Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Π Σ Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

Ρ

Ῥ, ῥ, ῥῶ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου.
  • ως αριθμητικό σύμβολο: ρʹ = 100, αλλά ͵ρ = 100.000.

ῥᾴδιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ῥᾴων
Υπερθετικός ῥᾷστος

εύκολος: ῥᾳδία ἡ κρίσις = εύκολη αυτή η κρίση. χαλεπὸς «δύσκολος».

  • ῥᾴδιόν (ἐστίν) με απαρέμφατο είναι εύκολο να...: οὐ ῥᾴδιον ποιεῖν ὅ τι ἂν βούλῃ = δεν είναι εύκολο να κάνεις ό,τι θέλεις.

familyπαράγ. ῥᾳδίως, ῥᾳστώνη, σύνθ. ῥᾳδιουργός, ῥᾳδιουργία.

[*Fρᾱδ- + παρ. επίθ. –ιος > ῥᾴδιος, πβ. ῥᾶ «εύκολα» = αιολικό βρᾶ = Fρᾶ].

ῥαθυμέω -ῶ ΡΗΜΑ

μένω αργός, αδρανής, δεν κάνω τίποτα: ἐξὸν δὲ ῥαθυμεῖν βούλεται πονεῖν = αν και είναι δυνατόν να μην κάνει τίποτα, θέλει να κοπιάζει.

[παράγ. λ. ῥάθυμος + παρ. επίθ. -έω].

ῥαθυμία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ανέμελο πνεύμα, άνεση: ῥαθυμίᾳ μᾶλλον ἢ πόνων μελέτῃ ἐθέλομεν κινδυνεύειν = είμαστε πρόθυμοι να αντικρίζουμε τον κίνδυνο με άνεση περισσότερο παρά με επίπονες ασκήσεις.

2. οκνηρία.

ΝΕ ραθυμία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ῥάθυμος + παρ. επίθ. -ία].

ῥάθυμος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ῥαθυμότερος
Υπερθετικός ῥαθυμότατος

1. αμέριμνος, ανέμελος.

2. οκνηρός.

3. για πράγματα ανέμελος, εύκολος: ῥάθυμος βίος = ανέμελη ζωή.

familyπαράγ. ῥαθυμέω, ῥαθυμία.

ΝΕ ράθυμος (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. ῥᾱ «εύκολα» + *θυμ- (πβ. θυμός) + παρ. επίθ. -ος].

ῥαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔρραινον
Μέλλ. ῥανῶ
Αόρ. ἔρρανα

ραντίζω.

familyπαράγ. ῥανίς, ῥαντίζω, ῥαντισμός.

ΝΕ ραίνω.

[*ῥάν-jω, αβέβαιης αρχής].

ῥαπίζω ΡΗΜΑ

1. χτυπώ κάποιον/κάτι με ράβδο: ῥαπίσας αὐτὴν ἀπέπεμψεν τῆς οἰκίας = τη χτύπησε με τη ράβδο και την πέταξε έξω από το σπίτι.

2. χαστουκίζω κάποιον στο πρόσωπο: ἐπὶ κόρρης ῥαπίζω τινά = χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο.

familyπαράγ. ῥάπισμα.

ΝΕ ραπίζω (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ῥαπίς «βέργα» + παρ. επίθ. -ίζω > *ῥαπίδjω > ῥαπίζω].

ῥᾳστώνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ευκολία (στο να κάνω κάτι λ.χ.): ῥᾳστώνῃ μανθάνω = με ευκολία μαθαίνω.

2. ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο, αναψυχή: ῥᾳστώνην ἐμαυτῷ ἐξηῦρον = εξασφάλισα αναψυχή για τον εαυτό μου.

ΝΕ ραστώνη «τεμπελιά».

[παράγ. λ. ῥᾷστ-ος + παρ. επίθ. -ώνη].

ῥαψῳδέω -ῶ ΡΗΜΑ

απαγγέλλω (τα ποιήματα κάποιου ποιητή, κυρίως του Ομήρου): τί δή ποτ’ οὖν ῥαψῳδεῖς περιιὼν τοῖς Ἕλλησι = γιατί τέλος πάντων απαγγέλλεις τα ποιήματα του Ομήρου περιερχόμενος την Ελλάδα;

[παράγ. λ. ῥαψῳδός (σύνθ. ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -έω].

