ΣΣ, σ, σῖγμα, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
σάρξ, σαρκός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σάρκα. [*τFερκ- «δίνω μορφή, δημιουργώ», πβ. αρχ. ινδ. tvástar «δημιουργός»]. σατράπης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[αρχ. περσ. xšaθrapā «προστάτης της χώρας»]. σατυρικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ σατυρικό (δράμα) και σατιρικός (< λατ. satura < σάτυρα) «κωμικός». [παράγ. λ. Σάτυρος + παρ. επίθ. -ικός].
σάτυρος, -ύρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σάτυρος (με την ίδια σημ. και «λάγνος»). [αβέβ., πιθ. προελλ.]. σβέννυμι & σβεννύω ΡΗΜΑ
1. σβήνω. ≠ ἀνάπτω. 2. μεταφορικά καθησυχάζω, κατευνάζω: σβέννυμι τὸν θυμόν = κατευνάζω την οργή.
ΝΕ σβήνω (και με τις δύο σημ.). [*gwes-, πβ. βαλτικό gès-ti «σβήνομαι»· το αρκτικό σ- στο σβέννυμι μένει ανερμήνευτο]. σέβομαι ΡΗΜΑ
λατρεύω, τιμώ: ὡς θεὸν σέβομαί τινα = λατρεύω κάποιον ως θεό. Λακεδαιμόνιοι σέβονται μεγάλως Λυκοῦργον = οι Λακεδαιμόνιοι τιμούν πολύ το Λυκούργο. = τιμάω.
ΝΕ σέβομαι. [*σέβ-ω «κάνω πίσω, υποχωρώ», ΙΕ *tyegw-, πβ. αρχ. ινδ. tyájti «παραιτούμαι»]. σεισάχθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ./σύνθ. *σεισαχθείς (< σείω + ἄχθος «βάρος») + παρ. επίθ. -εια]. σεμνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. σεβαστός: σεμναὶ θεαί = σεβαστές θεές (δηλαδή οι Ερινύες). 2. μεγαλοπρεπής, σπουδαίος: σεμνὴν τὴν πόλιν ἐποίησαν = έκαναν σπουδαία την πόλη. σεμνόν τι λέγεις = λες κάτι σπουδαίο. 3. α. με κακή σημ. υπερόπτης, αλαζόνας β. με περιφρονητική ή ειρωνική χροιά σπουδαίος: ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος = τι σπουδαίος που είναι, ο καταραμένος!
ΝΕ σεμνός «σοβαρός, μετριόφρονας». [παράγ. λ. *σέβ- (σέβω) + παρ. επίθ. -νός > *σεβνός > σεμνός, με τροπή του β σε μ]. σεμνύνω ΡΗΜΑ 1. επαινώ, εκθειάζω: πολλοὺς μᾶλλον ἀξίους παρέντες, ἡμεῖς ὑμᾶς ἐσεμνύνομεν = αφού παραλείψαμε πολλούς πιο άξιους, εμείς εσάς επαινούσαμε. 2. μέση φωνή σεμνύνομαι α. είμαι ή παριστάνω το σπουδαίο: σεμνύνονται ὥς τι ὄντες = παριστάνουν πως κάτι είναι. β. είμαι υπερήφανος για κάτι, σεμνύνομαι: σεμνύνονται ὡς εὐδαίμονες καὶ λαμπροί = υπερηφανεύονται ότι είναι ευτυχισμένοι και ένδοξοι. ΝΕ σεμνύνομαι (με τη σημ. 2β). [παράγ. λ. σεμνός + παρ. επίθ. -ύνω]. σηκός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μαντρί. 2. α. ο περίβολος του ιερού: ὁ σηκὸς τοῦ ἱεροῦ = o περίβολος του ιερού. β. το ιερό το ίδιο.
[αβέβ., καθώς η ερμηνεία από *twāk- > σᾱκός, σηκός (< σάττω «γεμίζω, στουπώνω») δεν επιβεβαιώνεται από άλλες ΙΕ γλώσσες]. σῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σήμα «γενικά κάθε διακριτικό σημάδι». [ουδ. σε -μα, αβέβ.]. σημαίνω ΡΗΜΑ
1. φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό: θεοῦ φωνὴ σημαίνει μοι ὅ,τι χρὴ ποιεῖν = η φωνή του θεού μού φανερώνει τι πρέπει να κάνω. 2. ειδοποιώ ή διατάζω κάποιον να κάνει κάτι: ἐσήμαινε τοῖς δορυφόροις λαμβάνειν τὸν βουκόλον = διέταζε τους σωματοφύλακες να συλλάβουν το βοσκό.
3. για λέξεις δηλώνω, σημαίνω. 4. σφραγίζω: τὰ σεσημασμένα = τα
σφραγισμένα αντικείμενα, όπως τα νομίσματα.
ΝΕ σημαίνω (με τις σημ. 1 και κυρίως 3). [παράγ. λ. σῆμα + παρ. επίθ. -αίνω]. σημεῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σημάδι με το οποίο αναγνωρίζεται κάποιος: σημεῖα περιῆψαν τῶν δεδικασμένων = (οι δικαστές) τους κρέμασαν στο στήθος σημάδια της απόφασης που είχαν βγάλει. 2. θεϊκό σημάδι, οιωνός. 3. ένδειξη ή απόδειξη: ὅτι Μίνως ἀγαθὸς ἦν, τοῦτο μέγιστον σημεῖον, ὅτι ἀκίνητοι αὐτοῦ οἱ νόμοι εἰσίν = αυτό είναι μέγιστη απόδειξη ότι ο Μίνωας ήταν ενάρετος, το ότι οι νόμοι του έχουν μείνει απαραβίαστοι. ΝΕ σημείο (κυρίως με τη σημ. 1). [παράγ. λ. σῆμα + παρ. επίθ. -εῖον]. σήπω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάτι να σαπίσει. 2. παθητική φωνή σήπομαι/σέσηπα σαπίζω: τριήρης ὑπὸ τερηδόνων σαπεῖσα = τριήρης που σάπισε από τα σκουλήκια.
[αβέβ.]. σθένος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σθένος. [αβέβ., καθώς δεν είναι ασφαλής η σύνδεση με το ρ. εὐ-θενέω «αφθονώ» με τη βοήθεια ενός πρόσθετου σ- για να σχηματιστεί η ρίζα *σ-θεν-]. Σίβυλλα, -ύλλης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[πιθ. προελλ.] σίδηρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σίδηρος & σίδερο. [πιθ. προελλ., καθώς ο σίδηρος δεν είναι γνωστός στους ΙΕ· η συσχέτιση με το καυκασιανό zido «σίδηρος» δε λύνει το πρόβλημα της ετυμολογίας]. σιμός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
[επίθετο σε -μὸς με βάση *σι-, άγν. ετυμ.]. σιτευτός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ στη φρ. μόσχος ο σιτευτός. [παράγ. λ. σιτεύ-ω (παράγ. σῖτος + παρ. επίθ. -εύω) + παρ. επίθ. -τός]. σιτίζω ΡΗΜΑ
δίνω τροφή σε κάποιον. ΝΕ σιτίζω. [παράγ. λ. σῖτος (ίσως δάνεια λ.) + παρ. επίθ. -ίζω]. σιτίον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τροφή παρασκευασμένη από σιτάρι. 2. γενικά τροφή: λαβόντες τριῶν ἡμερῶν σιτία ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν = αφού πήραν τροφές για τρεις ημέρες, ανοίγονταν στο πέλαγος για να ναυμαχήσουν. [παράγ. λ. σῖτος + παρ. επίθ. -ίον]. σῖτος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σιτάρι, και γενικά, σιτηρά (σιτάρι και κριθάρι): σῖτος ἀληλεσμένος = αλεσμένο σιτάρι. 2. γενικά τροφή, τρόφιμα: ἡ πόλις παρεχέτω τοῖς βοηθοῦσι τριάκοντα ἡμερῶν σῖτον = η πόλη να προσφέρει σε όσους έρχονται να βοηθήσουν τροφές για τριάντα ημέρες.
ΝΕ σίτος, σ(ι)τάρι. [πιθ. προελλ.]. σιωπάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. σωπαίνω. 2. κρατώ ένα μυστικό, δεν το αποκαλύπτω.
ΝΕ σιωπώ & σωπαίνω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. σιωπή (δωρ. σιωπά) + παρ. επίθ. -άω· η βάση *σιω- είναι ηχομιμητ., όπως και στα σιγή, σιγάω]. σκάπτω ΡΗΜΑ
σκάβω. ΝΕ σκάβω. [*σκαφ- + παρ. επίθ. τ-ω > σκάπτω, ομόρρ. με λατ. scabō, αρχ. γερμ. scaban, λιθ. skabiù «κόβω»]. σκεδάννυμι ΡΗΜΑ
διασκορπίζω.
ΝΕ το σύνθ. διασκεδάζω με την αρχαία σημ., λ.χ. διασκεδάζω τις υποψίες (αλλά και τις στενοχώριες, γλεντώ). [*(σ)κεδ- «σκίζω», πιθ. ομόρρ. με αρχ. περσ. sčandayeiti «καταστρέφω»]. σκέπη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σκέπασμα, κάλυμμα. 2. προστασία: ἡ λασία κεφαλὴ θέρους χειμῶνός τε σκιὰν καὶ σκέπην παρέχει = το κεφάλι με τα πυκνά μαλλιά και το καλοκαίρι και το χειμώνα δίνει σκιά και προστασία.
ΝΕ σκέπη (με τη σημ. 1) & στη φρ. υπό την σκέπην (με τη σημ. 2). [*σκεπ- «καλύπτω» (πβ. και σκέπας, τό), αβέβ. ετυμ.]. σκευάζω ΡΗΜΑ
1. μαγειρεύω: σκευάζει τὸ δεῖπνον = μαγειρεύει το βραδινό φαγητό. 2. φτιάχνω κάτι: ὁ χαλκεὺς χαλινὸν σκευάζει = ο χαλκουργός φτιάχνει το χαλινάρι. 3. ντύνω κάποιον: ἐσκεύασάν τινας ἐς στρατιώτας = μερικούς τους έντυσαν στρατιώτες.
