ΧΧ, χ, χεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
χαίρω ΡΗΜΑ
1. χαίρομαι: ἐπὶ φαύλοις χαίρει = χαίρεται με ασήμαντα πράγματα. 2. συχνά στην προστακτική β΄ προσ. χαῖρε/ χαίρετε α. κατά τη συνάντηση φίλων χαίρε/χαίρετε, γεια σου/γεια σας: χαῖρ’ ὡς μέγιστα, χαῖρε = γεια σου και χαρά σου! β. κατά τον αποχωρισμό τους αφήνω γεια: καὶ χαῖρε πόλλ’ ὦδελφέ = αφήνω γεια, αδελφέ μου. 3. στην προστακτική γ΄ προσ. χαιρέτω / χαιρόντων ας πάει στο καλό / ας πάνε στο καλό: εἴτ’ ἐγένετο ἄνθρωπος εἴτ’ ἐστὶ δαίμων, χαιρέτω = είτε άνθρωπος ήταν είτε είναι θεός, ας πάει στο καλό (έννοια που μας έπιασε!). 4. στην αρχή επιστολών χρησιμοποιείται το απαρέμφατο Κῦρος Κυαξάρῃ χαίρειν (ενν. εὔχεται, λέγει) = Κυαξάρη, εγώ ο Κύρος σε χαιρετώ! 5. ἐῶ τινα/τι χαίρειν (ή παρόμοιες εκφράσεις) δεν ασχολούμαι με κάποιον/κάτι: ἔα αὐτὸν χαίρειν = μην ασχολείσαι μαζί του. 6. η μετοχή χαίρων σε συνδυασμό με ρήμα με το αζημίωτο (σε αρνητικές προτάσεις): τοῦτον οὐδεὶς χαίρων ἀδικήσει = αυτόν κανένας δε θα τον αδικήσει με το αζημίωτο (αντίθετα, θα υ ποστεί τη δέουσα τιμωρία).
ΝΕ χαίρομαι & χαίρω (λόγ.) με τη σημ. 1. [*χάρ-jω > χαίρω, *gher- «χαίρομαι», πβ. αρχ. ινδ. háryati «αγαπώ, χαίρομαι», γερμ. be-gehren «επιθυμώ», γοτθ. gairnei «ευχή, επιθυμία»]. χάλασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*χαλα- (< χαλάω) + παρ. επίθ. -σις]. χαλάω -ῶ ΡΗΜΑ
χαλαρώνω: χαλῶ τόξα = χαλαρώνω τα τόξα. χαλῶ τὰ νεῦρα = χαλαρώνω τους τένοντές μου. = ἀνίημι «χαλαρώνω». ≠ συντείνω «τεντώνω».
ΝΕ χαλάω «δίνω τέλος, καταστρέφω κτλ.». [αβέβ. ετυμ., *χαλά-ω]. χαλεπαίνω ΡΗΜΑ
είμαι βίαιος απέναντι σε κάποιον, οργίζομαι πάρα πολύ: πρὸς τὴν μητέρα χαλεπαίνει = είναι βίαιος απέναντι στη μητέρα του. [παράγ. λ. *χαλεπ- (χαλεπ-ός) + παρ. επίθ. -αίνω (< *-ανjω) > χαλεπαίνω]. χαλεπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. δύσκολος: χαλεπὰ τὰ καλά = δύσκολα είναι τα όμορφα πράγματα. ≠ ῥᾴδιος «εύκολος». 2. επικίνδυνος: χαλεποὶ λιμένες. χαλεπὴ θάλαττα. 3. για πρόσωπα δύσκολος, σκληρός, άγριος: χαλεπός τε καὶ ἄγριος = είναι δύσκολος και άγριος. ΝΕ χαλεπός (λόγ., με τη σημ. 1 σε φρ. όπως χαλεποί καιροί). [μεμονωμένο επίθετο χωρίς αρχαία ετυμολογική παράδοση· είναι εξεζητημένη η ερμηνεία από χωλός + προελληνικό επίθ. *-πο-ς]. χαλεπῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. δύσκολα: τῶν πραγμάτων τούτων τὴν ἀκρίβειαν χαλεπῶς ἔγνων = δύσκολα κατάλαβα την ακριβή αλήθεια για τα πράγματα αυτά. 2. για πρόσωπα με οργή, με σκληρότητα: χαλεπῶς τινα τιμωροῦμαι = τιμωρώ κάποιον με σκληρότητα.
