Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Σ Υ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Τ

Τ, τ, ταῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως σύμϐολο αριθμού τ´ = 300, αλλά ͵τ = 300.000.

τάλαντον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μονάδα βάρους: χίλια τάλαντα ἀνηνέγκαμεν νομίσματος εἰς τὴν Ἀκρόπολιν = ανεβάσαμε στην Ακρόπολη χίλια τάλαντα χρήματος.

Το τάλαντον είχε ανταλλακτική αξία και το χρησιμοποιούσαν ως χρήμα. Στην Αθήνα 1 τάλαντον ισοδυναμούσε με 60 μνᾶς και κάθε μνᾶ με 100 δραχμάς. 1 δραχμὴ ισοδυναμούσε με 6 ὀβολούς.

familyπαράγ. ταλαντεύω, σύνθ. ταλαντοῦχος, ἡμιτάλαντον, ἀτάλαντος «ισοβαρής».

ΝΕ τάλαντο.

[*ταλα- «βάρος που ζυγίζεται» + παρ. επίθ. -ντ-ον, ομόρρ. με ταλαντ-εύομαι «ισορροπώ στη ζυγαριά», συγγενικό του επιθέτου handτάλας, αινα, -αν].

τάλας, τάλαινα, τάλαν ΕΠΙΘΕΤΟ

δύστυχος: ὦ τάλας ἐγώ = εγώ ο δύστυχος!

[*ταλα- «υποφέρω» + παρ. επίθ. -ν-ς > τάλας, *τάλαν-jα > τάλαινα, τάλα-ν].

τάξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. διάταξη, τάξη: συνέχουσιν τὴν τῶν ὅλων τάξιν ἀγήρατον καὶ ἀναμάρτητον = συγκρατούν τη διάταξη του σύμπαντος έτσι, ώστε να είναι αγέραστη και χωρίς σφάλματα. ἀταξία.

2. στρατιωτική παράταξη (και ιδιαίτερα της μάχης): εἰς τάξιν καθίσταμαι = μπαίνω στην παράταξη για μάχη.

ΝΕ τάξη (και με τις δύο σημ.).

[παράγ. λ. *τάγ- (τάττω) + παρ. επίθ. -σις].

ταπεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ταπεινότερος
Υπερθετικός ταπεινότατος

1. χαμηλός: ταπεινὰ χωρία = χαμηλοί τόποι. ὑψηλός.

2. για πρόσωπα ταπεινωμένος, υποταγμένος: ταπεινοὺς ὑμῖν παρέχω τοὺς Μυσούς = κάνω τους Μυσούς να υποταχθούν σε σας.

3. με αρνητική ηθική σημ. πρόστυχος, ευτελής: ταπεινὸς φαίνεται = φαίνεται ευτελής.

4. με θετική ηθική σημ. ταπεινόφρων: πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ = είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά.

familyπαράγ. ταπεινότης, ταπεινόω, ταπείνωσις, σύνθ. ταπεινόφρων, ταπεινοφροσύνη.

ΝΕ ταπεινός (με τη σημ. 3, π.χ. ταπεινά ελατήρια, και τη σημ. 4).

[πιθ. *ταπ- «χαμηλός»].

ταράττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι ταράσσω

Παρατ. ἐτάραττον
Μέλλ. ταράξω
Αόρ. ἐτάραξα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. ταράξομαι «θα ταραχθώ»
Παθ. μέλλ. ταραχθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐταράχθην
Παθ. παρακ. τετάραγμαι

ταράσσω, αναστατώνω: ἄνεμοι ταράττουσι θάλατταν. φόβος ταράττει τὴν ψυχήν = ο φόβος αναστατώνει την ψυχή.

familyπαράγ. ταραχή, τάραχος, ταραχώδης, σύνθ. ἀτάραχος, πολυτάραχος.

ΝΕ ταράζω.

[*ταραχ- (πβ. ταραχ-ή) + παρ. επίθ. -jω, αβέβ. ετυμ.].

τάττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι τάσσω

Παρατ. ἔταττον
Μέλλ. τάξω
Αόρ. ἔταξα
Παρακ. τέταχα
Μέσ. μέλλ. τάξομαι
Παθ. μέλλ. ταχθήσομαι & ταγήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐταξάμην
Παθ. αόρ. ἐτάχθην & ἐτάγην
Παθ. παρακ. τέταγμαι

1. παρατάσσω: τοὺς ὁπλίτας τάττω.

2. διατάζω: τοὺς μὲν αὐτῶν ἔταξε τοὺς θησαυροὺς παραλαμβάνειν = διέταξε μερικούς από αυτούς να παραλάβουν τους θησαυρούς.

3. τοποθετώ: ἀργύριον τὸ κάλλιστον πρῶτον τάττω = τοποθετώ πρώτο το πιο όμορφο χρήμα.

familyπαράγ. τάγμα, τάξις, τακτικός, σύνθ. ταγματάρχης, ταξίαρχος, διάταξις, ἐπίταξις.

ΝΕ τάσσω (με σημ. 3) & τάζω «υπόσχομαι».

[*ταγ- (πβ. ταγ-ὸς «αρχηγός») + παρ. επίθ. -jω, αβέβ. ετυμ.].

ταῦτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ hand οὗτος.

ταύτῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ handοὗτος.

ταὐτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ο ίδιος.

familyπαράγ. ταὐτότης, ταὐτίζω, σύνθ. ταὐτολόγος, ταὐτολογία.

[από το ουδ. τὸ αὐτόν (όπου το δεν είναι οργανικό, πβ. ουδ. αὐτό) > ταὐτόν (κράση), που επεκτάθηκε και στο αρσ. και θηλ.].

τάφος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τάφος, μνήμα.

2. οι τελετές της κηδείας: τοιόσδε μὲν ὁ τάφος ἐγένετο = τέτοιες υπήρξαν οι τελετές της κηδείας τους.

familyπαράγ. τάφρος, σύνθ. ἐνταφιάζω, ἐνταφιασμός, ἐπιτάφιος.

ΝΕ τάφος (με τη σημ. 1).

[*ταφ- (< *θάπ-τω) + παρ. επίθ. -ος, ΙΕ *dhmοbh-, πβ. αρμ. dambam «τάφρος»].

τάχα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

συνήθως συνδυάζεται με τα ἄν, τάχ’ ἂν και ακολουθείται κυρίως από ευκτική

ίσως, πιθανώς: τάχ’ ἄν τις θαρσοίη ὅτι τοῖς ὅπλοις αὐτῶν ὑπερφέρομεν = ίσως παίρνει κανείς θάρρος, επειδή είμαστε στα όπλα υπέρτεροι από αυτούς.

ΝΕ τάχα «δήθεν».

[παράγ. λ. ταχ-ύς + παρ. επίθ.].

τάχος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ταχύτητα.
  • χρησιμοποιείται συχνά σε επιρρηματικές φράσεις που ισοδυναμούν με το «ταχέως» ἐν τάχει, κατὰ τάχος γρήγορα, ταχέως: κατὰ τάχοςτῷ στρατῷ ἀνεχώρησεν = αποσύρθηκε γρήγορα με το στρατό του.

ΝΕ στη φρ. εν τάχει.

[ταχ-ύς + παρ. επίθ. -ος].

ταχύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός θάττων / θάσσων,
θᾶττον / θᾶσσον
Υπερθετικός τάχιστος

1. ταχύς, γρήγορος: πτέρωσόν με ταχέσι καὶ κούφοις πτεροῖς = φτέρωσέ με με γρήγορα και ελαφρά φτερά. βραδύς.

