ΦΦ, φ, φεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
φαγεῖν
ΝΕ έφαγα. [*φαγ-, πβ. αρχ. ινδ. bhajati «διανέμω, διαμοιράζω»]. φαιδρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που λάμπει, λαμπερός: φαιδρὸς κρατήρ = λαμπερός κρατήρας.
ΝΕ φαιδρός «γελαστός, χαρούμενος» ή «χαζοχαρούμενος, γελοίος». [*φαιδ- (πβ. φαίδ-ιμος «λαμπρός, ένδοξος») + παρ. επίθ. -ρός, πβ. λιθ. gaidrà «καθαρός ουρανός χωρίς σύννεφα»]. φαίνω ΡΗΜΑ
1. φέρνω στο φως, φανερώνω: φαίνω θησαυρόν = αποκαλύπτω θησαυρό. 2. καταγγέλλω: φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι = θα σε καταγγείλω στους πρυτάνεις. 3. στην παθ. φωνή φαίνομαι α. έρχομαι στο φως, αποκαλύπτομαι, φαίνομαι. β. με μετοχή είμαι ολοφάνερα κάτι: φαίνεται εὔνους ἡμῖν ὤν = είναι ολοφάνερα ευνοϊκός προς εμάς. γ. με απαρέμφατο δίνω την εντύπωση ότι, φαίνομαι να...: σὺ μέγα πλουτεῖν φαίνει = φαίνεσαι να είσαι πολύ πλούσιος. ΝΕ φαίνομαι (με τις σημ. 3α, 3β). [*φαν-, *φάν-jω > φαίνω «φέρνω στο φως της ημέρας», ομόρρ. με αρχ. ινδ. bha-ti «φωτίζω»]. φάλαγξ, -αγγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ φάλαγγα. [φαλαγγ- «δοκός, δοκάρι», συγγεν. με γερμ. *belkan-, *balkan- «δοκάρι»]. φάραγξ, -αγγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ φαράγγι. [φάραγξ «γη που έχει διακοπεί» < *φαρ- «τρυπώ, κόβω» (πβ. φάρος, το «άροτρο, αλέτρι, δηλ. όργανο που τρυπάει τη γη») + επίθ. -αγγ-, όπως σῆρ-αγξ]. φαῦλος, φαύλη & φαῦλος, φαῦλον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για πράγματα α. εύκολος, ασήμαντος: τὸ ζήτημα ᾧ ἐπιχειροῦμεν οὐ φαῦλον = η έρευνα που αναλαμβάνουμε δεν είναι εύκολη. β. απλός, συνηθισμένος: ποτὰ πίνεις τὰ φαυλότατα = πίνεις τα πιο απλά ποτά. γ. ευτελής, κακός: φαῦλοι λόγοι = κακά λόγια. 2. για πρόσωπα α. χαμηλής κοινωνικής τάξεως. β. ανίκανος, κακός: φαῦλος αὐλητής. γ. απαίδευτος, αμόρφωτος. ΝΕ φαύλος (με τις σημ. 1γ, 2α).
[*φλαῦ-λος > φλαῦρος > φαῦλος ή ενδεχομένως φλαῦ-ρος, καθώς τα -λος/-ρος εναλλάσσονται, φλαυ- αβέβ. ετυμ.]. φέρω ΡΗΜΑ
1. μεταφέρω. 2. υποφέρω, υφίσταμαι, πάσχω: τὰς συμφορὰς οἷός τ’ ἐστι φέρειν = είναι ικανός να υποφέρει τις συμφορές. 3. πληρώνω, καταβάλλω: δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν τεταγμένον = μας πληρώνουν καθορισμένο δασμό. 4. παράγω αποφέρω: γῆ καρπὸν φέρει = η γη παράγει καρπό. 5. στην ενεργ. ή μέση φωνή φέρω ή φέρομαι κερδίζω: τὰ νικητήρια φέρω = κερδίζω το βραβείο της νίκης.
