Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Α, Β, Γ Γυμνασίου)
Ξ Π Επιστροφή στην αρχική σελίδα του μαθήματος

O

O, o, ὂ μικρόν, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οι αρχαίοι Έλληνες της κλασικής εποχής το πρόφεραν όπως εμείς σήμερα και το διέκριναν από το ω, το οποίο πρόφεραν ως μακρό ō, δηλ. περίπου ως «οο». Το αρχικό του όνομα ήταν οὖ και του ω ήταν . Όταν κατά το 2ο-3ο αι. μ.Χ. η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων χάθηκε στην προφορά και συνέπεσαν φωνητικά το ο και το ω, οι αρχαίοι φιλόλογοι για σκοπούς διάκρισης των δύο τα ονόμασαν αντίστοιχα ὂ μικρὸν και ὦ μέγα.
  • ως σύμβολο αριθμού: οʹ = 70, αλλά ͵ο = 70.000.

ὁ, ἡ, τὸ ΑΡΘΡΟ

το οριστικό άρθρο συνοδεύει κοινά ουσιαστικά, επίθετα και μετοχές, τα οποία και καθορίζει επακριβώς.

1. ὁ, ἡ, τό + απαρέμφ. το απαρέμφατο μεταφράζεται ως αφηρημένο ουσιαστικό: τὸ φρονεῖν = η φρόνηση.

2. τό + οποιαδήποτε λέξη/ φράση λέξη / έννοια: τὸ ἄνθρωπος = η έννοια άνθρωπος.

3. ὁ, ἡ, τό + γενική κύριου ονόματος δηλώνει καταγωγή: ὁ Διός = ο γιος του Δία.

4. ὁ, ἡ, τό + γενική δηλώνει ό,τι σχετίζεται ή ανήκει σε κάποιον/κάτι: τὰ τῆς πόλεως = αυτά που σχετίζονται με την πόλη.

5. ὁ μέν… ὁ δὲ αυτός… εκείνος: τῶν πόλεων αἱ μὲν τυραννοῦνται, αἱ δὲ δημοκρατοῦνται = από τις πόλεις αυτές έχουν τυραννικό, εκείνες δημοκρατικό πολίτευμα.

6. τὸ μέν… τὸ δὲ εν μέρει μεν… εν μέρει δε.

7. ὁ καὶ ὁ τέτοιος και τέτοιος: τὰ καὶ τὰ πεπονθώς = αυτός που έχει υποστεί τέτοια και τέτοιου είδους παθήματα.

8. δοτ. θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇ εδώ: τὸ μὲν τῇ, τὸ δὲ τῇ = εν μέρει εδώ, εν μέρει εκεί.

9. ἐν τοῖς + υπερθετικός σε ονομαστική πτώση μεταξύ των...: ἐν τοῖς πρῶτοι Ἀθηναῖοι τὸν σίδηρον κατέθεντο = πρώτοι πρώτοι οι Αθηναίοι έπαψαν να οπλοφορούν. ἐν τοῖς χαλεπώτατα διῆγον = περνούσαν πάρα πολύ δύσκολα.

[ΙΕ δεικτική αντων. αρσ. *so, θηλ. *sa, ουδ. *tom/*tod, που εκπροσωπείται πολύ πιστά από την αρχ. ινδ. αρσ. sa, θηλ. sā, ουδ. tadý].

ὀβελός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σούβλα.

2. στους αρχαίους γραμματικούς οριζόντια γραμμή που χρησίμευε ως σημάδι, για να δηλώσει ότι ένα χωρίο είναι νόθο.

familyπαράγ. ὀβελίσκος, ὀβελίας (ἄρτος), ὀβελίζω, ὀβελισμός.

ΝΕ οβελός (και με τις δύο σημ.).

[από το handὀβολὸς κατά το φωνήεν του ὀδελός].

ὀβολός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αθηναϊκό νόμισμα, που ισοδυναμούσε με το 1/6 της αττικής δραχμής.

ΝΕ οβολός «μικρή βοήθεια».

[ὀβολός/ὀδελός < ΙΕ *οgwolos/*ogwelos, όπου το υπερωικοχειλικό gw > β ή δ σύμφωνα με το φθόγγο που ακολουθεί].

ὄγκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. ο όγκος ενός πράγματος.

2. υπερηφάνεια ή αλαζονεία: ὁ τῶν ὑπεροπτικῶν ὄγκος = η αλαζονεία των ανθρώπων που είναι υπερόπτες.

3. μεγαλοπρέπεια (ύφους): ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος = η μεγαλοπρέπεια του ποιήματος.

familyπαράγ. ὀγκώδης, σύνθ. ἄογκος, δύσογκος.

ΝΕ όγκος (με τη σημ. 1).

[ίσως *ογκ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του *εγκ- < ἐν-εγκ-εῖν του φέρω) + παρ. επίθ. -ος].

ὅδε, ἥδε, τόδε ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

δεικτική αντωνυμία, που αντιτίθεται στην αντωνυμία ἐκεῖνος, καθώς αναφέρεται στο πλησιέστερο, σε αντίθεση με αυτό που βρίσκεται μακρύτερα από τον ομιλητή.

1. για τόπο· δείχνει κάτι που είναι παρόν και βρίσκεται μπροστά στα μάτια του ομιλητή αυτός εδώ.

2. για χρόνο αναφερόμενο στο άμεσο παρόν αυτός εδώ, ο τωρινός: ἡ τῶνδε τῶν ἀθλητῶν ἕξις = η συνήθεια των τωρινών αθλητών.

3. δοτ. ενικού θηλυκού γένους ως επίρρ. τῇδε α. για τόπο εδώ: τῇδε κείμεθα = είμαστε θαμμένοι εδώ. β. για τρόπο με αυτόν εδώ τον τρόπο, έτσι: τῇδέ πῃ σκοποῦμαί τι = εξετάζω κάτι κάπως έτσι.

[σύνθ. λ. δεικτ. αντων. ὅ, ἥ, ὅ + δεικτικό -δε].

ὁδοιπορέω -ῶ ΡΗΜΑ

ταξιδεύω με τα πόδια: ὁ ξένος ὁδοιπορεῖ ἐς Ἀθήνας = ο ξένος ταξιδεύει με τα πόδια στην Αθήνα.

[παράγ. λ. ὁδοιπόρ-ος + παρ. επίθ. -έω· ὁδοι- (τοπική πτώση) + πορ-εύομαι > ὁδοιπόρ-ος].

ὁδός, -οῦ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. δρόμος.

2. ταξίδι: τριῶν ἡμερῶν ὁδός = ταξίδι τριών ημερών.

3. μέθοδος: (δοτική ως επίρρημα) ὁδῷ = μεθοδικά.

familyπαράγ. ὁδεύω, σύνθ. ὁδηγός, ὁδοιπορία «ταξίδι με τα πόδια», πρόοδος, εἴσοδος, κάθοδος, φροῦδος (πρὸ ὁδοῦ), μέθοδος.

ΝΕ οδός (με τη σημ. 1).

[*σεδ- «βαδίζω», *sed- (διαφορετικό από το *sed- > ἕζομαι «κάθομαι»), συγγεν. με αρχ. ινδ. ā-sad- «πλησιάζω»].

ὀδυνάω -ῶ ΡΗΜΑ

μέση φωνή ὀδυνῶμαι αισθάνομαι πόνο: παύομαι ὀδυνώμενος = σταματώ να νιώθω πόνο.

[παράγ. λ. ὀδύνη + παρ. επίθ. -άω].

ὀδύνη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σωματικός πόνος.

2. ψυχικός πόνος, θλίψη: ὀδύνη σε εἴληφε = η θλίψη σε έχει καταλάβει.

familyπαράγ. ὀδυνάω, ὀδυνηρός.

ΝΕ οδύνη (με τη σημ. 2).

[*εδ- «τρώγω» (ἔδω «τρώγω»), *ἐδύ-νη > ὀδύνη (πβ. για την αλλαγή ε > ο ἔδοντες > ὀδόντες, πβ. ακόμη εἶδαρ «τροφή» < *ἔδFαρ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη «τρώγω» > «κατατρώγω, προκαλώ λύπη» πβ. λατ. curae edaces «φροντίδες που κατατρώγουν, οδυνηρές»].

ὀδύρομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠδυρόμην
Μέλλ. ὀδυροῦμαι
Μέσ. αόρ. ὠδυράμην

θρηνώ. ἀγάλλομαι, χαίρω.

familyπαράγ. ὀδυρμός.

ΝΕ οδύρομαι.

[*ὀδυρ-, συγγεν. με ὀδύνομαι (εναλλαγή ν-ρ)].

ὄζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὦζον
Μέλλ. ὀζήσω
Αόρ. ὤζησα
Παρακ. με σημ. ενεστ. ὄδωδα
Υπερσ. με σημ. παρατ. ὠδώδειν

1. έχω κάποια μυρωδιά (άσχημη ή ευχάριστη), μυρίζω: ὠδώδει ὑπὸ μύρων ὁ οἶκος = το σπίτι μύριζε από τα μύρα. τρυγὸς ὄζεις = μυρίζεις κρασί.

2. απρόσωπο ὄζει έρχεται μυρωδιά, μυρίζει: ὄζειν ἐδόκει τοῦ ἄρτου κάκιστον = φαινόταν ότι ερχόταν μια άσχημη μυρωδιά από το ψωμί.

familyπαράγ. ὀσμή (και αρχαιότερο ὀδμή), ὀσμηρός, ὀσμώδης, ὀδωδή, σύνθ. ἄνοσμος.

[*oδ- + παρ. επίθ. -jω > ὄζω, πβ. ὀδ-μὴ και ὀσμή, λατ. od-or].

ὅθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. απ' όπου, από το σημείο από το οποίο: ὅθεν ἀπέλιπες, ἀποκρίνου = απάντησε απ' όπου σταμάτησες.

2. για το λόγο αυτόν.

[παράγ. λ. (ουδ. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -θεν].

οἷ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

αναφορικό επίρρημα

1. προς τα εκεί όπου: οὐκ ἤκουσας οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα; = δεν άκουσες πού πηγαίνει η κατάσταση;.

2. oἷ + γενική σε ποιο σημείο: οἷ τελευτᾷ κακίας = σε ποιο σημείο κακίας καταλήγει.

[αναφορ. του ποῖ, handποῖ].

οἴαξ, -ακος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πηδάλιο του πλοίου.

[*οισακ- + -ς > οἴαξ, ομόρρ. με σλοβεν. ojêsa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsá «τιμόνι» ].

οἶδα ΡΗΜΑ

παρακ. με σημ. ενεστ.

Υπερσ. με σημ. παρατ. ᾔδειν & ᾔδη
Μέλλ. εἴσομαι & εἰδήσω

1. γνωρίζω: ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι = εάν γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος. ἀγνοέω.

2. στην προστακτική για όρκους ἴστω μάρτυράς μου…: ἴστω Ζεὺς αὐτός = μάρτυράς μου ο ίδιος ο Δίας.

familyπαράγ. εἴδησις, εἰδήμων, ἵστωρ, ἱστορία, ἱστορέω, ἱστόρημα, σύνθ. φιλίστωρ, πολυΐστωρ.

ΝΕ στις λόγ. φρ. τις οίδε; Κύριος οίδε (με τησημ. 1).

[*Fειδ- (εἰδώς, ἰδέα) και *Fοἶδα (αλλά Fίστωρ), ομόρρ. με αρχ. ινδ. véda «γνώση», λατ. vidēre «βλέπω»].

οἴκαδε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

στο σπίτι ή στην πατρίδα: οἴκαδε ἀφικνοῦμαι = φτάνω στην πατρίδα.

[παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -αδε· μαρτυρείται ως Fοίκαδε, όπου οἰκα = ουδ. πληθ. με περιληπτ. σημ. «σπίτια»].

οἰκεῖος, -εία, -εῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός οἰκειότερος
Υπερθετικός οἰκειότατος

1. αυτός που ανήκει / σχετίζεται με το σπίτι: τὰ οἰκεῖα = οι υποθέσεις του σπιτιού. ξένος, ἀλλότριος.

2. συγγενής: οἱ ἑαυτοῦ οἰκειότατοι = οι πλησιέστεροι συγγενείς του. = προσήκοντες.

3. φιλικός: εἴχομέν ποτε… τὸν τόπον τοῦτον οἰκεῖον = κάποτε είχαμε φιλικό αυτόν τον τόπο.

4. ιδιωτικός: οἰκεῖα κακά = ιδιωτικές συμφορές.

5. κατάλληλος, αρμόζων: ἔμπροσθεν τοῦ νόμου δεῖ προοίμιον ἑκάστῳ οἰκεῖον προτιθέναι = μπροστά από κάθε νόμο πρέπει να προτάσσουμε την κατάλληλη εισαγωγή.

familyπαράγ. οἰκειότης, οἰκειόω, σύνθ. ἀνοίκειος.

ΝΕ οικείος (με τις σημ. 2, 3).

[παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -εῖος, ιων. οἰκήιος].

οἰκειόω -ῶ ΡΗΜΑ

1. κάνω κάποιον συγγενή μου.

2. μέση φωνή οἰκειοῦμαί τινα αποκτώ την εύνοια κάποιου: οἰκειοῦμαι τὸν δῆμον λόγῳ = αποκτώ την εύνοια του λαού με το λόγο μου.

3. παθ. φωνή οἰκειοῦμαι γίνομαι φίλος.

[παράγ. λ. οἰκεῑ-ος + παρ. επίθ. -όω].

οἰκέτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

δούλος του σπιτιού.

[παράγ. λ. οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -της].

οἰκέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ᾤκουν
Μέλλ. οἰκήσω
Αόρ. ᾤκησα
Παρακ. ᾤκηκα
Μέσ. μέλλ.
με μέση & παθ. σημ.
οἰκήσομαι
Μέσ. αόρ. ᾠκησάμην
Παθ. αόρ. ᾠκήθην
Μέσ. & παθ. παρακ. ᾤκημαι

1. κατοικώ, αποικίζω: τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν = αποίκισαν τα περισσότερα νησιά.

2. διοικώ: πόλεις καὶ οἴκους εὖ οἰκοῦσι = κυβερνούν καλά πόλεις και οικογένειες.

3. για πόλεις παθ. οἰκοῦμαι κατοικούμαι.

familyπαράγ. οἰκία, οἰκίσκος, οἰκέω, οἰκέτης, οἰκεῖος, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκήτωρ, οἰκητής, οἰκίζω, σύνθ. οἰκοδομέω, οἰκοδεσπότης, ἐποικέω, ἀποικέω, ἀποικίζω.

[παράγ. λ. οἶκ-ος + παρ. επίθ. -έω].

οἴκησις, -ήσεως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. διοίκηση: οἴκησις πόλεως = η διοίκηση της πόλης.

2. κατοικία (ως κτίριο).

[παράγ. λ. οἰκέ-ω + παρ. επίθ. -σις, για το ε-η πβ. οἰκη-τήριος, -ιον > μεσν. κτήριον].

οἰκία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. κατοικία (ως κτίριο), σπίτι.

2. οικογένεια από την οποία κατάγεται κάποιος.

familyπαράγ. οἰκιακός, σύνθ. ἄποικος, ἀποικία, μέτοικος.

ΝΕ οικία (με τη σημ. 1 ως λόγιος τύπος της λέξης σπίτι).

[παράγ. λ. οἶκος + παρ. επίθ. -ία· μαρτυρείται ως Fοικία, handοἶκος].

οἰκίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ᾤκιζον
Μέλλ. οἰκιῶ
Αόρ. ᾤκισα
Παρακ. ᾤκικα
Υπερσ. ᾠκίκειν
Μέσ. μέλλ. οἰκιοῦμαι
Παθ. μέλλ. οἰκισθήσομαι
Μέσ. αόρ. ᾠκισάμην
Παθ. αόρ. ᾠκίσθην
Παθ. παρακ. ᾤκισμαι

1. ιδρύω αποικία ή οικισμό: οἰκίζω πόλιν = ιδρύω πόλη.

2. αποικίζω.

familyπαράγ. οἴκισις, οἰκιστής.

ΝΕ οικίζω (λόγ.).

[παράγ. λ. οἶκ-ος + παρ. επίθ. -ίζω].

οἴκοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. στο σπίτι.

  • τὰ οἴκοι τα ζητήματα του σπιτιού: φοβοῦμαι περὶ τῶν οἴκοι.

[παραγ. λ. οἶκος + παρ. (τοπικό) επίθ. -οι].

οἶκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. σπίτι, κατοικία (ως κτίριο). = δόμος.

2. περιουσία, κληρονομιά: ἵνα τὸν οἶκον αὐτοῦ κατάσχῃ = (τον σκότωσε) για να κατάσχει την περιουσία του.

3. βασιλικός οίκος.

familyπαράγ. οἴκοι, οἴκαδε, οἴκοθεν, οἰκιακός, οἰκέω, σύνθ. ἄποικος, μέτοικος, περίοικος, σύνοικος.

ΝΕ οίκος (με τις σημ. 1 και 3).

[*Fοῖκος, λατ. vīcus «κωμόπολη», αρχ. ινδ. vesá «κάτοικος»].

οἰκουμένη, -ης, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το κατοικημένο μέρος της γης.

ΝΕ οικουμένη.

[οἰκουμένη (ενν. γῆ), μτχ. του οἰκέομαι -οῡμαι].

οἰκτίρω ΡΗΜΑ

Παρατ. ᾤκτιρον
Μέλλ. οἰκτιρῶ
Αόρ. ᾤκτιρα

νιώθω συμπόνια ή οίκτο για κάποιον, τον λυπάμαι (επειδή τον βρήκε μια συμφορά που δεν του άξιζε): οἰκτίρω τινά τινος = συμπονώ κάποιον για κάτι. = οἰκτίζω, ἐλεῶ.

familyπαράγ. οἰκτιρμός, οἰκτιρμοσύνη, οἴκτισμα, οἰκτισμός.

ΝΕ οικτίρω.

[*οἰκτείρ-, από όπου οἰκτείρω και *οἰκτίρjω, συγγεν. με οἰζὺς «θρήνος» και το ρ. οἴζω «θρηνώ» < επιφώνημα οἲ «όι, οχ»].

οἴμοι ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ

εκφράζει πόνο, τρόμο, συμπόνια, θυμό, θλίψη, έκπληξη και μεταφράζεται ανάλογα

[επιφ. οἴ + μοι (προσωπ. αντων.) «αλίμονό μου, οϊμέ»].

οἰμωγή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

θρήνος: ἡ οἰμωγὴ ἐκ τοῦ Πειραιῶς εἰς ἄστυ διῆκεν = ο θρήνος από τον Πειραιά έφτανε ως την Αθήνα.

[*οἰμωγ- (οἰμώζω) + παρ. επίθ. ].

οἰμώζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ᾤμωζον
Μέλλ. οἰμώξομαι
Αόρ. ᾤμωξα

1. θρηνώ.

2. στην καθομιλουμένη αττ. διάλεκτο οἴμωζε! σκάσε!, χάσου!: οὐκ οἰμώξεται; = δε θα πάει στα κομμάτια;

familyπαράγ. οἴμωγμα, οἴμωξις, οἰμωγή.

[*οἰμώγ- (πβ. οἰμωγή «θρήνος») + παρ. επίθ. -jω > οἰμώζω και αργότερα οἰμώττω· στο οἰμωγή το α΄ συνθετ. είναι το επιφ. οἴμοι].

οἶνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κρασί.

familyπαράγ. οἴνη, οἰνίζομαι, οἶνοψ, σύνθ. οἰνοβαρής, οἰνοχόος, οἰνοχόη.

ΝΕ οίνος (λόγιο για το κρασί).

[*Fοιν-ος, λατ. vinum, μεσογειακή λ.].

οἰνοχόος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που σερβίρει κρασί στα ποτήρια και τα προσφέρει στους συμποσιαζόμενους.

[σύνθ. λ. οἶνος + *χόος < χέω].

οἴομαι & οἶμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ᾠόμην & ᾤμην
Μέλλ. οἰήσομαι
Αόρ. ᾠήθην

φαντάζομαι, νομίζω, πιστεύω: ᾤοντο ὀλίγων ἐτῶν καθαιρήσειν τὴν τῶν Ἀθηναίων δύναμιν = νόμιζαν ότι μέσα σε λίγα χρόνια θα κατέλυαν τη δύναμη των Αθηναίων. = δοκέω, ἡγέομαι.

[ίσως *ὀFίσ-jομαι, όπου το *ὀFίσ- συγγεν. με λατ. avis «μαντικό πουλί» (= *οFιωνός > οἰωνός), οπότε οἴομαι «προμαντεύω, νομίζω»].

οἷος, οἵα, οἷον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. σε ανεξάρτητη πρόταση χρησιμεύει ως επιφώνημα και εκφράζει θαυμασμό, απορία ή έκπληξη για κάτι περίεργο τι…!: οἷον τὸ πῦρ! = τι φωτιά είναι αυτή! οἷον εἰργάσασθε = τι πράγμα είναι αυτό που κάνατε!

2. συχνά λειτουργεί ως αναφορική αντωνυμία που συσχετίζεται με δεικτικές, όπως τοιόσδε, τοιοῦτος: τοιοῦτος... οἷος... τέτοιας λογής... όποιας λογής..., τέτοιος... που...: θέαμα τοιοῦτον οἷον… = τέτοιο θέαμα που…

3. οἷος + απαρέμφατο δηλώνει καταλληλότητα ή ικανότητα τέτοιος που να...: οὐκ ἦν ὥρα οἵα τὸ πεδίον ἄρδειν = δεν ήταν εποχή τέτοια που να ποτίσει κανείς την πεδιάδα.

4. οἷός τ' εἰμι & οἶός τέ εἰμι + απαρέμφατο είμαι ικανός να κάνω κάτι: οἷοί τέ εἰσι τὸ ναυτικὸν ἀμύνεσθαι = είναι σε θέση να αποκρούσουν το ναυτικό.

  • οἷόν τ' ἐστι & οἷόν τέ ἐστιν + απαρέμφατο είναι δυνατόν.

5. επίρρημα οἷον παραδείγματος χάριν: οἷον τί λέγεις; = παραδείγματος χάριν, τι εννοείς;

6. οἷον & οἷα + μετοχή, όπως το ὡς ή ἅτε + μετοχή, δηλώνει αντικειμενική αιτιολογία: ἦσαν καὶ ἄνθρωποι κατὰ τοὺς ἀγρούς, οἷα ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἐν εἰρήνῃ γενομένου = υπήρχαν και άνθρωποι στα κτήματα, επειδή η επίθεση έγινε αιφνιδιαστικά σε καιρό ειρήνης.

[ενικός οἷος από τη γεν. πληθ. οἵων, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. yésām, ΙΕ *yoisōm].

οἶστρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μύγα των ζώων, αλογόμυγα.

2. μεταφορικά σφοδρή επιθυμία: ψυχὴ ὑπὸ οἴστρου ἑλκομένη = ψυχή που σέρνεται από σφοδρές επιθυμίες.

familyπαράγ. οἰστρώδης, οἰστρηδόν, σύνθ. οἰστρήλατος, οἰστρηλατῶ.

