Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Τ Φ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Υ

Υ, υ, ὗ ψιλόν, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το εικοστό γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Στην αττική διάλεκτο της κλασικής περιόδου προφερόταν ως [ü], όπως δηλ. το u στο γαλλικό lune. Η αρχαία ονομασία του είναι . Στα βυζαντινά χρόνια ονόμασαν το γράμμα αυτό ὗ ψιλόν, που σημαίνει «ὗ λιτό, που γράφεται δηλ. με ένα μόνο γράμμα», για να το διακρίνουν από τη δίφθογγο οι, η oποία από τον 3ο αι. π.Χ. έως τον 11ο αι. μ.Χ. προφερόταν με τον ίδιο τρόπο, δηλ. ως [ü], αλλά γραφόταν με δύο γράμματα.
  • ως αριθμητικό σύμϐολο υ´ = 400, αλλά ͵υ = 400.000.

ὑβρίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὕβριζον
Μέλλ. ὑβριῶ
Αόρ. ὕβρισα
Παρακ. ὕβρικα
Υπερσ. ὑβρίκειν
Μέσ. μέλλ. ὑβριοῦμαι
Παθ. μέλλ. ὑβρισθήσομαι
Παθ. αόρ. ὑβρίσθην
Παθ. παρακ. ὕβρισμαι

1. συμπεριφέρομαι με αυθάδεια και προκλητικότητα, ξεπερνώ τα όρια (στη χρήση δύναμης, εξουσίας ή στην εντρύφηση σε ηδονές).

2. με νομική σημ. προκαλώ σωματική βλάβη σε κάποιον, τον κακοποιώ.

familyπαράγ. ὕβρισμα, ὑβρισμός, ὑβριστής, ὑβριστικός, σύνθ. ἐξυβρίζω, περιυβρίζω.

ΝΕ υβρίζω (λόγ.) & βρίζω.

[παράγ. λ. ὕβρις + παρ. επίθ. -ίζω].

ὕβρις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. αλαζονεία, αυθάδεια, θράσος (κυρίως απέναντι στους θεούς): ὕβρις τάδ’ ἐστί, κρείσσω δαιμόνων εἶναι θέλειν = αλαζονεία είναι αυτό, το να θέλεις να είσαι ανώτερος από τους θεούς.

2. με νομική σημ. σωματική βλάβη, κακοποίηση.

familyπαράγ. ὑβρίζω, ὑβριστής.

ΝΕ ύβρις (με τη σημ. 1).

[αβέβ. ετυμ., καθώς η παραδοσιακή ανάλυση ὑ/ὐ + βρι-αρὸς δεν είναι τεκμηριωμένη].

ὑγίεια, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

υγεία.

ΝΕ υγεία (μεταγεν. ὑγεία).

[παράγ. λ. ὑγιής + παρ. επίθ. -εια, ὑγιής < ΙΕ *su-gwiy-es, όπου το *su ταυτίζεται σημασιολογικά με το εὖ, ενώ το *gwiy- έδωσε τα ζῆν/βίος, πβ. αρχ. ινδ. hu-ĵya-ti = εὖ ζῆν].

ὕδωρ, ὕδατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. νερό: πότιμον ὕδωρ = πόσιμο νερό.

2. βροχή: ξυνέβη γενέσθαι ὕδωρ πολύ = συνέβη να πέσουν πολλές βροχές.

3. ο χρόνος που απαιτείται μέχρι να εξαντληθεί το νερό της κλεψύδρας (στα δικαστήρια): οὐκ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ = δεν έχω αρκετό χρόνο (για να σας πω και τα υπόλοιπα).

familyπαράγ. ὑδρία, ὑδρεύομαι, σύνθ. ἄνυδρος, ὑδραγωγός, ὑδράργυρος.

ΝΕ ύδωρ ως λόγιο αντί του νερό (με σημ. 1) και σε σύνθετα, όπως υδρ-αγωγός κτλ.

[*ud-, ΙΕ u(e)d- + επίθ. r, που εναλλάσσεται με το no (*ὕδ-no-τος), ομόρρ. με αρχ. ινδ. udan-yati = ὑδαίνω > ὑδραίνω].

ὑετός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βροχή, ιδιαίτερα η καταρρακτώδης βροχή, η μπόρα (handὄμβρος).

