Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Φ Ψ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Χ

Χ, χ, χεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) προφερόταν ως [k] με δασύτητα, δηλ. ως [k], κατά την προφορά του οποίου εκβαλλόταν από το στόμα ελαφρό ρεύμα αέρα, όπως περίπου προφέρεται το c στο αγγλικό cat.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: χ΄ = 600, αλλά ͵χ = 600.000.

χαίρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔχαιρον
Μέλλ. χαιρήσω
Αόρ. ἐχαίρησα
Παρακ. κεχάρηκα
Μέσ. μέλλ.
με τη σημ. του ενεργ.
χαρήσομαι
«θα χαρώ»
Παθ. αόρ. β΄
με τη σημ. του ενεργ.
ἐχάρην
«χάρηκα»
Παθ. παρακ.
με τη σημ. του ενεργ.
κεχάρημαι
«έχω χαρεί»

1. χαίρομαι: ἐπὶ φαύλοις χαίρει = χαίρεται με ασήμαντα πράγματα.

2. συχνά στην προστακτική β΄ προσ. χαῖρε/ χαίρετε α. κατά τη συνάντηση φίλων χαίρε/χαίρετε, γεια σου/γεια σας: χαῖρ’ ὡς μέγιστα, χαῖρε = γεια σου και χαρά σου! β. κατά τον αποχωρισμό τους αφήνω γεια: καὶ χαῖρε πόλλ’ ὦδελφέ = αφήνω γεια, αδελφέ μου.

3. στην προστακτική γ΄ προσ. χαιρέτω / χαιρόντων ας πάει στο καλό / ας πάνε στο καλό: εἴτ’ ἐγένετο ἄνθρωπος εἴτ’ ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω = είτε άνθρωπος ήταν είτε είναι θεός, ας πάει στο καλό (έννοια που μας έπιασε!).

4. στην αρχή επιστολών χρησιμοποιείται το απαρέμφατο Κῦρος Κυαξάρῃ χαίρειν (ενν. εὔχεται, λέγει) = Κυαξάρη, εγώ ο Κύρος σε χαιρετώ!

5. ἐῶ τινα/τι χαίρειν (ή παρόμοιες εκφράσεις) δεν ασχολούμαι με κάποιον/κάτι: ἔα αὐτὸν χαίρειν = μην ασχολείσαι μαζί του.

6. η μετοχή χαίρων σε συνδυασμό με ρήμα με το αζημίωτο (σε αρνητικές προτάσεις): τοῦτον οὐδεὶς χαίρων ἀδικήσει = αυτόν κανένας δε θα τον αδικήσει με το αζημίωτο (αντίθετα, θα υ ποστεί τη δέουσα τιμωρία).

familyπαράγ. χάρις, χαρά, χάρμα (τό), χαρμονή, Χάρων, χαιρετίζω, χαιρετισμός, σύνθ. περιχαρής, χαιρέκακος.

ΝΕ χαίρομαι & χαίρω (λόγ.) με τη σημ. 1.

[*χάρ-jω > χαίρω, *gher- «χαίρομαι», πβ. αρχ. ινδ. háryati «αγαπώ, χαίρομαι», γερμ. be-gehren «επιθυμώ», γοτθ. gairnei «ευχή, επιθυμία»].

χάλασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κυριολεκτικά και μεταφορικά χαλάρωση: ψέγεται ἐπὶ τῇ χαλάσει αὐτοῦ = κατηγορείται για τη χαλάρωση αυτού του στοιχείου. = ἄνεσις «χαλάρωση». ἐπίτασις «τέντωμα».

[*χαλα- (< χαλάω) + παρ. επίθ. -σις].

χαλάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐχάλων
Μέλλ. χαλάσω
Αόρ. ἐχάλασα
Μέσ. αόρ. ἐχαλασάμην
Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην

χαλαρώνω: χαλῶ τόξα = χαλαρώνω τα τόξα. χαλῶ τὰ νεῦρα = χαλαρώνω τους τένοντές μου. = ἀνίημι «χαλαρώνω». συντείνω «τεντώνω».

familyπαράγ. χάλασις, χαλασμός, χαλαρός, χαλαρότης, χαλαρόομαι.

ΝΕ χαλάω «δίνω τέλος, καταστρέφω κτλ.».

[αβέβ. ετυμ., *χαλά-ω].

χαλεπαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐχαλέπαινον
Μέλλ. χαλεπανῶ
Αόρ. ἐχαλέπηνα
Παθ. αόρ. ἐχαλεπάνθην

είμαι βίαιος απέναντι σε κάποιον, οργίζομαι πάρα πολύ: πρὸς τὴν μητέρα χαλεπαίνει = είναι βίαιος απέναντι στη μητέρα του.

[παράγ. λ. *χαλεπ- (χαλεπ-ός) + παρ. επίθ. -αίνω (< *-ανjω) > χαλεπαίνω].

χαλεπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός χαλεπώτερος
Υπερθετικός χαλεπώτατος

1. δύσκολος: χαλεπὰ τὰ καλά = δύσκολα είναι τα όμορφα πράγματα. ῥᾴδιος «εύκολος».

2. επικίνδυνος: χαλεποὶ λιμένες. χαλεπὴ θάλαττα.

3. για πρόσωπα δύσκολος, σκληρός, άγριος: χαλεπός τε καὶ ἄγριος = είναι δύσκολος και άγριος.

ΝΕ χαλεπός (λόγ., με τη σημ. 1 σε φρ. όπως χαλεποί καιροί).

[μεμονωμένο επίθετο χωρίς αρχαία ετυμολογική παράδοση· είναι εξεζητημένη η ερμηνεία από χωλός + προελληνικό επίθ. *-πο-ς].

χαλεπῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. δύσκολα: τῶν πραγμάτων τούτων τὴν ἀκρίβειαν χαλεπῶς ἔγνων = δύσκολα κατάλαβα την ακριβή αλήθεια για τα πράγματα αυτά.

2. για πρόσωπα με οργή, με σκληρότητα: χαλεπῶς τινα τιμωροῦμαι = τιμωρώ κάποιον με σκληρότητα.

  • χαλεπῶς ἔχω είμαι οργισμένος: πρὸς τοὺς λόγους χαλεπῶς ἔχει = είναι εχθρικός προς τη ρητορική.

[παράγ. λ. χαλεπ-ός + παρ. επίθ. -ῶς].

χαλκεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που κατεργάζεται το χαλκό, χαλκουργός.

[παράγ. λ. χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εύς].

χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο ασυναίρετος τύπος είναι χάλκεος, -έα, -εον

χάλκινος.

ΝΕ χάλκινος.

[χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εος > χαλκοῦς· η συναίρεση στα αττικά έγινε στις πλάγιες πτώσεις, χαλκέου -οῦ, χαλκέῳ -ῷ κτλ., δάνεια λ., πβ. σουμερ. kalga «χαλκός»].

χαμαὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

χάμω, στο δάπεδο, στο έδαφος: ποιῶ νεοττιὰν χαμαί = (για πουλιά) κάνω τη φωλιά μου στο έδαφος.

ΝΕ χάμω.

[αρχικά τοπική πτώση ενός ουσ. *χαμὰ «έδαφος», πβ. λατ. humī «χαμηλά», που είναι τοπική πτώση του ουσ. humus «γη, έδαφος», για το ληκτικό -αι πβ. αρχ. πρωσ. semmai «στο έδαφος» και την πρόθεση παραί = παρά].

χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός χαριέστερος
Υπερθετικός χαριέστατος

χαριτωμένος, όμορφος: ὡς χαρίεν ἅνθρωπος (= ὁ ἄνθρωπος), ὅταν ἄνθρωπος ᾖ = πόσο χαριτωμένη ύπαρξη είναι ο άνθρωπος, όταν είναι πραγματικά άνθρωπος.

[χάρις, *χαρίFεντ-ς > χαρίεις, *χαρίFεντ-jα > χαρίεσσα, *χαρίFεντ > χαρίεν].

χαρίζομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐχαριζόμην
Μέλλ. χαριοῦμαι
Αόρ. ἐχαρισάμην
Παρακ.
με ενεργ. σημ.
κεχάρισμαι
«έχω κάνει τοχατίρι»

κάνω το χατίρι κάποιου, κάνω χάρη σε κάποιον: ἐγὼ τῷ Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα = εγώ έμεινα κάνοντας το χατίρι του Καλλία.

ΝΕ χαρίζομαι.

[παράγ. λ. χάρις + παρ. επίθ. -ίζομαι, handχάρις].

χάρις, χάριτος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον: τῶν Μεσσηνίων χάριτι ἐπείσθη = πείστηκε από ευνοϊκή διάθεση προς τους Μεσσηνίους.

