ΠΠ, π, πεῖ ή πῖ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
πάγη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[πάγ-ος < πᾰγ- (πήγ-νυ-μι)]. παγκράτιον, -ίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παγκράτιο. [παράγ. λ. παγκρατής + παρ. επίθ. -ιον]. πάγος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πάγος «νερό σε παγωμένη μορφή». [πᾰγ- < πήγ-νυ-μι]. πάγχρηστος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. πᾱν + χρηστός (παράγ. χρήομαι + παρ. επίθ. -τός)]. παιάν, ᾶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ευχαριστήριος ύμνος στον Απόλλωνα. 2. πολεμικό εμβατήριο.
ΝΕ παιάνας (με τη σημ. 2). [*παιάFων, αβέβ. ετυμ.]. παιανίζω ΡΗΜΑ ΝΕ παιανίζω. [παράγ. λ. παιάν + παρ. επίθ. -ίζω]. παιδαγωγέω -ῶ ΡΗΜΑ
ανατρέφω και εκπαιδεύω ένα παιδί, γενικά εκπαιδεύω. ΝΕ παιδαγωγώ. [παράγ. λ. παιδαγωγός + παρ. επίθ. -έω]. παιδαγωγός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ παιδαγωγός «ειδικός στην παιδική αγωγή». [σύνθ. λ. παῑς + ἄγω]. παίδευσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εκπαίδευση: Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας = (η Αθήνα με τον πολιτισμό της συνετέλεσε ώστε) να ονομάζονται Έλληνες όσοι παίρνουν τη δική μας εκπαίδευση. 2. όργανο εκπαίδευσης, σχολείο: ξυνελών τε λέγω τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι = και με δυο λόγια, ολόκληρη η πόλη (η Αθήνα) είναι το σχολείο της Ελλάδας. ΝΕ παίδευση (λόγ., με τη σημ. 1). [παράγ. λ. παιδεύω + παρ. επίθ -σις]. παιδεύω ΡΗΜΑ
1. ανατρέφω και διδάσκω παιδιά.
2. μέση φωνή παιδεύομαι στέλνω το παιδί μου στο σχολείο, και γενικότερα φροντίζω για την εκπαίδευση κάποιου: οὓς ἡγεμόνας πόλεως (εἶναι) ἐπαιδεύσασθε = αυτοί τους οποίους εκπαιδεύσατε για ηγέτες της πόλης. 3. σωφρονίζω κάποιον, τον διορθώνω.
ΝΕ παιδεύω «ταλαιπωρώ, κουράζω, βασανίζω». [παράγ. λ. παῖς, παιδ-ός + παρ. επίθ. -εύω]. παιδιά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παιδιά «αθλοπαιδιά». [παράγ. λ. παῑς (παιδός) + παρ. επίθ. -ιά]. παιδιόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. παιδίο-ν (πβ. ἐκ παιδίου / παιδίων «από την παιδική ηλικία») + παρ. επίθ. -θεν]. παιδοτρίβης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[σύνθ. λ. παῑς + τρίβω]. παίζω ΡΗΜΑ
1. παίζω. 2. αστειεύομαι. ≠ σπουδάζω «σοβαρολογώ». ΝΕ παίζω (με τις σημ. 1, 2). [*παFιδς- (< *παF)- + παρ. επίθ. -jω > *παίδ-jω > παίζω]. παῖς, παιδός, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γιος ή κόρη, παιδί. 2. άνθρωπος σε παιδική ηλικία, παιδί: δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί = αυτό πια είναι φανερό και σε ένα παιδί. 3. δούλος, υπηρέτης.
ΝΕ παιδί (με τις σημ. 1, 2). [*παFιδς- (< *παF-) > παῦς και παῖς]. παίω ΡΗΜΑ
χτυπώ, πληγώνω κάποιον: παίει με ροπάλῳ = με χτυπά με το ρόπαλο. παίω τινὰ εἰς τὸν μηρόν = πληγώνω κάποιον στο μηρό. = τύπτω, πλήττω, βάλλω. [*παF + παρ. επίθ. -jω]. πάλαι ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πριν από πολύ καιρό, παλιά: πάλαι ποτέ = κάποτε, τα παλιά τα χρόνια. ≠ νῡν, σήμερον. 2. ως επίθετο οἱ πάλαι καὶ οἱ νῦν = οι παλιοί (άνθρωποι) και οι σημερινοί. 3. από ώρα, εδώ και ώρα: ἄρτι ἢ πάλαι ἥκεις ἐξ ἀγροῦ; = τώρα μόλις ήρθες από την εξοχή ή εδώ και ώρα;
[*παλ- (ίσως συγγεν. με τῆλε «μακριά», πβ. βοιωτ. πήλυι = τηλοῦ «μακριά») + -αι, όπως χαμ-αί, κατ-αί = κατά]. παλαιός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει γίνει ή κατασκευαστεί πριν από πολύ καιρό: τριήρεις παλαιαὶ καὶ καιναί = παλιές και καινούριες τριήρεις. 2. για πρόσωπα αυτός που έζησε πριν από πολλά χρόνια: οἱ πάνυ παλαιοὶ ἄνθρωποι = οι πολύ παλιοί άνθρωποι. Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν = ο Μίνωας είναι ο πιο παλιός (αρχαίος) από όσους γνωρίζουμε εξ ακοής (έχουμε ακουστά). 3. ως επίρρημα τὸ παλαιὸν άλλοτε, παλιά. ΝΕ παλαιός (λόγ.) & παλιός (με σημ. 1, 2). [ παλαίστρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ παλαίστρα. [παράγ. λ. παλαίω + παρ. επίθ. -(σ)τρα]. παλαίω ΡΗΜΑ
παλεύω.
ΝΕ παλεύω. [αβέβ., πιθ. συγγεν. με πάλλω]. πάλιν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. τοπικά πίσω: πάλιν δίδωμι/ἀποδίδωμι = δίνω πίσω, ξαναδίνω. 2. χρονικά ξανά: πάλιν ἐξ ἀρχῆς = ξανά από την αρχή. ΝΕ πάλι (με τη σημ. 2). [ίσως αρχικά ουσ. *πάλις «επιστροφή» (πέλομαι, πόλος), αιτιατ. *πάλιν, πβ. δωρεάν]. Παλλάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [θηλ. του πάλλαξ, ὁ = πάλληξ, ὁ «έφηβος», αβέβ. ετυμ., σύμφωνα με την αρχ. παράδοση < πάλλω]. παλτόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ουσιαστικοπ. του παλτός < πάλ-λω + παρ. επίθ. -τός]. πάμφορος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. πᾱν + φέρω]. Παναθήναια, -αίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[σύνθ. λ. πᾱν- + Ἀθήναια «παλιό όνομα των Παναθηναίων»]. πανδημεὶ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. πάνδημος + παρ. επίθ. -εί]. πάνδημος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ πάνδημος (λόγ.). [σύνθ. λ. πᾱς + δῆμος]. πανηγυρικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
αυτός που έχει σχέση με εορταστική συγκέντρωση: οἱ πανηγυρικοὶ ὄχλοι = οι πανηγυριστές.
ΝΕ πανηγυρικός. [παράγ. λ. πανήγυρις + παρ. επίθ. -ικός]. πανήγυρις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πανηγύρι «εορταστική συγκέντρωση». [σύνθ. λ. πᾱν + ἄγυρις (αιολ. αντί ἀγορά < ἀγείρω)]. παννύχιος, -ιος, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. παννυχ-ίς + παρ. επίθ. -ιος]. παννυχίς, -ίδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ παννυχίδα. [σύνθ. λ. πᾶν + νύξ, όπου το -χ αντί -κ (νυκτός < νύξ), ίσως από νυχ-θημερόν]. παντάπασι(ν) ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. εντελώς: παντάπασι ῥᾴδιον = εντελώς εύκολο. 2. σε καταφατικές απαντήσεις αναμφιβόλως. [σύνθ. λ. ίσως *παντάπας / *παντάπαν, δοτ. πληθ. παντάπασι «για όλους ή για όλα, εντελώς»]. πανταχοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ πανταχού στη φρ. πανταχού παρών. [παράγ. λ. *πανταχό-ς (πᾱς, παντ-ός + -αχ-ός, πβ. μον-αχός) + παρ. επίθ. -οῦ]. πάντῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -ῃ]. παντοδαπός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
[παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -δ-απός, κατά το ἡμε-δ-απός]. παντοῖος, -οία, -οῖον ΕΠΙΘΕΤΟ
[παράγ. λ. πᾱς, παντ-ός + παρ. επίθ. -οῖος]. πάντως ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με κάθε τρόπο: πάντως προπηλακιεῖ σε = θα σε εξευτελίσει με κάθε τρόπο. 2. οπωσδήποτε, εξάπαντος: εἰ δὴ δεῖ γε πάντως = αν λοιπόν είναι οπωσδήποτε απαραίτητο. ΝΕ πάντως «όμως, παρ’ όλα αυτά». [παράγ. λ. πᾱν, παντ-ός + παρ. επίθ. -ως]. πάνυ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πολύ: πάνυ ὀλίγοι = πολύ λίγοι. 2. οὐ πάνυ καθόλου δεν...: οὐ πάνυ τι μανθάνω = καθόλου δεν καταλαβαίνω. 3. σε απαντήσεις βεβαιότατα, αναμφιβόλως. 4. ὁ πάνυ = ο πασίγνωστος: ὁ πάνυ Περικλής. [παράγ. λ. πᾱς / πᾶν + παρ. επίθ. -υ, που είναι ανερμήνευτο (κατά το εὖ;)]. παπαῖ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ 1. ως έκφραση θλίψης ή πόνου αλίμονο, ποπό: φεῦ. παπαῖ! = αχ, ποπό! 2. ως έκφραση έκπληξης μπα!: παπαί, οἷον
λέγεις! = μπα, τι λες! ( πάππος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πάππος (λόγ.). [ηχομιμητ. λ. της παιδικής γλώσσας με εμφατικό διπλασιασμό του π]. παρὰ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική προσώπου εκ μέρους, από τον...: ταῦτα παρὰ σοῦ ἐμάθομεν = αυτά τα μάθαμε από σένα.
Β. με δοτ. προσώπου κοντά σε κάποιον: οἱ Περσῶν παῖδες παιδεύονται παρὰ τοῖς δημοσίοις διδασκάλοις = τα παιδιά των Περσών εκπαιδεύονται κοντά σε δημόσιους δασκάλους.
Γ. με αιτιατική δηλώνει 1. κίνηση προς (το μέρος κάποιου προσώπου): Ἴωνες δὲ ἔπεμπον ἀγγέλους παρὰ Κῦρον = και οι Ίωνες έστελναν απεσταλμένους στον Κύρο. ἔπεμψεν ἄγγελον ἐς Φάρσαλον παρὰ τοὺς ἐπιτηδείους = έστειλε αγγελιαφόρο στους φίλους του στα Φάρσαλα. 2. κίνηση παράλληλα με κάτι ή κοντά σε κάτι: παρὰ τὴν Βαβυλῶνα δεῖ παριέναι = πρέπει να περάσει κανείς δίπλα από τη Βαβυλώνα. 3. αντίθετα με: παρὰ τὸν νόμον/παρὰ τὸ δίκαιον = αντίθετα με το νόμο / με το δίκαιο.
4. πλην, εκτός από...: οὔκ ἐστι παρὰ ταῦτα ἄλλα = εκτός από αυτά δεν υπάρχουν άλλα.
5. σε σύγκριση με...: χειμὼν μείζων παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν = δυνατότερο κρύο σε σύγκριση με την εποχή. 6. εξαιτίας ή χάρη σε...: οὐ παρὰ τὴν ἑαυτοῦ ῥώμην... ὅσον παρὰ τὴν ἡμετέραν ἀμέλειαν = όχι τόσο χάρη στη δύναμή του... όσο εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας. 7. κατά τη διάρκεια: παρὰ τὸν βίον ἅπαντα = σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Δ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει 1. κίνηση από…, προς: π.χ. παραλαμβάνω. 2. στάση ή κίνηση κοντά σε πρόσωπο ή πράγμα: π.χ. πάρειμι, παρέρχομαι. 3. αντίθετα με κάτι: π.χ. παρασπονδῶ. 4. σύγκριση: π.χ. παραβάλλω. 5. κάτι που γίνεται εσφαλμένα, λάθος: π.χ. παραβλέπω. ΝΕ παρά (με τη σημ. Γ3). [*παρ-, *περ- (περί), *πρ- (πρός) ΙΕ αρχής]. παραβαίνω ΡΗΜΑ
1. δεν τηρώ ένα νόμο, μια συμφωνία κτλ., παραβαίνω: παραβεβασμένοι ὅρκοι = όρκοι που έχουν παραβιαστεί. 2. προχωρώ, παρουσιάζομαι: παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον = παρουσιάζομαι στους θεατές, για να μιλήσω.
ΝΕ παραβαίνω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. παρά + βαίνω]. παραβάλλω ΡΗΜΑ
1. ρίχνω κάτι μπροστά σε κάτι: παραβάλλω τοῖς ἵπποις φορβήν = ρίχνω στα άλογα χόρτο. 2. μέση φωνή παραβάλλομαι α. θέτω / εκθέτω τον εαυτό μου σε κίνδυνο: οὐκ ἴσα παραβαλλόμενοι εἰς τὸν κίνδυνον ἴμεν = ριψοκινδυνεύοντας όχι εξίσου (με τους άλλους) προχωρούμε. β. συγκρίνω: πρὸς ποῖον κτῆμα παραβαλλόμενος φίλος ἀγαθὸς οὐκ ἂν πολλῷ κρείττων φανείη; = με ποια περιουσία αν συγκριθεί ο καλός φίλος δε θα φανεί πολύ ανώτερος; 3. στρέφω, γυρίζω κάτι προς τα πλάγια: παραβάλλω τὼ ὀφθαλμὼ = ρίχνω πλάγια βλέμματα. παραβαλὼν τὴν κεφαλὴν καὶ ἀκούσας, ἔφη = αφού έστρεψε το κεφάλι και άκουσε, είπε. 4. ως αλληλοπαθές πλησιάζω: ὅταν παραβάλλωσιν ἑαυτοὺς ἀλλήλοις οἵ τε ἄρχοντες καὶ οἱ ἀρχόμενοι = όταν θα συναντιούνται οι άρχοντες και οι αρχόμενοι.
ΝΕ παραβάλλω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. παρά + βάλλω]. παραγγέλλω ΡΗΜΑ
1. δίνω διαταγή: ὁ στρατηγὸς παρήγγειλε τῇ στρατιᾷ ὃν ἂν λάβωσι κτείνειν = ο στρατηγός έδωσε διαταγή στο στρατό να σκοτώνουν όποιον συλλάβουν. 2. γενικά δίνω εντολή ή παρακινώ: παρηγγείλαμεν οὖν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρῳαίτατα = παρακινήσαμε λοιπόν ο ένας τον άλλο να φτάσουμε όσο γίνεται πιο πρωί (στη φυλακή όπου ήταν ο Σωκράτης).
ΝΕ παραγγέλλω (λόγ.) και παραγγέλνω «κάνω μια παραγγελία». [σύνθ. λ. παρά + ἀγγέλλω]. παραγίγνομαι ΡΗΜΑ
1. παρευρίσκομαι, είμαι παρών κάπου: παραγίγνομαι ἐν τοῖς ἀγῶσι = είμαι παρών στους αγώνες. 2. βοηθώ, παραστέκομαι κάποιον: Ἀθηναῖοι ναυσί τε καὶ στρατιᾷ παρεγένοντο ἐπὶ τοὺς Χαλκιδεῖς = οι Αθηναίοι βοήθησαν με πλοία και με στρατό τους Χαλκιδείς. 3. παρουσιάζομαι, φτάνω: ἐν τρισὶν ἡμέραις παραγίγνονται εἰς ταύτην τὴν κώμην = σε τρεις μέρες φτάνουν σε αυτό το χωριό. παρεγένοντο αἱ νῆες = έφτασαν τα πλοία. [σύνθ. λ. παρά + γίγνομαι]. παράγω ΡΗΜΑ
1. οδηγώ, οδηγώ έξω από έναν τόπο. 2. μεταφορικά οδηγώ κάποιον σε λάθος δρόμο, τον παραπλανώ, τον εξαπατώ: ψεύδεσιν ἡμᾶς παράγουσιν = μας εξαπατούν με ψέματα. ἀπάτῃ παράγεσθε ὑπ’ αὐτῶν = με δόλιο τρόπο παραπλανάσθε από αυτούς.
ΝΕ παράγω «παράγω ένα προϊόν, κατασκευάζω, δημιουργώ». [σύνθ. λ. παρά + ἄγω]. παραγωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μετακίνηση: τοῖς πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν = χρησιμοποίησαν τα πλοία για να μετακινήσουν το στρατό. 2. παραπλάνηση, εξαπάτηση: τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ = εξαιτίας της παραπλάνησης που προκάλεσε η απάτη. ΝΕ παραγωγή (λ.χ. αγροτική ή ενός προϊόντος). [παράγ. λ. παράγω + παρ. επίθ. -ή]. παράδειγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σχέδιο, πρότυπο: ἐξειργάσαντο ναὸν τοῦ παραδείγματος κάλλιον = κατασκεύασαν ένα ναό ωραιότερο από το πρότυπο. 2. παράδειγμα: παράδειγμα λαμβάνω παρά τινος = παίρνω παράδειγμα από κάποιον. παράδειγμα δίδωμι = δίνω παράδειγμα.
ΝΕ παράδεγμα (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. παρά + δεῖγμα]. παράδεισος, είσου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παράδεισος (με τη θρησκευτική σημ.). [αρχ. πέρσ. δάν. pairi-daēza = περί-τοιχος «φράχτης»]. παραδέχομαι ΡΗΜΑ
1. δέχομαι κάτι από κάποιον, το παραλαμβάνω: Κῦρος ἄνδρα ἔταξε παραδέχεσθαι τὰ φερόμενα γράμματα = ο Κύρος τοποθέτησε έναν άνδρα για να παραλαμβάνει τις επιστολές που έφερναν.
2. αναλαμβάνω να κάνω κάτι: παρεδέξατο Χαρίνῳ τῷ προδότῃ ταὐτὰ πράττειν = ανέλαβε να κάνει τα ίδια με αυτά που έκανε ο Χαρίνος ο προδότης. 3. δέχομαι κάτι όπως είναι, το παραδέχομαι.
ΝΕ παραδέχομαι (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. παρά + δέχομαι]. παραιτέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
1. ζητώ να μου κάνουν μια χάρη, παρακαλώ κάποιον για κάτι: παραιτοῦμαι ὑμᾶς μὴ θορυβεῖν = ζητώ να μου κάνετε τη χάρη να μη διαμαρτύρεστε. παραιτοῦμαι μηδὲν τούτων δρᾶν = παρακαλώ να μην κάνετε τίποτε από αυτά. 2. παρακαλώντας αποτρέπω κάτι δυσάρεστο: παραιτοῦμαι τὴν ὀργήν. 3. παραιτώ κάτι, το απορρίπτω, αρνούμαι: τὴν Προδίκου τοῦδε διαίρεσιν τῶν ὀνομάτων παραιτοῦμαι = τη διάκριση των λέξεων που κάνει ο Πρόδικος την απορρίπτω.
