Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Υ Χ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Φ

Φ, φ, φεῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εικοστό πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά την κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.) προφερόταν ως [p] με δασύτητα, δηλ. ως [p], κατά την προφορά του οποίου εκβαλλόταν από το στόμα ελαφρό ρεύμα αέρα, όπως περίπου προφέρεται το p στο αγγλικό pen.
  • ως αριθμητικό σύμϐολο φ´ = 500, αλλά ͵φ = 500.000.

φαγεῖν

απαρέμφατο του ἔφαγον που χρησιμοποιείται ως αόρ. β΄ του ἐσθίω
  • ἔφαγον έφαγα, καταβρόχθισα: ἔχει δύναμιν τοῦ φαγεῖν παντοδαπά = έχει την ικανότητα να φάει κάθε είδους τροφή.

ΝΕ έφαγα.

[*φαγ-, πβ. αρχ. ινδ. bhajati «διανέμω, διαμοιράζω»].

φαιδρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός φαιδρότερος
Υπερθετικός φαιδρότατος

αυτός που λάμπει, λαμπερός: φαιδρὸς κρατήρ = λαμπερός κρατήρας.

familyπαράγ. φαιδρότης, φαιδρύνω, Φαῖδρος, Φαίδρα, σύνθ. φαιδρωπός.

ΝΕ φαιδρός «γελαστός, χαρούμενος» ή «χαζοχαρούμενος, γελοίος».

[*φαιδ- (πβ. φαίδ-ιμος «λαμπρός, ένδοξος») + παρ. επίθ. -ρός, πβ. λιθ. gaidrà «καθαρός ουρανός χωρίς σύννεφα»].

φαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφαινον
Μέλλ. φανῶ
Αόρ. ἔφηνα
Παρακ. (σε σύνθ.) -πέφαγκα
«έχω φανερώσει»

& με αμετάβ. σημ. πέφηνα
«έχω φανερωθεί, έχω παρουσιαστεί»
Μέσ. μέλλ.
κάποτε και με αμετάβ. σημ.
φανοῦμαι
«θα φανερώσω ή θα φανερωθώ (από μόνος μου)»
Μέσ. αόρ. ἐφηνάμην «φανέρωσα»
Παθ. μέλλ.
με αμετάβ. σημ.
φανήσομαι
«θα φανώ, θα φανερωθώ (από μόνος μου)»
Παθ. αόρ.
με αμετάβ. σημ.
ἐφάνην
«φάνηκα, φανερώθηκα (από μόνος μου)»
Παθ. παρακ. πέφασμαι
Παθ. υπερσ. ἐπεφάσμην

1. φέρνω στο φως, φανερώνω: φαίνω θησαυρόν = αποκαλύπτω θησαυρό.

2. καταγγέλλω: φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσι = θα σε καταγγείλω στους πρυτάνεις.

3. στην παθ. φωνή φαίνομαι α. έρχομαι στο φως, αποκαλύπτομαι, φαίνομαι. β. με μετοχή είμαι ολοφάνερα κάτι: φαίνεται εὔνους ἡμῖν ὤν = είναι ολοφάνερα ευνοϊκός προς εμάς. γ. με απαρέμφατο δίνω την εντύπωση ότι, φαίνομαι να...: σὺ μέγα πλουτεῖν φαίνει = φαίνεσαι να είσαι πολύ πλούσιος.

ΝΕ φαίνομαι (με τις σημ. 3α, 3β).

[*φαν-, *φάν-jω > φαίνω «φέρνω στο φως της ημέρας», ομόρρ. με αρχ. ινδ. bha-ti «φωτίζω»].

φάλαγξ, -αγγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παράταξη ὁπλιτῶν, δηλ. βαριά οπλισμένων στρατιωτών, σε ετοιμότητα για μάχη: αἱ φάλαγγες τέτταρα στάδια ἀπ’ ἀλλήλων διέχουσιν = οι παρατάξεις των οπλιτών χωρίζονται η μια από την άλλη με τέσσερα στάδια.

ΝΕ φάλαγγα.

[φαλαγγ- «δοκός, δοκάρι», συγγεν. με γερμ. *belkan-, *balkan- «δοκάρι»].

φάραγξ, -αγγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φαράγγι.

ΝΕ φαράγγι.

[φάραγξ «γη που έχει διακοπεί» < *φαρ- «τρυπώ, κόβω» (πβ. φάρος, το «άροτρο, αλέτρι, δηλ. όργανο που τρυπάει τη γη») + επίθ. -αγγ-, όπως σῆρ-αγξ].

φαῦλος, φαύλη & φαῦλος, φαῦλον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός φαυλότερος
Υπερθετικός φαυλότατος

1. για πράγματα α. εύκολος, ασήμαντος: τὸ ζήτημα ᾧ ἐπιχειροῦμεν οὐ φαῦλον = η έρευνα που αναλαμβάνουμε δεν είναι εύκολη. β. απλός, συνηθισμένος: ποτὰ πίνεις τὰ φαυλότατα = πίνεις τα πιο απλά ποτά. γ. ευτελής, κακός: φαῦλοι λόγοι = κακά λόγια.