2. ο συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος θᾶττον συνδυάζεται με συνδέσμους ἐπειδὴ θᾶττον & ἐὰν θᾶττον & ἢν θᾶττον μόλις: ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν, εὐθὺς ὡς ἡμᾶς εἰσεπήδησαν = μόλις έπεσε το σκοτάδι, αμέσως πήδησαν προς το μέρος μας. ἢν τὰ τῶν θεῶν ἡμῖν θᾶττον συγκαταινῇ... = μόλις οι θεοί μας δώσουν τη συγκατάθεσή τους...

3. Ο υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος τάχιστα συνδυάζεται με συνδέσμους ὅτι τάχιστα = ὅπως τάχιστα = ὡς τάχιστα όσο το δυνατόν συντομότερα: οὗτος τὸ πλεῖστον τῆς γνώμης εἶχεν ὅτι τάχιστα τῇ Πελοποννήσῳ πάλιν προσμεῖξαι = αυτός έκλινε κυρίως προς τη γνώμη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο όσο το δυνατόν συντομότερα.

4. ὅταν τάχιστα μόλις: ἡμεῖς δὲ πειρασόμεθα παρεῖναι, ὅταν τάχιστα διαπραξώμεθα τἀγαθὰ ἅ... = εμείς όμως θα προσπαθήσουμε να έρθουμε σε σένα, μόλις πραγματοποιήσουμε τα καλά που...

5. τὴν ταχίστην (ενν. ὁδόν) από το συντομότερο δρόμο, πολύ γρήγορα: εἰς τὴν Κιλικίαν ἀποπέμπει αὐτὴν τὴν ταχίστην ὁδόν = τη στέλνει στην Κιλικία από το συντομότερο δρόμο.

familyπαράγ. τάχος, ταχυτής (και ταχύτης), ταχύνω, σύνθ. ἐπιταχύνω, Τάχιππος.

ΝΕ ταχύς (με τη σημ. 1).

[*ταχ- + παρ. επίθ. -ύς > ταχύς, και *θᾱχ- + παρ. επίθ. -jων > θάσσων/θάττων (το *ταχ- από *θαχ- με ανομοίωση του πρώτου από τα δύο δασέα)].

ταὼς & ταῶς,ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παγόνι. Το πτηνό ήρθε από την Ινδία μέσω της Περσίας.

[ανατολικό δάν.].

τε ΜΟΡΙΟ

χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδεσμος

1. τε... τε... και... και...: ἥ τε νῆσος πολεμία τοῖς Ἀθηναίοις ἔσται ἥ τε ἤπειρος = και το νησί θα είναι εχθρικό στους Αθηναίους και η ηπειρωτική χώρα.

2. τε... καί... (το τε προαναγγέλλει το καὶ και δε χρειάζεται να μεταφραστεί) και: βούλεταί τε καὶ ἐπίσταται = επιθυμεί και γνωρίζει.

[μυκην. qe = kwe > τε, πβ. λατ. que].

Παρατ. ἔτεγγον
Μέλλ. τέγξω
Αόρ. ἔτεγξα
Παθ. αόρ. ἐτέγχθην

1. βρέχω, υγραίνω: τέγγω ἐν θαλάττῃ τοὺς πόδας.

2. χύνω υγρό και ιδίως δάκρυα: τέγγω δάκρυα.

familyπαράγ. τέγξις «βούτηγμα στο νερό», σύνθ. ἄτεγκτος.

[*τέγγ- + παρ. επίθ. , ομόρρ. με λατ. tingō «εμποτίζω»].

τείνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτεινον
Μέλλ. τενῶ
Αόρ. ἔτεινα
Παρακ. τέτακα
Μέσ. μέλλ. τενοῦμαι
Παθ. μέλλ. ταθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐτεινάμην
Παθ. αόρ. ἐτάθην
Παθ. παρακ. τέταμαι

τεντώνω: κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε = τέντωνε το μεγάλο κυκλικό τόξο.

familyπαράγ. τένων, τόνος, τονωτικός, τονίζω, τάσις, τετανός «τεντωμένος» (και τέτανος «αρρώστια»), σύνθ. ἀνα-, ἐπι-, παρα-, προτείνω, εὐθυτενής, ἄτονος, βαρύτονος, χειροτονέω, συντονίζω, παράτασις, πρότασις.

ΝΕ τείνω (με την ίδια σημ. και στη φρ. τείνω ευήκοον ους «τεντώνω τα αφτιά για να ακούσω καθαρά»).

[*τέν- + παρ. επίθ. -jω > τείνω, ομόρρ. με λατ. tenus, -oris «τεντωμένος ιμάντας»].

τεκμαίρομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτεκμαιρόμην
Μέλλ. τεκμαροῦμαι
Αόρ. β΄ ἐτεκμηράμην

συμπεραίνω με βάση κάποιες ενδείξεις, υπολογίζω: τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρομαι = συμπεραίνω το μέλλον με βάση όσα έγιναν στο παρελθόν.

familyπαράγ. τέκμαρσις, τεκμαρτός, τεκμήριον, τεκμηριόω, σύνθ. ἀτέκμαρτος.

ΝΕ τεκμαίρομαι (λόγ.).

[παράγ. λ. τέκμαρ- «σημείο, όριο, τέλος» + παρ. επίθ. -jομαι].

τεκμήριον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

απόδειξη: τεκμήρια ἀνδρείας παρέχομαι = δίνω αποδείξεις για την ανδρεία μου.

familyπαράγ. τεκμηριόω.

ΝΕ τεκμήριο.

[παράγ. λ. τεκμαρ- «σημείο, όριο» / *τεκμηρ- + παρ. επίθ. -ιον].

τέκνον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

παιδί. = παῖς, ὁ/ἡ.

familyπαράγ. τεκνίδιον, τεκνίον.

ΝΕ τέκνο (λόγιο αντί του παιδί).

[*τεκ- (ἔ-τεκ-ον < τίκτω) + παρ. επίθ. -νον].

τεκταίνομαι ΡΗΜΑ

1. εκτελώ την εργασία του ξυλουργού, κάνω κατασκευές από ξύλο: τεκταίνομαι ναῦς = κατασκευάζω πλοία.

2. μεταφορικά γενικά δημιουργώ: τεκταίνομαι ἔπη / μαθήματα.

ΝΕ η μτχ. τα τεκταινόμενα «αυτά που συμβαίνουν, κατασκευάζονται».

[*τεκτ- (τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -αν-jομαι ].

τέκτων, -ονος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ξυλουργός: τέκτονες ἄνδρες ἐποίησαν θάλαμον.

familyπαράγ. τεκτονικός.

ΝΕ τέκτονας και συνήθως αρχιτέκτονας.

[*τεκτ- «κατασκευάζω με ξύλινα υλικά» + παρ. επίθ. -ων].

τέλειος & τέλεος, & -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός τελειότερος & τελεώτερος
Υπερθετικός τελειότατος & τελεώτατος

1. για σφάγια ακέραιος, που βρίσκεται στην πλήρη ανάπτυξή του: ἱερὰ τέλεια = σφάγια στην πλήρη ανάπτυξή τους.

2. για ανθρώπους ενήλικος: ὁπόσοιπερ ἂν ὦσιν γυναικῶν εἴτε ἀνδρῶν τέλειοι = όσοι τυχόν από τις γυναίκες ή τους άνδρες είναι ενήλικοι.

3. τέλειος στο είδος του, καλά καταρτισμένος: τούτους φημὶ καὶ φρονίμους εἶναι καὶ τελέους ἄνδρας = λέγω ότι αυτοί είναι και σοφοί και τέλειοι άνδρες.

4. για προσευχές, τάματα εκπληρωμένος: τέλεον ἄρα ἡμῖν τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται = το όνειρό μας βγήκε αληθινό.

familyπαράγ. τελειότης, τελειόω.