[παράγ. λ. σκεῦος + παρ. επίθ. -άζω]. σκευή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ένδυμα ή στολή: σκευὰς Μηδικὰς ἐνεδύθη = ντύθηκε με ρούχα σαν αυτά που φορούν οι Μήδοι (Πέρσες). 2. εξοπλισμός: ψιλὴ σκευή = ελαφρός οπλισμός. ΝΕ σκευή (με τη σημ. 2). [*(σ)κευ- «παρασκευάζω» + παρ. επίθ. -ή (πβ. σκεῦος, τὸ «εργαλείο»), αβέβ. ετυμ.]. σκευωρέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
μηχανεύομαι κάτι με σκοπό την εξαπάτηση: καὶ ἐν Εὐβοίᾳ τυραννίδα κατασκευάζεται καὶ τὰ ἐν Πελοποννήσῳ σκευωρεῖται = και στην Εύβοια ετοιμάζεται να εγκαταστήσει τυραννικό καθεστώς και στην Πελοπόννησο μηχανεύεται πράγματα. [παράγ. λ. σκευωρός + παρ. επίθ. -έομαι· σκευωρός, ὁ (σκεῦος + ὁράω) «που φυλάγει τα σύνεργα, τις αποσκευές» > σκευωρέω «προσέχω, εξετάζω από κοντά, μηχανεύομαι»]. σκευωρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σκεωρία. [παράγ. λ. σκευωρός + παρ. επίθ. -ία]. σκέψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. παρατήρηση, αντίληψη διά των αισθήσεων: ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων σκέψις = η παρατήρηση με τα μάτια (του σώματος). 2. εξέταση, έρευνα: τοῦτο βραχείας σκέψεώς ἐστι = αυτό το ζήτημα χρειάζεται σύντομη εξέταση.
ΝΕ σκέψη «νοητή σύλληψη». [παράγ. λ. *σκεπ- (σκέπ-τομαι) + παρ. επίθ. -σις· αρχικά *σκέπ-jομαι, ομόρρ. με λατ. speciō, αρχ. περσ. spasyeiti]. σκήπτω ΡΗΜΑ
1. στηρίζω κάτι. 2. μέση φωνή, μεταφορικά σκήπτομαι α. στηρίζομαι: σὺ δὲ ἑνὶ σκήπτει μάρτυρι = και εσύ στηρίζεσαι σε ένα (μόνο) μάρτυρα. β. προφασίζομαι: οὐ σκήψομαι τὸ μὴ εἰδέναι = δεν προφασίζομαι ότι δεν ξέρω.
[*σκαπ- (πβ. σκᾶπος, τὸ «κλάδος, κλαδί»), ομόρρ. με αρχ. γερμ. skaft «ράβδος»]. σκίμπους, -οδος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [απλολ., σύνθ. λ. *σκιμβόπους < σκιμβὸς «χωλός, κουτσός» + πούς, όπου το σκιμβὸς παράλληλο του σκαμβὸς «χωλός»]. Σκιροφοριών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [γιορτή Σκιροφόρια + παρ. επίθ. -ιών, όπου Σκιροφόρια, τά = Σκίρα, τά (η ίδια γιορτή), που ετυμολογικά συνδέεται με σκίρον, τὸ «είδος ομπρέλας κτλ.», συγγεν. με σκιά, ἡ]. σκολιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. κυρτωμένος, στραβός.
2. μεταφορικά άδικος, κακός: σκολιὰ πράττω = ενεργώ με τρόπο κακό.
ΝΕ το παράγ. σκολίωσις «στράβωμα της σπονδυλικής στήλης». [παράγ. λ. *σκολ- (< σκέλ-ος) + παρ. επίθ. -ιός, όπου *σκελ- ομόρρ. με λατ. sclus «κυρτός»]. σκοπέω -ῶ ΡΗΜΑ
εξετάζω: σκοπεῖτε ἂν ἀληθῆ λέγω = εξετάστε (σκεφτείτε) μήπως λέω την αλήθεια.
[*σκεπ-/*σκοπ- + παρ. επίθ. -έω]. σκότος, -ου, ὁ & σκότος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ το σκότος (λόγ. αντί του λαϊκού σκοτάδι). [*σκοτ- «σκοτάδι», ομόρρ. με γοτθ. skadus «σκιά», αρχ. ιρλ. scāth «σκιά», ΙΕ *skoto-]. σκύλαξ, -ακος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σκυλάκι (από όπου σκύλος, πβ. σκύλλον· τὴν κύνα λέγουσιν). [αβέβ., πιθ. συγγεν. με λιθ. skalìkas «κυνηγόσκυλο»]. σκυλεύω ΡΗΜΑ ΝΕ σκυλεύω. [παράγ. λ. σκῦλον + παρ. επίθ. -εύω]. σκῦλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*σκυλ- «σκαλίζω, ξύνω, αποσπώ» + παρ. επίθ. -ον, πβ. σκύλλειν· τοῖς ὄνυξι σπᾶν, παράλλ. του σκάλλω «σκαλίζω»]. σκύμνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [πιθ. συγγεν. με σκύλαξ, *σκυ- + παρ. επίθ. -μνος, πβ. στά-μνος]. σκυτάλη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ράβδος ή ρόπαλο. 2. στη Σπάρτη κυλινδρική ράβδος γύρω από την οποία τύλιγαν δερμάτινο ή παπύρινο λουρί, όπου έγραφαν κρυπτογραφικά μηνύματα. 3. το ίδιο το κρυπτογραφικό μήνυμα.
ΝΕ σκυτάλη (με σημ. παραπλήσια με την 1). [ίσως σκῦτος «δέρμα» + παρ. επίθ. -άλη, όπως σπατ-άλη]. σκύτινος, -ίνη, -ινον ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. σκῦτος + παρ. επίθ. -ινος]. σκῦτος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*σκυτ-, συγγεν. με *kut- στο λατ. cut-is «δέρμα» = κύτος, τό]. σκυτοτόμος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. σκῦτος + τέμνω, *τομ- < *τεμ-]. σκῶμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σκώμμα. [παράγ. λ. σκώπ-τω + παρ. επίθ. -μα]. σκώπτω ΡΗΜΑ
1. περιπαίζω, κοροϊδεύω κάποιον: σκώπτει τοὺς φαλακρούς. 2. λέω αστεία, αστειεύομαι: σκώψας εἶπε = αστειευόμενος είπε.
ΝΕ σκώπτω (και με τις δύο σημ.). [αβέβ. ετυμ.].
σμικρὸς σοβαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ σοβαρός. [παράγ. λ. σοβ-έω «απομακρύνω, εμποδίζω» (< σέβ-ω) + παρ. επίθ. -αρός, όπως γερ-αρός]. σορός, -οῦ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ η σορός. [*τFορὸς «που περιέχει», *twer-, λιθ. tveriù «περικυκλώνω, επικεντρώνω»]. σός, σή, σὸν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [*τFός, *τFά, *τFὸν από τύ = σύ, αιτ. *τFέ > σέ]. σοφία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. επιδεξιότητα, ικανότητα: δημηγορικὴ σοφία = η ικανότητα να μιλά κανείς σε δημόσια συνάθροιση. 2. η πρακτική γνώση και σύνεση: ἡ περὶ τὸν βίον σοφία = η γνώση που βοηθάει τον άνθρωπο να ζήσει. 3. επιστημονική γνώση, σοφία. ΝΕ σοφία «μέγιστη γνώση». [παράγ. λ. σοφός + παρ. επίθ. -ία· το σοφὸς χωρίς σαφή ετυμ.]. σοφίζομαι ΡΗΜΑ 1. επεξεργάζομαι κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ. 2. μεταχειρίζομαι έξυπνα ή παραπλανητικά επιχειρήματα, σοφίζομαι: ἀεὶ καινὰς ἰδέας σοφίζεται = συνεχώς επινοεί καινούριους έξυπνους τρόπους. ΝΕ σοφίζομαι (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. σοφός + παρ. επίθ. -ίζομαι]. σοφιστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αρχική σημ. άνθρωπος έμπειρος και σοφός. 2. στην Αθήνα αυτός που δίδασκε με αμοιβή μαθήματα γλώσσας, ρητορική, μαθηματικά και την τέχνη της πολιτικής (λ.χ. Πρωταγόρας, Πρόδικος, Γοργίας). 3. άνθρωπος που διαστρεβλώνει την αλήθεια με σοφίσματα.
ΝΕ σοφιστής (με τις σημ. 2, 3). [παράγ. λ. σοφίζομαι + παρ. επίθ. -τής]. σπάνις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σπάνις (λόγ.). [παράγ. *σπάν- + παρ. επίθ. -ις, αβέβ. ετυμ.]. σπάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. αποσπώ, αρπάζω: σπῶ πῶλον ἀπὸ τῆς ἀγέλης = αποσπώ το πουλάρι από την αγέλη. 2. μεταφορικά παρασύρω: τὰ πάθη σπῶσιν ἡμᾶς = τα πάθη μας παρασύρουν. 3. μέση φωνή σπῶμαι (για ξίφος και άλλα σχετικά) τραβώ: σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον = αφού τράβηξε το μαχαίρι, χτύπησε το δούλο.
ΝΕ σπάζω «κομματιάζω κτλ.». [*σπα-, αβέβ. ετυμ.]. σπείρω ΡΗΜΑ
1. σπέρνω: ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι = βγήκε ο σπορέας (στο χωράφι) για να σπείρει. αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας = άσχημα έσπειρες, άσχημα και θα θερίσεις.
2. διασκορπίζω (όπως σκορπίζουν το σπόρο).