[*ὑ- (ὕει «βρέχει» + παρ. επίθ. -ετός (πβ. παγετός, νιφ-ετός), όπου το ὕει ομόρρ. με τοχαρικό swese «βροχή»].

υἱός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στην αττική διάλεκτο αρχικά χρησιμοποιούσαν τους τύπους υἱέος και υἱεῖ για τη γεν. και δοτ. ενικού και για τον πληθ. τους τύπους υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι, υἱεῖς. Από το 350 π.Χ. άρχισαν να επικρατούν οι δευτερόκλιτοι τύποι του ουσιαστικού. γιος.

ΝΕ γιος.

[< αρχαιότερο ὑύς, ὁ «γιος» < ΙΕ *sū-yús, πβ. αρχ. ινδ. sute «γεννώ», τοχαρικό se (γεν. soyā) «γιος»].

ὑλακή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γάβγισμα.

ΝΕ υλακή (λόγ.).

[παράγ. λ. ὑλά-ω «γαβγίζω» + παρ. επίθ. -κ-ή, ηχομιμ. λ.].

ὑλακτέω -ῶ ΡΗΜΑ

γαβγίζω: κύων ὑλακτῶν οὐ δάκνει = σκυλί που γαβγίζει δε δαγκώνει.

familyπαράγ. ὑλακτικός.

[παράγ. λ. *ὑλάκτης + -ακτέω, πβ. πυρ-ακτέω].

ὕλη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δάσος: τὰ δένδρα καὶ ἡ ὕλη = τα οπωροφόρα δέντρα και το δάσος (= τα δέντρα του δάσους).

2. το υλικό (αρχικά από ξύλο) από το οποίο κατασκευάζεται κάτι, ύλη.

familyπαράγ. ὑλικός, ὑλώδης, σύνθ. ὑλοκόμος, ὑλοτόμος, ὑλοτομία, ὑλουργός, ὑλαγωγός.

ΝΕ ύλη (με τη σημ. 2).

[άγνωστης αρχής, καμιά σχέση με το λατ. silva «δάσος»].

ὑλοτόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ξυλοκόπος.

ΝΕ υλοτόμος.

[παράγ. λ. ὑλοτομ-έω (σύνθ. ὕλη + τέμνω) + παρ. επίθ. -ος].

ὑμεῖς ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

εσείς.

[ΙΕ αρχής, πβ. αρχ. ινδ. yusmān = ὑμᾶς, λατ. vos].

ὑμέναιος, -αίου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το γαμήλιο εμβατήριο ή το τραγούδι της νύμφης (το τραγουδούσαν οι παράνυμφες, καθώς την οδηγούσαν στο σπίτι του γαμπρού): ἰαχὴ ὑμεναίων = χαρούμενες φωνές γαμήλιων τραγουδιών.

[ὑμήν, -ένος, ὁ «γαμήλια κραυγή στην ιεροτελεστία του γάμου» + παρ. επίθ. -αιος, ίσως από το όνομα προελληνικού θεού που προστάτευε το γάμο].

ὑμέτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

κτητική δικός σας: ἡ ὑμετέρα πόλις = η δική σας πόλη, η πόλη σας.

[*ὑμε- (από όπου ὑμέ-ες > ὑμεῖς) + επίθ. -τερος].

ὑπαίθριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που συμβαίνει ή υπάρχει σε ανοικτό, όχι σε στεγασμένο χώρο, στο ύπαιθρο: σκηνοῦμεν ὑπαίθριοι = κατασκηνώνουμε στο ύπαιθρο.

ΝΕ υπαίθριος.

[σύνθ. λ. ὑπό + αἴθριος «καθαρός, διαυγής (για τον ουρανό)» < αἴθρα, ἡ «καθαρός ουρανός» < αἴθω «καίω, λάμπω» + -ρα].

ὑπακούω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἀκούω

1. απαντώ: τῷ παιδίῳ ὑπάκουσον = απάντησε στο παιδί.

2. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή: ὑπακούω τῶν νόμων = δίνω προσοχή στους νόμους.

ΝΕ υπακούω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ὑπό + ἀκούω].

ὑπαντάω -ῶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. ὑπαντήσομαι
Αόρ. ὑπήντησα

έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον: ὑπήντησαν τῷ Ἰησοῦ δύο δαιμονιζόμενοι = πήγαν να συναντήσουν τον Ιησού δύο δαιμονισμένοι.

familyπαράγ. ὑπάντησις.