2. για πρόσωπα α. χαμηλής κοινωνικής τάξεως. β. ανίκανος, κακός: φαῦλος αὐλητής. γ. απαίδευτος, αμόρφωτος.

ΝΕ φαύλος (με τις σημ. 1γ, 2α).

familyπαράγ. φαυλότης.

[*φλαῦ-λος > φλαῦρος > φαῦλος ή ενδεχομένως φλαῦ-ρος, καθώς τα -λος/-ρος εναλλάσσονται, φλαυ- αβέβ. ετυμ.].

φέρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφερον
Μέλλ. οἴσω
Αόρ. α΄& β΄ ἤνεγκα & ἤνεγκον
Παρακ. ἐνήνοχα
Υπερσ. ἐνηνόχειν
Μέσ. μέλλ. οἴσομαι
Παθ. μέλλ. οἰσθήσομαι & ἐνεχθήσομαι
Μέσ. αόρ. α΄ ἠνεγκάμην
Παθ. αόρ. ἠνέχθην
Παθ. παρακ. ἐνήνεγμαι
Παθ. υπερ. ἐνηνέγμην

1. μεταφέρω.

2. υποφέρω, υφίσταμαι, πάσχω: τὰς συμφορὰς οἷός τ’ ἐστι φέρειν = είναι ικανός να υποφέρει τις συμφορές.

3. πληρώνω, καταβάλλω: δασμὸν ἡμῖν φέρουσιν τεταγμένον = μας πληρώνουν καθορισμένο δασμό.

4. παράγω αποφέρω: γῆ καρπὸν φέρει = η γη παράγει καρπό.

5. στην ενεργ. ή μέση φωνή φέρω ή φέρομαι κερδίζω: τὰ νικητήρια φέρω = κερδίζω το βραβείο της νίκης.

familyπαράγ. φορά, φόρος, φορέω, σύνθ. ἀναφέρω, ἀποφέρω, φερέγγυος, φερέοικος (για το σαλιγκάρι που κουβαλάει το σπίτι του), περιφερής, θεοφόρος, λεωφόρος, κυοφορέω, οἰσοφάγος.

ΝΕ φέρνω (με τη σημ. 1 και φέρω με τη σημ. 2 στη φρ. φέρω κάτι βαρέως).

[φέρ-ω, πβ. αρχ. ινδ. bhárati «μεταφέρει», λατ. ferō, γοτθ. baira (ai = e) «μεταφέρω»].

φεύγω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφευγον
Μέλλ. φεύξομαι & φευξοῦμαι
Αόρ. β΄ ἔφυγον
Παρακ. πέφευγα
Υπερσ. ἐπεφεύγειν

1. καταφεύγω (γιατί με καταδιώκουν): Κροῖσος ἐπὶ Σάρδεις ἔφευγεν = ο Κροίσος κατέφευγε προς τις Σάρδεις.

2. αποφεύγω: χρὴ φεύγειν τὰ παχύνοντα = πρέπει κανείς να αποφεύγει όσα παχαίνουν.

3. εξορίζομαι: οἱ φεύγοντες = οι εξόριστοι. φεύγω ἐξ Ἀρείου πάγου = εξορίζομαι από τον Άρειο πάγο.

4. ως δικανικός όρος κατηγορούμαι, ενάγομαι: φεύγω δίκην φόνου = κατηγορούμαι για φόνο. ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος. ἀσεβείας φεύγω ὑπὸ Μελήτου = κατηγορούμαι για ασέβεια από το Μέλητο. παρανόμων (γεν. πληθ. ουδ.) φεύγω = κατηγορούμαι για πρόταση ψηφίσματος που αντίκειται στους κειμένους νόμους. διώκω «κατηγορώ, ενάγω».

familyπαράγ. φυγή, φυγάς, φυγαδεύω, φευκτέος, σύνθ. ἀποφεύγω, διαφεύγω, φυγόδικος, φυγόπονος, πρόσφυξ, κρησφύγετον.

ΝΕ φεύγω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἄπειμι.

[*bheu-g- > φεύγ-ω (πβ. λιθ. baugùs «που φεύγει, δειλός»), *bhu-g- > φυγεῖν (πβ. λατ. fuga)].

φημὶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. φήσω
Αόρ. α΄ ἔφησα
Αόρ. β΄ ἔφην

1. λέγω, ισχυρίζομαι: ὅτι οἷος μὴ αἰσχύνεσθαι καὶ αὐτὸς φῄς = ότι μπορείς να μην ντρέπεσαι και ο ίδιος το λες.

2. οὔ φημι + απαρέμφατο αρνούμαι, λέγω ότι δεν...: οὐκ ἔφασαν ἐπιτρέψειν ταῦτα γενέσθαι = είπαν ότι δε θα επιτρέψουν να γίνουν αυτά τα πράγματα.

3. σε απαντήσεις α. φημὶ ή οὕτως φημὶ ναι: Σωκράτης: Χρὴ τὸν λόγον ἐξετάζοντα σκοπεῖν εἰ συμφωνεῖ. – Φαῖδρος: Φημί = Σ.: Πρέπει εξετάζοντας κανείς τη λογική να παρατηρήσει αν αυτή συμφωνεί (με τον Ιπποκράτη). – Φ.: Ναι. β. οὔ φημι λέω όχι: ἤρετο εἰ αἰσθάνοιτο, ὁ δ’ οὐκ ἔφη = τον ρώτησε αν το έμαθε και εκείνος είπε όχι.