ΝΕ παραιτούμαι «εγκαταλείπω μια επιδίωξη». [σύνθ. λ. παρά + αἰτέομαι]. παραίτησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παραίτηση «απόσυρση, εγκατάλειψη ενός σκοπού, μιας θέσης κτλ.». [παράγ. λ. παραιτέομαι + παρ. επίθ. -σις]. παρακαλέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. καλώ κάποιον σε βοήθεια: παρακαλῶ τινα σύμμαχον = καλώ κάποιον ως σύμμαχο. 2. προσκαλώ κάποιον: παρακαλῶ τινα ἐπὶ τὸ βῆμα = προσκαλώ κάποιον να ανεβεί στο βήμα. 3. παρακινώ, προτρέπω κάποιον: παρακαλῶ τινα εἰς μάχην = παρακινώ κάποιον να λάβει μέρος στη μάχη.
ΝΕ παρακαλώ «υποβάλλω παράκληση». [σύνθ. λ. παρά + καλέω]. παρακαταθήκη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παρακαταθήκη. [σύνθ. λ. παρά + καταθήκη]. παρακατατίθημι ΡΗΜΑ
[σύνθ. λ. παρά + κατατίθεμαι]. παρακινέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. προκαλώ ταραχές, διαταράσσω την τάξη: παρακινῶ τὰ πράγματα = προκαλώ ταραχές στο καθεστώς της πολιτείας. 2. αμετάβατο ταράζομαι, χάνω την ψυχραιμία ή τη λογική μου: νουθετεῖται ὡς παρακινῶν = τον συμβουλεύουν, επειδή δεν ξέρει τι κάνει. ΝΕ παρακινώ (λ.χ. σε αρνητικές ενέργειες, ξεσηκώνω). [σύνθ. λ. παρά + κινέω]. παρακολουθέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ακολουθώ, πηγαίνω από πίσω ή συνοδεύω κάποιον/κάτι: παρηκολούθει αὐτοῖς ἡ ἔχθρα παρὰ τῶν Λακεδαιμονίων = τους συνόδευε η εχθρότητα των Λακεδαιμονίων. = ἕπομαι. ≠ ἡγέομαι. 2. προσέχω, παρακολουθώ. ΝΕ παρακολουθώ (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. παρά + ἀκολουθέω]. παραλλάττω ΡΗΜΑ
ο κοινός τύπος είναι παραλλάσσω 1. αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, το εναλλάσσω: ὑποδήματα παρηλλαγμένα = παπούτσια που έχουν φορέσει το δεξί στο αριστερό πόδι και αντίστροφα. 2. αλλάζω κάτι λίγο, το παραλλάζω: μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάττω. 3. διαφέρω: παραλλάττω ἀπό τινος = διαφέρω από κάτι.
ΝΕ παραλλάσσω / παραλλάζω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. παρά + ἀλλάττω]. παραλογίζομαι ΡΗΜΑ
1. δε λογαριάζω σωστά, κάνω λάθος στο μέτρημα. 2. με λανθασμένα συμπεράσματα προσπαθώ να εξαπατήσω κάποιον: ἀπάτῃ τινὶ παραλογίζομαί τινα = με κάποιο τέχνασμα εξαπατώ κάποιον.
ΝΕ παραλογίζομαι «δεν ενεργώ σύμφωνα με τη λογική κτλ.». [σύνθ. λ. παρά + λογίζομαι «απαριθμώ»]. παραλύω ΡΗΜΑ 1. λύνω κάτι και το αφαιρώ: παραλύω τὰ πηδάλια τῶν νεῶν = αφαιρώ τα πηδάλια των πλοίων. 2. παύω, αφαιρώ από κάποιον ένα αξίωμα: Δαρεῖος παραλύει τῆς στρατηγίας Μαρδόνιον = ο Δαρείος παύει από στρατηγό το Μαρδόνιο. 3. προκαλώ αδυναμία: παραλύω τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ = αδυνατίζω το σώμα με την αποχή από την τροφή. παραλελυμένοι καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς = εξαντλημένοι και στο σώμα και στην ψυχή.
ΝΕ παραλύω (με τη σημ. 3, ως αμετάβ.). [σύνθ. λ. παρά + λύω]. παραμένω ΡΗΜΑ
1. μένω κοντά σε κάποιον.
2. παραμένω, μένω στη θέση μου: ἐμοὶ διάδοχόν τινα πέμπειν, ὡς ἀδύνατός εἰμι παραμένειν = να στείλετε κάποιον να με διαδεχτεί, γιατί είναι αδύνατον να μείνω στη θέση μου. 3. διατηρούμαι, αντέχω: παραμένει ἡ πολιτεία = διατηρούνται τα πολιτικά δικαιώματα.
ΝΕ παραμένω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. παρά + μένω]. παραμυθέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ 1. συμβουλεύω, παρακινώ: πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; = πώς θα τους παρακινήσουμε λοιπόν να δείξουν προθυμία; 2. παρηγορώ: παραμυθοῦμαί τινα λόγοις = παρηγορώ κάποιον με λόγια. 3. ανακουφίζω, μετριάζω κάτι δυσάρεστο: παραμυθεῖται ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν = το κρασί μετριάζει τη μελαγχολία των γηρατειών.
[σύνθ. λ. παρά + μυθέομαι]. παραμυθία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ενθάρρυνση, προτροπή, παρότρυνση. 2. παρηγοριά. ΝΕ παραμυθία (λόγ., με τη σημ. 2). [παράγ. λ. παραμυθέομαι + παρ. επίθ. -ία]. παράνομος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. παράνομος. 2. στο αττικό δίκαιο α. παράνομα γράφω προτείνω μέτρο ή ψήφισμα ασύμφωνο με τους ισχύοντες νόμους ή αντισυνταγματικό. β. παρανόμων γράφομαί τινα καταγγέλλω κάποιον ότι προτείνει παράνομα μέτρα (η καταγγελία αυτή λεγόταν γραφὴ παρανόμων) παρασάγγης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ στη λόγ. φρ. απέχει παρασάγγας. [περσ. δάν., περσ. farsang με ιων. ψίλωση]. παρασκευάζω ΡΗΜΑ
1. προετοιμάζω: παρασκευάζω στρατείαν = προετοιμάζω εκστρατεία. 2. προμηθεύω: παρασκευάζω τῇ νηὶ οἶνον καὶ ἄλφιτα = προμηθεύω το πλοίο κρασί και κριθαρένιο αλεύρι. 3. μέση φωνή παρασκευάζομαι α. ετοιμάζω κάτι για να το χρησιμοποιήσω εγώ: παρασκευάζομαι τὸ ναυτικόν. β. προετοιμάζομαι: παρεσκευάζοντο ὡς ναυμαχήσοντες/ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν = προετοιμάζονταν για τη ναυμαχία.
ΝΕ παρασκευάζω (με τη σημ. 1) & παρασκευάζομαι (με τη σημ. 3β). [σύνθ. λ. παρά + σκευάζω]. παρατείνω ΡΗΜΑ
1. απλώνω κάτι κατά μήκος, το εκτείνω: παρατείνω τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας = εκτείνω τη φάλαγγα προς την πλευρά των χωριών. 2. αυξάνω τη χρονική διάρκεια: παρατείνω τοὺς λόγους = μιλώ περισσότερο (από όσο προβλεπόταν). 3. ως αμετάβατο εκτείνομαι κατά μήκος: ἡ νῆσος τὸν λιμένα παρατείνουσα... ποιεῖ τοὺς εἴσπλους στενούς = το νησί, καθώς εκτείνεται κατά μήκος του λιμανιού, κάνει στενές τις εισόδους πλοίων.
ΝΕ παρατείνω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. παρά + τείνω]. παρατίθημι ΡΗΜΑ
1. προσφέρω, παραθέτω: παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα = παρέθεσαν (έβαλαν) κρέατα στο τραπέζι. 2. γενικά παρουσιάζω κάτι: παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιήματα = τους παρουσιάζουν ποιήματα να διαβάζουν. 3. μέση φωνή παρατίθεμαι α. βάζω κάτι μπροστά ή κοντά σε μένα ή σε κάποιον άλλον: τράπεζαν παρατίθεμαι = βάζω τραπέζι για να φάω μόνος μου ή με άλλους. β. παραδίδω σε κάποιον κάτι που μου ανήκει = παρατίθεμαι τὰ χρήματα παρά τινα = παραδίδω τα χρήματα σε κάποιον.
ΝΕ παραθέτω (με τις σημ. 1, 2). [σύνθ. λ. παρά + τίθημι]. παρατυγχάνω ΡΗΜΑ
1. τυχαίνει να βρίσκομαι κάπου: παρατυγχάνω τῇ μάχῃ = τυχαίνει να είμαι παρών στη μάχη. λαβόντες ὅ τι ἑκάστῳ παρέτυχεν ὅπλον = αρπάζοντας όποιο όπλο τύχαινε να βρίσκεται μπροστά στον καθένα. 2. τὸ παρατυγχάνον/τὸ παρατυχὸν ό,τι απαιτεί κάθε φορά η περίσταση: ποιεῖν τὸ παρατυγχάνον ἀεί. [σύνθ. λ. παρά + τυγχάνω]. παραυτίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ευθύς αμέσως, παρευθύς. = παραχρῆμα. 2. με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: αἱ παραυτίκα ἡδοναί = οι απολαύσεις της στιγμής. [σύνθ. λ. παρά + αὐτίκα]. παραχρῆμα ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. παρευθύς: εἰ μὴ παραχρῆμα, ἀλλ’ ὀλίγον ὕστερον = αν όχι αμέσως, λίγο αργότερα. = παραυτίκα. 2. με άρθρο δηλώνει το προσωρινό, το στιγμιαίο: ἡ παραχρῆμα ἀνάγκη = η ανάγκη της στιγμής, η άμεση ανάγκη.
ΝΕ στη φρ. αυθωρεί και παραχρήμα (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. παρά + χρῆμα < παρὰ τὸ χρῆμα «στην άμεση χρήση και διάθεση, αμέσως»]. παραχωρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. παραμερίζω: παραχωρῶ τινι τῆς ὁδοῦ = παραμερίζω, αφήνω το δρόμο ανοιχτό για να περάσει κάποιος. 2. υποχωρώ, υποτάσσομαι σε κάποιον ή κάτι: παραχωρῶ τῷ νόμῳ. 3. παραδίδω, παραχωρώ κάτι: Φιλίππῳ κατὰ τὰς συνθήκας Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν = παραχωρήσαμε στο Φίλιππο την Αμφίπολη, σύμφωνα με τις συμφωνίες.
ΝΕ παραχωρώ (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. παρά + χωρέω]. πάρειμι (Α) ΡΗΜΑ
1. είμαι παρών: πάρειμι ἐν ταῖς συνουσίαις = είμαι παρών στις συγκεντρώσεις των φίλων. ≠ ἄπειμι (εἰμί) «απουσιάζω, είμαι απών». 2. είμαι κοντά σε κάποιον για να τον βοηθήσω: πάρειμί τινι = παραστέκομαι, βοηθώ κάποιον. 3. έχω φτάσει σε... ή έχω έρθει από...: Ὀλυμπίαζε πάρειμι = έχω φτάσει στην Ολυμπία. Φίλιππος ἐκ Θράκης πάρεστι = ο Φίλιππος έχει έρθει από τη Θράκη. 4. για πράγματα υπάρχω: φόβος παρῆν = υπήρχε φόβος. 5. για χρόνο ἡ παροῦσα ἡμέρα = η σημερινή ημέρα.
6. ως απρόσωπο πάρεστί μοι = (κάτι) εξαρτάται από μένα. ΝΕ στη μετοχή παρών, παρούσα, παρόν (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. παρά + εἰμί]. πάρειμι (Β) ΡΗΜΑ
1. περνώ δίπλα από κάτι: δεῖ παριέναι σε παρὰ Βαβυλῶνα = πρέπει να περάσεις έξω από τη Βαβυλώνα. 2. έρχομαι, παρουσιάζομαι: εἶπεν μὴ πρότερον παριέναι ἡμᾶς ἕως ἂν αὐτὸς κελεύσῃ = είπε να μην έρθουμε πριν μας δώσει αυτός την εντολή. παρῄει οὐδείς = δεν παρουσιάστηκε κανείς (για να μιλήσει). [σύνθ. λ. παρά + εἶμι]. παρελαύνω ΡΗΜΑ
περνώ έφιππος δίπλα από κάτι: παρελαύνω τὰς τάξεις = έφιππος περνώ δίπλα από τη στρατιωτική παράταξη. ΝΕ παρελαύνω. [σύνθ. λ. παρά + ἐλαύνω]. παρέρχομαι ΡΗΜΑ
1. περνώ δίπλα από κάτι.
2. υπερέχω, είμαι ανώτερος: τοὺς λόγους τὰ ἔργα παρέρχεται = τα έργα είναι ανώτερα από τα λόγια. 3. ξεφεύγω: παρέρχομαι τὸν νόμον = δε με πιάνει ο νόμος. 4. μπαίνω μέσα: παρέρχεται βίᾳ εἰς τὴν πόλιν = (ο στρατός) μπαίνει στην πόλη με τη χρήση βίας. 5. παρουσιάζομαι κάπου για να μιλήσω: εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρέρχομαι = παρουσιάζομαι στη συνέλευση των πολιτών για να μιλήσω. ΝΕ παρέρχομαι (λόγ.). [σύνθ. λ. παρά + ἔρχομαι]. παρέχω ΡΗΜΑ
Α. 1. δίνω, παρέχω, χορηγώ: πληρώματα ἡ πόλις παρέχει = η πόλη δίνει ναύτες. 2. για πράγματα προξενώ: πόνον παρέχει τι = κάτι προξενεί κόπο. 3. παρέχω ἐμαυτόν θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου: παρέχουσι δὲ ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι, ἤν τι δέωνται = και είναι στη διάθεση των αρχόντων για να τους χρησιμοποιήσουν, αν υπάρχει κάποια ανάγκη.
Β. μέση φωνή παρέχομαι 1. παραχωρώ κάτι από αυτά που μου ανήκουν, το παρέχω: παρέχομαι ὅπλα. 2. παράγω: ποταμός παρέχεται κροκοδείλους. 3. για άυλα πράγματα δείχνω: παρέχομαι προθυμίαν. 4. παρουσιάζω κάποιον ή κάτι: παρέχομαί τινα μάρτυρα = παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο. ΝΕ παρέχω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. παρά + ἔχω]. παρθενών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στην ποίηση ο χώρος του σπιτιού όπου έμεναν τα ανύπαντρα κορίτσια. 2. ὁ Παρθενὼν ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας. ΝΕ Παρθενώνας (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. παρθένος + παρ. επίθ. -ών]. παρίημι ΡΗΜΑ
1. παραλείπω: παρεὶς ταῦτα, βαδιοῦμαι πρός... = παραλείποντας αυτά (τις λεπτομέρειες) θα προχωρήσω προς...
2. για χρονικό διάστημα αφήνω να περάσει: ἕνδεκα ἡμέρας παρέντες = αφού άφησαν να περάσουν έντεκα ημέρες. 3. αφήνω, παραδίδω: Ταῦτα ἡγοῦμαι. Εἰ δέ τῳ ἄλλως δοκεῖ, παρίημι αὐτῷ τὴν ἀρχήν = Αυτά θεωρώ (σωτήρια για την πόλη). Αν όμως κάποιος άλλος έχει άλλη γνώμη, παραδίδω την εξουσία σ' αυτόν.
4. αφήνω κάποιον να περάσει: οἳ παρεκελεύοντο ὅπως μὴ παρήσουσιν ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους = αυτοί (τους) παρότρυναν να μην αφήσουν τους βαρβάρους (τους Πέρσες) να περάσουν στην Ελλάδα. [σύνθ. λ. παρά + ἵημι]. παρίστημι ΡΗΜΑ
1. στήνω / τοποθετώ κάποιον ή κάτι κάπου κοντά: παρέστησέ τινα τῶν οἰκετῶν φυλάττειν = τοποθέτησε (εκεί) κοντά έναν από τους υπηρέτες για να φυλάει. 2. βάζω σε κάποιον μια σκέψη, μια ιδέα, του την εμπνέω: παρίστημι ἐλπίδας τῇ πόλει = κάνω τους πολίτες να έχουν ελπίδες. 3. αποδεικνύω: παρίστημί τι πολλοῖς τεκμηρίοις = αποδεικνύω κάτι με πολλά πειστήρια. 4. παθ. φωνή αμετάβ. παρίσταμαι α. παραστέκομαι για να βοηθήσω: οὐ παρέστη οὐδ’ ἐβοήθησε τῷ τούτου υἱεῖ = δεν παραστάθηκε ούτε βοήθησε το γιο αυτού (του ανθρώπου). β. για γεγονότα, καταστάσεις παρουσιάζομαι: ἐὰν χρεία παραστῇ = εάν παρουσιαστεί ανάγκη.
ΝΕ στη φρ. παρίσταται ανάγκη (με σημ. 4β). [σύνθ. λ. παρά + ἵστημι]. παροράω -ῶ ΡΗΜΑ
αμελώ, παραμελώ: Ἀρχίδαμος ἐδῄου Ἀρκαδίαν... οἱ δὲ Ἀρκάδες ταῦτα πάντα παρεώρων = ο Αρχίδαμος λεηλατούσε την Αρκαδία... οι Αρκάδες όμως έδειχναν αμέλεια για όλα αυτά.
[σύνθ. λ. παρά + ὁράω]. παρρησιάζομαι ΡΗΜΑ
μιλώ με παρρησία, με θάρρος: ἃ γιγνώσκω πάντα πεπαρρησίασμαι = αυτά που πιστεύω τα έχω πει όλα με παρρησία. [σύνθ. λ. παρρησία (< πᾶν + ῥῆσις) + παρ. επίθ. -άζομαι]. πᾶς, πᾶσα, πᾶν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ολόκληρος, όλος: πᾶσα ἡ δύναμις = ολόκληρη η (στρατιωτική) δύναμη. πάντες οἱ ἄνθρωποι = όλοι οι άνθρωποι. 2. όταν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο ή πράγμα ανάμεσα σε πολλά καθένας, κάθε: πᾶς Ἕλλην = κάθε Έλληνας. πᾶσα ἀνθρώπου ψυχή = κάθε ψυχή ανθρώπου. 3. με αριθμητικά εν όλω, συνολικά: οἱ πάντες εἷς καὶ ἐνενήκοντα = εν όλω ενενήντα ένας (άνδρες).