[σύνθ. λ. ὑπό + ἀντάω].

ὕπαρ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πραγματική οπτασία που βλέπει κανείς ξύπνιος. ὄναρ «όνειρο».
  • ως επίρρημα σε κατάσταση ξύπνιου: ὄναρ ἢ ὕπαρ δοκεῖ σοι αὐτὸν ζῆν; = στον ύπνο σου ή στον ξύπνιο σου σου φαίνεται ότι αυτός ζει;

[ίσως παράγ. λ. *ὕπ- (< ὕπ-νος) + -αρ (< ὄναρ), καθώς ο ύπνος και το όνειρο ταυτίζονται σε ορισμένες γλώσσες, πβ. ρωσ. son «ύπνος και όνειρο»].

ὑπάρχω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὑπῆρχον
Μέλλ. ὑπάρξω
Αόρ. ὑπῆρξα
Παθ. μέλλ. ὑπαρχθήσομαι
Παθ. παρακ. ὑπῆργμαι

1. κάνω την αρχή, εγκαινιάζω: ὑπῆρξαν τῆς ἐλευθερίας ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι = εγκαινίασαν την ελευθερία για όλη την Ελλάδα.

2. είμαι: τὸ χωρίον καρτερὸν ὑπῆρχε = ο τόπος ήταν ισχυρός.

3. ανήκω σε κάποιον, πέφτω στο μερίδιό του: τὸ μισεῖσθαι πᾶσι ὑπάρχει ὅσοι ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν = το να επισύρουν εις βάρος τους το μίσος είναι η μοίρα όλων όσοι φιλοδόξησαν να εξουσιάσουν άλλους.

ΝΕ υπάρχω (με σημ. παραπλήσιες των 2, 3).

familyπαράγ. ὕπαρξις.

[σύνθ. λ. ὑπό + ἄρχω].

ὕπατος, -άτη, -ατον ΕΠΙΘΕΤΟ

ύψιστος, υψηλότατος: βωμὸς Διὸς Ὑπάτου = βωμός του Διός του Υψίστου. = ὕψιστος.

familyπαράγ. ὑπατεύω, ὑπατεία, ὑπατικός.

ΝΕ ύπατος.

[παράγ. λ. ὑπ- (< ὑπ-έρ) + επίθ. υπερθετ. -ατος, πβ. και ἔσχ-ατος].

ὑπείκω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand εἴκω

υποκύπτω: οἱ ἀδύνατοι τοῖς ἰσχυροῖς ὑπείκουσι = οι αδύνατοι υποκύπτουν στους ισχυρούς.

[σύνθ. λ. ὑπό + εἴκω «υποχωρώ»].

ὑπὲρ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική

1. για τόπο πάνω από κάτι, πέρα από κάτι: λιμὴν καὶ ὑπὲρ αὐτοῦ πόλις κεῖται = υπάρχει ένα λιμάνι και πέρα από αυτό βρίσκεται μια πόλη.

2. για χάρη, για το καλό κάποιου προσώπου ή πράγματος: ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλεως θυόμενα = θυσίες προσφερόμενες για το καλό της πόλης.

3. στο όνομα κάποιου, εκ μέρους κάποιου: ἐγώ σοι ὑπὲρ ἐκείνου ἀποκρινοῦμαι = εγώ θα σου απαντήσω εκ μέρους εκείνου.

4. για παράπτωμα ή καλή πράξη εξαιτίας, για: ὑπὲρ τούτων μεγάλας τὰς τιμωρίας ἐποιήσασθε = για τα παραπτώματα αυτά ορίσατε σοβαρές τιμωρίες.

Β. με αιτιατική

1. πάνω από κάτι, έξω από κάτι: ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας οἰκοῦσι = κατοικούν έξω από τις Ηράκλειες στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ).

2. πάνω από ένα μέτρο: ὑπὲρ δύναμιν = πάνω από τις δυνάμεις κάποιου. ὑπὲρ ἡμᾶς = πάνω από τις δυνάμεις μας. ὑπὲρ δέκα μνᾶς = (συμβόλαιο) πάνω από δέκα μνες.

3. για χρόνο πέρα από, πριν από: ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος = ο πόλεμος πριν από τους Περσικούς πολέμους.