[παράγ. λ. χαλεπ-ός + παρ. επίθ. -ῶς]. χαλκεύς, -έως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εύς]. χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ ο ασυναίρετος τύπος είναι χάλκεος, -έα, -εον χάλκινος. ΝΕ χάλκινος. [χαλκ-ός + παρ. επίθ. -εος > χαλκοῦς· η συναίρεση στα αττικά έγινε στις πλάγιες πτώσεις, χαλκέου -οῦ, χαλκέῳ -ῷ κτλ., δάνεια λ., πβ. σουμερ. kalga «χαλκός»]. χαμαὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ χάμω. [αρχικά τοπική πτώση ενός ουσ. *χαμὰ «έδαφος», πβ. λατ. humī «χαμηλά», που είναι τοπική πτώση του ουσ. humus «γη, έδαφος», για το ληκτικό -αι πβ. αρχ. πρωσ. semmai «στο έδαφος» και την πρόθεση παραί = παρά]. χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν ΕΠΙΘΕΤΟ
χαριτωμένος, όμορφος: ὡς χαρίεν ἅνθρωπος (= ὁ ἄνθρωπος), ὅταν ἄνθρωπος ᾖ = πόσο χαριτωμένη ύπαρξη είναι ο άνθρωπος, όταν είναι πραγματικά άνθρωπος. [χάρις, *χαρίFεντ-ς > χαρίεις, *χαρίFεντ-jα > χαρίεσσα, *χαρίFεντ > χαρίεν]. χαρίζομαι ΡΗΜΑ
κάνω το χατίρι κάποιου, κάνω χάρη σε κάποιον: ἐγὼ τῷ Καλλίᾳ χαριζόμενος παρέμεινα = εγώ έμεινα κάνοντας το χατίρι του Καλλία. ΝΕ χαρίζομαι. [παράγ. λ. χάρις + παρ. επίθ. -ίζομαι,
χάρις, χάριτος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ευνοϊκή διάθεση προς κάποιον: τῶν Μεσσηνίων χάριτι ἐπείσθη = πείστηκε από ευνοϊκή διάθεση προς τους Μεσσηνίους. 2. ευγνωμοσύνη: πολλὴν Μενελάῳ χάριν ἀπέδωκεν ὑπὲρ τῶν πόνων οὓς δι’ ἐκείνην ὑπέμεινεν = έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Μενέλαο για τους κόπους που υπέμεινε εξαιτίας της. χάριν οἶδά τινι = δείχνω ευγνωμοσύνη σε κάποιον. 3. χατίρι. ΝΕ χάρη (με τις σημ. 1, 2, 3). [*χάρ- (χαίρω < *χάρ-jω) + παρ. επίθ. -ις ή παλιό θέμα σε -ι, χαρι- (: χαίρω) + -ς]. χάσκω ΡΗΜΑ
1. ανοίγω το στόμα: λύκος ἔχανεν = ο λύκος άνοιξε το στόμα. 2. χαζεύω, βλέπω κάτι έκπληκτος με ανοιχτό το στόμα: πρὸς ταῦτα ἦν κεχηνώς = έμεινε κατάπληκτος για αυτά (που άκουσε).