ΝΕ πας, πάσα, παν (λόγ., με τη σημ. 2). [*παν(τ)-, ΙΕ αρχής]. πάσχω ΡΗΜΑ
1. παθαίνω: ἃ πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὀργίζεσθε, ταῦτα τοῖς ἄλλοις μὴ ποιεῖτε = αυτά που όταν τα παθαίνετε από άλλους οργίζεστε, να μην τα κάνετε στους άλλους.
2. μου συμβαίνει κάτι: καί τι ἔφη γελοῖον παθεῖν = και είπε ότι του συνέβη κάτι κωμικό.
ΝΕ πάσχω (λόγ.). [*παθ- + παρ. επίθ. -σχω < -σκω, ηλειακό πάσκω, χωρίς σαφή ετυμ.]. πατάσσω ΡΗΜΑ
χτυπώ: πατάξας καταβάλλω αὐτόν = αφού τον χτύπησα, τον ρίχνω κάτω. πάταξον μέν, ἄκουσον δέ = χτύπησέ με, αλλά άκουσέ με (είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη).
ΝΕ πατάσσω (λόγ.). [*παταγ- (πβ. πάταγ-ος) + παρ. επίθ. -jω]. πατήρ, πατρός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πατέρας. [πατήρ, αρχ. ινδ. pitār-, αρχ. περσ. pitar-, λατ. pater κ.ά.]. παῦλα, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ παύλα «παύση» (γραμματική). [*παυ- (παύω) + παρ. επίθ. -λα, αβέβ. ετυμ.]. παύω ΡΗΜΑ
σταματώ κάτι: παύω τὸν λόγον = τελειώνω, ολοκληρώνω την ομιλία μου. παύω τὸν νόμον = καταργώ το νόμο. 2. εμποδίζω κάποιον να συνεχίσει μια δραστηριότητα: παύω τινὰ τῆς ἀρχῆς/τῆς στρατηγίας = αφαιρώ από κάποιον την εξουσία/το αξίωμα του στρατηγού.
3. ως αμετάβ. στην προστακτική παῦε = σταμάτα. ΝΕ παύω (με τις σημ. 1, 2, 3). [παύ-ω, αβεβ. ετυμ.]. πείθω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάποιον να δεχτεί τη γνώμη μου, τον πείθω: πείθω τινὰ ὡς χρή... = πείθω κάποιον ότι πρέπει... πείθω ἐμαυτόν = πείθομαι.
2. μέση και παθ. φωνή πείθομαι α. πείθομαι. β. υπακούω: διδάσκουσι τοὺς παῖδας πείθεσθαι τοῖς ἄρχουσι = διδάσκουν τα παιδιά να υπακούουν στους άρχοντες. 3. παρακ. πέποιθά τινι έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή κάτι.
ΝΕ πείθω (με σημ. 1) & πείθομαι (με σημ. 2α). [*φειθ- , λατ. fido, ΙΕ *bheidh-]. πεινάω -ῶ ΡΗΜΑ
πεινώ. ≠ κορέννυμαι. ΝΕ πεινώ. [παράγ. λ. πεῖνα + παρ. επίθ. -άω]. πεῖρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δοκιμή, απόπειρα: πεῖραν λαμβάνω τινὸς ὅπως ἔχει = δοκιμάζω τις ικανότητες κάποιου. 2. πολεμική απόπειρα, πολεμική επιχείρηση: ἀνὴρ μάντις εἰσηγήσατο αὐτοῖς τὴν πεῖραν = ένας μάντης τούς συμβούλευσε να κάνουν την επιχείρηση.
ΝΕ πείρα «εμπειρία». [*περ- «εισδύω» (λατ. per-ītus «έμπειρος») + jα]. πειράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. προσπαθώ, επιχειρώ: δέδοικα μήποτε πολλὰ πειρῶντες καὶ κατορθώσωσιν = φοβούμαι μήπως και επιτύχουν με τις πολλές προσπάθειές τους. 2. συνήθως αποθετικό πειρῶμαι
α. προσπαθώ: πειρασόμεθα ὑμῖν ἐγώ τε καὶ Πρωταγόρας φράσαι = θα προσπαθήσουμε εγώ και ο Πρωταγόρας να σας πούμε. β. δοκιμάζω: πεπείρανται δουλείας = έχουν δοκιμάσει τη δουλεία.
[*περ- , πείρω «εισδύω»]. πέλας ΕΠΙΡΡΗΜΑ
[*πελα- (*πλα- «κοντά», πβ. πελάζω, πλησίον) + τελικό -ς των επιρρημάτων, οὕτω-ς]. πελταστής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. πελτάζω + παρ. επίθ. -τής]. πέλτη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*πελ- (πέλμα) «δέρμα», λατ. pellis «δέρμα»]. πέμπω ΡΗΜΑ
στέλνω: ἐψηφίσαντο ναῦς ἑξήκοντα πέμπειν ἐς Σικελίαν καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας = ψήφισαν να στείλουν στη Σικελία εξήντα πλοία και στρατηγούς με απόλυτη εξουσία.
ΝΕ πέμπω (λόγ.). [αβέβ. ετυμ., ίσως δάνεια λ.]. πένης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
άνθρωπος φτωχός ( [*πεν- «μοχθώ, κοπιάζω» (πένομαι «κουράζομαι, είμαι φτωχός») + παρ. επίθ. -ης, αβέβ. ετυμ.]. πενία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. πένομαι + παρ. επίθ. -ία]. πένομαι ΡΗΜΑ μόνο στον ενεστώτα και τον παρατατικό είμαι φτωχός.≠πλουτέω.
ΝΕ πένης (λόγ.). [*πεν- «μοχθώ, πόνος» + παρ. επίθ. -ομαι]. πένταθλον, -άθλου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πένταθλο. [σύνθ. λ. πέντε + ἆθλον]. πεντακόσιοι, -αι, -α ΕΠΙΘΕΤΟ 1. πεντακόσιοι. 2. οἱ πεντακόσιοι στην Αθήνα η Βουλή των πεντακοσίων, που είχε αρμοδιότητες προβουλευτικές και εκτελεστικές. ΝΕ πεντακόσιοι (με τη σημ. 1). [πέντε + *-(α)κόσιοι < *(α)κάτιοι < ἑκατόν, διαλ. ἑκοτόν, λατ. centum, δωρ. διακάτιοι = διακόσιοι]. πεντακοσιομέδιμνος, -ίμνου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. (σύνθ. πεντακόσιοι + μέδιμνοι) + παρ. επίθ. -ος]. πέπλος, -ου,ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ το πέπλο, σε ουδέτερο γένος. Το ουδ. γένος απαντά ήδη στον τύπο τὰ πέπλα που χρησιμοποίησαν ως ετερόκλιτο πληθυντικό (αντί του κανονικού οἱ πέπλοι) ποιητές της ύστερης αρχαιότητας. [*πελ- (πβ. ἁ-πλ-οῦς, δι-πλ-όω, πλέ-κω)]. πέπρωται ΡΗΜΑ παρακείμενος με σημ. ενεστώτα
είναι πεπρωμένο.
[παρακ. ρήματος που μαρτυρείται μόνον
στον αόρ. πορεῖν και το μέλλ. πόρσω, ομόρρ.
με περ ΜΟΡΙΟ εγκλιτικό, που προστίθεται σε συνδέσμους ή αναφορικά ακριβώς, πράγματι: ἐπείπερ = επειδή πράγματι. ὅσπερ = ο οποίος ακριβώς. [ομόρρ. με περί]. περαίνω ΡΗΜΑ
1. τελειώνω κάτι, το ολοκληρώνω: περαίνω τὸ προσταχθέν = ολοκληρώνω αυτό που με διέταξαν (να κάνω). περαίνεται τὸ ἔργον = τελειώνει το έργο. [παράγ. λ. πέρ-ας + παρ. επίθ. -αίνω]. περαιόω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ περαιώνω «τελειώνω». [παράγ. λ. περαῖος (παράγ. πέρας + παρ. επίθ. -αῖος) + παρ. επίθ. -όω]. περαιτέρω ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ περαιτέρω. [παράγ. λ. περαίτερ-ος (< περαιότερος < περαῖος «που βρίσκεται από την απέναντι πλευρά» < πέρ-αν + -αῖος) + παρ. επίθ. -ω]. πέραν ΕΠΙΡΡΗΜΑ
1. τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πέραν τοῦ ποταμοῦ = στην απέναντι όχθη του ποταμού. τούτου μὴ πέραν προβαίνειν = να μην προχωρήσει κανείς παραπέρα.
2. χρονικά περισσότερο χρόνο: οὐκέτι πέραν ἐπολιόρκησαν = δε συνέχισαν να πολιορκούν περισσότερο.
ΝΕ πέρα (και με τις δύο σημ.) [*περ- (περί, πόρος), αρχ. περσ. para «κοντά»]. πέρας, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πέρας. [*περ- (περί, πόρος, πέραν, πείρω «διαπερνώ»)]. περὶ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. 1. με γενική δηλώνει α. αναφορά σε κάποιον ή κάτι, προσπάθεια ή ενδιαφέρον: βουλεύομαι περὶ τῶν οἰκείων = αποφασίζω για τις δικές μου υποθέσεις. β. αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = δίνω σε κάτι μεγάλη αξία, το θεωρώ πολύ σπουδαίο. περὶ οὐδενὸς ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι εντελώς ασήμαντο. 2. με δοτική δηλώνει α. γύρω από (τοπικά): στρεπτοὺς εἶχον περὶ τοῖς τραχήλοις καὶ ψέλια περὶ ταῖς χερσί = είχαν περιδέραια γύρω από το λαιμό τους και βραχιόλια στα χέρια τους. β. σχετικά με: ὅρα μὴ περὶ τοῖς φιλτάτοις κινδυνεύῃς = πρόσεχε μήπως βάζεις σε κίνδυνο ό,τι πιο αγαπημένο έχεις. 3. με αιτιατική δηλώνει α. κοντά ή γύρω (τοπικά): ἡ περὶ Λέσβον ναυμαχία. β. για πρόσωπα οἱ περί τινα ακόλουθοι, συγγενείς, μαθητές κτλ.: ...ὡς οἱ περὶ τὸν Ἡράκλειτον λέγουσι = όπως λένε οι οπαδοί του Ηράκλειτου. γ. περίπου (χρονικά): περὶ μέσας νύκτας = γύρω στα μεσάνυχτα. δ. ασχολία με κάτι: ἢν ἐθελήσωσι διατρῖψαι περὶ τὴν θήραν = αν θελήσουν να ασχοληθούν με το κυνήγι. ε. σχετικά με κάτι: τὰ περὶ Μίλητον γεγονότα. στ. για αριθμούς περίπου: περὶ ἑπτακοσίους = περίπου επτακόσιοι. Β. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. γύρω γύρω, π.χ. περιβάλλω. β. υπεροχή, π.χ. περιγίγνομαι. γ. πολύ ή υπερβολικά, π.χ. περιδεής. δ. αδιαφορία, π.χ. περιορῶ.
ΝΕ περί (λόγ.). [*περ- (πέρα, πόρος, πείρω)]. περιάγω ΡΗΜΑ
1. περιφέρω κάποιον, τον γυρίζω εδώ και εκεί: κελεύσαντος Κροίσου τὸν Σόλωνα θεράποντες περιῆγον κατὰ τοὺς θησαυρούς = με εντολή του Κροίσου υπηρέτες περιέφεραν το Σόλωνα στους θησαυρούς. 2. μέση φωνή περιάγομαι περιφέρω κάποιον μαζί μου: ἐκεῖνοι ἀκολούθους πολλοὺς περιάγονται = εκείνοι παίρνουν μαζί τους, όπου πηγαίνουν, πολλούς υπηρέτες. 3. περιστρέφω κάτι, το γυρίζω γύρω από τον εαυτό του: περιάγω τὴν κεφαλήν.
[σύνθ. λ. περί + ἄγω]. περιαιρετός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. περιαιρέομαι (σύνθ. περί +
αἱρετός, περιαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. αφαιρώ, βγάζω κάτι που βρίσκεται γύρω γύρω: περιαιρῶ τὸν χιτῶνα. 2. μέση φωνή περιαιροῦμαι βγάζω κάτι από πάνω μου, και γενικά αφαιρώ, βγάζω: ἀπεδοκίμασε τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι = (ο Κύρος) απέρριψε το σχέδιο να τους αφαιρέσουν τα όπλα και να τους κάνουν ανίκανους να πολεμήσουν. 3. παθ. φωνή περιαιροῦμαι χάνω κάτι που είχα: περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους = έχοντας χάσει περιουσία και συμμάχους.
[σύνθ. λ. περί + αἱρέω]. περιβάλλω ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάτι γύρω γύρω: θώρακας περὶ τὰ στέρνα τῶν ἵππων περιβάλλουσι = τοποθετούν θώρακες στο στήθος των αλόγων.
2. αγκαλιάζω: περιέβαλλον ἀλλήλους δακρύοντες = αγκαλιάζονταν δακρύζοντας. 3. μέση φωνή περιβάλλομαι α. ντύνομαι: περιβεβλημένος πορφυροῦν χιτῶνα = ντυμένος με κόκκινο χιτώνα. β. κλείνω κάτι γύρω γύρω για δική μου ωφέλεια: τὴν νῆσον περιβάλλομαι τείχει = χτίζω γύρω από το νησί τείχος για την ασφάλειά μου.
ΝΕ περιβάλλω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. περί + βάλλω]. περιβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. περίβλημα, κάλυμμα. 2. ένδυμα. ΝΕ περιβολή (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. περιβάλλω (πβ. βολή < βάλλω) + παρ. επίθ. -ή]. περιγίγνομαι ΡΗΜΑ
1. υπερισχύω: ἡ Κέρκυρα περιγίγνεται τῷ πολέμῳ τῶν Κορινθίων = η Κέρκυρα υπερίσχυσε των Κορινθίων στον πόλεμο. = περίειμι (Α). ≠ ἡττάομαι. 2. διασώζομαι, επιζώ: οἱ περιγενόμενοι = όσοι επέζησαν. 3. για πράγματα περισσεύω: τὸ περιγενόμενον ἐκ τῶν φόρων ἀργύριον = τα χρήματα που περίσσεψαν από τους φόρους. [σύνθ. λ. περί + γίγνομαι]. περίειμι (Α) ΡΗΜΑ
1. βρίσκομαι γύρω από κάτι: χωρίον ᾧ τειχίον περιῆν = τόπος γύρω από τον οποίο ήταν ένα μικρό τείχος. 2. υπερτερώ: ναυσὶ πολύ περιῆσαν = υπερτερούσαν πολύ στο ναυτικό. = περιγίγνομαι. 3. απομένω: τὸ περιὸν τοῦ στρατοῦ = ό,τι απέμεινε από το στρατό. [σύνθ. λ. περί + εἰμί]. περίειμι (Β) ΡΗΜΑ
1. περικυκλώνω: περίειμι κατὰ νώτου = περικυκλώνω τον εχθρό από τα νώτα. 2. κινούμαι από τον έναν τόπο στον άλλο: περίειμι τὰς φυλακάς = πηγαίνω από φρουρά σε φρουρά (για να επιθεωρήσω). 3. για χρονική διαδοχή χρόνου περιόντος = με την πάροδο του χρόνου. [σύνθ. λ. περί + εἶμι]. περιέπω ΡΗΜΑ
1. συμπεριφέρομαι απέναντι σε κάποιον με ορισμένο τρόπο: περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον = συμπεριφέρομαι σε κάποιον όπως σε ευεργέτη και φίλο. τραχέως περιέπω τινά = κακομεταχειρίζομαι κάποιον. 2. τιμώ κάποιον: ἐπῄνει καὶ περιεῖπε αὐτόν = τον επαινούσε και τον τιμούσε. [σύνθ. λ. περί + ἕπω «μεταχειρίζομα», *sep-, πβ. αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω, σέβομαι»]. περιίστημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάποιον γύρω γύρω από κάπου: Κῦρος περιέστησε πᾶν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν = ο Κύρος τοποθέτησε όλο το στρατό γύρω από την πόλη. 2. φέρνω κάποιον σε μια κατάσταση, τον καταντώ: περιίστημί τινα εἰς πενίαν = φέρνω κάποιον σε κατάσταση φτώχιας. 3. μέση και παθ. φωνή περιίσταμαι α. κυκλώνω: ὁ δὲ περιίσταται τὸν λόφον τῷ στρατεύματι = και αυτός κυκλώνει το λόφο με το στρατό. β. καταλήγω, καταντώ: περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν = κατέληξε αυτοί που είχαν ανάγκη από βοήθεια να βοηθούν άλλους. [σύνθ. λ. περί + ἵστημι]. περιοράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. παραβλέπω κάτι, ανέχομαι, επιτρέπω να συμβεί: ἐδέοντο μὴ σφᾶς περιορᾶν φθειρομένους = παρακαλούσαν (τους συμμάχους) να μην το επιτρέψουν να καταστραφούν. ἀπὸ τῆς ὑμετέρας ἀρχῆς δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε = θα ανεχθείτε να πάρουν πρόσθετη δύναμη από την ηγεμονία σας. 2. περιμένω: περιορῶ εἴ τινες βοηθήσουσιν. 3. στη μέση φωνή περιορῶμαι κοιτάζω γύρω γύρω εξετάζοντας την πορεία των πραγμάτων, τηρώ στάση αναμονής και προσαρμογής ανάλογα με την εξέλιξη των πραγμάτων: ἦλθον δὲ καὶ τῶν Σικελῶν πολλοὶ ξύμμαχοι τοῖς Ἀθηναίοις, οἳ πρότερον περιεωρῶντο = ήρθαν ως σύμμαχοι των Αθηναίων και πολλοί Σικελοί που προηγουμένως τηρούσαν στάση αναμονής.
[σύνθ. λ. περί + ὁράω]. περιουσία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία: οὐκ
ἔχουσι περιουσίαν νεῶν = δεν τους
περισσεύουν πλοία (δεν έχουν αρκετά).
2. κέρδος, ωφέλεια: ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιοῦμαι = βγάζω από το καθετί κέρδος.
ΝΕ η φρ. εκ περιουσίας. [μεταρρηματικό ουσ. από περίειμι, *περιοντία > περιουσία]. περιπίπτω ΡΗΜΑ
1. συνήθως για πλοία συναντιέμαι τυχαία: δύο ναῦς τῶν Πελοποννησίων αἱροῦσιν, αἳ περιέπεσον αὐτοῖς = (οι Αθηναίοι) κατέλαβαν δύο πλοία των Πελοποννησίων με τα οποία έτυχε να συναντηθούν. 2. πέφτω πάνω, συγκρούομαι: ταῖς σφετέραις ναυσὶ περιέπιπτον = συγκρούονταν με τα δικά τους καράβια. 3. μεταφορικά πέφτω επάνω σε κάτι δυσάρεστο, περιέρχομαι: τοιαύτῃ συμφορᾷ περιπέπτωκε = έπεσε σε τέτοια συμφορά (τον βρήκε τέτοια συμφορά).