ΝΕ οίστρος (λόγ.).

[*οισ- (οἶμα «επίθεση», οἰμάω «επιτίθεμαι») + παρ. επίθ. -τρος].

οἴχομαι ΡΗΜΑ

Ενεστ. με σημ. παρακ. οἴχομαι
Παρατ. με σημ. υπερσ. ᾠχόμην
Μέλλ. οἰχήσομαι

έχω φύγει: οἴχεται πλέων = έχει φύγει πλέοντας (με πλοίο). πρὸς τὸν τῶν Βακτρίων βασιλέα πρεσβεύων ᾤχετο = είχε φύγει να πάει πρέσβυς στο βασιλιά των Βακτρίων.

[*οιχ- < *ει-χ-, επεκταμένος κατά το -χ- τύπος της ρίζας *ει- (εἶμι), πβ. εἴχεται· οἴχεται].

οἰωνοπόλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτός που μαντεύει με βάση το πέταγμα και τις κραυγές των μαντικών πουλιών.

[σύνθ. λ. οἰωνός + *πόλος < πέλω, -ομαι «συσχετίζομαι»].

οἰωνός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μαντικό πουλί που δήλωνε τα μέλλοντα με το πέταγμα ή τις κραυγές του.

2. σημάδι ή προμήνυμα, που έπαιρναν από τα μαντικά πουλιά: τοῦ ἔκπλου οἰωνὸς ἐδόκει εἶναι = (η περικοπή των Ερμών) φαινόταν να είναι κακό σημάδι για την εκστρατεία.

familyπαράγ. οἰωνίζομαι, σύνθ. οἰωνοσκόπος.

ΝΕ οιωνός «προμήνυμα» (από τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *οFι- (συγγεν. του λατ. avis «πουλί») + παρ. επίθ. -ωνός, όπως κορ-ώνη, χελ-ώνη].

ὄλεθρος, -έθρου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καταστροφή: χρημάτων ὀλέθρῳ = με την καταστροφή των αγαθών.
  • οὐκ εἰς ὄλεθρον; δεν πας να χαθείς; = οὐκ εἰς κόρακας;

familyπαράγ. ὀλέθριος, σύνθ. ἀνόλεθρος, πανωλεθρία.

ΝΕ όλεθρος.

[παράγ. λ. *ὀλ- (ὄλ-λυμι) + ένθημα -εθ- + παρ. επίθ. -ρος].

ὀλίγος, -η, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός μείων & ἥττων & ἐλάττων
Υπερθετικός ὀλίγιστος

1. ως προς τον αριθμό ή την ποσότητα λίγος: ὀλίγα κακά = λίγες συμφορές.

2. το ουδ. ως επίρρημα ὀλίγον λίγο: ὀλίγον διέχει ἡ Σάμος τῆς ἠπείρου = λίγο απέχει η Σάμος από την αντικρινή στεριά.

3. ειδικές εκφράσεις α. ὀλίγου δεῖν λίγο έλειψε…: ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν τὴν πόλιν = λίγο έλειψε να καταλάβει την πόλη. β. δι' ὀλίγου σε μικρή απόσταση / σε σύντομο χρονικό διάστημα: δι' ὀλίγου ἐστίν = βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. γ. δι' ὀλίγων με λίγες λέξεις. δ. κατ' ὀλίγον λίγο λίγο: οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο = αυτοί μάχονταν λίγοι λίγοι κάθε φορά.

familyπαράγ. ὀλιγάκις, ὀλιγοστός, ὀλιγότης, σύνθ. ὀλιγανδρία.

ΝΕ λίγος (με τη σημ. 1) & λίγο (με σημ. 2).

[ίσως *λειγ- , λοιγ-ὸς «καταστροφή, λιμός», ομόρρ. με λιθ. ligá «αρρώστια»].

ὀλιγωρέω -ῶ ΡΗΜΑ

1. εκτιμώ λίγο.

2. δε δίνω προσοχή, αδιαφορώ.

familyπαράγ. ὀλιγωρία «χαμηλή εκτίμηση», ὀλιγώρημα, ὀλιγώρησις.

ΝΕ ολιγωρώ (με τη σημ. 2).

[σύνθ./παράγ. ὀλίγωρος (ὀλίγον + ὥρα και ὤρα «φροντίδα») + παρ. επίθ. -έω].

ὀλισθάνω & ὀλισθαίνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠλίσθα(ι)νον
Μέλλ. ὀλισθήσω
Αόρ. α΄ & β΄ ὠλίσθησα & ὤλισθον
Παρακ. ὠλίσθηκα
Υπερσ. ὠλισθήκειν

γλιστρώ: ὀλισθάνει τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος = γλιστρά το σίδερο από το χέρι.

familyπαράγ. ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, ὀλισθηρός.

ΝΕ ολισθαίνω.

[προθετικό ὀ- + *λισθ- (< *sleidhdh-, πβ. αγγλ. slid-e «γλιστρώ») + παρ. επίθ. -έω].

ὁλκάς, -άδος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

εμπορικό πλοίο: ἡ σιταγωγὸς ὁλκάς = φορτηγό πλοίο για τις προμήθειες. = στρογγύλη ναῦς.

[παράγ. λ. *ὁλκ- (ἕλκω) + παρ. επίθ. -άς].

ὅλος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. ολόκληρος, ακέραιος: ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνουσιν = μαθαίνουν ολόκληρους ποιητές από στήθους (δηλ. ολόκληρα τα ποιήματά τους και όχι αποσπάσματά τους).

2. επίρρημα ὅλως α. εντελώς: ὅλως ψεύδεται = ψεύδεται εντελώς. β. γενικά, με λίγα λόγια: διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως αἱ ἐπιθυμίαι = η δίψα και η πείνα και γενικά οι επιθυμίες.

ΝΕ όλος (με τη σημ. 1) & όλως (με σημ. 2α).

[*σολ- + παρ. επίθ. -Fος, ομόρρ. με λατ. salvus «σώος, ολόκληρος»].

ὀλοφύρομαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠλοφυρόμην
Μέλλ. ὀλοφυροῦμαι
Αόρ. ὠλοφυράμην
Παθ. αόρ. με μέση σημ. ὠλοφύρθην «έκλαψα»

θρηνώ, κλαίω: τοὺς τῶνδε τοκέας οὐκ ὀλοφύρομαι = τους γονείς αυτών εδώ των νεκρών δεν τους κλαίω. τοῖς κακοῖς ὀλοφυρθείς = αφού κλάψει για τις συμφορές.

familyπαράγ. ὀλόφυρσις, ὀλοφυρμός.

[*ὀλοφ- «κλάμα» αναλογικά προς το ὀδ-ύρο-μαι, ομόρρ. με ὀλολύζω].

Ὀλυμπία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

η περιοχή γύρω από την Πίσα, όπου τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

[παράγ. λ. Ὄλυμπος (προελλ.) + παρ. επίθ. -ία].

Ὀλύμπια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κύριο όνομα

πανελλήνιος αθλητικός διαγωνισμός που τελούσαν προς τιμήν του Δία κάθε τέσσερα χρόνια στην Πίσα.

[ουσιαστικοπ. του ουδ. πληθ. του Ὀλύμπιος, -ία, -ιον (ενν. ἱερά)]

ὀλυμπικός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

1. αυτός που έχει σχέση με τον Όλυμπο.

2. που έχει σχέση με την Ολυμπία, ολυμπιακός: Ὀλυμπικὸς ἀγών = Ολυμπιακοί Αγώνες.

ΝΕ ολυμπιακός (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. Ὄλυμπος/Ὀλύμπια + παρ. επίθ. -ικός].

ὀλυμπιονίκης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ο νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

[σύνθ. λ. Ὀλύμπια + νικάω].

ὄμβρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

καταιγίδα.

familyπαράγ. ὄμβριος «βρόχινος».

[*οmbh-ro, ομόρρ. με αρχ. ινδ. ámbhras- «νερό της βροχής»].

ὁμιλέω -ῶ ΡΗΜΑ

συναναστρέφομαι με κάποιον, έχω σχέσεις με κάποιον (κοινωνικές ή πολιτικές): ὁμιλῶ κακοῖς ἀνδράσιν = συναναστρέφομαι με κακούς ανθρώπους. ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμιλοῦσιν = έχουν σχέσεις ισότητας προς εμάς (δηλ. δε μας έχουν υποτάξει).

familyπαράγ. ὁμιλία, ὁμιλητής, ὁμιλητικός, σύνθ. συνομιλέω, προσομιλέω.

ΝΕ ομιλώ & μιλώ «συζητώ».

[παράγ. λ. ὅμιλ-ος + παρ. επίθ. -έω].

ὁμιλία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συναναστροφή: ὁμιλίαις κακαῖς χρῶμαι = έχω κακές συναναστροφές.

ΝΕ ομιλία «συζήτηση».

[παράγ. λ. ὁμιλέω/ὅμιλος + παρ. επίθ. -ία].

ὅμιλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συγκεντρωμένο πλήθος, το πλήθος: ὅπερ φιλεῖ ὅμιλος ποιεῖν = πράγμα που συνηθίζει να κάνει το πλήθος.

ΝΕ όμιλος «ομάδα, σύλλογος κτλ.».

[ὅμ-ῑλος (όπως στρόβ-ιλος), ίσως ὁμ-ὸς «ο ίδιος» + ἴλη «ομάδα»].

ὄμμα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μάτι.

[παράγ. λ. *ὀπ- (ὁράω, ὄπωπα) + παρ. επίθ. -μα].

ὄμνυμι & ὀμνύω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὤμνυν
Μέλλ. με ενεργ. σημ. ὀμοῦμαι
Αόρ. ὤμοσα
Παρακ. ὀμώμοκα
Υπερσ. ὠμωμόκειν
Παθ. μέλλ. ὀμοσθήσομαι
Μέσ. αόρ.
στα σύνθετα ρήματα μόνο
-ωμοσάμην
(λ.χ. διωμοσάμην, ἐξωμοσάμην)
Παθ. αόρ. ὠμό(σ)θην
Παθ. παρακ. γ΄ πρόσ. ὀμώμοσται

ορκίζομαι: ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς = ορκίζομαι στους θεούς και τις θεές.

family σύνθ. ἀνώμοτος, συνωμότης.

ΝΕ ομνύω (λόγ.).

[*ὀμ- (συγγεν. με αρχ. ινδ. am-īti «κρατώ») + παρ. ένθ. -νυ + παρ. επίθ. -μι, ὄμ-νυ-μι (ενν. ὅρκον) «κρατώ όρκο, ορκίζομαι»].

ὅμοιος & ὁμοῖος, -οία, -οιον & -οῖον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὁμοιότερος
Υπερθετικός ὁμοιότατος

όμοιος: ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει = ο όμοιος πάντα πλησιάζει έναν όμοιό του.

familyπαράγ. ὁμοιότης, ὁμοίωμα, ὁμοιάζω.

ΝΕ όμοιος.

[παράγ. λ. *ὁμο- (ὁμὸς «ίδιος») + παρ. επίθ. -ιος].

ὁμολογέω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ὡμολόγουν
Μέλλ. ὁμολογήσω
Αόρ. ὡμολόγησα
Παρακ. ὡμολόγηκα
Παθ. μέλλ. β΄ ὁμολογήσομαι
Μέσ. αόρ. ὡμολογησάμην
Παθ. αόρ. ὡμολογήθην
Παθ. παρακ. ὡμολόγημαι

1. συμφωνώ: οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν = είπε ότι τα λόγια τους δε συμφωνούν με τα έργα.