ῥαψῳδία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. απαγγελία επικών ποιημάτων: ῥαψῳδίᾳ ἆθλα ἔθεσαν = προκήρυξαν βραβεία για την απαγγελία επικών ποιημάτων.

2. τμήμα επικού ποίηματος κατάλληλο για απαγγελία σε μια περίσταση (λ.χ. μια ραψωδία της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας).

ΝΕ ραψωδία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ῥαψῳδός (σύνθ. ῥάπτω + ᾠδή) + παρ. επίθ. -ία].

ῥεῖθρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ρυάκι, ρεύμα, ποταμός.

ΝΕ ρείθρο.

[παράγ. λ. ῥέω + παρ. επίθ. -θρον > ιων. ῥέ-ε-θρον, αττ. συνηρημ. ῥεῖθρον].

ῥέπω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔρρεπον
Μέλλ. ῥέψω
Αόρ. ἔρρεψα

κλίνω, γέρνω: τὸ κάτω ῥέπον βαρύ = αυτό που (στη ζυγαριά) γέρνει προς τα κάτω είναι βαρύ. ἐπὶ τὸ λῆμμα ῥέπω = γέρνω προς το όφελός μου, το κέρδος μου.

familyπαράγ. ῥοπή, ῥόπαλον, ῥόπτρον, σύνθ. ἰσόρροπος, ἰσορροπία, ἀντίρροπος.

ΝΕ ρέπω «έχω την τάση».

[*Fρεπ-, *Fροπ-, ίσως συγγενικό με ῥαπίς, ῥαπίζω].

ῥέω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔρρεον
Μέλλ. ῥυήσομαι
Αόρ. ἐρρύην
Παρακ. ἐρρύηκα
Υπερσ. ἐρρυήκειν

1. για υγρά ρέω, τρέχω: φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι = φαράγγια που τρέχουν νερό.

2. μεταβάλλομαι: ἅπανθ’ ὁρῶ ῥέοντα = παρατηρώ ότι όλα μεταβάλλονται. τὰ πάντα ῥεῖ = τα πάντα μεταβάλλονται.

familyπαράγ. ῥεῦμα, ῥεῦσις και ῥύσις, ῥευστὸς και ῥυτός, ῥύαξ, ῥεῖθρον, ῥοῦς, ῥοή, σύνθ. μελίρρυτος «αυτός από τον οποίο τρέχει μέλι».

ΝΕ ρέω (με τη σημ. 1).

[*σρεF- + παρ. επίθ. -ω > *σρέFω > ῥέω, ομόρρ. με αρχ. ινδ. srávati = ῥέω, *srew-, πβ. Στρυμών «που ρέει»].

ῥήγνυμι & ῥηγνύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐρρήγνυν
Μέλλ. ῥήξω
Αόρ. ἔρρηξα
Παθ. μέλλ. ῥαγήσομαι
Μέσ. αόρ. ἐρρηξάμην
Παθ. αόρ. ἐρράγην
Παθ. παρακ. με αμετάβ. σημ. ἔρρωγα
Παθ. υπερσ. με αμετάβ. σημ. ἐρρώγειν

1. σπάζω: θώρακας ῥήγνυμι.

2. διασπώ την παράταξη ενός στρατού: φάλαγγα ῥήγνυμι.

3. σχίζω (συνήθως τα ρούχα μου σε ένδειξη πένθους): ῥήγνυμι πέπλους = σχίζω τα πέπλα.

familyπαράγ. ῥῆγμα, ῥῆξις, ῥαγή, ῥαγάς, ῥαγδαῖος, ῥώξ, ῥωγμή, σύνθ. ῥηξικέλευθος, ἄρρηκτος.

[*Fρηγ-, *Fρᾱγ-, ΙΕ αρχής: *Fρήγ- + παρ. επίθ. -νυ-μι > ῥήγνυμι].

ῥῆμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ρήση: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = κυκλοφορούσε αυτή η ρήση του Πιττακού.

2. λέξη: τὸ ῥῆμα τόδε = η λέξη «τόδε».

3. φράση. όνομα «μεμονωμένη λέξη».

4. στη γραμματική ρήμα. όνομα «ουσιαστικό».

ΝΕ ρήμα (με τη σημ. 4).

[*Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -μα].

ῥῆσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ομιλία: περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιῶ = για μικρό πράγμα κάνω πολύ μακρόλογες ομιλίες.

2. έκφραση ή χωρίο (ενός συγγραφέα): ὁμηρικὴ ῥῆσις = έκφραση που χρησιμοποιεί ο Όμηρος.

