OO, o, ὂ μικρόν, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ὁ, ἡ, τὸ ΑΡΘΡΟ 1. ὁ, ἡ, τό + απαρέμφ. το απαρέμφατο μεταφράζεται ως αφηρημένο ουσιαστικό: τὸ φρονεῖν = η φρόνηση. 2. τό + οποιαδήποτε λέξη/ φράση λέξη / έννοια: τὸ ἄνθρωπος = η έννοια άνθρωπος. 3. ὁ, ἡ, τό + γενική κύριου ονόματος δηλώνει καταγωγή: ὁ Διός = ο γιος του Δία. 4. ὁ, ἡ, τό + γενική δηλώνει ό,τι σχετίζεται ή ανήκει σε κάποιον/κάτι: τὰ τῆς πόλεως = αυτά που σχετίζονται με την πόλη. 5. ὁ μέν… ὁ δὲ αυτός… εκείνος: τῶν πόλεων αἱ μὲν τυραννοῦνται, αἱ δὲ δημοκρατοῦνται = από τις πόλεις αυτές έχουν τυραννικό, εκείνες δημοκρατικό πολίτευμα. 6. τὸ μέν… τὸ δὲ εν μέρει μεν… εν μέρει δε. 7. ὁ καὶ ὁ τέτοιος και τέτοιος: τὰ καὶ τὰ πεπονθώς = αυτός που έχει υποστεί τέτοια και τέτοιου είδους παθήματα. 8. δοτ. θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇ εδώ: τὸ μὲν τῇ, τὸ δὲ τῇ = εν μέρει εδώ, εν μέρει εκεί. 9. ἐν τοῖς + υπερθετικός σε ονομαστική πτώση μεταξύ των...: ἐν τοῖς πρῶτοι Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο = πρώτοι πρώτοι οι Αθηναίοι έπαψαν να οπλοφορούν. ἐν τοῖς χαλεπώτατα διῆγον = περνούσαν πάρα πολύ δύσκολα. [ΙΕ δεικτική αντων. αρσ. *so, θηλ. *sa, ουδ. *tom/*tod, που εκπροσωπείται πολύ πιστά από την αρχ. ινδ. αρσ. sa, θηλ. sā, ουδ. tadý]. ὀβελός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σούβλα. 2. στους αρχαίους γραμματικούς οριζόντια γραμμή που χρησίμευε ως σημάδι, για να δηλώσει ότι ένα χωρίο είναι νόθο.
ΝΕ οβελός (και με τις δύο σημ.). [από το ὀβολός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ οβολός «μικρή βοήθεια». [ὀβολός/ὀδελός < ΙΕ *οgwolos/*ogwelos, όπου το υπερωικοχειλικό gw > β ή δ σύμφωνα με το φθόγγο που ακολουθεί]. ὄγκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. ο όγκος ενός πράγματος. 2. υπερηφάνεια ή αλαζονεία: ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος = η αλαζονεία των ανθρώπων που είναι υπερόπτες. 3. μεγαλοπρέπεια (ύφους): ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος = η μεγαλοπρέπεια του ποιήματος.
ΝΕ όγκος (με τη σημ. 1). [ίσως *ογκ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του *εγκ- < ἐν-εγκ-εῖν του φέρω) + παρ. επίθ. -ος]. ὅδε, ἥδε, τόδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. για τόπο· δείχνει κάτι που είναι παρόν και βρίσκεται μπροστά στα μάτια του ομιλητή αυτός εδώ. 2. για χρόνο αναφερόμενο στο άμεσο παρόν αυτός εδώ, ο τωρινός: ἡ τῶνδε τῶν ἀθλητῶν ἕξις = η συνήθεια των τωρινών αθλητών. 3. δοτ. ενικού θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇδε α. για τόπο εδώ: τῇδε κείμεθα = είμαστε θαμμένοι εδώ. β. για τρόπο με αυτόν εδώ τον τρόπο, έτσι: τῇδέ πῃ σκοποῦμαί τι = εξετάζω κάτι κάπως έτσι. [σύνθ. λ. δεικτ. αντων. ὅ, ἥ, ὅ + δεικτικό -δε]. ὁδοιπορέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ὁδοιπόρ-ος + παρ. επίθ. -έω· ὁδοι- (τοπική πτώση) + πορ-εύομαι > ὁδοιπόρ-ος]. ὁδός, -οῦ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. δρόμος. 2. ταξίδι: τριῶν ἡμερῶν ὁδός = ταξίδι τριών ημερών. 3. μέθοδος: (δοτική ως επίρρημα) ὁδῷ = μεθοδικά.
ΝΕ οδός (με τη σημ. 1). [*σεδ- «βαδίζω», *sed- (διαφορετικό από το *sed- > ἕζομαι «κάθομαι»), συγγεν. με αρχ. ινδ. ā-sad- «πλησιάζω»]. ὀδυνάω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ὀδύνη + παρ. επίθ. -άω]. ὀδύνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σωματικός πόνος. 2. ψυχικός πόνος, θλίψη: ὀδύνη σε εἴληφε = η θλίψη σε έχει καταλάβει.
ΝΕ οδύνη (με τη σημ. 2). [*εδ- «τρώγω» (ἔδω «τρώγω»), *ἐδύ-νη > ὀδύνη (πβ. για την αλλαγή ε > ο ἔδοντες > ὀδόντες, πβ. ακόμη εἶδαρ «τροφή» < *ἔδFαρ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, προκαλώ λύπη» πβ. λατ. curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, οδυνηρές»]. ὀδύρομαι ΡΗΜΑ
θρηνώ. ≠ ἀγάλλομαι, χαίρω.
ΝΕ οδύρομαι. [*ὀδυρ-, συγγεν. με ὀδύνομαι (εναλλαγή ν-ρ)]. ὄζω ΡΗΜΑ
1. έχω κάποια μυρωδιά (άσχημη ή ευχάριστη), μυρίζω: ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος = το σπίτι μύριζε από τα μύρα. τρυγὸς ὄζεις = μυρίζεις κρασί. 2. απρόσωπο ὄζει έρχεται μυρωδιά, μυρίζει: ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον = φαινόταν ότι ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά από το ψωμί.
[*oδ- + παρ. επίθ. -jω > ὄζω, πβ. ὀδ-μὴ και ὀσμή, λατ. od-or]. ὅθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. απ' όπου, από το σημείο από το οποίο: ὅθεν ἀπέλιπες, ἀποκρίνου = απάντησε απ' όπου σταμάτησες. 2. για το λόγο αυτόν. [παράγ. λ. ὅ (ουδ. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -θεν]. οἷ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. προς τα εκεί όπου: οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα; = δεν άκουσες πού πηγαίνει η κατάσταση;. 2. oἷ + γενική σε ποιο σημείο: οἷ τελευτᾷ κακίας = σε ποιο σημείο κακίας καταλήγει. [αναφορ. του ποῖ, οἴαξ, -ακος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*οισακ- + -ς > οἴαξ, ομόρρ. με σλοβεν. ojêsa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsá «τιμόνι» ]. οἶδα ΡΗΜΑ παρακ. με σημ. ενεστ.
1. γνωρίζω: ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι = εάν γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος. ≠ ἀγνοέω. 2. στην προστακτική για όρκους ἴστω μάρτυράς μου…: ἴστω Ζεὺς αὐτός = μάρτυράς μου ο ίδιος ο Δίας.
ΝΕ στις λόγ. φρ. τις οίδε; Κύριος οίδε (με τησημ. 1).