2. ευγνωμοσύνη: πολλὴν Μενελάῳ χάριν ἀπέδωκεν ὑπὲρ τῶν πόνων οὓς δι’ ἐκείνην ὑπέμεινεν = έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Μενέλαο για τους κόπους που υπέμεινε εξαιτίας της. χάριν οἶδά τινι = δείχνω ευγνωμοσύνη σε κάποιον.

3. χατίρι.

ΝΕ χάρη (με τις σημ. 1, 2, 3).

[*χάρ- (χαίρω < *χάρ-jω) + παρ. επίθ. -ις ή παλιό θέμα σε -ι, χαρι- (: χαίρω) + ].

χάσκω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔχασκον
Μέλλ. χανοῦμαι
Αόρ. β΄ ἔχανον
Παρακ. κέχηνα
Υπερσ. ἐκεχήνειν

1. ανοίγω το στόμα: λύκος ἔχανεν = ο λύκος άνοιξε το στόμα.

2. χαζεύω, βλέπω κάτι έκπληκτος με ανοιχτό το στόμα: πρὸς ταῦτα ἦν κεχηνώς = έμεινε κατάπληκτος για αυτά (που άκουσε).

familyπαράγ. χάσμα, χασμάομαι, χασμωδία, σύνθ. ἀχανής.

ΝΕ χάσκω (με τις σημ. 1, 2).

[χά-σκω (πβ. φά-σκω < φαμί, φημί), που είναι αρχαιότερος τύπος του χαίνω (< *χάνjω), *ghno- , αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή»].

χειμάζω ΡΗΜΑ

αμετάβ. περνώ το χειμώνα μου, διαχειμάζω.

familyπαράγ. χειμάδιον «κατάλυμα για το χειμώνα», σύνθ. διαχειμάζω, παραχειμάζω.

ΝΕ σύνθ. διαχειμάζω.

[χεῖμα, τὸ «κρύο, χειμώνας, θύελλα» + παρ. επίθ. -άζω > χειμάζω, *gheim- (+ -en/-on): αρχ. ινδ. héman «κατά το χειμώνα», που αντιστοιχεί στο χειμερινός, λατ. hībernus].

χειμών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χειμώνας: χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα. θέρος.

2. καταιγίδα: μέγας χειμὼν ἐπέπεσε = ενέσκηψε μεγάλη καταιγίδα.

ΝΕ χειμώνας (με τη σημ. 1).

[χεῖμα, τὸ «χειμώνας, κρύο» + παρ. επίθ. -ών > χειμών, *gheim-, handχειμάζω].

χείρ, χειρός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χέρι: γέροντα χειρὸς ἀνίστημι = σηκώνω το γέροντα πιάνοντάς τον από το χέρι. ἐπὶ δεξιὰ χειρός = στα δεξιά του χεριού. ἐπ’ ἀριστερὰ χειρός = στα αριστερά του χεριού.

familyπαράγ. χειρόω, σύνθ. χειρῶναξ, χειροτεχνία, χειροτονία, χειρουργός, αὐτόχειρ, ἐπίχειρα (τά), ἐπιχειρέω, ἐγχειρέω, ἐγχειρίδιον.

ΝΕ χέρι.

[*χερσ- (πβ. αιολ. χέρρας αιτιατ. πληθ., δωρ. χήρ, αιτιατ. χῆρα), από όπου ονομ. χείρ, πληθ. χεῖρες, *gher-s ή προτιμότερο *ghesr-].

χειροτονέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. εκλέγω κάποιον σηκώνοντας το χέρι μου: ἐχειροτονεῖτε στρατηγούς = εκλέγατε στρατηγούς. ἐπὶ τοῦτο ἐχειροτονήθησαν, ἵνα... = εξελέγησαν για τούτο, για να... κληρόω «αναδεικνύω κάποιον σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης».

2. ψηφίζω κάποιο πράγμα: χειροτονῶ ὅ τι ἂν ἐμοὶ δοκῇ συμφέρειν τῇ πόλει = ψηφίζω οτιδήποτε μου φαίνεται ότι συμφέρει την πόλη.

ΝΕ χειροτονώ «απονέμω εκκλησιαστικό αξίωμα».

[επίθετο χειροτόνος «που σηκώνει το χέρι» (χείρ + τείνω) + παρ. επίθ. -έω].

χέρνιψ, χέρνιβος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εξαγιασμένο νερό που χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα χέρια τους πριν από θυσίες: τὸ κανοῦν αἴρεσθε καὶ τὴν χέρνιβα = φέρτε το καλάθι και το εξαγιασμένο νερό.