ΝΕ τέλειος (με τη σημ. 3).

[παράγ. λ. *τελεσ- (τέλος) + παρ. επίθ. -ιος > *τελεσιος > τέλειος].

τελειόω & τελεόω -ῶ ΡΗΜΑ

1. τελειώνω, περατώνω, εκτελώ, συμπληρώνω: ἐτελέωσαν τὰς σπονδάς = τέλειωσαν τη συνθήκη.

2. τελειοποιώ.

ΝΕ τελειώνω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. τέλει-ος + παρ. επίθ. -όω].

τελευτάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτελεύτων
Μέλλ. τελευτήσω
Παρακ. τετελεύτηκα
Μέσ. μέλλ.
με παθ. σημ.
τελευτήσομαι
«θα τερματιστώ, θα τελειώσω»
Παθ. αόρ. ἐτελευτήθην

1. μεταβατικό τερματίζω, τελειώνω κάτι: λόγου τελευτῶ.

2. απολύτως πεθαίνω: ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος ἐτελεύτησεν.

3. αμετάβατο έρχομαι στο τέλος μου, τελειώνω: ὅταν ὁ χειμὼν τελευτήσῃ = όταν τελειώσει ο χειμώνας.

4. τελευτῶν, -ῶσα, -ῶν η μετοχή χρησιμοποιείται με ρήματα ως επίρρημα τελικά, εν τέλει: καὶ πόλεις ἐκάλουν καὶ τελευτῶντες Λακεδαιμονίους = και πόλεις παρακαλούσαν (για να τους βοηθήσουν) και τελικά τους Λακεδαιμονίους.

[παράγ. λ. τελευτή + παρ. επίθ. -άω].

τελευτή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τέλος, τερματισμός: ἡ τελευτὴ τοῦ πολέμου.

2. θάνατος: τῆς εὐπρεπεστάτης λαγχάνω τελευτῆς = μου λαχαίνει ο πιο ένδοξος θάνατος.

familyπαράγ. τελευτάω, τελευταῖος.

[*τελεσ- (*τέλεσ-ος > τέλους) + παρ. επίθ. -jω > τελέω, τελείω > *τελέFω > *τελεύ-ω + παρ. επίθ. -τή > τελευτή (ενν. ὥρα = η τελευταία ώρα) κατά τα ρηματικά επίθετα σε -τός, -τή, -τόν].

τελέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτέλουν
Μέλλ. τελῶ
Αόρ. ἐτέλεσα
Παρακ. τετέλεκα
Υπερσ. ἐτετελέκειν
Παθ. μέλλ. τελεσθήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐτελεσάμην
Παθ. αόρ. ἐτελέσθην
Μέσ. & παθ. παρακ. τετέλεσμαι
Παθ. υπερσ. ἐτετελέσμην

1. πληρώνω (τέλος, μισθόν).

2. ειδικότερα πληρώνω το φόρο: τελῶ μετοίκιον = πληρώνω το φόρο του μετοίκου.

3. γενικά ξοδεύω: ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα εἰσί = ξοδεύτηκαν στο δείπνο τετρακόσια τάλαντα.

4. εκτελώ, πραγματοποιώ.

familyπαράγ. τελέω, τέλειος, τελευτή, τέλεσις, τελεστικός, σύνθ. διατελέω, ἐκτελέω, ἐκτέλεσις, ἀποτέλεσμα, ἀτέλεια, ἀτέλεστος.

ΝΕ τελώ (με τη σημ. 4, π.χ. τελώ μνημόσυνο).

[παράγ. λ. τέλος + παρ. επίθ. -έω].

τέλος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εκπλήρωση: ἢν θεὸς ἀγαθὸν τέλος διδῷ αὐτῷ = αν ο θεός του δώσει καλή εκπλήρωση.

2. σκοπός: τέλος ἐστὶν ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν = σκοπός όλων των πράξεων είναι το καλό.

[*τελ- «ανυψώνω» (πβ. τέλλω «ανατέλλω», ανατολή) + παρ. επίθ. -ος].

τελώνης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φοροεισπράκτορας: οἱ τελῶναι τέλη ἐκλέγουσι = οι φοροεισπράκτορες συλλέγουν φόρους.

familyπαράγ. τελωνέω, τελωνία.

ΝΕ τελώνης.

[σύνθ. λ. τέλος + -ων (< ὠνέομαι «αγοράζω, εισπράττω») + -ης].

τέμενος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τεμάχιο γης περιφραγμένο και αφιερωμένο σε ένα θεό, περίβολος.

familyπαράγ. τεμενίζω, τεμένιος, τεμενίτης.

ΝΕ τέμενος (λόγ.).

[*τεμε- (< τέμνω) + παρ. επίθ. -νος].

τέμνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτεμνον
Μέλλ. τεμῶ
Αόρ. β΄ ἔτεμον
Παρακ. τέτμηκα
Μέσ. μέλλ. τεμοῦμαι
Παθ. μέλλ. τμηθήσομαι
Μέσ. αόρ. β΄ ἐτεμόμην
Παθ. αόρ. ἐτμήθην
Παθ. παρακ. τέτμημαι
Παθ. συντ. μέλλ. τετμήσομαι

1. κόβω: ὁδὸν ἐποιήσατο τεμὼν τὴν ὕλην = έκανε δρόμο κόβοντας το δάσος.

2. κόβω σε κομματάκια: τέμνω ἰχθῦς.

3. διαιρώ: ὁ ποταμὸς μέσην τέμνει Λιβύην = ο ποταμός διαιρεί στα δύο τη Λιβύη.

4. στην αριθμητική διαιρώ: τέμνω ἀριθμὸν ἀρτίῳ καὶ περιττῷ = διαιρώ τον αριθμό σε άρτιο και περιττό.

familyπαράγ. τέμενος, τμῆμα, τμῆσις, τμητός, τομή, τόμος, τεμάχιον, σύνθ. ἄτομος, ἄτμητος, ἐπίτομος, ἀπότομος.

ΝΕ τέμνω (με τη σημ. 1, στη γεωμετρία).

[*τεμ- «κόβω», πβ. ιρλ. tamnaid «κόβει»].

τέρας, -ατος (παλαιότερα -αος/-ως), τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θεϊκό σημείο, θαυματουργικό σημάδι: τοῖς Ἕλλησι τέρατα πέμπουσιν οἱ θεοί = οι θεοί στέλνουν σημάδια στους Έλληνες.

familyπαράγ. τερατώδης, τεράστιος, σύνθ. τερατολόγος, τερατοσκόπος, τερατουργός.

ΝΕ τέρας «αλλόκοτο, μη φυσικό ον».

[*τερ- «ουράνιο σημείο, αστέρι», πβ. αρχ. ινδ. tárah «αστέρια»].

τερπνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός τερπνότερος
Υπερθετικός τερπνότατος

ευχάριστος: τερπνὴ ἀκοή = ευχάριστο άκουσμα.

ΝΕ τερπνός.

[παράγ. λ. τέρπ-ω + παρ. επίθ. -νός, πβ. αρχ. ινδ. tropyati «είμαι ικανοποιημένος»].

τέρπω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτερπον
Μέλλ. τέρψω
Αόρ. ἔτερψα
Παθ. αόρ. ἐτέρφθην

ευχαριστώ κάποιον: ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα ἡμᾶς τέρψει = με τα έπη του για την παρούσα στιγμή θα μας ευχαριστήσει. = εὐφραίνω.

familyπαράγ. τερπνός, τέρψις, σύνθ. Τερψιχόρη, Εὐτέρπη.

ΝΕ τέρπω.

[*τερπ-, handτερπνός].

τέρψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

απόλαυση, ευχαρίστηση: τέρψιν παρέχω τινί = δίνω σε κάποιον ευχαρίστηση.

ΝΕ τέρψη.

[παράγ. λ. τέρπ-ω + παρ. επίθ. -σις].

τετταράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κοινός τύπος είναι τεσσαράκοντα

σαράντα.

familyπαράγ. τετταρακοστός, σύνθ. τετταρακονταετής.

ΝΕ σαράντα.

[*τετFορ- + παρ. επίθ. -άκοντα].

τέτταρες, οἱ, αἱ, τέτταρα, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ

ο κοινός τύπος είναι τέσσαρες, τέσσαρα

τέσσερις, τέσσερα.

ΝΕ τέσσερις, τέσσερα.

[*τετFορ- + παρ. επίθ. -ες, πβ. λατ. quattuor, ομόρρ. με αρχ. ινδ. catrávas].

τετταρεσκαίδεκα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ

δεκατέσσερις, δεκατέσσερα.

familyπαράγ. τετταρεσκαιδέκατος.

[σύνθ. λ. τέτταρες + καί + δέκα].

τέττιξ, -ιγος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τζίτζικας.

[ηχομιμ., με εμφατικό διπλασιασμό του τ].

τέφρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στάχτη.

familyπαράγ. τεφρός, τεφρόω.

ΝΕ τέφρα (λόγ.).

[*θεχ- «καίω», *τεφ- + παρ. επίθ. -ρα, ομόρρ. με αρχ. ινδ. dáhati «καίω»].

τέχνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ο τρόπος ή τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται κάτι: ἐδεῖτο αὐτῶν πάσῃ τέχνῃ μὴ ἀπολείπεσθαι = τους παρακαλούσε με κάθε τρόπο να μη μένουν πίσω.

2. τέχνη, μαστορική: τῆς τέχνης ἔμπειρος ἦν.

3. σύνολο κανόνων για την κατασκευή κάποιου πράγματος ή μέθοδος για την επίτευξη κάποιου στόχου: ἡ περὶ τοὺς λόγους τέχνη = η μέθοδος για την επίτευξη της πειστικότητας στο λόγο, η ρητορική τέχνη.

familyπαράγ. τεχνικός, σύνθ. ἄτεχνος, κακότεχνος, τεχνολόγος.

ΝΕ τέχνη (με τη σημ. 2).

[*τεκτ- (πβ. τέκτ-ων) + παρ. επίθ. -σνᾱ > τέχνᾱ, τέχνη].

τῇδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

με αυτόν τον τρόπο: ἐννοήσωμεν καὶ τῇδε = ας σκεφθούμε και με αυτόν τον τρόπο.

[σύνθ. λ. δεικτ. αντων. τῇ + παρ. επίθ. -δε].

τήκω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτηκον
Μέλλ. τήξω
Αόρ. ἔτηξα
Παρακ.
με αμετάβ. σημ.
τέτηκα
«είμαι λιωμένος, έχω λιώσει»
Υπερσ.
με αμετάβ. σημ.
ἐτετήκειν
«είχα λιώσει»
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. τήξομαι
Παθ. αόρ.α΄ ἐτήχθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐτάκην
Παθ. παρακ. τέτηγμαι
λιώνω.

[ΙΕ *tē, ελλ. *τηκ- (προέκταση με κ-), ομόρρ. με οσετικό ta-in «λιώνω», λατ. tā-bēs (προέκταση με b-) «ρευστοποίηση»].

τηλικόσδε, -ήδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

τέτοιας ηλικίας: τούτων οὐδὲν ποιῶ καὶ τηλικόσδε ὤν = από αυτά τίποτε δεν κάνω, έστω και αν είμαι τέτοιας ηλικίας.

[παράγ. λ. τηλίκος + παρ. επίθ. -δε].

τηλικοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. σημαίνει ό,τι το τηλικόσδε.

2. τόσο μεγάλος: τὸ γεγενημένον ἀδίκημα τηλικοῦτον ἔχει τὸ μέγεθος = το αδίκημα που έχει γίνει έχει τόσο μεγάλο μέγεθος.

[σύνθ. λ. τηλίκος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος].

τηνικάδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

τέτοια ώρα, τόσο νωρίς: τί τηνικάδε ἀφῖξαι; = γιατί ήρθες τόσο νωρίς;

[παράγ. λ. τηνίκα «αυτή την ώρα» + παρ. επίθ. -δε].

τηνικαῦτα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

εκείνη τη στιγμή, τότε ακριβώς: ἡνίκα ἂν ἐγχειρῶμεν τοῖς πολεμίοις, τηνικαῦτα ὁρμήσεται Ἀβραδάτας σὺν τοῖς ἅρμασιν εἰς τοὺς ἐναντίους = όταν πλησιάσουμε τους εχθρούς, εκείνη τη στιγμή θα ορμήσει ο Αβραδάτας με τα άρματά του κατά των εχθρών.

[παράγ. λ. τηνίκα (δεικτ. αντων. τήν + -ίκα) + -αύτα κατά το αὐτά].

τηρέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. προσέχω, λαμβάνω τα μέτρα μου: τηρῶ ὅπως κρεῖττον ἔσται τοῦτο τοῦ ἄλλου = λαμβάνω τα μέτρα μου, ώστε τούτο να είναι ισχυρότερο από το άλλο.

2. παραφυλάω: ἔνδον ὄντα ἐτήρησαν αὐτόν = παραφύλαξαν, ώστε να είναι μέσα αυτός.

familyπαράγ. τήρησις, τηρητής, σύνθ. ἀτήρητος, παρατήρησις, ἐπιτήρησις.

ΝΕ τηρώ «φυλάσσω, δεν παραβαίνω».

[*τηρ- «παρατηρώ», συγγεν. με αρχ. ινδ. cāra- «κατάσκοπος»].

τῆτες ΕΠΙΡΡΗΜΑ

αυτήν τη χρονιά, φέτος.

familyπαράγ. τητινὸς «φετινός».

[*τη- (πβ. τή-μερον = σήμερον) + *-Fετες < *Fέτος = ἔτος ].

τίθημι ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτίθην
Μέλλ. θήσω
Αόρ. β΄ ἔθηκα
Παρακ. τέθηκα ή τέθεικα
Μέσ. & παθ. ενεστ. τίθεμαι
Μέσ. & παθ. παρατ. ἐτιθέμην
Μέσ. μέλλ. θήσομαι
Παθ. μέλλ. τεθήσομαι
Μέσ. αόρ. β΄ ἐθέμην
Παθ. αόρ. ἐτέθην
Παθ. παρακ. τέθειμαι

1. τοποθετώ, βάζω: οὐκ ἔχω ὅποι ταῦτα θήσω = δεν ξέρω πού να τα τοποθετήσω αυτά.

2. ειδικές χρήσεις α. τίθεμαι τὴν ψῆφον ρίχνω την ψήφο μου. β. καταθέτω: θεὶς ἐπὶ τὴν τράπεζαν τὰς τετταράκοντα μνᾶς = αφού κατέθεσε στην τράπεζα τις 40 μνες. γ. καταβάλλω, πληρώνω: τόκον τίθημι. δ. η φράση τίθεμαι τὰ ὅπλα σημαίνει α) αποθέτω τα όπλα χωρίς όμως να χάσω την ετοιμότητά μου να τα ξαναπάρω, ώστε να πολεμήσω, β) παίρνω τα όπλα, πολεμώ, γ) παραδίδομαι, καταθέτω τα όπλα. ε. για το νομοθέτη τίθημι νόμον θεσπίζω νόμο. στ. για το λαό τίθεμαι νόμον βάζω να μου κάνουν ένα νόμο για δική μου χρήση.