[*Fειδ- (εἰδώς, ἰδέα) και *Fοἶδα (αλλά Fίστωρ), ομόρρ. με αρχ. ινδ. véda «γνώση», λατ. vidēre «βλέπω»]. οἴκαδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -αδε· μαρτυρείται ως Fοίκαδε, όπου οἰκα = ουδ. πληθ. με περιληπτ. σημ. «σπίτια»]. οἰκεῖος, -εία, -εῖον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. αυτός που ανήκει / σχετίζεται με το σπίτι: τὰ οἰκεῖα = οι υποθέσεις του σπιτιού. ≠ ξένος, ἀλλότριος. 2. συγγενής: οἱ ἑαυτοῦ οἰκειότατοι = οι πλησιέστεροι συγγενείς του. = προσήκοντες. 3. φιλικός: εἴχομέν ποτε… τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον = κάποτε είχαμε φιλικό αυτόν τον τόπο. 4. ιδιωτικός: οἰκεῖα κακά = ιδιωτικές συμφορές. 5. κατάλληλος, αρμόζων: ἔμπροσθεν τοῦ νόμου δεῖ προοίμιον ἑκάστῳ οἰκεῖον προτιθέναι = μπροστά από κάθε νόμο πρέπει να προτάσσουμε την κατάλληλη εισαγωγή.
ΝΕ οικείος (με τις σημ. 2, 3). [παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -εῖος, ιων. οἰκήιος]. οἰκειόω -ῶ ΡΗΜΑ 1. κάνω κάποιον συγγενή μου. 2. μέση φωνή οἰκειοῦμαί τινα αποκτώ την εύνοια κάποιου: οἰκειοῦμαι τὸν δῆμον λόγῳ = αποκτώ την εύνοια του λαού με το λόγο μου. 3. παθ. φωνή οἰκειοῦμαι γίνομαι φίλος. [παράγ. λ. οἰκεῑ-ος + παρ. επίθ. -όω]. οἰκέτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -της]. οἰκέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. κατοικώ, αποικίζω: τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν = αποίκισαν τα περισσότερα νησιά. 2. διοικώ: πόλεις καὶ οἴκους εὖ οἰκοῦσι = κυβερνούν καλά πόλεις και οικογένειες. 3. για πόλεις παθ. οἰκοῦμαι κατοικούμαι.
[παράγ. λ. οἶκ-ος + παρ. επίθ. -έω]. οἴκησις, -ήσεως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. διοίκηση: οἴκησις πόλεως = η διοίκηση της πόλης. 2. κατοικία (ως κτίριο). [παράγ. λ. οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -σις, για το ε-η πβ. οἰκη-τήριος, -ιον > μεσν. κτήριον]. οἰκία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. κατοικία (ως κτίριο), σπίτι. 2. οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος.
ΝΕ οικία (με τη σημ. 1 ως λόγιος τύπος της λέξης σπίτι). [παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -ία· μαρτυρείται
ως Fοικία, οἰκίζω ΡΗΜΑ
1. ιδρύω αποικία ή οικισμό: οἰκίζω πόλιν = ιδρύω πόλη. 2. αποικίζω.
ΝΕ οικίζω (λόγ.). [παράγ. λ. οἶκ-ος + παρ. επίθ. -ίζω]. οἴκοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. στο σπίτι.
[παραγ. λ. οἶκος + παρ. (τοπικό) επίθ. -οι]. οἶκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. σπίτι, κατοικία (ως κτίριο). = δόμος. 2. περιουσία, κληρονομιά: ἵνα τὸν οἶκον αὐτοῦ κατάσχῃ = (τον σκότωσε) για να κατάσχει την περιουσία του. 3. βασιλικός οίκος.
ΝΕ οίκος (με τις σημ. 1 και 3). [*Fοῖκος, λατ. vīcus «κωμόπολη», αρχ. ινδ. vesá «κάτοικος»]. οἰκουμένη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ οικουμένη. [οἰκουμένη (ενν. γῆ), μτχ. του οἰκέομαι -οῡμαι]. οἰκτίρω ΡΗΜΑ
νιώθω συμπόνια ή οίκτο για κάποιον, τον λυπάμαι (επειδή τον βρήκε μια συμφορά που δεν του άξιζε): οἰκτίρω τινά τινος = συμπονώ κάποιον για κάτι. = οἰκτίζω, ἐλεῶ.
ΝΕ οικτίρω. [*οἰκτείρ-, από όπου οἰκτείρω και *οἰκτίρjω, συγγεν. με οἰζὺς «θρήνος» και το ρ. οἴζω «θρηνώ» < επιφώνημα οἲ «όι, οχ»]. οἴμοι ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ [επιφ. οἴ + μοι (προσωπ. αντων.) «αλίμονό μου, οϊμέ»]. οἰμωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [*οἰμωγ- (οἰμώζω) + παρ. επίθ. -ή]. οἰμώζω ΡΗΜΑ
1. θρηνώ. 2. στην καθομιλουμένη αττ. διάλεκτο οἴμωζε! σκάσε!, χάσου!: οὐκ οἰμώξεται; = δε θα πάει στα κομμάτια;
[*οἰμώγ- (πβ. οἰμωγή «θρήνος») + παρ. επίθ. -jω > οἰμώζω και αργότερα οἰμώττω· στο οἰμωγή το α΄ συνθετ. είναι το επιφ. οἴμοι]. οἶνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ οίνος (λόγιο για το κρασί). [*Fοιν-ος, λατ. vinum, μεσογειακή λ.]. οἰνοχόος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. οἶνος + *χόος < χέω]. οἴομαι & οἶμαι ΡΗΜΑ
φαντάζομαι, νομίζω, πιστεύω: ᾤοντο ὀλίγων ἐτῶν καθαιρήσειν τὴν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν = νόμιζαν ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα κατέλυαν τη δύναμη των Αθηναίων. = δοκέω, ἡγέομαι. [ίσως *ὀFίσ-jομαι, όπου το *ὀFίσ- συγγεν. με λατ. avis «μαντικό πουλί» (= *οFιωνός > οἰωνός), οπότε οἴομαι «προμαντεύω, νομίζω»]. οἷος, οἵα, οἷον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. σε ανεξάρτητη πρόταση χρησιμεύει ως επιφώνημα και εκφράζει θαυμασμό, απορία ή έκπληξη για κάτι περίεργο τι…!: οἷον τὸ πῦρ! = τι φωτιά είναι αυτή! οἷον εἰργάσασθε = τι πράγμα είναι αυτό που κάνατε! 2. συχνά λειτουργεί ως αναφορική αντωνυμία που συσχετίζεται με δεικτικές, όπως τοιόσδε, τοιοῦτος: τοιοῦτος... οἷος... τέτοιας λογής... όποιας λογής..., τέτοιος... που...: θέαμα τοιοῦτον οἷον… = τέτοιο θέαμα που… 3. οἷος + απαρέμφατο δηλώνει καταλληλότητα ή ικανότητα τέτοιος που να...: οὐκ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν = δεν ήταν εποχή τέτοια που να ποτίσει κανείς την πεδιάδα. 4. οἷός τ' εἰμι & οἶός τέ εἰμι + απαρέμφατο είμαι ικανός να κάνω κάτι: οἷοί τέ εἰσι τὸ ναυτικὸν ἀμύνεσθαι = είναι σε θέση να αποκρούσουν το ναυτικό.
5. επίρρημα οἷον παραδείγματος χάριν: οἷον τί λέγεις; = παραδείγματος χάριν, τι εννοείς; 6. οἷον & οἷα + μετοχή, όπως το ὡς ή ἅτε + μετοχή, δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία: ἦσαν καὶ ἄνθρωποι κατὰ τοὺς ἀγρούς, οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου = υπήρχαν και άνθρωποι στα κτήματα, επειδή η επίθεση έγινε αιφνιδιαστικά σε καιρό ειρήνης. [ενικός οἷος από τη γεν. πληθ. οἵων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. yésām, ΙΕ *yoisōm]. οἶστρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μύγα των ζώων, αλογόμυγα. 2. μεταφορικά σφοδρή επιθυμία: ψυχὴ ὑπὸ οἴστρου ἑλκομένη = ψυχή που σέρνεται από σφοδρές επιθυμίες.