2. παραδέχομαι: ὁμολογεῖ Νικίαν ἑορακέναι = παραδέχεται ότι έχει δει το Νικία.

3. απρόσωπο ὁμολογεῖται γίνεται παραδεκτό.

familyπαράγ. ὁμολόγημα, ὁμολογία, ὁμολόγως.

ΝΕ ομολογώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ὁμόλογος + παρ. επίθ. -έω].

ὁμολογία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

συνθήκη, συμφωνία: τὴν ὁμολογίαν παραβαίνω = παραβαίνω τους όρους της συμφωνίας.

ΝΕ ομολογία «παραδοχή».

[παράγ. λ. ὁμόλογος + παρ. επίθ. -ία].

ὁμοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. για τόπο στον ίδιο τόπο, μαζί: ἐφόνευον ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους = σκότωναν ανθρώπους και μαζί και άλογα.

2. συνολικά, όλοι μαζί: ἀπὸ Σόλωνος ὁμοῦ διακόσιά ἐστιν ἔτη = από την εποχή του Σόλωνα είναι συνολικά διακόσια χρόνια.

[παράγ. λ. ὁμὸς «ο ίδιος» + παρ. επίθ. -οῦ].

ὄμφαξ, -κος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

άγουρο σταφύλι.

[ίσως στερητ. *ὀν- (πριν από χειλικά *ὀμ- < ΙΕ *nο) + *φαγ- (ἔ-φαγ-ον) + παρ. επίθ. στη σημ. «αυτός που δεν τρώγεται ακόμη»].

ὅμως ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

όμως, εντούτοις.

ΝΕ όμως.

[με ανέβασμα του τόνου από το επίρρ. ὁμῶς «με τον ίδιο τρόπο» < επίθετο ὁμὸς «ίδιος»].

ὄναρ, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μόνο στην ονομ. και αιτ. ενικού (οι άλλες πτώσεις από το ὄνειρος, ὁ).

όνειρο που βλέπει κανείς στον ύπνο του: εἶδον ὄναρ.

[ὄν-αρ- και *ὄνερ-jος = ὄνειρος, ὁ (αιολ. ὄνοιρος), συγγεν. με αρμ. anurj «όνειρο»].

ὀνειδίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠνείδιζον
Μέλλ. ὀνειδιῶ
Αόρ. ὠνείδισα
Παρακ. ὠνείδικα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. ὀνειδιοῦμαι
Παθ. αόρ. ὠνειδίσθη

επικρίνω, επιπλήττω: ὀνειδιῶ σε ὅτι τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖ = θα σε επιπλήξω, γιατί ελάχιστα εκτιμάς αυτά που έχουν πολύ μεγάλη αξία.

familyπαράγ. ὀνείδισμα, ὀνειδισμός, σύνθ. ἐπονείδιστος.

ΝΕ ονειδίζω (λόγ.).

[παραγ. λ. ὄνειδος + παρ. επίθ. -ίζω].

ὄνειδος, -είδους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

επίκριση, επίπληξη.

ΝΕ όνειδος «ντροπή».

[προθεμ. ὀ- + *νειδ- «μομφή», συγγεν. με αρχ. ινδ. nidāná «ονειδισμένος» ].

ὄνησις, -ήσεως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

κέρδος: τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; = ως προς τι η ρητορική σου ικανότητα έχει έρθει ως κέρδος για την πατρίδα μας;

[παράγ. λ. *ὀνη- (ὀ-νί-νημι) + παρ. επίθ. -σις].

ὀνίνημι ΡΗΜΑ

Παρατ. από το ὠφελέω ὠφέλουν
Μέλλ. ὀνήσω
Αόρ. ὤνησα
Μέσ. ενεστ. ὀνίναμαι
Μέσ. παρατ. ὠνινάμην
Μέσ. μέλλ. ὀνήσομαι
Μέσ. αόρ. α΄ ὠνησάμην
Μέσ. αόρ. β΄ ὠνήμην

1. ωφελώ: Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι = ωφελήσατε τον Ξενοφώντα με το να μην τον εκλέξετε. = λυσιτελέω. βλάπτω.

2. μέση φωνή ὀνίναμαι ωφελούμαι, πορίζομαι ωφέλεια: ὀνήσεσθε ἀκούγοντες = θα ωφεληθείτε ακούγοντάς με.

3. η ευκτική αορ. μέσης φωνής εκφράζει ευχή ὀναίμην, -αιο, -αιτο να χαρώ...! / να χαρείς...! / να χαρεί…!: τῶν τέκνων ὄναιο = να χαρείς τα παιδιά σου!

familyπαράγ. ὄνησις, ὀνητός, ὀνήσιμος, σύνθ. ἀνόνητος.

[προθεμ. ὀ- + *να-/*νη- (ομόρρ. με αρχ. ινδ. nā- στο nā-thá «βοήθεια») + αναδιπλασιασμός νι- + παρ. επίθ. -μι].

ὄνομα, -ατος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. όνομα.

2. φήμη: τὸ μέγα ὄνομα τῶν Ἀθηνῶν = η μεγάλη φήμη της Αθήνας.

3. πρόφαση, πρόσχημα: ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας = υπό το πρόσχημα μιας νόμιμης συμμαχίας.

4. λέξη.

familyπαράγ. ὀνομάζω, σύνθ. ὀνοματοθέτης, ἀνώνυμος, εὐώνυμος.

ΝΕ όνομα (με τις σημ. 1, 2).

[προθεμ. ὀ- + *νομα-, συγγεν. με αρχ. ινδ. náma «όνομα», αρχ. περσ. nāma, λατ. nomen].

ὀνομάζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠνόμαζον
Μέλλ. ὀνομάσω
Αόρ. ὠνόμασα
Παρακ. ὠνόμακα
Παθ. αόρ. ὠνομάσθην
Παθ. παρακ. ὠνόμασμαι

ονομάζω.

familyπαράγ. ὀνομαστός, ὀνομασία.

ΝΕ ονομάζω.

[παράγ. λ. ὄνομα + παρ. επίθ. -άζω].

ὄνος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. γάιδαρος.

  • παροιμία περὶ ὄνου σκιᾶς για σκιά ενός γαϊδουριού (δηλ. για ένα ασήμαντο και ευτελές πράγμα).

family σύνθ. ἡμίονος.

ΝΕ όνος ως λόγ. της λέξης γάιδαρος.

[ανατολικό δάν., πβ. σουμερικό anšu «όνος», αρμ. eš «όνος», λατ. asinus].

ὄντως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πράγματι: ὁ ὄντως φιλομαθής = ο πράγματι φιλομαθής.

ΝΕ όντως.

[τὸ ὄν, ὄντ-ος + παρ. επίθ. -ως].

ὄνυξ, -χος, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

νύχι.
  • παροιμία ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα (τεκμαίρεταί τις) από το νύχι καταλαβαίνει κανείς το λιοντάρι (δηλ. αναγνωρίζει κάποιον ή κάτι από μια μικρή αλλά χαρακτηριστική λεπτομέρεια).

ΝΕ νύχι.

[προθετ. ὀ- + *nogh-, γερμ. Nagel «νύχι», αρχ. ινδ. nakhá «νύχι»].

ὄξος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

ξίδι.

ΝΕ όξος (λόγ.) & ξίδι.

[παράγ. λ. ὀξ-ύς + παρ. επίθ. -ος].

ὀξύνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὤξυνον
Μέλλ. ὀξυνῶ
Αόρ. ὤξυνα
Παθ. παρακ. ὤξυμμαι

ακονίζω.

familyπαράγ. παροξυσμός.

ΝΕ οξύνω.

[παράγ. λ. ὀξύς + παρ. επίθ. -ύνω].

ὀξύς, -εῖα, -ὺ ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀξύτερος
Υπερθετικός ὀξύτατος

1. μυτερός, κοφτερός, οξύς: βέλος ὀξύ. πέλεκυς ὀξύς = κοφτερό τσεκούρι. ἀμβλύς.

2. για αισθήσεις οξύς.

3. ἡ ὀξεῖα (ενν. προσῳδία) οξεία (ένας από τους τρεις τόνους).

familyπαράγ. ὀξύτης, σύνθ. ὀξύθυμος.

ΝΕ οξύς (με τις σημ. 1, 2, 3).

[*ακ- (ἀκή, ἀκωκὴ «αιχμή») + παρ. επίθ. -ύς, όμως λείπει μια ρίζα με σ-: *ἀκσ-, *ὀκσ-].

ὀπή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

τρύπα.

ΝΕ οπή (λόγιο για το τρύπα).

[*ὀπ- < *okw- (ὄπωπα < ὁράω, ὄψις, ὄψομαι) στη σημ. «η τρύπα μέσα από την οποία βλέπει κανείς»].

ὅπῃ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. για τόπο προς το μέρος όπου, προς τα εκεί όπου: ἀμηχανῶ ὅπῃ τράπωμαι = δεν ξέρω προς τα πού να στραφώ.

2. για τρόπο πώς, όπως: μετατίθημί τι ὅπῃ ἂν δοκῇ μοι = τροποποιώ κάτι (μια συνθήκη λ.χ.), όπως τυχόν αποφασίσω.

[αναφορικό του πῇ, handπῇ]

ὁπηνίκα ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ποια ώρα, ποια μέρα: οὐδεὶς οἶδ' ὁπηνίκα ἐστί τοὐνιαυτοῦ = κανείς δεν ξέρει ποια μέρα του χρόνου είναι.

[αναφορικό του ἡνίκα, handἡνίκα].

ὄπισθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πίσω: τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν = θα φέρουμε μπροστά αυτούς που είναι πίσω.

2. ὄπισθεν + γενική πίσω από…: ὄπισθεν ἐμοῦ εἰσῄει = έμπαινε πίσω από μένα.

familyπαράγ. ὀπίσθιος, σύνθ. μετόπισθεν.

ΝΕ όπισθεν (λόγ., με τη σημ. 1).

[μυκην. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σθεν κατά το ἔμπρο-σθεν].

ὀπίσω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

επίσης τὸ ὀπίσω και με συναίρεση τοὐπίσω.

προς τα πίσω, πίσω: εἰς τοὐπίσω ἑλκύω τὰς ἡνίας = τραβώ τα χαλινάρια προς τα πίσω.

ΝΕ οπίσω (λόγ.) & πίσω.

[πρόθ. ὀπί (συγγεν. με την ἐπί) + παρ. επίθ. -σω κατά το πρό-σω].

ὁπλίτης, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βαριά οπλισμένος στρατιώτης. ψιλός «ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης».

ΝΕ οπλίτης.

[παράγ. λ. ὅπλον + παρ. επίθ. -ίτης].

ὅπλον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

όπλο.

familyπαράγ. ὁπλίτης, ὁπλίζω, ὁπλισμός, ὅπλισις, σύνθ. ὁπλομάχος, ὁπλοθήκη, ἄνοπλος

ΝΕ όπλο.

[*ὅπ- (< ἕπω) + παρ. επίθ. -λον, όπου ἕπω «ασχολούμαι, φροντίζω», συγγεν. με αρχ. ινδ. sápati «φροντίζω»].

ὁπόθεν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση από ποιο μέρος, από πού: οὐκ ἔχω εἰπεῖν ὁπόθεν ἐσῆλθον = δεν μπορώ να πω από πού εισήλθαν (στη Σικελία).

2. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, απ' όπου, από εκεί που: ἐπανελθεῖν βούλομαι ὁπόθεν ἐξέβην = θέλω να επανέλθω εκεί απ' όπου έκανα την παρέκβαση.

[αναφορικό του πόθεν, δηλ. ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + πόθεν, hand πόθεν].