4. προστάζω: ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου = πρόσταξα τον Ορθόβουλο να με σβήσει από τον κατάλογο.

familyπαράγ. φήμη, φάσις, φατὸς «που μπορεί να ειπωθεί», σύνθ. ἀπόφημι «αρνούμαι», σύμφημι «συμφωνώ», ἐπευφημία, περίφημος, εὐφημέω, κακόφημος, προφήτης, ἀντίφασις, θέσφατος «εκφρασμένος από το θεό», ἀφασία.

[φημί, δωρ. φᾱμί, πβ. αρμ. bam = φημί, για το φήμη/φάμᾱ πβ. λατ. fāma, fabula «διήγηση, μύθος»].

φθάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφθανον
Μέλλ. φθήσομαι & φθάσω
Αόρ. ἔφθασα & ἔφθην
Παρακ. ἔφθακα
Υπερσ. ἐφθάκειν

1. έρχομαι πρώτος, ενεργώ πρώτος, προφθάνω κάποιον: πρὶν ἐλθεῖν αὐτοὺς φθάσαι ἐβούλοντο = ήθελαν να ενεργήσουν πρώτοι, πριν έρθουν αυτοί.

2. με μετοχή προφθάνω, πρώτος κάνω κάτι: ἔφθασε ὁ Ἡρακλῆς τοξεύσας καὶ ἀνελὼν αὐτόν = πρόφθασε ο Ηρακλής να τον τοξεύσει και να τον σκοτώσει.

family σύνθ. καταφθάνω, προφθάνω.

ΝΕ φθάνω & φτάνω. Οι αρχαίοι για το σημερινό φτάνω χρησιμοποιούσαν το ἀφικνοῦμαι.

[φθάνω < *φθάνFω < *φθάνευμι/*φθάνυμι, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες].

φθείρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφθειρον
Μέλλ. φθερῶ
Αόρ. ἔφθειρα
Παρακ. ἔφθαρκα
Υπερσ. ἐφθάρκειν
Μεσ. μέλλ. με παθ.σημ. φθεροῦμαι «θα φθαρώ»
Παθ. μέλλ. φθαρήσομαι
Παθ. αόρ. ἐφθάρην
Παθ. παρακ. ἔφθαρμαι
Παθ. υπερσ. ἐφθάρμην

φθείρω.

ΝΕ φθείρω.

[*φθέρ- + παρ. επίθ. -jω > φθείρω, ΙΕ αρχής με αρχική σημ. «προκαλώ τη ρευστοποίηση, εξαφανίζω»].

φθίνω & φθίω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφθινον
Μέλλ. φθ(ε)ίσω
Αόρ. ἔφθ(ε)ισα
Παρακ. ἔφθ(ε)ικα

1. για χρόνο τελειώνω, λήγω μὴν φθίνων = το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα. ἄρχει τῶν σπονδῶν ἄρχων Ἀλκαῖος Ἐλαφηβολιῶνος μηνὸς ἕκτῃ φθίνοντος = θα εγκαινιάσει τη συνθήκη ο άρχοντας Αλκαίος, έξι μέρες πριν τελειώσει ο μήνας Ελαφηβολιών. μὴν ἱστάμενος «το πρώτο δεκαήμερο του μήνα», μὴν μεσῶν «το μεσαίο δεκαήμερο του μήνα».

2. φθίνω, παρακμάζω.

familyπαράγ. φθίσις, φθισικός, φθιτός. σύνθ. ἀποφθίνω, φθινόπωρον, ἄφθιτος «αθάνατος».

ΝΕ φθίνω (με τη σημ. 2).

[φθίνω < *φθίνFω < *φθίνυμι (από όπου φθινύω), χωρίς βέβαιη αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες].

φιλέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφίλουν
Μέλλ. φιλήσω
Αόρ. ἐφίλησα
Παρακ. πεφίληκα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. φιλήσομαι «θα αγαπηθώ κτλ.»
Παθ. αόρ. ἐφιλήθην
Παθ. παρακ. πεφίλημαι

1. μεταβατικό αγαπώ: εἰκὸς οὓς ἄν τις ἡγῆται χρηστοὺς φιλεῖν = είναι λογικό να αγαπά κανείς εκείνους που θεωρεί καλούς. μισέω.

2. φιλώ.

3. αμετάβατο συμβαίνω συνήθως, συνηθίζω: φιλεῖ τὸ πλῆθος ἐν τούτοις τὸν βίον διάγειν = συνηθίζουν οι απλοί πολίτες να περνούν τη ζωή τους με αυτά.

familyπαράγ. φίλημα, φιλία, φίλτρον.

ΝΕ φιλώ (με σημ. 2).

[παράγ. λ. φίλος + παρ. επίθ. -έω, handφίλος].

φιλία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φιλία.

2. αγάπη.

[ουσιαστικοποίηση του θηλ. του επιθ. handφίλιος].

φίλιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός φιλιώτερος

φιλικός: ἦν τὸ Ῥίον φίλιον τοῖς Ἀθηναίοις = ήταν το Ρίο φιλικό προς τους Αθηναίους.

ΝΕ φίλιος (στη στρατιωτική φρ. φίλιες δυνάμεις).

[παράγ. λ. φίλος + παρ. επίθ. -ιος, handφίλος].

φιλοκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ

αγαπώ το ωραίο: φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας = αγαπούμε το ωραίο με απλότητα.

[παράγ. λ. φιλόκαλος (σύνθ. φίλος/φιλέω + καλόν) + παρ. επίθ. -έω].

φιλόλογος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που αγαπά τα πολλά λόγια, φλύαρος: ἡ πόλις ἡμῶν (αἱ Ἀθῆναι) φιλόλογός ἐστι καὶ πολύλογος. βραχύλογος.

2. φίλος της φιλοσοφικής συζήτησης. μισόλογος.

3. φίλος των γραμμάτων: Λακεδαιμόνιοι Χίλωνα τῶν γερόντων ἐποίησαν ἥκιστα φιλόλογοι ὄντες = οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν το Χίλωνα μέλος της γερουσίας, αν και ήταν ελάχιστα φίλοι των γραμμάτων.

4. μελετητής, λόγιος.

familyπαράγ. φιλολογία.

ΝΕ φιλόλογος (ουσιαστικοπ., κυρίως με τη σημ. 4).

[σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + λόγος, πβ. φιλόλογος = ὁ φιλῶν λόγους].

φιλονικέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. αγαπώ τη νίκη, επιδιώκω να υπερισχύσω ανταγωνιζόμενος τους άλλους, λογομαχώ: φιλονικοῦσιν καὶ οὐ τὸ προκείμενον ζητοῦσιν = επιδιώκει ο καθένας τους να υπερισχύσει και δε διερευνούν το προκείμενο θέμα.

2. με θετική σημ. συναγωνίζομαι, εκδηλώνω άμιλλα: περὶ καλλίστων ἐφιλονίκουν = συναγωνίζονταν για τα πιο ωραία πράγματα.

ΝΕ φιλονικώ «λογομαχώ».

[παράγ. λ. φιλόνικος (σύνθ. λ. φιλέω + νίκη) + παρ. επίθ. -έω].

φιλοπονέω -ῶ ΡΗΜΑ

εκδηλώνω μεγάλη εργατικότητα: τῇ ἑαυτοῦ γνώμῃ φιλοπονεῖ = εκδηλώνει μεγάλη εργατικότητα με δική του θέληση.

[παράγ. λ. φιλόπονος (σύνθ. λ. φίλος / φιλέω + πόνος) + παρ. επίθ. -έω].

φίλος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός

1. φίλτερος / 2. φιλαίτερος / 3. φιλώτερος

Υπερθετικός

1. φίλτατος / 2. φιλαίτατος / 3. ―

1. για πρόσωπα αγαπητός. ἐχθρὸς «μισητός».

  • στην αττική διάλεκτο η κλητική του ενικού φίλε σχηματίζεται και ως φίλος: ὦ φίλος, ὦ φίλος = αγαπητέ μου, αγαπητέ μου.

2. ως ουσιαστικό ὁ φίλος φίλος.

familyπαράγ. φιλία, φιλότης, φιλέω, φίλημα, φιλικός, φίλτρον «ο τρόπος να είσαι αγαπητός», φίλιος, σύνθ. ἄφιλος, θεοφιλής, φιλόσοφος, φιλοσοφία.

ΝΕ φίλος (με τη σημ. 2).

[άγνωστης ετυμ., φίλ-ος, χωρίς αντιστοιχία στις λοιπές ΙΕ γλώσσες].

φιλοσοφέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. αμετάβατο αγαπώ τη σοφία, τη γνώση, την επιδιώκω: διὰ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι ἤρξαντο φιλοσοφεῖν = οι άνθρωποι άρχισαν να επιδιώκουν τη γνώση, επειδή είχαν (πολλές) απορίες.

2. μεταβατικό συζητώ, ερευνώ, μελετώ: φιλοσοφῶ τὰ τοῦ βίου πράγματα = μελετώ τις συνθήκες της ζωής.

ΝΕ φιλοσοφώ «μετριάζω τη σοβαρότητα μιας κατάστασης».

[παράγ. λ. φιλόσοφος (σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + σοφία) + παρ. επίθ. -έω].

φιλοτησία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

με ή χωρίς το κύλιξ (= ποτήρι) το ποτήρι της φιλίας ή της αγάπης: συνεστεφανοῦτο Φιλίππῳ καὶ φιλοτησίας προύπινεν = φορούσε μαζί με το Φίλιππο στεφάνια και έπινε στην υγειά της φιλίας τους.

[παράγ. λ. φιλότης + παρ. επίθ. -ήσιος, με ουσιαστικοπ.].

φιλοτιμέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφιλοτιμούμην
Μέλλ. φιλοτιμήσομαι
& μεταγεν. φιλοτιμηθήσομαι
Αόρ. ἐφιλοτιμήθην
& μεταγεν. ἐφιλοτιμησάμην
Παρακ. πεφιλοτίμημαι

1. αγαπώ ή επιζητώ την τιμή ή τη δόξα: ἐφιλοτιμήθην ὡς ὑὸς ὢν ἐκείνου = επιζητούσα τις τιμές, καθώς ήμουν γιος εκείνου.

2. είμαι περήφανος: οὐ φιλοτιμοῦμαι ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις = δεν είμαι περήφανος για αυτά που έχουν γίνει.

3. αγωνίζομαι με ζήλο: φιλοτιμοῦμαί σοι φίλῳ χρῆσθαι = αγωνίζομαι να σε κάνω φίλο μου.

ΝΕ φιλοτιμούμαι «ενεργώ με ελατήριο τη φιλοτιμία».

[παράγ. λ. φιλότιμος (σύνθ. λ. φίλος/φιλέω + τιμή) + παρ. επίθ. -έομαι].

φιλότιμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός φιλοτιμότερος
Υπερθετικός φιλοτιμότατος

1. με θετική ή αρνητική σημ. αυτός που αγαπά τις τιμές και διακρίσεις, ο φιλόδοξος, ο κενόδοξος.

2. φιλότιμος ἐπί τινι αυτός που επιδιώκει να διακρίνεται σε κάτι.

ΝΕ φιλότιμος «που ενεργεί από ηθική υποχρέωση».

φιλοφρονέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφιλοφρονούμην
Μέλλ. φιλοφρονήσομαι
Αόρ. ἐφιλοφρονησάμην
& ἐφιλοφρονήθην

1. με αιτιατική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι με ευμένεια προς κάποιον: φιλοφρονοῦνται ἀλλήλους = συμπεριφέρεται ο ένας προς τον άλλο με ευμένεια.

2. με δοτική προσώπου ως αντικείμενο συμπεριφέρομαι φιλικά σε κάποιον: φιλοφρονοῦμαί τινι.

[παράγ. λ. φιλόφρων + παρ. επίθ. -εόμαι].

φίλτρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μέσο για να γίνεις αγαπητός σε κάποιον, ερωτικά μάγια: φίλτρα καὶ θελκτήρια ἔρωτος = ελκυστικά και θελκτικά μέσα για τον έρωτα.

2. αγάπη, αφοσίωση: τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φίλτρον.

ΝΕ φίλτρο (και με τις δύο σημ.).

[παράγ. λ. φίλ- (φίλος, φιλέω) + παρ. επίθ. -τρον, handφίλος].

φλόξ, φλογός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φλόγα.

familyπαράγ. φλογίζω, φλογισμός, φλογερός, σύνθ. φλογοειδής, ἀφλόγιστος.

ΝΕ φλόγα.

[φλόξ < *φλόγ-ς < φλέγ-ω, *bhel- «καίω»].

φοιτάω -ῶ ΡΗΜΑ

αμετάβατο, για πρόσωπα συχνά πηγαίνω κάπου, συχνάζω (σε φίλο για επίσκεψη ή σε δάσκαλο για μάθηση): εἰώθαμεν φοιτᾶν παρὰ τὸν Σωκράτη = συνηθίσαμε να συχνάζουμε στο Σωκράτη. παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου (ενν.: οἶκον); = όταν ήσουν παιδί σε ποιο δάσκαλο σύχναζες;

familyπαράγ. φοίτησις, φοιτητής, σύνθ. ἀποφοιτάω, ἐπιφοίτησις.

ΝΕ φοιτώ (με την ίδια σημ. και «είμαι φοιτητής»).

[*φοι- + -*ιτάω, άγνωστης αρχής, πιθανόν *gwh-].

φορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. καταβολή, πληρωμή: χρημάτων φορά = καταβολή χρημάτων.

2. κίνηση, κατεύθυνση: ἄστρων φοραί = κινήσεις των άστρων.

3. δημιουργία, παραγωγή: φορὰ καρποῦ, φορά πτηνῶν.

ΝΕ φορά (με τη σημ. 2).

[φέρ-ω + παρ. επίθ. , με τροπή του ε σε ο, handφέρω].

φορτικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός φορτικώτερος
Υπερθετικός φορτικώτατος

1. φορτηγός, μεταφορικός: φορτικὸν πλοῖον = μεταφορικό πλοίο.

2. κουραστικός: ἡ λειτουργία ἦν φορτικωτάτη.

3. κοινός, της μάζας, του όχλου: οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι = οι κοινοί άνθρωποι που είναι και ο όχλος.

familyπαράγ. φορτηγός, φορτίζω, φορτόω, σύνθ. κατάφορτος.

ΝΕ φορτικός (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. φόρτ-ος (< φέρω + -τος) + παρ. επίθ. -ικός, handφέρω].

φρίττω ΡΗΜΑ

o κοινός τύπος είναι φρίσσω

Παρατ. ἔφριττον
Μέλλ. φρίξω
Αόρ. ἔφριξα
Παρακ. πέφρικα
Μέσ. αόρ. ἐφριξάμην

ανατριχιάζω: τοῦτο τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι; = αυτό ποιος δε θα ανατρίχιαζε να το κάνει;

familyπαράγ. φρίκη, φρικαλέος, φρικώδης, φρικτός, Φρῖξος.