ΝΕ φέρνω (με τη σημ. 1 και φέρω με τη σημ. 2 στη φρ. φέρω κάτι βαρέως). [φέρ-ω, πβ. αρχ. ινδ. bhárati «μεταφέρει», λατ. ferō, γοτθ. baira (ai = e) «μεταφέρω»]. φεύγω ΡΗΜΑ
1. καταφεύγω (γιατί με καταδιώκουν): Κροῖσος ἐπὶ Σάρδεις ἔφευγεν = ο Κροίσος κατέφευγε προς τις Σάρδεις. 2. αποφεύγω: χρὴ φεύγειν τὰ παχύνοντα = πρέπει κανείς να αποφεύγει όσα παχαίνουν. 3. εξορίζομαι: οἱ φεύγοντες = οι εξόριστοι. φεύγω ἐξ Ἀρείου πάγου = εξορίζομαι από τον Άρειο πάγο. 4. ως δικανικός όρος κατηγορούμαι, ενάγομαι: φεύγω δίκην φόνου = κατηγορούμαι για φόνο. ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος. ἀσεβείας φεύγω ὑπὸ Μελήτου = κατηγορούμαι για ασέβεια από το Μέλητο. παρανόμων (γεν. πληθ. ουδ.) φεύγω = κατηγορούμαι για πρόταση ψηφίσματος που αντίκειται στους κειμένους νόμους. ≠ διώκω «κατηγορώ, ενάγω».
ΝΕ φεύγω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἄπειμι. [*bheu-g- > φεύγ-ω (πβ. λιθ. baugùs «που φεύγει, δειλός»), *bhu-g- > φυγεῖν (πβ. λατ. fuga)]. φημὶ ΡΗΜΑ
1. λέγω, ισχυρίζομαι: ὅτι οἷος μὴ αἰσχύνεσθαι καὶ αὐτὸς φῄς = ότι μπορείς να μην ντρέπεσαι και ο ίδιος το λες. 2. οὔ φημι + απαρέμφατο αρνούμαι, λέγω ότι δεν...: οὐκ ἔφασαν ἐπιτρέψειν ταῦτα γενέσθαι = είπαν ότι δε θα επιτρέψουν να γίνουν αυτά τα πράγματα. 3. σε απαντήσεις α. φημὶ ή οὕτως φημὶ ναι: Σωκράτης: Χρὴ τὸν λόγον ἐξετάζοντα σκοπεῖν εἰ συμφωνεῖ. – Φαῖδρος: Φημί = Σ.: Πρέπει εξετάζοντας κανείς τη λογική να παρατηρήσει αν αυτή συμφωνεί (με τον Ιπποκράτη). – Φ.: Ναι. β. οὔ φημι λέω όχι: ἤρετο εἰ αἰσθάνοιτο, ὁ δ’ οὐκ ἔφη = τον ρώτησε αν το έμαθε και εκείνος είπε όχι. 4. προστάζω: ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου = πρόσταξα τον Ορθόβουλο να με σβήσει από τον κατάλογο.
[φημί, δωρ. φᾱμί, πβ. αρμ. bam = φημί, για το φήμη/φάμᾱ πβ. λατ. fāma, fabula «διήγηση, μύθος»]. φθάνω ΡΗΜΑ
1. έρχομαι πρώτος, ενεργώ πρώτος, προφθάνω κάποιον: πρὶν ἐλθεῖν αὐτοὺς φθάσαι ἐβούλοντο = ήθελαν να ενεργήσουν πρώτοι, πριν έρθουν αυτοί. 2. με μετοχή προφθάνω, πρώτος κάνω κάτι: ἔφθασε ὁ Ἡρακλῆς τοξεύσας καὶ ἀνελὼν αὐτόν = πρόφθασε ο Ηρακλής να τον τοξεύσει και να τον σκοτώσει.