ΝΕ οίστρος (λόγ.). [*οισ- (οἶμα «επίθεση», οἰμάω «επιτίθεμαι») + παρ. επίθ. -τρος]. οἴχομαι ΡΗΜΑ
έχω φύγει: οἴχεται πλέων = έχει φύγει πλέοντας (με πλοίο). πρὸς τὸν τῶν Βακτρίων βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = είχε φύγει να πάει πρέσβυς στο βασιλιά των Βακτρίων. [*οιχ- < *ει-χ-, επεκταμένος κατά το -χ- τύπος της ρίζας *ει- (εἶμι), πβ. εἴχεται· οἴχεται]. οἰωνοπόλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. οἰωνός + *πόλος < πέλω, -ομαι «συσχετίζομαι»]. οἰωνός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μαντικό πουλί που δήλωνε τα μέλλοντα με το πέταγμα ή τις κραυγές του. 2. σημάδι ή προμήνυμα, που έπαιρναν από τα μαντικά πουλιά: τοῦ ἔκπλου οἰωνὸς ἐδόκει εἶναι = (η περικοπή των Ερμών) φαινόταν να είναι κακό σημάδι για την εκστρατεία.
ΝΕ οιωνός «προμήνυμα» (από τη σημ. 2). [παράγ. λ. *οFι- (συγγεν. του λατ. avis «πουλί») + παρ. επίθ. -ωνός, όπως κορ-ώνη, χελ-ώνη]. ὄλεθρος, -έθρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ όλεθρος. [παράγ. λ. *ὀλ- (ὄλ-λυμι) + ένθημα -εθ- + παρ. επίθ. -ρος]. ὀλίγος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
1. ως προς τον αριθμό ή την ποσότητα λίγος: ὀλίγα κακά = λίγες συμφορές. 2. το ουδ. ως επίρρημα ὀλίγον λίγο: ὀλίγον διέχει ἡ Σάμος τῆς ἠπείρου = λίγο απέχει η Σάμος από την αντικρινή στεριά. 3. ειδικές εκφράσεις α. ὀλίγου δεῖν λίγο έλειψε…: ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν τὴν πόλιν = λίγο έλειψε να καταλάβει την πόλη. β. δι' ὀλίγου σε μικρή απόσταση / σε σύντομο χρονικό διάστημα: δι' ὀλίγου ἐστίν = βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. γ. δι' ὀλίγων με λίγες λέξεις. δ. κατ' ὀλίγον λίγο λίγο: οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο = αυτοί μάχονταν λίγοι λίγοι κάθε φορά.
ΝΕ λίγος (με τη σημ. 1) & λίγο (με σημ. 2). [ίσως *λειγ- , λοιγ-ὸς «καταστροφή, λιμός», ομόρρ. με λιθ. ligá «αρρώστια»]. ὀλιγωρέω -ῶ ΡΗΜΑ 1. εκτιμώ λίγο. 2. δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.
ΝΕ ολιγωρώ (με τη σημ. 2). [σύνθ./παράγ. ὀλίγωρος (ὀλίγον + ὥρα και ὤρα «φροντίδα») + παρ. επίθ. -έω]. ὀλισθάνω & ὀλισθαίνω ΡΗΜΑ
γλιστρώ: ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος = γλιστρά το σίδερο από το χέρι.
ΝΕ ολισθαίνω. [προθετικό ὀ- + *λισθ- (< *sleidhdh-, πβ. αγγλ. slid-e «γλιστρώ») + παρ. επίθ. -έω]. ὁλκάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ὁλκ- (ἕλκω) + παρ. επίθ. -άς]. ὅλος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. ολόκληρος, ακέραιος: ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνουσιν = μαθαίνουν ολόκληρους ποιητές από στήθους (δηλ. ολόκληρα τα ποιήματά τους και όχι αποσπάσματά τους). 2. επίρρημα ὅλως α. εντελώς: ὅλως ψεύδεται = ψεύδεται εντελώς. β. γενικά, με λίγα λόγια: διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως αἱ ἐπιθυμίαι = η δίψα και η πείνα και γενικά οι επιθυμίες. ΝΕ όλος (με τη σημ. 1) & όλως (με σημ. 2α). [*σολ- + παρ. επίθ. -Fος, ομόρρ. με λατ. salvus «σώος, ολόκληρος»]. ὀλοφύρομαι ΡΗΜΑ
θρηνώ, κλαίω: τοὺς τῶνδε τοκέας οὐκ ὀλοφύρομαι = τους γονείς αυτών εδώ των νεκρών δεν τους κλαίω. τοῖς κακοῖς ὀλοφυρθείς = αφού κλάψει για τις συμφορές.
[*ὀλοφ- «κλάμα» αναλογικά προς το ὀδ-ύρο-μαι, ομόρρ. με ὀλολύζω]. Ὀλυμπία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. Ὄλυμπος (προελλ.) + παρ. επίθ. -ία]. Ὀλύμπια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ κύριο όνομα πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε τέσσερα χρόνια στην Πίσα. [ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ. του Ὀλύμπιος, -ία, -ιον (ενν. ἱερά)] ὀλυμπικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει σχέση με τον Όλυμπο. 2. που έχει σχέση με την Ολυμπία, ολυμπιακός: Ὀλυμπικὸς ἀγών = Ολυμπιακοί Αγώνες. ΝΕ ολυμπιακός (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. Ὄλυμπος/Ὀλύμπια + παρ. επίθ. -ικός]. ὀλυμπιονίκης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [σύνθ. λ. Ὀλύμπια + νικάω]. ὄμβρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
[*οmbh-ro, ομόρρ. με αρχ. ινδ. ámbhras- «νερό της βροχής»]. ὁμιλέω -ῶ ΡΗΜΑ
ΝΕ ομιλώ & μιλώ «συζητώ». [παράγ. λ. ὅμιλ-ος + παρ. επίθ. -έω]. ὁμιλία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ομιλία «συζήτηση». [παράγ. λ. ὁμιλέω/ὅμιλος + παρ. επίθ. -ία]. ὅμιλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ όμιλος «ομάδα, σύλλογος κτλ.». [ὅμ-ῑλος (όπως στρόβ-ιλος), ίσως ὁμ-ὸς «ο ίδιος» + ἴλη «ομάδα»]. ὄμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ὀπ- (ὁράω, ὄπωπα) + παρ. επίθ. -μα]. ὄμνυμι & ὀμνύω ΡΗΜΑ
ορκίζομαι: ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς = ορκίζομαι στους θεούς και τις θεές.
ΝΕ ομνύω (λόγ.). [*ὀμ- (συγγεν. με αρχ. ινδ. am-īti «κρατώ») + παρ. ένθ. -νυ + παρ. επίθ. -μι, ὄμ-νυ-μι (ενν. ὅρκον) «κρατώ όρκο, ορκίζομαι»]. ὅμοιος & ὁμοῖος, -οία, -οιον & -οῖον ΕΠΙΘΕΤΟ
όμοιος: ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει = ο όμοιος πάντα πλησιάζει έναν όμοιό του.
ΝΕ όμοιος. [παράγ. λ. *ὁμο- (ὁμὸς «ίδιος») + παρ. επίθ. -ιος]. ὁμολογέω -ῶ ΡΗΜΑ
1. συμφωνώ: οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν = είπε ότι τα λόγια τους δε συμφωνούν με τα έργα. 2. παραδέχομαι: ὁμολογεῖ Νικίαν ἑορακέναι = παραδέχεται ότι έχει δει το Νικία. 3. απρόσωπο ὁμολογεῖται γίνεται παραδεκτό.