ΝΕ χάσκω (με τις σημ. 1, 2). [χά-σκω (πβ. φά-σκω < φαμί, φημί), που είναι αρχαιότερος τύπος του χαίνω (< *χάνjω), *ghno- , αρχ. ισλανδ. gan «κραυγή»]. χειμάζω ΡΗΜΑ
ΝΕ σύνθ. διαχειμάζω. [χεῖμα, τὸ «κρύο, χειμώνας, θύελλα» + παρ. επίθ. -άζω > χειμάζω, *gheim- (+ -en/-on): αρχ. ινδ. héman «κατά το χειμώνα», που αντιστοιχεί στο χειμερινός, λατ. hībernus]. χειμών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. χειμώνας: χειμῶνος ὥρᾳ = στην εποχή του χειμώνα. ≠ θέρος. 2. καταιγίδα: μέγας χειμὼν ἐπέπεσε = ενέσκηψε μεγάλη καταιγίδα. ΝΕ χειμώνας (με τη σημ. 1). [χεῖμα, τὸ «χειμώνας, κρύο» + παρ. επίθ. -ών >
χειμών, *gheim-, χείρ, χειρός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ χέρι. [*χερσ- (πβ. αιολ. χέρρας αιτιατ. πληθ., δωρ. χήρ, αιτιατ. χῆρα), από όπου ονομ. χείρ, πληθ. χεῖρες, *gher-s ή προτιμότερο *ghesr-]. χειροτονέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. εκλέγω κάποιον σηκώνοντας το χέρι μου: ἐχειροτονεῖτε στρατηγούς = εκλέγατε στρατηγούς. ἐπὶ τοῦτο ἐχειροτονήθησαν, ἵνα... = εξελέγησαν για τούτο, για να... ≠ κληρόω «αναδεικνύω κάποιον σε ένα αξίωμα με τη μέθοδο της κλήρωσης». 2. ψηφίζω κάποιο πράγμα: χειροτονῶ ὅ τι ἂν ἐμοὶ δοκῇ συμφέρειν τῇ πόλει = ψηφίζω οτιδήποτε μου φαίνεται ότι συμφέρει την πόλη. ΝΕ χειροτονώ «απονέμω εκκλησιαστικό αξίωμα». [επίθετο χειροτόνος «που σηκώνει το χέρι» (χείρ + τείνω) + παρ. επίθ. -έω]. χέρνιψ, χέρνιβος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. *χερ- (< χερρ-, χέω ΡΗΜΑ
μεταβατικό χύνω: δάκρυα χέω = χύνω δάκρυα.
ΝΕ χύνω. [χέω < *χέFω, *χευ-: *ghew-, πβ. γερμ. giessen «χύνω», λατ. fundo «χέω, χύνω» < *gheu-d-]. χθόνιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ χθόνιος (και στο σύνθ. καταχθόνιος κτλ.). [παράγ. λ. χθών + παρ. επίθ. -ιος]. χθών, χθονός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*χθώμ (πβ. χθαμ-αλὸς «ίσος με το έδαφος, χαμηλός»), λατ. humus]. χίμαιρα, χιμαίρας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ χίμαιρα «μυθικό όν με μορφή κατσίκας». [χίμαιρα < *χίμα-ρjα < χεῖμα, τό + παρ. επίθ.
-ρjα, χιτών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ χιτώνας. [σημιτικό δάνειο χιτὼν και κιθών (με αντιμετάθεση δασύτητας) < *χιτ- + παρ. επίθ. -ών, πβ. φοινικικό kīn «ρούχο από λινάρι»]. χιών, -όνος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ χιόνι. [χιών < *χιώμ, λατ. hiems «χειμώνας», αρμ. jiwn «χιόνι», *gh(i)yem-/* gh(i)yom-, ομόρρ.