ΝΕ σπέρνω (με τη σημ. 1). [*σπερ- + παρ. επίθ. -jω > σπείρω]. σπένδω ΡΗΜΑ
1. προσφέρω, χύνω στο θεό σπονδή (ποτό): χρυσῇ φιάλῃ ἔσπεισαν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἡφαίστου = πρόσφεραν σπονδή από χρυσό δοχείο στο ναό του Ηφαίστου. 2. μέση φωνή σπένδομαι προσφέρω σπονδή μαζί με κάποιον άλλο, συνήθως κατά τη σύναψη μιας συμφωνίας.
[*σπενδ- «χύνω υγρό», ομόρρ. με λατ. spondeō]. σπεύδω ΡΗΜΑ
1. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω: ἔσπευδε τὴν ἡγεμονίαν = προσπαθούσε να αναλάβει την αρχηγία. 2. ως αμετάβ. κινούμαι βιαστικά, σπεύδω: καταλιπὼν τὸν ἵππον ἔσπευδε πεζῇ = αφού άφησε το άλογο, προχώρησε βιαστικά πεζός. σπεύδων ἐβοήθει = βοηθούσε με ταχύτητα και προθυμία.
ΝΕ σπεύδω, με σημ. 2. [*σπεFδ- «επείγομαι, πιέζω», ομόρρ. με λιθ. spáusti «πιέζω»]. σποδός, -οῦ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σποδός. [αβέβ. ετυμ.]. σπονδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το κρασί που έχυναν από το ποτήρι, πριν το πιούν, ως προσφορά στους θεούς. 2. πληθυντικός αἱ σπονδαὶ επίσημη συμφωνία (επειδή κατά τη σύναψη συμφωνίας έκαναν σπονδές στους θεούς): ἐλύθησαν αἱ πρὸς Πελοποννησίους σπονδαί = ακυρώθηκε η συμφωνία με τους Πελοποννησίους. ΝΕ σπονδή (με σημ. 1) & σπονδές (με σημ. 2). [παράγ. λ. *σπένδ- (σπένδω) + παρ. επίθ. -ή]. σπουδάζω ΡΗΜΑ
1. ασχολούμαι με πολύ ενδιαφέρον με κάτι: περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσι = ασχολούνται με ενδιαφέρον με την απόκτηση χρημάτων.
2. σοβαρολογώ. ≠ παίζω «αστειεύομαι». 3. ως μεταβατικό επιδιώκω κάτι.
ΝΕ σπουδάζω, με άλλη σημ. [παράγ. λ. σπουδή + παρ. επίθ. -άζω,
σπουδή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. βιασύνη: μὴ θαυμάσῃς τὴν σπουδὴν τῆς ἐμῆς ἀφίξεως = μην απορήσεις για τη βιασύνη μου να έρθω. 2. ενδιαφέρον, ζήλος: μανθάνω τι μετὰ πολλῆς σπουδῆς = ερευνώ κάτι με πολύ ζήλο. 3. ως επίρρημα σπουδῇ
ΝΕ σπουδή, με άλλες σημ. [παράγ. λ. *σπουδ- (< σπεύδ-ω) + παρ. επίθ. -
ή, σταδιοδρομέω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ σταδιοδρομώ, με άλλη σημ. [παράγ/σύνθ. λ. σταδιοδρόμος (< στάδιον + *δρομ- < δραμεῖν) + παρ. επίθ. -έω]. στάδιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μονάδα μήκους που ισούται με 185 μέτρα περίπου: τὰ μακρὰ τείχη πρὸς τὸν Πειραιᾶ τεσσαράκοντα σταδίων ἦσαν. 2. αγώνας δρόμου (επειδή η διαδρομή του αγωνίσματος στην Ολυμπία είχε μήκος ενός σταδίου): νικῶ στάδιον = νικώ σε αγώνα δρόμου.
[ουσιαστικ. του επιθέτου στάδιος, -ιον (ενν. πεδίον) «σταθερό έδαφος» < επίρρ. στάδ-ην (< ἵσταμαι) «ίσια, ολόισια» + παρ. επίθ. -ιος, -ιον]. σταθμάω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. σταθμός, ὁ «μέτρο μήκους» / σταθμόν, τό «μέτρο βάρους» + παρ. επίθ. -άω]. σταθμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. χώρος κατάλληλος για τη διανυκτέρευση ταξιδιωτών ή στρατιωτών.
2. ζυγαριά: σταθμῷ ἵστημί τι = βάζω κάτι στη ζυγαριά. 3. βάρος: σταθμὸν ἔχει ταλάντου = έχει βάρος ενός ταλάντου.
ΝΕ σταθμός «σημείο στάσης κτλ.». [παράγ. λ. *στα- (ἵστημι) + παρ. επίθ. -(θ)-μός, πβ. στά-θ-μη]. στάσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στήσιμο, τοποθέτηση: ἡ στάσις τῶν κλιμάκων. 2. θέση: ἔχοντες στάσιν ταύτην εἰς ἣν ἔστημεν ἀρχήν = έχοντας την ίδια θέση στην οποία σταθήκαμε από την αρχή. 3. εξέγερση, στάση ή διχόνοια: στάσεις ἐν ταῖς πόλεσιν ἐγίγνοντο = γίνονταν εξεγέρσεις στις πόλεις. στάσιν παύω καὶ ὁμόνοιαν ἐμποιῶ = σταματώ τη διχόνοια και δημιουργώ ομόνοια.
ΝΕ στάση (με τις σημ. 2, 3). [παράγ. λ. *στα- (< ἵστημι) + παρ. επίθ. -σις]. στατήρ, -ῆρος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μέτρο βάρους. 2. χρυσό ή ασημένιο νόμισμα.
ΝΕ στατήρας. [παράγ. λ. *στα- (< ἵστημι) + παρ. επίθ. -τήρ]. στέγω ΡΗΜΑ 1. καλύπτω κάτι για να το προστατέψω από το νερό και την υγρασία: οἰκίαι τοιαῦται, ὥστε στέγειν ἱκανὰς εἶναι = τέτοια σπίτια που να μην μπάζουν νερά. 2. γενικά καλύπτω, προστατεύω: αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα. 3. ανέχομαι: ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα ὑπομένει = όποιος αγαπάει όλα τα ανέχεται (όλα τα υπομένει).
[παράγ. λ. *(σ)τεγ- «στεγάζω», ομόρρ. με ιρλ. tech = τὸ στέγος, λατ. tegula «στέγη»]. στέλλω ΡΗΜΑ
1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω: οἱ Ἀθηναῖοι ναῦς τριάκοντα ἔστειλαν = οι Αθηναίοι προπαρασκεύασαν (για ναυμαχία) τριάντα πλοία.
2. στέλλω & μέσο στέλλομαι ξεκινώ, ετοιμάζομαι να φύγω: κατὰ γῆν ἐστέλλοντο = ξεκίνησαν να πάνε από τη στεριά.
ΝΕ στέλνω (με ανομοίωση λ-λ σε λ-ν· το στέλνω αντιστοιχεί στο αρχ. πέμπω). [*στελ- + παρ. επίθ. -jω > στέλλω]. στέμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ στέμμα. [παράγ. λ. στέφ-ω + παρ. επίθ. -μα]. στενοχωρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ στενοχώρια «ψυχική ταλαιπωρία». [παράγ./σύνθ. στενόχωρος (< στενός < *στε-νFός + χῶρος) + παρ. επίθ. -ία]. στέργω ΡΗΜΑ
1. αγαπώ, δείχνω στοργή σε κάποιο πρόσωπο: παῖς στέργει τε καὶ στέργεται ὑπὸ τῶν γεννησάντων = το παιδί αγαπά και αγαπιέται από τους γονείς. 2. με ικανοποιεί κάτι ή μου είναι ανεκτό: στέργω τὴν τυραννίδα = ανέχομαι την απόλυτη εξουσία του άρχοντα.
ΝΕ στέργω «συμφωνώ, εγκρίνω». [*στέργ-, ομόρρ. με ιρλ. serc «έρωτας»]. στέφω ΡΗΜΑ
ΝΕ στέφω. [*στεφ-]. στήλη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στήλη επάνω στην οποία ήταν χαραγμένες συμφωνίες, αφιερώσεις, συνθήκες, νόμοι κτλ.: γράφω τινὰ εἰς στήλην = αναγράφω το όνομα κάποιου σε στήλη (σε ένδειξη τιμής). 2. η συμφωνία που ήταν χαραγμένη σε στήλη: κατὰ τὴν στήλην = κατά τη συμφωνία. 3. στήλη που χρησίμευε στον καθορισμό ορίων ή συνόρων.
ΝΕ στήλη (με τη σημ. 1). [*στελ- ( στοιχέω -ῶ ΡΗΜΑ
[παράγ. λ. στοῖχ-ος + παρ. επίθ. -έω, όπου στοῖχος, ὁ < στείχω «βαδίζω»]. στοῖχος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ στοίχος. [παράγ. λ. *στοιχ- (< στείχω) + παρ. επίθ. -ος,
στόλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. προετοιμασία για πόλεμο, εκστρατεία: ἐλέγετο ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας = λεγόταν ότι η εκστρατεία ήταν εναντίον των Πισιδών. 2. ναυτική δύναμη, στόλος. ΝΕ στόλος (με τη σημ. 2). [*στόλ- (< στέλλω) + παρ. επίθ. -ος,
στοχάζομαι ΡΗΜΑ
1. σκοπεύω, σημαδεύω: ἀνθρώπου στοχάζομαι = σημαδεύω έναν άνθρωπο.
2. υποθέτω ή συμπεραίνω: οὐ γιγνώσκω, ἀλλὰ στοχάζομαι = δε γνωρίζω, αλλά υποθέτω.