ΝΕ ομολογώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ὁμόλογος + παρ. επίθ. -έω]. ὁμολογία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ομολογία «παραδοχή». [παράγ. λ. ὁμόλογος + παρ. επίθ. -ία]. ὁμοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. για τόπο στον ίδιο τόπο, μαζί: ἐφόνευον ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους = σκότωναν ανθρώπους και μαζί και άλογα. 2. συνολικά, όλοι μαζί: ἀπὸ Σόλωνος ὁμοῦ διακόσιά ἐστιν ἔτη = από την εποχή του Σόλωνα είναι συνολικά διακόσια χρόνια. [παράγ. λ. ὁμὸς «ο ίδιος» + παρ. επίθ. -οῦ]. ὄμφαξ, -κος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ίσως στερητ. *ὀν- (πριν από χειλικά *ὀμ- < ΙΕ *nο) + *φαγ- (ἔ-φαγ-ον) + παρ. επίθ. -ς στη σημ. «αυτός που δεν τρώγεται ακόμη»]. ὅμως ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΝΕ όμως. [με ανέβασμα του τόνου από το επίρρ. ὁμῶς «με τον ίδιο τρόπο» < επίθετο ὁμὸς «ίδιος»]. ὄναρ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού (οι άλλες πτώσεις από το ὄνειρος, ὁ). όνειρο που βλέπει κανείς στον ύπνο του: εἶδον ὄναρ. [ὄν-αρ- και *ὄνερ-jος = ὄνειρος, ὁ (αιολ. ὄνοιρος), συγγεν. με αρμ. anurj «όνειρο»]. ὀνειδίζω ΡΗΜΑ
επικρίνω, επιπλήττω: ὀνειδιῶ σε ὅτι τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖ = θα σε επιπλήξω, γιατί ελάχιστα εκτιμάς αυτά που έχουν πολύ μεγάλη αξία.
ΝΕ ονειδίζω (λόγ.). [παραγ. λ. ὄνειδος + παρ. επίθ. -ίζω]. ὄνειδος, -είδους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ όνειδος «ντροπή». [προθεμ. ὀ- + *νειδ- «μομφή», συγγεν. με αρχ. ινδ. nidāná «ονειδισμένος» ]. ὄνησις, -ήσεως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ὀνη- (ὀ-νί-νημι) + παρ. επίθ. -σις]. ὀνίνημι ΡΗΜΑ
1. ωφελώ: Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι = ωφελήσατε τον Ξενοφώντα με το να μην τον εκλέξετε. = λυσιτελέω. ≠ βλάπτω. 2. μέση φωνή ὀνίναμαι ωφελούμαι, πορίζομαι ωφέλεια: ὀνήσεσθε ἀκούγοντες = θα ωφεληθείτε ακούγοντάς με. 3. η ευκτική αορ. μέσης φωνής εκφράζει ευχή ὀναίμην, -αιο, -αιτο να χαρώ...! / να χαρείς...! / να χαρεί…!: τῶν τέκνων ὄναιο = να χαρείς τα παιδιά σου!
[προθεμ. ὀ- + *να-/*νη- (ομόρρ. με αρχ. ινδ. nā- στο nā-thá «βοήθεια») + αναδιπλασιασμός νι- + παρ. επίθ. -μι]. ὄνομα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. όνομα. 2. φήμη: τὸ μέγα ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν = η μεγάλη φήμη της Αθήνας. 3. πρόφαση, πρόσχημα: ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας = υπό το πρόσχημα μιας νόμιμης συμμαχίας. 4. λέξη.
ΝΕ όνομα (με τις σημ. 1, 2). [προθεμ. ὀ- + *νομα-, συγγεν. με αρχ. ινδ. náma «όνομα», αρχ. περσ. nāma, λατ. nomen]. ὀνομάζω ΡΗΜΑ
ονομάζω.
ΝΕ ονομάζω. [παράγ. λ. ὄνομα + παρ. επίθ. -άζω]. ὄνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. γάιδαρος.
ΝΕ όνος ως λόγ. της λέξης γάιδαρος. [ανατολικό δάν., πβ. σουμερικό anšu «όνος», αρμ. eš «όνος», λατ. asinus]. ὄντως ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΝΕ όντως. [τὸ ὄν, ὄντ-ος + παρ. επίθ. -ως]. ὄνυξ, -χος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ νύχι. [προθετ. ὀ- + *nogh-, γερμ. Nagel «νύχι», αρχ. ινδ. nakhá «νύχι»]. ὄξος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ όξος (λόγ.) & ξίδι. [παράγ. λ. ὀξ-ύς + παρ. επίθ. -ος]. ὀξύνω ΡΗΜΑ
ακονίζω.
ΝΕ οξύνω. [παράγ. λ. ὀξύς + παρ. επίθ. -ύνω]. ὀξύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ
1. μυτερός, κοφτερός, οξύς: βέλος ὀξύ. πέλεκυς ὀξύς = κοφτερό τσεκούρι. ≠ ἀμβλύς. 2. για αισθήσεις οξύς. 3. ἡ ὀξεῖα (ενν. προσῳδία) οξεία (ένας από τους τρεις τόνους).
ΝΕ οξύς (με τις σημ. 1, 2, 3). [*ακ- (ἀκή, ἀκωκὴ «αιχμή») + παρ. επίθ. -ύς, όμως λείπει μια ρίζα με σ-: *ἀκσ-, *ὀκσ-]. ὀπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ οπή (λόγιο για το τρύπα). [*ὀπ- < *okw- (ὄπωπα < ὁράω, ὄψις, ὄψομαι) στη σημ. «η τρύπα μέσα από την οποία βλέπει κανείς»]. ὅπῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. για τόπο προς το μέρος όπου, προς τα εκεί όπου: ἀμηχανῶ ὅπῃ τράπωμαι = δεν ξέρω προς τα πού να στραφώ. 2. για τρόπο πώς, όπως: μετατίθημί τι ὅπῃ ἂν δοκῇ μοι = τροποποιώ κάτι (μια συνθήκη λ.χ.), όπως τυχόν αποφασίσω. [αναφορικό του πῇ, ὁπηνίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ [αναφορικό του ἡνίκα, ὄπισθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πίσω: τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν = θα φέρουμε μπροστά αυτούς που είναι πίσω. 2. ὄπισθεν + γενική πίσω από…: ὄπισθεν ἐμοῦ εἰσῄει = έμπαινε πίσω από μένα.
ΝΕ όπισθεν (λόγ., με τη σημ. 1). [μυκην. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σθεν κατά το ἔμπρο-σθεν]. ὀπίσω ΕΠΙΡΡΗΜΑ επίσης τὸ ὀπίσω και με συναίρεση τοὐπίσω. προς τα πίσω, πίσω: εἰς τοὐπίσω ἑλκύω τὰς ἡνίας = τραβώ τα χαλινάρια προς τα πίσω. ΝΕ οπίσω (λόγ.) & πίσω. [πρόθ. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σω κατά το πρό-σω]. ὁπλίτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ οπλίτης. [παράγ. λ. ὅπλον + παρ. επίθ. -ίτης]. ὅπλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ όπλο. [*ὅπ- (< ἕπω) + παρ. επίθ. -λον, όπου ἕπω «ασχολούμαι, φροντίζω», συγγεν. με αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω»]. ὁπόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση από ποιο μέρος, από πού: οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὁπόθεν ἐσῆλθον = δεν μπορώ να πω από πού εισήλθαν (στη Σικελία). 2. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, απ' όπου, από εκεί που: ἐπανελθεῖν βούλομαι ὁπόθεν ἐξέβην = θέλω να επανέλθω εκεί απ' όπου έκανα την παρέκβαση. [αναφορικό του πόθεν, δηλ. ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ,
ὅ) + πόθεν, ὁποῖος, -οία, -οῖον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, όποιου είδους, όποιας λογής: τοιοῦτοι οἱ φίλοι ὁποῖος καὶ σύ = όποιας λογής είσαι εσύ, τέτοιας λογής είναι και οι φίλοι σου. 2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση, τι είδους: οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ χρώμενος ἐρῶ = δεν ξέρω με τι είδους τόλμη να μιλήσω. ΝΕ οποίος (σε επιφωνηματικές φρ., λ.χ. οποία αναίδεια!) με τη σημ 2 & ο οποίος (με το οριστικό άρθρο) με αναφορική σημ. [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῑος, ὁπότε ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. με οριστική όταν: ὁπότε ἡμέρα ἐγένετο = όταν έγινε μέρα. 2. με ευκτική κάθε φορά που, όποτε (προπαροξύτονα): ὁπότε οὗτος ἔλθοι = όσες φορές αυτός ερχόταν, όποτε ερχόταν αυτός. 3. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πότε: σημεῖον ἤρθη ὁπότε χρὴ ἀνάγεσθαι = υψώθηκε σήμα, για να προειδοποιήσει πότε πρέπει να ξεκινήσουν. ΝΕ οπότε (με σημ. 1) & όποτε (με σημ. 2). [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποτέ, ὁπότερος, -έρα, -ότερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ αναφορική όποιος από τους δυο: ὁπότεροι ἂν κρατῶσιν = όποιος από τους δυο νικήσει. [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + πότερος, ὅπου ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, συχνά συνοδεύεται από γενική, όπου, σε όποιο σημείο. 3. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πού: οὐδεὶς οἶδεν ὅπου ἐστίν = κανείς δεν ξέρει πού είναι. ΝΕ όπου. [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῦ, ὀπτάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. ψήνω: κρέα ὀπτῶ = ψήνω κρέατα. ≠ ἕψω «βράζω». 2. σκληρύνω: ὁ ἥλιος ὀπτᾷ τὴν γῆν = ο ήλιος σκληραίνει τη γη.