ΝΕ περιπίπτω (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. περί + πίπτω]. περιρρέω ΡΗΜΑ
1. ρέω, κυλώ κοντά ή ολόγυρα: ὁ Νεῖλος περιρρεῖ τὴν νῆσον = ο Νείλος ρέει γύρω από το νησί. 2. για πράγματα περιρρέομαι ξεφεύγω: ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν = η ασπίδα ξέφυγε από τα χέρια του και έπεσε στη θάλασσα.
[σύνθ. λ. περί + ῥέω]. περισπάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. αφαιρώ, βγάζω. 2. μέση φωνή περισπῶμαι βγάζω κάτι που φορώ: περιεσπάσατο τὴν τιάραν = έβγαλε από το κεφάλι του την τιάρα.
ΝΕ περισπώ «οδηγώ την προσοχή του άλλου έξω από το κύριο αντικείμενο». [σύνθ. λ. περί + σπάω]. περιτίθημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή επάνω σε κάτι: περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον = και αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν γύρω από το κεφάλι του (του Ιησού). 2. παρέχω, δίνω: ἀγωνίσασθε... ξυμπάσῃ τῇ πόλει κάλλιστον ὄνομα περιθεῖναι = αγωνιστείτε... για να δώσετε σε ολόκληρη την πόλη ένα άριστο όνομα. [σύνθ. λ. περί + τίθημι]. περιττός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. εξαιρετικός ή παράδοξος: οὐδὲν δὴ λέγων, περιττὸν φαίνεταί τι λέγων = ενώ δε λέει τίποτε, φαίνεται ότι λέει κάτι εξαιρετικό. 2. για πρόσωπα, κυρίως για την ευρυμάθειά τους έξοχος, σπουδαίος: περιττὸς κατὰ φιλοσοφίαν = σπουδαίος στη φιλοσοφία. 3. αυτός που περισσεύει, περισσός.
ΝΕ περιττός «που περισσεύει» (σημ. 3), «μονός αριθμός». [*περικ- (πέριξ) + παρ. επίθ. -jός]. περιφανής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που φαίνεται από παντού: Ἀμφίπολιν περιφανῆ ἐς θάλασσάν τε καὶ τὴν ἤπειρον ᾤκισαν = (οι Αθηναίοι) ίδρυσαν ως αποικία την Αμφίπολη σε θέση που να φαίνεται και από τη θάλασσα και από τη στεριά. 2. ολοφάνερος: μεγάλη καὶ περιφανὴς ἀναισχυντία = μεγάλη και ολοφάνερη αδιαντροπιά. ΝΕ περιφανής «υπέροχος». [σύνθ. λ. περί + *φαν- (φαίνομαι) + -ής]. περιφέρω ΡΗΜΑ
1. μεταφέρω κάτι εδώ και εκεί, το περιφέρω, κινώ κάτι περιστροφικά: περιφέρω τὸν πόδα. 2. κάνω κάτι γνωστό, καθώς το μεταφέρω στον ένα και στον άλλο: τοῦ Πιττακοῦ περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα = το ρητό αυτό του Πιττακού γινόταν γνωστό (καθώς περνούσε από στόμα σε στόμα). 3. παθ. φωνή περιφέρομαι α. περιστρέφομαι: περιφέρεται κύκλῳ = περιστρέφεται συμπληρώνοντας κύκλο. β. περιπλανώμαι.
ΝΕ περιφέρω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. περί + φέρω]. πετάννυμι ΡΗΜΑ
απλώνω, ανοίγω. ΝΕ πετώ «ίπταμαι». [*πετ-, *πατ-, ομόρρ. με λατ. pateō «είμαι ανοικτός, πλατύς», αρχ. περσ. paθana- «ευρύς, πλατύς»]. πέτομαι ΡΗΜΑ
πετώ. = ἵπταμαι.
[*πετ- «πετώ, πέφτω», πβ. αρχ. ινδ. pátati «πετώ», λατ. petō «κατευθύνομαι»]. πέτρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πέτρα «λίθος». [αβέβ. ετυμ.]. πέτρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [προέρχεται από το πέτρα, ἡ (που έχει αβέβ. ετυμ.) με επίδραση του λίθος, ὁ]. πεττός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κυρίως στον πληθυντικό οἱ πεττοὶ καθεμία από τις πέτρες, σε σχήμα αυγού, που τη χρησιμοποιούσαν στο ομώνυμο παιχνίδι, που έμοιαζε με ντάμα ή σκάκι. 2. τετραγωνισμένη σανίδα επάνω στην οποία έπαιζαν τους πεσσούς.
ΝΕ πεσσοί (με τη σημ. 1). [προελληνική λ.]. πῃ ΜΟΡΙΟ 1. κάπως: ἄλλῃ γέ πῃ ἐν νῷ ἔχω λέγειν = πράγματι, έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά. 2. κάπου: αἱ Ἀττικαὶ νῆες παρεγίγνοντο τοῖς Κερκυραίοις, εἰ πῃ πιέζοιντο = τα αττικά πλοία βοηθούσαν τους Κερκυραίους, αν κάπου δέχονταν πίεση. [ πῇ ΜΟΡΙΟ 1. πώς: πῇ δὴ οὖν ποτε = πώς επιτέλους. 2. πού: σκοπῶν πῇ εὐαποτειχιστότατος εἴη ὁ Πειραιεύς = εξετάζοντας σε ποιο σημείο ο Πειραιάς μπορεί ευκολότερα να αποκλειστεί. [*kwe-, ομόρρ. με πήγνυμι & πηγνύω ΡΗΜΑ
1. μπήγω κάτι για να το στερεώσω: σκηνὴν πήγνυμι = στήνω τη σκηνή.
2. κατασκευάζω: πήγνυμι ἅμαξαν. 3. στερεοποιώ κάτι, το παγώνω ή το πήζω: πήγνυμι τυρούς = πήζω τυριά. γάλα πεπηγός = πηγμένο γάλα. βορρᾶς ἔπνει πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους = φυσούσε βοριάς που πάγωνε τους ανθρώπους.
ΝΕ πήζω (με τη σημ. 3). [*παγ- (πάγος), *πηγ- (πῆξις, πηκτός) + παρ. επίθ. -νυ-μι]. πηνίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [π- (< πῶς, πότερος κτλ.) + ἡνίκα, πιθανός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που μπορεί να πείθει, πειστικός: Κλέων ὢν τῷ δήμῳ τότε πιθανώτατος = ο Κλέων, που ήταν τότε ιδιαίτερα πειστικός στο λαό. πιθανὸς λόγος = πειστικό επιχείρημα. 2. πιστευτός: πάνυ πιθανὸν τὸ τοιοῦτον = αυτό (αυτή η παράδοση) είναι πολύ πιστευτή.
ΝΕ πιθανός «που μπορεί να συμβεί κτλ.». [πείθω, *πιθ- (ἐ-πιθ-όμην) + παρ. επίθ. -αν-ός]. πίθος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[μυκην. qeto, *φιθ- (φιθάκνη - πιθάκνιον «κρασοπίθαρο»), προελληνική λ.]. πικρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που έχει πολύ έντονη γεύση, αλμυρός ή πικρός. ≠ γλυκύς, ἡδύς. 2. μεταφορικά σκληρός, μισητός: οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον = δεν υπάρχει τίποτε πιο μισητό από τον εξαναγκασμό. 3. για πρόσωπα εχθρικός, σκληρός: πικρός ἐστι καὶ συκοφάντης.
ΝΕ πικρός «πικρός» (από τη σημ. 1). [*πεικ- (ποικ-ίλος), πβ. πεικόν· πικρόν]. πίμπλημι ΡΗΜΑ
γεμίζω κάτι: ἡδονῶν πίμπλαται = είναι γεμάτος από ηδονές.
[ΙΕ *ple-, *πλη- (πβ. πλή-ρης) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πλη- + -μι, ομόρρ. με λατ. pleō]. πίμπρημι ΡΗΜΑ
καίω κάτι, το πυρπολώ: πιμπράντες τὸν σῖτον ἀπῇσαν = αφού έκαψαν τα σπαρτά (των εχθρών τους), έφυγαν.
[ΙΕ *pre-, *πρη- (πβ. ἐμ-πρη-στής) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- + μ- + πρη- + -μι]. πίνω ΡΗΜΑ
1. πίνω. 2. απορροφώ: ἡ γῆ πίνει τὸ ὕδωρ = το χώμα απορροφά το νερό.
ΝΕ πίνω (με τη σημ. 1). [*πο(ι)- «πίνω»]. πιπράσκω ΡΗΜΑ ορισμένοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα πωλέω και ἀποδίδομαι
1. πουλάω: τὰ κτήματα πέντε ταλάντων πεπράκασι = πούλησαν την περιουσία τους για πέντε τάλαντα. τὸ ὠνηθὲν ἢ πραθέν = αυτό που αγοράστηκε ή πουλήθηκε. ≠ ὠνέομαι «αγοράζω». 2. προδίδω κάποιον με αντάλλαγμα χρήματα, τον πουλάω: πέπρακε τὴν πατρῴαν γῆν = πρόδωσε την πατρική γη.
[*πρα- με αναδιπλασιασμό: πι-πρά- + παρ. επίθ. -σκω]. πίπτω ΡΗΜΑ
1. πέφτω κάτω. ≠ ἀνίσταμαι «σηκώνομαι». 2. πέφτω στο πεδίο της μάχης, φονεύομαι: οἱ πεπτωκότες = όσοι έπεσαν στη μάχη. 3. καταστρέφομαι, νικιέμαι: πολλὰ δὲ στρατόπεδα ἔπεσαν ὑπ' ἐλασσόνων = και πολλά στρατεύματα νικήθηκαν από πιο ολιγάριθμους (εχθρούς).
ΝΕ πέφτω (με σημ. 1, 2) & πίπτω (λόγ., στη φρ. όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος). [*πετ- με αναδιπλασιασμό, πβ. αρχ. ινδ. pátati «πέφτω»]. πιστεύω ΡΗΜΑ
1. έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι: τῇ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμωρίᾳ πιστεύοντες πειρασόμεθα σῴζεσθαι = έχοντας εμπιστοσύνη στη βοήθεια που θα μας δώσουν οι άνθρωποι, θα προσπαθήσουμε να σωθούμε. 2. εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι: τίνι δ' ἄν τις μᾶλλον πιστεύσειε παρακαταθέσθαι ἢ χρήματα ἢ υἱοὺς ἢ θυγατέρας; = σε ποιον θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί περισσότερο τη φύλαξη της περιουσίας του ή των γιων ή των θυγατέρων του; 3. δέχομαι κάτι ως αληθινό, το πιστεύω: χαλεπὸν παντὶ τεκμηρίῳ πιστεύειν = είναι δύσκολο να πιστεύει κανείς σε κάθε απόδειξη (που παρουσιάζουν).
ΝΕ πιστεύω (με τη σημ. 3). [παράγ. λ. πίστις + παρ. επίθ. -εύω]. πίστις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εμπιστοσύνη: σωφροσύνης πίστιν περὶ ὑμῶν ἔχουσι = έχουν εμπιστοσύνη στη σωφροσύνη σας. 2. εγγύηση: τὰ δ' ἄλλα συνομολογήσαντες ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον = και αφού έκαναν τις συμφωνίες, αντάλλαξαν εγγυήσεις. 3. μέσο πειστικότητας, επιχείρημα, απόδειξη: τοῦτο οὐκ ὀλίγης πίστεως δεῖται = (αυτός ο ισχυρισμός) χρειάζεται ένα ισχυρό επιχείρημα (για να αποδειχτεί). ΝΕ πίστη «άποψη ότι κάτι αληθεύει κτλ.». [*π(ε)ιθ-, πείθ-ομαι]. πιστός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. για πρόσωπα ειλικρινής, αληθινός, έμπιστος: πιστὸς σύμμαχος. πιστὸς μάρτυς = αξιόπιστος μάρτυς. 2. για πράγματα βέβαιος, αξιόπιστος: πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος = ο λόγος που θα πω είναι αξιόπιστος και αξίζει να τον δεχτούν όλοι. 3. πιθανός: πιστὴ ὑπόθεσις. 4. ως ουσιαστικό τὸ πιστόν = εγγύηση, βεβαιότητα: τὸ πιστὸν τῆς ἐπιστήμης = η βεβαιότητα που δίνει η γνώση.
ΝΕ πιστός (με τη σημ. 1). [*π(ε)ιθ- (πείθομαι) + παρ. επίθ. -τός]. πλανάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κάνω κάποιον να περιπλανηθεί. 2. παραπλανώ: τὸ ἀόριστον πλανᾷ = κάτι που δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο παραπλανά. 3. παθ. φωνή πλανῶμαι α. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι: εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες... ἤλθετε εἰς τὸν Πειραιᾶ = αφού περιπλανηθήκατε σε διάφορες πόλεις... ήρθατε στον Πειραιά. β. μεταφορικά πλανῶμαι καὶ ἀπορῶ = τα χάνω και δεν ξέρω τι να κάνω.
ΝΕ πλανώμαι (με τις σημ. 2, 3α). [παράγ. λ. *πλαν- (πλάνη) + παρ. επίθ. -άω]. πλάνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. περιπλάνηση. 2. μεταφορικά παραπλάνηση, πλάνη: ἐς τὸ ἀϊδὲς ἀπέρχεται ἡ ψυχή... πλάνης καὶ ἀνοίας ἀπηλλαγμένη = η ψυχή φεύγει για έναν αόρατο κόσμο... ελεύθερη από την πλάνη και την ανοησία. ΝΕ πλάνη (με τη σημ. 2). [*πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. -η]. πλάνης, -ητος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. περιπλανώμενος άνθρωπος. 2. για τα άστρα πλάνητες ἀστέρες = πλανήτες. ΝΕ πλανήτης (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. *πλαν- (πλαν-άομαι) + παρ. επίθ. -ης]. πλάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι πλάσσω
1. δίνω σχήμα, μορφή σε ένα εύπλαστο υλικό, πλάθω: πλάττω ζῷον ἐκ πηλοῦ. 2. διαμορφώνω, διαπλάθω την ψυχή ή το σώμα: πλάττει ἑαυτόν = διαμορφώνει το χαρακτήρα του. 3. επινοώ κάτι, το πλάθω με τη φαντασία μου: ψευδεῖς πλάττει αἰτίας = επινοεί ψεύτικες κατηγορίες.
ΝΕ πλάθω (με όλες τις σημ.). [*πλακ- (πλάξ, πλακ-ός «επίπεδη επιφάνεια») + παρ. επίθ. -jω > πλάττω «εκτείνω, πλάθω»]. πλατύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
επίπεδος και εκτεταμένος: πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη; = τι από τα δύο, η γη είναι επίπεδη ή στρογγυλή;
ΝΕ πλατύς. [*πλατ- «εκτείνω» + παρ. επίθ. -ύς]. πλέθρον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [πλέθρον και πέλεθρον < *πελε- (< πέλ-ομαι «κινούμαι») + παρ. επίθ. -θρον]. Πλειάδες, -ων, αἱ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [αβέβ. ετυμ., ΙΕ αρχής]. πλεῖστος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. πάρα πολύς ή πάρα πολύ μεγάλος. 2. με άρθρο οἱ πλεῖστοι = οι περισσότεροι. ἡ πλείστη στρατιά = το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς. 3. ως επίρρημα τὸ πλεῖστον κατά το μεγαλύτερο μέρος.
ΝΕ πλείστος (λόγ., με όλες τις σημ.). [*πλει-, *πλε- ( πλείων & πλέων, πλείων & πλέων, πλεῖον & πλέον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. πιο πολύς ή πιο μεγάλος: ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει = και το πλήθος του λαού όλο και περισσότερο ξεχυνόταν. ὁ πλείων βίος = η μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής.
2. ουδέτερο τὸ πλέον α. ως ουσιαστικό περισσότερο: οὐδὲν πλέον ἐπίσταμαι = δε γνωρίζω τίποτε περισσότερο. β. ως επίρρημα περισσότερο, μάλλον: οὐ χάριτι τὸ πλέον ἢ φόβῳ = μάλλον από φόβο παρά από ευγνωμοσύνη. πλέον ἢ ἔλαττον = περισσότερο ή λιγότερο.
ΝΕ πλέον. [*πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -jων > *πλήι- ων > πλείων]. πλεονάζω ΡΗΜΑ
για πράγματα είμαι περισσότερος απ' ό,τι χρειάζεται, πλεονάζω. ΝΕ πλεονάζω. [πλέον (< πολύς) + -άζω]. πλεονεκτέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. έχω ή απαιτώ περισσότερα από όσα έχουν οι άλλοι, είμαι πλεονέκτης: ὀλιγαρχία τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι, τῶν δ' ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ καὶ ξύμπαντα ἀφελομένη ἔχει = η ολιγαρχία τους μεν κινδύνους τους μοιράζεται με το λαό, από τα οφέλη όμως όχι μόνο απαιτεί το μεγαλύτερο μέρος αλλά όλα τα αφαιρεί και τα παίρνει. 2. υπερτερώ, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση: πλεονεκτῶ τῶν ἐχθρῶν = πλεονεκτώ έναντι των εχθρών. ΝΕ πλεονεκτώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. πλεονέκτης + παρ. επίθ. -έω]. πλεονεξία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. απληστία, πλεονεξία. 2. πλεονέκτημα, όφελος: αἱ πλεονεξίαι αἱ ἴδιαι = τα προσωπικά οφέλη. 3. πλεονεκτική θέση: μετὰ πλεονεξίας πειρᾶσθε ἀγωνίζεσθαι πρὸς αὐτούς = επιχειρείτε να αγωνιστείτε με αυτούς από πλεονεκτική θέση. ΝΕ πλεονεξία (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. πλεονέκτης + παρ. επίθ. -ία]. πλέω ΡΗΜΑ
1. ταξιδεύω στη θάλασσα, πλέω: ἐπὶ Κέρκυραν ἔπλεον. ὑπὸ τριήρους εὖ πλεούσης ἐδιώκοντο = καταδιώκονταν από μια τριήρη που έπλεε με ευνοϊκό άνεμο. 2. μεταφορικά εξελίσσομαι: πάντα ἡμῖν κατ' ὀρθὸν πλεῖ = όλα για μας εξελίσσονται ομαλά.
ΝΕ πλέω (με τη σημ. 1). [*πλεF- , πβ. αρχ. ινδ. plávate «πλέω»]. πληγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πληγή. [παράγ. λ. *πληγ- (πλήσσω) + παρ. επίθ. -ή].