ΝΕ στοχάζομαι «σκέπτομαι βαθιά». [παράγ. λ. στόχ-ος + παρ. επίθ. -άζομαι]. στρατεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. στρατ-εύω/-εύομαι + παρ. επίθ. -εία]. στρατεύω ΡΗΜΑ
ΝΕ στρατεύομαι «κατατάσσομαι στο στρατό». [παράγ. λ. στρατ-ός + παρ. επίθ. -εύω]. στρατηγέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. στρατηγός + παρ. επίθ. -έω]. στρατηγός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αρχηγός ή διοικητής στρατεύματος, στρατηγός. 2. στην Αθήνα στρατηγοὶ ονομάζονταν οι δέκα αξιωματούχοι τους οποίους οι πολίτες εξέλεγαν με ψήφο (δεν τους αναδείκνυαν με κλήρωση) και τους καθιστούσαν αρχηγούς των ναυτικών και χερσαίων ενόπλων δυνάμεων. Η θητεία τους ήταν ετήσια και είχαν απεριόριστο δικαίωμα επανεκλογής. στρατηλατέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. στρατηλάτης (< παράγ. στρατός + ἐλάτης < ἐλαύνω) + παρ. επίθ. -έω]. στρατόπεδον, -έδου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στρατόπεδο. 2. στρατός, στράτευμα: στρατόπεδα ναυτικὰ καὶ πεζικά = ναυτικό και πεζικό.
ΝΕ στρατόπεδο (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. στρατός + πέδον]. στρέφω ΡΗΜΑ
στρέφω. [*στρεφ-, *στροφ-, χωρίς σαφή ετυμ.] στρουθός, -οῦ, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σπουργίτι. 2. μέγας στρουθὸς στρουθοκάμηλος.
[*(σ)τρόζδ-, ομόρρ. με ρωσ. drozd «κοτσύφι»]. στυγνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
σκυθρωπός, κατηφής. ≠ φαιδρός. ΝΕ στυγνός. σὺ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ β΄ πρόσωπο ενικού της προσωπικής αντωνυμίας εσύ. ΝΕ εσύ. [ΙΕ *tū, *tŭ, από όπου λατ. tū «εσύ», βαλτοσλαβ. tù, ελλ. τύ, που εξελίχθηκε σε σὺ αναλογικά προς την αιτ. σέ < ΙΕ *tvē = αρχ. ινδ. tvā]. συγγίγνομαι ΡΗΜΑ
συναναστρέφομαι κάποιον: χαλεπὸς συγγενέσθαι = άνθρωπος που είναι δύσκολο να τον συναναστραφείς.
[σύνθ. λ. σύν + γίγνομαι]. συγγιγνώσκω ΡΗΜΑ
1. συμφωνώ με κάποιον: ἐγὼ συνεγίγνωσκον αὐτοῖς, οἳ ἐνόμιζον μακαρίαν εἶναι ταύτην τὴν βιοτήν = εγώ συμφωνούσα με αυτούς, οι οποίοι θεωρούσαν ευτυχισμένη αυτήν τη ζωή. 2. συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ έχω τη συναίσθηση ότι..: συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ ἡμαρτηκότι = έχω τη συναίσθηση ότι έκανα λάθος. 3. παραδέχομαι, ομολογώ: οἱ δὲ ξυνεγίγνωσκον καὶ αὐτοὶ οὐχ ἧσσον ταῦτα ἐκείνου = και αυτοί οι ίδιοι τα παραδέχονταν αυτά, όχι λιγότερο από εκείνον. 4. συγχωρώ: οὐ συγγιγνώσκεις τῷ κλέπτοντι, ἀλλὰ κολάζεις = δε συγχωρείς τον κλέφτη, αλλά τον τιμωρείς.
[σύνθ. λ. σύν + γιγνώσκω]. συγγνώμη & ξυγγνώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. παραδοχή, αναγνώριση: συγγνώμην ἔχω = παραδέχομαι. 2. συγχώρηση, συγγνώμη: συγγνώμην ἔχω τινί = συγχωρώ κάποιον. συγγνώμης τυγχάνω παρά τινος = συγχωρούμαι από κάποιον. ΝΕ συγγνώμη (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + γνώμη]. συγγνώμων, -ων, σύγγνωμον & ξυγγνώμων, -ων, ξύγγνωμον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον: ὑμᾶς δὲ ἡμῖν βουλόμεθα συγγνώμονας γίγνεσθαι = θέλουμε να συμφωνήσετε με μας. 2. αυτός που συγχωρεί: παραιτοῦ τοὺς θεοὺς συγγνώμονάς σοι εἶναι = να παρακαλείς τους θεούς να σε συγχωρήσουν. [παράγ./σύνθ. συγγνώμη (σύν + γνώμη) + παρ. επίθ. -ων]. συγγράφω ΡΗΜΑ
1. καταγράφω κάτι.
2. περιγράφω: ὁποῖον μὲν εἶδος ἔχει ἡ κάμηλος οὐ συγγράφω = δεν περιγράφω τη μορφή που έχει η καμήλα. 3. γράφω ένα έργο, συγγράφω: Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων. 4. μέση φωνή συγγράφομαι κάνω γραπτή συμφωνία: συγγράφομαι εἰρήνην πρός τινα = γράφω τους όρους της συνθήκης ειρήνης με κάποιον.
ΝΕ συγγράφω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. σύν + γράφω]. συγγραφή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. καταγραφή, σημείωση: θαύματα ἡ Λυδία ἐς συγγραφὴν οὐκ ἔχει = η Λυδία δεν έχει αξιοπερίεργα πράγματα για καταγραφή. 2. διήγηση, ιστορία: Θουκυδίδου ξυγγραφή = η ιστορία που έγραψε ο Θουκυδίδης. 3. γραπτή συμφωνία: κατὰ τὰς συγγραφάς = σύμφωνα με τις συμφωνίες. ΝΕ συγγραφή (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + γραφή, ως παράγ. του συγγράφω]. συγκαταβαίνω ΡΗΜΑ
1. κατεβαίνω μαζί με άλλον: ξυγκατέβη δὲ ἐς τὸν Πειραιᾶ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ἅπας = και κατέβηκε μαζί τους στον Πειραιά και όλο το άλλο πλήθος. 2. δείχνω συγκατάβαση, κατανόηση.
[σύνθ. λ. σύν + καταβαίνω]. σύγκειμαι ΡΗΜΑ λειτουργεί ως παθητικό του συντίθημι
1. αποτελούμαι: ἡ φύσις ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος σύγκειται καὶ τῆς ψυχῆς = η ανθρώπινη φύση μας αποτελείται από το σώμα και από την ψυχή. 2. συμφωνούμαι από δύο μέρη: ταῦτα ἡμῖν οὕτω συγκείσθω = ας συμφωνηθούν κατ᾿ αυτόν τον τρόπο από εμάς αυτά τα ζητήματα.
ΝΕ σύγκειμαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + κεῖμαι]. συγκεράννυμαι ΡΗΜΑ
1. συνενώνομαι: συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις = έχει συνενωθεί η φύση (του σκύλου και της αλεπούς). 2. συνδέομαι φιλικά με κάποιον: Κῦρος ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο = ο Κύρος είχε συνδεθεί γρήγορα με τους συνομηλίκους του.
[σύνθ. λ. σύν + κεράννυμαι]. συγκλείω & ξυγκλῄω ΡΗΜΑ
1. κλείνω μέσα: ξυνέκλῃσαν τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸ ἱερὸν Ποσειδῶνος = συγκέντρωσαν την εκκλησία του δήμου μέσα στον περιφραγμένο ναό του Ποσειδώνα. 2. κλείνω καλά: συγκλείω τὰς πύλας. 3. αμετάβατο έρχομαι προς το τέλος μου: τῆς ὥρας ἤδη συγκλειούσης = καθώς η προθεσμία πλησίαζε να τελειώσει.
[σύνθ. λ. σύν + κλείω]. συγκροτέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. χτυπώ δύο πράγματα μεταξύ τους: συνεκρότησε τὼ χεῖρε καὶ τῷ γέλωτι ηὐφραίνετο = χτύπησε τα χέρια από χαρά και διασκέδαζε γελώντας. 2. χειροκροτώ, επιδοκιμάζω. 3. οργανώνω: συγκροτῶ στράτευμα. ΝΕ συγκροτώ (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. σύν + κροτέω]. συγκρούω ΡΗΜΑ
1. α. χτυπώ το ένα επάνω στο άλλο: τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας συγκρούω = χτυπώ με τα δόρατα τις ασπίδες. β. αμετάβατο συγκρούομαι: νῆες ἀλλήλαις συγκρούουσαι = πλοία συγκρουόμενα μεταξύ τους. 2. μεταφορικά προκαλώ αντιπαλότητα: ἐβούλοντο ξυγκρούειν αὐτοὺς ἀλλήλοις = ήθελαν (οι Αθηναίοι) να προκαλέσουν αντιπαλότητα ανάμεσά τους (στους Κορινθίους και στους Κερκυραίους).
ΝΕ συγκρούομαι (με τη σημ. 1β). [σύνθ. λ. σύν + κρούω]. συγχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. υποχωρώ, συμβιβάζομαι: οἷς εἰ ξυγχωρήσετε, καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε = αν υποχωρήσετε σε αυτά, θα διαταχθείτε αμέσως να υποχωρήσετε και σε κάτι άλλο μεγαλύτερο. 2. συμφωνώ, συναινώ: οὕτω συνεχώρησαν Αἰγύπτιοι τοὺς Φρύγας πρεσβυτέρους εἶναι ἑαυτῶν = έτσι συμφώνησαν οι Αιγύπτιοι ότι οι Φρύγες είναι αρχαιότερος λαός από αυτούς.