[παράγ. λ. ὀπτὸς «ψητός» + παρ. επίθ. -άω]. ὀπώρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. φθινόπωρο ή καλοκαίρι (όταν σήμαινε «καλοκαίρι», το φθινόπωρο δηλωνόταν με τη λέξη φθινόπωρον ή μετόπωρον): ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας = αποτέλειωσε το τείχος, αφού είχε αρχίσει από την άνοιξη πριν από το καλοκαίρι. 2. καρπός.
ΝΕ οπώρα (λόγ., με τη σημ. 2). [πρόθ. ὀπί- (= ἐπί) + *ὄ(σ)αρ «θέρος, φθινόπωρο», συγγεν. με ρωσ. ósenĭ «θέρος, φθινόπωρο», εναλλαγή r-n]. ὅπως ΕΠΙΡΡΗΜΑ & ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ A. EΠΙΡΡΗΜΑ ΤΡΟΠΟΥ 1. όπως: οὕτως ὅπως δύνανται = έτσι όπως μπορούν. 2. σε πλάγιες ερωτήσεις, έπειτα από ρήματα που εκφράζουν φροντίδα, προσοχή, προφύλαξη. Εκφέρεται με οριστική μέλλ. ή απορηματική υποτακτική ή, όταν υπάρχει εξάρτηση από παρελθοντικό χρόνο, με ευκτική πώς, με ποιον τρόπο: οὗτοι ἐπιμελοῦνται ὅπως οἱ πολῖται ἀμείνους ἔσονται = αυτοί φροντίζουν πώς να γίνουν καλύτεροι οι πολίτες. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους ἀγαθοὺς κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν καλούς φίλους. 3. οὐκ ἔστιν ὅπως δεν υπάρχει τρόπος να…/ δεν είναι δυνατόν να…: οὐκ ἔστιν ὅπως ποτὲ σοὺς δέξονται λόγους = δεν είναι δυνατόν να δεχθούν ποτέ τους όρους σου. 4. ὅπως + υπερθετικός επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅπως ἥδιστα = όσον το δυνατόν πιο ευχάριστα. = ὅτι, ὡς + υπερθετικός. B. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΝΕ όπως (με τη σημ. Α1). [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + πῶς, ὁράω -ῶ ΡΗΜΑ
1. βλέπω: ὁρᾷς ἡμᾶς ὅσοι ἐσμέν = μας βλέπεις πόσοι είμαστε. ὁρῶσιν τὰς ναῦς ἐπὶ σφᾶς πλεούσας = βλέπουν τα καράβια να πλέουν εναντίον τους. 2. προσέχω: ὅρα τί ποιεῖς = πρόσεχε τι κάνεις.
[*σFορ- «παρατηρώ» + παρ. επίθ. -άω, όπου *σFορ- συγγεν. με γοτθ. war(s) «συνετός», λατ. vereor «σέβομαι», ὤρα «φροντίδα»]. ὀργή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. η ιδιοσυγκρασία κάποιου, η κράση του, η διάθεσή του: τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ὥστε μηδένα δύνασθαι προσιέναι = ανέπτυξε τόσο δύσκολη ιδιοσυγκρασία, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. 2. θυμός, οργή.
ΝΕ οργή (με τη σημ. 2). [*ὀργ-/*ἐργ- «έχω σφρίγος», συγγεν. με αρχ. ιρλ. ferc «οργή»]. ὄργια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μυστικές τελετές, μυστική λατρεία (που τελούνταν μόνο από μυημένους, όπως ήταν λ.χ. οι τελετές της Δήμητρας στην Ελευσίνα). 2. γενικά τελετές (όχι μόνο μυστικές), θυσίες.
ΝΕ όργια. [*Fόργ- (ἔργον) + παρ. επίθ. –ια > ὄργια, που παρετυμολογήθηκε προς το ὀργὴ και το ὀργιάζω, καθώς τα ὄργια αναφέρονται κυρίως στο Διόνυσο]. ὀργίζω ΡΗΜΑ
1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί. 2. παθ. φωνή ὀργίζομαι οργίζομαι, εξοργίζομαι. ΝΕ οργίζω (με τη σημ. 1) και οργίζομαι (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ὀργή + παρ. επίθ. -ίζω]. ὀρέγω ΡΗΜΑ
1. απλώνω: ὤρεξεν τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει = άπλωσε το ποτήρι στο Σωκράτη. 2. μέση φωνή ὀρέγομαι επιθυμώ: ὀρέγομαι τοῦ εἰδέναι = επιθυμώ τη γνώση.
ΝΕ ορέγομαι (με τη σημ. 2). [προθεμ. ὀ- + *ρεγ- «διευθύνω, κυβερνώ», συγγεν. με λατ. regō «διευθύνω, κατευθύνω», ιρλ. rigim «απλώνω»]. ὀρθός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
1. όρθιος. 2. ορθός, σωστός: ὀρθὴ ἀγγελία = σωστή αναγγελία. 3. πραγματικός, γνήσιος, αληθινός: ὀρθαὶ πολιτεῖαι = γνήσια πολιτεύματα. 4. ανήσυχος, γεμάτος προσδοκίες για κάτι, ενθουσιασμένος: ὀρθὴ ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι = η πόλη ήταν ανήσυχη (στο πόδι για) με όσα είχαν γίνει.
ΝΕ ορθός (με τη σημ. 2). [*FορθF- «υψώνω» + παρ. επίθ. -ός, συγγεν. με αρχ. ινδ. ūrdhvá- «ανυψώνω»]. ὄρθριος, -ία, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ
πολύ πρωινός: ἀφίκετο ὄρθριος = έφτασε πολύ πρωί. [παράγ. λ. ὄρθρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ όρθρος «είδος θρησκευτικής τελετής». [ουσιαστικοπ. (με μετάθεση τόνου) του επιθέτου ὀρθρός (< ὀρθός + -ρός)· το ὀρθὸς βασίζεται στο *Fορθός «της ώρας που ξημερώνει», συγγεν. με αρχ. ινδ. várdhati «σπρώχνω (τη μέρα να προχωρήσει, να εμφανιστεί)»]. ὁρίζω ΡΗΜΑ
1. καθορίζω: θάνατον ὥρισαν εἶναι τὴν ζημίαν = καθόρισαν ως ποινή το θάνατο. 2. μέση φωνή ὁρίζομαι α. ορίζω (για τον εαυτό μου). β. δίνω τον ορισμό για ένα πράγμα, το ορίζω: οἱ τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁριζόμενοι = όσοι ορίζουν την ηδονή ως αγαθό.
ΝΕ ορίζω (με τη σημ. 1). [παράγ. λ. ὅρος + παρ. επίθ. -ίζω]. ὅρκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ όρκος. [αβέβ., ίσως ὅρκ-ος, συγγεν. με ἕρκ-ος, -ους «φράγμα, κλείσιμο»]. ὁρμάω -ῶ ΡΗΜΑ
1. παρορμώ κάποιον, τον παρακινώ: ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους = παρακινούσε τους Αθηναίους στον πόλεμο (κατά των Σπαρτιατών). 2. αμετάβ. ορμώ. 3. αμετάβ. ξεκινώ: ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν καὶ ἀκούσωμεν Πρωταγόρου = όπως ξεκινήσαμε, ας πάμε να ακούσουμε τον Πρωταγόρα. 4. μέση φωνή ὁρμῶμαι α. ορμώ. β. ξεκινώ.