ὁποῖος, -οία, -οῖον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, όποιου είδους, όποιας λογής: τοιοῦτοι οἱ φίλοι ὁποῖος καὶ σύ = όποιας λογής είσαι εσύ, τέτοιας λογής είναι και οι φίλοι σου.

2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση, τι είδους: οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ χρώμενος ἐρῶ = δεν ξέρω με τι είδους τόλμη να μιλήσω.

ΝΕ οποίος (σε επιφωνηματικές φρ., λ.χ. οποία αναίδεια!) με τη σημ 2 & ο οποίος (με το οριστικό άρθρο) με αναφορική σημ.

[ουδ.(της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῑος, hand ποῖος].

ὁπότε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. με οριστική όταν: ὁπότε ἡμέρα ἐγένετο = όταν έγινε μέρα.

2. με ευκτική κάθε φορά που, όποτε (προπαροξύτονα): ὁπότε οὗτος ἔλθοι = όσες φορές αυτός ερχόταν, όποτε ερχόταν αυτός.

3. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πότε: σημεῖον ἤρθη ὁπότε χρὴ ἀνάγεσθαι = υψώθηκε σήμα, για να προειδοποιήσει πότε πρέπει να ξεκινήσουν.

ΝΕ οπότε (με σημ. 1) & όποτε (με σημ. 2).

[ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποτέ, handποτέ].

ὁπότερος, -έρα, -ότερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

αναφορική

όποιος από τους δυο: ὁπότεροι ἂν κρατῶσιν = όποιος από τους δυο νικήσει.

[ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + πότερος, handπότερος].

ὅπου ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση, συχνά συνοδεύεται από γενική, όπου, σε όποιο σημείο.

3. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πού: οὐδεὶς οἶδεν ὅπου ἐστίν = κανείς δεν ξέρει πού είναι.

ΝΕ όπου.

[ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + ποῦ, handποῦ].

ὀπτάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παθ. αόρ. ὠπτήθην
Παθ. παρακ. ὤπτημαι

1. ψήνω: κρέα ὀπτῶ = ψήνω κρέατα. ἕψω «βράζω».

2. σκληρύνω: ὁ ἥλιος ὀπτᾷ τὴν γῆν = ο ήλιος σκληραίνει τη γη.

familyπαράγ. ὄπτησις.

[παράγ. λ. ὀπτὸς «ψητός» + παρ. επίθ. -άω].

ὀπώρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. φθινόπωρο ή καλοκαίρι (όταν σήμαινε «καλοκαίρι», το φθινόπωρο δηλωνόταν με τη λέξη φθινόπωρον ή μετόπωρον): ἀπετέλεσε τὸ τεῖχος ἀρξάμενος ἀπὸ ἠρινοῦ χρόνου πρὸ ὀπώρας = αποτέλειωσε το τείχος, αφού είχε αρχίσει από την άνοιξη πριν από το καλοκαίρι.

2. καρπός.

familyπαράγ. ὀπωρικός, ὀπωρινός, σύνθ. φθινόπωρον, μετόπωρον, ὀπωροπώλης.

ΝΕ οπώρα (λόγ., με τη σημ. 2).

[πρόθ. ὀπί- (= ἐπί) + *ὄ(σ)αρ «θέρος, φθινόπωρο», συγγεν. με ρωσ. ósenĭ «θέρος, φθινόπωρο», εναλλαγή r-n].

ὅπως ΕΠΙΡΡΗΜΑ & ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

A. EΠΙΡΡΗΜΑ ΤΡΟΠΟΥ

1. όπως: οὕτως ὅπως δύνανται = έτσι όπως μπορούν.

2. σε πλάγιες ερωτήσεις, έπειτα από ρήματα που εκφράζουν φροντίδα, προσοχή, προφύλαξη. Εκφέρεται με οριστική μέλλ. ή απορηματική υποτακτική ή, όταν υπάρχει εξάρτηση από παρελθοντικό χρόνο, με ευκτική πώς, με ποιον τρόπο: οὗτοι ἐπιμελοῦνται ὅπως οἱ πολῖται ἀμείνους ἔσονται = αυτοί φροντίζουν πώς να γίνουν καλύτεροι οι πολίτες. οὐ φροντίζουσιν ὅπως φίλους ἀγαθοὺς κτήσωνται = δε μεριμνούν πώς να αποκτήσουν καλούς φίλους.

3. οὐκ ἔστιν ὅπως δεν υπάρχει τρόπος να…/ δεν είναι δυνατόν να…: οὐκ ἔστιν ὅπως ποτὲ σοὺς δέξονται λόγους = δεν είναι δυνατόν να δεχθούν ποτέ τους όρους σου.

4. ὅπως + υπερθετικός επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅπως ἥδιστα = όσον το δυνατόν πιο ευχάριστα. = ὅτι, ὡς + υπερθετικός.

B. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

τελικός για να: ἰατρὸν παρακαλῶ ὅπως μὴ ὁ κάμνων ἀποθάνῃ = προσκαλώ γιατρό, για να μην πεθάνει ο ασθενής.

ΝΕ όπως (με τη σημ. Α1).

[ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + πῶς, handπῶς].

ὁράω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ἑώρων
Μέλλ. με ενεργ. σημ. ὄψομαι «θα δω»
Αόρ. β΄ από άλλη ρίζα εἶδον
Παρακ. ἑόρακα & ἑώρακα
Παθ. αόρ. ὤφθην
Παθ. μέλλ. ὀφθήσομαι
Παθ. παρακ. ἑώραμαι & ἑόραμαι & ὦμμαι

1. βλέπω: ὁρᾷς ἡμᾶς ὅσοι ἐσμέν = μας βλέπεις πόσοι είμαστε. ὁρῶσιν τὰς ναῦς ἐπὶ σφᾶς πλεούσας = βλέπουν τα καράβια να πλέουν εναντίον τους.

2. προσέχω: ὅρα τί ποιεῖς = πρόσεχε τι κάνεις.

familyπαράγ. ὅρασις, ὁρατός, ὅραμα, ὄψις, ὄμμα, σύνθ. ἀφορῶ, διορῶ, εἰσορῶ, ὑπερορῶ, περιορῶ, τιμωρός.

[*σFορ- «παρατηρώ» + παρ. επίθ. -άω, όπου *σFορ- συγγεν. με γοτθ. war(s) «συνετός», λατ. vereor «σέβομαι», ὤρα «φροντίδα»].

ὀργή, -ῆς, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. η ιδιοσυγκρασία κάποιου, η κράση του, η διάθεσή του: τῇ ὀργῇ οὕτω χαλεπῇ ἐχρῆτο ὥστε μηδένα δύνασθαι προσιέναι = ανέπτυξε τόσο δύσκολη ιδιοσυγκρασία, ώστε κανείς δεν μπορούσε να τον πλησιάσει.

2. θυμός, οργή.

familyπαράγ. ὀργίλος, ὀργιλότης, ὀργίζω, σύνθ. παροργίζομαι, ἐξοργίζομαι.

ΝΕ οργή (με τη σημ. 2).

[*ὀργ-/*ἐργ- «έχω σφρίγος», συγγεν. με αρχ. ιρλ. ferc «οργή»].

ὄργια, -ίων, τὰ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μυστικές τελετές, μυστική λατρεία (που τελούνταν μόνο από μυημένους, όπως ήταν λ.χ. οι τελετές της Δήμητρας στην Ελευσίνα).

2. γενικά τελετές (όχι μόνο μυστικές), θυσίες.

familyπαράγ. ὀργιάζω, ὀργιαστής, ὀργιαστικός.

ΝΕ όργια.

[*Fόργ- (ἔργον) + παρ. επίθ. –ια > ὄργια, που παρετυμολογήθηκε προς το ὀργὴ και το ὀργιάζω, καθώς τα ὄργια αναφέρονται κυρίως στο Διόνυσο].

ὀργίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὤργιζον
Αόρ. ὤργισα
Μέσ. μέλλ. με παθ. σημ. ὀργιοῦμαι
Παθ. μέλλ. ὀργισθήσομαι
Παθ. αόρ. ὠργίσθην
Παθ. παρακ. ὤργισμαι

1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί.

2. παθ. φωνή ὀργίζομαι οργίζομαι, εξοργίζομαι.

ΝΕ οργίζω (με τη σημ. 1) και οργίζομαι (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ὀργή + παρ. επίθ. -ίζω].

ὀρέγω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὤρεγον
Μέλλ. ὀρέξω
Αόρ. ὤρεξα
Μέσ. μέλλ. ὀρέξομαι
Μέσ. αόρ. ὠρεξάμην

1. απλώνω: ὤρεξεν τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει = άπλωσε το ποτήρι στο Σωκράτη.

2. μέση φωνή ὀρέγομαι επιθυμώ: ὀρέγομαι τοῦ εἰδέναι = επιθυμώ τη γνώση.

familyπαράγ. ὄρεξις, ὀρεκτός.

ΝΕ ορέγομαι (με τη σημ. 2).

[προθεμ. ὀ- + *ρεγ- «διευθύνω, κυβερνώ», συγγεν. με λατ. regō «διευθύνω, κατευθύνω», ιρλ. rigim «απλώνω»].

ὀρθός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀρθότερος
Υπερθετικός ὀρθότατος

1. όρθιος.

2. ορθός, σωστός: ὀρθὴ ἀγγελία = σωστή αναγγελία.

3. πραγματικός, γνήσιος, αληθινός: ὀρθαὶ πολιτεῖαι = γνήσια πολιτεύματα.

4. ανήσυχος, γεμάτος προσδοκίες για κάτι, ενθουσιασμένος: ὀρθὴ ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσι = η πόλη ήταν ανήσυχη (στο πόδι για) με όσα είχαν γίνει.

familyπαράγ. ὄρθιος, ὀρθῶς, ὀρθότης.

ΝΕ ορθός (με τη σημ. 2).

[*FορθF- «υψώνω» + παρ. επίθ. -ός, συγγεν. με αρχ. ινδ. ūrdhvá- «ανυψώνω»].

ὄρθριος, -ία, -ον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀρθριαίτερος
Υπερθετικός ὀρθριαίτατος

πολύ πρωινός: ἀφίκετο ὄρθριος = έφτασε πολύ πρωί.

[παράγ. λ. hand ὄρθρ-ος + παρ. επίθ. -ιος· τα επιθήματα -αί-τερος, -αί-τατος από επίθετο *ὀρθριαῖος < ὀρθρία (ὥρα) + -ιος].

ὄρθρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

το διάστημα λίγο πριν από το ξημέρωμα, όταν είναι ακόμη σκοτάδι.

familyπαράγ. ὄρθριος.

ΝΕ όρθρος «είδος θρησκευτικής τελετής».

[ουσιαστικοπ. (με μετάθεση τόνου) του επιθέτου ὀρθρός (< ὀρθός + -ρός)· το ὀρθὸς βασίζεται στο *Fορθός «της ώρας που ξημερώνει», συγγεν. με αρχ. ινδ. várdhati «σπρώχνω (τη μέρα να προχωρήσει, να εμφανιστεί)»].

ὁρίζω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὥριζον
Μέλλ. ὁριῶ
Αόρ. ὥρισα
Παρακ. ὥρικα
Μέσ. μέλλ. ὁριοῦμαι
Παθ. μέλλ. ὁρισθήσομαι
Μέσ. αόρ. ὡρισάμην
Παθ. αόρ. ὡρίσθην
Παθ. παρακ.
με παθ. και μέση σημ.
ὥρισμαι
«έχω οριστεί» ή «έχω ορίσει»

1. καθορίζω: θάνατον ὥρισαν εἶναι τὴν ζημίαν = καθόρισαν ως ποινή το θάνατο.