του χλαῖνα, χλαίνης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ χλαίνη. [*χλάμ-jᾰ > *χλάν-jᾰ > χλαῖνα, *χλαμ- (από όπου χλαμ-ύς), άγνωστης αρχής]. χλαμύς, -ύδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ χλαμύδα. [*χλαμ- + παρ. επίθ. -ύς, βλ χλαῖνα]. χλευάζω ΡΗΜΑ
ΝΕ χλευάζω (λόγ.). [παράγ. λ. χλεύη «κοροϊδία» + παρ. επίθ. -άζω > χλευάζω, IE αρχής]. χορηγέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. είμαι ο κορυφαίος μιας ομάδας χορευτών. 2. αναλαμβάνω τα έξοδα για την εκπαίδευση
και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών
που θα συμμετάσχει σε δημόσια γιορτή, είμαι
χορηγός ( 3. χορηγώ. ΝΕ χορηγώ (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. χορηγὸς + παρ. επίθ. -έω]. χορηγία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]() ΝΕ χορηγία «οικονομική στήριξη για κοινωφελείς σκοπούς». [παράγ. λ. χορηγὸς + παρ. επίθ. -ία]. χορηγικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ![]() [παράγ. λ. χορηγός + παρ. επίθ. -ικός]. χορηγός, -οῦ, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο αρχηγός, ο κορυφαίος, σε μια ομάδα χορευτών. 2. στην Αθήνα και αλλού ο πολίτης που κάλυπτε τις δαπάνες που απαιτούνταν για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό μιας ομάδας χορευτών που θα συμμετείχε σε δημόσια γιορτή: καταστὰς χορηγὸς τραγῳδοῖς ἀνήλωσα τριάκοντα μνᾶς = αφού ορίστηκα χορηγός σε παράσταση τραγωδίας, δαπάνησα τριάντα μνες. 3. γενικά άτομο που αναλαμβάνει τα έξοδα για οποιαδήποτε δημόσια εκδήλωση.
ΝΕ χορηγός (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. χορηγός «ο αρχηγός του χορού», δωρ. χορᾱγὸς < χορός + ἡγέομαι/δωρ. *ἁγέομαι, πβ. λοχᾱγός]. χορικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
[παράγ. λ. χορός + παρ. επίθ. -ικός]. χορός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. χορός (ως μορφή ψυχαγωγίας ή δημόσιας θρησκευτικής εκδήλωσης). 2. ομάδα χορευτών.
ΝΕ χορός (και με τις δύο σημ.). [άγνωστης αρχής, ατεκμηρίωτη η συσχέτιση με τα χῶρος (ὁ) και χόρτος (ὁ), ίσως *gher- «πιάνομαι από το χέρι»]. χόω ΡΗΜΑ
1. για χώμα στοιβάζω, συσσωρεύω: χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν = στοίβαζαν σωρό χώματος προς τα τείχη της πόλης. 2. παθητικό σκεπάζομαι με χώμα ή με άλλο
υλικό: πορθμὸς χωσθείς = πορθμός που
σκεπάστηκε με χώμα ( [*χό- (< χό-ος/χοῦς < χέω) + παρ. επίθ. -ω >
χόω,
χράομαι -ῶμαι ΡΗΜΑ χράω ΡΗΜΑ
1. στην ενεργητική φωνή, για τους θεούς και τους χρησμούς τους καθοδηγώ με χρησμό, χρησμοδοτώ: λέγεται Ἀλκμέωνι τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν = λέγεται ότι ο Απόλλωνας χρησμοδότησε στον Αλκμέωνα να κατοικήσει σε αυτό το μέρος. 2. στη μέση φωνή, για ανθρώπους χρῶμαι συμβουλεύομαι (θεό ή μαντείο): οἱ θύοντες και οἱ χρώμενοι τῷ θεῷ = όσοι προσφέρουν θυσίες και όσοι συμβουλεύονται το θεό. 3. στη μέση φωνή χρῶμαι α. με δοτική χρησιμοποιώ: χρῶμαι ἀργυρίῳ = χρησιμοποιώ χρήματα. β. για εξωτερικά γεγονότα υφίσταμαι, υπόκειμαι σε: ἐτύχομεν χειμῶνί τινι χρησάμενοι = συνέβη να υποστούμε καταιγίδα. [χράω (γ΄ εν. χρῇ και χρᾷ, απαρέμφ. χρᾶν), προβληματική η συσχέτιση με χρὴ «είναι ανάγκη» και *gher- (> λατ. hortor)]. χρεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ χρεία (με την ίδια σημ.). [χρεία, ιων. χρείη, *χρα- (χρά-ομαι), *χρη-
(κέ-χρη-μαι), χρεὼν ή χρεών ἐστι [χρὴ ὄν > χρεὼν ή ενδεχομένως χρεώ, ἡ/τό + -ν κατά το δέο-ν]. χρὴ ΡΗΜΑ
είναι αναγκαίο, πρέπει: χρὴ ἐλαύνειν τινὰς ἡμῶν ἐπ’ αὐτούς = πρέπει κάποιοι από εμάς να επιτεθούν σε αυτούς. = δεῖ.