3. θεωρώ, υποθέτω.

familyπαράγ. θέσις, θήκη, θέμα, θετός, θετικός, σύνθ. ἀνάθεσις, διάθεσις, ἐπίθημα, ἀγωνοθέτης, νομοθέτης, ἀντίθετος.

ΝΕ θέτω (με τη σημ. 1).

[*θη- με αναδιπλασιασμό (*θί-θη-μι)].

τίκτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτικτον
Μέλλ. τέξομαι
Αόρ. β΄ ἔτεκον
Παρακ. τέτοκα
Παθ. μέλλ. τεχθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐτέχθην
Παθ. παρακ. τέτεγμαι

γεννώ: ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ = γεννήθηκε σήμερα ο σωτήρας μας (για το Χριστό).

familyπαράγ. τέκνον, τεκνόω, τοκεύς, τόκος, σύνθ. ἐπίτοκος, πρωτότοκος, τοκογλύφος.

[τίκ-τω, αβέβ. ετυμ.].

τίλλω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτιλλον
Μέλλ. τιλῶ
Αόρ. ἔτιλα
Παρακ. τέτιλκα

μαδώ, ξεπουπουλίζω.

familyπαράγ. τίλσις, τίλμα.

[ίσως πτιλ- (< πτίλον «πούπουλο») + παρ. επίθ. -jω > *πτίλλω > τίλλω με ανομοιωτική έκπτωση του π- σε σύνθετα με ἀπό, παρά, περί, *ἀποπτίλλω > *ἀποτίλλω κτλ.].

τιμάω -ῶ ΡΗΜΑ

Μέλλ. τιμήσω
Αόρ. ἐτίμησα
Παρακ. τετίμηκα
Μέσ. μέλλ.
με παθ. σημ.
τιμήσομαι
«θα τιμηθώ κτλ.»
Μέσ. αόρ. ἐτιμησάμην
Παθ. μέλλ. τιμηθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐτιμήθην
Παθ. παρακ. τετίμημαι

1. τιμώ, σέβομαι: τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.

2. μέση φωνή τιμῶμαι υπολογίζω την αξία ενός αγαθού: διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο τὰ αὑτοῦ (= την περιουσία του).

3. καθορίζω ποινή.

familyπαράγ. τίμιος, τιμητής, τιμητικός, σύνθ. προτιμάω, ὑποτιμάω, ἄτιμος, φιλότιμος, ἐπιτιμάω.

ΝΕ τιμώ (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. τιμή + παρ. επίθ. -άω, πβ. τί-ω «τιμώ, σέβομαι» + -μή > τιμή].

τίμιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός τιμιώτερος
Υπερθετικός τιμιώτατος

ακριβός, που έχει ψηλή τιμή, πολύτιμος: τίμιος ἦν ὁ σῖτος = το σιτάρι ήταν ακριβό.

ΝΕ τίμιος «που έχει τιμή, υπόληψη».

[παράγ. λ. τιμή + παρ. επίθ. -ιος].

τιμωρέω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτιμώρουν
Μέλλ. τιμωρήσω
Μέσ. μέλλ. τιμωρήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐτιμωρησάμην
Παθ. αόρ. ἐτιμωρήθην
Παθ. παρακ. τετιμώρημαι

1. παίρνω εκδίκηση για κάτι υπέρ κάποιου: εἰ τιμωρήσεις Πατρόκλῳ τῷ ἑταίρῳ τὸν φόνον = αν πάρεις εκδίκηση υπέρ του συντρόφου σου Πατρόκλου, για το φόνο του.

  • μέση φωνή τιμωροῦμαι εκδικούμαι: τιμωρεῖσθε τὸν ἀποκτείναντα = εκδικηθείτε το φονιά. «Ἑαυτὸν τιμωρούμενος» κωμωδία του Μενάνδρου.

2. βοηθώ, συμπαρίσταμαι: τοῖς ξυμμάχοις τιμωρῶ = συμπαρίσταμαι στους συμμάχους μου. = ἐπικουρέω.

familyπαράγ. τιμώρησις, τιμωρητέος, τιμωρία, τιμωρητικός.

ΝΕ τιμωρώ «επιβάλλω ποινή» (με εξέλιξη της σημ. 1).

[παράγ. λ. τιμωρός + παρ. επίθ. -έω, όπου τιμωρός < τιμή + ὁράω, δωρ. τιμάορος].

τιμωρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εκδίκηση: τιμωρίαν ποιοῦμαι = παίρνω εκδίκηση.

2. βοήθεια, συμπαράσταση: περιγιγνόμεθα τῇ ἀφ’ ὑμῶν τιμωρίᾳ = διασωζόμαστε εξαιτίας της βοήθειάς σας.

ΝΕ τιμωρία «επιβολή ποινής» (από σημ. 1).

[παράγ. λ. τιμωρός + παρ. επίθ. -ία].

τίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτινον
Μέλλ. τείσω & τίσω
Αόρ. ἔτεισα & ἔτισα
Παρακ. τέτεικα
Μέσ. αόρ. ἐτεισάμην
Παθ. αόρ. ἐτείσθην
Παθ. παρακ. τέτεισμαι

πληρώνω την τιμή ενός αντικειμένου (συνήθως ως πρόστιμο ή τιμωρία): τίνω τιμήν τινι = πληρώνω σε κάποιον την τιμή (ενός αντικειμένου).

[*τί-νFω, *τεί-νFω, ΙΕ αρχής].

τίς, τίς, τὶ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ερωτηματική

1. σε ερωτηματικές προτάσεις ποιος; ποια; ποιο; / τι;: ὦ ξένοι, τίνες ἐστέ; = ξένοι, ποιοι είστε;

2. το ουδέτερο τί; χρησιμοποιείται ως επίρρημα με ποικίλους τρόπους α. τί μοι/σοι; τι με ενδιαφέρει εμένα; τι σε ενδιαφέρει εσένα;: τί σοι ταῦτα; = τι σε νοιάζουν εσένα αυτά; (κοίτα τη δουλειά σου!). β. γιατί; για ποιο λόγο;: τί δὴ οὕτω πρῲ ἀφῖξαι; = γιατί έχεις φτάσει τόσο πρωί;

ΝΕ στη στρατιωτική φρ. αλτ! τις ει; (με τη σημ. 1).

[*kwis, θεσσαλ. κις, κυπρ. σις, λατ. quis].

τις, τις, τι ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ / ΕΠΙΘΕΤΟ

1. ως αόριστη αντωνυμία κάποιος, κάποια, κάποιο πράγμα: ἤν τις παραβαίνῃ, ζημίαν αὐτῷ ἐπέθεσαν = αν κάποιος έκανε παρανομία, του επέβαλαν ποινή.

2. ως επίθετο κάποιος, κάποια, κάποιο: ἄνθρωπός τις εἶχεν δύο υἱούς = κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους.

[hand το προηγούμενο λήμμα].

τίσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ανταπόδοση, εκδίκηση: τίσις τῶν τοιούτων ἐν Ἅιδου γίγνεται = στον Άδη λαμβάνεται εκδίκηση για τέτοιου είδους πράξεις.

[παράγ. λ. τί-νω «πληρώνω» + παρ. επίθ. -σις].

τιτρώσκω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτίτρωσκον
Μέλλ. τρώσω
Αόρ. ἔτρωσα
Παρακ. τέτρωκα
Υπερσ. ἐτετρώκειν
Παθ. μέλλ. τρωθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐτρώθην
Παθ. παρακ. τέτρωμαι
Παθ. υπερσ. ἐτετρώμην

πληγώνω.

[*τρω- (πβ. τρω-τός) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό τι- + παρ. επίθ. -σκω: τι-τρώ-σκω].