ΝΕ συγχωρώ «δίνω άφεση, παραγράφω». [σύνθ. λ. σύν + χωρέω]. συκέα -ῆ, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ συκιά. [παράγ. λ. σῦκον + -έα]. συλάω -ῶ ΡΗΜΑ
ΝΕ συλώ. [παράγ. λ. σύλα/σύλη, ἡ και σῦλον, τὸ «το
δικαίωμα της κατάσχεσης πλοίου ή του
φορτίου του ως αντιστάθμισμα ζημιών εκ μέρους
εμπόρου» + παρ. επίθ. -άω· αβέβ. ετυμ., ίσως
συγγεν. με συλλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. συναθροίζω: συλλαβὼν τὸ στράτευμα ἀπῄει = αφού συγκέντρωσε το στράτευμα, έφυγε. 2. πιάνω, συλλαμβάνω: συλλαμβάνω ὅμηρον. 3. βοηθώ: οὔτε χρήμασιν οὔτε σώμασι συνελάμβανον ἡμῖν = δε μας βοήθησαν ούτε με υλική βοήθεια ούτε με τα σώματά τους (με τη συστράτευσή τους). 4. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: συνέλαβε τὸ χρηστήριον = κατάλαβε το νόημα του χρησμού.
ΝΕ συλλαμβάνω (με τις σημ. 2, 4). [σύνθ. λ. σύν + λαμβάνω]. συλλέγω ΡΗΜΑ
συλλέγω. ΝΕ συλλέγω. [σύνθ. λ. σύν + συμβαίνω ΡΗΜΑ
1. έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον: λόγων πρῶτον γενομένων, ἤν τι ξυμβαίνωσι = αφού γίνουν πρώτα διαπραγματεύσεις, για να δουν μήπως έρθουν σε κάποια συμφωνία. 2. για πράγματα συμβαδίζω, ταιριάζω, συμφωνώ με κάτι. 3. για γεγονότα γίνομαι, συμβαίνω: χρηστόν τι συμβαίνει = συμβαίνει κάτι καλό.
4. αποβαίνω, καταλήγω: πόλεμος κακῶς συμβάς = πόλεμος που κατέληξε σε ήττα.
5. μετοχή ως ουσιαστ. τὸ συμβεβηκὸς το τυχαίο γεγονός.
ΝΕ συμβαίνω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. σύν + βαίνω]. συμβάλλω ΡΗΜΑ
1. βάζω μαζί: ταῦτα συμβάλλουσιν εἰς ταὐτὸν ὅμοια νομίσαντες = τα βάζουν όλα μαζί στο ίδιο μέρος, γιατί τα θεώρησαν όμοια. 2. μέση φωνή συμβάλλομαι α. συνεισφέρω: καὶ χρήματα συνεβάλλοντο αὐτῷ εἰς τὴν τροφὴν τῶν στρατιωτῶν = και χρήματα έδιναν σε αυτόν ως συνεισφορά για την τροφή των στρατιωτών. β. συντελώ: μέγα συμβάλλεταί τι εἰς τὸ κρατεῖν = κάτι συντελεί πολύ στη νίκη. 3. βάζω τον έναν εναντίον του άλλου: συνέβαλον ἄνδρα ἀνδρί.
4. παραβάλλω, συγκρίνω: Κύρῳ οὐδεὶς Περσῶν ἠξίωσε ἑαυτὸν συμβαλεῖν = κανένας Πέρσης δε θεώρησε σωστό να συγκρίνει τον εαυτό του με τον Κύρο.
ΝΕ συμβάλλω (με τις σημ. 2α και 2β). [σύνθ. λ. σύν + βάλλω]. συμμείγνυμι & συμμειγνύω ΡΗΜΑ
1. ανακατεύω: χρώματα συμμείγνυμι.
2. ως αμετάβ., στην ενεργ. και παθ. φωνή α. συναναστρέφομαι κάποιον: συμμείγνυται πονηροῖς ἀνθρώποις = κάνει παρέα με κακούς ανθρώπους. β. συμπλέκομαι με κάποιον: συμμείγνυμι τοῖς πολεμίοις = συμπλέκομαι με τους εχθρούς.
[σύνθ. λ. σύν + μείγνυμι]. συμμορία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ συμμορία «ομάδα ανθρώπων παράνομων». [σύνθ./παράγ. σύν + *μορ- (ἔ-μορ-ον < μείρομαι, από όπου μόρα, ἡ «ομάδα») + παρ. επίθ. -ία]. σύμπας, σύμπασα, σύμπαν & αττ. ξύμπας, ξύμπασα, ξύμπαν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ το σύμπαν «το σύνολο του ορατού και αόρατου κόσμου». [σύνθ. λ. σύν + πᾶς]. συμπεραίνω ΡΗΜΑ
1. βοηθώ στην εκτέλεση ενός έργου. 2. αποτελειώνω, αποπερατώνω: καὶ ταῦτα οὕτω συνεπεραίνετο = και αυτά (οι πολεμικές προετοιμασίες) με αυτό τον τρόπο αποπερατώθηκαν. 3. συμπεραίνω. ΝΕ συμπεραίνω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. σύν + περαίνω]. συμπεριφέρω ΡΗΜΑ
ΝΕ συμπεριφέρομαι «έχω μια συγκεκριμένη αγωγή». [σύνθ. λ. σύν + περιφέρω]. συμπίπτω ΡΗΜΑ
1. συγκρούομαι: ἔδεισα μὴ συμπίπτοντες πολεμίοις πολλοῖς πάθοιτέ τι = φοβήθηκα μήπως, αν συγκρουστείτε με πολυάριθμους εχθρούς, σας συμβεί κάτι κακό. ξυμπίπτει ναῦς νηί = συγκρούεται το ένα πλοίο με το άλλο. 2. συμβαίνω τυχαία συγχρόνως με κάτι άλλο: τοιούτων καιρῶν συμπεσόντων = αν και υπήρχε σύμπτωση τέτοιων ευκαιριών.
3. συμφωνώ: ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας εἰς ταὐτόν = εσύ συμφωνείς με μένα. 4. γκρεμίζομαι: πόλις ὑπὸ σεισμοῦ ξυμπεπτωκυῖα = πόλη που έχει γκρεμιστεί από σεισμό.
ΝΕ συμπίπτω (με τις σημ. 2, 3). [σύνθ. λ. σύν + πίπτω]. συμπολιτεύω ΡΗΜΑ
[σύνθ. λ. σύν + πολιτεύω]. συμφέρω ΡΗΜΑ
1. φέρνω, βάζω μαζί: συνενεγκὼν εἰς ταὐτὸ τὰ μὴ δῆλα τοῖς φανεροῖς... = αφού έβαλε μαζί τα άγνωστα με τα φανερά...
2. ως αμετάβ. είμαι χρήσιμος, συμφέρω: προπαρασκευάζει ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον = προετοιμάζει όσα νομίζει ότι θα τους είναι χρήσιμα για τη ζωή τους.
3. παθ. φωνή συμφέρομαι α. συγκρούομαι: πεζῇ συμφέρομαί τινι = συγκρούομαι με κάποιον ως πεζός. β. συμφωνώ ή έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον: συμφέρονται δὲ καὶ τόδε Αἰγύπτιοι Λακεδαιμονίοις = συμφωνούν και σε τούτο οι Αιγύπτιοι με τους Λακεδαιμονίους. γ. συμβαίνω: οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν, ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη = ούτε ήταν εύκολο να μάθει κανείς πώς συνέβη καθένα από τα γεγονότα.
ΝΕ συμφέρω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. σύν + φέρω]. σύμφημι ΡΗΜΑ
συμφωνώ απολύτως: ταῦτα καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ξυνέφασαν = σ᾿ αυτά συμφώνησαν και όλοι οι άλλοι. σύμφαθι ἢ ἄπειπε = συμφώνησε ή διαφώνησε.
[σύνθ. λ. σύν + φημί]. συμφορά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συμβάν, περίσταση: οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὶ τὰς γνώμας τρέπονται = οι άνθρωποι ανάλογα με τις περιστάσεις αλλάζουν και τις αποφάσεις τους. 2. άτυχη περίσταση, συμφορά: ὑπὸ τῆς συμφορᾶς ἐκπεπληγμένος = ταραγμένος από το κακό που τον βρήκε. ΝΕ συμφορά (με τη σημ. 2). [παράγ./σύνθ. συμφέρ-ω (σύν + φέρω) + παρ. επίθ. -ά, πβ. φορά < φέρω]. σύμφορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
χρήσιμος, ωφέλιμος. ΝΕ σύμφορος. [παράγ./σύνθ. συμφέρ-ω + παρ. επίθ. -ος]. συμφωνέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ηχώ όμοια με κάτι άλλο. 2. μεταφορικά συμφωνώ: συμφωνεῖς τοῖς προειρημένοις; = συμφωνείς με όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως;
ΝΕ συμφωνώ (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. σύν + φωνέω]. συμφωνία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. για ήχους αρμονία. 2. συμφωνία. ΝΕ συμφωνία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. σύμφωνος + παρ. επίθ. -ία]. σύμφωνος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. για ήχους αρμονικός. 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε αρμονία με κάτι άλλο: τὰ λεγόμενα οὔτε σύμφορα ἡμῖν οὔτε σύμφωνα αὐτὰ ἑαυτοῖς = αυτά τα λόγια δεν είναι ούτε προς το συμφέρον μας ούτε σε συμφωνία με το ίδιο το νόημά τους. ΝΕ σύμφωνος (με τη σημ. 2). [παράγ./σύνθ. λ. *συμφων- (σύν + φωνέω) + παρ. επίθ. -ος]. σὺν ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με δοτική 1. μαζί: ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ = εκπαιδευόταν μαζί με τον αδερφό του.