πλῆθος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μεγάλος αριθμός από πρόσωπα ή πράγματα, πλήθος: πλῆθος στρατοῦ = πολύς στρατός. 2. ο λαός: ἡ τοῦ πλήθους ἀρχὴ δημοκρατία καλεῖται = η εξουσία στα χέρια του λαού ονομάζεται δημοκρατία. τὸ πλῆθος τῶν Θεσσαλῶν = ο θεσσαλικός λαός. 3. μέγεθος, ποσό, ποσότητα: διὰ πλῆθος τῆς ζημίας = εξαιτίας του μεγάλου ύψους του προστίμου. ΝΕ πλήθος (με τη σημ. 1). [*πληθ- (πληθ-ύς, πληθ-ύνω < πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ος]. πλήθω ΡΗΜΑ
[*πληθ- (πίμ-πλη-μι)]. πλημμελέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. κάνω σφάλμα: οἱ ἑκουσίως πλημμελοῦντες = αυτοί που εν γνώσει τους κάνουν ένα σφάλμα. 2. παθ. φωνή πλημμελοῦμαι με κακομεταχειρίζονται ή με αδικούν: κατ' οὐδὲν ὑφ' ἡμῶν πεπλημμελημένοι ἐστέ = δεν έχετε υποστεί από εμάς καμιά κακομεταχείριση.
[παράγ. λ. πλημμελής + παρ. επίθ. -έω]. πλὴν ΠΡΟΘΕΣΗ / ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ως πρόθεση, με γενική σκυλεύουσι τοὺς τελευτήσαντας πλὴν ὅπλων = αφαιρούν από τους νεκρούς όλα εκτός από τα όπλα. 2. ως επίρρημα πᾶσι πλήν σοι = σε όλους εκτός από σένα. πλὴν εἰ... = εκτός εάν... πλὴν ὅτι... = εκτός του ότι... ΝΕ πλην (με τη σημ. 1, λ.χ. πλην αυτού). [αιτ. ονοματικής ρίζας *πλη- / *πλα- από *πελα- (πέλας), αιολ. πλάν, πβ. δωρεάν]. πλήρης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ
γεμάτος (με κάτι): ποταμὸς πλήρης ἰχθύων = ποτάμι γεμάτο ψάρια. ἐπὴν πλῆρες ᾖ τὸ θέατρον = κάθε φορά που το θέατρο είναι γεμάτο (με ανθρώπους). ≠ κενός.
ΝΕ πλήρης. [*πλη- (πίμ-πλη-μι) + παρ. επίθ. -ρης]. πληρόω -ῶ ΡΗΜΑ
1. γεμίζω κάτι εντελώς: ἐπλήρωσε λάρνακας λίθων = γέμισε κιβώτια με πέτρες. πληρῶ τὰς ἐπιθυμίας = ικανοποιώ εντελώς τις επιθυμίες μου. 2. συμπληρώνω: πληρῶ τοὺς δέκα μῆνας = συμπληρώνω δέκα μήνες. πεπλήρωται ὁ καιρός = συμπληρώθηκε ο καιρός (έφτασε η ώρα). 3. εκπληρώνω: πληρῶ τὰς ὑποσχέσεις.
ΝΕ πληρώ (τις προϋποθέσεις, με σημ. 3) & πληρώνω «καταβάλλω την αξία». [παράγ. πλήρης + παρ. επίθ. -όω]. πλησμονή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. το να είναι κάτι εντελώς γεμάτο. 2. χορτασμός: πλησμονὴ καὶ μέθη. ΝΕ πλησμονή (λόγ., και με τις δύο σημ.). [*πλη- (πί-μ-πλη-μι) > *πληθ- ίσως κατά το ομώνυμο βρίθ-ω]. πλήττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι πλήσσω
στην αττ. διάλεκτο χρησιμοποιείται μόνο ο παθ. μέλλ., ο αόρ. και ο παρακ. Οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρήματα παίω, πατάσσω, τύπτω. χτυπώ: πότερον πρότερον ἐπλήγην ἢ ἐπάταξα; = τι από τα δύο, πρώτα με χτύπησαν ή εγώ τους χτύπησα;
ΝΕ πλήττω (με την ίδια σημ., και «αισθάνομαι πλήξη, στενοχώρια»). [*πληκ- / *πλακ-, *πληγ- / *πλαγ- + παρ. επίθ. -jω > πλήττω]. πνεῦμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πνεύμα (με την ίδια σημ., και «το Άγιο Πνεύμα»). [παράγ. λ. *πνευ- (πνέω) + παρ. επίθ. -μα]. πνέω ΡΗΜΑ
πνέω. ΝΕ πνέω. [*πνε- (πνέ-ω), *πνευ- (πνεῦμα), ΙΕ αρχής]. Πνύξ, Πυκνὸς & Πνυκός, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ Πνύκα. [αβέβ. ετυμ., προελληνική λ.]. ποδαπός, -ή, -ὸν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. από ποια χώρα, και γενικότερα από πού: τίς καὶ ποδαπός; = ποιος είναι και από πού έρχεται; 2. τι είδους, τι λογής: ποδαπός; οἷος... = τι λογής άνθρωπος είναι; τέτοιος που... [ερωτημ. μόριο *πο + -δαπὸς κατά το
ποδήρης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ [*ποδ- (πούς, ποδός) + παρ. επίθ. -ήρης < ίσως -άρης < ἀρ-αρ-ίσκω]. ποθεινός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. ποθέω + παρ. επίθ. -εινὸς κατά το αντώνυμο ἀλγεινός]. πόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. για τόπο από πού: ὦ φίλε, ποῖ δὴ καὶ πόθεν; = αγαπητέ μου, πού πας και από πού έρχεσαι; πόθεν οὖν ὁ πόρος τῶν χρημάτων; = από πού λοιπόν βρέθηκαν τόσα χρήματα; 2. ιδιωτισμός πόθεν; από πού και ως πού; ΝΕ πόθεν στη φρ. πόθεν έσχες (με σημ. 1). [ερωτημ. και αόρ. *πο- < *kwo + παρ. επίθ. -θεν]. ποῖ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [*πο- < *kwo + παλιό τοπικό επίθ. -ι]. ποιέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κάνω, κατασκευάζω: ποιῶ ναὸν λίθου πωρίνου = κατασκευάζω (χτίζω) ένα ναό με πωρόλιθους. 2. παράγω, δημιουργώ: ποιῶ σίτου χιλίους μεδίμνους = παράγω χίλιους μεδίμνους σιτάρι.
3. προκαλώ κάτι: οἱ ἄνεμοι μὲν οὐχ ὁρῶνται, ἃ δὲ ποιοῦσι φανερά = οι άνεμοι δεν είναι ορατοί, όσα όμως προκαλούν είναι ολοφάνερα. 4. δίνω, παρέχω: ποιῶ ἄδειάν τινι = δίνω αμνηστία σε κάποιον. 5. βάζω, τοποθετώ: τὰ λεπτὰ πλοῖα ἐντὸς ποιῶ = τοποθετώ τα αδύνατα πλοία στο κέντρο. 6. μέση φωνή ποιοῦμαί τινα ἑταῖρον = κάνω κάποιον φίλο μου.
7. ως συνώνυμο του πράττω ενεργώ, κάνω, πράττω: εὖ ποιῶ τινα = ευεργετώ κάποιον. ἀγαθά/κακά ποιῶ τινα = κάνω καλό/κακό σε κάποιον. ποίει ὅπως βούλει.
[*ποιF- + παρ. επίθ. -έω > ποιέω]. ποίημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. έργο, κατασκεύασμα: ἀνέθηκεν (= αφιέρωσε) εἰς Δελφοὺς κρατῆρα, ποίημα Γλαύκου. 2. ποιητικό έργο, ποίημα. ΝΕ ποίημα (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -μα]. ποίησις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κατασκευή ή παραγωγή: τειχῶν οἰκοδόμησις καὶ νεῶν (= καραβιών) ποίησις. 2. σύνθεση ποιημάτων, ποίηση. ΝΕ ποίηση (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -σις]. ποιητής, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κατασκευαστής: ποιητὴς μηχανημάτων. 2. ποιητής (η εμφάνιση αυτής της σημασίας βασίστηκε στην αντίληψη ότι ο ποιητής ήταν κατασκευαστής στίχων, δηλ. τεχνίτης που συνέθετε στίχους με βάση κάποιους συνειδητοποιημένους κανόνες και με δική του προσπάθεια. Άλλοι θεωρούσαν τον ποιητή άτομο που απλώς ήταν το παθητικό φερέφωνο των Μουσών). ΝΕ ποιητής (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ποιέω + παρ. επίθ. -τής]. ποικίλος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που είναι πολύχρωμος ή που είναι διακοσμημένος με έγχρωμες παραστάσεις: ἡ Ποικίλη Στοά = στοά στην Αθήνα, διακοσμημένη με τοιχογραφίες του Πολυγνώτου. 2. αυτός που παίρνει διάφορες μορφές: ποικιλώτερος Πρωτέως = πιο πολύμορφος και από τον Πρωτέα (το θαλάσσιο θεό). 3. πολύπλοκος: ποικίλος νόμος. ΝΕ ποικίλος. [*πεικ- «χρωματίζω με ποικίλα χρώματα, κεντώ»]. ποιμαίνω ΡΗΜΑ 1. βόσκω: ποιμαίνω πρόβατα. 2. μεταφορικά φροντίζω για κάποιον ή για κάτι. ΝΕ ποιμαίνω (στην εκκλησιαστική γλώσσα «φροντίζω για τη σωτηρία των πιστών»). [παράγ. λ. ποιμήν + παρ. επίθ. -αίνω]. ποιμήν, -ένος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ ποιμένας. [*πωι- «βόσκω», πβ. ομηρικό πῶυ, τὸ «κοπάδι», πβ. αρχ. περσ. páyu «φύλακας»]. ποῖος, ποία, ποῖον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ερωτηματική, συχνά με άρθρο ποιου είδους, τι ποιότητας (είναι αυτός): λέγεις δὲ τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; = ποιο είδος πολιτεύματος χαρακτηρίζεις ολιγαρχία; ΝΕ ποιος (που αντιστοιχεί στο αρχ. τίς). [ερωτημ. μόριο *πο- + παρ. επίθ. -(ο)ῖος]. πολέμαρχος, -άρχου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]() πολέμιος, -ία, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο: τὰ πολέμια = οι πολεμικές επιχειρήσεις. 2. εχθρικός: ἡ πολεμία γῆ.
ΝΕ πολέμιος (λόγ., με σημ. 2). [παράγ. λ. πόλεμος + παρ. επίθ. -ιος]. πόλις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πόλη, αστικό κέντρο. 2. πολιτεία, κράτος, πόλη-κράτος (η πόλις δεν περιλάμβανε μονάχα ένα αστικό κέντρο αλλά επιπροσθέτως και τη γύρω ύπαιθρο· επιπλέον ήταν ανεξάρτητο κράτος): τὰ τῆς πόλεως = οι υποθέσεις της πολιτείας.
ΝΕ πόλη (με τη σημ. 1). [*πελ- «φρούριο», λιθ. pilis «φρούριο»]. πολιτεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. τα πολιτικά δικαιώματα: πολιτείαν δίδωμί τινι. 2. ο καθημερινός τρόπος ζωής ενός πολίτη. 3. διακυβέρνηση, διοίκηση: ἔφη ἀρίστους εἶναι ἐν πολιτείᾳ τοὺς τὰ πολιτικὰ εὖ πράττοντας = είπε ότι στη διοίκηση είναι άριστοι εκείνοι που χειρίζονται σωστά τις πολιτικές υποθέσεις. ἄγω τὴν πολιτείαν = κατευθύνω (ασκώ) τη διακυβέρνηση. 4. πολιτικό σύστημα, πολίτευμα: χρώμεθα πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους = έχουμε πολίτευμα το οποίο δε μιμείται τους νόμους των γειτόνων μας. ΝΕ πολιτεία (με τις σημ. 3, 4). [παράγ. λ. πολίτης + παρ. επίθ. -εία]. πολιτεύω ΡΗΜΑ
1. ζω ως πολίτης σε ελεύθερη πολιτεία: ἐλευθέρως πολιτεύομεν = ζούμε ελεύθεροι. 2. κυβερνώ με ορισμένο τρόπο: κατ' ὀλιγαρχίαν πολιτεύουσι = κυβερνούν με ολιγαρχικό τρόπο. 3. μέση φωνή ως αποθετικό πολιτεύομαι α. ζω ως ελεύθερος πολίτης: πολιτεύομαι ἐν δημοκρατίᾳ/ἐν ἐλευθερίᾳ. = πολιτεύω. β. παίρνω μέρος στη διοίκηση της πόλης: οἱ ἰδιωτεύοντες καὶ οἱ πολιτευόμενοι = όσοι περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα και όσοι αναμειγνύονται στην πολιτική. ΝΕ πολιτεύομαι (με τις σημ. 3α, 3β). [παράγ. λ. πολίτης + παρ. επίθ. -εύω]. πολίτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ελεύθερος άνθρωπος, που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα στην πόλη όπου ζει. (Αντίθετα, στην Αθήνα λ.χ., οι γυναίκες, οι δούλοι, οι μέτοικοι και τα παιδιά είχαν περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα). 2. συμπολίτης: ἐμὸς πολίτης.
ΝΕ πολίτης (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. πόλις + παρ. επίθ. -ίτης]. πολλάκις ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πολλές φορές: πολλάκις καὶ οὐχ ἅπαξ = πολλές και όχι μία φορά. 2. εἰ/ἐὰν πολλάκις = εάν κατά τύχη, εάν ίσως. ΝΕ πολλάκις (λόγ., με τη σημ. 1). [πολλά + -άκις κατά το δεκ-άκις]. πολλαχῇ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πολλές φορές. = πολλάκις. 2. με πολλούς τρόπους: πολλαχῇ εἰκάζεται = (κάτι) συμπεραίνεται με πολλούς τρόπους. [πολλά + παρ. επίθ. -αχ-ῆ]. πολλαχοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ [πολλά + παρ. επίθ. -αχ-οῦ]. πολυπραγμονέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. ασχολούμαι με πολλά πράγματα. 2. ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ δεῖ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν = ο καθένας πρέπει να ασχολείται με τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. [παράγ. λ. πολυπράγμων + παρ. επίθ. -έω]. πολυπράγμων, -ων, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ πολυπράγμων. [σύνθ. λ. πολύς + *πραγ- (πράττω, πρᾶγ-μα) + παρ. επίθ. -μων]. πολύς, πολλή, πολὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. πολύς (σε αριθμό, πλήθος ή ποσότητα). ≠ ὀλίγος.
2. αυτός που είναι μεγάλος, δυνατός ή έντονος: πολλὴ ἀλογία = μεγάλη απερισκεψία. 3. αυτός που έχει μεγάλη αξία: περὶ πολλοῦ ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι πολύ σημαντικό. 4. αυτός που έχει μεγάλη έκταση: πολλὴ ὁδός = μακρύς δρόμος. πολλὴ ἡ Σικελία = η Σικελία είναι μεγάλη. 5. αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια: ἐπὶ πολλῷ = για πολύ χρόνο. πρὸ πολλοῦ = πριν από πολύ χρόνο. 6. ως επίρρημα α. πολύ, τὸ πολύ, ὡς τὸ πολύ, τὰ πολλά, ὡς τὰ πολλὰ σε μεγάλο βαθμό, ποσότητα ή ένταση, πολύ, πολύ συχνά: τὰ πολλὰ τυραννίδες ἐν ταῖς πόλεσι καθίσταντο = πολύ συχνά στις πόλεις αναλάμβαναν τύραννοι την εξουσία. ὡς τὰ πολλὰ πολεμοῦσιν = πολύ συχνά κάνουν πόλεμο. β. με προθέσεις διὰ πολλοῦ = σε μεγάλη απόσταση. ἐκ πολλοῦ = από μεγάλη απόσταση. ἐπὶ πολύ = επί πολύ χρόνο ή σε μεγάλη έκταση. γ. με συγκριτικά πολὺ μᾶλλον = πολύ περισσότερο.
ΝΕ πολύς (με τις σημ. 1, 2, 5) & πολύ (με σημ. «πολύ» του 6α) & επί πολύ (με σημ. 6β). [πολ-ύς, πβ. αρχ. ινδ. purú «πολύς»]. πομπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αποστολή: ἡ τοῦ ἐνυπνίου (= του ονείρου) πομπὴ ὑπὸ Διὸς τῷ Ἀγαμέμνονι. πομπὴ ξύλων = αποστολή ξυλείας. 2. θρησκευτική πομπή.
ΝΕ πομπή (με τη σημ. 2, και «στρατιωτική πομπή»). [παράγ. λ. πέμπω + παρ. επίθ. -ή, τροπή ε σε ο]. πονέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. στη μέση φωνή απόλ. πονοῦμαι κοπιάζω, μοχθώ, ασχολούμαι: περί τι πονοῦμαι = ασχολούμαι με κάτι. 2. με αιτ. κοπιάζω για κάτι: ἀνήνυτα πονῶ = κοπιάζω για κάτι που δεν έχει τελειωμό. 3. πόνον πονῶ υποβάλλομαι σε κόπους ή ταλαιπωρίες.
ΝΕ πονώ «έχω πόνο, υποφέρω». [παράγ. λ. πόνος + παρ. επίθ. -έω]. πονηρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κακή κατάσταση: πονηρία τοῦ σώματος. 2. κακία, πανουργία: πονηρία ψυχῆς. ΝΕ πονηρία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. πονηρός + παρ. επίθ. -ία]. πονηρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, άχρηστος: πονηρὸν σῶμα = ασθενικό σώμα. πονηρὸν στράτευμα = άχρηστο στράτευμα. 2. με ηθική σημ. κακός, πανούργος: πονηρὸς καὶ ἐκ πονηρῶν = κακός και από κακούς γονείς.
ΝΕ πονηρός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. πονέω + παρ. επίθ. -ηρός]. πόνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κόπος: μετὰ πολλοῦ πόνου = με πολύ κόπο. 2. πόνος: ὁ πόνος κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη = ο πόνος κατέβαινε (από το κεφάλι) στο στήθος. ΝΕ πόνος (με τη σημ. 2). [*πεν- «κοπιώ, εργάζομαι» (πέν-ομαι)]. πόντος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[πόντ-ος «γέφυρα που ενώνει τις δύο απέναντι ακτές (π.χ. Ελλήσποντος», ομόρρ. με λατ. pons, pontis «γέφυρα»]. πορθέω -ῶ ΡΗΜΑ
[*περθ-, *πορθ- «καταστρέφω», άγνωστης αρχής]. πορίζω ΡΗΜΑ
1. δίνω, παρέχω: πορίζω τροφὴν τοῖς στρατιώταις. 2. α. μέση φωνή πορίζομαι εξασφαλίζω κάτι για τον εαυτό μου: πορίζομαι τὰ ἐπιτήδεια = προμηθεύομαι τα αναγκαία τρόφιμα. β. παθ. φωνή πορίζομαι εξασφαλίζομαι: ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο = τα απαραίτητα εφόδια είχαν ήδη εξασφαλιστεί.