ΝΕ φθάνω & φτάνω. Οι αρχαίοι για το σημερινό φτάνω χρησιμοποιούσαν το ἀφικνοῦμαι. [φθάνω < *φθάνFω < *φθάνευμι/*φθάνυμι, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες]. φθείρω ΡΗΜΑ
φθείρω. ΝΕ φθείρω. [*φθέρ- + παρ. επίθ. -jω > φθείρω, ΙΕ αρχής με αρχική σημ. «προκαλώ τη ρευστοποίηση, εξαφανίζω»]. φθίνω & φθίω ΡΗΜΑ
1. για χρόνο τελειώνω, λήγω μὴν φθίνων = το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα. ἄρχει τῶν σπονδῶν ἄρχων Ἀλκαῖος Ἐλαφηβολιῶνος μηνὸς ἕκτῃ φθίνοντος = θα εγκαινιάσει τη συνθήκη ο άρχοντας Αλκαίος, έξι μέρες πριν τελειώσει ο μήνας Ελαφηβολιών. ≠ μὴν ἱστάμενος «το πρώτο δεκαήμερο του μήνα», μὴν μεσῶν «το μεσαίο δεκαήμερο του μήνα». 2. φθίνω, παρακμάζω.
ΝΕ φθίνω (με τη σημ. 2). [φθίνω < *φθίνFω < *φθίνυμι (από όπου φθινύω), χωρίς βέβαιη αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες]. φιλέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. μεταβατικό αγαπώ: εἰκὸς οὓς ἄν τις ἡγῆται χρηστοὺς φιλεῖν = είναι λογικό να αγαπά κανείς εκείνους που θεωρεί καλούς. ≠ μισέω. 2. φιλώ. 3. αμετάβατο συμβαίνω συνήθως, συνηθίζω: φιλεῖ τὸ πλῆθος ἐν τούτοις τὸν βίον διάγειν = συνηθίζουν οι απλοί πολίτες να περνούν τη ζωή τους με αυτά.
ΝΕ φιλώ (με σημ. 2). [παράγ. λ. φίλος + παρ. επίθ. -έω, φιλία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φιλία. 2. αγάπη. [ουσιαστικοποίηση του θηλ. του επιθ.
φίλιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
φιλικός: ἦν τὸ Ῥίον φίλιον τοῖς Ἀθηναίοις = ήταν το Ρίο φιλικό προς τους Αθηναίους. ΝΕ φίλιος (στη στρατιωτική φρ. φίλιες δυνάμεις). [παράγ. λ. φίλος + παρ. επίθ. -ιος, φιλοκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. φιλόκαλος (σύνθ. φίλος/φιλέω + καλόν) + παρ. επίθ. -έω]. φιλόλογος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που αγαπά τα πολλά λόγια, φλύαρος: ἡ πόλις ἡμῶν (αἱ Ἀθῆναι) φιλόλογός ἐστι καὶ πολύλογος. ≠ βραχύλογος. 2. φίλος της φιλοσοφικής συζήτησης. ≠ μισόλογος. 3. φίλος των γραμμάτων: Λακεδαιμόνιοι Χίλωνα τῶν γερόντων ἐποίησαν ἥκιστα φιλόλογοι ὄντες = οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν το Χίλωνα μέλος της γερουσίας, αν και ήταν ελάχιστα φίλοι των γραμμάτων. 4. μελετητής, λόγιος.
ΝΕ φιλόλογος (ουσιαστικοπ., κυρίως με τη σημ. 4). [σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + λόγος, πβ. φιλόλογος = ὁ φιλῶν λόγους]. φιλονικέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. αγαπώ τη νίκη, επιδιώκω να υπερισχύσω ανταγωνιζόμενος τους άλλους, λογομαχώ: φιλονικοῦσιν καὶ οὐ τὸ προκείμενον ζητοῦσιν = επιδιώκει ο καθένας τους να υπερισχύσει και δε διερευνούν το προκείμενο θέμα. 2. με θετική σημ. συναγωνίζομαι, εκδηλώνω άμιλλα: περὶ καλλίστων ἐφιλονίκουν = συναγωνίζονταν για τα πιο ωραία πράγματα. ΝΕ φιλονικώ «λογομαχώ». [παράγ. λ. φιλόνικος (σύνθ. λ. φιλέω + νίκη) + παρ. επίθ. -έω]. φιλοπονέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. φιλόπονος (σύνθ. λ. φίλος / φιλέω + πόνος) + παρ. επίθ. -έω]. φίλος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για πρόσωπα αγαπητός. ≠ ἐχθρὸς «μισητός».