τλήμων, -ονος, ὁ, ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ

κλητ. τλῆμον

1. υπομονετικός, ανεκτικός: θαρσαλέοι καὶ τλήμονες ἄνδρες.

2. δύστυχος, κακόμοιρος: οὐδὲ ἀποθανεῖν οἱ τλήμονες δύνανται = ούτε να πεθάνουν οι δύστυχοι δεν μπορούν.

familyπαράγ. τλημοσύνη.

[παράγ. λ. τλάω «τολμώ» (< *τλα-, τελα- (τάλας «δυστυχισμένος») + παρ. επίθ. -ήμων].

τοίνυν ΜΟΡΙΟ

συμπερασματικό

επομένως, ως εκ τούτου, άρα: φανερὸν τοίνυν ὅτι... = είναι επομένως φανερό ότι...

[σύνθ. λ. βεβαιωτ. τοι + εγκλιτ. μόριο νυν].

τοιόσδε, -άδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

δεικτική αντωνυμία που συνήθως συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος

τέτοιος: τοσόσδε καὶ τοιόσδε = τόσος και τέτοιος. τοιόνδε τελευτὴν λέγω, οἷον πέρας καὶ ἔσχατον = ως θάνατο εννοώ κάτι τέτοιο, όπως είναι το πέρας και το έσχατο σημείο.

  • ουδέτερο πληθυντικού (στις αφηγήσεις του πεζού λόγου) τοιάδε τα εξής, τα ακόλουθα.

[παράγ. λ. τοῑος + δεικτ. μόρ. -δε· ακριβέστερα η δεικτική αντων. τοῖος προέρχεται από τη γεν. πληθ. (και για τα τρία γένη ὁ, ἡ, τό) τοίων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. tésān, ΙΕ *toisōm].

τοιοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

δεικτική, που συσχετίζεται με την αντωνυμία οἷος

τέτοιος, τέτοιου είδους: τοιοῦτός ἐστι ὁ ἔρως, οἷος τῆς μητρὸς πρὸς τὰ τέκνα = ο έρωτας είναι τέτοιος, όπως της μητέρας προς τα παιδιά της.

[σύνθ. λ. τοῑος + -ουτος κατά την αντων. οὗτος].

τόλμα & τόλμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. θάρρος, τόλμη: τόλμα καλῶν = θάρρος για τα καλά πράγματα. δειλία.

2. με κακή σημ. θράσος, ιταμότητα: εἰς τοῦτο τόλμης καὶ ἀναιδείας ἥκει, ὥστε... = έφτασε σε τέτοιο σημείο θράσους και αναίδειας, ώστε...

ΝΕ τόλμη (με τη σημ. 1).

[*τολ- (τλῆναι, τάλας, τλήμων) + παρ. επίθ. -μα / -μη].

τόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κομμάτι, φέτα: τόμος ἀλλάντων / τυροῦ = κομμάτι από σαλάμι / τυρί.

2. κύλινδρος παπύρου, αργότερα τόμος ενός έργου.

[*τομ- (τέμ-νω) + -ος].

τόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τέντωμα.

2. για ήχους ένταση, ύψωση: τὰ δάκρυα καὶ ὁ τόνος τῆς φωνῆς = τα δάκρυα και η ύψωση της φωνής.

3. στη γραμματική τόνος λέξης ή συλλαβής.

familyπαράγ. τοναῖος, τονόω.

ΝΕ τόνος (με τις σημ. 2, 3).

[*τον- (τείνω) + -ος].

τοξεύω ΡΗΜΑ

τοξεύω.

ΝΕ τοξεύω.

[παράγ. λ. τόξον + παρ. επίθ. –εύω· το τόξον είναι δάν. από τη γλώσσα των Σκυθών, πβ. σκυθικό κύρ. όν. Τόξαρις και περσ. taχš «τόξο»].

τοξότης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τοξότης.
  • στον πληθυντικό οἱ τοξόται η αστυνομία της αρχαίας Αθήνας (την οποία αποτελούσαν κυρίως Σκύθες μετανάστες, ένας βάρβαρος λαός του βόρειου Εύξεινου Πόντου): τοξότας τριακοσίους Σκύθας ἐπριάμεθα = αγοράσαμε Σκύθες αστυνομικούς.

ΝΕ τοξότης.

[παράγ. λ. τόξον (περσ. δάν.) + παρ. επίθ. -της].

τοσόσδε, -ήδε, -όνδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

τόσος δα: τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι = κάνε μου όμως τόση δα χάρη.

[σύνθ. λ. τόσος + δεικτ. μόρ. -δε].

τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτο(ν) ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

δεικτική, που συσχετίζεται με την αντωνυμία ὅσος

1. τόσο μεγάλος: πόλις ἑτέρα ἐστὶν τοσαύτη ὅσαι αἱ Συρακοῦσαί εἰσιν = υπάρχει άλλη πόλη τόσο μεγάλη όσο οι Συρακούσες.

2. το ουδέτερο γένος ως ουσιαστ. (και συχνά με προθέσεις) τοσοῦτον: παρὰ τοσοῦτον ἡ Μυτιλήνη ἦλθε κινδύνου = σε τέτοιο βαθμό κινδύνου έφτασε η Μυτιλήνη.

3. το ουδέτερο γένος ως επίρρημα τοσοῦτον κατά τόσο, τόσο: ἡ ναῦς τοσοῦτον ἔφτασε ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα = το καράβι έφθασε πριν από αυτούς τόσο όσο ο Πάχης να προλάβει να διαβάσει το ψήφισμα.

[σύνθ. λ. τόσος + -ουτος κατά την οὗτος].

τοτὲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
  • τοτὲ μέν... τοτὲ δέ... = άλλοτε... άλλοτε.

[δεικτ. αντων. *το- + παρ. επίθ. -τε, όπως ὅτε, πότε].

τουτέστι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

= τοῦτ’ ἔστι.

δηλαδή: εἶδόν τινας κοιναῖς χερσὶ τοῦτ’ ἔστι ἀνίπτοις ἐσθίοντας ἄρτους = είδαν κάποιους να τρώνε ψωμί με τα χέρια τους όπως ήταν, δηλαδή άπλυτα.

ΝΕ τουτέστι (λόγ.).

[σύνθ. λ. τοῦτον + ἐστίν].

τράγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αρσενικό κατσίκι. ἡ αἴξ «το θηλυκό κατσίκι».

familyπαράγ. τραγίσκος, σύνθ. τραγέλαφος, τραγοπώγων.

ΝΕ τράγος.

[*τραγ- (τραγεῑν «τραγανίζω», ἔ-τραγ-ον < τρώγω)].

τραγῳδία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τραγωδία: oἱ κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ποιοῦντες = αυτοί που συνθέτουν κωμωδίες και τραγωδίες (οι ποιητές).

ΝΕ τραγωδία & τραγούδι (< *τραγῴδιον).

[παράγ. λ. τραγῳδός + παρ. επίθ. -ία].

τραγῳδός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μέλος της ομάδας χορευτών μιας τραγωδίας: οὐ καλῶς ὀρχεῖται ὁ τραγῳδὸς οὑτοσί = δε χορεύει καλά αυτός ο χορευτής.

2. στον πληθ. τραγῳδοί τραγωδία ή παράσταση τραγωδίας: τραγῳδοῖς = στη διάρκεια των παραστάσεων τραγωδίας. τυγχάνω τραγῳδοῖς νενικηκώς = έχω νικήσει σε παράσταση τραγωδίας.

3. εκτελεστής, δηλ. υποκριτής ή τραγουδιστής τραγωδίας.

4. τραγικός ποιητής.

familyπαράγ. τραγῳδία, τραγῳδέω, τραγῴδημα, σύνθ. τραγῳδιογράφος.