Γ. στη σύνθεση η ὑπὲρ σημαίνει

1. για τόπο πάνω από κάτι: ὑπέργειος.

2. προς υπεράσπιση κάποιου: ὑπερμαχῶ.

3. πάνω από το σωστό μέτρο: ὑπέργηρως.

family σύνθ. ὑπερβαίνω, ὑπερτίθημι, ὑπερφρονέω.

[ομόρρ. με λατ. super, ενώ οι άλλες ΙΕ γλώσσες δεν έχουν αρκτικό s-, πβ. αρχ. ινδ. upári = ὑπέρ].

ὑπερβαίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βαίνω

1. περνώ πάνω από κάτι: ἐπιβουλεύουσιν ὑπερβῆναι τὰ τείχη τῶν πολεμίων = καταστρώνουν σχέδιο να περάσουν πάνω από τα τείχη των εχθρών.

2. μεταφορικά για ηλικία ὑπερέβη τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη.

familyπαράγ. ὑπέρβασις, ὑπερβατός.

ΝΕ υπερβαίνω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ὑπὲρ + βαίνω].

ὑπερβάλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand βάλλω

1. τοπικά και χρονικά υπερβαίνω, ξεπερνώ: ὁ ῥιφθείς λίθος λόφον ὑπερέβαλεν = η πέτρα που πέταξαν ξεπέρασε το λόφο. ἡ νόσος ὑπερβάλλει τὰς τρεῖς ἡμέρας = η αρρώστια ξεπερνά τις τρεις μέρες.

2. μεταφορ. ξεπερνώ το σωστό μέτρο: ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι ὑπερέβαλεν = ξεπέρασε στην αγριότητα όλους τους ανθρώπους.

familyπαράγ. ὑπερβολή.

ΝΕ υπερβάλλω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ὑπὲρ + βάλλω].

ὑπερέχω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἔχω

1. ως αμετάβατο προεξέχω, εξέχω: σκεύη ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου = σκεύη που προεξέχουν από το τοιχάκι.

2. ως μεταβατικό είμαι ανώτερος, υπερέχω: σωφροσύνῃ πάντων ὑπερέχει = όλους τους ξεπερνά στη σωφροσύνη.

familyπαράγ. ὑπεροχή, ὑπέροχος.

ΝΕ υπερέχω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ὑπέρ + ἔχω].

ὑπερηφανία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αλαζονεία, υπεροψία.

ΝΕ (υ)περηφάνια.

[παράγ. λ. ὑπερήφανος + παρ. επίθ. -ία].

ὑπερτίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. ως μέσο ὑπερτίθεμαι α. τοπικά τοποθετώ πέρα: ὑπερτίθεμαί τινα πέραν ποταμοῦ = περνώ κάποιον πέρα από το ποτάμι. β. χρονικά αναβάλλω: ὑπερτίθεμαι τὴν ἐπὶ τὸ Ῥίον ταχθεῖσαν ἡμέραν = αναβάλλω τη μέρα που καθορίστηκε για τη συνάντηση στο Ρίο.

[σύνθ. λ. ὑπέρ + τίθημι].

ὑπερφρονέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. ως αμετάβατο είμαι υπερήφανος, αλαζόνας: μὴ ὑπερφρονεῖν, ἀλλὰ σωφρονεῖν χρή = ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι αλαζόνας, αλλά να είναι μετρημένος.

2. ως μεταβατικό περιφρονώ: πέφυκεν ἄνθρωπος τὸ θεραπεῦον ὑπερφρονεῖν = ο άνθρωπος από τη φύση του περιφρονεί αυτούς που τον υπηρετούν.

[σύνθ. λ. ὑπέρ + φρονέω].

ὑπερῷον, -ῴου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δωμάτιο στον πάνω όροφο: ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον.

ΝΕ υπερώο (ενός θεάτρου κτλ.).

[επίθ. ὑπερῷος, -α, -ον < ὑπερῴα, ἡ «το υψηλότερο σημείο του σπιτιού» < επίρρ. *ὑπέρ-ω κατά τα ἄν-ω, κάτ-ω, πβ. ὑπερώτατος].

ὑπηρεσία, -ίας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σώμα από κωπηλάτες, πλήρωμα πλοίου: ὑπηρεσίαν ἐμισθωσάμην = μίσθωσα κωπηλάτες.

