Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Χ Ω Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Ψ

Ψ, ψ, ψεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως σύμβολο αριθμού ψ΄= 700, αλλά ͵ψ = 700.000.

ψάλλω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔψαλλον
Μέλλ. ψαλῶ
Αόρ. ἔψηλα

πάλλω (τις χορδές μουσικού οργάνου με τα δάκτυλά μου και όχι με το πλήκτρο): τὰς χορδὰς ψάλλω, οὐ πλήκτρῳ κρούω = πάλλω τις χορδές με τα δάκτυλά μου, δεν τις κτυπώ με το πλήκτρο.

  • παροιμία ῥᾷον ἤ τις ἂν χορδὴν ψήλειε = ευκολότερο από αν έψαυε κανείς μια χορδή.

familyπαράγ. ψαλμός, ψάλτης, ψαλτήριον, σύνθ. ψαλμῳδός.

ΝΕ ψάλλω, ψέλνω (λ.χ. στην εκκλησία).

[*ψήλ-/*ψάλ- + παρ. επίθ. -jω > *ψάλ-jω > ψάλλω, ομόρρ. του *ψήω «ξύνω» (απαρέμφ. ψῆν, ψήσω, ἔψησα), που δεν έχει, όπως και το ψάλλω, ασφαλή ετυμολογία].

ψαύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔψαυον
Μέλλ. ψαύσω
Αόρ. ἔψαυσα
Παρακ. ἔψαυκα
Παθ. αόρ. ἐψαύσθην
Παθ. παρακ. ἔψαυσμαι

πιάνω με το χέρι, ψαύω, ακουμπώ: μὴ ψαῦε ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός = μην ακουμπάς την αδικία όπως δεν ακουμπάς ούτε τη φωτιά.

familyπαράγ. ψαῦσις, ψαῦσμα, σύνθ. ἐπιψαύω, προσψαύω.

ΝΕ ψαύω (λόγ., με την ίδια σημ.).

[ψαύ-ω, ομόρρ. με ψῆν < *ψάω «ξέω, ξύνω», handψάλλω].

ψέγω ΡΗΜΑ

Μέλλ. ψέξω
Αόρ. β΄ ἔψεξα
Παθ. παρακ. ἔψεγμαι

κατηγορώ: λόγον δίδωμι περὶ ὧν με ψέγουσιν = λογοδοτώ για όσα με κατηγορούν. = αἰτιάομαι. ἐπαινέω.

familyπαράγ. ψόγος, ψογερός, σύνθ. ἐπίψογος, φιλόψογος.

ΝΕ ψέγω.

[*ψεγ-, *ψογ-, αβέβ. ετυμ., όπως άλυτο παραμένει και το ερώτημα ποια από τις λέξεις ψέγω και ψόγος προϋποθέτει την άλλη στο σχήμα ε-ο].

ψελλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που κάνει λάθη στην ομιλία, τραυλός: ψελλός ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον = είναι τραυλός και λέγει την άρκτον («αρκούδα») άρτον («ψωμί»). = τραυλός.

familyπαράγ. ψελλισμός.

ΝΕ ψελλός.

[*ψελ- «τραυλίζω» + παρ. επίθ. -λός, ηχομιμητικό].

ψεύδω ΡΗΜΑ

Μέσ. μέλλ. ψεύσομαι
Μέσ. αόρ. ἐψευσάμην
Μέσ. παρακ. ἔψευσμαι

1. μέση φωνή, απόλ. ψεύδομαι ψεύδομαι. ἀληθεύω «λέω την αλήθεια».

2. μέση φωνή ψεύδομαι παραβαίνω, αθετώ: συνθήκας ψεύδομαι = παραβαίνω τις συμφωνίες.

3. παθ. φωνή ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι ως προς την ελπίδα μου.

familyπαράγ. ψεῦδος, ψεύστης, ψεῦσμα, ψευδής, σύνθ. διάψευσις, φιλοψευδής, ψεδομαρτυρέω.

ΝΕ ψεύδομαι (με τη σημ. 1).

[ψεύδ-ομαι, *bhseu- «φυσώ, ψεύδομα», πβ. αρχ. ινδ. bhástra «ασκός, φυσητήρι», για τη σημασιολογική εξέλιξη «φυσώ, φυσώ αέρα» > «ψεύδομαι» πβ. ομηρικό ἀνεμώλια βάζεις «λέγεις λόγια του αέρα»].

ψῆγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ρίνισμα, ροκάνισμα, ελάχιστο μέρος ενός υλικού: ψῆγμα χρυσοῦ, ψῆγμα σιδήρου.

ΝΕ ψήγμα.

[*ψηγ- (ψήχ-ω «ρινίζω, κόβω σε πολύ μικρά κομματάκια» + παρ. επίθ. -μα > ψῆγμα].

ψηλαφάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐψηλάφων
Μέλλ. ψηλαφήσω
Αόρ. β΄ ἐψηλάφησα
Παθ. μέλλ. ψηλαφηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐψηλαφήθην

ψαχουλεύω, αισθάνομαι με την αφή: ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότει τὰ πράγματα = ψάχναμε στο σκοτάδι τα πράγματα.

familyπαράγ. ψηλάφημα, ψηλάφησις, σύνθ. ἀναψηλαφάω.

ΝΕ ψηλαφώ & ψηλαφίζω.

[ίσως σύνθ. από ψάλλω + ἁφάω (ἁφή) «πιάνω με το χέρι»].

ψηφίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐψήφιζον
Μέλλ. ψηφιῶ
Αόρ. ἐψήφισα
Παρακ. ἐψήφικα
Μέσ. μέλλ. ψηφιοῦμαι
Μέσ. αόρ. ἐψηφισάμην
Μέσ. παρακ. ἐψήφισμαι

1. μετρώ κάτι χρησιμοποιώντας ψήφους, δηλ. πετραδάκια.

2. μέση φωνή ψηφίζομαι ψηφίζω υπέρ κάποιου πράγματος: ψηφίζεσθε τὸν πόλεμον = ψηφίστε υπέρ του πολέμου.

3. παθ. φωνή ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία: τὰ ἐνθάδε ψηφισθησόμενα = όσα θα αποφασιστούν με ψηφοφορία εδώ.

ΝΕ ψηφίζω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. φῆφος + παρ. επίθ. -ίζω].

ψῆφος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μικρή στρογγυλή πέτρα, πετραδάκι, χαλίκι.

2. πετραδάκι, χαλίκι, που το χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία, ψήφος: ψῆφον φέρω = ρίχνω την ψήφο μου.

familyπαράγ. ψηφίς, -ῖδος «πετραδάκι», ψηφίζω, ψήφισμα, σύνθ. ψηφοκλέπτης, ψηφοφορέω.

ΝΕ ψήφος (από τη σημ. 2).

[*ψᾱφ-, *ψᾰφ-, δωρ. ψᾶφος, ομόρρ. του *ψάω (ψῆν), handψάλλω].

ψιλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ως στρατιωτικός όρος ελαφρά οπλισμένος. ὁπλίτης «βαριά οπλισμένος».

2. για φθόγγους αυτός που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλ. χωρίς δασεία, δασύτητα, λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ. δασύς.

ΝΕ ψιλός, και με τις δύο σημ.

[*ψι- (ομόρρ. του ψῆ), handψάλλω) + παρ. επίθ. -λός].

ψόγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επίκριση: ψόγον ἐπιφέρω τινί = διατυπώνω επικρίσεις εις βάρος κάποιου.

ΝΕ ψόγος.

[*ψεγ-, *ψογ- (< ψέγω) + παρ. επίθ. -ος > ψόγος, handψέγω].

ψοφέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρακ. ἐψόφηκα

1. κτυπώ, κάνω θόρυβο: ψοφοῦντες ποταμοί. ψοφῶ τὴν θύραν = κάνω θόρυβο στην πόρτα (κλείνοντάς την καθώς βγαίνω από το σπίτι). Το «κτυπώ την πόρτα από έξω, ώστε να μου ανοίξουν, για να μπω μέσα στο σπίτι» λεγόταν κόπτω ή πατάσσω ή κρούω τὴν θύραν.

ΝΕ ψοφώ «πεθαίνω (για ζώο)».

[παράγ. λ. ψόφος «θόρυβος»+ παρ. επίθ. -έω].

ψυχή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. το άυλο και αθάνατο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου: ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται = αθάνατη είναι η ψυχή μας και ποτέ δε χάνεται.

2. η ψυχή ως έδρα των επιθυμιών και συναισθημάτων.

3. η ζωή: ἀγωνίζονται περὶ τῆς ψυχῆς.

familyπαράγ. ψυχικός, ψύχωσις, σύνθ. ἄψυχος, ἔμψυχος, μετεμψύχωσις, μεγαλόψυχος, ψυχοπομπός, ψυχαγωγέω.

ΝΕ ψυχή (με όλες τις σημ.).

[ψῡχ-ή μεταρρημ. ουσ. από ψύχω «βγάζω πνοή», *bhes- «πνέω, φυσώ», πβ. αρχ. ινδ. bhás-trā- «πνοή»].

ψύχω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔψυχον
Μέλλ. ψύξω
Αόρ. ἔψυξα
Παρακ. ἔψυχα
Παθ. μέλλ. ψυχθήσομαι
Παθ. μέλλ.β΄ ψυγήσομαι
Παθ. αόρ. ἐψύχθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐψύχην/ἐψύγην
Παθ. παρακ. ἔψυγμαι

κάνω κάτι κρύο, του ρίχνω τη θερμοκρασία: θερμαίνω καὶ ψύχω τὰ σώματα. θερμαίνω.

ΝΕ ψύχω.

[ψύχω, άγν. ετυμ. αλλά διαφορετικό από το ψῡχ-ή· τα ψῡχ-ρὸς και ψῡχος εναλλάσσονται συμπληρωματικά, όπως τα κυδ-ρὸς και κῡδος].