ΝΕ φρίττω (με την ίδια σημ.).

[αβέβ. ετυμ., ίσως *bhreg-, πβ. γαλατ. brig «κορυφή (δέντρου)», *φρίκ- (φρίξ, φρικός, ἡ «φρικίαση, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας») + παρ. επίθ. -jω > φρίττω].

φρήν, φρενός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ

ο νους (ως έδρα της λογικής και των διανοητικών διεργασιών του ανθρώπου), αντίληψη, σκέψη.
  • στον πληθυντικό αἱ φρένες τα λογικά: ἐξέστην φρενῶν = έχασα τα λογικά μου.

familyπαράγ. φρονέω, φρόνημα, φροντίζω, φροντίς, σύνθ. φρενήρης, φρενοβλαβής, εὔφρων, ἐχέφρων, παράφρων.

ΝΕ στις φρ. έξω φρενών, έχω σώας τας φρένας.

[ομόρρ. του φράζω «δίνω στον άλλο να καταλάβει», *φραδ-, *φρνο-δ-, για το επίθ. -ὴν πβ. ἀδήν, αὐχήν, σπλήν, που είναι όλα όργανα του σώματος].

φρονέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφρόνουν
Μέλλ. φρονήσω
Αόρ. ἐφρόνησα
Παρακ. πεφρόνηκα

1. σκέπτομαι, είμαι συνετός: ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθέστηκα ἐν ᾧ κράτιστός εἰμι φρονεῖν = έχω φτάσει σε τέτοια ηλικία που μπορώ να σκέπτομαι άριστα.

2. με επιρρήματα εὖ φρονῶ α. σκέπτομαι ορθά, είμαι στα λογικά μου: αὐτὸς εὖ φρονῶν διέθετο = ο ίδιος συνέταξε τη διαθήκη του, όταν ήταν στα λογικά του. β. έχω συγκεκριμένη διάθεση απέναντι σε κάποιον: εὖ φρονοῦντες εἰς ὑμᾶς τυγχάνουσιν = τυχαίνει να έχουν απέναντί σας θετική διάθεση.

3. μέγα φρονῶ α. έχω μεγάλη ιδέα για κάτι, υπερηφανεύομαι: ἐφ’ ἑαυτῷ μέγα φρονεῖ = έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. β. μικρὸν φρονῶ έχω δουλικό φρόνημα: μελετῶντες πάντα τρόπον μικρὸν φρονεῖν = εκπαιδεύοντας με κάθε τρόπο τον εαυτό τους να έχουν δουλικό φρόνημα.

4. τά τινος φρονῶ είμαι υποστηρικτής κάποιου: φρονεῖ τὰ Βρασίδου = είναι υποστηρικτής του Βρασίδα.

ΝΕ φρονώ «πιστεύω ακράδαντα».

[*φρεν- (φρήν, φρενός) + παρ. επίθ. -έω, με τροπή του ε σε ο, handφρήν].

φρόνημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γνώμη, πεποίθηση, φρόνημα: ἐν ἐλευθέρῳ φρονήματι βεβίωκα = έχω ζήσει με ελεύθερο φρόνημα. α. με θετική σημ. μεγαλοφροσύνη, υψηλό φρόνημα: ἀνὴρ φρόνημα ἔχων = άντρας με υψηλό φρόνημα. β. με αρνητική σημ. αλαζονεία, έπαρση: τὸ τῶν μάντεων σχῆμα φρονήματος πληροῦται = η συντεχνία των μάντεων είναι γεμάτη αλαζονεία.

ΝΕ φρόνημα (με τη σημ. 1).

[φρον-έω + παρ. επίθ. -η-μα, handφρονέω, φρήν].

φροντίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφρόντιζον
Μέλλ. φροντιῶ
Αόρ. ἐφρόντισα
Παρακ. πεφρόντικα
Μέσ. μέλλ. φροντιοῦμαι
Παθ. παρακ. πεφρόντισμαι

1. με γενική περιποιούμαι: φροντίζω τῶν οἰκετῶν = περιποιούμαι τους δούλους.

2. με πλάγια ερωτηματική πρόταση εξετάζω, μεριμνώ: οὐ φροντίζω ὅ τι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν = δε μεριμνώ για το πώς θέλει να ονομάζει τον εαυτό του. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν φίλους.

3. με τελική μετοχή ετοιμάζομαι, παίρνω τα μέτρα μου: φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι = ετοιμαστείτε να πολεμήσετε.

ΝΕ φροντίζω (με τη σημ. 1).

[φροντίς (handφρήν) + παρ. επίθ. -ίζω].

φυγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φυγή (στη μάχη): οἱ δὲ πλεῖστοι εἰς φυγὴν ὥρμων = οι περισσότεροι ορμούσαν σε φυγή.

2. αποφυγή: νόσων ἀμηχάνων φυγή = η δυνατότητα αποφυγής των ακαταπολέμητων ασθενειών.

