγγενικό με ὀδύνη < *ἐδ- (ἔδω «τρώγω») + παρ. επίθ. -ύνη, για την αλλαγή ε σε ο πβ. ἔδοντες > ὀδόντες και για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, λυπώ» πβ. λατ. curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, που προξενούν λύπη»]. ὠθέω -ῶ ΡΗΜΑ
συνήθως για την ανθρώπινη δύναμη 1. ωθώ, σπρώχνω: χερσὶν καὶ ποσὶν τὸν λίθον ὠθῶ. ἐπὶ κεφαλὴν ὠθῶ τινα = σπρώχνω κάποιον, ώστε να πέσει κατακέφαλα. ≠ ἕλκω. 2. μέση φωνή ὠθοῦμαι απωθώ, αποκρούω: ἐώσαντο τὸ εὐώνυμον κέρας = απέκρουσαν το αριστερό κέρας.
ΝΕ ωθώ (με τη σημ. 1). [το ὠθέω εμφανίζεται ως θαμιστικός τύπος ενός ρήματος *ἔθω (*ἔθω/ὠθέω, πβ. πέλομαι/πωλέομαι), πβ. ἔθων = βλάπτων, χωρίς σαφή ετυμολογία]. ὠνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
αγοράζω: ὠνοῦμαί τι παρά τινος = αγοράζω κάτι από κάποιον. ≠ πωλέω. = ἀγοράζω.
[*ων- «αγοράζω» (από όπου ὦν-ος «τιμή αγοράς», ὠν-έομαι, ὠν-ὴ «αγορά», χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού της αρχικής λέξης), *wes-no, αρχ. ινδ. vasná «τιμή», αιολ. ὄννα = ὠνή]. ὥρα (Α), -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εποχή: ἦρος ὥρα = εποχή της άνοιξης. ὥρα θερινή = καλοκαιρινή εποχή. χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα. 2. στους ιστορικούς η εποχή των εκστρατειών, το καλοκαίρι: ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτωμένων... = καθώς διέμεναν σε αποπνικτικές καλύβες κατά το καλοκαίρι... 3. α. η ώρα, χρονική υποδιαίρεση του εικοσιτετραώρου: νυκτὸς ἐν ὥρᾳ = τη νύκτα. β. το έτος γενικά:
4. ο κατάλληλος χρόνος ή εποχή για κάτι: ὅταν ὥρᾳ ἥκῃ = όταν φτάσει ο κατάλληλος χρόνος. ἐμοὶ δοκεῖ οὐχ ὥρα εἶναι καθεύδειν = μου φαίνεται ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος να κοιμάται κανείς. 5. η ακμή της νιότης, η νεότητα: πάντες οἱ ἐν ὥρᾳ = όλοι όσοι βρίσκονται στην ακμή της νιότης τους.
ΝΕ ώρα (με τις σημ. 3α, 4). [ὥρ-α, ΙΕ *yōrā, λατ. hornus «αυτού του έτους», αρχ. γερμ. jār «έτος, χρόνος» (σύγχρονο γερμ. Jahr), αρχ. ισλανδικό ār «έτος»]. ὤρα (Β), -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ στα σύνθ. ολιγωρώ, ολιγωρία. [ὤρα, ιων. ὤρη < *Fώρᾱ, *wer-, *wor- «παρατηρώ, επαγρυπνώ», ομόρρ. του ὁράω < *Fοράω· η ψίλωση οφείλεται καταρχήν στην ανατολική ιωνική (και τις άλλες ψιλωτικές διαλέκτους)]. ὡραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη ώρα, έγκαιρος: ἔστι μοι θυγάτηρ γάμου ὡραία = έχω κόρη που είναι στην ώρα της για γάμο. ΝΕ ωραίος «όμορφος». [παράγ. λ. ὥρα + παρ. επίθ. -αῖος]. ὡς ΕΠΙΡΡΗΜΑ / ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ / ΠΡΟΘΕΣΗ Α. ΩΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. αναφορικό επίρρημα (συχνά αλλά όχι πάντοτε προηγείται δεικτικό επίρρημα) όπως: οὕτως, ὡς... = έτσι, όπως...
Β. ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. ειδικός σύνδεσμος ότι: λέγει ὡς ἄδικός εἰμι = λέει ότι είμαι άδικος. 2. τελικός σύνδεσμος για να, να. = ἵνα, ὅπως.
3. συμπερασματικός σύνδεσμος, όπως ο ὥστε ώστε, με αποτέλεσμα: ὁ ποταμὸς τοσοῦτος τὸ βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν = ο ποταμός ήταν τόσος στο βάθος, ώστε ούτε καν τα δόρατα να υπερέχουν. 4. αιτιολογικός σύνδεσμος επειδή, γιατί, διότι: τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω = τι λες τέλος πάντων, παιδί μου; γιατί δεν καταλαβαίνω. 5. χρονικός σύνδεσμος όταν: ὡς γὰρ ὁ θροῦς διῆλθε τῆς ἐμῆς συμφορᾶς = όταν διαδόθηκε η είδηση για τη συμφορά μου... Γ. ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΜΕΤΟΧΕΣ Δ. ΩΣ ΠΡΟΘΕΣΗ
πώς! πόσο!, τι!: ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος = τι ευγενικός αυτός ο άνθρωπος! [επίρρ. και πρόθεση ὡς, παλιά οργανική πτώση *yō ενός θέματος *yo + -ς των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς)]. ὡσὰν ή ορθότερα ὡς ἂν [επίρρ. της σύγκρισης ὡς + ἄν, ὡσαύτως ΕΠΙΡΡΗΜΑ [επίρρ. της σύγκρισης ὡς + αὔτως, ὥσπερ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όπως: μέγα ἠτύχησαν οὗτοι, ὥσπερ ἐγώ = μεγάλη συμφορά έπαθαν αυτοί, όπως εγώ. 2. χρησιμοποείται για να περιορίσει ή να τροποποιήσει κάποιον ισχυρισμό σαν να, κατά κάποιον τρόπο, τρόπον τινά: ὥσπερ ὑπεφθόνει = τους ζήλευε τρόπον τινά (σαν να τους ζήλευε). [επίρρ. σύγκρισης ὡς + βεβαιωτικό μόριο περ, ὥστε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. συχνά με απαρέμφατο ώστε να, με αποτέλεσμα να: καὶ τὸν προοφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκεν, ὥστε τὸ στράτευμα πολὺ προθυμότερον εἶναι = τους πλήρωσε και το μισθό τον καθυστερημένο, ώστε να είναι το στράτευμα πολύ προθυμότερο. 2. με οριστική, όταν δηλώνει το πραγματικό αποτέλεσμα ἃ δὴ παντὸς ἄξια δοκεῖ εἶναι, ὥστε πάντες τὸ καταλιπεῖν αὐτὰ φεύγομεν = αυτά φαίνονται ότι είναι πιο αξιόλογα από το καθετί, ώστε όλοι αποφεύγουμε να τα εγκαταλείπουμε. ΝΕ ώστε. [επίρρ. ὥς (ή ὡς) + συμπλεκτικός σύνδεσμος τε]. |