[χρὴ «(είναι) ανάγκη» (αρχικά ουδ. ουσ.), που
συνδυάζεται με το εἰμὶ για να σχηματίσει ένα
είδος κλίσης, π.χ. χρὴ ἦν > χρῆν, ἐχρῆν, χρὴ
ἔσται > χρἤσται, χρὴ εἶναι > χρῆναι, χρὴ ὄν >
χρεών, ιων. χρεόν· το χρὴ θεωρείται η βάση για
το χρῆσθαι, χρῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στον πληθ. χρήματα α. αγαθά, περιουσία: τοῖς σκεύεσι καὶ τοῖς χρήμασι ἀποθήκη = αποθήκη για τα σκεύη και τα αγαθά τους. β. χρήματα, λεφτά: ζημιοῦμαι χρήμασιν = μου επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο. 2. πράγμα, υπόθεση, κατάσταση: πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος = μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος.
ΝΕ χρήμα (με τη σημ. 1β). [χρή + παρ. επίθ. -μα > χρῆμα (αρχικά «τα αγαθά, ο πλούτος», κατόπιν «το νόμισμα», οπότε αντιτέθηκε προς το κτῆμα «κτηματική περιουσία»)]. χρηματίζω ΡΗΜΑ
1. διαπραγματεύομαι (ιδιαίτερα χρηματικές υποθέσεις). 2. συνήθως στη μέση φωνή χρηματίζομαι διαπραγματεύομαι ή διεξάγω εμπορικές συναλλαγές με στόχο το κέρδος, κερδίζω χρήματα: οἴονται χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι = φαντάζονται ότι θα κερδίσουν χρήματα μάλλον παρά ότι θα πολεμήσουν.
ΝΕ χρηματίζω «υπηρετώ σε μια θέση» & χρηματιζομαι «επιδιώκω το χρήμα, δωροδοκούμαι». [παράγ. λ. χρῆμα, -ατος + παρ. επίθ. -ίζω >
χρηματίζω, χρηστός,-ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ χρηστός «αγαθός». [χρή- (< χράομαι «μεταχειρίζομαι») + παρ. επίθ. -σ-τός > χρηστός, καθώς οι λέξεις χρηστήρ, χρήστης συνδέονται ετυμολογικά με το χρη-σμός, που εδώ αναλύθηκε ως χρησ-μός]. χρίω ΡΗΜΑ
αλείφω, χρίω. ΝΕ χρίω. [*χρισ- (πβ. χρῖσ-μα) + παρ. επίθ. -jω, ΙΕ αρχής]. χρόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. χρονικό διάστημα. 2. καθυστέρηση: οὐκ ἀνέμενον τὸν κήρυκα οὐδ’ ἐνεποίησαν χρόνον οὐδένα = δεν περίμεναν τον κήρυκα ούτε σημείωσαν καμιά καθυστέρηση. 3. επιρρηματικές και άλλες χρήσεις: πολὺν χρόνον. ὀλίγον χρόνον. οὐκ ὀλίγον χρόνον. τοῦτον τὸν χρόνον. οὐ πολὺς χρόνος ἐξ οὗ = δεν πέρασε πολύς χρόνος από τότε που. ΝΕ χρόνος (με τη σημ. 1). Για τη σημ. «έτος» οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα ἔτος, ἐνιαυτός. [άγν. ετυμ., καθώς η σύνδεση του χρόνος με το κείρω «κόβω» ως «τμήμα χρονικής διάρκειας» ή το γέρων είναι ατεκμηρίωτη]. χρυσοῦς, -ῆ, -οῦν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ χρυσός. [χρύσεος > χρυσοῦς, χρυσέη > χρυσῆ, χρύσεον > χρυσοῦν (η συναίρεση έγινε με το κατέβασμα του τόνου στις πλάγιες πτώσεις, π.χ. χρυσέου > χρυσοῦ), σημιτ. δάνειο, πβ. ακκαδ. hurāsu «χρυσός», εβρ. hārus, φοινικικό hrs, ενώ οι λοιπές ΙΕ γλώσσες είχαν άλλη λ. για τον χρυσό, π.χ. λατ. aurum]. χρῶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δέρμα (ιδιαίτερα του ανθρώπου). 2. χρώμα του δέρματος: χρῶμα μέλας = μαύρος ως προς το χρώμα του δέρματος. 3. γενικά χρώμα. ΝΕ χρώμα (με τη σημ. 3). [*χρω- (< χρῶ-σις «χρωματισμός» < χρώς,
χρωτός, ὁ «το δέρμα του ανθρώπου») + παρ.