[σύνθ. λ. *χερ- (< χερρ-, handχείρ) + νίζω «νίβω, πλένω» (<*nigw-, για την εξέλιξη του υπερωικοχειλικού *gw πβ. νίζω «πλύνω» αλλά ἄ-νιπ-τος «άπλυτος»].

χέω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔχεον
Μέλλ. χέω
Αόρ. ἔχεα
Παρακ. κέχυκα
Μέσ. αόρ. ἐχεάμην
Παθ. μέλλ. χυθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐχύθην
Παθ. παρακ. κέχυμαι
Παθ. υπερσ. ἐκεχύμην

μεταβατικό χύνω: δάκρυα χέω = χύνω δάκρυα.

familyπαράγ. χοή, χοῦς (< χόος) «σωρός χώματος», χοάνη, χυτός, χύτρα (ἡ), χύδην, χυδαῖος, σύνθ. οἰνοχόη «κανάτι κρασιού», ὑδροχόος.

ΝΕ χύνω.

[χέω < *χέFω, *χευ-: *ghew-, πβ. γερμ. giessen «χύνω», λατ. fundo «χέω, χύνω» < *gheu-d-].

χθόνιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που βρίσκεται στη γη ή κάτω από τη γη: χθόνιος θεός = θεός του Κάτω Κόσμου. οὐράνιος.

ΝΕ χθόνιος (και στο σύνθ. καταχθόνιος κτλ.).

[παράγ. λ. χθών + παρ. επίθ. -ιος].

χθών, χθονός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

λέξη ποιητική γη.

familyπαράγ. χθόν-ιος, χθαμ-αλός, χαμ-ηλός, σύνθ. καταχθόνιος, ὑποχθόνιος, αὐτόχθων.

[*χθώμ (πβ. χθαμ-αλὸς «ίσος με το έδαφος, χαμηλός»), λατ. humus].

χίμαιρα, χιμαίρας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κατσίκα: χιμαίρας καταθύω τῇ θεῷ = θυσιάζω κατσίκες στη θεά.

ΝΕ χίμαιρα «μυθικό όν με μορφή κατσίκας».

[χίμαιρα < *χίμα-ρjα < χεῖμα, τό + παρ. επίθ. -ρjα, hand χειμὼν και πβ. χίμαροι· αἶγες χειμέριαι και χίμαιρα· ἡ ἐν χειμῶνι τεχθεῖσα, οἷον ἕνα χειμῶνα ἔχουσα· το χίμαρος, ὁ «κατσικάκι» πρέπει να είναι νεότερος σχηματισμός].

χιτών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χιτώνας (το κυριότερο ρούχο των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο φορούσαν κατάσαρκα. Πάνω από το χιτώνα φορούσαν, αν ήταν κρύο, το ἱμάτιον).

familyπαράγ. χιτώνιον, χιτωνίσκος, σύνθ. ἀχίτων, φαιοχίτων.

ΝΕ χιτώνας.

[σημιτικό δάνειο χιτὼν και κιθών (με αντιμετάθεση δασύτητας) < *χιτ- + παρ. επίθ. -ών, πβ. φοινικικό kīn «ρούχο από λινάρι»].

χιών, -όνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χιόνι.

familyπαράγ. χιονίζω, χιονώδης, σύνθ. χιονοβόλος, χιονόβλητος «σκεπασμένος με χιόνι».

ΝΕ χιόνι.

[χιών < *χιώμ, λατ. hiems «χειμώνας», αρμ. jiwn «χιόνι», *gh(i)yem-/* gh(i)yom-, ομόρρ. του hand χειμών].

χλαῖνα, χλαίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πανωφόρι που φορούσαν πάνω από το χιτῶνα το χειμώνα.

ΝΕ χλαίνη.

[*χλάμ-jᾰ > *χλάν-jᾰ > χλαῖνα, *χλαμ- (από όπου χλαμ-ύς), άγνωστης αρχής].

χλαμύς, -ύδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κοντός μανδύας που φορούσαν κυρίως οι ιππείς.

ΝΕ χλαμύδα.

[*χλαμ- + παρ. επίθ. -ύς, βλ χλαῖνα].

χλευάζω ΡΗΜΑ

εμπαίζω: διασύρω τινὰ χλευάζων = διασύρω κάποιον εμπαίζοντάς τον.

familyπαράγ. χλευασμός, χλευαστής, χλευαστικός.

ΝΕ χλευάζω (λόγ.).

[παράγ. λ. χλεύη «κοροϊδία» + παρ. επίθ. -άζω > χλευάζω, IE αρχής].

χορηγέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. είμαι ο κορυφαίος μιας ομάδας χορευτών.

2. αναλαμβάνω τα έξοδα για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών που θα συμμετάσχει σε δημόσια γιορτή, είμαι χορηγός (hand χορηγός): χορηγεῖ παισὶ Διονύσια = είναι χορηγός σε χορό αγοριών στα Διονύσια.

3. χορηγώ.

ΝΕ χορηγώ (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. χορηγὸς + παρ. επίθ. -έω].

χορηγία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

οι υπηρεσίες του χορηγού (hand χορηγός) στην Αθήνα: αἱ χορηγίαι εὐδαιμονίας ἱκανὸν σημεῖόν εἰσι = οι χορηγίες (που ανέλαβε) είναι επαρκής απόδειξη του πλούτου του.

ΝΕ χορηγία «οικονομική στήριξη για κοινωφελείς σκοπούς».

[παράγ. λ. χορηγὸς + παρ. επίθ. -ία].

χορηγικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που ανήκει σε χορηγό: χορηγικοὶ τρίποδες (τους αφιέρωνε σε κάποιο θεό ο hand χορηγός, εάν η ομάδα των χορευτών που χρηματοδότησε νικούσε στο διαγωνισμό).

[παράγ. λ. χορηγός + παρ. επίθ. -ικός].

χορηγός, -οῦ, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ο αρχηγός, ο κορυφαίος, σε μια ομάδα χορευτών.

2. στην Αθήνα και αλλού ο πολίτης που κάλυπτε τις δαπάνες που απαιτούνταν για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών που θα συμμετείχε σε δημόσια γιορτή: καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς ἀνήλωσα τριάκοντα μνᾶς = αφού ορίστηκα χορηγός σε παράσταση τραγωδίας, δαπάνησα τριάντα μνες.

3. γενικά άτομο που αναλαμβάνει τα έξοδα για οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση.

familyπαράγ. χορηγέω, χορηγία, χορήγημα, χορήγησις.

ΝΕ χορηγός (με τη σημ. 3).

[σύνθ. λ. χορηγός «ο αρχηγός του χορού», δωρ. χορᾱγὸς < χορός + ἡγέομαι/δωρ. *ἁγέομαι, πβ. λοχᾱγός].

χορικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο σχετιζόμενος με το χορό, την ομάδα χορευτών.
  • τὸ χορικὸν ως ουσιαστικό το μέρος εκείνο του δράματος που ανήκει στην ομάδα των χορευτών (όχι στους ηθοποιούς).

[παράγ. λ. χορός + παρ. επίθ. -ικός].

χορός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χορός (ως μορφή ψυχαγωγίας ή δημόσιας θρησκευτικής εκδήλωσης).

2. ομάδα χορευτών.

familyπαράγ. χορικός, χορευτής, χορευτικός, σύνθ. φιλόχορος, Στησίχορος, χορίαμβος.

ΝΕ χορός (και με τις δύο σημ.).

[άγνωστης αρχής, ατεκμηρίωτη η συσχέτιση με τα χῶρος (ὁ) και χόρτος (ὁ), ίσως *gher- «πιάνομαι από το χέρι»].

χόω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔχουν
Μέλλ. χώσω
Αόρ. ἔχωσα
Παρακ. κέχωκα
Παθ. μέλλ. χωσθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐχωσάμην
Παθ. αόρ. ἐχώσθην
Παθ. παρακ. κέχωσμαι

1. για χώμα στοιβάζω, συσσωρεύω: χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν = στοίβαζαν σωρό χώματος προς τα τείχη της πόλης.

2. παθητικό σκεπάζομαι με χώμα ή με άλλο υλικό: πορθμὸς χωσθείς = πορθμός που σκεπάστηκε με χώμα (hand χῶμα).

[*χό- (< χό-ος/χοῦς < χέω) + παρ. επίθ. -ω > χόω, hand χέω].

χράομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ hand χράω.

χράω ΡΗΜΑ

Μέλλ. χρήσω
Αόρ. ἔχρησα
Μέσ. παρατ. ἐχρώμην
Μέσ. μέλλ. χρήσομαι
Παθ. αόρ.
με τη σημ.2
ἐχρήσθην
Μέσ. αόρ. ἐχρησάμην
Μέσ. παρακ. κέχρημαι
Παθ. παρακ.
με τη σημ. 2
κέχρησμαι
Μέσ. υπερσ. ἐκεχρήμην

1. στην ενεργητική φωνή, για τους θεούς και τους χρησμούς τους καθοδηγώ με χρησμό, χρησμοδοτώ: λέγεται Ἀλκμέωνι τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν = λέγεται ότι ο Απόλλωνας χρησμοδότησε στον Αλκμέωνα να κατοικήσει σε αυτό το μέρος.