[σύνθ. λ. τράγων + ᾠδή + -ός].

τράπεζα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. τραπέζι.

2. πάγκος των τραπεζιτών: εἴωθα λέγειν ἐν ἀγορᾷ ἐπὶ τῶν τραπεζῶν = συνηθίζω να μιλώ στην αγορά στους πάγκους των τραπεζιτών.

ΝΕ στη φρ. Αγία Τράπεζα (με τη σημ. 1).

[μυκην. torpeza = τόρπεζα = τρά-πεζα, όπου το πεζα- από πεδ- (πβ. πέδον «έδαφος», πούς) + -ja· το έπιπλο που στηρίζεται σε τέσσερα πόδια].

τρεῖς, οἱ, αἱ, τρία, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ

τρεις, τρία.

ΝΕ τρεις, τρία.

[*τρεj-ες, πβ. λατ. tres].

τρέπω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτρεπον
Μέλλ. τρέψω
Αόρ. ἔτρεψα
Παρακ. τέτροφα
Μέσ. μέλλ. τρέψομαι
Παθ. μέλλ. β΄ τραπήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐτρεψάμην
Παθ. αόρ. α΄ ἐτρέφθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐτράπην
Παθ. παρακ. τέτραμμαι
Παθ. υπερσ. ἐτετράμμην

στρέφω, κατευθύνω κάτι προς κάτι: τὴν διάνοιάν τινος ἄλλοσε τρέπω = στρέφω το μυαλό κάποιου προς άλλο σημείο.

familyπαράγ. τροπή, τρόπος, σύνθ. ἀνατρέπω, μετατρέπω κτλ.

ΝΕ τρέπω.

[*τρεπ- «στρέφω», αρχ. ινδ. trápate «ντρέπομαι»].

τρέφω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτρεφον
Μέλλ. θρέψω
Αόρ. ἔθρεψα
Παρακ. τέτροφα
Μέσ. μέλλ.
με παθ.σημ.
θρέψομαι
«θα τραφώ από άλλον»
Παθ. μέλλ. τραφήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐθρεψάμην
Παθ. αόρ. α΄ ἐθρέφθην
Παθ. αόρ. β΄ ἐτράφην
Παθ. παρακ. τέθραμμαι
Παθ. υπερσ. ἐτεθράμμην

ανατρέφω: τοὺς παῖδας αὐτῶν ἡ πόλις μέχρι ἥβης θρέψει = τα παιδιά τους θα τα αναθρέψει η πόλη μέχρι την εφηβική ηλικία.

familyπαράγ. τροφή, τροφός, τρόφιμος, τροφεῖα (τά), θρεπτός, θρεπτικός, θρέμμα, θρέψις, σύνθ. εὐτροφία, γηροτρόφος.

ΝΕ τρέφω.

[*θρεφ- «ενεργώ να αυξηθεί κάτι, λ.χ. το τυρί», ρωσ. drobá «μαγιά της μπίρας»].

τρέχω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτρεχον
Μέλλ. δραμοῦμαι
Αόρ. β΄ ἔδραμον
Παρακ. δεδράμηκα
Υπερσ. ἐδεδραμήκειν

τρέχω.

ΝΕ τρέχω.

[ΙΕ *dhregh-, ομόρρ. με αρχ. ιρλ. droch (= τροχός) αρμ. durgn «τροχός του αγγειοπλάστη»].

τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ ΕΠΙΘΕΤΟ

τριάντα.

familyπαράγ. τριακοστός, σύνθ. τριακονταέτης (και τριακοντούτης), τριακονθήμερος.

ΝΕ τριάντα.

[τρία + κοντα- (*(δ)κμοτ-, *δεκομ- του δέκα), ΙΕ *ákomt > *κοντα, όπου το α ανερμήνευτο].

τρίβος, -ου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μονοπάτι.

2. μεταφορικά βιότου τρίβον ὁδεύω = περπατώ το δρόμο της ζωής.

[παράγ. λ. τρίβω + -ος].

τρίβω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτριβον
Μέλλ. τρίψω
Αόρ. ἔτριψα
Παρακ. τέτριφα
Μέσ. μέλλ. τρίψομαι
Παθ. μέλλ. α΄και β΄ τριφθήσομαι & τριβήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐτριψάμην
Παθ. αόρ. α΄ και β΄ ἐτρίφθην & ἐτρίβην
Παθ. παρακ. τέτριμμαι

1. τρίβω: τόν πόδα μύροις τρίβω.

2. παθ. τρίβομαι α. για το χρόνο ξοδεύομαι, δαπανώμαι: ἐν τούτοις τρίβεται χρόνος ἐνίοτε μακρός. β. ενδιατρίβω σε κάτι, αποκτώ πείρα σε κάτι: τρίβομαι ἐν πολέμῳ. οἱ ἐν ποιήμασι τριβόμενοι.

ΝΕ τρίβω (με τη σημ. 1).

[*τριβ- < *τερ(ε)ι- ή από *τερ- (τείρω), ΙΕ *terbh-].

τρίβων, -ωνος, ὁ (Α) ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πανωφόρι, παλτό, που φορούσαν οι Σπαρτιάτες: λακωνίζειν καὶ τρίβωνας ἔχειν.

[παράγ. λ. τρίβω + παρ. επίθ. -ων].

τρίβων, -ωνος, ὁ, ἡ (Β) ΕΠΙΘΕΤΟ

έμπειρος, πεπειραμένος: τρίβων τῆς ἱππικῆς / τῶν λόγων.

[παράγ. λ. τρίβω + παρ. επίθ. -ων].

τριηραρχέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. διοικώ τριήρη.

2. στην αρχαία Αθήνα εξοπλίζω με δικά μου έξοδα μια τριήρη (η οποία ανήκε στο κράτος. Τα έξοδα αυτά θεωρούνταν λειτουργία, δηλ. συνεισφορά ενός πολίτη από το δικό του βαλάντιο σε έναν κοινωφελή σκοπό): πολλὰ τριηραρχεῖ καὶ λαμπρῶς χορηγεῖ = εξοπλίζει συχνά τριήρεις και υποστηρίζει οικονομικά ομάδες χορευτών.

[παράγ. λ. τριήραρχος (σύνθ. τριήρης + ἄρχω) + παρ. επίθ. -έω].

τριήρης, -ους, ἡ ΕΠΙΘΕΤΟ

υπονοείται το ουσιαστικό ἡ ναῦς «το πλοίο»

πολεμικό πλοίο (που είχε σε κάθε μακριά πλευρά του τρεις σειρές καθισμάτων τοποθετημένες σε τρία επίπεδα διαφορετικού ύψους. Στην καθεμία καθόταν μία σειρά κωπηλατών): τριήρεις ναυπηγῶ.

familyπαράγ. τριηρικός, σύνθ. τριήραρχος.

[τρι- (τρία, τρεῑς) + *-ηρη (ἐρέτης «κωπηλάτης»)].

τρίπους, -ποδος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τρίποδας, δηλ. λέβητας με τρία πόδια (που τον πρόσφεραν ως βραβείο σε διαγωνισμούς, ως τιμητικό δώρο ή ως ανάθημα σε ναούς και κυρίως στον Απόλλωνα των Δελφών. Υπήρχε στην Αθήνα μια οδός που ήταν στολισμένη με αναθηματικούς τρίποδες και γι’ αυτό λεγόταν οἱ Τρίποδες. Από έναν τρίποδα επίσης η ιέρεια των Δελφών εκφωνούσε τους χρησμούς).

ΝΕ τρίποδας.

[σύνθ. λ. τρι- (τρία, τρεῑς) + πούς].

τριττύς, -ύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στην Αθήνα το 1/3 της φυλής.

