ΨΨ, ψ, ψεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ψάλλω ΡΗΜΑ
πάλλω (τις χορδές μουσικού οργάνου με τα δάκτυλά μου και όχι με το πλήκτρο): τὰς χορδὰς ψάλλω, οὐ πλήκτρῳ κρούω = πάλλω τις χορδές με τα δάκτυλά μου, δεν τις κτυπώ με το πλήκτρο.
ΝΕ ψάλλω, ψέλνω (λ.χ. στην εκκλησία). [*ψήλ-/*ψάλ- + παρ. επίθ. -jω > *ψάλ-jω > ψάλλω, ομόρρ. του *ψήω «ξύνω» (απαρέμφ. ψῆν, ψήσω, ἔψησα), που δεν έχει, όπως και το ψάλλω, ασφαλή ετυμολογία]. ψαύω ΡΗΜΑ
πιάνω με το χέρι, ψαύω, ακουμπώ: μὴ ψαῦε ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός = μην ακουμπάς την αδικία όπως δεν ακουμπάς ούτε τη φωτιά.
ΝΕ ψαύω (λόγ., με την ίδια σημ.). [ψαύ-ω, ομόρρ. με ψῆν < *ψάω «ξέω, ξύνω»,
ψέγω ΡΗΜΑ
κατηγορώ: λόγον δίδωμι περὶ ὧν με ψέγουσιν = λογοδοτώ για όσα με κατηγορούν. = αἰτιάομαι. ≠ ἐπαινέω.
ΝΕ ψέγω. [*ψεγ-, *ψογ-, αβέβ. ετυμ., όπως άλυτο παραμένει και το ερώτημα ποια από τις λέξεις ψέγω και ψόγος προϋποθέτει την άλλη στο σχήμα ε-ο]. ψελλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ ψελλός. [*ψελ- «τραυλίζω» + παρ. επίθ. -λός, ηχομιμητικό]. ψεύδω ΡΗΜΑ
1. μέση φωνή, απόλ. ψεύδομαι ψεύδομαι. ≠ ἀληθεύω «λέω την αλήθεια». 2. μέση φωνή ψεύδομαι παραβαίνω, αθετώ: συνθήκας ψεύδομαι = παραβαίνω τις συμφωνίες. 3. παθ. φωνή ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι ως προς την ελπίδα μου.
ΝΕ ψεύδομαι (με τη σημ. 1). [ψεύδ-ομαι, *bhseu- «φυσώ, ψεύδομα», πβ. αρχ. ινδ. bhástra «ασκός, φυσητήρι», για τη σημασιολογική εξέλιξη «φυσώ, φυσώ αέρα» > «ψεύδομαι» πβ. ομηρικό ἀνεμώλια βάζεις «λέγεις λόγια του αέρα»]. ψῆγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ψήγμα. [*ψηγ- (ψήχ-ω «ρινίζω, κόβω σε πολύ μικρά κομματάκια» + παρ. επίθ. -μα > ψῆγμα]. ψηλαφάω -ῶ ΡΗΜΑ
ψαχουλεύω, αισθάνομαι με την αφή: ἐψηλαφῶμεν ἐν σκότει τὰ πράγματα = ψάχναμε στο σκοτάδι τα πράγματα.
ΝΕ ψηλαφώ & ψηλαφίζω. [ίσως σύνθ. από ψάλλω + ἁφάω (ἁφή) «πιάνω με το χέρι»]. ψηφίζω ΡΗΜΑ
1. μετρώ κάτι χρησιμοποιώντας ψήφους, δηλ. πετραδάκια. 2. μέση φωνή ψηφίζομαι ψηφίζω υπέρ κάποιου πράγματος: ψηφίζεσθε τὸν πόλεμον = ψηφίστε υπέρ του πολέμου. 3. παθ. φωνή ψηφίζομαι αποφασίζομαι με ψηφοφορία: τὰ ἐνθάδε ψηφισθησόμενα = όσα θα αποφασιστούν με ψηφοφορία εδώ. ΝΕ ψηφίζω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. φῆφος + παρ. επίθ. -ίζω]. ψῆφος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μικρή στρογγυλή πέτρα, πετραδάκι, χαλίκι. 2. πετραδάκι, χαλίκι, που το χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία, ψήφος: ψῆφον φέρω = ρίχνω την ψήφο μου.
ΝΕ ψήφος (από τη σημ. 2). [*ψᾱφ-, *ψᾰφ-, δωρ. ψᾶφος, ομόρρ. του *ψάω
(ψῆν), ψιλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 2. για φθόγγους αυτός που προφέρεται λιτά και απέριττα, δηλ. χωρίς δασεία, δασύτητα, λ.χ. τα σύμφωνα τ, π, κ. ≠ δασύς. ΝΕ ψιλός, και με τις δύο σημ. [*ψι- (ομόρρ. του ψῆ), ψόγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ψόγος. [*ψεγ-, *ψογ- (< ψέγω) + παρ. επίθ. -ος >
ψόγος, ψοφέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κτυπώ, κάνω θόρυβο: ψοφοῦντες ποταμοί. ψοφῶ τὴν θύραν = κάνω θόρυβο στην πόρτα (κλείνοντάς την καθώς βγαίνω από το σπίτι). Το «κτυπώ την πόρτα από έξω, ώστε να μου ανοίξουν, για να μπω μέσα στο σπίτι» λεγόταν κόπτω ή πατάσσω ή κρούω τὴν θύραν. ΝΕ ψοφώ «πεθαίνω (για ζώο)». [παράγ. λ. ψόφος «θόρυβος»+ παρ. επίθ. -έω]. ψυχή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το άυλο και αθάνατο μέρος της ύπαρξης του ανθρώπου: ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται = αθάνατη είναι η ψυχή μας και ποτέ δε χάνεται. 2. η ψυχή ως έδρα των επιθυμιών και συναισθημάτων. 3. η ζωή: ἀγωνίζονται περὶ τῆς ψυχῆς.
ΝΕ ψυχή (με όλες τις σημ.). [ψῡχ-ή μεταρρημ. ουσ. από ψύχω «βγάζω πνοή», *bhes- «πνέω, φυσώ», πβ. αρχ. ινδ. bhás-trā- «πνοή»]. ψύχω ΡΗΜΑ
κάνω κάτι κρύο, του ρίχνω τη θερμοκρασία: θερμαίνω καὶ ψύχω τὰ σώματα. ≠ θερμαίνω. ΝΕ ψύχω. [ψύχω, άγν. ετυμ. αλλά διαφορετικό από το ψῡχ-ή· τα ψῡχ-ρὸς και ψῡχος εναλλάσσονται συμπληρωματικά, όπως τα κυδ-ρὸς και κῡδος]. |