2. στη μέση φωνή, για ανθρώπους χρῶμαι συμβουλεύομαι (θεό ή μαντείο): οἱ θύοντες και οἱ χρώμενοι τῷ θεῷ = όσοι προσφέρουν θυσίες και όσοι συμβουλεύονται το θεό.

3. στη μέση φωνή χρῶμαι α. με δοτική χρησιμοποιώ: χρῶμαι ἀργυρίῳ = χρησιμοποιώ χρήματα. β. για εξωτερικά γεγονότα υφίσταμαι, υπόκειμαι σε: ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι = συνέβη να υποστούμε καταιγίδα.

[χράω (γ΄ εν. χρῇ και χρᾷ, απαρέμφ. χρᾶν), προβληματική η συσχέτιση με χρὴ «είναι ανάγκη» και *gher- (> λατ. hortor)].

χρεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

έλλειψη, ανάγκη: ἵππων χρεία οὐκ ἔστι = δεν υπάρχει ανάγκη για άλογα.

familyπαράγ. χρειώδης «αναγκαίος», ἀχρεῖος (και ἄχρειος) «μη ωφέλιμος», ἀχρειόω.

ΝΕ χρεία (με την ίδια σημ.).

[χρεία, ιων. χρείη, *χρα- (χρά-ομαι), *χρη- (κέ-χρη-μαι), hand χράομαι].

χρεὼν ή χρεών ἐστι

απρόσωπη έκφραση που ακολουθείται από απαρέμφατο είναι αναγκαίο: οὐ χρεών ἐστι ἐπαγγεῖλαι τοῦτο εἰς τὴν Λακεδαίμονα = δεν είναι αναγκαίο να το αναγγείλουν αυτό στη Σπάρτη.

[χρὴ ὄν > χρεὼν ή ενδεχομένως χρεώ, ἡ/τό + κατά το δέο-ν].

χρὴ ΡΗΜΑ

Παρατ. χρῆν & ἐχρῆν
Μέλλ. χρἤσται, χρῆσται

είναι αναγκαίο, πρέπει: χρὴ ἐλαύνειν τινὰς ἡμῶν ἐπ’ αὐτούς = πρέπει κάποιοι από εμάς να επιτεθούν σε αυτούς. = δεῖ.

familyπαράγ. χρείᾱ (ἡ) σύνθ. ἀξιόχρεως, ὑπόχρεως (και ὑπόχρεος), χρεωκοπέω, χρεωφειλέτης.

[χρὴ «(είναι) ανάγκη» (αρχικά ουδ. ουσ.), που συνδυάζεται με το εἰμὶ για να σχηματίσει ένα είδος κλίσης, π.χ. χρὴ ἦν > χρῆν, ἐχρῆν, χρὴ ἔσται > χρἤσται, χρὴ εἶναι > χρῆναι, χρὴ ὄν > χρεών, ιων. χρεόν· το χρὴ θεωρείται η βάση για το χρῆσθαι, hand χράω].

χρῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ό,τι κανείς χρειάζεται ή χρησιμοποιεί.

1. στον πληθ. χρήματα α. αγαθά, περιουσία: τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασι ἀποθήκη = αποθήκη για τα σκεύη και τα αγαθά τους. β. χρήματα, λεφτά: ζημιοῦμαι χρήμασιν = μου επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο.

2. πράγμα, υπόθεση, κατάσταση: πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος = μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος.

familyπαράγ. χρηματίζω, χρηματισμὸς «ευεργεσία», χρηματιστὴς «έμπορος», χρηματιστήριον «χώρος αγοραπωλησιών», σύνθ. παραχρῆμα «αμέσως», ἀχρήματος, φιλοχρήματος.

ΝΕ χρήμα (με τη σημ. 1β).

[χρή + παρ. επίθ. -μα > χρῆμα (αρχικά «τα αγαθά, ο πλούτος», κατόπιν «το νόμισμα», οπότε αντιτέθηκε προς το κτῆμα «κτηματική περιουσία»)].

χρηματίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐχρημάτιζον
Μέλλ. χρηματιῶ
Παρακ. κεχρημάτικα
Μέσ. μέλλ. χρηματιοῦμαι
Μέσ. παρακ. κεχρημάτισμαι

1. διαπραγματεύομαι (ιδιαίτερα χρηματικές υποθέσεις).

2. συνήθως στη μέση φωνή χρηματίζομαι διαπραγματεύομαι ή διεξάγω εμπορικές συναλλαγές με στόχο το κέρδος, κερδίζω χρήματα: οἴονται χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι = φαντάζονται ότι θα κερδίσουν χρήματα μάλλον παρά ότι θα πολεμήσουν.

familyπαράγ. χρηματισμός, χρηματιστής.

ΝΕ χρηματίζω «υπηρετώ σε μια θέση» & χρηματιζομαι «επιδιώκω το χρήμα, δωροδοκούμαι».

[παράγ. λ. χρῆμα, -ατος + παρ. επίθ. -ίζω > χρηματίζω, hand χρῆμα].

χρηστός,-ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

χρήσιμος, καλός για κάτι: χρηστόν/πονηρὸν περὶ τὸ σῶμα = χρήσιμο/κακό για το σώμα.

familyπαράγ. χρηστικός, σύνθ. ἄχρηστος, δύσχρηστος, καταχρηστικός.

ΝΕ χρηστός «αγαθός».

[χρή- (< χράομαι «μεταχειρίζομαι») + παρ. επίθ. -σ-τός > χρηστός, καθώς οι λέξεις χρηστήρ, χρήστης συνδέονται ετυμολογικά με το χρη-σμός, που εδώ αναλύθηκε ως χρησ-μός].

χρίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔχριον
Μέλλ. χρίσω
Αόρ. ἔχρισα
Παρακ. κέχρικα
Μέσ. μέλλ. χρίσομαι
Παθ. μέλλ. χρισθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐχρίσθην
Παθ. παρακ. κέχρι(σ)μαι
Παθ. υπερσ. ἐκεχρίσμην

αλείφω, χρίω.

ΝΕ χρίω.

[*χρισ- (πβ. χρῖσ-μα) + παρ. επίθ. -jω, ΙΕ αρχής].

χρόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χρονικό διάστημα.

2. καθυστέρηση: οὐκ ἀνέμενον τὸν κήρυκα οὐδ’ ἐνεποίησαν χρόνον οὐδένα = δεν περίμεναν τον κήρυκα ούτε σημείωσαν καμιά καθυστέρηση.

3. επιρρηματικές και άλλες χρήσεις: πολὺν χρόνον. ὀλίγον χρόνον. οὐκ ὀλίγον χρόνον. τοῦτον τὸν χρόνον. οὐ πολὺς χρόνος ἐξ οὗ = δεν πέρασε πολύς χρόνος από τότε που.

ΝΕ χρόνος (με τη σημ. 1). Για τη σημ. «έτος» οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα ἔτος, ἐνιαυτός.

[άγν. ετυμ., καθώς η σύνδεση του χρόνος με το κείρω «κόβω» ως «τμήμα χρονικής διάρκειας» ή το γέρων είναι ατεκμηρίωτη].

χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ

καμωμένος από χρυσό, χρυσός: χρυσᾶ τάλαντα. χρυσῆ Ἀφροδίτη = χρυσό άγαλμα της Αφροδίτης.

ΝΕ χρυσός.

[χρύσεος > χρυσοῦς, χρυσέη > χρυσῆ, χρύσεον > χρυσοῦν (η συναίρεση έγινε με το κατέβασμα του τόνου στις πλάγιες πτώσεις, π.χ. χρυσέου > χρυσοῦ), σημιτ. δάνειο, πβ. ακκαδ. hurāsu «χρυσός», εβρ. hārus, φοινικικό hrs, ενώ οι λοιπές ΙΕ γλώσσες είχαν άλλη λ. για τον χρυσό, π.χ. λατ. aurum].

χρῶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δέρμα (ιδιαίτερα του ανθρώπου).

2. χρώμα του δέρματος: χρῶμα μέλας = μαύρος ως προς το χρώμα του δέρματος.

3. γενικά χρώμα.

ΝΕ χρώμα (με τη σημ. 3).

[*χρω- (< χρῶ-σις «χρωματισμός» < χρώς, χρωτός, ὁ «το δέρμα του ανθρώπου») + παρ. επίθ. -μα > χρῶμα, hand χρώς].