2. μέση φωνή ὁρίζομαι α. ορίζω (για τον εαυτό μου). β. δίνω τον ορισμό για ένα πράγμα, το ορίζω: οἱ τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁριζόμενοι = όσοι ορίζουν την ηδονή ως αγαθό.

familyπαράγ. ὁρισμός.

ΝΕ ορίζω (με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. ὅρος + παρ. επίθ. -ίζω].

ὅρκος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

όρκος: ὅρκον ὄμνυμι = ορκίζομαι όρκο.

familyπαράγ. ὅρκιος, ὁρκόω, ὁρκωμοτέω, ὁρκωμοσία, ὁρκίζω, σύνθ. ἐπίορκος, ἐπιορκία, ἐπιορκέω.

ΝΕ όρκος.

[αβέβ., ίσως ὅρκ-ος, συγγεν. με ἕρκ-ος, -ους «φράγμα, κλείσιμο»].

ὁρμάω -ῶ ΡΗΜΑ

Παρατ. ὥρμων
Μέλλ. ὁρμήσω
Αόρ. ὥρμησα
Παρακ. ὥρμηκα
Μέσ. μέλλ. ὁρμήσομαι
Μέσ. αόρ.
σε σύνθ.
ὡρμησάμην
(λ.χ. ἐξωρμησάμην)
Παθ. αόρ. με μέση σημ. ὡρμήθην
Παρακ. ὥρμημαι

1. παρορμώ κάποιον, τον παρακινώ: ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους = παρακινούσε τους Αθηναίους στον πόλεμο (κατά των Σπαρτιατών).

2. αμετάβ. ορμώ.

3. αμετάβ. ξεκινώ: ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν καὶ ἀκούσωμεν Πρωταγόρου = όπως ξεκινήσαμε, ας πάμε να ακούσουμε τον Πρωταγόρα.

4. μέση φωνή ὁρμῶμαι α. ορμώ. β. ξεκινώ.

familyπαράγ. ὅρμημα, ὁρμητήριον, ὁρμητικός.

ΝΕ ορμώ (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. ὁρμή + παρ. επίθ. -άω].

ὁρμέω -ῶ ΡΗΜΑ

είμαι αγκυροβολημένος: ὁρμῶ ἐν λιμένι = είμαι αγκυροβολημένος σε λιμάνι.

[παράγ. λ. ὅρμος, ὁ + παρ. επίθ. -έω].

ὁρμίζω ΡΗΜΑ

Μέσ. & παθ. μέλλ. ὁρμιοῦμαι
Μέσ. & παθ. αόρ. ὡρμισάμην
Μέσ. & παθ. παρακ. ὥρμισμαι

1. φέρνω στο λιμάνι ένα καράβι, για να αγκυροβολήσει.

2. μέση/ παθ. φωνή ὁρμίζομαι αγκυροβολώ: ἔξω τοῦ Ῥίου ὡρμίσαντο = αγκυροβόλησαν έξω από το Ρίο. ἀποπλέω.

[παράγ. λ. ὅρμος «τόπος για αγκυροβολία» + παρ. επίθ. -ίζω. ὅρμος < *ὁρμ- + παρ. επίθ. -ος, ίσως συγγεν. με ἕρμα, τὸ «μεγάλη πέτρα που χρησιμοποιούσαν ως άγκυρα»].

ὄρνις, ὄρνιθος, ὁ, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πουλί: Ὄρνιθες, οἱ = πουλιά (τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη).

2. στην αττ. διάλεκτο ὁ/ἡ ὄρνις πετεινός, κότα.

3. παροιμία ὀρνίθων γάλα του πουλιού το γάλα (για ένα εξαίσιο έδεσμα ή για κάτι εξαιρετικά ανέλπιστο).

familyπαράγ. ὀρνιθών, σύνθ. ὀρνιθοσκόπος, ὀρνιθοτρόφος, ὀρνιθοπώλης.

ΝΕ όρνιθα (με τη σημ. 2).

[*ὀρν- + παρ. επίθ. -ις, όπου η ρίζα *ὀρν-/*orn- /*orl- αποτελεί τη βάση για την ονομασία του αετού στις ΙΕ γλώσσες, π.χ. ρωσ. orĭlŭ «αετός»].

ὄρος, -ους, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

βουνό.

familyπαράγ. ὄρειος, ὀρεινός, σύνθ. ὀρεσίβιος, ὀρειβάτης, ὀρειβατέω, ὀρείχαλκος.

ΝΕ όρος (λόγιο για το βουνό).

[*ορ- (< ὄρ-νυμαι «ανυψώνομαι») + παρ. επίθ. -ος].

ὅρος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. όριο: ἑβδομήκοντα ἔτη τῆς ζωῆς ὅρον ἀνθρώπῳ προτίθημι = θέτω ως όριο της ανθρώπινης ζωής τα εβδομήντα χρόνια.

2. σύνορο.

3. όρος, προϋπόθεση, μέτρο: ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος = προϋπόθεση της αριστοκρατίας είναι η αρετή, ενώ της ολιγαρχίας ο πλούτος.

familyπαράγ. ὅρια (τά), ὅριος, ὁρίζω.

ΝΕ όρος (με τη σημ. 3).

[*FορF- + παρ. επίθ. -ος, συγγεν. με λατ. urvāre «ορίζω τα όρια ενός τόπου με αλέτρι» και ἐρύω «σύρω, τραβώ (γραμμή)»].

ὀρρωδέω -ῶ ΡΗΜΑ

τρέμω από το φόβο μου: ὀρρωδῶ περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι = τρέμω από το φόβο μου για τη ζωή μου. = δέδοικα.

ΝΕ μόνο στη λόγ. φρ. δεν ορρωδεί προ ουδενός.

[αβέβ.].

ὀρύττω ΡΗΜΑ

ο κοινός τύπος είναι ὀρύσσω

Παρατ. ὤρυττον
Μέλλ. ὀρύξω
Αόρ. ὤρυξα
Παρακ. ὀρώρυχα
Υπερσ. ὠρωρύχειν
Παθ. μέλλ. ὀρυχήσομαι
ὀρυχθήσομαι
Μέσ. αόρ. ὠρυξάμην
Παθ. αόρ. ὠρύχθην
Παρακ. ὀρώρυγμαι
Υπερσ. ὀρωρύγμην
ὠρωρύγμην

1. σχηματίζω λάκκο με το σκάψιμο, σκάβω: ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν = εάν κάποιος σκάψει κοντά στη θάλασσα.

2. βγάζω κάτι έξω από τη γη με το σκάψιμο, εξορύσσω.

3. θάβω.

familyπαράγ. ὀρυχή, ὀρυγή, ὄρυξις, ὄρυγμα, ὀρυκτός, σύνθ. διῶρυξ, τυμβωρύχος.

ΝΕ στο σύνθ. εξορύσσω.

[προθεμ. ὀ- + *ρυχ- «σκάβω», συγγεν. με λατ. runchō «εκχερσώνω»].

ὀρφανός, -ή, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

ορφανός: πατρὸς ὀρφανός = ορφανός από πατέρα.

familyπαράγ. ὀρφανεύω, ὀρφανία, ὀρφανίζω, σύνθ. ὀρφανοτρόφος, ὀρφανοτροφεῖον.

ΝΕ ορφανός.

[*ορφο- (ΙΕ *orbh-os) + παρ. επίθ. -ανός, συγγεν. με λατ. orbus «στερημένος, ορφανός», αρμ. orb «ορφανός»].

ὀρχέομαι -οῦμαι ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠρχούμην
Μέλλ. ὀρχήσομαι
Μέσ. αόρ. ὠρχησάμην
Παθ. αόρ. ὠρχήθην

χορεύω.

familyπαράγ. ὀρχηστής, ὀρχήστρα, ὄρχησις «χορός».

[αβέβ., ίσως συγγεν. με αρχ. ινδ. roghāyáti «τρέμω, πάλλομαι»].

ὀρχήστρα, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

χώρος του αττικού θεάτρου, όπου ο χορός χόρευε ή στεκόταν.

ΝΕ ορχήστρα «σύνολο μουσικών οργάνων».

[παράγ. λ. ὀρχησ-(τήρ, ὁ < ὀρχέομαι) + παρ. επίθ. -τρα].

ὅς, ἥ, ὃ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση ο οποίος: οὗτος, ὃν εἶδες, Σωκράτης ἐστί = αυτός, τον οποίο είδες, είναι ο Σωκράτης.

2. στην αρχή της πρότασης λειτουργεί ως δεικτική αντωνυμία αυτός: καὶ ὃς εἶπεν = και αυτός είπε.

3. στη γενική πτώση του ουδ. ως επίρρημα οὗ α. όπου: εἰ γένοιο οὗ νῦν ἐγὼ εἰμι = εάν βρεθείς στη θέση όπου βρίσκομαι εγώ τώρα. β. ἔστιν οὗ κάπου, σε κάποιον τόπο.

[ΙΕ *yos, *yα, *yod-, που αντιστοιχεί στην αρχ. ινδ. αντων. yah, yā, yad και την αρχ. περσ. yō, yā, yat, φρυγική ios].

ὅσος, -η, -ον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. όταν εισάγει αναφορική πρόταση όσος: τοσαύτη παρασκευὴ ὅσην οὐδὲν ἄλλο ἔχει = τόση προετοιμασία όση δεν έχει τίποτε άλλο.

2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση πόσος: ὁρᾷς ὅση ἐστίν ἡ θεῶν ἰσχύς; = βλέπεις πόση είναι η δύναμη των θεών;

3. όταν η αντωνυμία συνοδεύει επίθετα θετικού ή υπερθετικού βαθμού και στην ίδια πτώση με αυτά υπερβολικά: ἔλαβε χρήματα θαυμαστὰ ὅσα = πήρε υπερβολικώς απίστευτα χρηματικά ποσά.

4. όταν ακολουθείται από μόρια ὅσοσπερ ακριβώς όσος, όσος.

ΝΕ όσος (με σημ. 1).

[ὅς + παρ. επίθ. -ος, handὅς, ἥ, ὅ].

ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

ο οποίος ακριβώς, o oποίος: Ἑρμοκράτης, ὅσπερ καὶ ἔπεισε μάλιστα αὐτούς, τοιούτους δὴ λόγους εἶπεν = ο Ερμοκράτης, ο οποίος τους έπεισε περισσότερο από όλους, είπε κάπου τα ακόλουθα.

[σύνθ. λ. ὅς + περ].

ὅστις, ἥτις, ὅ τι ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. όταν εισάγει δευτερεύουσα αναφορική πρόταση όποιος: ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν = όποιος θέλει να με ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του.

2. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση ποιος: εἰπέ, ὅστις ὅδ' ἐστίν = πες ποιος είναι αυτός εδώ.

3. ὁστισοῦν, ἡτισοῦν, ὁτιοῦν οποιοσδήποτε: εἷς ὁστισοῦν = ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος.

4. επιρρηματικά ἐξ ὅτου (ενν. χρόνου) από τότε που…

[σύνθ. λ. ὅς + τις].

ὀστρακίζω ΡΗΜΑ

εξορίζω κάποιον (γράφοντας το όνομά του επάνω σε όστρακο, κεραμίδι).

familyπαράγ. ὀστρακισμός.

ΝΕ στο σύνθ. εξοστρακίζω.

[παράγ. λ. ὄστρακ-ον + παρ. επίθ. -ίζω].

ὄστρακον, -άκου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. πήλινο αγγείο.

2. θραύσμα πήλινου αγγείου, που συνήθως χρησίμευε στην πράξη του εξοστρακισμού.

3. καβούκι χελώνας ή κέλυφος στρειδιού.

familyπαράγ. ὀστρακίζω, ὀστρακισμός, σύνθ. ὀστρακόδερμος.