επίθ. -μα > χρῶμα, χρώς, χρωτός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[χρώς, γεν. χροὸς και χρωτός, αρχικά *χροF- οσός > (συναίρεση) *χροFώς > (συναίρεση) χρώς, συγγεν. με χραύω/-ομαι «εφάπτομαι»]. χυδαῖος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. συνηθισμένος, συνήθης, κοινός: χυδαῖοι φοίνικες. 2. για πρόσωπα της μάζας, του όχλου: χυδαῖος ὄχλος = ο κοινός όχλος, η μάζα. ΝΕ χυδαίος (με τη σημ. 2). [επίρρ. χύδ-ην «χύμα, σε σκόρπια κατάσταση» (< χέω, χεῦ-μα) + παρ. επίθ. -αῖος]. χωλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ χωλός. [*χω- «χωλαίνω, κουτσαίνω» + παρ. επίθ. -λός, που συνήθως συνοδεύει επίθετα που δηλώνουν αναπηρία (στρεβλός, σιφλός, τραυλός, τυφλός κτλ.), ανετυμολόγητο· η συσχέτιση με χαλάω είναι εξεζητημένη]. χῶμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ χώμα. Το σημερινό χώμα οι αρχαίοι το δήλωναν με τη λέξη γῆ. [*χω- (πβ. χῶσαι, αόρ. του χώννυμι και
χωννύω «συσσωρεύω») + παρ. επίθ. -μα > χῶμα,
χώρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. χώρα. 2. χώρος: τοῦτο χώρας μεγάλης δεῖται = αυτό χρειάζεται μεγάλο χώρο. 3. η κοινωνική θέση κάποιου: ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα = θα έχουμε το status των δούλων.
ΝΕ χώρα (με τη σημ. 1). [ίσως χώρ-α, που θα μπορούσε να συσχετίζεται με το χορός, ὁ «οριοθετημένο έδαφος για χορό»]. χωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. προχωρώ, πηγαίνω, έρχομαι. 2. χωράω: οὐκ ἐχώρησεν αὐτοὺς ἡ πόλις. ΝΕ χωρώ (με τη σημ. 2). [*χωρ- (πβ. χώρα) + παρ. επίθ. -έω > χωρ-έω, ίσως συγγεν. με χορός, ὁ που δηλώνει «περιορισμένο χώρο»]. χωρὶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ / ΠΡΟΘΕΣΗ 1. ως επίρρημα χωριστά, χώρια: ἔθεντο χίλια τάλαντα χωρίς = έβαλαν χώρια χίλια τάλαντα. 2. ως πρόθεση με γενική α. χωρίς. β. χωριστά από κάτι, μακριά από κάτι: αὐτὴ καθ’ αὑτὴν ἡ ψυχὴ ἔσται χωρὶς τοῦ σώματος = η ψυχή θα είναι μόνη της χωριστά από το σώμα. ΝΕ χωρίς (με τη σημ. 2α). [επίρρ. και πρόθεση χωρίς, δωρ. χῶρι <
χώρα στη σημ. «σε ξεχωριστό χώρο, εκτός, άνευ»,
|