2. ως ουσιαστικό ὁ φίλος φίλος.
ΝΕ φίλος (με τη σημ. 2). [άγνωστης ετυμ., φίλ-ος, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες]. φιλοσοφέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. αμετάβατο αγαπώ τη σοφία, τη γνώση, την επιδιώκω: διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι ἤρξαντο φιλοσοφεῖν = οι άνθρωποι άρχισαν να επιδιώκουν τη γνώση, επειδή είχαν (πολλές) απορίες. 2. μεταβατικό συζητώ, ερευνώ, μελετώ: φιλοσοφῶ τὰ τοῦ βίου πράγματα = μελετώ τις συνθήκες της ζωής. ΝΕ φιλοσοφώ «μετριάζω τη σοβαρότητα μιας κατάστασης». [παράγ. λ. φιλόσοφος (σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + σοφία) + παρ. επίθ. -έω]. φιλοτησία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. φιλότης + παρ. επίθ. -ήσιος, με ουσιαστικοπ.]. φιλοτιμέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. αγαπώ ή επιζητώ την τιμή ή τη δόξα: ἐφιλοτιμήθην ὡς ὑὸς ὢν ἐκείνου = επιζητούσα τις τιμές, καθώς ήμουν γιος εκείνου. 2. είμαι περήφανος: οὐ φιλοτιμοῦμαι ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις = δεν είμαι περήφανος για αυτά που έχουν γίνει. 3. αγωνίζομαι με ζήλο: φιλοτιμοῦμαί σοι φίλῳ χρῆσθαι = αγωνίζομαι να σε κάνω φίλο μου. ΝΕ φιλοτιμούμαι «ενεργώ με ελατήριο τη φιλοτιμία». [παράγ. λ. φιλότιμος (σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + τιμή) + παρ. επίθ. -έομαι]. φιλότιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. με θετική ή αρνητική σημ. αυτός που αγαπά τις τιμές και διακρίσεις, ο φιλόδοξος, ο κενόδοξος. 2. φιλότιμος ἐπί τινι αυτός που επιδιώκει να διακρίνεται σε κάτι. ΝΕ φιλότιμος «που ενεργεί από ηθική υποχρέωση». φιλοφρονέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. με αιτιατική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι με ευμένεια προς κάποιον: φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους = συμπεριφέρεται ο ένας προς τον άλλο με ευμένεια. 2. με δοτική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον: φιλοφρονοῦμαί τινι. [παράγ. λ. φιλόφρων + παρ. επίθ. -εόμαι]. φίλτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μέσο για να γίνεις αγαπητός σε κάποιον, ερωτικά μάγια: φίλτρα καὶ θελκτήρια ἔρωτος = ελκυστικά και θελκτικά μέσα για τον έρωτα. 2. αγάπη, αφοσίωση: τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον. ΝΕ φίλτρο (και με τις δύο σημ.). [παράγ. λ. φίλ- (φίλος, φιλέω) + παρ. επίθ.