2. με κάτι (ως εφόδιο): σὺν ναυσὶ προσέπλεον = έπλεαν με πλοία εναντίον (του εχθρού). σὺν ὅπλοις = οπλισμένοι. 3. σύμφωνα με: σὺν τοῖς νόμοις = σύμφωνα με τους νόμους, νόμιμα. Β. ως β΄ συνθετικό η συν- δηλώνει 1. μαζί με κάποιον ή συγχρόνως, π.χ. συμβιῶ (= συζώ), συγκρούω. 2. εντελώς, πλήρως, π.χ. συγκόπτω. [αρχικά ξύν [ksin] και με έκπτωση του κ στην πρόκλιση > σύν [sin] , όπου το -ν δεν είναι πρωτογενές (πβ. μεταξ-ύ), ίσως συγγεν. με το ξύω «ψαύω, ακουμπώ»]. συναγείρω ΡΗΜΑ
συναθροίζω, συγκεντρώνω, κυρίως, στρατιώτες: Ἕλληνες στόλον μέγαν συνήγειραν καὶ εἰς τὴν Ἀσίαν ἦλθον = οι Έλληνες συγκέντρωσαν μεγάλο στόλο και πήγαν στην Ασία.
[σύνθ. λ. σύν + ἀγείρω]. συναγορεύω ΡΗΜΑ
υποστηρίζω μια άποψη, συνηγορώ: πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῖν = πολλοί υποστήριζαν την άποψη να κάνουν εκστρατεία. ἤκουσαν οἱ Ἀθηναῖοι τῶν Ἐγεσταίων καὶ τῶν ξυναγορευόντων αὐτοῖς = οι Αθηναίοι άκουσαν τους Εγεσταίους και όσους τους υποστήριζαν.
[σύνθ. λ. σύν + ἀγορεύω]. συνάγω ΡΗΜΑ
1. οδηγώ σε έναν τόπο συγκέντρωσης, και γενικά, συναθροίζω, συγκαλώ: συνήγαγον ἐκκλησίαν = συγκάλεσαν την εκκλησία του δήμου. συνήγαγε στρατιώτας ἐκ τῶν ἐν τῇ ἠπείρῳ ἑλληνίδων πόλεων = συνάθροισε στρατιώτες από τις ελληνικές ηπειρωτικές πόλεις.
2. συμπεραίνω, συνάγω.
ΝΕ συνάγω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. σύν + ἄγω]. συναγωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συνάθροιση: συναγωγὴ ἀνδρῶν.
2. συμπέρασμα. ΝΕ συναγωγή (και με τις δύο σημ.). [παράγ./σύνθ. λ. *συναγωγ- (σύν + *ἀγωγ- < ἄγω) + παρ. επίθ. -ή]. συναιρέω -ῶ ΡΗΜΑ
για ομιλία περιορίζω, συνοψίζω: ξυνελὼν λέγω = συνοψίζοντας λέω, με δυο λόγια λέω. ἄνευ ἀρχόντων οὐδὲν ἂν οὔτε καλὸν οὔτε ἀγαθὸν γένοιτο ὡς συνελόντι εἰπεῖν οὐδαμοῦ = χωρίς αρχηγούς δεν μπορεί να γίνει τίποτε, ούτε καλό ούτε χρήσιμο, γενικώς μπορώ να πω, πουθενά.
ΝΕ συναίρεση «συνένωση δύο συλλαβών» (γραμματική). [σύνθ. λ. σύν + αἱρέω]. συναλλάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι συναλλάσσω
συμφιλιώνω: συναλλάττω τινά τινι = συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο.
ΝΕ συναλλάσσομαι «έχω σχέσεις με κάποιον». [σύνθ. λ. σύν + ἀλλάττω]. συνάπτω ΡΗΜΑ
1. συνδέω: συνῆψαν τὰς χεῖρας = έδωσαν τα χέρια. 2. συνάπτω μάχην = μάχομαι. ΝΕ συνάπτω (λόγ., π.χ. συνάπτω φιλία, σχέσεις). [σύνθ. λ. σύν + ἅπτω]. συναρμόττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι συναρμόζω
1. ενώνω, συναρμόζω. 2. μεταφορικά συμφωνώ: οὗτοι οι λόγοι οὐ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις = αυτά τα λόγια δε συμφωνούν μεταξύ τους. ΝΕ συναρμόζω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + ἁρμόττω]. συνδυάζω ΡΗΜΑ
συνδέω δύο πράγματα, τα ζευγαρώνω.
[σύνθ. λ. σύν + δυάζω (παράγ. λ. δύο + -άζω) «είμαι διπλός»]. σύνεγγυς ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ στη φρ. εκ του σύνεγγυς «από πολύ κοντά». [σύνθ. λ. σύν + ἐγγύς]. σύνειμι (Α) ΡΗΜΑ
1. είμαι μαζί, συνυπάρχω: οἱ τῆς ἀρετῆς ἄπειροι, εὐτυχίαις ἀεὶ συνόντες, διὰ βίου πλανῶνται = όσοι δεν ξέρουν τι είναι αρετή, ζώντας συνεχώς με γλέντια, σ᾿ όλη τους τη ζωή δεν μπορούν να βρουν το σωστό δρόμο. 2. για πρόσωπα ζω ή έχω σχέσεις με κάποιον: φιλικῶς σύνειμί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.
[σύνθ. λ. σύν + εἰμί]. σύνειμι (Β) ΡΗΜΑ
1. συνέρχομαι, συναντιέμαι: κατὰ τὸν χρόνον τὸν εἰρημένον ξυνῇσαν τὰ δύο μέρη ἐς τὸν Ἰσθμόν = στο χρόνο που είχε συμφωνηθεί συναντήθηκαν τα δύο τμήματα του στρατού στον Ισθμό. 2. προχωρώ σε πόλεμο: ἥ τε ἄλλη Ἑλλὰς ἅπασα μετέωρος ἦν ξυνιουσῶν τῶν πρώτων πόλεων = και ολόκληρη η υπόλοιπη Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση αβεβαιότητας, καθώς οι μεγαλύτερες πόλεις (Αθήνα και Σπάρτη) επρόκειτο να πολεμήσουν. [σύνθ. λ. σύν + εἶμι]. συνεργέω -ῶ ΡΗΜΑ
συνεργάζομαι: ὁ τοῖς πονηροῖς συνεργῶν = αυτός που συνεργάζεται με τους κακούς. ΝΕ συνεργώ. [παράγ. λ./σύνθ. λ. συνεργός (σύν + *ἐργ- < ἔργον) + παρ. επίθ. -έω]. συνέρχομαι ΡΗΜΑ
1. έρχομαι, συγκεντρώνομαι στο ίδιο μέρος μαζί με άλλους: ἐς Μαντίνειαν πρεσβεῖαι ἀπὸ τῶν πόλεων ξυνῆλθον = απεσταλμένοι από τις πόλεις συγκεντρώθηκαν στη Μαντίνεια. 2. για πρόσωπα συνδέομαι φιλικά: δύο οἰκίαι συνελθοῦσαι εἰς ταὐτόν = δύο οικογένειες που συνδέθηκαν μεταξύ τους. 3. συμπλέκομαι: συνέρχομαι εἰς μάχην. ΝΕ συνέρχομαι (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + ἔρχομαι]. σύνεσις & ξύνεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σύνεση «φρονιμάδα». [παράγ./σύνθ. συνίημι (σύν + ἵημι) + παρ. επίθ. -σις, πβ. ἀφίη-μι/ἄφε-σις]. συνέχω ΡΗΜΑ
1. συγκρατώ: συνέχω ἐντὸς τοῦ τείχους. 2. παθ. φωνή συνέχομαι πιέζομαι, βασανίζομαι από κάτι: δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνείχοντο = βασανίζονταν από συνεχή δίψα. ΝΕ συνέχω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + ἔχω]. συνήθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γνωριμία, σχέση φιλική: τὴν τῶν φαύλων συνήθειαν ὀλίγος χρόνος διέλυσε = τη φιλία με τιποτένιους ανθρώπους τη διαλύει και λίγος χρόνος. 2. συνήθεια. ΝΕ συνήθεια (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. συνήθης + παρ. επίθ. -εια]. συνήθης, -ης, σύνηθες ΕΠΙΘΕΤΟ 1. συγγενής ή φίλος. 2. συνηθισμένος σε κάτι: πρὶν αὐτὸν συνήθη γενέσθαι τῷ σκότῳ = προτού συνηθίσει αυτός στο σκοτάδι. 3. για πράγματα αυτός που γίνεται συχνά, συνηθισμένος, συνήθης.
ΝΕ συνήθης (με τις σημ. 2 και 3). [παράγ. λ./σύνθ. λ. *συνηθ- (< σύν + ἦθος) + παρ. επίθ. -ης]. συνθήκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ συνθήκη. [παράγ. λ./σύνθ. λ. *συνθηκ- (< σύν + *θηκ- < τίθημι, ἔ-θηκ-α) + παρ. επίθ. -η]. σύνθημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σημάδι ή λέξη που έχει συμφωνηθεί για να χρησιμεύει ως μέσο μυστικής συνεννόησης ή αναγνώρισης, σύνθημα: τοῖς ἐρωτήμασι τοῦ ξυνθήματος πυκνοῖς ἐχρῶντο = χρησιμοποιούσαν συχνά τις ερωτήσεις του συνθήματος (για να αναγνωριστούν μεταξύ τους) 2. συμφωνία, συνθήκη: σύνθημα ποιοῦμαι = κάνω συμφωνία. ΝΕ σύνθημα (με τη σημ. 1). [παράγ. λ./σύνθ. λ. *συνθη- (σύν + θη- < τίθη- μι, ἔ-θη-κα) + παρ. επίθ. -μα]. συνίημι & ξυνίημι ΡΗΜΑ
αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω: ξυνίει δὲ καὶ αὐτὸς ἑλληνιστὶ τὰ πλεῖστα = καταλάβαινε και αυτός τα περισσότερα από όσα λέγονταν στα ελληνικά. συνίης; = καταλαβαίνεις (τι θέλω να πω);
[σύνθ. λ. σύν + ἵημι]. συνίστημι ΡΗΜΑ
1. συνενώνω: ξυνίστασαν τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν = συνένωναν (και οργάνωναν) αυτούς που ήταν κατάλληλοι για να πάρουν μέρος στη συνωμοσία.