2. γενικά υπηρεσία: αἱ πρὸς τὴν πόλιν ὑπηρεσίαι.

ΝΕ υπηρεσία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ὑπηρέτης (σύνθ. ὑπό + ἐρέτης «κωπηλάτης») + παρ. επίθ. -ία].

ὑπισχνέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ὑπισχνούμην
Μέλλ. ὑποσχήσομαι
Αόρ. β΄ ὑπεσχόμην
Παρακ. ὑπέσχημαι
Υπερσ. ὑπεσχήμην

1. υπόσχομαι: ὑπισχνοῦμαι χρυσῆν εἰκόνα εἰς Δελφοὺς ἀναθήσειν = υπόσχομαι να αφιερώσω χρυσό άγαλμα στους Δελφούς.

2. ισχυρίζομαι: οὐδεὶς ὑπέσχετο εἰδέναι τοῦ Νείλου τὰς πηγάς = κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει τις πηγές του Νείλου.

familyπαράγ. ὑπόσχεσις.

ΝΕ υπόσχομαι.

[ὑπίσχ-ομαι (σύνθ. λ. ὑπό + *ἴσχομαι) κατά το αντώνυμο ἀρ-νέομαι].

ὑπὸ ΠΡΟΘΕΣΗ

Α. με γενική, συνήθως κοντά σε ρήματα παθ. φωνής από κάποιον, από κάτι: ὑπὸ τῶν πολεμίων ἡ πόλις πολιορκεῖται = η πόλη πολιορκείται από τους εχθρούς.

Β. με δοτική

1. κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τοῖς χιτωνίσκοις περιζώματα φοροῦσιν = κάτω από τους χιτώνες φορούν πουκάμισα.

2. δηλώνει εξάρτηση υπό την εξουσία κάποιου: μέγας ὁ κίνδυνος εἰ ἐσόμεθα ὑπ’ αὐτοῖς = ο κίνδυνος θα είναι μεγάλος, αν θα είμαστε υπό την εξουσία τους.

Γ. με αιτιατική κάτω από κάτι/κάποιον: ὑπὸ τὴν ἀκρόπολιν = κάτω από την ακρόπολη.

Δ. στη σύνθεση δηλώνει

1. κάτω από κάτι/ κάποιον: ὕπειμι = βρίσκομαι κάτω από κάποιον.

2. μείξη κάποιας ύλης με άλλη: ὑπάργυρος.

3. υποταγή ή εξάρτηση: ὑπόκειμαι (τῷ ἄρχοντι) = υποτάσσομαι (στον άρχοντα).

4. αυτό που παρουσιάζεται σε μικρό βαθμό ή συμβαίνει βαθμιαία, κάπως, λίγο λίγο: ὑπόλευκος.

5. αυτό που συμβαίνει στα κρυφά: ὑπεισέρχομαι = μπαίνω στα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός.

[μυκην. upo, πβ. αρχ. ινδ. úpa, αρχ. περσ. upa «κοντά, προς»].

ὑπόγυιος & ὑπόγυος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὑπογυιότερος
Υπερθετικός ὑπογυιότατος

1. άμεσος, πρόχειρος, επικείμενος: ὑπόγυιος ἡ τελευτὴ τοῦ βίου = το τέλος της ζωής πλησιάζει.

2. πρόσφατος: ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος = ο πρόσφατος πόλεμος.

[σύνθ. λ. ὑπό + γυῖα, τὰ «τα μέλη του ανθρώπινου σώματος» + παρ. επίθ. -ος].

ὑποδέχομαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand δέχομαι

1. καλωσωρίζω: ὑποδέχομαί τινα = καλωσωρίζω κάποιον.

2. αναλαμβάνω, υπόσχομαι: ἃ ὑπεδέξατο οὐκ ἐπετέλει = αυτά που ανέλαβε δεν ήταν πρόθυμος να τα υλοποιήσει.

familyπαράγ. ὑποδοχή.

ΝΕ υποδέχομαι (με τη σημ. 1).

[σύνθ. λ. ὑπό + δέχομαι].

ὑποδέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand δέω (Β)

μέση φωνή ὑποδοῦμαι δένω κάτω από τα πόδια μου, φορώ τα παπούτσια μου: ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο = κοιμούνταν με τα παπούτσια.

familyπαράγ. ὑπόδεσις, ὑπόδημα.