-τρον, φλόξ, φλογός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ φλόγα. [φλόξ < *φλόγ-ς < φλέγ-ω, *bhel- «καίω»]. φοιτάω -ῶ ΡΗΜΑ
ΝΕ φοιτώ (με την ίδια σημ. και «είμαι φοιτητής»). [*φοι- + -*ιτάω, άγνωστης αρχής, πιθανόν *gwh-]. φορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. καταβολή, πληρωμή: χρημάτων φορά = καταβολή χρημάτων. 2. κίνηση, κατεύθυνση: ἄστρων φοραί = κινήσεις των άστρων. 3. δημιουργία, παραγωγή: φορὰ καρποῦ, φορά πτηνῶν. ΝΕ φορά (με τη σημ. 2). [φέρ-ω + παρ. επίθ. -ά, με τροπή του ε σε ο,
φορτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. φορτηγός, μεταφορικός: φορτικὸν πλοῖον = μεταφορικό πλοίο. 2. κουραστικός: ἡ λειτουργία ἦν φορτικωτάτη. 3. κοινός, της μάζας, του όχλου: οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι = οι κοινοί άνθρωποι που είναι και ο όχλος.
ΝΕ φορτικός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. φόρτ-ος (< φέρω + -τος) + παρ.
επίθ. -ικός, φρίττω ΡΗΜΑ o κοινός τύπος είναι φρίσσω
ανατριχιάζω: τοῦτο τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι; = αυτό ποιος δε θα ανατρίχιαζε να το κάνει;
ΝΕ φρίττω (με την ίδια σημ.). [αβέβ. ετυμ., ίσως *bhreg-, πβ. γαλατ. brig «κορυφή (δέντρου)», *φρίκ- (φρίξ, φρικός, ἡ «φρικίαση, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας») + παρ. επίθ. -jω > φρίττω]. φρήν, φρενός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
ΝΕ στις φρ. έξω φρενών, έχω σώας τας φρένας. [ομόρρ. του φράζω «δίνω στον άλλο να καταλάβει», *φραδ-, *φρνο-δ-, για το επίθ. -ὴν πβ. ἀδήν, αὐχήν, σπλήν, που είναι όλα όργανα του σώματος]. φρονέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. σκέπτομαι, είμαι συνετός: ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθέστηκα ἐν ᾧ κράτιστός εἰμι φρονεῖν = έχω φτάσει σε τέτοια ηλικία που μπορώ να σκέπτομαι άριστα. 2. με επιρρήματα εὖ φρονῶ α. σκέπτομαι ορθά, είμαι στα λογικά μου: αὐτὸς εὖ φρονῶν διέθετο = ο ίδιος συνέταξε τη διαθήκη του, όταν ήταν στα λογικά του. β. έχω συγκεκριμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον: εὖ φρονοῦντες εἰς ὑμᾶς τυγχάνουσιν = τυχαίνει να έχουν απέναντί σας θετική διάθεση. 3. μέγα φρονῶ α. έχω μεγάλη ιδέα για κάτι, υπερηφανεύομαι: ἐφ’ ἑαυτῷ μέγα φρονεῖ = έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. β. μικρὸν φρονῶ έχω δουλικό φρόνημα: μελετῶντες πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν = εκπαιδεύοντας με κάθε τρόπο τον εαυτό τους να έχουν δουλικό φρόνημα. 4. τά τινος φρονῶ είμαι υποστηρικτής κάποιου: φρονεῖ τὰ Βρασίδου = είναι υποστηρικτής του Βρασίδα. ΝΕ φρονώ «πιστεύω ακράδαντα». [*φρεν- (φρήν, φρενός) + παρ. επίθ. -έω, με
τροπή του ε σε ο, φρόνημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα: ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβίωκα = έχω ζήσει με ελεύθερο φρόνημα. α. με θετική σημ. μεγαλοφροσύνη, υψηλό φρόνημα: ἀνὴρ φρόνημα ἔχων = άντρας με υψηλό φρόνημα. β. με αρνητική σημ. αλαζονεία, έπαρση: τὸ τῶν μάντεων σχῆμα φρονήματος πληροῦται = η συντεχνία των μάντεων είναι γεμάτη αλαζονεία. ΝΕ φρόνημα (με τη σημ. 1). [φρον-έω + παρ. επίθ. -η-μα, φροντίζω ΡΗΜΑ