2. συστήνω κάποιον (ως κατάλληλο): ἥκω, ἵνα τῳ τούτων τῶν σοφιστῶν συστήσω τουτονί = έρχομαι για να συστήσω αυτόν εδώ σε κάποιον από αυτούς τους σοφιστές. 3. παθητική φωνή (με ενεργ. αόρ. β´ συνέστην και παρακ. συνέστηκα) συνίσταμαι α. στέκομαι μαζί με άλλους και, ειδικότερα για στρατιώτες, παρατάσσομαι: τὸ δεξιὸν κέρας ἐπὶ λόφου συνέστη = το δεξιό τμήμα του στρατού παρατάχθηκε σε λόφο.
ΝΕ συνιστώ «συμβουλεύω» & συνίσταμαι (με τη σημ. 3γ) & συστήνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. σύν + ἵστημι]. συννοέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. σκέπτομαι: ταῦτα χρὴ συννοεῖν καὶ εἰδέναι... = αυτά πρέπει να σκέφτεσαι και να γνωρίζεις πως... 2. καταλαβαίνω: ὑποπτεύω, οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ = το υποψιάζομαι, όμως δεν το καταλαβαίνω αρκετά. [σύνθ. λ. σύν + νοέω]. σύνοδος, -όδου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συνέλευση: ἐλθόντων τῶν πρέσβεων ἀπὸ τῆς ξυμμαχίας καὶ ξυνόδου γενομένης... = και αφού ήρθαν οι απεσταλμένοι των συμμάχων και έγινε η συνέλευση... 2. για πράγματα συνάθροιση, συγκέντρωση: χρημάτων σύνοδοι. ΝΕ σύνοδος (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + ὁδός]. σύνοιδα ΡΗΜΑ
1. γνωρίζω κάτι, έχω συναίσθηση ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης: ξύνοιδα ἐμαυτῷ οὐδ᾿ ὁτιοῦν σοφὸς ὤν = έχω συναίσθηση ότι δεν είμαι καθόλου σοφός. 2. μετοχή α. ὁ συνειδώς = ο συνεργός. β. τὸ συνειδός = η συνείδηση, η συναίσθηση.
[σύνθ. λ. σύν + οἶδα]. συνοικέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κατοικώ ή ζω μαζί με άλλον ή άλλους.
2. καταλαμβάνω μια χώρα και την κατοικώ μαζί με άλλους. [σύνθ. λ. σύν + οἰκέω]. συνοικίζω ΡΗΜΑ
1. συνενώνω οικισμούς σε μία πόλη: Θησεὺς τὰς δώδεκα πόλεις εἰς τὸ αὐτὸ συνῴκισε = ο Θησέας συνένωσε τις δώδεκα πόλεις (της Αττικής) σε μία πόλη (την Αθήνα). 2. ιδρύω μια πόλη ή μια αποικία μαζί με άλλους: Ἐπίδαμνον ἀπῴκισαν μὲν Κερκυραῖοι, ξυνῴκισαν δὲ καὶ Κορινθίων τινές = την Επίδαμνον την ίδρυσαν ως αποικία οι Κερκυραίοι και στην ίδρυση συμμετείχαν και μερικοί Κορίνθιοι.
[σύνθ. λ. σύν + οἰκίζω]. συνοικία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. α. ομάδα ανθρώπων που κατοικούν στον ίδιο τόπο: ταύτῃ τῇ συνοικίᾳ ἐθέμεθα πόλιν ὄνομα = σ᾿ αυτήν τη συνάθροιση στον ίδιο τόπο δώσαμε την ονομασία «πόλη». β. γειτονιά, συνοικία. 2. κτίριο που στεγάζει πολλές οικογένειες. ΝΕ συνοικία (με τη σημ. 1β). [παράγ. λ./σύνθ. λ. συνοικῶ (σύν + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ία]. σύνοικος, -ου ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συγκάτοικος. 2. συμπολίτης. ΝΕ σύνοικος (λόγ., με τη σημ. 1). [παράγ. λ./σύνθ. λ. συνοικῶ (σύν + οἰκέω) + παρ. επίθ. -ος]. συνόμνυμι & συνομνύω ΡΗΜΑ
1. ορκίζομαι μαζί με άλλον ή άλλους. 2. συμμαχώ με κάποιον: λύουσι σπονδὰς οἱ μὴ βοηθοῦντες οἷς ἂν ξυνομόσωσιν = παραβιάζουν τις συμφωνίες αυτοί που δε βοηθούν αυτούς με τους οποίους συμμάχησαν. 3. συνωμοτώ: συνώμοσαν ἀποκτενεῖν αὐτόν = συνωμότησαν να τον σκοτώσουν.
[σύνθ. λ. σύν + ὄμνυμι]. συνομολογέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συμφωνώ, έχω την ίδια γνώμη με κάποιον: μὴ ὀκνεῖτε ἀποκρίνεσθαι, ἵνα εἰδῶμεν ὅσα ἂν συνομολογῶμεν = μη διστάζετε να δίνετε απαντήσεις, για να μάθουμε ποια είναι αυτά στα οποία συμφωνούμε. τὰ ἄλλα συνωμολόγηται = τα άλλα έχουν συμφωνηθεί (και μένει μόνο τούτο). 2. υπόσχομαι: συνωμολόγησε δασμὸν οἴσειν = υποσχέθηκε να πληρώσει φόρο. ΝΕ συνομολογώ (με σημ. 1). [σύνθ. λ. σύν + ὁμολογέω]. συνουσία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ συνουσία «συνεύρεση». [σύνθ. λ. σύν + οὐσία ως παράγ. του σύνειμι (σύν + εἰμί): *συνοντία > *συνονσία > συνουσία]. σύνταξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σύνταξη (με την ίδια σημ.). [σύνθ. λ. σύν + τάξις]. συντάττω ΡΗΜΑ
ο κοινός τύπος είναι συντάσσω 1. παρατάσσω στρατιώτες: συντάττω πεζοὺς τῷ ἱππικῷ = παρατάσσω τους πεζούς στην ίδια γραμμή με τους ιππείς. οὗτοι δὲ ξυντεταγμένοι ἀνεχώρησαν = και αυτοί έφυγαν παραταγμένοι (και όχι άτακτα). 2. οργανώνω: συντεταγμένη πολιτεία. 3. μέση φωνή συντάττομαι συμφωνώ: συνετάξαντο πρὸς ἀλλήλους = συμφώνησαν μεταξύ τους. 4. διατυπώνω κάτι γραπτά, συντάσσω.
ΝΕ συντάσσω (με τις σημ. 1, 4). [σύνθ. λ. σύν + τάττω]. συντέλεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. συνεισφορά για δημόσιες δαπάνες: συντέλεια χρημάτων = συνεισφορά χρημάτων υπέρ του δημοσίου. 2. συμπλήρωση, τερματισμός: ἡ συντέλεια τοῦ ἀγῶνος. ΝΕ συντέλεια του κόσμου «τέλος, καταστροφή του κόσμου». [παράγ. λ. συντελέω + παρ. επίθ. -εια]. συντελέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συνεισφέρω στις δημόσιες δαπάνες: συντελῶ ἑξήκοντα τάλαντα = δίνω ως συνεισφορά εξήντα τάλαντα. συντελῶ εἰς τὸν πόλεμον = συνεισφέρω στις πολεμικές δαπάνες. 2. συμπληρώνω, τελειώνω κάτι. ΝΕ συντελώ «συνεισφέρω, στέκομαι ως αιτία». [σύνθ. λ. σύν + τελέω]. συντίθημι ΡΗΜΑ
ως παθ. χρησιμεύει και το σύγκειμαι 1. τοποθετώ πράγματα μαζί: συνέθεσαν τὰ ὅπλα ἐν τῷ ναῷ = τοποθέτησαν τα όπλα στο ναό. 2. κατασκευάζω: συντίθημι τριήρεις. 3. σχηματίζω.
4. επινοώ, μηχανεύομαι: ψευδεῖς αἰτίας συντίθησι = επινοεί ψεύτικες κατηγορίες. 5. μέση φωνή συντίθεμαι κάνω συμφωνία, συμφωνώ: συνέθεντο ἀλλήλοις μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι = συμφώνησαν μεταξύ τους ούτε να αδικούν ούτε να αδικούνται.
ΝΕ συνθέτω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. σύν + τίθημι]. συντρέχω ΡΗΜΑ
1. συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι. 2. συμφωνώ με κάποιον, συμπίπτουν οι γνώμες μας: ἀμφοτέρων τῶν μαντείων ἐς τὸ αὐτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον = και των δύο μαντείων οι απαντήσεις συμφώνησαν στο ίδιο πράγμα. 3. συμπίπτω χρονικά με κάτι άλλο: εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκε = το δίκαιο μαζί και οι ευνοϊκές περιστάσεις και το συμφέρον έχουν συμπέσει. ΝΕ συντρέχω «βοηθώ». [σύνθ. λ. σύν + τρέχω]. συντρίβω ΡΗΜΑ
1. τρίβω το ένα με το άλλο: συντρίβω τὰ πυρεῖα = τρίβω ξυλαράκια μεταξύ τους, για να ανάψω φωτιά. 2. συντρίβω. ΝΕ συντρίβω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. σύν + τρίβω]. συντυγχάνω ΡΗΜΑ
1. συναντώ τυχαία κάποιον. 2. μετοχή ὁ συντυχών = ο οποιοσδήποτε, ο πρώτος τυχών. τὸ συντυχόν = το οτιδήποτε ασήμαντο: οὐ γὰρ τοῦτο συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι = γιατί αυτό (ο αμφορέας) δε μου φαίνεται να είναι ένα τυχαίο έργο. 3. για τυχαία γεγονότα συμβαίνω.