ΝΕ πορίζομαι (με τη σημ. 2α). [παράγ. λ. πόρος + παρ. επίθ. -ίζω]. πόρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. στενός θαλάσσιος δρόμος, πέρασμα. 2. τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζει ή πετυχαίνει κανείς κάτι: οὐδεὶς πόρος ἐφαίνετο τῆς ἁλώσεως = δε φαινόταν να υπάρχει κανένας τρόπος για να πετύχουν την κατάκτηση. πόρος χρημάτων = τρόπος για να βρεθούν χρήματα.
ΝΕ πόρος (με τη σημ. 1, και οι πόροι «τα χρηματικά μέσα»). [*περ- «εισδύω, διαπερνώ»]. πόρρω ΕΠΙΡΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι πρόσω
1. μακριά: εἴτε ἐγγύς, εἴτε πόρρω. πόρρω που = κάπου μακριά. ≠ ἐγγύς, πλησίον. 2. με γενική α. τοπικά πιο πέρα, παραπέρα: πόρρω τοῦ ποταμοῦ προβαίνω (= προχωρώ). μακριά από: οὐ πόρρω τῶν βωμῶν. β. χρονικά σε προχωρημένο χρόνο: διελεγόμην πόρρω τῶν νυκτῶν = παρέτεινα τη συζήτηση ως αργά τη νύχτα.
ΝΕ στη φρ. πόρρω απέχει (με τη σημ. 1). [*πρό-τjω (για το σχηματισμό πβ. εἴ-σω, ὀπίσω) > πρόσω και (με μετάθεση του -ρ) πόρσω, αττ. πόρρω]. πόρρωθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. πόρρω + παρ. επίθ. -θεν]. Ποσιδηϊὼν & Ποσιδεών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Ποσιδ- + επίθ. -ηϊών/-εών, πβ. Ποσειδῶν, -ῶνος]. πόσος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. πόσος είναι ως προς τον αριθμό: πόσοι εἰσὶν οἱ Λακεδαιμόνιοι. 2. πόσο μακριά: ἐπήρετο πόση τις ὁδὸς εἴη = ρώτησε πόση είναι η απόσταση (που έπρεπε να διανύσει). 3. πόσο χρόνο: πόσου χρόνου = πότε. 4. πόση αξία: πόσου διδάσκει; = πόσα παίρνει για να διδάξει; 5. πόσο μεγάλος: πόσος πόθος; = πόση επιθυμία;
ΝΕ πόσος (με τη σημ. 1). [*ποτι- (από ερωτηματ. *πο-) + παρ. επίθ. -ος]. ποτέ ΜΟΡΙΟ
[αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τε, με τονισμό ποτέ ως αντώνυμο του πότε)]. πότερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. ερωτηματική ποιος από τους δύο: πότερος καλλίων ἐστί, ὁ πατὴρ ἢ ὁ πάππος; 2. ως επίρρημα πότερον & πότερα ποιο από τα δύο: ἡ μήτηρ διηρώτα τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο, μένειν ἢ ἀπιέναι = η μητέρα ρωτούσε επίμονα τον Κύρο τι από τα δύο θέλει, να μείνει ή να φύγει. [αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -τερος]. που ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κάπου: ὁρῶσιν ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ = βλέπουν ιππείς κάπου πέρα από το ποτάμι. 2. κατά κάποιον τρόπο: εἰ που δέοι τι τῆς φάλαγγος = εάν έχει κατά κάποιον τρόπο ανάγκη η παράταξη. [αντων. ρίζα *πο- + παρ. επίθ. -ου]. πούς, ποδός, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πόδι. [*πεδ- (πέδ-ον «έδαφος»), λατ. pes, pedis «πόδι», δωρ. ὁ πός, που οδηγεί στην υποψία ότι η διφθογγος -ου- (πούς) ίσως σχηματίστηκε κατά το ὀδούς]. πρᾶγμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάτι που έχει πραχθεί, που έχει γίνει, το έργο ή η πράξη: γυναίου πρᾶγμα ἐποίει = έκανε ό,τι κάνουν οι γυναικούλες. 2. υπόθεση, πράγμα: τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη = το πράγμα κατέληξε να είναι για μένα φοβερό.
3. στον πληθυντικό πράγματα α. περιστάσεις ή υποθέσεις: ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν ἀγαθοῖς πράγμασι αἱ πόλεις ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι = σε καιρό ειρήνης και σε ευνοϊκές περιστάσεις οι πολίτες κρίνουν καλύτερα (απ' ό,τι κρίνουν σε καιρό πολέμου). β. οι υποθέσεις της πολιτείας: τὰ κοινά/τὰ πολιτικὰ πράγματα. οἱ ἐν τοῖς πράγμασι =οι κυβερνώντες. γ. ενοχλητικές, δυσάρεστες καταστάσεις: πράγματα παρέχω τινί = προκαλώ ενοχλήσεις σε κάποιον.
ΝΕ πράγμα (με τις σημ. 1, 2) & πράγματα (με τη σημ. 3β). [παράγ. λ. *πραγ- (πβ. πράττω) + παρ. επίθ. -μα]. πραγματεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σοβαρή απασχόληση με κάτι, και γενικά ασχολία, δραστηριότητα: τοῦ πολιτικοῦ πᾶσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν ἐστί. 2. πραγμάτευση/μελέτη ενός θέματος. ΝΕ πραγματεία (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. πραγματεύομαι + παρ. επίθ. -εία]. πρᾶξις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ενέργεια, πραγματοποίση, εκτέλεση: ἡ πρᾶξις τῶν ἔργων. 2. καλή ή κακή τύχη: ἀπέκλαιε τὴν ἑαυτοῦ πρᾶξιν = έκλαιγε για την κακή του τύχη. ΝΕ πράξη (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. *πρακ-, *πραγ- (πράττω) + παρ. επίθ. -σις]. πράττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι πράσσω
1. πραγματοποιώ, κατορθώνω, ενεργώ: ἔπραξε τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν = πραγματοποίησε (πέτυχε) την αποστασία των Κυπρίων. πράττω εἰρήνην/περὶ εἰρήνης = κατορθώνω να γίνει ειρήνη. ἔπρασσεν ὅπως πόλεμος γένηται. 2. ασχολούμαι με κάτι: ἕκαστος τὰ ἑαυτοῦ πράττει. οἱ τὰ κοινὰ πράττοντες = αυτοί που ασχολούνται με την πόλη. 3. ως αμετάβ. βρίσκομαι σε μια (καλή ή κακή) κατάσταση: εὖ/κακῶς πράττω = ευτυχώ/δυστυχώ ή ενεργώ καλά/άσχημα. Οἱ μὲν δὴ ἐν τῇ Πλαταίᾳ οὕτως ἐπεπράγεσαν = όσοι μπήκαν στην Πλάταια σε αυτήν την κατάσταση βρέθηκαν. 4. εισπράττω: πράττω τὰς εἰσφοράς.
ΝΕ πράττω (με τη σημ. 1). [*πρακ- (*πραγ-) + παρ. επίθ. -jω]. πρεσβεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. αξίωμα, αξιοπρέπεια: πρεσβείᾳ ὑπερέχει = υπερέχει κατά το αξίωμα. 2. αποστολή πρεσβείας, αντιπροσωπεία. 3. πρεσβευτές, αντιπρόσωποι. ΝΕ η πρεσβεία «μεσολάβηση», τα πρεσβεία «η τιμή που απολαμβάνουν οι γεροντότεροι». [παράγ. λ. πρεσβεύω + παρ. επίθ. -εία]. πρεσβεύω ΡΗΜΑ
1. είμαι μεγαλύτερος στην ηλικία (από
άλλους): Ξέρξης ἐπρέσβευε τῶν ἄλλων τέκνων
Δαρείου. 2. τιμώ, εκτιμώ: τὸ πρεσβύτερον τοῦ νεωτέρου ἐστὶ πρεσβευόμενον = ο γεροντότερος πρέπει να τιμάται περισσότερο από τον νεότερο. 3. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής: πρὸς τὸν βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = έφυγε για να πάει ως πρεσβευτής στο βασιλιά. 4. μέση φωνή πρεσβεύομαι στέλνω πρεσβευτές: Ἀθηναῖοι ἐς τὴν Πελοπόννησον ἐπρεσβεύοντο. ΝΕ πρεσβεύω «έχω την άποψη, πιστεύω». [παράγ. λ. πρέσβης + παρ. επιθ. -εύω]. πρεσβύτερος, -τέρα, -τερον ΕΠΙΘΕΤΟ 1. γεροντότερος. 2. ανώτερος, σπουδαιότερος. ΝΕ πρεσβύτερος (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. πρέσβυς + παρ. επίθ. -τερος]. πρεσβύτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. πρέσβυς + παρ. επίθ. -της]. πριάμενος, -μένη, -μενον ΕΠΙΘΕΤΟ [μτχ. από ἐπριάμην, πρὸ ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική δηλώνει 1. μπροστά σε: τεθαμμένοι εἰσὶ πρὸ τῶν πυλῶν = είναι θαμμένοι μπροστά στις πύλες.
2. πριν από: πρὸ τοῦ θανάτου καὶ μετὰ τὸν θάνατον. 3. προτίμηση: αἱροῦμαι πρὸ δουλείας θάνατον = προτιμώ το θάνατο από τη δουλεία. Β. ως α΄ συνθετικό δηλώνει α. μπροστά από κάτι, π.χ. προπύλαια, προβαίνω. β. πλησίον, κοντά, π.χ. πρόχειρος. γ. πριν από κάτι, π.χ. προλέγω. ΝΕ προ (λόγ., με σημ. Α1, 2) & προ- (με σημ. Βα, γ). [*περ- (πέραν, πείρω), λατ. pro, αρχ. σλαβ. pro, αρχ. ινδ. pra, πρωΐ από το μακρό θέμα]. προαγορεύω ΡΗΜΑ
1. προειδοποιώ για κάτι δημόσια: πολλάκις προηγορεύομεν ἃ ἐμέλλομεν ὑπὸ Ἀθηναίων βλάπτεσθαι = πολλές φορές προειδοποιούσαμε δημόσια για τη ζημιά που θα μας προξενούσαν οι Αθηναίοι. 2. προλέγω, προμαντεύω: οἱ μάντεις προαγορεύουσι τοῖς ἄλλοις τὸ μέλλον = οι μάντεις προλέγουν στους άλλους αυτά που θα τους συμβούν. [σύνθ. λ. πρό + ἀγορεύω]. προάγω ΡΗΜΑ
1. οδηγώ προς τα εμπρός ή συνοδεύω κάποιον: προήγαγον αὐτοὺς μέχρι Δήλου = τους συνόδευσαν ως τη Δήλο.
2. φέρνω κάτι σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο, το εξελίσσω, το προάγω: προάγω τὰ πράγματα ἐπὶ τὸ βέλτιον = οδηγώ την κατάσταση σε ένα καλύτερο σημείο.
3. παρακινώ ή παρασύρω κάποιον: ἐγὼ προήγαγον ἡμᾶς ἄξια τῶν προγόνων φρονεῖν = εγώ σας παρακίνησα να έχετε σύνεση αντάξια των προγόνων σας. εἰς τοῦτο ὀργῆς προήχθησαν ὥστε... = παρασύρθηκαν σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε να...
ΝΕ προάγω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρό + ἄγω]. προαίρεσις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. προτίμηση, επιλογή: οὐκ ἀναγκαίως... ἀλλ' ἐκ προαιρέσεως καὶ βουλήσεως = (δεν το κάνετε αυτό) αναγκαστικά, αλλά με δική σας επιλογή και θέληση (προαιρετικά). παρὰ προαίρεσιν = παρά τη θέλησή μου. 2. σκοπός: προαίρεσις βίου = ο σκοπός της ζωής. 3. προαίρεσις πολιτείας σύστημα ή τρόπος διακυβέρνησης. ΝΕ προαίρεση «ελεύθερη επιλογή και απόφαση». [σύνθ. λ. πρό + αἵρεσις]. προαιρέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. βγάζω κάτι έξω: ἐντεῦθεν προαιροῦντες τὸν σῖτον ἐπώλουν = αφού έβγαζαν το σιτάρι από εκεί (από την αποθήκη), το πουλούσαν. 2. μέση φωνή προαιροῦμαι προτιμώ: δεῖ πρὸ του κεκινημένου τὸν σώφρονα προαιρεῖσθαι φίλον = αντί για έναν έξαλλο, πρέπει να προτιμήσει κανείς ένα μυαλωμένο φίλο.
ΝΕ προαιρούμαι (λόγ., με τη σημ. 2, λ.χ. δώστε ό,τι προαιρείσθε). [σύνθ. λ. πρό + αἱρέω]. προακούω ΡΗΜΑ
ακούω κάτι από πριν, ενημερώνομαι γι' αυτό: οἱ Ἐφέσιοι οὔτε προακηκοότες ὡς εἶχε περὶ
τῶν Χίων... ἔκτεινον αὐτούς = οι Εφέσιοι,
επειδή δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τους
Χίους, τους σκότωναν.
[σύνθ. λ. πρό + ἀκούω]. προαποθνῄσκω ΡΗΜΑ
1. πεθαίνω πριν από κάποιον άλλο. 2. πεθαίνω πρόωρα (για χάρη κάποιου): Κόδρος προαπέθανε ὑπὲρ τῆς βασιλείας τῶν παίδων = ο βασιλιάς Κόδρος δέχτηκε να πεθάνει πρόωρα για χάρη της βασιλείας των γιων του. [σύνθ. λ. πρό + ἀποθνῄσκω]. προβαίνω ΡΗΜΑ
1. προχωρώ (
2. για χρόνο προχωρώ, περνώ: ἡ νὺξ προβαίνει. τοῦ χρόνου προβαίνοντος. 3. προοδεύω: προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον = προόδευε το έθνος αυξάνοντας την κυριαρχία του. ΝΕ προβαίνω (λόγ.), με τη σημ. 1 (λ.χ. προβαίνω σε διάβημα). [σύνθ. λ. πρό + βαίνω]. προβάλλω ΡΗΜΑ
1. βάζω ή ρίχνω κάτι μπροστά: προβάλλουσι πυρούς = ρίχνουν σιτάρι (στα πουλιά). τὸ ὄνομα τὸ τῆς εἰρήνης ὑμῖν προβάλλει = ρίχνει μπροστά σας (ως δόλωμα) την ειρήνη. 2. προτείνω: χαλεπὴν προβέβληκας αἵρεσιν = μου προτείνεις να κάνω μια δύσκολη εκλογή. 3. μέση φωνή προβάλλομαι α. κρατώ μπροστά ή προτείνω κάτι για άμυνα ή για επίθεση: προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους = έχοντας μπροστά τους αυτούς που φορούσαν θώρακα. β. μεταφορικά προτάσσω, προβάλλω: δεῖ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα = πρέπει οι γενναίοι άντρες να ενεργούν προτάσσοντας την καλή ελπίδα.
ΝΕ προβάλλω (με τη σημ. 3β). [σύνθ. λ. πρό + βάλλω]. προβιβάζω ΡΗΜΑ
ως μεταβατικό του προβαίνω κάνω κάποιον να προχωρήσει, να φτάσει κάπου: ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς; = μέχρι πού θα μας πας;
ΝΕ προβιβάζω «προάγω, ανεβάζω υψηλότερα». [σύνθ. λ. πρό + βιβάζω]. πρόβλημα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κάτι που προβάλλεται, που προεξέχει ως μέσο άμυνας: προβλήματα ἵππων χαλκᾶ = ο χάλκινος οπλισμός των αλόγων. 2. πρόβλημα. ΝΕ πρόβλημα (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρό + βλη- (< βάλλω) + παρ. επίθ. -μα]. προβουλεύω ΡΗΜΑ
1. φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ: προβουλεύει ὅπως μηδὲν δεήσει = προνοεί πώς δε θα λείψει τίποτε. 2. για τη Βουλή στην Αθήνα καταρτίζω προβούλευμα ή περνώ προβούλευμα (δηλ. προκαταρκτική απόφαση που έπρεπε στη συνέχεια να εγκριθεί από την εκκλησία του δήμου): ἔδοξε τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν εἰσενεγκεῖν ὅτῳ τρόπῳ οἱ ἄνδρες κρίνοιντο = αποφασίστηκε η βουλή να καταρτίσει προβούλευμα και να εισηγηθεί με ποιον τρόπο θα δικάζονταν οι κατηγορούμενοι.
[σύνθ. λ. πρό + βουλεύω]. προδίδωμι ΡΗΜΑ
1. δίνω από πριν, προπληρώνω: καὶ τόν τε προὐφειλόμενον μισθὸν ἀπέδωκε καὶ ἔτι μηνὸς προέδωκεν = και το μισθό που οφειλόταν πλήρωσε και προπλήρωσε ακόμη το μισθό ενός μήνα. 2. παραδίδω στον εχθρό, προδίδω.
ΝΕ προδίδω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρό + δίδωμι]. πρόδρομος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ πρόδρομος «που προηγήθηκε ενός άλλου». [σύνθ. λ. πρό + *δραμ- (ἔ-δραμ-ον, πβ. δρόμος) + παρ. επίθ. -ος]. προεδρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πρωτοκαθεδρία, το δικαίωμα που είχε ένας επίσημος ξένος ή ένας τιμώμενος πολίτης να κάθεται στις πρώτες θέσεις σε δημόσιους αγώνες, στο θέατρο κτλ. 2. το αξίωμα του προέδρου. ΝΕ πρoεδρία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. πρόεδρος + παρ. επίθ. -ία]. πρόειμι ΡΗΜΑ
1. προχωρώ: ὀλίγα βήματα προϊόντες = αφού προχώρησαν μερικά βήματα.
2. προχωρώ μπροστά: ἐκέλευεν αὐτὸν προϊέναι = τον διέταξε να προχωρήσει μπροστά. [σύνθ. λ. πρό + εἶμι]. προεῖπον ΡΗΜΑ 1. είπα κάτι προηγουμένως ή το είπα ως εισαγωγή: οὐδὲν οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον = από όσα είπα προηγουμένως δεν είπα τίποτε που να μην είναι αληθινό. 2. προκήρυξα: ἐπὰν πόλεμον προείπωσι = όταν προκηρύξουν πόλεμο. ΝΕ προείπα (με τη σημ. 1). προέρχομαι ΡΗΜΑ
1. προχωρώ: ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθών = χωρίς να προχωρήσει περισσότερο (με το στρατό).