1. με γενική περιποιούμαι: φροντίζω τῶν οἰκετῶν = περιποιούμαι τους δούλους. 2. με πλάγια ερωτηματική πρόταση εξετάζω, μεριμνώ: οὐ φροντίζω ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν = δε μεριμνώ για το πώς θέλει να ονομάζει τον εαυτό του. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν φίλους. 3. με τελική μετοχή ετοιμάζομαι, παίρνω τα μέτρα μου: φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι = ετοιμαστείτε να πολεμήσετε. ΝΕ φροντίζω (με τη σημ. 1). [φροντίς ( φυγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φυγή (στη μάχη): οἱ δὲ πλεῖστοι εἰς φυγὴν ὥρμων = οι περισσότεροι ορμούσαν σε φυγή. 2. αποφυγή: νόσων ἀμηχάνων φυγή = η δυνατότητα αποφυγής των ακαταπολέμητων ασθενειών. 3. εξορία: φυγὴν κατέγνωσαν αὐτῶν = τους καταδίκασαν σε εξορία. ΝΕ φυγή (με τις σημ. 1, 2). [φυγ- (ἔ-φυγ-ον) + παρ. επίθ. -ή, φυλακή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φύλαξη, φρούρηση: φυλακὴν εἶχεν μὴ ἐκ Κορίνθου ἐκπλεῖν μηδένα = φρουρούσε, ώστε κανείς να μην εκπλεύσει από την Κόρινθο. ἐν φυλακῇ ἔχω τινά = φυλάσσω κάποιον. 2. στρατιωτικός σταθμός: φυλακὴ ἀνδρῶν. 3. ημερήσια ή νυκτερινή βάρδια: φυλακαὶ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναί. ΝΕ φυλακή «τόπος τιμωρημένων». [*φυλακ- (πβ. φυλάττω/φυλάσσω < *φυλάκ-j- ω) + παρ. επίθ. -ή]. φύλαξ, -ακος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ φύλακας. [άγνωστης αρχής, *φύλακ-ς < αρχαιότερο φυλακός]. φυλάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι φυλάσσω
1. φρουρώ: ἐφύλαττον τὰ βασίλεια = φρουρούσαν τα ανάκτορα. 2. μεταφορ. τηρώ, εφαρμόζω: τοὺς νόμους, τὰς συνθήκας. 3. ως μέσο φυλάττομαι α. αμετάβατο προφυλάγομαι: πορεύονται φυλαττόμενοι = προχωρούν προσέχοντας τον εαυτό τους. β. μεταβατικό με αιτιατική προφυλάγομαι από κάτι/ κάποιον: φυλάττομαί τι/τινα.
ΝΕ φυλάω, φυλάσσω (με τη σημ. 1). [*φυλάκ-jω (φύλαξ, -ακ-ος) > φυλάττω / φυλάσσω]. φῦλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φυλή, τάξη: ἡρωικὸν φῦλον = η τάξη των ηρώων. τὸ τῶν σοφιστῶν φῦλον = η τάξη των σοφιστών. 2. φύλο: τὸ θῆλυ φῦλον, τὸ ἄρρεν φῦλον. 3. εθνότητα: φῦλα Πελασγῶν = οι εθνότητες των Πελασγών.
ΝΕ φύλο (με τις σημ. 2, 3). [φῦλον, φυλή < *φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -λον/-λη με αρχική σημ. «αυτός που έχει αναπτυχθεί μέσα σε μια ομάδα», πβ. φυτόν = αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό»]. φύρω ΡΗΜΑ
αναμειγνύω: γῆ αἵματι πεφυρμένη = χώμα ανακατωμένο με αίμα.
[αβέβ. ετυμ., ίσως ομόρρ. με λατ. ferveō «κοχλάζω», fermentum «προζύμι», *φύρ-jω > φύρω]. φύσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο χαρακτήρας κάποιου, η ιδιοσυγκρασία του: οὐ δημοτικὸς τὴν φύσιν ἐστίν = δεν είναι δημοκρατικός στην ιδιοσυγκρασία. 2. η κανονική τάξη της φύσης, ο νόμος της φύσης: ἄνοια παρὰ φύσιν δοκοῦσα εἶναι = τρέλα που φαίνεται να είναι παρά φύσιν.