[σύνθ. λ. ὑπό + δέω].

ὑπόδημα, ὑποδήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

σόλα δεμένη κάτω από το πόδι, σανδάλι.

family σύνθ. ὑποδηματοποιός, ὑποδηματορράφος.

ΝΕ υπόδημα ως λόγιο αντί του παπούτσι.

[παράγ. λ. *ὑπόδε-τον (< ὑποδέω) + παρ. επίθ. -μα].

ὑποζύγιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ζώο για ζεύγμα ή μεταφορά αντικειμένων: ἡμίονοι καὶ βόες ὑποζύγιά εἰσιν = τα μουλάρια και τα βόδια είναι φορτηγά ζώα.

ΝΕ υποζύγιο.

[παράγ. λ. ὑπόζυγος (< ζευγνύω) + παρ. επίθ. -ιον].

ὑπόκειμαι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand κεῖμαι

1. βρίσκομαι από κάτω: οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται = οι πέτρες των θεμελίων βρίσκονται κάτω από κάθε λογής πέτρες.

2. λαμβάνομαι ως υπόθεση: ὀρθῶς ἡ ἀρχὴ ὑπόκειται αὕτη; = ορθά λαμβάνεται ως υπόθεση η αρχή αυτή;

3. υποτάσσομαι: ὑπόκειμαι τῷ ἄρχοντι = υποτάσσομαι στον κυβερνήτη.

ΝΕ υπόκειμαι (με σημ. 1, αλλά μεταφορικά).

[σύνθ. λ. ὑπό + κεῖμαι].

ὑπολαμβάνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand λαμβάνω

1. καταλαμβάνω, πιάνω: πυρετὸς ὑπολαμβάνει αὐτούς = τους πιάνει πυρετός.

2. καταλαβαίνω, κατανοώ: εἰ μὴ σὺ φράζεις, πῶς ὑπολάβοιμ’ ἂν λόγον; = αν εσύ δε μιλάς, πώς θα μπορούσα να καταλάβω τι εννοείς;

3. παραλαμβάνω, προστατεύω: ὁ Κῦρος ὑπέλαβεν τοὺς φεύγοντας = ο Κύρος προστάτεψε τους εξόριστους.

4. απαντώ: οἱ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι... = οι Σπαρτιάτες απαντούσαν ότι δεν είναι αναγκαίο...

familyπαράγ. ὑπόλημμα, ὑπόληψις.

[σύνθ. λ. ὑπό + λαμβάνω].

ὑπομένω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand μένω

1. περιμένω: διὰ τοῦτό σε οὐχ ὑπέμενον = γι’ αυτό δε σε περίμενα.

2. υπομένω: δουλείαν ὑπομένω.

familyπαράγ. ὑπομονή.

ΝΕ υπομένω (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ὑπό + μένω].

ὑπομιμνήσκω ΡΗΜΑ

Μέλλ. ὑπομνήσω
Αόρ. ὑπέμνησα

υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον: ὑπέμνησαν αὐτοὺς τῶν ὁρκίων = τους θύμισαν τους όρκους.

familyπαράγ. ὑπόμνησις, ὑπόμνημα.

[σύνθ. λ. ὑπό + μιμνήσκω].

ὑπόμνημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. υπενθύμιση: ἵν’ ὑπομνήματα τοῖς ἐπιγιγνομένοις ᾖ τῆς τῶν βαρβάρων ἀσεβείας = για να είναι υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων στις μελλοντικές γενιές.

2. στον πληθ. ὑπομνήματα σημειώσεις.

ΝΕ υπόμνημα.

[σύνθ. λ. ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -μα].

ὑπόμνησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

υπενθύμιση: τοῦτο ὑπόμνησίς ἐστι τοῦ φθαρτὸν εἶναι τὸ γεννητόν = αυτό είναι υπενθύμιση για το ότι ό,τι γεννιέται είναι φθαρτό.

ΝΕ υπόμνηση.

[σύνθ. λ. ὑπό + *μνη- (< μι-μνή-σκω) + παρ. επίθ. -σις].

ὑπονοέω -ῶ ΡΗΜΑ

υποψιάζομαι: ὑπενόησεν αὐτῶν τὴν διάνοιαν = υποψιάστηκε την πρόθεσή τους. = ὑποπτεύω.

familyπαράγ. ὑπόνοια.