2. προηγούμαι: ὁ νεανίας προελθών τοῦ λοχαγοῦ πρότερος ἐπορεύετο. 3. μεταφορικά φτάνω σε ένα σημείο (καλό ή κακό): εἰς πᾶν μοχθηρίας προεληλύθασιν = έχουν φτάσει στο έσχατο σημείο της μοχθηρίας. ΝΕ προέρχομαι «έρχομαι / κατάγομαι από κτλ.». [σύνθ. λ. πρό + ἔρχομαι]. προέχω ΡΗΜΑ
1. κρατώ κάτι μπροστά ως προστασία. 2. μεταφορικά στη μέση φωνή προέχομαι προβάλλω ως πρόφαση: ὅπερ μάλιστα προὔχονται = αυτό που κυρίως προβάλλουν ως πρόφαση. 3. ως αμετάβατο α. προεξέχω: ἀκτὴ προέχουσα εἰς τὸν πόντον = γλώσσα γης που προεξέχει μέσα στη θάλασσα. β. υπερέχω: πλήθει προὔχοντες καὶ ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ = υπερέχοντες ως προς τον αριθμό και ως προς την πείρα την πολεμική.
ΝΕ προέχει «έχει την πρώτη θέση/σημασία». [σύνθ. λ. πρό + ἔχω]. προΐημι ΡΗΜΑ
1. στέλνω κάποιον ως προπομπό: πρόετε πρὸς αὐτοὺς τὴν τῶν ἱππέων τάξιν = να στείλετε (στον εχθρικό στρατό) πρώτα το τμήμα των στρατιωτών που είναι ιππείς. 2. παραδίδω: προεῖσαν αὐτῷ τὰς ναῦς = παρέδωσαν σ' αυτόν τα πλοία. 3. μέση φωνή προΐεμαι αφήνω, αμολάω, και ειδικότερα α. για ήχο, φωνή, κραυγή κτλ. βγάζω, εκστομίζω: μηδὲ φωνὴν προέσθαι δυνάμενος = χωρίς να μπορεί να βγάλει ούτε καν φωνή (δηλ. εντελώς σιωπηλός). β. παραδίδω στον εχθρό. γ. εγκαταλείπω: Ἀθηναῖοί φασι ἐν οὐδενὶ ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους = οι Αθηναίοι λένε ότι σε καμιά περίπτωση δε σας εγκατέλειψαν να αδικείσθε. δ. παραχωρώ, χαρίζω κάτι: προΐεταί τι τῶν ἰδίων καὶ ποιεῖ πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φιλόδωρον = χαρίζει κάτι από αυτά που του ανήκουν και κάνει μια πράξη φιλανθρωπίας και γενναιοδωρίας. [σύνθ. λ. πρό + ἵημι]. προῖκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [αιτιατ. του προίξ, προικὸς ως επίρρ., πβ. δωρεάν]. προΐστημι ΡΗΜΑ
1. στήνω / βάζω κάτι μπροστά. 2. μέση φωνή προΐσταμαι α. βάζω κάτι μπροστά μου: προστησάμενος τὰ ἅρματα... = αφού έβαλε μπροστά τα άρματα... β. προβάλλω ως δικαιολογία: προΐσταται τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας = προβάλλει ως δικαιολογία της κακοήθειάς του την ατυχία. 3. παθ. φωνή προΐσταμαι α. είμαι επικεφαλής, είμαι ο ηγέτης, ο κυβερνήτης κτλ.: Περικλῆς προὔστη τῆς πόλεως (τῶν Ἀθηνῶν) = ο Περικλής ήταν ο αρχηγός της πόλης. οἱ προεστῶτες/οἱ προεστηκότες = οι αρχηγοί. β. προστατεύω: ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης = αυτός που προστατεύει την ειρήνη. ΝΕ προΐσταμαι (με τη σημ. 3α και στη μτχ. προϊστάμενος). [σύνθ. λ. πρό + ἵστημι]. προκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ
συνήθως στη μέση φωνή προκαλοῦμαι προσκαλώ: προκαλοῦμαι αὐτὸν εἰς τὸ συνδειπνεῖν = τον προσκαλώ σε δείπνο. προκαλούμεθα ὑμᾶς φίλους εἶναι = σας προσκαλούμε (σας προτείνουμε) να είμαστε φίλοι. ΝΕ προκαλώ «προτρέπω» αλλά και «προκαλώ». [σύνθ. λ. πρό + καλέω]. πρόκειμαι ΡΗΜΑ
1. βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον: ὁ παῖς οὗτος ὑμῖν πρόκειται = αυτό το παιδί βρίσκεται μπροστά σας. παρὰ ἤπειρον νῆσος πρόκειται = μπροστά στην ηπειρωτική χώρα βρίσκεται ένα νησί.
2. μεταφορικά προτείνομαι, συζητούμαι: γνῶμαι τρεῖς πρόκεινται = έχουν προταθεί τρεις γνώμες. ΝΕ η μετοχ. προκείμενος (με τη σημ. 1 & τις φρ. προκειμένου να.., στο προκείμενο) & το απρόσ. ρ. πρόκειται. [σύνθ. λ. πρό + κεῖμαι]. προκινδυνεύω ΡΗΜΑ
αγωνίζομαι, διακινδυνεύω για τη σωτηρία άλλων: οἱ Ἀθηναῖοι ἔλεγον τοιάδε «...φαμὲν γὰρ Μαραθῶνί τε μόνοι προκινδυνεῦσαι τῷ βαρβάρῳ» = οι Αθηναίοι έλεγαν τα εξής: «...λέμε δηλαδή ότι μόνοι εμείς αγωνιστήκαμε για τη σωτηρία της Ελλάδας εναντίον των βαρβάρων». [σύνθ. λ. πρό + κινδυνεύω]. προκόπτω ΡΗΜΑ
1. προοδεύω, σημειώνω πρόοδο: οὐδὲν προέκοπτον εἰς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς = δε σημείωσαν καμιά πρόοδο στην προσπάθειά τους να σας καταστρέψουν. 2. για χρόνο προχωρώ: ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν = η νύχτα προχώρησε και η μέρα πλησίασε.
ΝΕ προκόβω (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. πρό + κόπτω]. προκρίνω ΡΗΜΑ
προτιμώ, επιλέγω: προκρίνω τινὰς ἐκ πάντων = επιλέγω μερικούς από το σύνολο.
ΝΕ προκρίνω. [σύνθ. λ. πρό + κρίνω]. προλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. παίρνω κάτι προκαταβολικά: προλαμβάνω τρία τάλαντα παρά τινος. 2. προλαβαίνω.
ΝΕ προλαμβάνω & προλαβαίνω (με σημ. 2). [σύνθ. λ. πρό + λαμβάνω]. προμαχέω -ῶ ΡΗΜΑ
[παράγ. λ. πρόμαχος + παρ. επίθ. -έω]. πρόμαχος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. πρό + μάχομαι]. προμήθεια, -είας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ προμήθεια «εξασφάλιση», οι προμήθειες «τρόφιμα». [παράγ. λ. προμηθής + παρ. επίθ. -εια]. πρόξενος, -ένου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πρόξενος (με παρόμοια σημ.). [σύνθ. λ. πρό + ξένος]. προξενέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. είμαι πρόξενος: βούλομαι σῶσαι ὑμᾶς... διὰ τὸ προξενεῖν ὑμῶν = θέλω να σας σώσω... γιατί είμαι πρόξενος δικός σας. 2. προκαλώ, προξενώ: προξενῶ εὐδαιμονίαν / κίνδυνόν τινι = προκαλώ σε κάποιον ευτυχία/κίνδυνο. 3. συστήνω κάποιον ως κατάλληλο για κάποιο έργο: προξενῶ τινα διδάσκαλον = συστήνω κάποιον ως δάσκαλο. ΝΕ προξενώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. πρόξενος + παρ. επίθ. -έω]. πρόοιδα ΡΗΜΑ
γνωρίζω εκ των προτέρων. [σύνθ. λ. πρό + οἶδα]. προοράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. βλέπω μπροστά μου: ἐπεὶ δὲ σκότος ἐγίγνετο... ἔπιπτον διὰ τὸ μὴ προορᾶν τὰ ἔμπροσθεν = όταν έπεφτε το σκοτάδι... έσκυβαν, γιατί δεν έβλεπαν τι ήταν μπροστά τους. 2. ενεργ. και μέση φωνή προορῶ / προορῶμαι προβλέπω: προορῶ τὸ μέλλον. ταῦτα προορώμενοι ἡμεῖς τότε καὶ δεδιότες ἐλέγομεν... = επειδή εμείς τότε τα είχαμε προβλέψει αυτά και φοβόμασταν, λέγαμε ότι... 3. ενεργ. και μέση φωνή προορῶ & προορῶμαι φροντίζω, προνοώ: προορῶ τοῦ σίτου = φροντίζω για τα τρόφιμα. πάντα ἃ προσήκει προορώμενοι = φροντίζοντας για όλα όσα πρέπει. [σύνθ. λ. πρό + ὁράω]. προπετής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που γέρνει προς τα εμπρός. 2. μεταφορικά αυτός που έχει την τάση για κάτι αρνητικό, επιρρεπής: προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν = είχε την τάση να διαπράττει πολλούς φόνους. 3. α. για πράγματα ανεξέλεγκτος, ασυγκράτητος. β. για πρόσωπα αυτός που βιάζεται, ορμά ή σπεύδει να κάνει ή να πει κάτι χωρίς προηγουμένως να το σκεφτεί, απερίσκεπτος, απόκοτος, ασυλλόγιστα ορμητικός.
ΝΕ προπετής (με σημ. 3β). [σύνθ. λ. πρό + πετ- (πίπτω) + παρ. επίθ. -ής]. πρὸς ΠΡΟΘΕΣΗ Α. με γενική δηλώνει 1. τη θέση που έχει κάτι σχετικά με κάτι άλλο, προς την πλευρά: τὸ τεῖχος εἶχε δύο περιβόλους, πρός τε Πλαταιῶν... = το τείχος είχε δύο περιβόλους, τον έναν προς την πλευρά των Πλαταιών... 2. από την πλευρά (με την έννοια της καταγωγής): πρόγονοι ἢ πρὸς ἀνδρῶν ἢ πρὸς γυναικῶν = πρόγονοι είτε από την πλευρά των ανδρών είτε των γυναικών. 3. μεταφορικά ενώπιον, στα μάτια κάποιου: δρῶμεν ἄδικον οὐδὲν οὔτε πρὸς θεῶν οὔτε πρὸς ἀνθρώπων = δε διαπράττουμε καμιά αδικία, ούτε στα μάτια των θεών ούτε των ανθρώπων.
4. αυτό που ταιριάζει, αρμόζει σε...: οὐ γὰρ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου ἔχοντα μὴ ἀποδιδόναι = γιατί δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του Κύρου να έχει χρήματα και να μην πληρώνει. 5. με παθητικά ρήματα από τον, υπό του: ὁμολογεῖται πρὸς πάντων = ομολογείται από όλους. Β. με δοτική δηλώνει 1. κοντά σε: οἱ ποταμοὶ πρὸς ταῖς πηγαῖς οὐ μεγάλοι εἰσί = τα ποτάμια κοντά στις πηγές τους δεν είναι ορμητικά. 2. εκτός από, επιπλέον: πρὸς τούτοις μανθάνουσι καὶ τοξεύειν = εκτός από αυτά μαθαίνουν και να τοξεύουν. Γ. με αιτιατική δηλώνει 1. κίνηση ή διεύθυνση προς, σε: πρὸς νότον ὁρᾷ = βλέπει προς το Νότο. 2. χρονικά περίπου, γύρω: πρὸς ἑσπέραν ἦν = ήταν περίπου βράδυ. 3. εναντίον κάποιου ή προς κάποιον: ὁ πρὸς ἡμᾶς πόλεμος = ο εναντίον μας πόλεμος. λέξατε πρός με = πείτε μου. 4. ως προς, σε σχέση με: ἔχουσι χώραν πρὸς τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν ἐλαχίστην = έχουν μια χώρα που σε σχέση με το μεγάλο αριθμό των πολιτών είναι πολύ μικρή. 5. σύμφωνα με: πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν εὖ ποιοῦσι = σύμφωνα με τη δυνατότητα που έχουν, κάνουν το καλό. Δ. ως α΄ συνθετικό δηλώνει 1. κίνηση προς ένα μέρος, π.χ. προσάγω. 2. πλησίον, κοντά, π.χ. πρόσκειμαι. 3. προσθήκη, επιπλέον, π.χ. προστίθημι. [*πρετι-, *περ- (περί), παμφυλιακό περτί, κρητικό πρές, ομηρικό προτί, αρχ. ινδ. práti]. προσαγορεύω ΡΗΜΑ
1. απευθύνω χαιρετισμό σε κάποιον: εἴωθα ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους προσαγορεύειν διὰ τοῦ «εὖ πράττειν» = συνηθίζω στις επιστολές να απευθύνω στους φίλους το χαιρετισμό «να είσαι καλά». 2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον: τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεύουσι ποιμένα τῶν λαῶν = τον Αγαμέμνονα τον ονομάζουν αρχηγό των λαών. ΝΕ προσαγορεύω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρός + ἀγορεύω]. προσάγω ΡΗΜΑ
1. οδηγώ ή φέρνω κάτι κάπου: προσάγω δῶρά τινι = φέρνω δώρα σε κάποιον. 2. μεταφορικά φέρνω, προκαλώ: προσάγω φόβον. 3. μέση φωνή προσάγομαι φέρνω προς το μέρος μου: ἀπάτῃ προσάγονται τὸ πλῆθος = παίρνουν με το μέρος τους το λαό με εξαπάτηση (εξαπατώντας τον).
ΝΕ προσάγω (λόγ., με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. πρός + ἄγω]. προσβάλλω ΡΗΜΑ
επιτίθεμαι: προσβαλὼν αἱρεῖ τὴν πόλιν = αφού επιτέθηκε στην πόλη, την κυριεύει.
ΝΕ προσβάλλω. [σύνθ. λ. πρός + βάλλω]. προσβολή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ προσβολή. [παράγ. λ. προσβάλλω + παρ. επίθ. -ή]. προσγίγνομαι ΡΗΜΑ
πηγαίνω ως βοηθός ή ως σύμμαχος: οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ὁρῶντες στρατιάν τε ἄλλην προσγεγενημένην τοῖς Λακεδαιμονίοις προεῖπον ἔκπλουν = και οι Αθηναίοι, βλέποντας ότι είχε έρθει και άλλος στρατός για να συμμαχήσει με τους Λακεδαιμόνιους, διέταξαν την αναχώρηση από το λιμάνι. [σύνθ. λ. πρός + γίγνομαι]. πρόσειμι (Α) ΡΗΜΑ στην αττ. διάλεκτο ως μέλλ. του προσέρχομαι
1. πλησιάζω κάποιον: βραδέως προσῄεσαν = πλησίαζαν αργά αργά.
2. παρουσιάζομαι για να μιλήσω: πρόσειμι πρὸς βουλήν. 3. για χρόνο πλησιάζω: ἑσπέρα προσῄει = πλησίαζε βράδυ. 4. προσέρχομαι, εισπράττομαι: τὰ προσιόντα χρήματα = τα εισπραττόμενα χρήματα, τα εισοδήματα.
[σύνθ. λ. πρός + εἶμι]. πρόσειμι (Β) ΡΗΜΑ
1. συνυπάρχω: τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι καὶ κίνδυνοι = με τη βία συνυπάρχουν οι εχθρότητες και οι κίνδυνοι. 2. είμαι παρών, υπάρχω: οὐδὲν ἄλλο προσῆν = δεν υπήρχε τίποτε άλλο. [σύνθ. λ. πρός + εἰμί]. προσέρχομαι ΡΗΜΑ
1. πηγαίνω σε κάποιον, προσέρχομαι: προσέρχομαι πρός τινα/προς τι. 2. παρουσιάζομαι για να μιλήσω: προσέρχομαι τῷ δήμῳ. ΝΕ προσέρχομαι. [σύνθ. λ. πρός + ἔρχομαι]. προσέχω ΡΗΜΑ
1. πλησιάζω κάτι σε κάτι άλλο: προσέχω γῇ τὸ σῶμα = πλησιάζω το σώμα στη γη. προσέχω ναῦν = φέρνω το πλοίο στο λιμάνι. προσέχω εἰς τὴν Σάμον = προσεγγίζω στη Σάμο. 2. προσέχω τὸν νοῦν ή απλώς προσέχω (με παράλειψη του νοῦς) δίνω προσοχή σε κάτι, ενδιαφέρομαι για αυτό: προσέχω τῷ πολέμῳ. πρόσχωμεν = ας προσέξουμε.
ΝΕ προσέχω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρός + ἔχω]. προσήκω ΡΗΜΑ
1. φτάνω ως...: ὄχθαι προσήκουσαι ἐπὶ τὸν ποταμόν = τα υψώματα φτάνουν ως το ποτάμι. 2. έχω σχέση με κάποιον ή ταιριάζω σ' αυτόν: τῷ βασιλεῖ προσήκει οὐ ῥᾳδιουργία ἀλλὰ καλοκἀγαθία = σε ένα βασιλιά δεν ταιριάζει η επιπολαιότητα αλλά η καλοσύνη. τίνι προσήκει τόδε = ποιος έχει σχέση μ' αυτό (για να το φροντίσει); 3. ως απρόσ. με απαρέμφατο προσήκει ταιριάζει, πρέπει: τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκεν αὐτῷ ποιεῖν = κάνοντας τα αντίθετα από ό,τι ταίριαζε (έπρεπε) να κάνει. 4. μετοχή προσήκων α. αυτός που ανήκει σε κάποιον: τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι = να αποδώσει κανείς στον καθένα ό,τι του ανήκει (οφείλεται). β. αυτός που αρμόζει, που είναι κατάλληλος για κάτι: τελευτήσας τιμαῖς αὐτὸν προσηκούσαις ὁ σύλλογος τιμάτω = όταν θα πεθάνει (ο άξιος πολίτης), να τον τιμήσει η συνέλευση του λαού με τις τιμές που του αρμόζουν. γ. αυτός που έχει σχέση συγγένειας με κάποιον: οἱ προσήκοντές τινος = οι συγγενείς κάποιου. ΝΕ οι προσήκοντες (με τη σημ. 4γ) & προσήκων, -ουσα, -ον (με τη σημ. 4β). [σύνθ. λ. πρός + ἥκω]. προσηλόω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ προσηλώνω. [σύνθ. λ. πρός + ἡλόω]. πρόσθεν ΠΡΟΘΕΣΗ & ΕΠΙΡΡΗΜΑ Α. ως πρόθεση 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι: ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος = μπροστά από το στρατό. 2. πριν από: οὐκ ἐλήξαμεν πρόσθεν ἑσπέρας = δεν τελειώσαμε πριν από το βράδυ. Β. ως επίρρημα 1. τοπικά μπροστά. ≠ ὄπισθεν.
2. χρονικά προηγουμένως, πριν: ὃ οὐ πρόσθεν ἐπεποιήκεσαν = πράγμα που δεν το είχαν κάνει προηγουμένως. σμικρῷ πρόσθεν = λίγο πριν.