ΝΕ ρήση «ρητό, γνωμικό κτλ.».

[*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -σις > αρκαδ. Fρῆσις «ομιλία» = ῥῆσις. Ο ενεστ. (F)εἴρω είναι σπάνιος· εδώ βασίζεται ο μέλλ. ἐρῶ (< *Fερέ-σω) του λέγω].

ῥητός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ῥητότερος
Υπερθετικός ῥητότατος

1. καθορισμένος: κριθήσεται ἐν ἡμέραις ῥηταῖς = θα δικαστεί σε καθορισμένη ημερομηνία.

2. αυτός που μπορεί να ειπωθεί, ο ρητός. ἄρρητος.

ΝΕ ρητός (με τη σημ. 2).

[*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τός].

ῥήτρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. συμφωνία (με βάση καθορισμένους όρους): παρὰ τὴν ῥήτραν = αντίθετα προς τη συμφωνία.

2. στη Σπάρτη η νομοθεσία του Λυκούργου (που προσέλαβε τη μορφή συμφωνίας μεταξύ αυτού και του λαού).

ΝΕ ρήτρα (με τη σημ. 1).

[*Fερε-, *Fρη- «λέω» + παρ. επίθ. -τρα, πβ. ηλειακό Fράτρᾱ «ρήτρα»].

ῥήτωρ, -ορος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δημόσιος ομιλητής, ρήτορας.

familyπαράγ. ῥητορεύω, ῥητορικός «ικανός στη ρητορεία».

ΝΕ ρήτορας.

[*Fερε-, *Fρη- «λέγω» + παρ. επίθ. -τωρ, handῥῆσις].

ῥῖγος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ψύχος, κρύο: ὑπὸ λιμοῦ καὶ ῥίγους ἀπέθανεν = πέθανε από την πείνα και το κρύο.

ΝΕ ρίγος «κρύο, τρεμούλιασμα».

[*σριγ- + παρ. επίθ. -ος, *srig-, λατ. frigus «κρύο»].

ῥιγόω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἐρρίγων
Μέλλ. ῥιγώσω
Αόρ. ἐρρίγωσα

κρυώνω, τρέμω από το κρύο.

ΝΕ ριγώ.

[παράγ. λ. ῥῑγος + παρ. επίθ. -όω].

ῥίπτω ΡΗΜΑ

Παρατ. ἔρριπτον
Μέλλ. ῥίψω
Αόρ. ἔρριψα
Παρακ. ἔρριφα
Παθ. μέλλ. ῥιφθήσομαι
Παθ. αόρ. ἐρρίφθην &ἐρρίφην
Παθ. παρακ. ἔρριμμαι

ρίχνω: ἐς ὕδωρ ψυχρὸν ἐμαυτὸν ῥίπτω = ρίχνω τον εαυτό μου σε δροσερό νερό.

familyπαράγ. ῥῖψις, ῥιπή, ῥιπίζω, σύνθ. ῥιψοκίνδυνος, ἀναρριπίζω, ἀπορρίπτω, καταρρίπτω.

ΝΕ ρίχνω.

[παράγ. λ. *Fριπ- «στρέφω, γυρίζω» + παρ. επίθ. -τ-ω].

ῥίς, ῥινός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μύτη.

  • φράση ἕλκω τινὰ τῆς ῥινὸς τραβώ κάποιον από τη μύτη, τον εξουσιάζω ολοκληρωτικά.

2. πληθυντικός αριθμός ῥῖνες ρουθούνια: διέξοδος κατὰ τὸ στόμα καὶ τὰς ῥῖνας = διέξοδος από το στόμα και τα ρουθούνια.

family σύνθ. ῥινόκερως, ῥινηλατέω «ψάχνω ίχνη με τη μύτη».

ΝΕ θέμα ριν-, λ.χ. ριν-ικός, ωτο-ρινο-λαρυγγολόγος.

[αβέβ. ετυμ.].

ῥοδών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κήπος με ρόδα (δηλ. τριαντάφυλλα), ροδώνας.

ΝΕ ροδώνας.

[παράγ. λ. ῥόδον + παρ. επίθ. -ών].

ῥοῦς, ῥοῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο κοινός τύπος είναι ῥόος

ροή.

ΝΕ ρους (λόγ.).

[*ῥο- (ῥέω) + παρ. επίθ. -ος > ῥόος, αττ. συνηρημ. ῥοῦς].

ῥοπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κλίση, γέρσιμο (κυρίως των δίσκων της ζυγαριάς).

2. αποφασιστική στιγμή, στιγμή.

ΝΕ ροπή (με τη σημ. 1).

[*ροπ- (ῥέπω) + παρ. επίθ. , handῥέπω].

ῥύαξ, -κος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος.

2. ορμητικό ρεύμα λάβας (σε έκρηξη ηφαιστείου): ὁ ῥύαξ τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης.

ΝΕ ρυάκι «ποταμάκι».

[*ρυ- (ῥέω) + παρ. επίθ. -αξ, πβ. ἱέρ-αξ].

ῥύμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. η δύναμη, η ορμή, ενός σώματος που βρίσκεται σε κίνηση, η φόρα του: ῥύμῃ ἐμπίπτω = πέφτω με φόρα.

2. ορμητική κίνηση (στρατεύματος): ῥύμῃ ἐχώρησαν οἱ στρατιῶται = οι στρατιώτες προχώρησαν ορμητικά.

3. δρόμος.

ΝΕ στη φρ. εν τη ρύμη του λόγου «στο γρήγορο λόγο».

[*F(ε)ρυ-, *Fρυ- «σύρω, τραβώ» + παρ. επίθ. -μη].

ῥυπαρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ῥυπαρώτερος
Υπερθετικός ῥυπαρώτατος

κυριολεκτικά και μεταφορικά βρόμικος: βίος δουλοπρεπὴς καὶ ῥυπαρός = δουλοπρεπής και βρόμικος τρόπος ζωής.

ΝΕ ρυπαρός.

[παράγ. λ. ῥύπος + παρ. επίθ. -(α)ρός].

ῥωγμή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κάταγμα.

2. σχισμή: ἀμύγδαλον εἰς ῥωγμὴν ξύλου ἐντίθεμαι = τοποθετώ αμύγδαλο μέσα σε σχισμή ξύλου.

ΝΕ ρωγμή (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *Fρηγ- (ῥήγ-νυμι), *Fρωγ- + παρ. επίθ. -μή].

ῥωμαλέος, -α, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ῥωμαλεώτερος
Υπερθετικός ῥωμαλεώτατος

δυνατός: ῥωμαλέος τῷ σώματι = δυνατός στο σώμα.

ΝΕ ρωμαλέος.

[παράγ. λ. ῥώμη + παρ. επίθ. -(α)λέος].

ῥώμη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δύναμη: ῥώμῃ χειρῶν χρῶμαι = χρησιμοποιώ τη δύναμη των χεριών μου.

familyπαράγ. ῥωμαλέος.

ΝΕ ρώμη, ρωμαλέος.

[*ῥω- (πβ. ἔρ-ρω-μαι < ῥώννυμαι) + παρ. επίθ. -μη, συγγεν. με ῥώομαι «σπεύδω»].

ῥώννυμι & ῥωννύω ΡΗΜΑ

Μέλλ. ῥώσω
Αόρ. ἔρρωσα
Παθ. μέλλ. ῥωσθήσομαι
Παθ. αόρ. και με μέση σημ. ἐρρώσθην
Παθ. παρακ. με σημ. ενεστ. ἔρρωμαι
Παθ. υπερσ. με σημ. παρατ. ἐρρώμην

1. δίνω δύναμη: τροφὴ ῥώννυσι = η τροφή δίνει δύναμη.

2. παθ. παρακ. ἔρρωμαι έχω δύναμη: ἐρρωμένος τὴν ψυχήν = δυνατός στην ψυχή.

3. ἔρρωσο! / ἔρρωσθε! = χαίρε!, να έχεις υγεία! / χαίρετε!, να έχετε υγεία! (πρόκειται για το συνήθη τρόπο κατάληξης των επιστολών).

familyπαράγ. ῥῶσις, ῥώμη, ῥωμαλέος, σύνθ. ἄρρωστος, ἀρρωστέω, ἀρρωστία, εὔρωστος, εὐρωστία.

[*ρω- (πβ. ῥώομαι «σπεύδω», ῥώμη) + παρ. επίθ. -νυ -μι].

ῥῶσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ενδυνάμωση: ῥῶσις καὶ θρέψις σωμάτων = ενδυνάμωση και θρέψη των σωμάτων.

[παράγ. λ. *ῥω- (ῥώννυμι) + παρ. επίθ. -σις].