ΝΕ όστρακο (με τη σημ. 3).

[*οστ- (ὀστέον, ὀστ-ακός/ἀστακός), *οστρ- (ὄ-στρ-ακον, ὄστρ-εον) στη γενική σημ. «σκληρός, τραχύς»].

ὄστρεον, -έου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

στρείδι.

[ομόρρ. με handὄστρακον].

ὅταν ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

εισάγει χρονικο-υποθετική πρόταση και εκφέρεται πάντοτε με υποτακτική όταν, όποτε.

ΝΕ όταν.

[σύνθ. λ. ὅτε + ἄν].

ὅτε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. με οριστική αορ. ή παρατ. όταν: Καλλίξενος κατῆλθε εἰς τὸ ἄστυ, ὅτε καὶ οἱ ἐκ Πειραιῶς κατῆλθον = ο Καλλίξενος επέστρεψε στην πόλη όταν επέστρεψαν και οι εξόριστοι από τον Πειραιά.

2. με αιτιολογική σημ. καθώς, αφού: ὅτε δὴ τοῦτο οὕτως ἔχει = αφού λοιπόν αυτό το πράγμα έτσι είναι.

3. ἔστιν ὅτε/ ἔσθ' ὅτε κάποτε, κάποιες φορές.

4. ὁτὲ κάποιες φορές, κάποτε: συχνά απαντά στο συνδυασμό ὁτὲ μέν… ὁτὲ δέ = άλλοτε μεν… άλλοτε δε…

[ουδ. (της ὅς, ἥ, ὅ) + παρ. επίθ. -τε].

ὅ τι & ὅ,τι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. όταν εισάγει πλάγια ερώτηση γιατί: ἢν μὴ φράσῃς ὅ τι… = αν δεν πεις γιατί…

2. ὅ τι μὴ εκτός: οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅ τι μὴ μία = δεν υπήρχε πηγή εκτός από μία.

3. ὅ τι + υπερθετικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος όσο το δυνατόν πιο…: ὅ τι τάχιστα = όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

[ουδ. ὅ τι της αντων. ὅστις, ἥτις, ὅ τι].

ὅτι ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

1. όταν εισάγει ειδική πρόταση ότι, πως: ἠγγέλθη ὅτι Μέγαρα ἀφέστηκε = ανακοινώθηκε ότι τα Μέγαρα αποστάτησαν.

2. οὐχ ὅτι… ἀλλά / ἀλλὰ καί... όχι μόνο… αλλά και…: οὐχ ὅτι μόνος ὁ Κρίτων ἐν ἡσυχίᾳ ἦν, ἀλλὰ καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ = όχι μόνο ο Κρίτων βρήκε την ησυχία του αλλά και οι φίλοι του.

3. όταν εισάγει αιτιολογική πρόταση επειδή.

ΝΕ ότι (με τη σημ. 1).

[ουδ. ὅ,τι της αντων. ὅστις].

οὐ ΜΟΡΙΟ

αρνητικό μόριο

δεν: οὐ βούλομαι ἐλθεῖν = δε θέλω να έρθω.

Ο τύπος οὐ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από σύμφωνο (οὐ λέγω). Ο τύπος οὐχ μπαίνει πριν από λέξεις που αρχίζουν από δασύ φωνήεν (οὐχ ὁρῶ = δε βλέπω), ενώ ο τύπος οὐκ πριν από λέξη με ψιλό φωνήεν (οὐκ ἐθέλω).

ΝΕ ου, αρνητ. μόριο μόνο σε κάποιες εκφράσεις, λ.χ. ναι ή ου.

[αβέβ., πιθ. ηχομιμ. οὐ με προφορά óu].

οὗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

γενική πτώση της προσωπ. αντωνυμίας ενικού γ΄ προσώπου. Η ονομαστική πτώση δε χρησιμοποιείται. αυτού.

οὗ ΕΠΙΡΡΗΜΑ handὅς, ἥ, ὅ.

οὐδαμοῦ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. πουθενά: οὐδαμοῦ γῆς = πουθενά στη γη.

2. με κανέναν τρόπο: ἄλλοθι οὐδαμοῦ = με κανέναν άλλον τρόπο.

ΝΕ ουδαμού (λόγ., με τη σημ. 1).

[οὐδαμά + παρ. επίθ. οὗ (γεν. της αντων. ὅς, ἥ, ὅ σε επιρρηματική χρήση)].

οὐδαμῶς ΕΠΙΡΡΗΜΑ

με κανέναν τρόπο.

[παράγ. λ. οὐδαμά + παρ. επίθ. -ῶς].

οὐδὲ

1. ως σύνδεσμος ουδέ, ούτε, και δεν...

2. ως επίρρημα ούτε καν: ἃ πολλαχοῦ οὐδὲ βλαστάνειν δύναιτ' ἄν, ἐνθάδε καρποφορεῖ = αυτά που σε πολλά μέρη δε θα μπορούσαν ούτε καν να βλαστήσουν, εδώ (στην Αττική) καρποφορούν κιόλας. οὐδ' εἰ γέγονεν ταῦτα οἶδα = δεν ξέρω ούτε καν αν έγιναν αυτά.

ΝΕ ουδέ.

[σύνθ. λ. οὐ + δέ].

οὐδείς, οὐδεμία, οὐδὲν ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. κανείς, κανείς δεν: οὐδεὶς οἶδεν εἰ = κανείς δεν ξέρει αν... οὐδὲν εἶπεν = δεν είπε τίποτε.

2. οὐδεὶς ὅστις οὐ ο καθένας

3. ουδέτερο ως επίρρημα οὐδὲν καθόλου.

ΝΕ οὐδείς (ως λόγιο του κανείς, με σημ. 1).

[οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μία, οὐδὲ ἕν].

οὐδέ πω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ακόμα δεν: ἀφ' οὗ ἐγὼ Σωκράτει συνδιατρίβω, οὐδέπω τρία ἔτη ἐστίν = δεν είναι ακόμα τρία χρόνια από τότε που εγώ συναναστρέφομαι το Σωκράτη.

[αρνητ. οὐδέ + πω].

οὐδεπώποτε ΕΠΙΡΡΗΜΑ

αναφέρεται σε ένα γεγονός στο παρελθόν ποτέ ως τώρα (δεν): Πρωταγόρᾳ οὐ διείλεγμαι οὐδεπώποτε = ποτέ ως τώρα δεν έχω συζητήσει με τον Πρωταγόρα.

[σύνθ. λ. αρνητ. οὐδέ + πώποτε].

οὐδέτερος, -τέρα, -τερον ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος από τους δυο: τὸ μὲν πρῶτον Μήλιοι οὐδετέρων ἦσαν = στην αρχή οι Μήλιοι δεν ήταν ούτε των Αθηναίων ούτε των Λακεδαιμονίων (σύμμαχοι).

2. ουδέτερος.

ΝΕ ουδέτερος (με τη σημ. 2).

[σύνθ. λ. αρνητ. οὐδέ + ἕτερος].

οὐκέτι & οὐκ ἔτι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πλέον δεν...: οὐκέτι ἠπίστουν = πλέον δε δυσπιστούσαν.

[σύνθ. οὐκ + ἔτι].

οὔκουν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

σε αρνητικές προτάσεις ασφαλώς δεν…: οὔκουν ἠξίωσαν τὴν πόλιν στερίσκειν... = ασφαλώς δε θεώρησαν άξιο να αποστερήσουν την πόλη από...

[σύνθ. οὐκ + οὖν].

οὐκοῦν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. σε ερωτήσεις προδικάζει θετική απάντηση λοιπόν δεν...; δεν είναι έτσι;: οὐκοῦν σωφροσύνῃ σωφρονοῦσιν; = λοιπόν, οι άνθρωποι γίνονται σώφρονες με τη σωφροσύνη, δεν είναι έτσι;

2. σε καταφατικές προτάσεις ασφαλώς λοιπόν: οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι = ασφαλώς λοιπόν, αν αυτά αληθεύουν, υπάρχει μεγάλη ελπίδα γι' αυτόν που φτάνει εκεί όπου πηγαίνω εγώ.

[σύνθ. λ. οὐκ + οὖν].

οὐ μέντοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. όμως δεν...: ἐπολιόρκουν, οὐ μέντοι εἶλόν γε = τους πολιορκούσαν, όμως δεν τους κυρίευσαν.

2. σε ευθείες ερωτήσεις, όταν αναμένεται καταφατική απάντηση οὐ μέντοι…; δεν είναι έτσι;

[οὐ μέν + τοι].

οὖν ΕΠΙΡΡΗΜΑ

1. ασφαλώς: εἰ δ' ἔστιν, ὥσπερ οὖν ἔστιν, θεὸς ὁ Ἔρως... = αν ο Έρωτας είναι, όπως ασφαλώς είναι, τότε είναι θεός...

2. λοιπόν: καὶ σὺ οὖν ἡμῖν δίκαιος εἶ ἀντιχαρίζεσθαι = και εσύ λοιπόν είναι δίκαιο να ανταποδώσεις σε μας τη χάρη.

3. συντίθεται με αόριστες αντωνυμίες ή επιρρήματα, λ.χ. ὁστισοῦν = οποιοσδήποτε. ὁπωσοῦν = με οποιονδήποτε τρόπο.

[αβέβ.]

οὔπω & οὔ πω ΕΠΙΡΡΗΜΑ

ακόμα δεν: κρῆναι οὔπω ἦσαν αὐτόθι = δεν υπήρχαν ακόμη βρύσες εκεί.

[οὐ + πω].

οὖς, ὠτός, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

αυτί: ἕωθεν πολλὰ αὐτῷ συνῆ καὶ παρεῖχον τὰ ὦτα = από το πρωί ήμουν μαζί του και είχα τα αυτιά μου τεντωμένα (για να μη χάσω λέξη απ' ό,τι έλεγε).

ΝΕ ους (λόγ., σε συγκεκριμένες φρ., λ.χ. τείνω ευήκοον ους).

[*ὀFατος > *ὀατος > ὠτός (συναίρεση αο > ω), ονομ. οὖς < *ὀFς· την ΙΕ βάση αποτελεί ένα *auso-, που εμφανίζεται ως λιθ. ausis «αφτί» και λατ. auris < *ausis, ενώ στο αρμ. ukn «αφτί» έχουμε το του ἀκ-οή].

οὐσία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. περιουσία: εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν = εάν διέθετα περιουσία.

2. η ουσία.

ΝΕ ουσία (με τη σημ. 2).

[παράγ. λ. *ὀντ- (μτχ. του εἰμί) + παρ. επίθ. -ία *ὀνσία > οὐσία].

οὔτε ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

ούτε.
  • συνήθως επαναλαμβάνεται μέσα στην πρόταση οὔτε… οὔτε…

ΝΕ ούτε.

[σύνθ. οὔ + τε].

οὔτοι & οὔ τοι ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πράγματι δεν.., δεν... φυσικά: οὔτοι δὴ τὸ πλοῖον ἀφῖκται = δεν έχει έρθει φυσικά το πλοίο.

[σύνθ. λ. οὐ + βεβαιωτ. τοι].

οὗτος, αὕτη, τοῦτο ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

δεικτική για άμεση δείξη

1. αυτός: οἰκοῦσι δ᾽ οὗτοι πρὸς βορέαν τοῦ Σκόμβρου ὄρους = κατοικούν αυτοί βόρια του βουνού Σκόμβρου.

2. τοῦτο + γενική σε αυτό το σημείο…: κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλεως = σε αυτό το σημείο της ακρόπολης.