[παράγ. λ. πρός + παρ. επίθ. -θεν]. προσίημι ΡΗΜΑ
1. στέλνω προς. 2. μέση φωνή προσίεμαι α. αφήνω κάποιον να πλησιάσει: προσίεμαι τοὺς βαρβάρους = αφήνω τους βαρβάρους να πλησιάσουν. β. παραδέχομαι, πιστεύω: ἀλλὰ τοῦτο οὐ προσίεμαι = αυτό όμως δεν το πιστεύω. γ. δέχομαι: προσίεμαι ξενικὰ νόμιμα = δέχομαι ξένες συνήθειες. δ. επιδοκιμάζω: ἐγὼ οὐδὲν κακὸν προσήσομαι = εγώ δε θα επιδοκιμάσω καμιά κακή πράξη. ε. τολμώ να: οὐ προσίεμαι τοιαύτας πράξεις πράττειν = δεν τολμώ να κάνω τέτοιες πράξεις. [σύνθ. λ. πρός + ἵημι]. προσκαλέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συνήθως στη μέση φωνή προσκαλοῦμαι προσκαλώ. 2. καταγγέλλω κάποιον στο δικαστήριο: προσκαλῶ τινα δίκην ἀσεβείας = καταγγέλλω κάποιον για ασέβεια.
ΝΕ προσκαλώ (με τη σημ. 1). [σύνθ. λ. πρός + καλέω]. πρόσκειμαι ΡΗΜΑ
χρησιμοποιείται ως παθ. του προστίθημι 1. βρίσκομαι κοντά σε κάτι: πρόσκειμαι τῇ θύρᾳ = είμαι κοντά στην πόρτα. 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάτι: πρόσκειμαι τῷ δήμῳ = είμαι αφοσιωμένος στο λαό. 3. επιμένω παρακαλώντας: προσέκειντο αὐτῷ ἀξιοῦντες... = τον παρακαλούσαν ζητώντας... 4. επιμένω πιέζοντας τον εχθρό: ἡ ἵππος Μαρδονίου προσέκειτο καὶ ἐλύπει τοὺς Ἕλληνας = το ιππικό του Μαρδονίου πίεζε και παρενοχλούσε τους Έλληνες. ΝΕ πρόσκειμαι (με τη σημ. 2, λ.χ. πρόσκειμαι στο τάδε κόμμα). [σύνθ. λ. πρός + κεῖμαι]. προσκεφάλαιον, -αίου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μαξιλάρι για το κεφάλι. 2. γενικότερα μαξιλάρι κάθε είδους: καθῆστο ἐπὶ προσκεφαλαίου τε καὶ δίφρου = καθόταν σ' ένα σκαμνί με μαξιλάρι. προσκόπτω ΡΗΜΑ
χτυπώ επάνω σε κάτι, σκοντάφτω: προσκόπτω πρὸς λίθον = σκοντάφτω σε πέτρα. [σύνθ. λ. πρός + κόπτω]. προσκυνέω -ῶ ΡΗΜΑ
γονατίζω σε ένδειξη σεβασμού και λατρεύω ένα θεό.
ΝΕ προσκυνώ. [σύνθ. λ. πρός + κυνέω]. προσλαμβάνω ΡΗΜΑ
1. παίρνω κάτι επιπλέον: ὄψον ἐσθίων ἄρτον προσέλαβε = τρώγοντας το φαγητό του πήρε και ψωμί. 2. παίρνω μαζί μου κάποιον: προσέλαβεν ἱππεῖς καὶ πελταστάς = πήρε (για βοήθεια) ιππείς και πελταστές.
ΝΕ προσλαμβάνω (με παραπλήσια σημ. προς τη 2). [σύνθ. λ. πρός + λαμβάνω]. πρόσοδος, -όδου, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. προσέγγιση, πλησίασμα: πρόσοδοι χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον = δύσβατοι δρόμοι που οδηγούν στο χωριό. 2. επίθεση, έφοδος: αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους πρόσοδοι = οι επιθέσεις εναντίον των εχθρών. 3. εισόδημα. ΝΕ πρόσοδος (με τη σημ. 3). [σύνθ. λ. πρός + ὁδός]. προσπίπτω ΡΗΜΑ
1. πέφτω επάνω σε κάτι: διελόντες τοῦ τείχους, ᾗ προσέπιπτε τὸ χῶμα... = αφού χάλασαν ένα μέρος του τείχους, εκεί όπου έπεφτε το χώμα... 2. επιτίθεμαι: οἱ ἱππεῖς προσπίπτουσι τοῖς ὁπλίταις. 3. συμβαίνω ξαφνικά: μεγάλαι συμφοραὶ προσέπεσαν = συνέβησαν / τους έπεσαν μεγάλες συμφορές. 4. πέφτω στα πόδια κάποιου παρακαλώντας, προσπέφτω: ἱκέτης προσπίπτω. ΝΕ προσπέφτω (με τη σημ. 4). [σύνθ. λ. πρός + πίπτω]. προσποιέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. παραχωρώ: ἐβούλοντο Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας Θηβαίοις προσποιῆσαι = ήθελαν να παραχωρήσουν στους Θηβαίους την Πλάταια της Βοιωτίας. 2. συνήθως στη μέση φωνή προσποιοῦμαι α. παίρνω κάποιον με το μέρος μου: οἱ δυνατώτεροι περιουσίας ἔχοντες προσεποιοῦντο ὑπηκόους τὰς ἐλάσσονας πόλεις = οι ισχυρότεροι που είχαν μεγαλύτερη δύναμη έπαιρναν με το μέρος τους, ως φόρου υποτελείς, τις μικρότερες πόλεις. β. χρησιμοποιώ ή παρουσιάζω κάτι ξένο ως δικό μου, το ιδιοποιούμαι: ἡ τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσις, ἣν ψευδῶς τότε δι' ἑαυτὸν προσεποιήσατο = η μη καταστροφή (η διάσωση) των γεφυρών, την οποία αναληθώς τότε παρουσίασε ως δικό του έργο. γ. προσποιούμαι.
ΝΕ προσποιούμαι (με τη σημ. 2γ). [σύνθ. λ. πρός + ποιέω]. προστάτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ προστάτης. [σύνθ. λ. πρός + *στατ- (στατός < ἵσταμαι) + παρ. επίθ. -ης]. προστατέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. προστάτης + παρ. επίθ. -έω]. προστάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι προστάσσω
1. παρατάσσω στρατιωτικές δυνάμεις. 2. εντάσσω ή προσαρτώ, συνενώνω: πρὸς τοῖς ἔθνεσι καὶ τοὺς πλησιοχώρους προσέταξεν = προσάρτησε στους λαούς (των σατραπειών) και όσους γειτόνευαν με αυτούς. 3. διορίζω: οἱ Λακεδαιμόνιοι προσέταξαν Γύλιππον ἄρχοντα τοῖς Συρακοσίοις = οι Λακεδαιμόνιοι διόρισαν το Γύλιππο διοικητή των Συρακουσίων. 4. διατάζω: τὰ προσταχθέντα = οι διαταγές που δόθηκαν. ΝΕ προστάζω (με τη σημ. 4). [σύνθ. λ. πρός + τάττω]. προστίθημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάτι κοντά σε κάτι άλλο: κλίμακας τοῖς πύργοις προσθέντες = αφού τοποθέτησαν σκάλες στους πύργους των τειχών. 2. προσθέτω: προστίθημι τῷ νόμῳ = κάνω προσθήκη στο νόμο. 3. δίνω: προστίθημι χρήματα. επιβάλλω: ζημίαν προστίθημι = επιβάλλω τιμωρία. 4. μέση φωνή προστίθεμαι α. παίρνω κάποιον με το μέρος μου, τον κάνω φίλο ή σύμμαχο: προστίθεμαι φίλον. β. συμφωνώ: ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους προσθέσθαι = είπε ότι με αυτήν τη γνώμη συμφώνησαν και οι άλλοι.
ΝΕ προσθέτω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρός + τίθημι]. προστυγχάνω ΡΗΜΑ
συναντώ τυχαία: ὁ προστυγχάνων / προστυχών = ο πρώτος άνθρωπος που συναντά τυχαία κάποιος. [σύνθ. λ. πρός + τυγχάνω]. προσφέρω ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάτι κοντά ή επάνω σε κάτι άλλο: μηχανὰς τῇ Ποτειδαίᾳ προσέφερον καὶ ἐπειρῶντο ἑλεῖν = τοποθέτησαν στην Ποτείδαια πολιορκητικές μηχανές και προσπαθούσαν να την κυριεύσουν. 2. προσφέρω: προσφέρω δῶρα/τροφήν. 3. παθ. φωνή προσφέρομαι α. πηγαίνω εναντίον κάποιου: προσενήνεκτο πρὸς τὴν φάλαγγα = είχε επιτεθεί εναντίον της φάλαγγας. β. χωρίς εχθρική διάθεση πηγαίνω προς κάποιον ή κάτι, πλησιάζω. γ. φέρομαι, αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με ένα συγκεκριμένο τρόπο: ἀπὸ τοῦ ἴσου προσφέρομαί τινι = αντιμετωπίζω κάποιον με ίσους όρους.
ΝΕ προσφέρω (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρός + φέρω]. πρόσω ΕΠΙΡΡΗΜΑ προτάττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι προτάσσω
1. τοποθετώ μπροστά, προτάσσω.
2. παθ. φωνή προτάττομαι βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον για να τον υπερασπιστώ: προταχθέντες ὑπὲρ ἁπάντων = αφού στάθηκαν στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση όλων. ΝΕ προτάσσω (με τη σημ. 1). [συνθ. λ. πρό + τάττω]. προτεραῖος, -αία, -αῖον ΕΠΙΘΕΤΟ [παράγ. λ. πρότερος + παρ. επίθ. -αῖος]. πρότερος, -τέρα, -τερον ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ στη φρ. εκ των προτέρων «από πριν». [πρό + παρ. επίθ. -τερος]. προτίθημι ΡΗΜΑ
1. τοποθετώ κάτι μπροστά.
2. ορίζω, προτείνω: προτίθημί τινι στέφανον τῶν ἀγώνων = ορίζω γι' αυτόν που αγωνίστηκε το στεφάνι του νικητή. προτίθημι θάνατον ζημίαν = ορίζω το θάνατο ως ποινή. 3. μέση φωνή προτίθεμαι προτείνω για συζήτηση: καὶ σύ, ὦ πρύτανι, γνώμας πρόθες αὖθις Ἀθηναίοις = και συ, πρύτανη, θέσε πάλι για συζήτηση στους Αθηναίους τις προτάσεις.
ΝΕ προτίθεμαι «έχω την πρόθεση, σχεδιάζω». [σύνθ. λ. πρό + τίθημι]. προτιμάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. δίνω, συγκριτικά, μεγαλύτερη αξία σε κάποιον/κάτι: ὁ πατὴρ τὸν υἱὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ = ο πατέρας δίνει στο γιο του μεγαλύτερη σημασία από ό,τι σε οτιδήποτε άλλο. 2. προτιμώ: Αἰγύπτιοι προτιμῶσι καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι = οι Αιγύπτιοι προτιμούν να είναι καθαροί παρά να έχουν καλή εξωτερική εμφάνιση. 3. φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι: εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσι οὐδόλως = δεν ενδιαφέρονται όμως καθόλου πώς θα γίνει ειρήνη.
ΝΕ προτιμώ (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. πρό + τιμάω]. προὔργου [σύνθ. λ. πρό + ἔργου]. προφέρω ΡΗΜΑ
1. προσφέρω: μάντεις σφάγια προέφερον τὰ νομιζόμενα = οι μάντεις πρόσφεραν σφαγμένα ζώα, όπως συνηθιζόταν. 2. λέω, αναφέρω κάτι: μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν = μην αναφέρετε την ομοσπονδία που είχαμε κάνει τότε. 3. υπερτερώ: ἡ Νάξος εὐδαιμονίᾳ τῶν νήσων προέφερε = η Νάξος υπερτερούσε ως προς τον πλούτο από τα άλλα νησιά.
ΝΕ προφέρω «εκφέρω λέξη, πρόταση κτλ.». [σύνθ. λ. πρό + φέρω]. πρόχους, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [διαλ. πρόχοος (< προχέω), στα αττ. συνηρημ. πρόχους]. προώλης, -ης, -ες ΕΠΙΘΕΤΟ ![]() ΝΕ στη φρ. εξώλης και προώλης. [σύνθ. λ. πρό + ὄλλυμι]. πρυτανεῖον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. πρύτανις + παρ. επίθ. -εῖον]. πρυτανεύω ΡΗΜΑ 1. έχω το αξίωμα του πρυτάνεως: πρυτανεύουσα (φυλή) = η φυλή στην οποία ανήκαν οι
50 πρυτάνεις ( 2. διευθύνω: τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευε = διηύθυνε τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη. ΝΕ πρυτανεύω «βρίσκομαι στην πρώτη θέση». [παράγ. λ. πρύτανις + παρ. επίθ. -εύω]. πρύτανις, -εως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πρύτανης «ο επικεφαλής πανεπιστημίου». [αβέβ., πιθ. προελλ., πβ. ετρουσκικό puruthn «αρχηγός»]. πρῲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι πρωῒ
1. το διάστημα από την ανατολή έως το μεσημέρι, πρωί. 2. νωρίς: πρῲ τῆς ὥρας. ΝΕ πρωί (με τη σημ. 1). [*πρω- (< πρό) + τοπικό επίθ. -ι, πβ. πέρυσ-ι]. πρώην ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ ο πρώην «ο τέως, αυτός που δεν έχει πια την προηγούμενή του θέση, τίτλο κτλ.». [αιτ. θηλ. αμάρτ. επιθέτου *πρώη ή *πρώ (εκτεταμένη μορφή της πρό, πβ. πρῴ) + επίθ. -ην κατά το ἄντην (ἀντί)]. πταίω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάποιον να σκοντάψει.
2. μεταφορικά κάνω σφάλμα: ὅταν πταίσωσί τι = όταν κάνουν κάποιο σφάλμα.
ΝΕ πταίω (λόγ.) & φταίω (με τη σημ. 2). [πετ- , πτ-αίω άγν. ετυμ.]. πτερόν, -οῦ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φτερό. 2. φτερούγα. 3. σειρά από κολόνες που περιβάλλουν εξωτερικά ένα ναό.
ΝΕ φτερό (με τη σημ. 1) & πτερό (με σημ. 3). [*πετ- (πέτομαι «πετώ») + παρ. επίθ. -ρόν]. πτήσσω ΡΗΜΑ
μαζεύομαι, ζαρώνω από το φόβο μου: δοκεῖ μοι τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι καὶ εὐτυχοῦντα ἐξυβρίσαι καὶ πταίσαντα πτῆξαι = νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό του ίδιου ανθρώπου να είναι θρασύς, όταν όλα του πηγαίνουν καλά, και όταν πέσει σε κάποιο λάθος, να ζαρώνει από το φόβο του.
[*πτηκ- (*πτᾱκ-, *πτωκ- , πβ. πέ-πτω-κα < πίπτω, πέτ-ομαι) + παρ. επίθ. -jω > πτήσσω]. πτύσσω ΡΗΜΑ
διπλώνω. ≠ ἀναπτύσσω «ξεδιπλώνω».
ΝΕ πτύσσω. [*πτυχ- + παρ. επίθ. -jω]. πτωχεία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ![]() [παράγ. λ. πτωχός + παρ. επίθ. -εία]. Πυανοψιών, -ῶνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [από τη φρ. πύανον ἕψειν «ψήνω κουκιά» + παρ. επίθ. -ιών, όπου πύανος, ὁ = κύαμος, ὁ «κουκί»· ίσως ο πρωτογενής τύπος είναι *πύαμος, αιτ. τὸν *πύαμον > τὸν πύανον (τροπή μ > ν), τὸν κύαμον (τροπή π σε κ στο σχήμα τ-π > τ-κ)]. Πύθια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [Πύθια (ενν. ἱερά), παράγ. λ. Πυθώ, ἡ «παλιό όνομα των Δελφών» + παρ. επίθ. -ια]. Πυθία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. Πυθώ + παρ. επίθ. -ία]. πυκνός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. πυκνός. ≠ ἀραιός. 2. συχνός, πολύς: οὗτοι δὲ πυκνοῖς ἐρωτήμασιν ἐχρῶντο = και αυτοί έκαναν πολλές ερωτήσεις. 3. για πρόσωπα έξυπνος ή συνετός.
ΝΕ πυκνός (με τη σημ. 1). [αρχικά *πυκ-ινός < επίρρ. πύκα «πάγια, στέρεα» άγνωστης αρχής) + παρ. επίθ. -ινός]. πύκτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *πυγ- (πβ. πύξ, πυγ-μάχος) + παρ. επίθ. -της]. πυνθάνομαι ΡΗΜΑ
ζητώ να μάθω, μαθαίνω, πληροφορούμαι: ὡς ἐπυνθάνοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης = όταν πληροφορήθηκαν ότι κατελήφθη η Πύλος. σὺ ἄρτι πέπυσαι; = εσύ τώρα το έμαθες;
[*πυνθ- (*πευθ-, κρητικό πεύθω «πληροφορώ», + παρ. επίθ. -αν-ομαι > πυνθάνομαι, για την ανάπτυξη -ν- στο πυ-ν-θ- πβ. λιθ. bu-n-dú «βρίσκομαι σε εγρήγορση», ΙΕ *bheudh-]. πὺξ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ![]()
ΝΕ στην έκφραση πύξ λάξ «με μπουνιές και κλοτσιές». [*πυγ- «κεντρίζω, μπήγω, κτυπώ» + -ς των επιρρημάτων (π.χ. οὕτω-ς), ακριβές αντίστοιχο του λατ. pugna, pugnare]. πῦρ, πυρός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*πυρ-, πβ. αρμ. hur = πῦρ, ουμβρικό pir (αιτιατ.)]. πυρά, -ᾶς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ (λόγιο) πυρά. [πῦρ + παρ. επίθ. -ά]. πυρός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*πυρ- + παρ. επίθ. -ός, πβ. λιθ. pūras «κόκκος σιταριού»]. πυρρίχη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ίσως από τον επινοητή του χορού, κύρ. όν. Πύρριχος, πβ. πύρριχος «κοκκινόξανθος»]. πυρρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ κοκκινωπός.
[ίσως *πυρσFός < *πυρσ- (πβ. πυρσ-ός) + παρ. επίθ. -Fός]. πυρφόρος, -ος, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ [σύνθ. λ. πῦρ + φέρω]. πώγων, -ωνος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ πιγούνι. [αβέβ. ετυμ.]. πῶλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*πωλ- + παρ. επίθ. -ος > πῶλος, ακριβές αντίστοιχο με γερμ. Fohlen «πουλάρι», ίσως ομόρρ. με παῖς και λατ. puer]. πώποτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. εγκλιτ. πω + ποτέ]. πῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ πώς. [ερωτηματική ρίζα *πω- (*πο-) + ληκτικό -ς των επιρρημάτων, π.χ. οὕτω-ς]. πως ΕΠΙΡΡΗΜΑ |