χρώς, χρωτός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέρμα του ανθρώπου.
  • ἐν χρῷ πολύ κοντά στο δέρμα: ἐν χρῷ κεκαρμένος = κουρεμένος σύρριζα.

familyπαράγ. χροιά, χρῶμα, χρώννυμι «χρωματίζω» (*χρώσ-νυ-μι), χρῶμα, σύνθ. μελανόχροος, συγχρωτίζομαι.

[χρώς, γεν. χροὸς και χρωτός, αρχικά *χροF- οσός > (συναίρεση) *χροFώς > (συναίρεση) χρώς, συγγεν. με χραύω/-ομαι «εφάπτομαι»].

χυδαῖος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός χυδαιότερος
Υπερθετικός χυδαιότατος

1. συνηθισμένος, συνήθης, κοινός: χυδαῖοι φοίνικες.

2. για πρόσωπα της μάζας, του όχλου: χυδαῖος ὄχλος = ο κοινός όχλος, η μάζα.

ΝΕ χυδαίος (με τη σημ. 2).

[επίρρ. χύδ-ην «χύμα, σε σκόρπια κατάσταση» (< χέω, χεῦ-μα) + παρ. επίθ. -αῖος].

χωλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

κουτσός.

familyπαράγ. χωλότης, χωλαίνω, σύνθ. χωλόπους, χωλίαμβος.

ΝΕ χωλός.

[*χω- «χωλαίνω, κουτσαίνω» + παρ. επίθ. -λός, που συνήθως συνοδεύει επίθετα που δηλώνουν αναπηρία (στρεβλός, σιφλός, τραυλός, τυφλός κτλ.), ανετυμολόγητο· η συσχέτιση με χαλάω είναι εξεζητημένη].

χῶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

σωρός χώματος (που στοίβαζαν οι εχθροί δίπλα στα τείχη μιας πόλης, για να μπορέσουν να ανέβουν σε αυτά και να την καταλάβουν): χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν = στοίβαζαν σωρό χώματος κοντά στα τείχη της πόλης.

familyπαράγ. χωματισμός, χωματικός, σύνθ. ἀνάχωμα, περίχωμα.

ΝΕ χώμα. Το σημερινό χώμα οι αρχαίοι το δήλωναν με τη λέξη γῆ.

[*χω- (πβ. χῶσαι, αόρ. του χώννυμι και χωννύω «συσσωρεύω») + παρ. επίθ. -μα > χῶμα, hand χέω].

χώρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. χώρα.

2. χώρος: τοῦτο χώρας μεγάλης δεῖται = αυτό χρειάζεται μεγάλο χώρο.

3. η κοινωνική θέση κάποιου: ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα = θα έχουμε το status των δούλων.

familyπαράγ. χωρίον, χωρικός, χωρέω, χωρίζω, χωρίς, σύνθ. καταχωρίζω «βάζω στον τόπο», πλησιόχωρος, στενόχωρος, εὐρύχωρος, ἐγχώριος.

ΝΕ χώρα (με τη σημ. 1).

[ίσως χώρ-α, που θα μπορούσε να συσχετίζεται με το χορός, ὁ «οριοθετημένο έδαφος για χορό»].

χωρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐχώρουν
Μέλλ. χωρήσομαι
& (σε κάποια σύνθετα) -χωρήσω
Αόρ. ἐχώρησα
Παρακ. κεχώρηκα
Παθ. μέλλ. χωρηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐχωρήθην
Παθ. παρακ. κεχώρημαι

1. προχωρώ, πηγαίνω, έρχομαι.

2. χωράω: οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις.

ΝΕ χωρώ (με τη σημ. 2).

[*χωρ- (πβ. χώρα) + παρ. επίθ. -έω > χωρ-έω, ίσως συγγεν. με χορός, ὁ που δηλώνει «περιορισμένο χώρο»].

χωρὶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ / ΠΡΟΘΕΣΗ

1. ως επίρρημα χωριστά, χώρια: ἔθεντο χίλια τάλαντα χωρίς = έβαλαν χώρια χίλια τάλαντα.

2. ως πρόθεση με γενική α. χωρίς. β. χωριστά από κάτι, μακριά από κάτι: αὐτὴ καθ’ αὑτὴν ἡ ψυχὴ ἔσται χωρὶς τοῦ σώματος = η ψυχή θα είναι μόνη της χωριστά από το σώμα.

ΝΕ χωρίς (με τη σημ. 2α).

[επίρρ. και πρόθεση χωρίς, δωρ. χῶρι < χώρα στη σημ. «σε ξεχωριστό χώρο, εκτός, άνευ», hand χώρα].