3. ως επίρρημα ταῦτα γι' αυτόν το λόγο: ταῦτ' ἐγὼ ἔσπευδον = γι' αυτόν το λόγο εγώ βιαζόμουν.

4. ως επίρρημα τοῦτο μέν… τοῦτο δέ… = αφενός... αφετέρου, εν μέρει… εν μέρει…

[δεικτ. αντων./άρθρο ὁ, ἡ, τό + ένθημα -υ- (πβ. α «πάλιν», λατ. autem «πάλιν») + παρ. επίθ. επιθέτων -τος, -τη, -το].

οὕτως ΕΠΙΡΡΗΜΑ

τροπικό

1. έτσι, με αυτόν τον τρόπο: οὕτως ἐγένετο ἡ στρατεία = έτσι έγινε η εκστρατεία.

2. οὕτως + επίθετο ή επίρρημα τόσο, τόσο πολύ: οὕτως ἄνους = τόσο ανόητος.

ΝΕ ούτως (λόγ., με τη σημ. 1).

[παράγ. λ. οὗτος + παρ. επίθ. -ως].

ὀφείλημα, -ήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

οφειλή, χρέος.

[παράγ. λ. ὀφείλω + παρ. επίθ. -ημα].

ὀφείλω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὤφειλον
Μέλλ. ὀφειλήσω
Αόρ. α΄ ὠφείλησα
Αόρ. β΄ ὤφελον
Παθ. αόρ. ὠφειλήθην
Παρακ. ὠφείληκα
Υπερσ. ὠφειλήκειν

1. χρωστώ: τί ὀφείλω; = τι χρωστώ;

2. ως δικανικός όρος οφείλω να δώσω, επισύρω επάνω μου: εὐθύνας ὤφειλον. ὀφείλω ζημίαν.

3. ὀφείλω + απαρέμφατο πρέπει να…, οφείλω να...: ὁ λόγος οὐκ ἀκριβῶς ὀφείλει λέγεσθαι = ο λόγος δεν πρέπει να λέγεται με κάθε λεπτομέρεια.

  • ο τύπος του αορ. β΄ ὤφελον χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτό που έπρεπε να γίνει, αλλά δεν έγινε μακάρι να: εἰ γὰρ ὤφελον οἱ πολλοὶ οἷοί τ' εἶναι τὰ μέγιστα ἀγαθὰ ἐργάζεσθαι = μακάρι οι πολλοί να ήταν ικανοί να προξενήσουν τα μεγαλύτερα αγαθά.

familyπαράγ. ὀφειλέτης, ὀφειλή, ὀφείλημα.

ΝΕ οφείλω (με τις σημ. 1, 3).

[*οφελ- + παρ. επίθ. -jω > ὀφείλω, hand ὀφλισκάνω].

ὀφθαλμός, -οῦ, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

μάτι.

familyπαράγ. ὀφθαλμιάω, ὀφθαλμηδόν, σύνθ. ὀφθαλμοφανής, ἐνοφθαλμίζομαι, ἐνοφθαλμισμός.

ΝΕ οφθαλμός (ως λόγιο για το μάτι, κυρίως στην έκφραση οφθαλμόν αντί οφθαλμού).

[*οkw- (συγγεν. του λατ. oculus και ὄπ-ωπα, που είναι ποιητικός παρακείμενος του ὁράω) + παρ. επίθ. -αλ + παρ. επίθ. -μός· το ὀφθ- αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. áksi «μάτι», κατά τον τρόπο που το ks στο αρχ. ινδ. ksindi «μαραίνομαι» αντιστοιχεί στο φθ- του φθ-ίνω].

ὄφις, -εως, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φίδι.

ΝΕ όφις (λόγιο για το φίδι).

[*οφι-, συγγεν. με *εχι- (ἔχιδνα), ΙΕ *ogwhi-, αρχ. ινδ. áhi «φίδι», αρχ. περσ. aži- «φίδι», αρμ. iž «φίδι»].

ὄφλημα, -ήματος, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

πρόστιμο που επιβάλλεται σε δίκη.

[παράγ. λ. *ὀφλε- (πβ. ὤφ(ε)λον < ὀφείλω / ὀφλισκάνω) + παρ. επίθ. -μα].

ὀφλισκάνω ΡΗΜΑ

Παρατ. ὠφλίσκανον
Μέλλ. ὀφλήσω
Αόρ. β΄ ὦφλον
Παρακ. ὤφληκα
Υπερσ. ὠφλήκειν

1. χρωστώ (χρησιμοποιείται για κάποιον που καταδικάστηκε να πληρώσει πρόστιμο): ὀφλισκάνω χιλίας δραχμάς = χρωστώ χίλιες δραχμές.

2. (δίκην) ὀφλισκάνω χάνω μια δίκη, καταδικάζομαι: θανάτου δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι σε θάνατο. δώρων ὦφλον = καταδικάστηκαν για δωροδοκία. γραφὰς ἢ ἐπιβολὰς ὦφλον = έχασαν δίκες (δηλαδή καταδικάστηκαν) που αφορούσαν δημόσια αδικήματα ή πρόστιμα. ὀφλόντων δὲ αὐτῶν... = όταν αυτοί καταδικάστηκαν...

3. επισύρω επάνω μου την κατηγορία για κάτι αρνητικό: μοχθηρίαν ὤφληκα = επέσυρα επάνω μου την κατηγορία ότι είμαι μοχθηρός.

[*ὀφ(ε)λ- (πβ. ὀφλ-εῖν, ὤφελ-ον) + παρ. επίθ. -(ι)σκ + παρ. επίθ. -άνω· ίσως το ὤφελ-ον < ὀπί (= ἐπί) + ἑλ- < εἷλον].

ὀφρῦς, -ύος, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

φρύδι.

familyπαράγ. ὀφρύδιον, ὀφρυώδης, ὀφρυόεις, σύνθ. ὀφρύσκιος, ἐξωφρυωμένος.

ΝΕ φρύδι.

[προθεμ. *ὀ- + *φρυ-, πβ. αρχ. ινδ. bhrūh «φρύδι», αρχ. μακεδονικό ἀβροῦτες· ὀφρῦς· ίσως αρχικά *ὀπ-φρῦς, όπου ὀπ- < *okw- του ὄπ-ωπα και το φρυ- ως β΄ συνθετ. στο αγγλ. eye-brow και το γερμ. Augebrauen].

ὀχληρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀχληρότερος
Υπερθετικός ὀχληρότατος

ενοχλητικός.

[παράγ. λ. ὀχλέ-ω (< ὄχλος + -έω) + παρ. επίθ. -ρός].

ὄχλος, -ου, ὁ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. όχλος, άτακτο πλήθος, μάζα: οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι = αυτές οι απειθάρχητες μάζες.

2. με πολιτική σημ. ο όχλος, το πλήθος της κατώτατης τάξης του λαού.

3. ενόχληση, αναστάτωση: μάταιον ὄχλον τοὺς περὶ τούτων λόγους ἐνόμισαν = θεώρησαν τους λόγους για τα θέματα αυτά άσκοπη ενόχληση.

ΝΕ όχλος (με τη σημ. 1).

[ίσως *ὀχ- (< ἔχω «μεταφέρω» < *Fεχ- «κινώ, μεταφέρω») + παρ. επίθ. -λος].

ὀχυρός, -ά, -ὸν ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀχυρώτερος
Υπερθετικός ὀχυρώτατος

για τόπους δυνατός, ασφαλής: χωρίον ὀχυρὸν καταλαμβάνω = καταλαμβάνω κάποια ασφαλή θέση.

familyπαράγ. ὀχυρότης, ὀχύρωμα, ὀχύρωσις, ὀχυρωτικός, ὀχυρόω, σύνθ. ἀνώχυρος.

ΝΕ οχυρός.

[ὀχυρὸς και ἐχυρός (με διπλό φωνηεντισμό) < *σεχ- (ἔχω «συγκρατώ, εμποδίζω», πβ. ἔχμα «φράγμα, εμπόδιο») + παρ. επίθ. -υρός· ταυτίζεται ακριβώς με αρχ. ινδ. sáhuri «νικητής, ισχυρός» και γοτθ. sigis «νίκη»].

ὀψὲ ΕΠΙΡΡΗΜΑ

αργά: ὀψὲ ἦν = ήταν αργά. ὀψὲ τῆς ἡμέρας ἐναυμάχησαν = αργά το απόγευμα έκαναν ναυμαχία.

familyπαράγ. ὄψιμος, σύνθ. ὀψιμαθής.

ΝΕ ψες.

[*οψ- < πρόθ./επίρρ. ὀπὶ «μετά, πίσω» (πβ. ὄπι-σθεν) + , που δεν έχει ερμηνευτεί)].

ὀψιμαθής, -ής, -ὲς ΕΠΙΘΕΤΟ

αυτός που έχει καθυστερήσει να μάθει κάτι: ὀψιμαθὴς τῆς ἀδικίας.

ΝΕ οψιμαθής (λόγ.).

[σύνθ. λ. ὀψέ + *μαθ- (ἔ-μαθ-ον < μανθάνω) + παρ. επίθ. -ής].

ὄψιος, -ία, -ιον ΕΠΙΘΕΤΟ

Συγκριτικός ὀψιαίτερος
Υπερθετικός ὀψιαίτατος

που συμβαίνει αργά στην ημέρα, στο χρόνο κτλ., όψιμος: ὅταν ἔαρ ὄψιον γένηται... = όταν η άνοιξη αργίσει να έρθει...

ὄψις, -εως, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. εξωτερική όψη ή εμφάνιση προσώπου ή πράγματος: οὐκ εἰκὸς τὰς ὄψεις τῶν πόλεων ἢ τὰς δυνάμεις μᾶλλον σκοπεῖν = δεν είναι λογικό να προσέχουμε πιο πολύ την εξωτερική εμφάνιση των πόλεων και όχι τη δύναμή τους.

2. θέαμα.

3. όραση.

4. στον πληθ. αἱ ὄψεις τα μάτια: τὸ κάλλος πάντων τὰς ὄψεις εἷλκε ἐπ' αὐτόν = η ομορφιά του τραβούσε τα μάτια όλων πάνω του.

5. η θέαση, η ενέργεια του να βλέπει κανείς: λυπηρὸς τῇ ὄψει = δυσάρεστος ως προς το να τον βλέπει κανείς.

ΝΕ όψη (με τη σημ. 1).

[*οπ- (ὄπ-ωπα) + παρ. επίθ. -σις].

ὄψον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

1. μαγειρεμένο φαγητό (κυρίως κρέας ή ψάρι) που συνοδεύεται με κρασί και ψωμί.

2. στους Αθηναίους, η πιο μεγάλη τους λιχουδιά ψάρι.

3. ιχθυοπωλείο: εἰς τοὖψον ἀφῖγμαι = φτάνω στο ιχθυοπωλείο.

familyπαράγ. ὀψάριον, ὀψάομαι, ὄψημα, σύνθ. ὀψωνέω, ὀψώνιον, ὀψωνίζομαι.

ΝΕ ψάρι (< αρχ. ὀψάριον υποκορ. του ὄψον).

[αβέβ., ίσως παράγ. λ. του ἕψω «ψήνω», αρμ. ep'em «ψήνω»].

ὀψωνέω -ῶ ΡΗΜΑ

αγοράζω κυρίως ψάρια, άλλες λιχουδιές ή, γενικότερα, τρόφιμα: ὀψωνῶ καρκίνους = αγοράζω καβούρια.

ΝΕ ψωνίζω (αρχ. ὀψωνίζομαι).

[παράγ. λ. ὄψ-ον + παρ. επίθ. ὠνέ-ομαι > ὀψωνέομαι, από όπου ενεργητ. ὀψωνέω].