ΝΕ ορμώ (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. ὁρμή + παρ. επίθ. -άω]. ὁρμέω -ῶ ΡΗΜΑ [παράγ. λ. ὅρμος, ὁ + παρ. επίθ. -έω]. ὁρμίζω ΡΗΜΑ
1. φέρνω στο λιμάνι ένα καράβι, για να αγκυροβολήσει. 2. μέση/ παθ. φωνή ὁρμίζομαι αγκυροβολώ: ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο = αγκυροβόλησαν έξω από το Ρίο. ≠ ἀποπλέω. [παράγ. λ. ὅρμος «τόπος για αγκυροβολία» + παρ. επίθ. -ίζω. ὅρμος < *ὁρμ- + παρ. επίθ. -ος, ίσως συγγεν. με ἕρμα, τὸ «μεγάλη πέτρα που χρησιμοποιούσαν ως άγκυρα»]. ὄρνις, ὄρνιθος, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πουλί: Ὄρνιθες, οἱ = πουλιά (τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη). 2. στην αττ. διάλεκτο ὁ/ἡ ὄρνις πετεινός, κότα. 3. παροιμία ὀρνίθων γάλα του πουλιού το γάλα (για ένα εξαίσιο έδεσμα ή για κάτι εξαιρετικά ανέλπιστο).
ΝΕ όρνιθα (με τη σημ. 2). [*ὀρν- + παρ. επίθ. -ις, όπου η ρίζα *ὀρν-/*orn- /*orl- αποτελεί τη βάση για την ονομασία του αετού στις ΙΕ γλώσσες, π.χ. ρωσ. orĭlŭ «αετός»]. ὄρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ όρος (λόγιο για το βουνό). [*ορ- (< ὄρ-νυμαι «ανυψώνομαι») + παρ. επίθ. -ος]. ὅρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. όριο: ἑβδομήκοντα ἔτη τῆς ζωῆς ὅρον ἀνθρώπῳ προτίθημι = θέτω ως όριο της ανθρώπινης ζωής τα εβδομήντα χρόνια. 2. σύνορο. 3. όρος, προϋπόθεση, μέτρο: ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος = προϋπόθεση της αριστοκρατίας είναι η αρετή, ενώ της ολιγαρχίας ο πλούτος.
ΝΕ όρος (με τη σημ. 3). [*FορF- + παρ. επίθ. -ος, συγγεν. με λατ. urvāre «ορίζω τα όρια ενός τόπου με αλέτρι» και ἐρύω «σύρω, τραβώ (γραμμή)»]. ὀρρωδέω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ μόνο στη λόγ. φρ. δεν ορρωδεί προ ουδενός. [αβέβ.]. ὀρύττω ΡΗΜΑ ο κοινός τύπος είναι ὀρύσσω
1. σχηματίζω λάκκο με το σκάψιμο, σκάβω: ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν = εάν κάποιος σκάψει κοντά στη θάλασσα. 2. βγάζω κάτι έξω από τη γη με το σκάψιμο, εξορύσσω. 3. θάβω.
ΝΕ στο σύνθ. εξορύσσω. [προθεμ. ὀ- + *ρυχ- «σκάβω», συγγεν. με λατ. runchō «εκχερσώνω»]. ὀρφανός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ΝΕ ορφανός. [*ορφο- (ΙΕ *orbh-os) + παρ. επίθ. -ανός, συγγεν. με λατ. orbus «στερημένος, ορφανός», αρμ. orb «ορφανός»]. ὀρχέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ
χορεύω.
[αβέβ., ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. roghāyáti «τρέμω, πάλλομαι»]. ὀρχήστρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ορχήστρα «σύνολο μουσικών οργάνων». [παράγ. λ. ὀρχησ-(τήρ, ὁ < ὀρχέομαι) + παρ. επίθ. -τρα]. ὅς, ἥ, ὃ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ο οποίος: οὗτος, ὃν εἶδες, Σωκράτης ἐστί = αυτός, τον οποίο είδες, είναι ο Σωκράτης. 2. στην αρχή της πρότασης λειτουργεί ως δεικτική αντωνυμία αυτός: καὶ ὃς εἶπεν = και αυτός είπε. 3. στη γενική πτώση του ουδ. ως επίρρημα οὗ α. όπου: εἰ γένοιο οὗ νῦν ἐγὼ εἰμι = εάν βρεθείς στη θέση όπου βρίσκομαι εγώ τώρα. β. ἔστιν οὗ κάπου, σε κάποιον τόπο. [ΙΕ *yos, *yα, *yod-, που αντιστοιχεί στην αρχ. ινδ. αντων. yah, yā, yad και την αρχ. περσ. yō, yā, yat, φρυγική ios]. ὅσος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση όσος: τοσαύτη παρασκευὴ ὅσην οὐδὲν ἄλλο ἔχει = τόση προετοιμασία όση δεν έχει τίποτε άλλο. 2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πόσος: ὁρᾷς ὅση ἐστίν ἡ θεῶν ἰσχύς; = βλέπεις πόση είναι η δύναμη των θεών; 3. όταν η αντωνυμία συνοδεύει επίθετα θετικού ή υπερθετικού βαθμού και στην ίδια πτώση με αυτά υπερβολικά: ἔλαβε χρήματα θαυμαστὰ ὅσα = πήρε υπερβολικώς απίστευτα χρηματικά ποσά. 4. όταν ακολουθείται από μόρια ὅσοσπερ ακριβώς όσος, όσος. ΝΕ όσος (με σημ. 1). [ὅς + παρ. επίθ. -ος, ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ [σύνθ. λ. ὅς + περ]. ὅστις, ἥτις, ὅ τι ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. όταν εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση όποιος: ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν = όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του. 2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση ποιος: εἰπέ, ὅστις ὅδ' ἐστίν = πες ποιος είναι αυτός εδώ. 3. ὁστισοῦν, ἡτισοῦν, ὁτιοῦν οποιοσδήποτε: εἷς ὁστισοῦν = ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος. 4. επιρρηματικά ἐξ ὅτου (ενν. χρόνου) από τότε που… [σύνθ. λ. ὅς + τις]. ὀστρακίζω ΡΗΜΑ
ΝΕ στο σύνθ. εξοστρακίζω. [παράγ. λ. ὄστρακ-ον + παρ. επίθ. -ίζω]. ὄστρακον, -άκου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. πήλινο αγγείο. 2. θραύσμα πήλινου αγγείου, που συνήθως χρησίμευε στην πράξη του εξοστρακισμού. 3. καβούκι χελώνας ή κέλυφος στρειδιού.