[παράγ. λ. τριττός, τρισσός (< *τριχ-jος, ομορρ. με τρίς, τρεῖς) +παρ. επίθ. -ύς].

τρόπαιον & τροπαῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τρόπαιο (δηλ. μνημείο που διακηρύσσει την ήττα του αντιπάλου· συνήθως το κατασκεύαζαν από ξύλο αλλά κάποτε και από χαλκό ή πέτρα): τροπαῖον ἵστημι = στήνω τρόπαιο.

family σύνθ. τροπαιοφόρος.

ΝΕ τρόπαιο.

[παραγ. λ. ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθέτου τροπαῖος < τρέπω + παρ. επίθ. -αῑος].

τρύξ, τρυγός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φρέσκο κρασί που δεν έχει ακόμη ζυμωθεί και στραγγιστεί, μούστος: τρυγὸς ὄζεις = μυρίζεις κρασί (τα χνώτα σου!).

familyπαράγ. τρυγία, τρυγικός.

[*τρυγ- συγγεν. με τρυγ-άω, που είναι από τις δάνειες λέξεις του υποστρώματος].

τρυφάω -ῶ ΡΗΜΑ

ζω πολυτελώς: ἐῶσι τοὺς δούλους τρυφᾶν αὐτόθι = αφήνουν τους δούλους να ζουν πολυτελώς εκεί.

familyπαράγ. τρύφημα, τρυφερός, τρυφηλός, σύνθ. ἐντρυφής, ἐντρύφημα.

[παράγ. λ. τρυφή + παρ. επίθ. -άω].

τρυφερός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

για πρόσωπα, για τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειές τους λεπτός, απαλός, αβρός.

familyπαράγ. τρυφερότης.

ΝΕ τρυφερός.

[παράγ. λ. τρυφή + παρ. επίθ. -ερός].

τρυφή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πολυτέλεια.

[παράγ. λ. *θρευφ- (θρύπτω) + παρ. επίθ. ].

τρώγω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτρωγον
Μέλλ. τρώξομαι
Αόρ. β΄ ἔτραγον
Παθ. παρακ. τέτρωγμαι

τρώω τραγανίζοντας, ροκανίζω.

familyπαράγ. τραγανός, τράγος, τρωκτικός.

ΝΕ τρώγω, τρώω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ἐσθίω.

[*τρωγ-/*τραγ-, ΙΕ *trōg- «τρώγω»].

τυγχάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐτύγχανον
Μέλλ. τεύξομαι
Αόρ. β΄ ἔτυχον
Παρακ. τετύχηκα
Υπερσ. ἐτετυχήκειν

1.για γεγονότα και αντικείμενα συμβαίνω σε κάποιον.

  • μετοχή αορίστου ὁ τυχὼν ο πρώτος τυχών, ο οποιοσδήποτε: ὁ τυχὼν ἔρχεται ἐπ’ αὐτό = καταπιάνεται με αυτό ο πρώτος τυχών.
  • το ουδέτερο μετοχής αορ. ως επίρρημα τυχὸν κατά τύχη, ίσως: τυχὸν ἄν τι συνεπέραιναν = ίσως θα μας βοηθούσαν να επιτελέσουμε κάτι.

2. συνδέεται συνήθως με μετοχή άλλου ρήματος, για να δηλώσει σύμπτωση ἔτυχον ἐς Κύπρον στρατευόμενοι = έτυχε να βρίσκονται σε εκστρατεία στην Κύπρο.

3. πετυχαίνω το σκοπό μου, πετυχαίνω: τυγχάνουσιν καὶ ἀποτυγχάνουσιν = πετυχαίνουν το σκοπό τους και αποτυγχάνουν. ἁμαρτάνω «αστοχώ».

4. συναντώ: ἔτυχον ἀγαθῶν ἀνδρῶν = συνάντησαν γενναίους άντρες.

5. αποκτώ κάτι, τυγχάνω κάποιου πράγματος: ἀξιῶ ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν = έχω την αξίωση να τύχω της συγγνώμης σας.

ΝΕ τυγχάνω «συμβαίνει να είμαι» & τυχαίνω «αποκτώ κατά τύχη».

[*τευχ- (τεύχ-ω) + -άν-ω, ΙΕ *dheugh-].

τύμβος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο τόπος όπου θάβεται το σώμα του νεκρού και το χώμα που σωρεύεται πάνω από αυτό σχηματίζοντας μικρό λόφο, τάφος.

ΝΕ τύμβος.

[πβ. λατ. tum-ulus «λοφίσκος» και tum-eō «διογκώνομαι», που φαίνεται να συγγενεύουν με το τύμβος, το οποίο θεωρείται κατ’ άλλους παράλληλος τύπος του τάφος, που οφείλεται σε ξένη ΙΕ γλώσσα. Η λ. η τούμπα, προέρχεται απευθείας από το λατ. tumba < αρχ. ελλ. τύμβη, ἡ].

τύπος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εντύπωμα (σφραγίδας).

2. κεντρική ιδέα: ἔχεις τὸν τύπον ὧν λέγω; = συλλαμβάνεις την κεντρική ιδέα των όσων λέω;

3. υπόδειγμα: περὶ πάντα παρεχόμενος σεαυτὸν τύπον καλῶν ἔργων = παρουσιάζοντας σε όλα τον εαυτό σου ως υπόδειγμα καλών έργων.

familyπαράγ. τυπόω, τύπωμα.

ΝΕ τύπος (και στη φρ. τύπος και υπογραμμός με τη σημ. 3).

[τύπ-τω + -ος].

τύπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔτυπτον
Μέλλ. τυπτήσω
Οι λοιποί χρόνοι αναπληρώνονται από τα πατάσσω, παίω, πλήττω

χτυπώ, χαστουκίζω: ἐπὶ κόρρης τύπτω τινά = χαστουκίζω κάποιον στον κρόταφο. = πατάσσω, παίω, πλήττω.

familyπαράγ. τύψις, τύπος, σύνθ. ἀποτύπωσις, ἀνατύπωσις, ἀντίτυπος, ζηλότυπος.

ΝΕ μόνο στη φρ. με τύπτει η συνείδησή μου.

[*τυπ- «κτυπώ» + -τ-ω, πβ. αρχ. ινδ. tupáti «πληγώνω», αρχ. σλαβ. túpati «κτύπος της καρδιάς»].

τυραννεύω & τυραννέω ΡΗΜΑ

Μέλλ. τυραννεύσω & τυραννήσω
Αόρ. ἐτυράννευσα & ἐτυράννησα
Παρακ. τετυράννευκα & τετυράννηκα
Παθ. μέλλ. τυραννηθήσομαι
Μέσ. μέλλ.
με παθ. σημ.
τυραννήσομαι
«θα διακυβερνώμαι δεσποτικά»
Παθ. αόρ. ἐτυραννεύθην

είμαι απόλυτος άρχοντας, μονάρχης: Πολυκράτης Σάμου τυραννῶν ἦν = ο Πολυκράτης ήταν ο απόλυτος άρχοντας της Σάμου.

ΝΕ τυραννώ «βασανίζω».

[παράγ. λ. τύραννος + παρ. επίθ. -εύω].

τύραννος, τυράννου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. απόλυτος άρχοντας, απόλυτος μονάρχης (του οποίου η εξουσία δε στηριζόταν σε κληρονομικό δικαίωμα ούτε περιοριζόταν από σύνταγμα ή νομοθεσία).

2. με αρνητ. σημ. τυραννικός άρχοντας, τύραννος.

familyπαράγ. τυραννεύω, τυραννέω, τυραννίζω, τυραννικός, τυραννίς.

ΝΕ τύραννος (με τη σημ. 2).

[μικρασ. δάν. όπως και τα ἄναξ, βασιλεύς].