ΝΕ υπονοώ «υποδεικνύω με έμμεσο τρόπο».

[σύνθ. λ. ὑπό + νοέω].

ὑποπτεύω ΡΗΜΑ

βλέπω με υποψία, υποψιάζομαι: πρὸς τὰς τοῦ Πεδαρίτου ἐπιστολὰς ὑπώπτευον αὐτόν = εξαιτίας των επιστολών του Πεδαρίτου τον έβλεπαν με υποψία. ὑπώπτευον ὑμᾶς ἔκπληξιν ἔχειν = υποψιαζόμουν ότι έχετε κυριευτεί από τρόμο. = ὑπονοέω.

ΝΕ υποπτεύομαι.

[παράγ. λ. ὕποπτ-ος (< ὑφοράω, μέλλ. ὑπόψομαι) + παρ. επίθ. -εύω].

ὑποστέλλω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand στέλλω

1. χαμηλώνω, κατεβάζω: ὑποστέλλω ἱστίον = κατεβάζω τα πανιά. ὑποστέλλω τὴν οὐράν = κατεβάζω την ουρά (για τα σκυλιά).

2. παθητικό ὑποστέλλομαι συμμαζεύομαι: ὑποστέλλεται τὸ πλῆθος = ελαττώνεται το πλήθος.

familyπαράγ. ὑποστολή.

ΝΕ υποστέλλω (με τη σημ. 1, λ.χ. υποστέλλω τη σημαία).

[σύνθ. λ. ὑπό + στέλλω].

ὑποστρέφω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand στρέφω
αμετάβατο γυρίζω πίσω, επιστρέφω: ὑποστρέψαντες ᾖσαν τὴν πρὸς τὸ ὄρος ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς Ἐρύθρας = αφού γύρισαν πίσω, βάδιζαν το δρόμο για το βουνό που οδηγεί στις Ερυθρές.

familyπαράγ. ὑποστροφή.

[σύνθ. λ. ὑπό + στρέφω].

ὑποτίθημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand τίθημι

1. τοποθετώ από κάτω.

2. θέτω ενώπιον κάποιου, εισηγούμαι: καὶ τὴν δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι = μπορώ να εισηγηθώ την πιο δίκαιη εισήγηση.

3. μέση φωνή ὑποτίθεμαι συμβουλεύω: εἶπεν αὐτοῖς ὑποτιθέμενος... = είπε συμβουλεύοντάς τους.

4. μέση φωνή ὑποτίθεμαι υιοθετώ ως πολιτική μου: τοῦτο ὑπέθετο, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη φάναι... = αυτό το υιοθέτησε ως πολιτική του, για να είναι στο χέρι του να λέει...

5. μέση φωνή ὑποτίθεμαι υποθέτω: τὴν ἀρετὴν διδακτὸν ὑπεθέμεθα = υποθέσαμε ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί.

6. υποθηκεύω: τὴν οἰκίαν ὑπέθηκεν = υποθήκευσε το σπίτι του.

familyπαράγ. ὑπόθεσις, ὑποθήκη.

ΝΕ υποθέτω (με τη σημ. 5).

[σύνθ. λ. ὑπό + τίθημι].

ὑπουργέω -ῶ ΡΗΜΑ

προσφέρω υπηρεσία σε κάποιον, τον βοηθώ: ἐδόκει αὐτοῖς ὑπουργεῖν τοῖς Συρακουσίοις = αποφάσισαν να βοηθούν τους Συρακουσίους.

[παράγ. λ. ὑπουργ-ός < ὑποεργός (< ὑπό + ἐργ-άζομαι, ἔργον) + παρ. επίθ. -έω].

ὑποφαίνω ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand φαίνω

αμετάβατο, για την αυγή, την ημέρα κτλ. αρχίζω να χαράζω: ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινεν = η ημέρα σχεδόν άρχισε να χαράζει.

familyπαράγ. ὑπόφασις.

ΝΕ ο υποφαινόμενος.

[σύνθ. λ. ὑπό + φαίνω].

ὑποχείριος, -ιος & -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου, υποχείριος: μηδέποτε γενώμεθα ὑποχείριοι τοῖς πολεμίοις = ας μη γίνουμε ποτέ υποχείριοι στους εχθρούς.