[σύνθ. λ. σύν + τυγχάνω]. σῦριγξ, -ιγγος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ σύριγγα. [δάν. μεσογειακό ή ανατολικό, όπως και το ταυτόσημο αρμ. sring «αυλός»].
σῦς συσταδὸν & συστάδην ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ./παράγ. λ. *συ-στα-δ (συν-στα- < ἵ-στα-μαι) + παρ. επίθ. -ην]. σύστασις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μάχη σώμα με σώμα: ἐν τῇ συστάσει ἐμάχετο. 2. συνάθροιση ή ομάδα ανθρώπων: κατὰ ξυστάσεις τε γιγνόμενοι ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν = και αφού χωρίστηκαν σε ομάδες, βρίσκονταν σε μεγάλη διαμάχη. 3. σύνθεση στοιχείων που αποτελούν κάτι: ἡ τοῦ κόσμου σύστασις ἐκ πυρός, ὕδατος, ἀέρος καὶ γῆς = η σύνθεση (κατασκευή) του σύμπαντος από φωτιά, νερό, αέρα και χώμα. ΝΕ σύσταση (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. *συ-στα- (< συν-στα- < ἵ-σταμαι) + παρ. επίθ. -σις]. σφάλλω ΡΗΜΑ
1. ρίχνω κάποιον κάτω, τον κάνω να πέσει, τον ανατρέπω: ὁ ἵππος σφάλλει τὸν ἀναβάτην = το άλογο ανατρέπει τον αναβάτη. 2. μεταφορικά ανατρέπω, καταστρέφω: ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφάλλουσιν = οι σχέσεις με κακούς ανθρώπους καταστρέφουν. 3. παθητική φωνή σφάλλομαι α. πέφτω σε ατυχία ή καταστρέφομαι: ταῖς τύχαις ἐνδέχεται σφάλλεσθαι τοὺς ἀνθρώπους = είναι ενδεχόμενο να καταστρέφονται οι άνθρωποι από τις δυστυχίες. β. κάνω λάθος, σφάλλω: σφαλέντες γνώμῃ = κάνουν λάθος στην κρίση τους.
ΝΕ σφάλλω (με τη σημ. 3β). [σφάλ- + παρ. επίθ. -jω, αβέβ.]. σφεῖς ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού και θηλυκού, της προσωπικής αντωνυμίας γ´ προσώπου αυτοί, αυτές. [ΙΕ *swe- > *σφε- + -εῖς (κατά το ἡμ-εῖς) > σφεῖς, πβ. λατ. sibi < *swe-bhei]. σφέτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ κτητική, που συσχετίζεται με τη σφεῖς ο δικός τους: αἱ σφέτεραι νῆες = τα καράβια τους.
[*σφε- (σφεῖς) + παρ. επίθ. -τερος]. σφήξ, σφηκός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ σφήκα.
[αβέβ. ετυμ.]. Σφίγξ, Σφιγγός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ μυθολογικό τέρας με πρόσωπο και στήθος γυναίκας και με φτερωτό σώμα λέαινας. ΝΕ Σφίγγα. [αιγυπτ. δάν.]. σφόδρα ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ σφόδρα (λόγ.). [παράγ. λ. σφοδρός + παρ. επίθ. -α, με μετάθεση τόνου]. σφοδρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ορμητικός ή υπερβολικός: σφοδρὸν μῖσος.
ΝΕ σφοδρός. [*σφοδ- + παρ. επίθ. -ρός, συγγεν. με σφεδ-α-νὸς «βίαιος, ορμητικός», πβ. σφεδανῶν· φονεύων, αβέβ. ετυμ.]. σφῦρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*σφῠρ- + παρ. επίθ. -jᾰ > σφῦρα, συγγεν. με σφαῖρα, ομόρρ. με αρχ. ινδ. sphuráti «αναπηδώ, πάλλομαι»]. σχέσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το είδος ενός πράγματος, η φύση του, η ποιότητά του: ἡ τοῦ βίου σχέσις = το είδος ζωής. 2. σχέση: σχέσις ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα = η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα. ΝΕ σχέση (με τη σημ. 2). [*σεχ- (ἔχω), *σχέ- + παρ. επίθ. -σις]. σχῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μορφή, σχήμα: τὸ σχῆμα τῆς φάλαγγος = η μορφή της στρατιωτικής παράταξης. 2. πρόσχημα: σχήματι ξενίας = με το πρόσχημα της φιλοξενίας. 3. η έκφραση του προσώπου: σχήματι φαιδρός = με χαρούμενη έκφραση. 4. ενδυμασία: τὸ σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι = η ενδυμασία που φοράς (πβ. ιερατικό σχήμα). ΝΕ σχήμα (με τις σημ. 1, 4). [*σχη- (σχή-σω < ἔχω) + παρ. επίθ. -μα]. σχηματίζω ΡΗΜΑ
1. αμετάβατο παίρνω μια μορφή ή μια θέση: ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα ἐν ταῖς μάχαις = όποια θέση (διάταξη) παίρνει ο στρατός στη μάχη. 2. ως μεταβατικό δίνω σχήμα, σχηματίζω. 3. μέση φωνή σχηματίζομαι προσποιούμαι: σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι = προσποιούνται (κάνουν) πως είναι αμόρφωτοι. ΝΕ σχηματίζω (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. σχῆμα, -ατος + παρ. επίθ. -ίζω]. σχολάζω ΡΗΜΑ 1. δεν έχω καμιά ασχολία, ξεκουράζομαι: σχολάζω ἀπό τινος = σταματώ να κάνω κάτι και ξεκουράζομαι. ≠ ἀσχολοῦμαι. 2. αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου σε κάτι: σχολάζω φιλοσοφίᾳ = επιδίδομαι στη φιλοσοφία κατά τον ελεύθερό μου χρόνο. οὔπω πρὸς ταῦτα ἐσχόλασα = δε βρήκα ακόμη καιρό να ασχοληθώ με αυτά.
[παράγ. λ. σχολή + παρ. επίθ. -άζω]. σχολαστικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που δεν ασχολείται με κάτι, που ξεκουράζεται. 2. αυτός που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη μόρφωση.
ΝΕ σχολαστικός «που ασχολείται με λεπτομέρειες». [παράγ. λ. σχολαστής (παράγ. λ. σχολάζω + παρ. επίθ. -τής) + παρ. επίθ. -ικός]. σχολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η έλλειψη ασχολίας, ο ελεύθερος χρόνος: σχολὴν ἄγω = δεν κάνω τίποτε, ξεκουράζομαι. ἔστι σοι σχολὴ ἀκούειν; = έχεις καιρό να ακούσεις (τι θα πω); οὐ σχολή μοι = δεν έχω καιρό. 2. η μελέτη, η μόρφωση στην οποία αφιερώνει κανείς το χρόνο του. 3. ο τόπος όπου μελετούν και διδάσκονται, η σχολή. 4. ως επίρρημα σχολῇ α. αργά, με βραδύτητα. β. μόλις και μετά βίας ή καθόλου: μὴ γιγνώσκων τὴν οὐσίαν σχολῇ τήν γε ὀρθότητα διαγνώσεται = ένας άνθρωπος που δεν ξέρει τι πραγματικά είναι κάτι, με πολλή δυσκολία θα διακρίνει αν είναι σωστό ή όχι. ΝΕ σχολή (με τη σημ. 3).
[*σεχ- (ἔχω), *σχ-ο- (σχ-εῖν), όπου όμως το -ο- δεν ερμηνεύτηκε ικανοποιητικά, πβ. βολ-ή < βάλ-λω, στολ-ή < στέλ-λω]. σῴζω ΡΗΜΑ
1. σώζω κάποιον από το θάνατο. 2. διατηρώ κάτι, το προστατεύω από τη φθορά: σῴζω τὴν δημοκρατίαν. 3. μέση φωνή σῴζομαι διατηρώ κάτι στη μνήμη μου, δεν το ξεχνώ: μηδὲν ὧν ἔμαθε σῴζεσθαι δύναται = δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτε από όσα έμαθε.
ΝΕ σώζω (με τη σημ. 1). [επίθετο σῶ-ς (και σῶος) «ζωντανός, εν ζωή»
+ παρ. επίθ. -ίζω > σωΐζω και σῴζω, σωμασκέω -ῶ ΡΗΜΑ [σύνθ. λ. σῶμα + ἀσκέω]. σῶς, σῶς, σῶν ΕΠΙΘΕΤΟ [σῶς και σῶος από *σαF-ος ομόρρ. με αρχ. ινδ. tavas «ισχυρός»]. σώτειρα, -είρας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ θηλυκό του σωτὴρ αυτή που σώζει ή ελευθερώνει. ΝΕ σώτειρα (λόγιο). [παράγ. λ. *σώτερ- + παρ. επίθ. -jα]. σωτήρ, -ῆρος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αυτός που σώζει, ελευθερώνει ή απαλλάσσει από κάτι κακό, ο σωτήρας.
ΝΕ σωτήρας. [παράγ. λ. *σώ- (σῶ-ς/σῶ-ος/σῴ-ζω) + παρ. επίθ. -τήρ]. σωτηρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σωτηρία. 2. η ασφαλής επιστροφή: ἡ ἐς τὴν πατρίδα σωτηρία. 3. για πράγματα διατήρηση: τῶν νόμων σωτηρία. ΝΕ σωτηρία (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. σωτήρ + παρ. επίθ. -ία]. σωφρονέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. είμαι συνετός, σώφρων (στο μυαλό). 2. είμαι μετρημένος, δείχνω εγκράτεια: ὁ μὲν μαίνεται, ὁ δὲ σωφρονεῖ.
[παράγ. λ. σώφρων, -ονος + παρ. επίθ. -έω· ακριβέστερα σῶος + φρήν > σώφρων (στον Όμηρο σαόφρων < *σοόφρων, σόος - σῶος)]. |