3. εξορία: φυγὴν κατέγνωσαν αὐτῶν = τους καταδίκασαν σε εξορία.

ΝΕ φυγή (με τις σημ. 1, 2).

[φυγ- (ἔ-φυγ-ον) + παρ. επίθ. , handφεύγω].

φυλακή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φύλαξη, φρούρηση: φυλακὴν εἶχεν μὴ ἐκ Κορίνθου ἐκπλεῖν μηδένα = φρουρούσε, ώστε κανείς να μην εκπλεύσει από την Κόρινθο. ἐν φυλακῇ ἔχω τινά = φυλάσσω κάποιον.

2. στρατιωτικός σταθμός: φυλακὴ ἀνδρῶν.

3. ημερήσια ή νυκτερινή βάρδια: φυλακαὶ νυκτεριναὶ καὶ ἡμεριναί.

ΝΕ φυλακή «τόπος τιμωρημένων».

[*φυλακ- (πβ. φυλάττω/φυλάσσω < *φυλάκ-j- ω) + παρ. επίθ. ].

φύλαξ, -ακος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φύλακας, φρουρός: φύλακας τοῦ ἡμίσεος τείχους κατέλιπον = άφησαν φρουρούς αρκετούς για το μισό τείχος.

ΝΕ φύλακας.

[άγνωστης αρχής, *φύλακ-ς < αρχαιότερο φυλακός].

φυλάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι φυλάσσω

Παρατ. ἐφύλαττον
Μέλλ. φυλάξω
Αόρ. ἐφύλαξα
Παρακ. πεφύλαχα
Μέσ. μέλλ. φυλάξομαι
Παθ. μέλλ. φυλαχθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐφυλαξάμην
Παθ. αόρ. ἐφυλάχθην
Παθ. παρακ. πεφύλαγμαι

1. φρουρώ: ἐφύλαττον τὰ βασίλεια = φρουρούσαν τα ανάκτορα.

2. μεταφορ. τηρώ, εφαρμόζω: τοὺς νόμους, τὰς συνθήκας.

3. ως μέσο φυλάττομαι α. αμετάβατο προφυλάγομαι: πορεύονται φυλαττόμενοι = προχωρούν προσέχοντας τον εαυτό τους. β. μεταβατικό με αιτιατική προφυλάγομαι από κάτι/ κάποιον: φυλάττομαί τι/τινα.

familyπαράγ. φυλακή, φύλαξ, φύλαξις.

ΝΕ φυλάω, φυλάσσω (με τη σημ. 1).

[*φυλάκ-jω (φύλαξ, -ακ-ος) > φυλάττω / φυλάσσω].

φῦλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φυλή, τάξη: ἡρωικὸν φῦλον = η τάξη των ηρώων. τὸ τῶν σοφιστῶν φῦλον = η τάξη των σοφιστών.

2. φύλο: τὸ θῆλυ φῦλον, τὸ ἄρρεν φῦλον.

3. εθνότητα: φῦλα Πελασγῶν = οι εθνότητες των Πελασγών.

familyπαράγ. φυλετικός, σύνθ. φύλαρχος, ἀλλόφυλος, ὁμόφυλος.

ΝΕ φύλο (με τις σημ. 2, 3).

[φῦλον, φυλή < *φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -λον/-λη με αρχική σημ. «αυτός που έχει αναπτυχθεί μέσα σε μια ομάδα», πβ. φυτόν = αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό»].

φύρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφυρον
Μέλλ. φύρσω
Αόρ. ἔφυρα
Παθ. αόρ. ἐφύρθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐφύρην
Παθ. παρακ. πέφυρμαι

αναμειγνύω: γῆ αἵματι πεφυρμένη = χώμα ανακατωμένο με αίμα.

familyπαράγ. φυράω, φύραμα, φύρδην.

[αβέβ. ετυμ., ίσως ομόρρ. με λατ. ferveō «κοχλάζω», fermentum «προζύμι», *φύρ-jω > φύρω].

φύσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ο χαρακτήρας κάποιου, η ιδιοσυγκρασία του: οὐ δημοτικὸς τὴν φύσιν ἐστίν = δεν είναι δημοκρατικός στην ιδιοσυγκρασία.

2. η κανονική τάξη της φύσης, ο νόμος της φύσης: ἄνοια παρὰ φύσιν δοκοῦσα εἶναι = τρέλα που φαίνεται να είναι παρά φύσιν.

  • σε δοτική ως επίρρ. φύσει εκ φύσεως: ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷόν ἐστιν.

3. είδος: ἐκλέγονται ἐκ τοσούτων χρωμάτων μίαν φύσιν τὴν τῶν λευκῶν = διαλέγουν από τα τόσα χρώματα ένα είδος, το είδος του λευκού.

familyπαράγ. φυσικός, σύνθ. φυσιογνώμων, φυσιολόγος.

ΝΕ φύση (με τις σημ. 1, 2).

[*φυ- (φύ-ομαι) + παρ. επίθ. -σις > φύσις «ό,τι αποτελεί τη φυσική πραγματικότητα, φύση», handφύω].

φυτεύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐφύτευον
Μέλλ. φυτεύσω
Αόρ. ἐφύτευσα
Παρακ. πεφύτευκα
Μέσ. μέλλ. φυτεύσομαι
Μέσ. αόρ. ἐφυτευσάμην
Παθ. μέλλ. φυτευθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐφυτεύθην

φυτεύω.

ΝΕ φυτεύω.

[παράγ. λ. φυτός (< φύ-ομαι + -τός) «καμωμένος από τη φύση» + παρ. επίθ. -εύω, handφύω].

φύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔφυον
Μέλλ. φύσω
Αόρ. α΄ ἔφυσα
Αόρ. β΄αμετάβατος ἔφυν (βλ. σημ. 3, 4)
Παρακ. αμετάβατος πέφυκα (βλ. σημ. 3, 4, 5)
Υπερσ. αμετάβατος ἐπεφύκειν
Μέσ. και παθ. μέλλ. φύσομαι

1. κάνω κάτι να φυτρώσει: ὅσα ἡ γῆ φύει = όσα κάνει η γη να φυτρώσουν.

2. στον ενεστ. παθ. φωνής φύομαι είμαι γεννημένος από τη φύση, γίνομαι: πιστοὺς μὴ νόμιζε φύσει φύεσθαι ἀνθρώπους = μη θεωρείς ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως γίνονται πιστοί.

3. με σημ. ενεστ. πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως, έχω φυσική κλίση: οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς = οι άνθρωποι έχουν επαρκή φυσική κλίση προς την αλήθεια.

4. με απαρέμφατο πέφυκα και ἔφυν είμαι εκ φύσεως διαμορφωμένος έτσι, ώστε...: πεφύκασι δ’ ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν = όλοι είναι έτσι εκ φύσεως διαμορφωμένοι, ώστε να κάνουν λάθη και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.

5. ως απρόσωπο πέφυκε είναι φυσικό, συμβαίνει κατά φυσικό τρόπο: καὶ τὰς κρήνας ἐπιλείπειν πέφυκεν, ἄν τις αὐτῶν ἁθρόα πολλὰ λαμβάνῃ = και οι κρήνες είναι φυσικό να στερεύουν, αν κανείς αντλεί από αυτές διαρκώς.

familyπαράγ. φυτόν, φυτεύω, φύσις, φυσικός, σύνθ. εὐφυής, εὐφυΐα, μεγαλοφυής, αὐτόφυτος, διφυής.

ΝΕ φύομαι «βλαστάνω, βλασταίνω» (πβ. σημ. 1).

[*bhū- «αναπτύσσομαι», πβ. αρχ. ινδ. bhūmī- «γη, έδαφος», αρχ. σλαβ. bylĭje «φυτό», αλβ. bimē «φυτό», φύ-ω / φύ-ομαι, αόρ. ἔ-φυ-ν = λατ. fui].

φωνή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γλώσσα: καὶ φωνὴ μεταξὺ τῆς τε Χαλκιδέων καὶ Δωρίδος ἐκράθη = και η γλώσσα (της Ιμέρας) ήταν μείγμα μεταξύ της γλώσσας των Χαλκιδέων και της δωρικής.

2. φράση: ἐρώμεθα οὖν Πρόδικον· δίκαιον γὰρ τὴν Σιμωνίδου φωνὴν τοῦτον ἐρωτᾶν = ας ρωτήσουμε τον Πρόδικο· γιατί είναι ορθό αυτόν να ρωτήσουμε για τη φράση του Σιμωνίδη.

familyπαράγ. φωνέω, φώνημα, φώνησις, σύνθ. φωνασκέω, διαφωνέω, βαρβαρόφωνος, ὁμόφωνος, συμφωνέω.

ΝΕ φωνή «έναρθροι ήχοι ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων».

[*φω- (συγγεν. με φη-μί) + παρ. επίθ. -νή > φωνή, δωρ. φωνά].

φῶς, φωτός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φυσικό φως: oὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, ἡλίου φῶς, σελήνης φῶς.

2. τεχνητό φως (με δάδα, ξύλα κτλ.): φῶς ποιεῖν = κάνω τεχνητό φως. πρὸς φῶς πίνειν = πίνω κρασί στο φως του τζακιού.

3. το φως των ματιών: φῶς ὀμμάτων.

4. μεταφορικά φῶς καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεός.

familyπαράγ. φαεινός (φαεινότερος), Φα-έθων, φανός «φωτεινὸς, λαμπρός» (> αττ. ουσ. φανός, ὁ «πυρσός», μεσν. φαν-άριον), φωτεινός, φωτισμός, σύνθ. διαφαύσκω = διαφώσκω = διαφωτίζω, ὑποφαύσκω = ὑποφώσκω.

ΝΕ φως (με όλες τις σημ.).

[φῶς συνηρημένο από φάος < *φᾰF-, πβ. αρχ. ινδ. bhá-ti «φέγγει», του οποίου η βάση *bha- επανεμφανίζεται στο ομηρικό πε-φή-σεται (φαίνω) «θα φανερώσει», πβ. φάντα· λάμποντα < *φᾱμὶ «λάμπω»· πρόκειται για την ίδια ρίζα που υπάρχει και στο φημί, hand και φαίνω].