3. είδος: ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν = διαλέγουν από τα τόσα χρώματα ένα είδος, το είδος του λευκού.
ΝΕ φύση (με τις σημ. 1, 2). [*φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -σις > φύσις «ό,τι
αποτελεί τη φυσική πραγματικότητα, φύση»,
φυτεύω ΡΗΜΑ
φυτεύω. ΝΕ φυτεύω. [παράγ. λ. φυτός (< φύ-ομαι + -τός) «καμωμένος
από τη φύση» + παρ. επίθ. -εύω, φύω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάτι να φυτρώσει: ὅσα ἡ γῆ φύει = όσα κάνει η γη να φυτρώσουν. 2. στον ενεστ. παθ. φωνής φύομαι είμαι γεννημένος από τη φύση, γίνομαι: πιστοὺς μὴ νόμιζε φύσει φύεσθαι ἀνθρώπους = μη θεωρείς ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως γίνονται πιστοί. 3. με σημ. ενεστ. πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως, έχω φυσική κλίση: οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς = οι άνθρωποι έχουν επαρκή φυσική κλίση προς την αλήθεια. 4. με απαρέμφατο πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως διαμορφωμένος έτσι, ώστε...: πεφύκασι δ’ ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν = όλοι είναι έτσι εκ φύσεως διαμορφωμένοι, ώστε να κάνουν λάθη και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. 5. ως απρόσωπο πέφυκε είναι φυσικό, συμβαίνει κατά φυσικό τρόπο: καὶ τὰς κρήνας ἐπιλείπειν πέφυκεν, ἄν τις αὐτῶν ἁθρόα πολλὰ λαμβάνῃ = και οι κρήνες είναι φυσικό να στερεύουν, αν κανείς αντλεί από αυτές διαρκώς.
ΝΕ φύομαι «βλαστάνω, βλασταίνω» (πβ. σημ. 1). [*bhū- «αναπτύσσομαι», πβ. αρχ. ινδ. bhūmī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό», αλβ. bimē «φυτό», φύ-ω / φύ-ομαι, αόρ. ἔ-φυ-ν = λατ. fui]. φωνή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γλώσσα: καὶ φωνὴ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη = και η γλώσσα (της Ιμέρας) ήταν μείγμα μεταξύ της γλώσσας των Χαλκιδέων και της δωρικής. 2. φράση: ἐρώμεθα οὖν Πρόδικον· δίκαιον γὰρ τὴν Σιμωνίδου φωνὴν τοῦτον ἐρωτᾶν = ας ρωτήσουμε τον Πρόδικο· γιατί είναι ορθό αυτόν να ρωτήσουμε για τη φράση του Σιμωνίδη.
ΝΕ φωνή «έναρθροι ήχοι ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων». [*φω- (συγγεν. με φη-μί) + παρ. επίθ. -νή > φωνή, δωρ. φωνά]. φῶς, φωτός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φυσικό φως: oὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, ἡλίου φῶς, σελήνης φῶς. 2. τεχνητό φως (με δάδα, ξύλα κτλ.): φῶς ποιεῖν = κάνω τεχνητό φως. πρὸς φῶς πίνειν = πίνω κρασί στο φως του τζακιού. 3. το φως των ματιών: φῶς ὀμμάτων. 4. μεταφορικά φῶς καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεός.
ΝΕ φως (με όλες τις σημ.). [φῶς συνηρημένο από φάος < *φᾰF-, πβ. αρχ.
ινδ. bhá-ti «φέγγει», του οποίου η βάση *bha-
επανεμφανίζεται στο ομηρικό πε-φή-σεται
(φαίνω) «θα φανερώσει», πβ. φάντα·
λάμποντα < *φᾱμὶ «λάμπω»· πρόκειται για την ίδια
ρίζα που υπάρχει και στο φημί, |