ΝΕ όστρακο (με τη σημ. 3). [*οστ- (ὀστέον, ὀστ-ακός/ἀστακός), *οστρ- (ὄ-στρ-ακον, ὄστρ-εον) στη γενική σημ. «σκληρός, τραχύς»]. ὄστρεον, -έου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [ομόρρ. με ὅταν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΝΕ όταν. [σύνθ. λ. ὅτε + ἄν]. ὅτε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. με οριστική αορ. ή παρατ. όταν: Καλλίξενος κατῆλθε εἰς τὸ ἄστυ, ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς κατῆλθον = ο Καλλίξενος επέστρεψε στην πόλη όταν επέστρεψαν και οι εξόριστοι από τον Πειραιά. 2. με αιτιολογική σημ. καθώς, αφού: ὅτε δὴ τοῦτο οὕτως ἔχει = αφού λοιπόν αυτό το πράγμα έτσι είναι. 3. ἔστιν ὅτε/ ἔσθ' ὅτε κάποτε, κάποιες φορές. 4. ὁτὲ κάποιες φορές, κάποτε: συχνά απαντά στο συνδυασμό ὁτὲ μέν… ὁτὲ δέ = άλλοτε μεν… άλλοτε δε… [ουδ. ὅ (της ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -τε]. ὅ τι & ὅ,τι ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση γιατί: ἢν μὴ φράσῃς ὅ τι… = αν δεν πεις γιατί… 2. ὅ τι μὴ εκτός: οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅ τι μὴ μία = δεν υπήρχε πηγή εκτός από μία. 3. ὅ τι + υπερθετικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅ τι τάχιστα = όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. [ουδ. ὅ τι της αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ τι]. ὅτι ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ 1. όταν εισάγει ειδική πρόταση ότι, πως: ἠγγέλθη ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε = ανακοινώθηκε ότι τα Μέγαρα αποστάτησαν. 2. οὐχ ὅτι… ἀλλά / ἀλλὰ καί... όχι μόνο… αλλά και…: οὐχ ὅτι μόνος ὁ Κρίτων ἐν ἡσυχίᾳ ἦν, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ = όχι μόνο ο Κρίτων βρήκε την ησυχία του αλλά και οι φίλοι του. 3. όταν εισάγει αιτιολογική πρόταση επειδή. ΝΕ ότι (με τη σημ. 1). [ουδ. ὅ,τι της αντων. ὅστις]. οὐ ΜΟΡΙΟ αρνητικό μόριο δεν: οὐ βούλομαι ἐλθεῖν = δε θέλω να έρθω. Ο τύπος οὐ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από σύμφωνο (οὐ λέγω). Ο τύπος οὐχ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από δασύ φωνήεν (οὐχ ὁρῶ = δε βλέπω), ενώ ο τύπος οὐκ πριν από λέξη με ψιλό φωνήεν (οὐκ ἐθέλω). ΝΕ ου, αρνητ. μόριο μόνο σε κάποιες εκφράσεις, λ.χ. ναι ή ου. [αβέβ., πιθ. ηχομιμ. οὐ με προφορά óu]. οὗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ οὗ ΕΠΙΡΡΗΜΑ οὐδαμοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. πουθενά: οὐδαμοῦ γῆς = πουθενά στη γη. 2. με κανέναν τρόπο: ἄλλοθι οὐδαμοῦ = με κανέναν άλλον τρόπο. ΝΕ ουδαμού (λόγ., με τη σημ. 1). [οὐδαμά + παρ. επίθ. οὗ (γεν. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ σε επιρρηματική χρήση)]. οὐδαμῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ [παράγ. λ. οὐδαμά + παρ. επίθ. -ῶς]. οὐδὲ 1. ως σύνδεσμος ουδέ, ούτε, και δεν... 2. ως επίρρημα ούτε καν: ἃ πολλαχοῦ οὐδὲ βλαστάνειν δύναιτ' ἄν, ἐνθάδε καρποφορεῖ = αυτά που σε πολλά μέρη δε θα μπορούσαν ούτε καν να βλαστήσουν, εδώ (στην Αττική) καρποφορούν κιόλας. οὐδ' εἰ γέγονεν ταῦτα οἶδα = δεν ξέρω ούτε καν αν έγιναν αυτά. ΝΕ ουδέ. [σύνθ. λ. οὐ + δέ]. οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. κανείς, κανείς δεν: οὐδεὶς οἶδεν εἰ = κανείς δεν ξέρει αν... οὐδὲν εἶπεν = δεν είπε τίποτε. 2. οὐδεὶς ὅστις οὐ ο καθένας 3. ουδέτερο ως επίρρημα οὐδὲν καθόλου. ΝΕ οὐδείς (ως λόγιο του κανείς, με σημ. 1). [οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν]. οὐδέ πω ΕΠΙΡΡΗΜΑ [αρνητ. οὐδέ + πω]. οὐδεπώποτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. αρνητ. οὐδέ + πώποτε]. οὐδέτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από τους δυο: τὸ μὲν πρῶτον Μήλιοι οὐδετέρων ἦσαν = στην αρχή οι Μήλιοι δεν ήταν ούτε των Αθηναίων ούτε των Λακεδαιμονίων (σύμμαχοι). 2. ουδέτερος. ΝΕ ουδέτερος (με τη σημ. 2). [σύνθ. λ. αρνητ. οὐδέ + ἕτερος]. οὐκέτι & οὐκ ἔτι ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. οὐκ + ἔτι]. οὔκουν ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. οὐκ + οὖν]. οὐκοῦν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. σε ερωτήσεις προδικάζει θετική απάντηση λοιπόν δεν...; δεν είναι έτσι;: οὐκοῦν σωφροσύνῃ σωφρονοῦσιν; = λοιπόν, οι άνθρωποι γίνονται σώφρονες με τη σωφροσύνη, δεν είναι έτσι; 2. σε καταφατικές προτάσεις ασφαλώς λοιπόν: οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι = ασφαλώς λοιπόν, αν αυτά αληθεύουν, υπάρχει μεγάλη ελπίδα γι' αυτόν που φτάνει εκεί όπου πηγαίνω εγώ. [σύνθ. λ. οὐκ + οὖν]. οὐ μέντοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. όμως δεν...: ἐπολιόρκουν, οὐ μέντοι εἶλόν γε = τους πολιορκούσαν, όμως δεν τους κυρίευσαν. 2. σε ευθείες ερωτήσεις, όταν αναμένεται καταφατική απάντηση οὐ μέντοι…; δεν είναι έτσι; [οὐ μέν + τοι]. οὖν ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. ασφαλώς: εἰ δ' ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστιν, θεὸς ὁ Ἔρως... = αν ο Έρωτας είναι, όπως ασφαλώς είναι, τότε είναι θεός... 2. λοιπόν: καὶ σὺ οὖν ἡμῖν δίκαιος εἶ ἀντιχαρίζεσθαι = και εσύ λοιπόν είναι δίκαιο να ανταποδώσεις σε μας τη χάρη. 3. συντίθεται με αόριστες αντωνυμίες ή επιρρήματα, λ.χ. ὁστισοῦν = οποιοσδήποτε. ὁπωσοῦν = με οποιονδήποτε τρόπο. [αβέβ.] οὔπω & οὔ πω ΕΠΙΡΡΗΜΑ [οὐ + πω]. οὖς, ὠτός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ ους (λόγ., σε συγκεκριμένες φρ., λ.χ. τείνω ευήκοον ους). [*ὀFατος > *ὀατος > ὠτός (συναίρεση αο > ω), ονομ. οὖς < *ὀFς· την ΙΕ βάση αποτελεί ένα *auso-, που εμφανίζεται ως λιθ. ausis «αφτί» και λατ. auris < *ausis, ενώ στο αρμ. ukn «αφτί» έχουμε το -κ του ἀκ-οή]. οὐσία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. περιουσία: εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν = εάν διέθετα περιουσία. 2. η ουσία. ΝΕ ουσία (με τη σημ. 2). [παράγ. λ. *ὀντ- (μτχ. του εἰμί) + παρ. επίθ. -ία *ὀνσία > οὐσία]. οὔτε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
ΝΕ ούτε. [σύνθ. οὔ + τε]. οὔτοι & οὔ τοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ [σύνθ. λ. οὐ + βεβαιωτ. τοι]. οὗτος, αὕτη, τοῦτο ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ 1. αυτός: οἰκοῦσι δ᾽ οὗτοι πρὸς βορέαν τοῦ Σκόμβρου ὄρους = κατοικούν αυτοί βόρια του βουνού Σκόμβρου. 2. τοῦτο + γενική σε αυτό το σημείο…: κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλεως = σε αυτό το σημείο της ακρόπολης. 3. ως επίρρημα ταῦτα γι' αυτόν το λόγο: ταῦτ' ἐγὼ ἔσπευδον = γι' αυτόν το λόγο εγώ βιαζόμουν. 4. ως επίρρημα τοῦτο μέν… τοῦτο δέ… = αφενός... αφετέρου, εν μέρει… εν μέρει… [δεικτ. αντων./άρθρο ὁ, ἡ, τό + ένθημα -υ- (πβ. αὖ «πάλιν», λατ. autem «πάλιν») + παρ. επίθ. επιθέτων -τος, -τη, -το]. οὕτως ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. έτσι, με αυτόν τον τρόπο: οὕτως ἐγένετο ἡ στρατεία = έτσι έγινε η εκστρατεία. 2. οὕτως + επίθετο ή επίρρημα τόσο, τόσο πολύ: οὕτως ἄνους = τόσο ανόητος. ΝΕ ούτως (λόγ., με τη σημ. 1). [παράγ. λ. οὗτος + παρ. επίθ. -ως]. ὀφείλημα, -ήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. ὀφείλω + παρ. επίθ. -ημα]. ὀφείλω ΡΗΜΑ
1. χρωστώ: τί ὀφείλω; = τι χρωστώ; 2. ως δικανικός όρος οφείλω να δώσω, επισύρω επάνω μου: εὐθύνας ὤφειλον. ὀφείλω ζημίαν. 3. ὀφείλω + απαρέμφατο πρέπει να…, οφείλω να...: ὁ λόγος οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσθαι = ο λόγος δεν πρέπει να λέγεται με κάθε λεπτομέρεια.