ΝΕ υποχείριος.

[σύνθ. λ. ὑπό + *χείρ-ιος (χείρ, χειρός)].

ὑποχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand χωρέω -ῶ

1. οπισθοχωρώ, αποσύρομαι: ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον.

2. με αιτιατική υποχωρώ μπροστά σε κάτι: ὄχλον Πελοποννησίων νεῶν ὑποχωρῶ = υποχωρώ μπροστά στο πλήθος των πελοποννησιακών πλοίων.

3. με δοτική υποχωρώ σε κάποιον: τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ = οι δημοκρατικοί υποχώρησαν στους ολιγαρχικούς.

familyπαράγ. ὑποχώρησις.

ΝΕ υποχωρώ (με όλες τις σημ).

[σύνθ. λ. ὑπό + χωρέω].

ὗς, ὑὸς & σῦς, συός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

γουρούνι: ὗς ἀγρίους πλέγμασι δολῶ = παγιδεύω αγριογούρουνα με δίκτυα.

[*sus, λατ. sus, suris, γερμ. Sau, αγγλ. sow].

ὑστεραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

επόμενος: τῇ ὑστεραίᾳ (ενν. ἡμέρᾳ) = κατά την επόμενη ημέρα. προτεραῖος «προηγούμενος».

[παράγ. λ. ὕστερος + παρ. επίθ. -αῑος].

ὑστερέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ὑστέρουν
Μέλλ. ὑστερήσω
Αόρ. ὑστέρησα
Παρακ. ὑστέρηκα
Υπερσ. ὑστερήκειν
Παθ. αόρ. ὑστερήθην

1. μένω πίσω, έρχομαι αργότερα, καθυστερώ: ὑστέρησαν οὐ πολλῷ = καθυστέρησαν λίγο. προτερέω.

2. υστερώ σε σχέση με κάποιον, είμαι υποδεέστερός του: ἐμπειρίᾳ τῶν ἄλλων ὑστεροῦσιν = υστερούν σε εμπειρία σε σχέση με τους άλλους.

ΝΕ υστερώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ὕστερος + παρ. επίθ. -έω, ακριβές αντίστοιχο του αρχ. ινδ. úttara].

ὑφίστημι ΡΗΜΑ

Για τους χρόνους hand ἵστημι

1. παθ. φωνή ὑφίσταμαι δεσμεύομαι, υπόσχομαι: ἤγαγε τοὺς ἄνδρας, ὥσπερ ὑπέστη = μετέφερε τους άντρες (στην Αθήνα), όπως υποσχέθηκε.

2. παθ. φωνή ὑφίσταμαι υφίσταμαι, συγκατατίθεμαι: τὸν κίνδυνον ὑφίσταμαι καὶ οὐ φεύγω = υφίσταμαι τον κίνδυνο και δεν τον αποφεύγω.

familyπαράγ. ὑπόστασις, ὑποστατικός.

ΝΕ υφίσταμαι (με τη σημ. 2, «υπομένω»).

[σύνθ. λ. ὑπό + ἵσταμαι].

ὑψηλός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὑψηλότερος
Υπερθετικός ὑψηλότατος

υψηλός: ἡ πόλις ἐφ’ ὑψηλῶν χωρίων ἦν = η πόλη βρισκόταν πάνω σε υψηλό τόπο.

ΝΕ (υ)ψηλός.

[παράγ. λ. επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -ηλός].

ὕψιστος, -ίστη, -ιστον ΕΠΙΘΕΤΟ

υψηλότατος = ὕπατος.

ΝΕ ύψιστος.

[επίρρ. ὕψι «υψηλά» + παρ. επίθ. -σ-τος].

ὕω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὗον
Μέλλ. ὕσω
Αόρ. β΄ ὗσα
Μέσ. μέλλ. ὕσομαι
Παθ. αόρ. ὕσθην

ρίχνω βροχή, βρέχω: ἀνηγάγετο ἐπὶ τὴν Κύζικον ὕοντος πολλῷ = απέπλευσε για την Κύζικο, ενώ έριχνε πολλή βροχή.

  • συνήθως στο γ΄ ενικό ὕει = βρέχει.

[*seu-/su «πιέζω, φιλτράρω» > *ὕyω > ὕω]