ΝΕ οφείλω (με τις σημ. 1, 3). [*οφελ- + παρ. επίθ. -jω > ὀφείλω,
ὀφθαλμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
ΝΕ οφθαλμός (ως λόγιο για το μάτι, κυρίως στην έκφραση οφθαλμόν αντί οφθαλμού). [*οkw- (συγγεν. του λατ. oculus και ὄπ-ωπα, που είναι ποιητικός παρακείμενος του ὁράω) + παρ. επίθ. -αλ + παρ. επίθ. -μός· το ὀφθ- αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. áksi «μάτι», κατά τον τρόπο που το ks στο αρχ. ινδ. ksindi «μαραίνομαι» αντιστοιχεί στο φθ- του φθ-ίνω]. ὄφις, -εως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΝΕ όφις (λόγιο για το φίδι). [*οφι-, συγγεν. με *εχι- (ἔχιδνα), ΙΕ *ogwhi-, αρχ. ινδ. áhi «φίδι», αρχ. περσ. aži- «φίδι», αρμ. iž «φίδι»]. ὄφλημα, -ήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ [παράγ. λ. *ὀφλε- (πβ. ὤφ(ε)λον < ὀφείλω / ὀφλισκάνω) + παρ. επίθ. -μα]. ὀφλισκάνω ΡΗΜΑ
1. χρωστώ (χρησιμοποιείται για κάποιον που καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο): ὀφλισκάνω χιλίας δραχμάς = χρωστώ χίλιες δραχμές. 2. (δίκην) ὀφλισκάνω χάνω μια δίκη, καταδικάζομαι: θανάτου δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι σε θάνατο. δώρων ὦφλον = καταδικάστηκαν για δωροδοκία. γραφὰς ἢ ἐπιβολὰς ὦφλον = έχασαν δίκες (δηλαδή καταδικάστηκαν) που αφορούσαν δημόσια αδικήματα ή πρόστιμα. ὀφλόντων δὲ αὐτῶν... = όταν αυτοί καταδικάστηκαν... 3. επισύρω επάνω μου την κατηγορία για κάτι αρνητικό: μοχθηρίαν ὤφληκα = επέσυρα επάνω μου την κατηγορία ότι είμαι μοχθηρός. [*ὀφ(ε)λ- (πβ. ὀφλ-εῖν, ὤφελ-ον) + παρ. επίθ. -(ι)σκ + παρ. επίθ. -άνω· ίσως το ὤφελ-ον < ὀπί (= ἐπί) + ἑλ- < εἷλον]. ὀφρῦς, -ύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ φρύδι.
ΝΕ φρύδι. [προθεμ. *ὀ- + *φρυ-, πβ. αρχ. ινδ. bhrūh «φρύδι», αρχ. μακεδονικό ἀβροῦτες· ὀφρῦς· ίσως αρχικά *ὀπ-φρῦς, όπου ὀπ- < *okw- του ὄπ-ωπα και το φρυ- ως β΄ συνθετ. στο αγγλ. eye-brow και το γερμ. Augebrauen]. ὀχληρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
ενοχλητικός. [παράγ. λ. ὀχλέ-ω (< ὄχλος + -έω) + παρ. επίθ. -ρός]. ὄχλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. όχλος, άτακτο πλήθος, μάζα: οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι = αυτές οι απειθάρχητες μάζες. 2. με πολιτική σημ. ο όχλος, το πλήθος της κατώτατης τάξης του λαού. 3. ενόχληση, αναστάτωση: μάταιον ὄχλον τοὺς περὶ τούτων λόγους ἐνόμισαν = θεώρησαν τους λόγους για τα θέματα αυτά άσκοπη ενόχληση. ΝΕ όχλος (με τη σημ. 1). [ίσως *ὀχ- (< ἔχω «μεταφέρω» < *Fεχ- «κινώ, μεταφέρω») + παρ. επίθ. -λος]. ὀχυρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ
για τόπους δυνατός, ασφαλής: χωρίον ὀχυρὸν καταλαμβάνω = καταλαμβάνω κάποια ασφαλή θέση.
ΝΕ οχυρός. [ὀχυρὸς και ἐχυρός (με διπλό φωνηεντισμό) < *σεχ- (ἔχω «συγκρατώ, εμποδίζω», πβ. ἔχμα «φράγμα, εμπόδιο») + παρ. επίθ. -υρός· ταυτίζεται ακριβώς με αρχ. ινδ. sáhuri «νικητής, ισχυρός» και γοτθ. sigis «νίκη»]. ὀψὲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ
ΝΕ ψες. [*οψ- < πρόθ./επίρρ. ὀπὶ «μετά, πίσω» (πβ. ὄπι-σθεν) + -έ, που δεν έχει ερμηνευτεί)]. ὀψιμαθής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ ΝΕ οψιμαθής (λόγ.). [σύνθ. λ. ὀψέ + *μαθ- (ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής]. ὄψιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ
που συμβαίνει αργά στην ημέρα, στο χρόνο κτλ., όψιμος: ὅταν ἔαρ ὄψιον γένηται... = όταν η άνοιξη αργίσει να έρθει... ὄψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. εξωτερική όψη ή εμφάνιση προσώπου ή πράγματος: οὐκ εἰκὸς τὰς ὄψεις τῶν πόλεων ἢ τὰς δυνάμεις μᾶλλον σκοπεῖν = δεν είναι λογικό να προσέχουμε πιο πολύ την εξωτερική εμφάνιση των πόλεων και όχι τη δύναμή τους. 2. θέαμα. 3. όραση. 4. στον πληθ. αἱ ὄψεις τα μάτια: τὸ κάλλος πάντων τὰς ὄψεις εἷλκε ἐπ' αὐτόν = η ομορφιά του τραβούσε τα μάτια όλων πάνω του. 5. η θέαση, η ενέργεια του να βλέπει κανείς: λυπηρὸς τῇ ὄψει = δυσάρεστος ως προς το να τον βλέπει κανείς. ΝΕ όψη (με τη σημ. 1). [*οπ- (ὄπ-ωπα) + παρ. επίθ. -σις]. ὄψον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ 1. μαγειρεμένο φαγητό (κυρίως κρέας ή ψάρι) που συνοδεύεται με κρασί και ψωμί. 2. στους Αθηναίους, η πιο μεγάλη τους λιχουδιά ψάρι. 3. ιχθυοπωλείο: εἰς τοὖψον ἀφῖγμαι = φτάνω στο ιχθυοπωλείο.
ΝΕ ψάρι (< αρχ. ὀψάριον υποκορ. του ὄψον). [αβέβ., ίσως παράγ. λ. του ἕψω «ψήνω», αρμ. ep'em «ψήνω»]. ὀψωνέω -ῶ ΡΗΜΑ ΝΕ ψωνίζω (αρχ. ὀψωνίζομαι). [παράγ. λ. ὄψ-ον + παρ. επίθ. ὠνέ-ομαι > ὀψωνέομαι, από όπου ενεργητ. ὀψωνέω]. |